τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: ,


Η θέση του Καρλ Κάουτσκι για τον Υπερ-Ιμπεριαλισμό


(Εισαγωγή στο άρθρο στη «Neue Zeit» της 11/9/1914)[1]

 

Tο άρθρο αυτό γράφτηκε στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα πλαίσια μιας μεγάλης συζήτησης  ανάμεσα στους σοσιαλιστές θεωρητικούς και γενικότερα τους διανοούμενους της εποχής εκείνης για τις διεθνείς διαστάσεις και προοπτικές του καπιταλιστικού συστήματος.[2] Ήδη γινόταν φανερό ότι η πρόβλεψη του Μαρξ στο τέλος του προλόγου του στο Κεφάλαιο, για την επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των συνακόλουθων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών σε όλες τις χώρες δεν γινόταν με ευθύγραμμο και ταυτόσημο τρόπο παντού.

 

Το ιστορικό φόντο

Οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες επιδίωκαν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους (κυρίως των καπιταλιστικών μονοπωλίων που κυριαρχούσαν όλο και περισσότερο στο εσωτερικό τους) όχι μόνο και όχι κυρίως μέσω του «αόρατου χεριού της αγοράς» που διαφήμιζαν οι απολογητές τους, αλλά κυρίως – όλο και περισσότερο για την ακρίβεια- με την φανερή σε όλους χρήση του σιδερένιου βραχίονα των στρατών και των πολεμικών πλοίων τους. Είχαν την τάση να περιχαρακώνουν σε όλο τον κόσμο περιοχές πολιτικής κυριαρχίας, οικονομικής εκμετάλλευσης και ιδεολογικής ηγεμονίας υποτάσσοντας χώρες και λαούς, δημιουργώντας η κάθε μια το δικό της «ιμπέριουμ». Αστοί πολιτικοί και διανοούμενοι έβλεπαν μάλιστα σε αυτό την λύση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.

Ο όρος «ιμπεριαλιστές» αφορούσε αρχικά την μερίδα των αστών που υπεδείκνυαν αυτή την διέξοδο για τις χώρες τους, έκφραζαν δηλαδή συνειδητά την εξέλιξη που όπως θα δούμε παρακάτω είχε και αντικειμενικές πλευρές.[3] Αρχικά η άλλη άποψη στα πλαίσια των χωρών αυτών ήταν η άποψη των δημοκρατών κοινωνικών μεταρρυθμιστών, που έβλεπαν λύση των προβλημάτων μέσα από παραχωρήσεις στις λαϊκές τάξεις. Όμως, η κοινωνική τους βάση έγινε πολύ στενή καθώς οι εργαζόμενοι συγκροτούσαν ήδη πολιτικά κινήματα που εναντιώνονται στο σύστημα και επιζητούσαν την ριζική αλλαγή του και μάλιστα έφταναν στο σημείο να αμφισβητούν την ίδια την μισθωτή εργασία και την ιδιοκτησία στα μέσα της κοινωνικής παραγωγής.

Όλο και περισσότερο λοιπόν οι δημοκράτες αυτοί είτε προσχωρούσαν – έστω ως μετριοπαθής πτέρυγα – στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, είτε γίνονταν ουρά στους ιμπεριαλιστές, οργανώνοντας την απολογητική τους και πιέζοντας για οριακές αλλαγές στις μεθόδους και επιδιδόμενοι σε  ιεραποστολές κυριολεκτικά ή μεταφορικά (διαδίδοντας π.χ. τον «ρεπουμπλικανισμό» σε αγράμματους ιθαγενείς στην Αφρική εναντίον παλιών βασιλιάδων της περιοχής, χωρίς βέβαια να επιτρέπουν ή να παροτρύνουν το σχηματισμό δημοκρατιών, αλλά στερεώνοντας την αποικιοκρατική κυριαρχία, εκπαιδεύοντάς τους στην ξένη γλώσσα κ.λπ.[4]

 

Η συζήτηση των σοσιαλιστών και ο Καρλ Κάουτσκι

Οι σοσιαλιστές διανοούμενοι επικέντρωσαν, όπως είναι λογικό στα πλαίσια της αντίληψής τους, το ζήτημα στην αντικειμενική διαδικασία, αντιμετώπισαν τον ιμπεριαλισμό ως φαινόμενο, όχι τόσο ως υποκειμενική επιλογή ηγεσιών. Έτσι ασχολήθηκαν με τον ιμπεριαλισμό, όχι τόσο με τους ιμπεριαλιστές με την παραπάνω έννοια.

Ο ιμπεριαλισμός ορίζεται από τον Καρλ Κάουτσκι (στο εξής ΚΚ) ως παράγωγο της ανισορροπίας μεταξύ των βιομηχανικών καπιταλιστικών χωρών και της αγροτικής ενδοχώρας τους που αποτελείται από τις υπανάπτυκτες χώρες. Με αυτή την έννοια ο ΚΚ «αντικειμενοποιεί»  την διαδικασία και την αποσυνδέει από το αποικιοκρατικό φαινόμενο της περιόδου του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.

Στην αντίληψή του αντιπαρατίθεται το ελεύθερο εμπόριο με τον ιμπεριαλισμό. Καθώς η ανάπτυξη των αγροτικών εθνών δημιουργεί τις προϋποθέσεις και για την βιομηχανική τους ανάπτυξη το ζήτημα γίνεται πολιτικό. Η επιλογή των ΗΠΑ και των χωρών της Δυτικής Ευρώπης να ανταγωνιστούν και στο πεδίο της βιομηχανίας την Αγγλία και επομένως να διεκδικήσουν για λογαριασμό τους τον έλεγχο των αγροτικών ζωνών, δημιούργησε (κατά τον ΚΚ) τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Το μοντέλο αυτό δηλαδή η πολιτική αυτονομία με εισαγωγή κεφαλαίων και εκβιομηχάνιση, ως προοπτική των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών, δεν επιβεβαιώθηκε στον 20ό αιώνα, αν και αποτέλεσε πολιτικό μύθο και ιδεολογική άποψη μερίδας των αστικών ηγεσιών σε διάφορα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.

Οι ιμπεριαλιστές απάντησαν στην τάση αυτή κυριαρχώντας στο πολιτικό εποικοδόμημα των αποικιών και των εξαρτημένων χωρών. Οικοδόμησαν συμμαχίες με γαιοκτήμονες και αστούς μεταπράτες και αναπαρήγαγαν αλλού άμεση κυριαρχία (αποικιοκρατία) κι αργότερα παντού έμμεση κυριαρχία (νέο-αποικισμός  και ανισότιμες ολοκληρώσεις) σε –τυπικά- ανεξάρτητα κράτη.

Έτσι, οι ιμπεριαλιστές επιδίωξαν κι εν πολλοίς επέτυχαν να εμποδίσουν την πολιτική αυτονομία και την εκβιομηχάνιση μεγάλων περιοχών του κόσμου, ή την στρέβλωσαν ώστε να γίνει συμπληρωματική και αποσπασματική, ενταγμένη σε ένα οργανικό σύνολο που ελέγχεται από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.

Η δεύτερη τάση, στην οποία επικέντρωσε ο ΚΚ, αφορούσε την δυναμική των σχέσεων των ιμπεριαλιστών μεταξύ τους. Την εποχή εκείνη αναπτύσσονταν τάσεις και συνεργασίας και σύγκρουσης. Για παράδειγμα ο Σέσιλ Τσάμπερλαιν, υπουργός Αποικιών της Αγγλίας τρεις φορές προσπάθησε να συμβιβαστεί με την ανερχόμενη βιομηχανικά Γερμανία σχετικά με το μοίρασμα των αποικιών. Ωστόσο, η κρίση μετά το 1890 οδήγησε σε προστατευτισμό και ανταγωνισμό συμμαχιών που κατέληξε στην σύγκρουση του Α΄ΠΠ.

Η αποικιακή εκμετάλλευση προκαλούσε αντιδράσεις και η κλιμάκωσή της  ήταν ήδη στην εποχή του ΚΚ, εύλογα προβλέψιμη. Τότε βέβαια το πολιτικό εργατικό κίνημα φαινόταν να προελαύνει ακάθεκτο προς την πολιτική εξουσία, περιορίζοντας την άμεση εκμετάλλευση και μειώνοντας την απόλυτη υπεραξία, αν όχι και την σχετική, στις αναπτυγμένες τουλάχιστον χώρες. Ήδη είχε αρχίσει η πολιτική των μεγάλων φόρων και η δημιουργία του κρατικού χρέους, που ο Κ.Μαρξ είχε χαρακτηρίσει ως εργαλείο άμεσης υποταγής της πολιτικής εξουσίας στο κεφάλαιο.[5]

Ωστόσο, ο ΚΚ έβλεπε το ζήτημα του χρέους και γενικότερα την άνοδο του χρηματοπιστωτικού τομέα ως δευτερεύουσα πλευρά της εξέλιξης, υποτιμώντας τις προοπτικές της. Σε αυτό αντίθετα αποδείχθηκαν οξυδερκέστεροι σοσιαλφιλελεύθεροι όπως ο Χόμπσον ή άλλοι μαρξιστές όπως ο Χίλφερντιγκ.[6]

Παρ’ όλα αυτά η θέση του για την προοπτική της συνένωσης των ιμπεριαλιστών σε έναν υπερ-ιμπεριαλισμό, μακρόπνοη τότε, με μια έννοια μάλλον  διέβλεπε σωστά πραγματική τάση εξέλιξης τόσο του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και της ιμπεριαλιστικής φάσης του.

Είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση του ΚΚ (το 1914!) ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να οδηγήσει σε αποτέλεσμα που «δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια σύντομη εκεχειρία», άρα θα γίνει και νέος αντίστοιχης κλίμακας πόλεμος, κάτι που λίγα χρόνια αργότερα θεώρησε πολύ πιθανό ένας μεγάλος οικονομολόγος, ο Τζων Μ. Κέυνς.[7] Το πρόβλημα της «ιμπεριαλιστικής, αλλά και καταπιεσμένης» Γερμανίας (μετά την συνθήκη των Βερσαλλιών) είχε επισημάνει και ο Β.Ι. Λένιν.[8]

Πάντως είναι εντυπωσιακό ότι, στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την «σύντομη εκεχειρία» του Μεσοπολέμου και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντως η τάση για μια «ιερή συμμαχία» των ιμπεριαλιστών εκδηλώθηκε καθαρά. Αρχικά ως μέτωπο εναντίον της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της, αλλά και – με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση και πλήρη επικράτηση- μετά την κατάρρευσή τους.  Η «ιερή» αυτή συμμαχία φυσικά αποκρυσταλλώθηκε και σε θεσμούς: αρχικά στην ΚτΕ, και αργότερα ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, ΠΟΕ κ.λπ., καθώς και πιο πρόσφατα τα όργανα όπως G7-8, G20 και που μάλιστα αφού πια δεν υπάρχει αντίπαλο διεθνές δέος δεν παίρνουν την μορφή διεθνούς δικαίου (που θα αποτύπωνε συμβιβασμούς και συσχετισμούς) αλλά με όργανα άτυπα, αλλά ουσιαστικά.

Δεν πρόκειται φυσικά όπως γνωρίζουμε σήμερα για παγκόσμια αρμονία, ούτε καν για τη φαντασίωση ορισμένων αφελών ή προπαγάνδα  πολιτικών απατεώνων περί Ισχύος του δικαίου» (ποιου;) που τάχα «θα αντικαταστήσει το δίκαιο των ισχυρών». Οι κίνδυνοι από την «ιερή» συμμαχία  των ιμπεριαλιστών είναι βέβαια διαφορετικοί αφού πολλές φορές δεν είναι τόσο ευκρινείς οι μορφές της κυριαρχίας τους.

Οι ολοκληρώσεις είτε  περιφερειακές, είτε ως πλανητική επέκταση «αρμοδιότητας» παλιών συμμαχιών, όπως το ΝΑΤΟ, αλλά και η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των παλιότερων ΟΗΕ, και των άλλων οργανισμών που φτιάχτηκαν μετά τον Β΄ΠΠ, καθώς και η δημιουργία ή αναβάθμιση φόρουμ ή/και οργάνων (συναντήσεις Νταβός, Λέσχες Μπίλντενμπεργκ, Ρώμης κ.ά.) για να μην αναφέρουμε τους G7-8 και G20, ή την σύγχρονη – εντελώς αυτονομημένη από την ΓΣ του ΟΗΕ λειτουργία του Συμβουλίου Ασφαλείας του, κάνουν τις προβλέψεις του ΚΚ για τον υπερ-ιμπεριαλισμό να φαντάζουν σήμερα πολύ εύλογες. Η εξέλιξη της ΕΕ είναι προφανές ότι εντάσσεται σε αυτή την διαδικασία.[9]

Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο υπερ-ιμπεριαλισμός δεν είναι , βέβαια, το βασίλειο της παγκόσμιας ειρήνης, όπως προπαγανδίζουν οι απολογητές της παγκοσμιοποίησης. Υπάρχουν και τεχνικοί λόγοι που κάνουν απίθανη την άμεση και μέχρι τέλους σύγκρουση ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Κυρίως αναφέρομαι στα πυρηνικά όπλα και στους βαλλιστικούς πυραύλους και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά που καθιστούν την σύγκρουση ένα παιχνίδι χωρίς νικητές και με άμεσο κίνδυνο την καταστροφή της ανθρωπότητας. Ωστόσο, παρά τις ειδυλλιακές φιλοσοφικές και πολιτειολογικές ενοράσεις (Καντ: «για την αιώνια ειρήνη» και Φουκουγιάμα «το τέλος της ιστορίας») βλέπουμε σειρά πολέμων στο επίπεδο των μεσαίων ή και μικρών χωρών, που πολλές φορές γίνονται πόλεμοι των μεγάλων «δια πληρεξουσίου» ή γίνονται αφορμή για άμεση επέμβασή τους. Αντικείμενο αυτών των πολέμων από την άποψη των μικρότερων δυνάμεων είναι η σχετική αναβάθμισή τους ή /και η υποβάθμιση των αντιπάλων τους μέσα στην υπερ-ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Παράλληλα, με διάφορες αφορμές συνεχίζονται οι άμεσες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις είτε συλλογικά (μέσω του ΟΗΕ) είτε χωριστά, από τις ισχυρότερες δυνάμεις σε βάρος εξαρτημένων χωρών.

Ο όρος «υπερ- ιμπεριαλισμός» είναι πολύ ορθότερος και σίγουρα πιο αποκαλυπτικός από τον ευφημισμό περί «παγκοσμιοποίησης».[10] Πέρα από αυτό υπερτερεί και γνωστικά. Θέτει, σε αντίθεση με τον αντικειμενισμό του όρου παγκοσμιοποίηση, το ζήτημα των ιμπεριαλιστών, ως αντιπάλων των λαών, την σύμπλεξη του υποκειμενικού με το αντικειμενικό στοιχείο στην ανάλυση. Ο όρος παγκοσμιοποίηση θέτει το πρόβλημα ως επιλογή εκδοχών, και τείνει να ορίσει τις αντιθέσεις με όρους παλιού νέου δίνοντας εύσημα προοδευτισμού στους υποστηρικτές της και, ακόμα χειρότερα, σε αυτούς που την καθοδηγούν και την κατευθύνουν.  Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι θεωρητικό. Είμαστε όλοι μάρτυρες της ενσωμάτωσης στις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές τμημάτων της Αριστεράς που μάλιστα ισχυρίζονται ότι είναι επαναστατικά.[11] Ο όρος υπερ-ιμπεριαλισμός έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι συνδέει το παρόν με το παρελθόν, δίνει την αίσθηση συνέχειας, και με αυτή την έννοια υπενθυμίζει ότι η βασική πηγή των προβλημάτων είναι η ίδια, ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.

 

Η κριτική του Β. Ι. Λένιν

Την εποχή που δημοσιεύτηκε το άρθρο αυτό αντιμετώπισε πολεμική από τον Β.Ι. Λένιν. Ωστόσο, ο Λένιν δεν διαφωνούσε ως προς την προοπτική τόσο ριζικά, όσο την έκανε να φαίνεται η σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση εκείνης της εποχής.

Ο Λένιν δεν αποκλείει καθόλου την πιθανότητα συνένωσης των ιμπεριαλιστών σε «ιερή» συμμαχία μεταξύ τους. Θεωρούσε όμως, σωστά όπως αποδείχτηκε, ότι αυτό τότε δεν ήταν τόσο κοντινό. Κυρίως όμως είδε ότι ο παγκόσμιος πόλεμος έδινε την ευκαιρία στο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία. Αξιοποιώντας τον μαζικό εξοπλισμό λόγω του πολέμου και την κρίση ηγεσίας θα μπορούσε να υπάρξει ανατροπή, με τη μέθοδο της ένοπλης εξέγερσης, αφού μάλιστα η μαζική επιρροή στο στρατό θα έδινε την δυνατότητα οργανωτικής επαφής και διεκδίκησης της ηγεμονίας πάνω στην –πολύ μαζική τότε– αγροτιά.

Δεν μπορούμε με την σημερινή χρονική απόσταση  να πούμε ότι αυτό ήταν τελείως έξω από την αντίληψη του ΚΚ. Η πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στην οποία συμμετείχε, καταψήφισε το 1915 τις αμυντικές δαπάνες, αργότερα συγκρότησε τα Συμβούλια των εργατών στην χώρα κι αποτέλεσε την μεγάλη μάζα της εξέγερσης του 1919, που βέβαια σφράγισε η αντεπαναστατική βία των Freikorps και οι δολοφονίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ, με τους οποίους είχε στενή φιλία και αλληλογραφία.

Το κλίμα εξάλλου ήταν τέτοιο που ακόμα και στελέχη όπως ο Φ. Σάιντεμαν, εξήγγειλαν μιλώντας στο πλήθος την καθαίρεση του Κάιζερ και την ίδρυση της αβασίλευτης Δημοκρατίας (που αργότερα οργανώθηκε με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης).

Είναι πάντως βέβαιο ότι ο ΚΚ δεν συμμεριζόταν την άποψη του Λένιν για τις προοπτικές της επανάστασης στην Ρωσία, ιδιαίτερα τη δυνατότητά της να γίνει σοσιαλιστική, ούτε την λογική του ντόμινο που θα οδηγούσε σε ένα ευρωπαϊκό επαναστατικό σοσιαλισμό με βιομηχανική καρδιά την Γερμανία και αγροτική ενδοχώρα τη Ρωσία (ως αρχικό πλαίσιο) και στη συνέχεια -άμεσα μάλιστα!- στην επέκτασή της σε Γαλλία, Αγγλία και Ιταλία.

Η οπτική του Β.Ι. Λένιν ήταν πιο διεθνική, πιο οραματική, πιο «διαλεκτική», στη θεωρία τουλάχιστον. Στην πράξη αποδείχτηκε πιο… ρώσικη.

 

Τα διδάγματα της ιστορίας

Η τραγικότητα της ιστορίας εκδηλώθηκε στο ότι τελικά κάπως δικαιώθηκαν και οι δύο !

Ο Β.Ι. Λένιν έγινε ο ιδρυτής του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσμο που είχε διάρκεια. Η σπίθα του έβαλε φωτιά στα λιβάδια της Ρωσίας (το 1/6 της υφηλίου) και στις καρδιές των προλεταρίων όλου του κόσμου. Ωστόσο, η επανάσταση ως κίνημα ηττήθηκε στην Γερμανία και ως στράτευμα στις πύλες της Βαρσοβίας.

Ο ΚΚ επιβεβαιώθηκε, εν μέρει τουλάχιστον, όταν οι τιτάνιες δυσκολίες μιας καθυστερημένης χώρας κι ενός αδύναμου αριθμητικά προλεταριάτου οδήγησαν στην γραφειοκρατικοποίηση, αργότερα στον εκφυλισμό και τελικά στην κατάρρευση και την καπιταλιστική παλινόρθωση. Όντως η τσαρική Ρωσία δεν ήταν ώριμη για σοσιαλισμό, η πειθώ του κομμουνιστικού καθεστώτος (όση και για όσο υπήρξε) είχε να κάνει περισσότερο με κοινωνικές κατακτήσεις και με το ρωσικό μεσσιανισμό (την βαθιά παράδοση της τρίτης Ρώμης) παρά με την ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού, όπως την αντιλαμβανόμασταν αλλού.

Η άποψη του ΚΚ γι’ αυτό, σήμερα φαίνεται πλειοψηφική. Εξαπολύοντας μύδρους κατά των «προδοτών» έγινε κεντρική τοποθέτηση του Λ.Ντ.Τρότσκι και των επιγόνων του εκ των υστέρων, όταν προσπάθησαν να περιγράψουν το αντικειμενικό πλαίσιο της ήττας τους στην εσωτερική διαμάχη μέσα στην ΕΣΣΔ από τον Ι.Β. Στάλιν, χωρίς να μπουν στα δύσκολα μονοπάτια της αυτοκριτικής για την κατάργηση της δημοκρατίας μέσα στα σοβιέτ που δεν οφειλόταν βέβαια στον Στάλιν, αλλά έγινε πριν με καθοριστική και την δική τους συμβολή.[12] Είναι πολύ γνωστή η επίθεση εναντίον του Στάλιν για τις δίκες της Μόσχας στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όπου εμπλέκονταν ως κατηγορούμενοι ο Λ.Ντ.Τρότσκι και οι άλλοι αντιπολιτευόμενοι μπολσεβίκοι. Όμως, δίκες σκοπιμότητας δεν έγιναν μόνο τότε. Είχαν γίνει πριν άλλες. Το 1923 κατά των σοσιαλεπαναστατών, το 1927 κατά των μενσεβίκων. Είχαν διαλυθεί σοβιέτ και συνδικάτα που εξέλεξαν πλειοψηφίες μενσεβίκων ή σοσιαλεπαναστατών στις αρχές της δεκαετίας του 1920 (όταν είχε λήξει ο εμφύλιος). Από αυτά ευρέως γνωστά είναι μόνο τα γεγονότα στην Κροστάνδη, λόγω της σχετικής αντιπαράθεσης των αναρχικών. Σ’ όλες αυτές τι δίκες και διώξεις συμμετείχε το σύνολο των μπολσεβίκων καθώς και ο Τρότσκι και οι φίλοι του, μάλιστα ο ίδιος εγκαινίασε αυτές τις πρακτικές με την δίκη σκοπιμότητας και την καταδίκη σε θάνατο (ενώ δεν ίσχυε η θανατική ποινή και δεν είχε αρχίσει ο εμφύλιος) του πλοιάρχου Σχάστνυ το 1918.[13]

Άλλα σημεία της κριτικής του Β.Ι. Λένιν στον ΚΚ είναι απολύτως εύστοχα. Όταν π.χ. επισημαίνει το ποιοτικά νέο επίπεδο που συνιστά ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου με το οποίο γίνεται συγχώνευση, υπέρβαση και υποκατάσταση της κυριαρχίας του βιομηχανικού κεφαλαίου στις αναπτυγμένες χώρες. Ο ΚΚ λαμβάνει βέβαια υπόψη του την λειτουργία των χρεογράφων και τη σημασία τους για το κράτος και τους εργαζόμενους, δεν φαίνεται όμως να αξιολογεί επαρκώς τους μετασχηματισμούς  που φέρνει η χρηματιστική ηγεμονία στην άρχουσα τάξη και στις διεθνείς σχέσεις, καθώς και την καθοριστική της επιρροή στην εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού φαινόμενου. Επρόκειτο βέβαια, για πρώιμο στάδιο.

Στην εποχή μας, εποχή που ο υπερ-ιμπεριαλισμός δεν είναι πια μια πρόβλεψη, η χρηματιστηριακή – χρηματιστική διάσταση του καπιταλισμού έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, ενώ και η κοινωνικοποίηση της παραγωγής έχει γίνει διεθνική.

Η χώρα μας έχει ήδη πικρή εμπειρία από αυτό. Υποτάχθηκε κάτω από τα χρεόγραφα – στην άυλη μάλιστα, ηλεκτρονική, μορφή τους – με τους πολίτες της να μπαίνουν σε ουρές στα ταμεία και τις ΑΤΜ, όπως άλλοι αλλού μπήκαν στη σειρά ενώπιον ξένων στρατιωτών και ντόπιων συνεργατών δίπλα στις ερπύστριες των αρμάτων μάχης σε εισβολές.

Η σχέση βιομηχανικής δύναμης-χώρας και αγροτικών εξαρτημένων χωρών που περιγράφει ο ΚΚ δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον άμεσα, στον πυρήνα του σύγχρονου υπερ-ιμπεριαλισμού ΗΠΑ, ΕΕ , Ιαπωνίας κ.λπ. άμεσων συμμάχων τους.

Αποτελεί μάλιστα ειρωνεία του καιρού μας  το μοντέλο αυτό να είναι πιο κοντά στις πρακτικές των πρώην σοσιαλιστικών κρατών όπως η Ρωσία στη σχέση της με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας ή της Κίνας με χώρες της Αφρικής και γενικότερα.

Ένα άλλο σημείο του άρθρου του ΚΚ με το οποίο ο Β.Ι. Λένιν φαίνεται να συμφωνεί είναι η σύνδεση του ιμπεριαλισμού με το φαινόμενο της μετανάστευσης. Η σύνδεση αυτή σήμερα αποσιωπάται από μέρος τουλάχιστον της Αριστεράς που στο συγκεκριμένο ζήτημα (όπως και σε πολλά άλλα) έχει υποκαταστήσει την μαρξιστική θεώρηση με τον αστικό ανθρωπισμό και τον φιλελευθερισμό (τον πολιτικό κατά δήλωση, αλλά στην πράξη και τον οικονομικό). Αυτή η στάση που επενδύεται με αναρχισμό για να αποκτήσει «επαναστατικό» λούστρο, όχι τυχαία στέλνει μαζικά τους μισθωτούς  εργάτες των αναπτυγμένων χωρών, ιδιαίτερα τους μη εγγυημένους, χαμηλόμισθους και με κατώτερο μορφωτικό επίπεδο -δηλαδή τους κατεξοχήν «προλετάριους» της θεωρίας- στις κάλπες της άκρας Δεξιάς.[14]

 

Χρήσιμο ερέθισμα σε μια αναγκαία συζήτηση

Πάντως το κείμενο αυτού του άρθρου του ΚΚ μετά από πάνω από εκατό χρόνια εξακολουθεί να παρέχει ερεθίσματα για γόνιμους προβληματισμούς, χρήσιμους στην Αριστερά ιδιαίτερα της χώρας μας, όπου η έλλειψη μια σοβαρής σοσιαλιστικής παράδοσης σε συνδυασμό με την παραδοσιακά ισχυρή παρουσία των κομμουνιστών έχει οδηγήσει στο μορφωτικό παράδοξο: Πολλά αξιόλογα κείμενα της μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας είναι αμετάφραστα και σε πολλούς άγνωστα, ενώ κυκλοφορούν οι κομμουνιστικές πολεμικές εναντίον τους. Σε άλλους καιρούς αυτό θα ήταν προληπτική ιδεολογική καταστολή. Σήμερα είναι φανερό πως πρόκειται για μορφωτική υστέρηση και ανεπάρκεια. Βλάπτει όλους καθώς η άγνοια γίνεται τελικά επιχείρημα κατεβάζοντας το γενικό επίπεδο.

Έτσι κι αλλιώς το ζήτημα δεν είναι να αναβιώσουμε αντιπαραθέσεις του παρελθόντος, πόσο μάλλον να φανατιστούμε σε σχέση με αυτές. Αξίζει πάντως να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα και με λιγότερη προκατάληψη παραμένοντας πάντοτε στο δρόμο του αγώνα για την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, την απελευθέρωση της εργασίας από το κεφάλαιο, του ανθρώπου από την καταπίεση και την εκμετάλλευση.

 

Νοέμβριος 2017

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η μετάφραση του άρθρου έγινε από το αγγλικό κείμενο όπως αυτό είναι αναρτημένο στο Kautsky Internet Archive. Σύμφωνα με εκεί σημείωση έχουν παραλειφθεί δύο- τρεις παράγραφοι που αναφέρονται εξειδικευμένα και συγκυριακά στην – τότε – Γερμανία.
[2]  Χαρακτηριστικά κείμενα της εποχής είναι τα έργα των Τζων Χόμπσον, Ιμπεριαλισμός, ελλ. έκδ. ΚΨΜ σε μετάφραση Θωμά Νουτσόπουλου και  Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Το Χρηματιστικό κεφάλαιο, ελλ. έκδ. Μπάϋρον σε μετάφραση Κώστα Σκλάβου.
[3]  Διάσημα τέτοια πρόσωπα ήταν π.χ. στην Αγγλία ο Τζότζεφ Τσάμπερλαιν και ο ιδρυτής της Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε) Σέσιλ Ρόουντς, στην Γαλλία ο πρωθυπουργός Ζυλ Φερρύ και ο Ευγένιος Ετιέν, στην Γερμανία οι Γκούσταβ Στρέζεμαν, Χάινριχ φον Τράιτσκε κ.ά. Ακόμα κι ο Μαξ Βέμπερ επιστρατεύτηκε να στηρίξει τον «φιλελεύθερο» γερμανικό ιμπεριαλισμό! Στη Ρωσία ο υπουργός Εξωτερικών Σαζόνωφ, στο Βέλγιο ο διαβόητος βασιλιάς Λεοπόλδος και στην Ιταλία ο πρωθυπουργός Κρίσπι κι ο «αριστερός» Κορραντίνι. Για περισσότερα W.J.Mommsen Ιμπεριαλισμός, ελλ. έκδ. Πολύτροπον, μετ. Χριστίνα Ζούμπερη, επιμ. Κώστας Λούλος.
[4]  Η φιλανθρωπία ήταν επίσης σοβαρό πρόσχημα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής (όπως σήμερα η «αλληλεγγύη» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» των χρηματοδοτούμενων ΜΚΟ). Πρώτος διδάξας ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος με το «ανεξάρτητο» «διεθνές» κράτος του Κονγκό, που όμως αργότερα αποκαλύφθηκε ακραία απάνθρωπος στην εκμετάλλευση των ιθαγενών στα ορυχεία διαμαντιών με μαζικό κόψιμο χεριών κ.λπ.
[5]  Το δημόσιο χρέος έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην ίδια την επικράτηση του κεφαλαίου πάνω στο φεουδαρχικό σύστημα, αλλά και στην πρωταρχική συσσώρευσή του βλ. Καρλ Μαρξ, Το κεφάλαιο, τόμ. 1ος, μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομμάτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ.776.
[6]  Ο Χόμπσον επιχειρεί να συνδέσει τις οικονομικές με τις πολιτικές πλευρές του φαινομένου, ενώ ο Χίλφερντινγκ τονίζει περισσότερο την τάση του χρηματιστικού κεφαλαίου να ιδιοποιείται την υπεραξία και άρα να καθίσταται παρασιτικό. Την κατηγορία περί παρασιτισμού δέχεται επίσης και ο Β.Ι.Λένιν.
[7]  Ο Κέυνς, μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας της Αγγλίας για την Συνθήκη των Βερσαλλιών, διατύπωσε δημόσια την κριτική του και τη δυσοίωνη πρόβλεψη στο έργο του «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης».
[8]  Ο Λένιν μιλώντας στα στελέχη το ΚΚΡ(μπ) στην Μόσχα, σε συγκέντρωσή του στις 6-12-1920 αναφέρεται στις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστών της εποχής. Όχι θεωρητικά, αλλά συγκεκριμένα με ρητή υπόδειξη να τις εκμεταλλευτεί η νεαρή ΕΣΣΔ (και με εκχωρήσεις !). Μιλά για την αντίθεση ΗΠΑ- Ιαπωνίας, μετά για την αντίθεση ΗΠΑ- Ευρώπης (με την πρώτη στη θέση του δανειστή) και κατόπιν αναφέρεται στην Γερμανία : «…στη χώρα αυτή επέβαλαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, κάτω από την οποία δεν μπορεί να ζήσει. Η Γερμανία είναι μία από τις πιο ισχυρές, τις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, δεν μπορεί να ανεχτεί τη συνθήκη των Βερσαλλιών και πρέπει να αναζητήσει σύμμαχο ενάντια στον σύγχρονο ιμπεριαλισμό γιατί και η ίδια είναι ιμπεριαλιστική, αλλά και καταπιεσμένη. Να η κατάσταση που πρέπει να εκμεταλλευτούμε….» βλ.  Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμος 42, σελ.68).
[9]  Για τη σχέση ΕΕ – υπερ-ιμπεριαλισμού βλ. Βασίλη Ασημακόπουλου,  Πρώτη φορά Αριστερά, σελ. 603-604.
[10]  Για τον απολογητικό χαρακτήρα του όρου «Παγκοσμιοποίηση», αντί πολλών βλέπε το έργο των Τζέιμς Πέτρας-Χένρι Βελτμέγιερ, Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα, εκδ. ΚΨΜ μετ.,Όλγα Συκιώτη, επιμ. Παναγιώτης Ψαθάς.
[11]  Οι οργανωτικές μορφές αυτής της ενσωμάτωσης όχι τυχαία βρίσκονται στο απυρόβλητο π.χ. οι ΜΚΟ. Βλέπε για το ζήτημα αυτό Τζ.Πέτρας-Χ. Βελμέγιερ, ό.π., σελ. 171-186.
[12]  Βλέπε Λ.Ντ. Τρότσκι, Η προδομένη Επανάσταση, μετ. Θ.Θωμαδάκη- Η.Ροδίτη,  εκδ.  Αλλαγή, σελ. 96-97, 236-238 και στην Υπεράσπιση του μαρξισμού, μετ. Θ.Θωμαδάκη-Η.Ροδίτη, εκδ. Αλλαγή, σελ. 38-39.
[13]  Το επεισόδιο της «δίκης» και εκτέλεσης του Σχάτσνυ, αξιωματικού του ναυτικού που έφερε τον στόλο της Βαλτικής από το Ελσίνκι στην Πετρούπολη κι έτσι απέτρεψε την κατάληψή του από την αντεπανάσταση, αποτέλεσε το σημείο ρήξης με τους μενσεβίκους-διεθνιστές, καθώς προκάλεσε την βίαιη επίθεση του Γιούλι Ο. Μάρτοφ, εναντίον των μπολσεβίκων και του Τρότσκι προσωπικά (που μεθόδευσε την δίκη-παρωδία και την εκτέλεση) με την περίφημη μπροσούρα «Κάτω η ποινή του Θανάτου!» (μεταφρασμένη, αλλά αδημοσίευτη ακόμα στα Ελληνικά). Για το επεισόδιο Σχάστνυ βλ. Ε.Χ.Καρρ, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμος 1, μτφ. Ανδρέα Παππά, εκδ. Υποδομή, σελ.219-221.
[14]  Η μαρξιστική αντίληψη για την μετανάστευση όμως απαιτεί μια ειδική ανάλυση που δεν μπορεί να γίνει εδώ.



πίσω στα περιεχόμενα: