τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες:


Λόγος περί οικονομίας και ορισμένες σκέψεις σε διάφορες εναλλακτικές υποθέσεις που έχουν κατατεθεί στη δημόσια συζήτηση


Με το παρακάτω άρθρο καταθέτω σκέψεις για πιθανές συνέπειες και περιορισμούς εναλλακτικών πολιτικών σχετικά με νόμισμα και χρέος. Αυτούς τους περιορισμούς θα αντιμετώπιζε οποιαδήποτε χώρα αποφάσιζε να αποχωρήσει από μία νομισματική ένωση. Οι ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας όπως το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης ύστερα από το 1981, το υψηλό δημόσιο χρέος, το χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης, η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας και η γεωπολιτική θέση καθιστούν το εγχείρημα πιο περίπλοκο σε σχέση με άλλες χώρες.

 

Α) Επιλογές σχετικά με το νόμισμα

1. Παραμονή στην ευρωζώνη

Η ένταξη σε νομισματική ένωση (η οποία μπορεί να ειδωθεί ως ακραία μορφή συστήματος σταθερών ισοτιμιών) εξαλείφει προβλήματα σχετιζόμενα με τη συναλλαγματική ισοτιμία (και την αστάθεια που προκαλούν οι μεταβολές της) και επιπλέον μειώνει το κόστος συναλλαγών. Τα παραπάνω συμβάλλουν στην ανάπτυξη του εμπορίου στο εσωτερικό της. Οι χώρες μέλη δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμα, ούτε να μεταβάλουν τα επιτόκια, αφού η Ε.Κ.Τ. καθορίζει τα επιτόκια βάσεως. Στην ευρωζώνη, λόγω των περιορισμών για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τα κράτη μέλη δεν έχουν ούτε εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις. Επειδή οι οικονομικές κρίσεις επιδρούν με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές χώρες, αναλόγως του σε ποια φάση του οικονομικού κύκλου βρίσκονται, είναι προφανές ότι εφόσον σε μία ένωση συμμετέχουν χώρες σε διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, χρειάζονται διαφορετικές πολιτικές για την αντιμετώπιση κρίσεων. Οι χώρες μέλη με ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναγκαστικά θα το χρηματοδοτήσουν μέσω εξωτερικού δανεισμού και η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αυξήσει τις εισαγωγές και τα ελλείμματα εμπορικού ισοζυγίου. Λόγω της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης, η άρση των περιορισμών στις οικονομικές συναλλαγές εντός νομισματικής ένωσης έχει ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση ακόμα περισσότερης οικονομικής ισχύος στις χώρες που είναι οικονομικά ισχυρότερες και την αύξηση των ανισοτήτων. Από τη στιγμή που κάποιες χώρες είναι πλεονασματικές στο εμπόριο μεταξύ χωρών μελών της νομισματικής ένωσης, αναγκαστικά άλλες είναι ελλειμματικές. Μέσω κίνησης κεφαλαίων και διαφορών επιτοκίων εξισορροπούνται οι διαφορές μεταξύ χωρών μελών. Θεωρητικά οι ανισορροπίες μπορούν να ξεπεραστούν μέσω των μεταβιβάσεων από τις πλεονασματικές χώρες προς τις ελλειμματικές, οι οποίες κατ΄αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να ασκήσουν επεκτατική πολιτική.[1] Για να αυξηθούν οι μεταβιβάσεις απαιτείται υψηλότερος βαθμός δημοσιονομικής ολοκλήρωσης. Το 2011 ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. αντιστοιχούσε σε 1,1% του Α.Ε.Π., ενώ ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός των Η.Π.Α. σε 40,1%.

Η διαγραφή χρεών, πέρα από το ότι ζημιώνει τους δανειστές, θα αποθαρρύνει μελλοντικό δανεισμό και θα ασκήσει πίεση για περιορισμό ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η πρόταση να περιορίσουν χώρες πλεονασματικές όπως η Γερμανία τα πλεονάσματά τους και να αυξήσουν τους μισθούς των εκεί εργαζομένων και τον πληθωρισμό, βρίσκει αντίθετη τη γερμανική αστική τάξη, η οποία δεν επιδιώκει να μειώσει την κερδοφορία της και να ενισχύσει τους ανταγωνιστές της. Αντί αυτού, επιδιώκει μέσω των εφαρμοζόμενων πολιτικών α)να περιορίσει την αύξηση του χρέους μέσω της απαίτησης για πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να αρχίσει σταδιακά να μειώνεται το ύψος του (ακόμα και αν λόγω ύφεσης αυξάνει το ποσοστό του ως προς το Α.Ε.Π.), β) μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και της μείωσης του εργατικού κόστους να αυξηθούν οι εξαγωγές και να μειωθούν οι εισαγωγές ώστε να μειωθούν οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προκειμένου να γίνουν οι χώρες της περιφέρειας ελκυστικότερες για επενδύσεις και να διοχετευτούν σε αυτές πλεονάσματα χωρών Β. Ευρώπης.

Αποκλειομένων των προτάσεων για διαγραφή χρεών, αμοιβαιοποίηση χρεών, έκδοση ευρωομόλογου, μεταβιβάσεων, αύξηση μισθών και πληθωρισμού σε πλεονασματικές χώρες, η μόνη λύση που απομένει είναι η διόρθωση μακροοικονομικών ανισορροπιών μέσω περιοριστικών πολιτικών, η οποία οδηγεί σε βαθιά ύφεση, εκτός και αν γίνει εφικτή σημαντική αύξηση των εξαγωγών. Η προσαρμογή της οικονομίας σε μειωμένη ποσότητα χρήματος γίνεται μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Η εφαρμοζόμενη εσωτερική υποτίμηση έχει υψηλότερο κόστος και είναι αναποτελεσματικότερη από την εξωτερική, όπως δείχνει η ιστορική εμπειρία. Το ευρώ έχει επιτείνει την κρίση στην Ευρώπη, όπως ο κανόνας του χρυσού τη δεκαετία του ’20, με τη διαφορά ότι τότε δεν υπήρξαν πακέτα διάσωσης.

Συμπερασματικά, η παραμονή στην ευρωζώνη, με χαμηλό πληθωρισμό και μη διαγραφή ονομαστικής αξίας χρέους συνεπάγεται ότι παρά τις επιμηκύνσεις, τη μείωση των επιτοκίων, η μείωση του χρέους θα είναι εξαιρετικά βραδεία διαδικασία και θα συνοδευτεί με εκροή πόρων, περιορίζοντας τις δυνατότητες ανάπτυξης για μεγάλη χρονική περίοδο. Ένας υψηλότερος πληθωρισμός σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα είχε ως συνέπεια αρνητικά πραγματικά επιτόκια, θα διευκόλυνε την αποπληρωμή του χρέους και θα βοηθούσε στο να υπάρξει ευκολότερη προσαρμογή μισθών, αλλά θα υπονόμευε το στόχο να γίνει το ευρώ διεθνές αποθεματικό νόμισμα, αφού θα το υποτιμούσε.

 

2Α. Διπλό νόμισμα

Όταν υπάρχει διπλό νόμισμα, η σχέση μεταξύ των δύο νομισμάτων καθορίζεται είτε διοικητικά από τις νομισματικές αρχές είτε από τις δυνάμεις της αγοράς. Εάν καθορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς, η εισαγωγή δεύτερου νομίσματος επιτρέπει την αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητας, μειώνει τον κίνδυνο στάσεως πληρωμών του κράτους και έχει αποτελέσματα ισοδύναμα με αύξηση της ποσότητας χρήματος. Εάν υπάρξει διοικητικός καθορισμός, τότε υπάρχει ζήτηση για απόκτηση του υποτιμημένου νομίσματος, το οποίο θα κυριαρχήσει στις συναλλαγές. Η ύπαρξη παράλληλου νομίσματος περιορίζει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, αφού οι νομισματικές αρχές δεν μπορούν να επηρεάσουν το μέρος της νομισματικής βάσης που αποτελείται από συνάλλαγμα και έχουν μικρότερη δυνατότητα να ελέγξουν τον πληθωρισμό. Στην περίπτωση της Ελλάδας, που ανήκει σε νομισματική ένωση, με την εισαγωγή διπλού νομίσματος επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που δημιουργεί η συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση με ασυμμετρίες και διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ των μελών. Αντιμετωπίζεται το πρόβλημα ρευστότητας, ενώ η κύρια πηγή ρευστότητας εξακολουθεί να ελέγχεται από την Ε.Κ.Τ. Με το διπλό νόμισμα γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της εθνικής και της παγκόσμιας οικονομίας, το μέσο συναλλαγών στο εσωτερικό θα είναι ανεξάρτητο από το χρησιμοποιούμενο μέσο στο εξωτερικό εμπόριο.

Η έκδοση δραχμής, η οποία θα είναι δια νόμου υποχρεωτικό μέσο συναλλαγών στο εσωτερικό, λύνει το πρόβλημα ρευστότητας. Με την εκτύπωση δραχμών θα γίνει εφικτή η χρηματοδότηση αντιυφεσιακής επεκτατικής δημοσιονομικά πολιτικής που θα μειώσει την ανεργία και η κάλυψη των κρατικών δαπανών θα γίνει χωρίς εξωτερικό δανεισμό. Τα πρωτογενή ελλείμματα θα καλύπτονται με αύξηση ποσότητας χρήματος, χωρίς να αυξηθεί το δημόσιο χρέος. Εάν καθοριστεί διοικητικά υπερτιμημένη ισοτιμία της δραχμής, υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να υπάρξει αγορά ευρώ σε τιμή διαφορετική από την επίσημη. Η δραχμή θα χρησιμοποιείται μόνο στο εσωτερικό και θα είναι μη μετατρέψιμη ή μετατρέψιμη μέχρι ένα ποσό σε ευρώ. Εάν η δραχμή είναι πλήρως μετατρέψιμη σε ευρώ, θα υπάρχει τάση μετατροπής σε ευρώ, που θα ωθήσει σε υπερβολική πτώση την ισοτιμία της και σε εκροή κεφαλαίων. Επειδή η δραχμή θα υποτιμάτο έναντι του ευρώ (επίσημα σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης ή ανεπίσημα στις καθημερινές συναλλαγές σε καθεστώς σταθερής ισοτιμίας), θα προκαλούσε περιορισμένη αύξηση της εγχώριας ζήτησης και των δημοσιονομικών δαπανών σε ευρώ και κατά συνέπεια μικρή επιβάρυνση στο εμπορικό ισοζύγιο. Οι συναλλαγές στο εσωτερικό θα μπορούν να γίνουν και στα 2 νομίσματα. Από τη στιγμή που το κράτος θα πληρώνει σε δραχμές, δεν μπορεί να επιβάλει να πληρωθεί σε ευρώ νομικά και ακόμα και αν το θεσπίσει δεν θα μπορούν να το κάνουν οι πολίτες. Θα υπάρχει ζήτηση δραχμών για την πληρωμή φόρων και επιπλέον προτίμηση στο να δαπανηθούν δραχμές για αγορά αγαθών και να αποταμιευθούν ευρώ.

Το ονομαστικό εξωτερικό χρέος μπορεί να μειωθεί είτε αν διαγραφεί είτε αν υπάρξει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αποπληρώνεται με έσοδα από εξαγωγές.

Η μετάβαση σε διπλό νόμισμα δημιουργεί ζητήματα νομικής φύσης. Τα εγχώρια συμβόλαια θα ξαναγραφούν σε 2 νομίσματα και τα διεθνή συμβόλαια θα επαναδιαπραγματευτούν. Οι τιμές επίσης θα αναγράφονται υποχρεωτικά σε 2 νομίσματα. Το διπλό νόμισμα θα προκαλέσει επιπλέον κόστος σε εταιρείες, αφού οι λογιστικές καταστάσεις θα απεικονίζονται σε δύο νομίσματα. Θα ευνοήσει τις εξαγωγικές εταιρείες που θα έχουν έσοδα σε ευρώ και έξοδα σε υποτιμούμενες δραχμές, ενώ θα ζημιώσει τις εισαγωγικές, για τις οποίες ισχύει το αντίθετο. Το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν οι εταιρείες κοινής ωφελείας που θα εισαγάγουν πετρέλαιο ή φυσικό αέριο.

Το πλέον ακανθώδες ζήτημα σε εισαγωγή διπλού νομίσματος (όπως και σε μετάβαση σε δραχμή) είναι η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Εάν οι καταθέσεις μετατραπούν σε δραχμές, θα υπάρξει κατάρρευση εμπιστοσύνης στις τράπεζες. Εάν οι καταθέσεις μετατραπούν σε δραχμές και τα δάνεια παραμείνουν σε ευρώ, θα μειωθούν οι υποχρεώσεις των τραπεζών, αλλά θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα ρευστότητας. Επιπλέον, θα αυξηθούν οι επισφάλειες δραματικά και οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας. Στην αντίστροφη περίπτωση, παραμονής καταθέσεων σε ευρώ και μετατροπής δανείων σε δραχμές, οι τράπεζες θα υποστούν ζημίες και θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα κεφαλαιακής ανεπάρκειας. Εάν μετατραπούν σε δραχμές και οι καταθέσεις και τα δάνεια, θα υπάρξει μείωση των στοιχείων του ισολογισμού των τραπεζικών ιδρυμάτων, τα οποία θα περιέλθουν σε αδυναμία να εξυπηρετήσουν τις οφειλές προς την Ε.Κ.Τ. σε ευρώ και θα πτωχεύσουν. Στην περίπτωση αυτή, ή θα πρέπει να γίνει αύξηση κεφαλαίου από κράτος ή ιδιώτες μετόχους ή να μειωθούν οι υποχρεώσεις των τραπεζών μέσω κουρέματος καταθέσεων όπως στην Κύπρο ή να τεθούν σε καθεστώς εκκαθάρισης κάποια από τα πιστωτικά ιδρύματα. Εάν παραμείνουν όλα τα στοιχεία του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως σε ευρώ, θα υπάρξει αύξηση των επισφαλειών από όσους έχουν εισόδημα σε δραχμές (εκτός και υπάρξει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και αύξηση εισοδημάτων) και θα χρειαστεί ανακεφαλαιοποίηση. Υπάρχει η πιθανότητα αύξησης εκροών καταθέσεων, λόγω πιθανού φόβου καταθετών ότι η εισαγωγή διπλού νομίσματος θα οδηγήσει στη δραχμή, με συνέπεια να καταστούν αναγκαίοι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.

Το διπλό νόμισμα μπορεί είτε να διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα ή να αποδειχτεί προσωρινό βήμα είτε προς ομαλή έξοδο από την ευρωζώνη είτε προς την πλήρη επιστροφή στο ευρώ μέσω της μετατροπής των δραχμών σε ευρώ.

Η ύπαρξή του προϋποθέτει έγκριση από Ε.Κ.Τ., συμφωνία με δανειστές, η οποία είναι ερώτημα αν θα γίνει, αφού προϋποθέτει, όπως και στην Κύπρο, εξαιρέσεις από κανόνες Ε.Ε.

 

2.Β. Έκδοση υποσχετικών αντί για διπλό νόμισμα

Μπορεί αντί παράλληλου νομίσματος, να υπάρξει έκδοση ομολογιών για να καταβληθούν οι κρατικές υποχρεώσεις. Η πολιτεία της Καλιφόρνιας, η οποία δεν έχει τη νομική δυνατότητα να εκδώσει χρήμα, για να αποφύγει στάση πληρωμών, εξέδωσε IOUs, δηλαδή υποσχετικές με υπόσχεση αποπληρωμής, οι οποίες έφεραν επιτόκιο και ήταν διαπραγματεύσιμες στη δευτερογενή αγορά. Αυτές οι ομολογίες χρέους δεν είναι μέσο ανταλλαγής. Δόθηκαν αντί χρήματος, σε πολίτες που δικαιούντο επιστροφή φόρων και σε προμηθευτές. Δεν υπήρχε εγγύηση ότι θα ανταλλαγούν με χρήμα. Δύο τράπεζες εξέφρασαν επιφυλάξεις για το αν θα τις αγοράσουν, ενώ άλλες τις αποδέχτηκαν. Μέσω των IOUs, αντί να δανειστεί το κράτος μέσω ομολόγων και να πληρώσει από τα έσοδα της πώλησης οφειλές, ακολουθείται η αντίστροφη διαδικασία: εκδίδονται ομολογίες που δίνονται στους δικαιούχους στην ονομαστική τιμή και αυτοί εάν χρειάζονται ρευστότητα θα τα πωλήσουν στις τράπεζες, πιθανότατα με έκπτωση. Το αποτέλεσμα της έκδοσης των υποσχετικών θα είναι η αύξηση του ορίου δανεισμού, η παράκαμψη των περιορισμών της Ε.Κ.Τ. και η αύξηση του δημοσίου χρέους.

 

3. Μετάβαση σε δραχμή

3.Α. Ιστορικές εμπειρίες διαλύσεως νομισματικών ενώσεων

Έχουν υπάρξει εμπειρίες διάλυσης νομισματικών ενώσεων όπως της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, της ζώνης του ρουβλιού ύστερα από τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ., της νομισματικής ένωσης μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας που διαλύθηκε μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Οι συνέπειες για τα πιο αδύναμα κράτη από τη διάλυση νομισματικών ενώσεων ποικίλλουν. Μετά τη διάλυση της Ε.Σ.Σ.Δ. και την αποσύνθεση της ζώνης του ρουβλιού, οι εθνικές τράπεζες άρχισαν να χορηγούν αφειδώς πιστώσεις με τελική κατάληξη τον υπερπληθωρισμό και τη μείωση του εθνικού προϊόντος κατά μέσο όρο 52%.

Οι συνέπειες από τη διάλυση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στα κράτη που δημιουργήθηκαν στα εδάφη της ποίκιλλαν. Οι Ρουμανία, Νοτιοσλαβία είχαν δημοσιονομικά πλεονάσματα και νομισματική σταθερότητα και τα νομίσματά τους ανατιμήθηκαν. Στην Τσεχία η προσπάθεια διατηρήσεως της προπολεμικής μετατρεψιμότητας σε χρυσό οδήγησε σε εμπορικό έλλειμμα, αύξηση ανεργίας, αποπληθωρισμό και εκροή κεφαλαίων. Η Αυστρία και η Ουγγαρία είχαν δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα νομίσματά τους υποτιμήθηκαν και υπήρξε υπερπληθωρισμός.

Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας το 1993 μείωσε κατά 25% το εμπόριο μεταξύ Τσεχίας, Σλοβακίας, αλλά οι επιπτώσεις στο Α.Ε.Π. ήταν απειροελάχιστες. Τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν είναι απολύτως συγκρίσιμη, διότι στις προαναφερθείσες περιπτώσεις διελύθη η νομισματική ένωση, ενώ αν η ευρωζώνη επιβιώσει, θα αφορά διατήρηση νομισματικής ένωσης με μικρότερο αριθμό μελών. Το σημαντικότερο δεν είναι το πώς θα μετατραπούν τα ευρώ σε δραχμές, αλλά ο έλεγχος της νομισματικής κυκλοφορίας ύστερα από την εισαγωγή της νέας δραχμής.

 

3.Β. Προβλήματα μεταβατικής περιόδου

Όπως έχει φανεί και από την ιστορική εμπειρία, υπάρχουν δυσχέρειες εκτύπωσης νέου νομίσματος και υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον 4 μήνες. Το πρόβλημα της μη ύπαρξης νομίσματος σε φυσική μορφή για ένα διάστημα μπορεί να επιχειρηθεί να επιλυθεί με τους εξής τρόπους: α) διεξαγωγή εγχρήματων συναλλαγών σε ευρώ και μη εγχρήματων σε δραχμές, β) σφράγισμα των χαρτονομισμάτων ευρώ, γ) υποχρεωτική χρήση πλαστικού/ ψηφιακού χρήματος.

Πιθανή συνέπεια είναι ένα μέρος των συναλλαγών να διεξάγονται μέσω απευθείας ανταλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση νομίσματος.

Στην 1η περίπτωση θα είχαμε καταβολές μισθών σε δραχμές και αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς σε ευρώ, κάτι που θα προκαλούσε νέο κύμα εκροών καταθέσεων από τις τράπεζες, ώστε να αποφευχθεί η αναμενόμενη μετατροπή των ευρώ σε δραχμές.

Στη 2η περίπτωση το σφράγισμα είναι δύσκολο να συμβεί απροειδοποίητα (οπότε θα έχουν γενικευτεί οι αναλήψεις πριν εξαγγελθεί). Θα υπάρχει κίνητρο για καταθέτες να παρακάμψουν το σφράγισμα των τραπεζογραμματίων του ευρώ και να αποθηκεύσουν τραπεζογραμμάτια ευρώ και λαθραίας εξαγωγής τους σε περίπτωση επιβολής ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων. Ο σχεδιασμός για εισαγωγή της δραχμής είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί με την απαιτούμενη μυστικότητα ώστε να αποφευχθεί η εκροή καταθέσεων. Εάν αντί της εισαγωγής της δραχμής επιλεγεί η εισαγωγή παράλληλου νομίσματος, δεν θα απαιτηθεί μυστικότητα και η εκροή κεφαλαίων θα είναι μικρότερη.

Η 3η περίπτωση έχει πολλές πρακτικές δυσκολίες. Πέρα από πιθανές νομικές επιπλοκές επειδή τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα είναι νόμιμα μέσα συναλλαγών, η εξάλειψη των μετρητών από τις συναλλαγές θα περιόριζε σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα τη φοροδιαφυγή και την παραοικονομία, αλλά πιθανόν να έπληττε σημαντικά την οικονομική δραστηριότητα καταργώντας την ανωνυμία που παρέχει η χρήση μετρητών, αυξάνοντας το κόστος συναλλαγών κυρίως σε αυτοαπασχολούμενους, ιδίως σε αγροτικές περιοχές ή απομονωμένα νησιά και το κόστος παροχής υπηρεσιών σε πολλές δραστηριότητες (π.χ. αγροτικές εργασίες, καθαρισμός οικιών, φροντίδα ηλικιωμένων).

Πέρα από τα παραπάνω προβλήματα, η επανεισαγωγή δραχμής είναι πιθανό να προκαλέσει και νομικά προβλήματα σχετιζόμενα με την αλλαγή ονομαστικής αξίας στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. Όσοι θιχτούν από την ισοτιμία με το ευρώ που θα καθοριστεί από την Τ.τ.Ε., είναι απίθανο να μην προσφύγουν δικαστικά. Το 2002 έγινε η αντίστροφη μετάβαση προς ένα ισχυρότερο νόμισμα, αφού είχε κλειδωθεί η ισοτιμία από τις 15/3/1998. Τα προβλήματα αυτά θα αποφευχθούν μέσω της εισαγωγής παράλληλου νομίσματος. Βραχυχρονίως, η φυγή καταθέσεων λόγω προσδοκιών για εισαγωγή αδύναμου νομίσματος και η προκύπτουσα κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα επηρεάσουν αρνητικά το εμπόριο και τις επενδύσεις. Η έλλειψη εμπιστοσύνης και οι αρνητικές προσδοκίες καταναλωτών και επιχειρηματιών (τουλάχιστον ώσπου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση) θα οδηγήσουν σε πτώση οικονομικής δραστηριότητας και τιμών περιουσιακών στοιχείων. Όλα τα παραπάνω θα υπάρξουν σε πολύ μικρότερο βαθμό, αν αντί της εισαγωγής δραχμής επιλεγεί η εισαγωγή παράλληλου νομίσματος.

Όπως και στην υιοθέτηση διπλού νομίσματος, θα υπάρξουν έντονα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και θα χρειαστούν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων (σε μεγαλύτερο βαθμό από την περίπτωση που θεσπιστεί διπλό νόμισμα) . Η έξοδος από την ευρωζώνη, πέρα από το ότι υπάρχει πιθανότητα να οδηγήσει σε χάος βραχυπρόθεσμα, θα οδηγήσει σε κατάρρευση τραπεζών. Οι ελληνικές τράπεζες δε θα μπορούν να καταθέσουν ως ενέχυρο στην Ε.Κ.Τ. ελληνικά ομόλογα και μη δυνάμενες να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους θα χρεοκοπήσουν. Τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών θα υποτιμηθούν και δεν θα μπορούν να δανειστούν από τη διατραπεζική αγορά. Θα απαιτηθεί μεγάλη υποστήριξη τραπεζών από Τ.τ.Ε. Οι τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν από το ελληνικό κράτος αναγκαστικά σε δραχμές. Εάν οι καταθέσεις μετατραπούν αυτομάτως σε δραχμές στην τρέχουσα ισοτιμία, κατά αναλογία με την Αργεντινή,[2] θα χρησιμοποιηθούν τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών σε ευρώ ως συνάλλαγμα για εισαγωγές, αλλά θα υπάρξει κατάρρευση της εμπιστοσύνης των καταθετών στις τράπεζες. Εάν οι τράπεζες πτωχεύσουν, πιθανώς λύση είναι η υιοθέτηση του ισλανδικού μοντέλου.

Στην Ισλανδία, το 2008, οι τρεις μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες απέτυχαν να αναχρηματοδοτήσουν το βραχυπρόθεσμο χρέος τους ή να δανειστούν στη διατραπεζική αγορά και υπήρξε φυγή καταθέσεων. Το χρέος των τραπεζών υπερέβαινε το 450% του Α.Ε.Π. και επομένως, όπως και στην Κύπρο, το κράτος δεν ήταν σε θέση να τις διασώσει. Οι χρεοκοπημένες ιδιωτικές τράπεζες αντί να διασωθούν με χρήματα φορολογούμενων ή να κουρευτούν οι καταθέσεις όπως στην Κύπρο, εθνικοποιήθηκαν τον Οκτώβριο 2008. Επιβλήθηκαν περιορισμοί στην αγοροπωλησία συναλλάγματος και διεγράφησαν χρέη Ισλανδών σε ξένο νόμισμα. Το δημόσιο χρέος από 28,3% του Α.Ε.Π. το 2007 έφθασε σε 90% στις αρχές του 2009.

Η ισλανδική κορώνα υποτιμήθηκε από 113,31 κορώνες ανά ευρώ τον Αύγουστο του 2008 σε 340 στις 9/10/2008. Οι παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας (αύξηση επιτοκίων στο 18%, περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, πώληση συναλλάγματος) οδήγησαν σε σταθεροποίηση το νόμισμα και στις 30/1/2009 η ισοτιμία ήταν 146,8 κορώνες ανά ευρώ. Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού τον Ιανουάριο του 2009 έφθασε το 18,6%. Παρά την εφαρμογή ανορθόδοξων πολιτικών και τις αναλύσεις περί των αρνητικών συνεπειών των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και των δικαστικών διενέξεων με αλλοδαπούς αποταμιευτές, η οικονομία ύστερα από μείωση του Α.Ε.Π. 5,1% το 2009, 3,1% τo 2010, έχει θετικό ρυθμό ανάπτυξης από το 2011 και ύστερα.

 

3.Γ. Προοπτικές με νέα δραχμή

Οι εγχώριες εταιρείες θα επανεκκινήσουν σε υποτιμημένο νόμισμα και όσες χρωστούν στο εξωτερικό σε τράπεζες, προμηθευτές σε σκληρό νόμισμα όπως το ευρώ, θα πρέπει να έχουν αύξηση ονομαστικών κερδών σε δραχμές τόση ώστε να αντισταθμίζονται το ποσοστό της υποτίμησης και το κόστος δανεισμού. Το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσει και το κράτος: τα έσοδα του κράτους θα είναι σε υποτιμημένες δραχμές, κάτι που σημαίνει ότι ceteris paribus θα γίνει πιο δύσκολη η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους που δεν θα διαγραφεί/ αναδιαρθρωθεί. Τα συμβόλαια χρέους που δεν υπάγονται στο ελληνικό δίκαιο και δεν θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα, είτε θα αθετηθούν, είτε θα εξυπηρετηθούν με βαρύ κόστος. Επειδή η επιστροφή στη δραχμή θα συνοδευτεί μάλλον με αποκοπή από τις διεθνείς πιστωτικές αγορές για μεγάλο διάστημα, η μόνη πηγή χρηματοδότησης θα είναι ο εσωτερικός δανεισμός (αφού δεν θα χορηγηθούν επιδοτήσεις και χαμηλότοκα δάνεια από Ε.Ε.). Θα έχουν όμως απελευθερωθεί πόροι που χρησιμοποιούνται για την πληρωμή εξωτερικών δανείων. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι θα πρέπει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών να είναι τουλάχιστον ισοσκελισμένο (διαφορετικά θα μειώνονται τα συναλλαγματικά αποθέματα) και αναγκαστικά θα υπάρχουν περιορισμοί και στις εισαγωγές εμπορευμάτων και στην εξαγωγή συναλλάγματος. Λόγω της αστάθειας που θα προκληθεί από τη νομισματική μεταβολή, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα θα υπάρξουν δυσκολίες στις εισαγωγές.

Το επιχείρημα ότι η υποτίμηση της δραχμής θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του βιοτικού επιπέδου σε ίσο ποσοστό αληθεύει μόνο για προϊόντα που έχουν μηδενική εγχώρια προστιθέμενη αξία. Επειδή η εγχώρια προστιθέμενη αξία των αγαθών και υπηρεσιών υπερβαίνει κατά μέσο όρο το 50%, κάτι που σημαίνει ότι μεσοσταθμικά η ποσοστιαία αύξηση των τιμών των τελικών προϊόντων λόγω της υποτίμησης της δραχμής θα είναι μικρότερη από το μισό του ποσοστού της υποτίμησης. Το ποσοστό της εγχώριας προστιθέμενης αξίας των αγαθών και υπηρεσιών για βασικά αγαθά όπως είδη διατροφής είναι υψηλότερο, κάτι που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της υποτίμησης για τα λαϊκά στρώματα θα είναι ακόμα μικρότερες. Επιπλέον, θα υπάρξει τάση υποκατάστασης ακριβότερων εισαγόμενων αγαθών με φθηνότερα εγχωρίως παραγόμενα, έστω και χειρότερης ποιότητας, κάτι που θα μειώσει ακόμα περισσότερο τον πληθωρισμό και θα επιδράσει θετικά στην παραγωγή και την απασχόληση.

Με την εισαγωγή εθνικού νομίσματος θα γίνουν ακριβότερα τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά και καταναλωτικά αγαθά και όσα εγχώρια αγαθά έχουν χαμηλή προστιθέμενη εγχώρια αξία, αλλά με την εσωτερική υποτίμηση γίνονται ακριβότερα και τα εγχωρίως παραγόμενα και τα εισαγόμενα αγαθά χωρίς τα οφέλη υποκατάστασης εισαγωγών.

Η αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω της υποτίμησης μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της παραγωγής σε ορισμένους κλάδους και σε περίπτωση που δεν στραφούν παραγωγικοί συντελεστές σε άλλους και υπάρξει αργούσα παραγωγική δυναμικότητα, σε μείωση του Α.Ε.Π. Όμως, το ποια θα είναι η τελική επίπτωση στην εγχώρια παραγωγή από την υποτίμηση εξαρτάται από τις ελαστικότητες των εισαγωγών και εξαγωγών, από την ύπαρξη εγχώριων υποκατάστατων των εισαγόμενων, από το πώς θα διαμορφωθούν οι όροι εξωτερικού εμπορίου.

Η αλλαγή νομίσματος έχει νόημα, εφόσον συνδυαστεί με μέτρα κρατικού παρεμβατισμού προς τόνωση της οικονομίας. Οι εθνικοποιημένες τράπεζες θα επιβάλουν περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και θα ληφθούν μέτρα ενίσχυσης εξαγωγών και περιορισμού εισαγωγών και όπου είναι εφικτό θα εφαρμοστούν πολιτικές ενίσχυσης κλάδων που υπάρχει ή επιδιώκεται να αποκτηθεί συγκριτικό πλεονέκτημα.

Με τη δραχμή θα υπάρξει εργαλείο άσκησης πολιτικής και θα καταστεί εφικτή πολιτική τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης, υποκατάστασης εισαγωγών και επιδότησης/ ενίσχυσης εξαγωγών. Η επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, συνδυασμένη με πολιτική περιορισμού εισαγωγών θα επιτρέψει την αξιοποίηση υποαπασχολούμενων παραγωγικών συντελεστών και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Οι υποστηρικτές του ευρώ παραβλέπουν ότι η μεγαλύτερη μεταπολεμική ύφεση δεν συνέβη την περίοδο 1953-2001 επί δραχμής, αλλά πριν συμπληρωθεί δεκαετία από την ένταξη στο ενιαίο νόμισμα. Επιχειρούν να αποδείξουν την αναποτελεσματικότητα των υποτιμήσεων[3] παραβλέποντας ότι το σημαντικότερο πλεονέκτημα από την εισαγωγή εθνικού νομίσματος θα είναι η τόνωση της εσωτερικής αγοράς και η ενίσχυση κλάδων εγχώριας παραγωγής. Επομένως, υπό προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων διαγραφή μέρους του χρέους και σχεδιασμός (ακόμα και στα πλαίσια του καπιταλισμού) είναι δυνατόν να ξεπεραστούν οι πιθανώς σημαντικές βραχυχρόνιες συνέπειες, να υπάρξει ανάκαμψη. Ο πληθωρισμός που θα προκύψει και οι περιορισμοί στις εισαγωγές είναι μικρότερη ζημία από τον αποπληθωρισμό, την πλήρη αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης και την βαθιά ύφεση.

 

3.Δ. Υποτίμηση δυσκολιών από υποστηρικτές έξοδου από ευρωζώνη

Η νομισματική πολιτική έχει όρια και σε ορισμένες συνθήκες είναι αναποτελεσματική. Το τελευταίο διάστημα μία σειρά κεντρικές τράπεζες έχουν υιοθετήσει προγράμματα πιστωτικής επεκτάσεως και έχουν υιοθετήσει την πολιτική αρνητικών επιτοκίων με περιορισμένα αποτελέσματα στην ανάπτυξη, αφού οι εμπορικές τράπεζες εξακολουθούν να μην επιθυμούν να αναλάβουν μεγάλους κινδύνους χορηγώντας πιστώσεις. Εάν μία χώρα αποχωρήσει από την ευρωζώνη και παραμείνει στην Ε.Ε. θα αντιμετωπίσει περιορισμούς σχετικά με το ύψος των ελλειμμάτων και το πόσο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μπορεί να ασκήσει. Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική είναι χρήσιμα εργαλεία στην αντιμετώπιση συνεπειών καπιταλιστικών κρίσεων, αλλά επειδή η γενεσιουργός αιτία των κρίσεων είναι οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν πρέπει να υπερτιμάται το τι μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση αυτών των εργαλείων.

Υπάρχει συχνά η τάση από υποστηρικτές της αποχώρησης από την ευρωζώνη να ωραιοποιείται η κατάσταση που θα προκύψει μετά την αποχώρηση και να παραβλέπονται οι πιθανές αρνητικές συνέπειες. Ο Βατικιώτης[4] ως επιχείρημα υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη αναφέρει ότι δεν είναι ελλειμματικό το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αν υπάρξει ρήξη με τους πιστωτές και οικονομικός πόλεμος, είναι πιθανό να υπάρξει μείωση των εσόδων από εξαγωγές και από άδηλους πόρους και βραχυχρονίως να υπάρξει όχι αύξηση, αλλά μείωση του Α.Ε.Π., αν και μία πολιτική ανακατανομής του εισοδήματος πιθανότατα θα οδηγήσει σε βελτίωση του εισοδήματος των πιο εξαθλιωμένων. Ο Καζάκης[5] προτείνει δραστική αύξηση εργατικών αμοιβών με σκοπό την άνοδο της ζήτησης. Πέρα από το ότι η διακοπή της εξωτερικής χρηματοδότησης θα ασκήσει πτωτικές πιέσεις στο Α.Ε.Π., είναι ερωτηματικό ποια θα είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής αύξησης της ζήτησης. Εάν ανταποκριθεί η προσφορά και ενεργοποιηθούν αδρανείς παραγωγικοί συντελεστές θα υπάρξει αύξηση της παραγωγής, αλλιώς θα υπάρξει πληθωρισμός. Εάν οι ιδιώτες δεν είναι πρόθυμοι να προχωρήσουν σε επενδύσεις (μέτρα που μειώνουν το ποσοστό κέρδους τους κάνουν λιγότερο πρόθυμους), θα πρέπει να αναλάβει αυτό το ρόλο το κράτος. Σε περίπτωση ρήξης με τους δανειστές και οικονομικού πολέμου, μάλλον θα υπάρξει αντίκτυπος στις εισαγωγές και ανάγκη εκμηδενισμού του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Είναι πιθανόν (εξαρτάται και από τις διεθνείς συμμαχίες που θα έχουν συναφθεί) η διαθέσιμη ποσότητα εισαγόμενων αγαθών να μην καλύπτει τη ζήτηση και να υπάρξουν ελλείψεις αγαθών. Εάν υπάρξουν δυσκολίες σε εισαγωγές πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών, θα υπάρξει μείωση του Α.Ε.Π., τουλάχιστον βραχυχρονίως.

Ο πληθωρισμός είναι προτιμότερος από τον αποπληθωρισμό που οδηγεί την οικονομία σε ύφεση, αλλά η κατάχρηση επεκτατικής νομισματικής πολιτικής ενέχει τον κίνδυνο υπερπληθωρισμού. Εάν υπάρξει υπερπληθωρισμός και χαθεί η εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα, όχι μόνο είναι εξαιρετικά δύσκολος ο προγραμματισμός, αλλά υπάρχει κίνδυνος να χρησιμοποιείται το ευρώ όχι μόνο ως μέσο αποθηκεύσεως πλούτου και συγκρίσεως αξιών, αλλά ακόμα και ως μέσο συναλλαγών. Στην περίπτωση αυτή, θα συμβεί στην Ελλάδα ό,τι και σε άλλες δολλαριοποιημένες οικονομίες: το εθνικό νόμισμα να αντικατασταθεί από άλλο ισχυρότερο de facto και οι καταθέτες για να προστατευτούν από τον πληθωρισμό θα έχουν καταθέσεις σε συνάλλαγμα και όχι σε τοπικό νόμισμα. Αυτό συνέβη σε Αργεντινή, Βολιβία, Ουρουγουάη, Βιετνάμ όπου ο πληθωρισμός είχε ξεπεράσει το 300% στο τέλος της δεκαετίας του ’80.

Στην Αργεντινή χωρίς προειδοποίηση, οι καταθέσεις σε δολλάρια που αντιπροσώπευαν το 74% των συνολικών το 2001 μετατράπηκαν σε πέσος, το οποίο υποτιμήθηκε και έκτοτε οι κάτοικοι αποταμιεύουν σε μεγάλο ποσοστό εκτός τραπεζικού συστήματος. Το 74% έχει μειωθεί σε 1%. Οι περιορισμοί στις καταθέσεις σε συνάλλαγμα που επέβαλαν χώρες όπως η Βολιβία και το Περού, είχαν ως αποτέλεσμα τη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να αρθούν οι περιορισμοί και να παραμείνει υψηλό το ποσοστό καταθέσεων σε δολλάρια και να δημιουργούνται δυσκολίες στην άσκηση νομισματικής πολιτικής από τις αρχές.

 

Β) Χρέος

1. Δυνητικές επιλογές

Το υψηλό δημόσιο χρέος θέτει περιορισμούς στην οικονομική ανάπτυξη επειδή η εξυπηρέτησή του απορροφά πόρους. Υπάρχουν οι εξής τρόποι αντιμετωπίσεως του χρέους:

Α)Δημοσιονομική προσαρμογή μέσω δημοσιονομικών πολιτικών ώστε να περιοριστούν τα ελλείμματα. Αύξηση φόρων, μείωση δαπανών με στόχο να αποκατασταθεί εμπιστοσύνη και να μειωθεί το επιτόκιο δανεισμού. Βραχυχρονίως ο περιορισμός της ενεργού ζήτησης οδηγεί σε ύφεση. Αν η μείωση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη από τη μείωση του δημοσίου χρέους, ο λόγος δημόσιο χρέος/ ΑΕΠ αυξάνει, παρά τη μείωση ή εξάλειψη των ελλειμμάτων(όπως συνέβη στην Ελλάδα). Στην περίπτωση αυτή, οι πολιτικές λιτότητας προκαλούν μείωση εισοδημάτων, καθιστούν δυσχερέστερη την εξυπηρέτηση του χρέους και αυξάνουν την πιθανότητα χρεοκοπίας αντί να την αποτρέπουν, με αποτέλεσμα να επιτείνεται το κλίμα αβεβαιότητας, να διατηρούνται υψηλά τα επιτόκια, επιδρώντας αρνητικά στις επενδύσεις.

Β)Πληθωρισμός που μειώνει την πραγματική αξία του χρέους. Εάν οι επενδυτές τον έχουν προεξοφλήσει, θα έχουν τιμολογήσει αναλόγως τα ομόλογα με υψηλότερα επιτόκια. Για να είναι αποτελεσματικός ως εργαλείο μείωσης πραγματικού χρέους, θα πρέπει να μην έχει προβλεφθεί από τους δανειστές. Η αύξηση πληθωρισμού πιθανώς θα προκαλέσει δυσκολίες σε μελλοντικό δανεισμό. Οι χώρες μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν έλεγχο επί της νομισματικής βάσης και δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον πληθωρισμό ως εργαλείο.

Γ)Επεκτατικές πολιτικές που προωθούν ανάπτυξη ώστε να μειωθεί ο λόγος δημόσιο χρέος προς Α.Ε.Π. Όμως κατά κανόνα τέτοιες πολιτικές δημιουργούν ελλείμματα που κατά κανόνα αυξάνουν το ύψος του χρέους.

Δ)Αναδιάρθρωση χρέους (ύστερα από συμφωνία με δανειστές)μέσω επιμηκύνσεων, μείωσης επιτοκίων, διαγραφής μέρους χρέους. Όταν ο δανεισμός είναι βραχυχρόνιος, αυξάνεται η πιθανότητα να υπάρξουν προβλήματα ρευστότητας, αλλά αν το πρόβλημα είναι όχι ρευστότητας, αλλά φερεγγυότητας και αδυναμίας εξυπηρέτησης δανείων, η ανανέωση δανείων και παράταση λήξεων δεν λύνει το πρόβλημα.

Πολλές αναδυόμενες χώρες έκαναν αναδιάρθρωση ύστερα από το 1990. Η αναδιάρθρωση προκαλεί ζημία και σε εγχώριους επενδυτές και ίσως μελλοντικά να υπάρξουν δυσκολίες στο δανεισμό από τις αγορές.

Ε)Υποχρεωτικός εσωτερικός δανεισμός μέσω της χρήσης μεθόδων ώστε να υποχρεωθούν εγχώριοι επενδυτές, όπως ασφαλιστικά ταμεία, να αγοράσουν ομόλογα με διοικητικά καθορισμένο αρνητικό πραγματικό επιτόκιο. Εφαρμόστηκε την περίοδο 1945-1980 στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου τα πραγματικά επιτόκια ήταν αρνητικά περίπου για το μισό διάστημα. Οικονομολόγοι υπολογίζουν ότι αυτή η πρακτική συνέβαλε στο να μειώνεται το δημόσιο χρέος περίπου 3-4% ετησίως. Μέσω αυτής αποφεύγονται μέτρα σκληρής λιτότητας, παρενέργειες αναδιάρθρωσης χρέους και βοηθείται η ανάπτυξη με κόστος ζημίες σε ασφαλιστικά ταμεία. Η εφαρμογή τέτοιας πολιτικής απαιτεί περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και είναι πιο δύσκολο να εφαρμοστεί λόγω της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και της απορρύθμισης των αγορών από τη δεκαετία του ’80.

Ζ)Στάση πληρωμών μονομερώς και κήρυξη χρεοκοπίας. Άνω του 75% των δανείων από Ε.Ε., Δ.Ν.Τ. έχει διατεθεί για αποπληρωμή παλαιότερων δανείων. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξωτερικός δανεισμός για αναπτυξιακούς σκοπούς, επειδή λόγω της απομόχλευσης θα χρειαστεί να επιτυγχάνονται συνεχώς πρωτογενή πλεονάσματα, με συνέπεια αρνητικό καθαρό δανεισμό.

 

2. Συνέπειες χρεοκοπίας

Υπάρχουν εμπειρικές οικονομετρικές μελέτες για τις συνέπειες κρατικής χρεοκοπίας. Χώρες που έχουν χρεοκοπήσει κατά το παρελθόν πληρώνουν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, αν και είναι ασαφές πόσο αυτό διαρκεί. Οι μελέτες σχετικά με επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού καταλήγουν σε αλληλοσυγκρουόμενα συμπεράσματα: καμία επίπτωση, μεγάλη διάρκεια και σημαντική επίδραση, προσωρινή και ταχέως μειούμενη επίδραση.

Χώρες που χρεοκόπησαν τη δεκαετία του ’80 απέκτησαν πρόσβαση στις διεθνείς πιστώσεις σε περίπου 4 έτη. Οι παλινδρομήσεις για την περίοδο 1997-2004 δείχνουν ότι η χρεοκοπία έχει μεγάλη και στατιστικά σημαντική επίδραση στα επιτόκια δανεισμού (4%) το έτος που συμβαίνει, αλλά σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα οι επιδράσεις είναι μικρές και στατιστικά ασήμαντες, δηλαδή οι επενδυτές αντιδρούν εντόνως αλλά μόνο βραχυχρονίως.

Ως προς τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας στην ανάπτυξη, η μείωση Α.Ε.Π. προηγείται χρεοκοπίας και το χαμηλότερο σημείο υφέσεως συμπίπτει με το τρίμηνο της πτωχεύσεως. Υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ χρεοκοπίας και ανάπτυξης, αλλά είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η αιτιότητα, δηλαδή η σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού και αν η αιτία της ύφεσης είναι η χρεοκοπία ή άλλοι παράγοντες οι οποίοι ερμηνεύουν και τη χρεοκοπία και την οικονομική ύφεση. Τα κόστη χρεοκοπίας είναι σημαντικά, αλλά βραχυχρόνια.

Η χρεοκοπία έχει αρνητικές συνέπειες στο εξωτερικό εμπόριο. Η επαναδιαπραγμάτευση χρέους στο κλαμπ Παρισίων συνδέεται με μείωση του διμερούς εμπορίου για 15 έτη περίπου 8% ετησίως. Οι χρεοκοπίες έχουν μεγάλο κόστος στις εξαγωγικές βιομηχανίες (μεταξύ άλλων δυσχεραίνουν το δανεισμό), αλλά υπάρχουν διαφορετικά συμπεράσματα για το πόσο διαρκούν οι επιπτώσεις της χρεοκοπίας στις εξαγωγές.[6]

 

3. Στάση πληρωμών εντός ευρωζώνης

Οικονομολόγοι όπως ο Μηλιός[7] προτείνουν ως λύση τη χρεοκοπία εντός της ευρωζώνης. Η τακτική αυτή θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα μόνο στην περίπτωση που υποχωρούσαν σε σύντομο διάστημα οι δανειστές. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αυτή η τακτική θα οδηγούσε αυτομάτως σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα[8] και σε σημαντική μείωση του Α.Ε.Π. Οι πτωχευμένες τράπεζες δε θα λάμβαναν καμία μορφή ενισχύσεως από Ε.Κ.Τ.(η οποία τις έχει υπό την εποπτεία της και θα μπορούσε να ανακαλέσει τις άδειες τους λόγω ανεπάρκειας κεφαλαίων) και ούτε τα ελληνικά ομόλογα θα γίνονταν δεκτά ως ενέχυρα από την Ε.Κ.Τ., ούτε θα γινόταν αποδεκτό να ενισχυθεί η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών μέσω του E.L.A. Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα ρευστότητας, θα έπρεπε να επιβληθούν περιορισμοί στις αναλήψεις και στην κίνηση κεφαλαίων. Οι πιστωτές θα είχαν απαιτήσεις απέναντι στα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών.[9] Λόγω προβλημάτων ρευστότητας, θα υπήρχε αδυναμία να εξοφληθούν και οι δανειστές εκτός ευρωζώνης,[10] οπότε μάλλον θα ήταν απίθανο να ξαναδανειστεί το κράτος από το εξωτερικό ώσπου να υπάρξει συμφωνία και μόνη λύση θα έμενε ο εσωτερικός δανεισμός από τα ασφαλιστικά ταμεία ή τους καταθέτες ή η αύξηση της φορολογίας. Πέρα του προφανούς κόστους από τον υποχρεωτικό εσωτερικό δανεισμό (πλήρης κατάρρευση εμπιστοσύνης σε τραπεζικό σύστημα) η κυβέρνηση θα πρέπει να εμφανίζει τουλάχιστον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό αν όχι πρωτογενή πλεονάσματα.

Επειδή θα κυκλοφορούσε νόμισμα που δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Τ.τ.Ε. και επειδή η Ε.Κ.Τ. δεν θα ενίσχυε τη ρευστότητα όπως έκανε το 2012, η ποσότητα κυκλοφορούντος χρήματος σε μία πτωχευμένη χώρα εντός ευρωζώνης δεν θα μπορούσε να αυξηθεί. Λόγω ελλειμμάτων εμπορικού ισοζυγίου και αναγκαστικής πληρωμής σε ευρώ (το οποίο θα είχε θέση ισοδύναμη με συναλλαγματικό απόθεμα), η οικονομία θα αντιμετώπιζε εντονότερη έλλειψη ρευστού, με συνέπεια ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό οικονομικών συναλλαγών.

Επειδή σε περιόδους αβεβαιότητας και αποπληθωριστικών προσδοκιών υπάρχει τάση διακράτησης χρημάτων και περιορισμού δαπανών, πέρα από τη μείωση της ποσότητας χρήματος, θα υπάρξει και μείωση της κυκλοφοριακής ταχύτητας και των συναλλαγών και η ποσοστιαία πτώση του Α.Ε.Π. θα υπερβεί την ποσοστιαία μείωση του ποσότητας χρήματος.

Οι υποστηρικτές αυτής της πρότασης προσπαθούν να παρακάμψουν το πρόβλημα προτείνοντας την έκδοση παράλληλου νομίσματος. Είναι απίθανο η παραβίαση κανονισμών Ε.Κ.Τ. να μην έχει συνέπειες και η Ε.Κ.Τ., η οποία παρενέβαλε προσκόμματα στην αύξηση του δανεισμού του δημοσίου, στην ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών κ.λπ. επειδή υπήρχαν αμφιβολίες για το κατά πόσο θα ενταχθεί η Ελλάδα σε πρόγραμμα, να συναινέσει στην έκδοση παράλληλου νομίσματος από τη πτωχευμένη Ελλάδα.

Για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ρευστότητας στην περίπτωση που έχει γίνει στάση πληρωμών εντός της ευρωζώνης, εάν λόγω των ευρωπαϊκών συμβάσεων δεν επιτρέπεται η έκδοση νομίσματος, τότε η Ελλάδα θα πλήρωνε όπως η Καλιφόρνια: με έκδοση ομολογιών IOUs. Η διαφορά είναι ότι η Καλιφόρνια τα εξέδωσε για να αποφύγει στάση πληρωμών και υπήρχε περισσότερη εμπιστοσύνη από ό,τι θα υπάρχει σε εκδότη που μονομερώς έχει σταματήσει να πληρώνει τις υποχρεώσεις του. Τα IOUs θα ήταν διαπραγματεύσιμα με έκπτωση έναντι του ευρώ και μάλλον θα δημιουργείτο μαύρη αγορά ανταλλαγής με ευρώ. Επειδή το ευρώ θα παρέμενε ως το επίσημο νόμισμα, είναι άξιο απορίας πως θα κατάφερνε το κράτος να εξοφλήσει τις ομολογίες αυτές εάν εξέδιδε μεγάλη ποσότητα για μεγάλο διάστημα. Στην περίπτωση μη εξοφλήσεως, θα μειωνόταν ακόμα περισσότερο η εμπιστοσύνη προς τα IOUs. Προφανώς δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο εξωτερικό εμπόριο, που θα εξακολουθούσε να διεξάγεται αποκλειστικά με ευρώ.

 

Συμπεράσματα

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η παραμονή στην ευρωζώνη συνεπάγεται στασιμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η πρόταση για στάση πληρωμών εντός της ευρωζώνης συνδυάζει τα μειονεκτήματα της συμμετοχής στην ευρωζώνη (μη ύπαρξη εργαλείων οικονομικής πολιτικής) χωρίς κανένα από τα πλεονεκτήματα (εξάλειψη κινδύνου εξαντλήσεως συναλλαγματικών αποθεμάτων) και θα έχει ακόμα χειρότερα αποτελέσματα.

Χρειάζεται να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης, το οποίο να περιλαμβάνει μέτρα κρατικού παρεμβατισμού ακόμα και αν έρχονται σε αντίθεση με τις συνθήκες της Ε.Ε. Θεωρητικά θα μπορούσε μέσω διαπραγματεύσεων αντί συγκρούσεως να υπάρξει συναινετική λύση και να γίνουν αποδεκτές λύσεις όπως διπλό νόμισμα (με παραμονή στην ευρωζώνη), προσωρινή έξοδος από ευρωζώνη[11] και παραμονή στην Ε.Ε., παραμονή στην ευρωζώνη με προσωρινή εξαίρεση από συνθήκες και ειδική σχέση με ευρωζώνη. Όμως, πέρα από το ότι το πιθανότερο είναι να μη γίνει δεκτό τίποτα από τα παραπάνω, για να έχουν νόημα οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να υπάρχει η βούληση εφαρμογής του πυρήνα του προγράμματος, είτε υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές είτε όχι, με ή χωρίς παραμονή στην ευρωζώνη ή στην Ε.Ε. Προφανώς, εάν επιχειρηθεί η ανατροπή του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος θα υπάρξουν μεγαλύτερες αντιδράσεις από τις κυρίαρχες τάξεις.

Ελπίζω ότι το παραπάνω κείμενο θα συμβάλει σε τεκμηριωμένο διάλογο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  Όμως σε νομισματικές περιοχές που υπάρχει καπιταλισμός, οι δυνάμεις της αγοράς τείνουν να αυξάνουν τις ανισότητες παρά τις μεταβιβάσεις, όπως δείχνουν τα παραδείγματα της Ν. Ιταλίας και της Α. Γερμανίας.
[2]  Στο τέλος του 2001 επιβλήθηκαν περιορισμοί στις αναλήψεις τραπεζικών καταθέσεων που τερματίστηκαν την 1/4/2003 (αφού είχε προηγηθεί μείωση καταθέσεων κατά 17,8% σε ετήσια βάση λόγω φόβου περιορισμών στις αναλήψεις). Τον Ιανουάριο του 2002 μετατράπηκαν τα χρέη (το 72,3% των δανείων ήταν σε ξένο νόμισμα το Σεπτέμβριο του 2001) από δολλάρια σε πέσος με ισοτιμία 1:1. Οι καταθέσεις σε δολλάρια μετατράπηκαν σε πέσος με ισοτιμία 1,4:1, ενώ η αγοραία τιμή ήταν περίπου 1,8 και τα επιτόκια διατηρήθηκαν στα προ της υποτίμησης επίπεδα. Η μετατροπή υποχρεώσεων τραπεζών σε υψηλότερη αναλογία από τη μετατροπή των περιουσιακών τους στοιχείων τους προκάλεσε απώλεια κεφαλαίου. Η εγκατάλειψη της σύνδεσης του πέσο με το δολλάριο, είχε ως αποτέλεσμα να υποτιμηθεί το πέσο περίπου 70% σε 4 μήνες.
[3]  Αναφέρονται στις υποτιμήσεις της δεκαετίας του ’80, όταν η Ελλάδα ως μέλος της τότε Ε.Ο.Κ. είχε ήδη απωλέσει εργαλεία πολιτικής όπως δυνατότητα επιβολής δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα από κοινοτικές χώρες. Πάντως, τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. δείχνουν ότι το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώθηκε ύστερα από την ένταξη στην ευρωζώνη. Ο λόγος εξαγωγών προς εισαγωγές κυμαινόταν από 40,2% ως 51,1% την περίοδο 1973-1989 και 38,3-43,9% την περίοδο 1990-1997. Στις 15/3/1998 κλείδωσε η ισοτιμία δραχμής ευρώ και από τις 1/1/2002 το ευρώ υιοθετήθηκε ως επίσημο νόμισμα. Ο λόγος εξαγωγών προς εισαγωγές την περίοδο 1998-2001 ήταν 35,1-36,8%. Το 2002 ήταν 31,5% και το διάστημα 2002-2009 σε κανένα έτος δεν ξεπέρασε το 32,4%. Οι υποστηρικτές της παραμονής στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. αναφέρονται στις επιδοτήσεις και τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγήθηκαν ύστερα από το 1981 παραβλέποντας τους όρους που τα συνόδευαν και τις επιπτώσεις στην εγχώρια πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, η οποία έκτοτε έχει σημειώσει σημαντική πτώση. Η αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο (έκφραση της ανισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης) , ενίσχυσε την παραγωγική βάση βορειοευρωπαϊκών χωρών.
Βεβαίως, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να αποφανθούμε ποια θα ήταν η εξέλιξη αν δεν είχε συμβεί ένα γεγονός (η ένταξη), επειδή η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, αλλά είναι βάσιμη η υπόθεση ότι τα εμπορικά ελλείμματα, όπως και ο ρυθμός ανάπτυξης μέχρι το 2010 και ο εξωτερικός δανεισμός θα ήταν μικρότερα και η έξοδος από την κρίση του 2008 θα συνέβαινε ταχύτερα.
[4]  Βατικιώτης, Πριν, 30/5/2015. Για να αντιμετωπιστούν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις που θα οδηγήσουν σε εξάντληση συναλλαγματικών αποθεμάτων ή υποτίμηση δραχμής, θα είναι αναγκαίοι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, οι οποίοι ceteris paribus προστατεύουν την εγχώρια οικονομία από κρίσεις στην παγκόσμια. Στην κρίση στην Ασία το 1997, οι χώρες που είχαν φιλελευθεροποιήσει τις οικονομίες όπως Μαλαισία, Φιλιππίνες, Ταϋλάνδη, Ν. Κορέα, Ινδονησία ήταν πιο ευάλωτες από την Κίνα και την Ινδία που διατηρούσαν ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων. Όμως αν με το νέο νόμισμα δεν υπάρξει ανάπτυξη και υπάρχουν υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, θα ασκούνται υποτιμησιακές πιέσεις. Σε τέτοιες συνθήκες μάλλον δε θα υπάρξει εμπιστοσύνη των κατοίκων στο νέο υπερτιμημένο νόμισμα. Είναι πιθανό να δημιουργηθεί μαύρη αγορά συναλλάγματος.
[5]  9/6/2011(http://dimitriskazakis.blogspot.gr/2011/06/blog-post_6317.html).
[6]  Υπάρχουν περιπτώσεις χωρών που χρεοκόπησαν όπως η Ρωσία, Ισλανδία και η Αργεντινή, στις οποίες πέρα από το ότι η μείωση του Α.Ε.Π. διήρκεσε 0-2 έτη ύστερα από το έτος χρεοκοπίας, μετά τη χρεοκοπία υπήρξε αύξηση των εξαγωγών ως ποσοστό του Α.Ε.Π. και βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
[7]  «..καθυστέρηση πληρωμών μέχρις ότου υπάρξει συμφωνία. Πάντα εντός της Ζώνης του Ευρώ… Η καθυστέρηση πληρωμών δεν συνεπάγεται έξοδο από τη ΖτΕ..»(3/5/2015), «Καθυστέρηση των υποχρεώσεων προς τους δανειστές. Με άλλα λόγια, καθυστέρηση πληρωμών μέχρις ότου υπάρξει εξασφάλιση της αναγκαίας για την κοινωνική μας πολιτική χρηματοδότησης….»(19/5/2015), «..Η νεοφιλελεύθερη παγίδα μπορεί να διαρραγεί όταν η ελληνική κυβέρνηση καταστήσει σαφές ότι θα τολμήσει να επιλέξει την καθυστέρηση πληρωμών…Εντός της Ζώνης του Ευρώ… Αν οι «θεσμοί» επιμείνουν στην αδιάλλακτη στάση τους, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει όχι απλώς να καθυστερήσει τις δανειακές πληρωμές, αλλά και να διακόψει κάθε διαπραγμάτευση μέχρις ότου αποσυρθούν οι παράλογες απαιτήσεις της άλλης πλευράς…»(9/6/2015).
[8]  «Το συζητημένο σενάριο ενός bankrun οφείλει πάντα να εντάσσεται … στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συσχετισμού δύναμης… είναι αδιανόητο να υιοθετείται το επιχείρημα ότι συνέχεια μιας υποτιθέμενης «κατάρρευσης των τραπεζών» θα ήταν η «έξοδος από το ευρώ»(26/2/2015). Από ό,τι αντιλαμβάνομαι η άποψη αυτή θεωρεί ότι οι συνεχείς εκροές καταθέσεων, ο περιορισμός της πρόσβασης στη ρευστότητα από την Ε.Κ.Τ. δεν θα οδηγούσε σε κατάρρευση των τραπεζών. Παρά τις εκτιμήσεις αυτές, οι τράπεζες έκλεισαν στις 30/6/2015 και ξανάνοιξαν –με τον τρόπο που αυτό έγινε– αφού η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε νέο μνημόνιο.
[9]  Για να χορηγηθεί ρευστότητα από την Ε.Κ.Τ. προς τις εμπορικές τράπεζες ζητούνται ως ενέχυρα εργαλεία χρέους όπως ομόλογα, δάνεια, μετοχές (εφόσον εκπληρούν κριτήρια), προθεσμιακές καταθέσεις κ.λπ.
[10]  Δεν θα είχε νόημα να επιβληθεί εσωτερικός δανεισμός μέσω φόρων ή χρησιμοποίησης καταθέσεων για να εξοφληθούν πιστωτές όπως το Δ.Ν.Τ. Πέρα από το ότι το κούρεμα καταθέσεων θα συνέβαλε περαιτέρω στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο βραχυχρονίως, αφού τα προβλήματα ρευστότητας θα αυξάνονταν μέσω της εκροής χρηματικών διαθέσιμων για να εξοφληθούν αλλοδαποί πιστωτές.
[11]  Ο οικονομολόγος Ζιν τάχθηκε υπέρ προσωρινής εξόδου από ευρωζώνη, της δραχμοποίησης του διακρατικού χρέους (Ναυτεμπορική, 1/6/2016). Στην πρόταση που κατέθεσε στις 10/7/2015 ο Σόιμπλε πρότεινε (μάλλον εκ του ασφαλούς) σε περίπτωση μη αποδοχής απαιτήσεων δανειστών για μεταρρυθμίσεις, προσωρινή έξοδο από ευρωζώνη με πιθανή αναδιάρθρωση χρέους κατά το πρότυπο της Λέσχης του Παρισιού, επειδή όπως υποστηρίζει, δεν μπορεί να γίνει αναδιάρθρωση αν η Ελλάδα είναι μέλος της ευρωζώνης με βάση το άρθρο 125 της συνθήκης. Η εφημερίδα Heard in Europe ανέφερε ότι θα προσφέρονταν στην Ελλάδα 50 δις ευρώ.



πίσω στα περιεχόμενα: