«Πόλεμος στον λαϊκιστή Αλέξη Τσίπρα». Η Corriere della Sera και η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Πώς μεταφέρθηκε στους Ιταλούς αναγνώστες η πρώτη κυβερνητική εμπειρία του Αλέξη Τσίπρα; Πώς παρουσιάστηκε σε επίπεδο γεγονότων και αναλύσεων η εκλογική νίκη του Σύριζα στις 25 Ιανουαρίου 2015 από τον ιταλικό Τύπο;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα αποφασίσαμε να εξετάσουμε τα σχετικά δημοσιεύματα της «Corriere della Sera». Την επιλέξαμε διότι είναι μια από τις αρχαιότερες εφημερίδες της Ιταλίας, καθώς κυκλοφορεί από το 1876 με έδρα στο Μιλάνο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2017, η εφημερίδα αυτή παραμένει η πρώτη σε πωλήσεις. Κατά την υπό εξέταση περίοδο, από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο 2015, διευθυντής ήταν πρώτα ο Φερούτσο Ντε Μπόρτολι και στη συνέχεια ο Λουτσάνο Φοντάνα.
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως η «Corriere della Sera» δεν ανακάλυψε τον Αλέξη Τσίπρα και τον Σύριζα στις αρχές του 2015. Είχε ασχοληθεί με τον Έλληνα πολιτικό ήδη πριν από τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2014, όταν ομάδα προσωπικοτήτων της ιταλικής Αριστεράς δημιούργησε το ψηφοδέλτιο που ονομαζόταν «Με τον Τσίπρα για μια άλλη Ευρώπη».
Η αντιμετώπιση του νέου ψηφοδελτίου από μέρους της εφημερίδας δεν ήταν καθόλου θετική. Οι ευρωεκλογές του 2014 ήταν η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που αντιμετώπιζε ο τότε πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι. Ο γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος είχε ανατρέψει πριν λίγους μήνες τον προκάτοχό του Ενρίκο Λέτα (του ιδίου κόμματος) και ετοιμαζόταν για την πρώτη του εκλογική μάχη με την απόλυτη υποστήριξη της «Corriere della Sera». Στις ευρωεκλογές αυτές ο Ρέντσι θα εισπράξει και τη μόνη εκλογική του επιτυχία, καθώς το Δημοκρατικό Κόμμα θα εξασφαλίσει ένα εκπληκτικό 40,81% των ψήφων.
Η «εισβολή» του Τσίπρα στην εσωτερική πολιτική της Ιταλίας, με θέσεις που αμφισβητούσαν ριζικά την πολιτική λιτότητα και τη γερμανική κυριαρχία στην ευρωζώνη, προκάλεσε τη σφοδρή έχθρα της εφημερίδας. Από τότε ο ηγέτης του Σύριζα βαπτίστηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα «λαϊκιστής» και «αντιευρωπαίος». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί, που σχεδόν αμέσως μεταπήδησαν και σε άλλες μεγάλες εφημερίδες της Ιταλίας, όπως η «La Repubblica» και η «La Stampa», συνεχίστηκαν να χρησιμοποιούνται συστηματικά και κατά την υπό εξέταση περίοδο, δηλαδή μετά την πρώτη εκλογική νίκη του Σύριζα τον Ιανουάριο του 2015.
Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την προεκλογική εκστρατεία, οι απεσταλμένοι της «Corriere della Sera» και της «La Repubblica» συναγωνίζονταν για το ποιος θα αποδώσει στον ηγέτη του Σύριζα την πιο σοκαριστική και πιο προκλητική φράση. Τον ανταγωνισμό τον κέρδισε η «Corriere», η οποία απέδωσε στον Τσίπρα την πρόθεση να σταματήσει μονομερώς να πληρώνει το χρέος της χώρας. Καθώς πλησίαζε η ημέρα της κάλπης, η εφημερίδα συνόδευε κάθε είδηση προερχόμενη από την Αθήνα με σχόλια και ρεπορτάζ αναφορικά με τη «ζημιά στα δημοσιονομικά της Ιταλίας» που θα προκαλέσει η νέα ελληνική κυβέρνηση όταν θα παύσει «μονομερώς» να αποπληρώνει το χρέος. Την επομένη των εκλογών και της νίκης του Τσίπρα, το πρωτοσέλιδο της «Corriere» ήταν: «Σε κίνδυνο τα 12 δισεκατομμύρια που πρέπει να εισπράξει η Ιταλία».
1. Εν αρχή ο Λόγος ην Ευρώπη
«Δεν υπάρχει καμία ανησυχία. Δεν θέλουμε ρήξη, αλλά τη σωτηρία του ευρώ». Στις 7 Ιανουαρίου 2015 η «Corriere» δημοσίευσε άρθρο του Αλέξη Τσίπρα με τίτλο «Η Ελλάδα μου δεν θα βλάψει την ΕΕ. Τάδε έφη ο ηγέτης του Σύριζα».
Το κείμενο, στις προθέσεις του συγγραφέα, αποτελεί μια πρώτη «επίσημη» παρουσίαση στο ιταλικό κοινό του Τσίπρα ως πιθανού νέου ηγέτη της Ελλάδας. Στη μέση της σκληρής προεκλογικής εκστρατείας, ο μελλοντικός πρωθυπουργός ανέλαβε να εξηγήσει τι είναι το κόμμα του, να επιτεθεί στον Αντώνη Σαμαρά και να αναπτύξει εν συντομία το πρόγραμμά του, χρησιμοποιώντας, όπως δείχνει και ο τίτλος, καθησυχαστικούς τόνους.
Από τότε που αναδείχτηκε κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, το 2012, ο Σύριζα αναγκάστηκε να αποκρούσει την κατηγορία πως θέλει να βγάλει τη χώρα από την ευρωζώνη και από την ΕΕ. Γι’ αυτό το λόγο, ο Τσίπρας προσπάθησε να προβάλει στο εξωτερικό την εικόνα ενός πεπεισμένου φιλοευρωπαϊστή. Χωρίς να αρνείται βεβαίως ότι επιδιώκει να κερδίσει τις εκλογές ώστε να αλλάξει τις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές και να εξασφαλίσει καλύτερους όρους για τη χώρα του: «Είναι αδύνατον να σώσουμε το ευρώ όταν το δημόσιο χρέος είναι ανεξέλεγκτο. Και το χρέος αποτελεί πρόβλημα όλης της Ευρώπης, όχι μόνον της Ελλάδας. Η Ευρώπη πρέπει να αναζητήσει μια βιώσιμη λύση».
Παρ’ όλη τη δημοσίευση του άρθρου αυτού, που δεν άφηνε περιθώριο για διφορούμενες ερμηνείες, η εφημερίδα και οι συντάκτες της γρήγορα λησμόνησαν το περιεχόμενό του και συνέχισαν με νέα ορμή την εκστρατεία διαστρέβλωσης της διεθνούς εικόνας του Τσίπρα.
2. Fact-checking: οι περιπτώσεις του Tάινο, του Nικάστρο και της Νατάλε
Ο Ντανίλο Τάινο είναι ειδικός απεσταλμένος στο Βερολίνο και columnist της «Corriere della Sera». Ασχολήθηκε με ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα από την έδρα του στη γερμανική πρωτεύουσα, μεταφέροντας επιμελώς τη γερμανική οπτική για το ελληνικό πρόβλημα. Όπως φάνηκε και με τα κείμενά του με θέμα την Ελλάδα, ο Τάινο ουσιαστικά ανέλαβε να υπαγορεύει με τις ανταποκρίσεις του τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουν οι «φίλο-ευρωπαϊκές» πολιτικές δυνάμεις και κυρίως η κυβέρνηση της Ιταλίας απέναντι στην «ελληνική ανωμαλία».
Ο Τάινο δεν μετέβη ποτέ στην Ελλάδα κι επενέβη δυναμικά στα δρώμενα της χώρας με συνέντευξή του στον Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος είχε βρεθεί στην Ιταλία για να συμμετάσχει σε οικονομικό συνέδριο του Aspen Institute. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου με τίτλο «Αν οι Βρυξέλλες δεν μας πουν το ναι είμαστε έτοιμοι για δημοψήφισμα με θέμα το ευρώ». Το κομμάτι της συνέντευξης στο οποίο παραπέμπει ο τίτλος έχει ως εξής: ο Έλληνας υπουργός απαντά στην επίμονη ερώτηση του δημοσιογράφου τι θα γίνει αν οι δανειστές δεν αποδεχτούν τα επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης: «Δεν είμαστε κολλημένοι στην πολυθρόνα, όπως είπε ο πρωθυπουργός μου. Θα μπορούσαμε να πάμε ξανά σε εκλογές. Ή να κάνουμε δημοψήφισμα». Ο Τάινο κοντά στη λέξη δημοψήφισμα πρόσθεσε εντός παρενθέσεως και ένα δικό του σχόλιο: «(για το ευρώ σσ)». Βεβαίως, την επομένη της δημοσίευσης, ο τότε υπουργός Οικονομικών, που αγνοούσε το ποιόν του συνομιλητή του, αναγκάστηκε να διαψεύσει κατηγορηματικά το τίτλο και το περιεχόμενο της συνέντευξης που του απέδιδε την πρόθεση να πραγματοποιήσει «δημοψήφισμα για το ευρώ». Η «Corriere» περιορίστηκε να αλλάξει τον τίτλο στην ηλεκτρονική της έκδοση: έφυγε το «δημοψήφισμα για το ευρώ» κι έγινε «Ελλάδα, μιλά ο Βαρουφάκης: Δεν θα ζητήσουμε άλλα δάνεια».
Στο άρθρο του «Οι δανειστές της Αθήνας έξω φρενών με τον Σύριζα: Αριστεροί; Μπλοκάρουν το ΑΕΠ, βοηθούν τους πλούσιους» της 25ης Απριλίου, ο ίδιος δημοσιογράφος ανέφερε πως η ελληνική κυβέρνηση «παραχώρησε στους έξι χιλιάδες πλούσιους που πριν εξαιρούνταν, τη δυνατότητα να πληρώσουν τα χρέη τους σε 80-100 δόσεις». Το συνολικό χρέος αυτής της ομάδας πλουσίων ανέρχεται σε 60 δισεκατομμύρια και το μέτρο χαρακτηρίζεται ως διευκόλυνση προς τους ολιγάρχες. Ο Tάινο αποδίδει σε ανώνυμο αξιωματούχο την εξής εκτίμηση: «Το πρόβλημα είναι πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται. Κατά βάση υπάρχει μια ομάδα ολιγαρχών που ακόμη και σήμερα επηρεάζει σημαντικά την πολιτική. Είναι απογοητευτικό να βλέπουμε μια κυβέρνηση αποτελούμενη από outsider να μην έχει καθόλου περιορίσει την εξουσία τους».
Βεβαίως δεν είναι αυτό το μόνο πρόβλημα της ελληνικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το δημοσίευμα: «Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Αθήνα εκμηδενίζει την ανάπτυξη που είχε ξεκινήσει το 2014», αναφέρει ο δημοσιογράφος. Για του λόγου το αληθές, παραθέτει και κάποια στοιχεία, χωρίς να αναφέρει την πηγή τους: «Η Ελλάδα οδηγείτο προς ανάπτυξη του 2,9% το 2015 και η ανεργία μειωνόταν (…) Και να σκεφτεί κανείς πως η Ελλάδα πέρυσι είχε περισυλλέξει στις αγορές, στις οποίες είχε ανακτήσει κάπως την αξιοπιστία της, τέσσερα δισεκατομμύρια για το δημόσιο και οκτώ γα τις τράπεζες. Όλο το ποσό προερχόταν από ιδιώτες επενδυτές. Οι οποίοι τώρα το έβαλαν στα πόδια».
Στην εμφανή προσπάθεια του δημοσιογράφου να εμφανίσει τις εκτιμήσεις αυτές ως αντικειμενικές, παρέλειψε κάθε αναφορά στο γεγονός πως αυτή ακριβώς ήταν η θέση της προηγούμενης κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά.
Στα μέσα Μαΐου ο Τάινο επανήλθε στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος. Η πρώτη άποψη που κατέγραψε ήταν εκείνη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος «από τη στιγμή που δεν απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο, εκ των πραγμάτων το κατέστησε πιθανό». Εξ ου και ο τίτλος του δημοσιεύματος της 12ης Μαΐου: «Δεν είμαστε στο 2011, το δημοψήφισμα τώρα αποτελεί πολιτική επιλογή». Ο δημοσιογράφος αναφέρεται στην παλαιότερη πρόταση για δημοψήφισμα του Γιώργου Παπανδρέου και τις τότε αρνητικές αντιδράσεις της Μέρκελ και του Σαρκοζύ. «Οι Έλληνες, μπροστά στην επιλογή να αποδεχτούν το πρόγραμμα των δανειστών ή να εγκαταλείψουν την ευρωζώνη, κατά πάσα πιθανότητα θα επιλέξουν να παραμείνουν στο ενιαίο νόμισμα», σχολιάζει με αισιοδοξία ο δημοσιογράφος, προσθέτοντας μάλιστα και κάποιες εκτιμήσεις θεσμικού χαρακτήρα: «Εάν η έξοδος από το ευρώ γίνει σε δημοκρατικές βάσεις και όχι εξαιτίας της ώθησης που προκαλεί μια χρηματοπιστωτική κρίση, ίσως οι κίνδυνοι για τη Νομισματική Ένωση να είναι μικρότεροι». Το δημοσίευμα δεν παραλείπει να δώσει έμφαση στα φαινόμενα που «αναπόφευκτα» θα συνοδεύσουν την αναγγελία του δημοψηφίσματος -έφοδος στα ΑΤΜ, κλείσιμο των τραπεζών, capital control- προκειμένου να καταλήξει με την κατηγορηματική διαβεβαίωση πως «η απόρριψη από μέρους των ψηφοφόρων του προτεινόμενου συμβιβασμού θα σήμαινε έξοδο από την ευρωζώνη». Το γεγονός πως το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν αφορούσε την παραμονή ή όχι της χώρας στην ευρωζώνη δεν αναφέρεται στο δημοσίευμα.
Ο Αντρέα Νικάστρο είναι έτερο γνωστό όνομα της Corriere. Στο δημοσίευμα της 27ης Απριλίου με την υπογραφή του και με τίτλο «Πρώτα σήματα από την Αθήνα: τα φορολογικά έσοδα διατηρούνται στα προβλεπόμενα επίπεδα», φαίνεται να διαψεύδει τον συνάδελφό του Τάινο. «Χάρη στο νομοσχέδιο που προβλέπει τη δυνατότητα να καταβληθούν σε 100 δόσεις μέσα σε μια οκταετία οι οφειλές στο δημόσιο, φόροι και ασφαλιστικές εισφορές, το χρήμα άρχισε να ρέει εν αφθονία στα δημόσια ταμεία». Στο ρεπορτάζ του ο Νικάστρο παραπέμπει σε έκθεση της τράπεζας Credit Suisse, σύμφωνα με την οποία «η τρέχουσα αναλογία μεταξύ εισπράξεων και δαπανών του ελληνικού δημοσίου είναι ουσιαστικά φυσιολογική και δεν απαιτούνται νέα μέτρα λιτότητας». Η «φυσιολογική κατάσταση» αποκαταστάθηκε ακριβώς χάρη στο μέτρο που διευκολύνει την καταβολή των χρωστούμενων.
Το δημοσίευμα στη συνέχεια περιγράφει τη δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ίδιοι οι Έλληνες αξιωματούχοι, οι οποίοι υπήρξαν επίσης θύματα του spending review. Το θέμα προσφέρεται για αιχμηρές αναφορές στην εύρωστη οικονομική κατάσταση του υπουργού Οικονομίας Γιάνη Βαρουφάκη, πρόσωπο που ποτέ δεν «κατάφερε να κερδίσει τη συμπάθεια των Ευρωπαίων ομολόγων του: η εικόνα ποπ Βαρουφάκης δεν είναι ο μόνος που ταξιδεύει σε οικονομική θέση, παρ’ όλο που ο ίδιος το κάνει προκειμένου να επαυξήσει τη γοητεία που διαθέτει ως “ακανόνιστος μαρξιστής”, όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του».
Εντελώς διαφορετικοί είναι οι τόνοι που χαρακτηρίζουν τη συνέντευξη του Νικάστρο στον Γιάννη Δραγασάκη που δημοσιεύτηκε στις 29 Μαΐου. Ήδη η πρώτη ερώτηση προαναγγέλλει το ύφος: «Γιατί εσείς οι Έλληνες καθυστερείτε τις διαπραγματεύσεις και δεν καταθέτετε συγκεκριμένες προτάσεις ώστε να μπορέσετε να εισπράξετε τα δάνεια και να επιτρέψετε την Ευρώπη να εξέλθει από αυτή τη δαπανηρή αβεβαιότητα»; Στο ίδιο μήκος κύματος και η απάντηση του συνεντευξιαζόμενου: «Αυτά που λέτε είναι εντελώς αναληθή». Η λογομαχία συνεχίστηκε καθ’ όλο το κείμενο της συνέντευξης, με διαπιστώσεις όπως «μου λέτε λοιπόν πως, επειδή εσείς νομίζετε πως έχετε δίκιο, όλοι οι άλλοι πρέπει να κάνουν ό,τι τους λέτε;» Κι αυτό παρ’ όλο που ο τίτλος της συνέντευξης ήταν ήπιος: «Ο διαπραγματευτής της Αθήνας: Είμαστε έτοιμοι να υπογράψουμε. Θα επιστρέψουμε το δάνειο αλλά λέμε όχι στη λιτότητα».
Η θλιβερή επίδοση του Ιταλού δημοσιογράφου δεν απέτρεψε τον Έλληνα πρωθυπουργό να του παραχωρήσει συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουνίου με τίτλο «Εφικτή μια συμφωνία αλλά δεν κόβω συντάξεις κι επιδόματα». Ήδη η αναφορά του τίτλου σε «επιδόματα» δίνει το στίγμα της συνομιλίας, με ερωτήσεις όπως «Η λιτότητα εφαρμόστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί η Ελλάδα πρέπει να αποτελεί εξαίρεση»; Ή ακόμη: «Σε περίπτωση Grexit η Ευρώπη θα αποσταθεροποιηθεί τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά. Για σας αυτό είναι ένα πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. Είναι σωστό όμως οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι να πληρώσουν τη χρεοκοπία σας»; Χωρίς βεβαίως να ξεχάσει ο δημοσιογράφος να επιστρατεύσει και τις αερολογίες του τότε πρωθυπουργού της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι: «Ο Ματέο Ρεντσι δήλωσε πως είναι αδιανόητο οι Ιταλοί να συντηρούν τους μπέμπηδες συνταξιούχους της Ελλάδας».
Τη συνέντευξη του Έλληνα πρωθυπουργού σχολίασε την ίδια ημέρα στην ίδια σελίδα ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου Μαουρίτσιο Φερέρα, σε άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Αυτά που (δεν) λέει ο Τσίπρας στους Ευρωπαίους (και τους Έλληνες)». Από τις πρώτες ήδη αράδες ο Φερέρα δείχνει να γνωρίζει τα δεδομένα της ελληνικής κρίσης μόνο δια μέσου των ιταλικών δημοσιευμάτων: «Κανείς δεν ζητά στον Τσίπρα να καταργήσει τις συντάξεις και τα επιδόματα στους λιγότερο τυχερούς Έλληνες πολίτες. Αντιθέτως, του ζητείται να αλλάξει ένα σύστημα που ευνοεί τα μεγαλύτερα εισοδήματα», αποφαίνεται.
Βεβαίως, «κάποιες απόψεις του Έλληνα πρωθυπουργού δεν είναι αβάσιμες», συνεχίζει, αλλά «προκαλούν έκπληξη σχεδόν όλες οι κριτικές που ασκεί ο Τσίπρας εναντίον των προτάσεων που υποβάλλει η ΕΕ». Κατά τον Φερέρα, η διένεξη αφορά την αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος, ώστε «να μην μπορούν πλέον οι δημόσιοι υπάλληλοι να συνταξιοδοτούνται στα 55 έτη της ηλικίας τους, προκαλώντας δαπάνες για ενάμισι δισεκατομμύριο ευρώ το χρόνο, σχεδόν μια μονάδα του ελληνικού ΑΕΠ». Ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης «τάσσονται υπέρ της διατήρησης ενός status quo που ευνοεί συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες, με υψηλό δείκτη συνδικαλιστικής συσπείρωσης».
Το θέμα της προκήρυξης του δημοψηφίσματος αντιμετωπίστηκε από την Μαρία Σερένα Νατάλε σε άρθρο της 29ης Ιουνίου με τίτλο: «Το δίλημμα του Τσίπρα. Πώς να μην προδώσουμε τις υποσχέσεις μας στους ψηφοφόρους»; Το δημοψήφισμα, που «θα κρίνει την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη», αποτελεί «απεγνωσμένη κίνηση» σε μία «ευθύγραμμη πορεία της ελληνικής κυβέρνησης που δεν ανέχεται παρεκκλίσεις: βεβαίως, λένε στην Αθήνα, να αναζητήσουμε από κοινού κάποιον συμβιβασμό, αλλά τα περιεχόμενά του θα τα αποφασίσουμε εμείς. Δεν ανεχόμαστε επεμβάσεις».
Το θέμα αυτό σχολίασε την επομένη ο τραπεζίτης Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, πρώην μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, σε άρθρο που τιτλοφορείται «Η τελική κίνηση του Τσίπρα. Αλλά η Ελλάδα ηττήθηκε ήδη».
Κατά τον Ιταλό τραπεζίτη, το δημοψήφισμα ήταν «η μόνη πιθανή διέξοδος σε μια διαπραγμάτευση που κράτησε πάρα πολύ χρόνο». Οι κάλπες αποτελούν «μάννα εξ ουρανού» τόσο για τον Τσίπρα όσο και για τους δανειστές: αφενός, επιτρέπει «στους δανειστές να δώσουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να πει την τελευταία λέξη, αποφεύγοντας οι ίδιοι την κατηγορία πως εξώθησαν τη χώρα εκτός ευρωζώνης», αφετέρου «εάν στο δημοψήφισμα νικήσει το ναι στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ο Τσίπρας να αναγκαστεί να το εφαρμόσει και να συγκρουστεί με το ίδιο του το κόμμα».
Γενικότερα όμως, με το δημοψήφισμα, «δεν χάνει μόνον η Ελλάδα», αλλά βγαίνει «ηττημένο το εκλογικό σώμα» και, προπαντός, «η δημοκρατία»: «Εάν μια τόσο σημαντική απόφαση, όπως είναι η αποδοχή ενός μνημονίου που αναμφίβολα θα δεσμεύσει τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης, αφήνεται στα χέρια του λαού, τότε είναι εμφανές πως ο διαμεσολαβητικός ρόλος της πολιτικής καθίσταται περιττός και άχρηστος. Ο ρόλος των ενδιάμεσων πολιτικών δομών είναι ακριβώς να παίρνουν αποφάσεις εκεί όπου ο μέσος πολίτης δεν έχει τις απαραίτητες δεξιότητες για να αποφασίσει. Στην περίπτωσή μας, η τελική απόφαση αφορά την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, θέμα πολύ ευαίσθητο για να κριθεί στις κάλπες. Ο Τσίπρας δεν κατάλαβε πως η εντολή των ψηφοφόρων του ήταν προπαντός να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη και στο ευρώ, αλλά εξασφαλίζοντας συνθήκες καλύτερες από εκείνες των προκατόχων του. Γι’ αυτό απέτυχε», καταλήγει το άρθρο.
Ο Νικάστρο είχε μια δυσάρεστη περιπέτεια με τον Βαρουφάκη ακόμη κι όταν ο οικονομολόγος δεν ήταν πλέον υπουργός και είχε έρθει σε ρήξη με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Η συνέντευξή του στον Βαρουφάκη δημοσιεύτηκε στην «Corriere» στις 16 Σεπτεμβρίου 2015 με τίτλο «Ελληνική κρίση, μιλά ο Βαρουφάκης: Ο Τσίπρας συνθηκολόγησε. Εγώ είμαι ελεύθερος, έχασα τους ψεύτικους φίλους μου».
Μόλις διάβασε το δημοσιευμένο κείμενο της συνέντευξης, ο οικονομολόγος το σχολίασε στο blog του με αυτά τα λόγια: «Το ιταλικό κείμενο αποτελεί περίληψη των απαντήσεών μου και, κατά την άποψή μου, παραθέτει μια στρεβλή εκδοχή των απαντήσεων που έδωσα στα Αγγλικά (περιλαμβανομένου και του απαίσιου τίτλου)». Και για να γίνει πιο πειστικός, ο Βαρουφάκης δημοσίευσε το πλήρες κείμενο της συνομιλίας του με τον Ιταλό δημοσιογράφο. Απ’ όπου εύκολα διαπιστώνεται πως άλλα λέει ο Βαρουφάκης και άλλα θέλει να ακούσει ο Νικάστρο.
3. Η είδηση δεν είναι άποψη
Η παρατεταμένη διαπραγμάτευση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών οδήγησε ορισμένους σχολιαστές να υψώσουν τους τόνους. Αυτή είναι η περίπτωση του Φραντσέσκο Τζαβάτσι, οικονομολόγου του Πανεπιστημίου Bocconi του Μιλάνου και αρθρογράφου της «Corriere».
Στις 5 Ιουνίου ο Τζαβάτσι τιτλοφόρησε το πρωτοσέλιδο άρθρο του «Πάρα πολύ συζήτηση περί Ελλάδος;», όπου το ερωτηματικό απλώς προσπαθεί να απαλύνει το περιεχόμενο του δημοσιεύματος: «Η Ελλάδα αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ των χωρών που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση», αποφαίνεται ευθύς εξαρχής. Και συνεχίζει: «Πώς θα αντιδρούσαμε άραγε εάν ανακαλύπταμε πως ο Πρόεδρος Ομπάμα αφιερώνει όλο του το χρόνο στα προβλήματα του Τενεσί, μιας Πολιτείας που μετρά στην αμερικανική ομοσπονδία κάτι περισσότερο απ’ ό,τι η Ελλάδα στην ευρωζώνη;» Πόσο μάλλον που η Ελλάδα συμβαίνει να είναι «μια χώρα που αύξησε την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα στο ρυθμό του ένα τοις εκατό το έτος, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι αυξάνονταν κατά το τέσσερα τοις εκατό το έτος, χάρη σε ένα σύστημα στρατολόγησης βασιζόμενο, ως επί το πλείστον, στα πολιτικά ρουσφέτια». Αναμενόμενη η κατάληξη: «Εάν οι Έλληνες εκλέγουν λαϊκιστές ηγέτες και δεν θέλουν να εκσυγχρονίσουν της χώρα τους, τι νόημα έχει η επιμονή μας;»
Ο αρθρογράφος κατηγορεί τους Ευρωπαίους σε πρώτο πληθυντικό: «Δανείσαμε στην Ελλάδα περισσότερα από 400 δισεκατομμύρια ευρώ, περίπου δυο φορές το ΑΕΠ της χώρας, χωρίς να αναρωτηθούμε αν το ποσό αυτό θα μας επιστραφεί».
Επισημαίνουμε σε αυτό το σημείο πως το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είναι «ασήμαντη» και δεν επηρεάζει καθόλου τα ευρωπαϊκά δρώμενα, πόσο μάλλον όταν κυβερνάται από έναν «λαϊκιστή», το ανέπτυξε πρώτος στην Ιταλία ο βιομήχανος του καφέ Riccardo Illy. Σε τηλεοπτική εκπομπή στις 27 Ιανουαρίου στο κανάλι La7 με θέμα τη νίκη του Τσίπρα στις εκλογές, ήρθε σε οξύτατη αντιπαράθεση με τον ανταποκριτή της ΕΡΤ ακριβώς χρησιμοποιώντας επανειλημμένως το επιχείρημα πως «η Ελλάδα δεν παίζει κανένα ρόλο στην Ευρώπη», καθώς «το ΑΕΠ της είναι μικρότερο από εκείνο της Περιφέρειας Βενετίας». Πώς τολμούσε μια τόσο «ασήμαντη χώρα» να αμφισβητεί την πολιτική της ευρωζώνης; αναρωτήθηκε ο Illy.
Ο Νικόλα Ρόσι, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Tor Vergata της Ρώμης, εξέφρασε την άποψή του σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 9 Φεβρουαρίου με τίτλο «Η υπερβολική υπερηφάνεια ζημιώνει την Ελλάδα».
Ο οικονομολόγος δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ευθύς εξαρχής την ελληνική του καταγωγή (από την πλευρά της μητέρας του), πριν μπει στην ουσία του θέματος: «Μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών μελών μόνον όταν συνοδεύεται από σταδιακή παραχώρηση κυριαρχίας. Αυτή είναι η αρχή που μας καθοδήγησε σε αυτά τα χρόνια της κρίσης. Και είναι ακριβώς η αρχή που η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να αποδεχτεί».
Κατά τον αρθρογράφο, «η ξεκάθαρη εντύπωση είναι πως η ελληνική κυβέρνηση διανύει εκ νέου τη γνωστή παλιά πορεία της σύγχρονης Ελλάδας: εκείνη της εθνικής περηφάνιας, που επιδεικνύεται τόσο επίμονα όσο αποτελεί στοιχείο υποτέλειας προς τη μια ή την άλλη μεγάλη δύναμη. Στην περίπτωσή μας κάποιες σημαίες διαφαίνονται στο βάθος», τονίζει, υπονοώντας τη Ρωσία ή την Κίνα. Η κατάληξη είναι η εξής: «Δεν υπάρχει αυτονομία όταν δεν σέβεσαι τις δεσμεύσεις σου και δεν υπάρχει ανεξαρτησία όταν δεν βάζεις τάξη στα δημοσιονομικά σου».
4. Ο παράγων Φουμπίνι
Εάν ο Τάινο θεωρείται κάτι σαν ο ημιεπίσημος εκπρόσωπος του Βερολίνου, ο δημοσιογράφος Φεντερίκο Φουμπίνι θεωρείται ως ο ημιεπίσημος και σχεδόν αναγνωρισμένος εκπρόσωπος Τύπου του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου της Ιταλίας. Αφού έπλεξε για δεκαετίες το εγκώμιο τραπεζών και χρηματιστηριακών παραγόντων στις σελίδες της «Corriere», μεταπήδησε αιφνιδιαστικά στην «La Repubblica». Αλλά το ιδεολογικό πάθος του για το κεφάλαιο περιόρισε την παραμονή του στην εφημερίδα της Ρώμης μόνον σε δυο έτη, καθώς, ενώ οι διαπραγματεύσεις του Τσίπρα με τους δανειστές οδηγούνταν σε αδιέξοδο, ο Φουμπίνι επέστρεφε θριαμβευτικά στην «Corriere».
Η πρώτη παρέμβαση του δημοσιογράφου ήταν στις 14 Ιουλίου από την Αθήνα. Και στρεφόταν εναντίον της τότε Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία είχε αναφερθεί στη δυνατότητα να μεταφερθεί βιαίως στη Βουλή προκειμένου να καταθέσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Κατά το δημοσίευμα, που τιτλοφορείται «Η κοινοβουλευτική παγίδα: αν ο Τσίπρας δεν βρει τις ψήφους, οι τράπεζες θα κλείσουν την Τετάρτη», η Κωνσταντοπούλου «επιβλήθηκε ως ηγετική μορφή του ανένδοτου τομέα του Σύριζα. Η πολιτική της κουλτούρα είναι η τέχνη του εκφοβισμού». Η διαμάχη με τον Στουρνάρα, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αφορά το κλείσιμο των τραπεζών, που «επιδιώκει η κυβέρνηση», ενώ ο διοικητής θεωρεί το μέτρο αυτό «περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας».
Ο Φουμπίνι δεν το διατυπώνει ρητώς, αλλά σε όλη την ανταπόκρισή του από την Αθήνα, διαφαίνεται η άποψη πως, μπροστά στο «αδιέξοδο» που προκάλεσε η κυβέρνηση, είναι μάλλον δικαιολογημένη η φυγή των καταθετών από τις τράπεζες. Μια άποψη που ο δημοσιογράφος σίγουρα αποκόμισε από τους δεξιούς συνομιλητές του στην Αθήνα. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που ο δημοσιογράφος παρουσιάζει ως «γεγονότα» τις εκτιμήσεις της δεξιάς αντιπολίτευσης.
Ακόμη όμως πριν μεταβεί στην Αθήνα, ο Φουμπίνι είχε φροντίσει από το Μιλάνο να βάλει στη θέση τους τούς δυο Αμερικανούς νομπελίστες οικονομολόγους, τον Paul Krugman και τον Joseph Stiglitz, για την υποστήριξη που προσέφεραν προς την ελληνική κυβέρνηση. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στις 3 Ιουλίου με τίτλο «Εκείνη η κάπως ανάλαφρη υποστήριξη των βραβείων Νόμπελ της Νέας Υόρκης». Στο δημοσίευμα ο Ιταλός δημοσιογράφος αναφέρει επιστολή του Γιώργου Παπακωνσταντίνου που είχε δημοσιευτεί τις προηγούμενες ημέρες στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης». Ο πρώην υπουργός του Πασόκ έγραψε πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα διολισθαίνει προς μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού και μια νίκη του όχι στο δημοψήφισμα, θα συμβάλει σίγουρα στην πορεία αυτή. Οι προοδευτικοί δεν πρέπει να την ενισχύσουν». Ο Φουμπίνι εμφανώς ασπάζεται αυτή την άποψη. Όπως ασπάζεται και τη δεύτερη που παραθέτει, εκείνη του Ισπανού Angel Ubide, συμβούλου του σοσιαλιστή ηγέτη Πέδρο Σάντσεθ, όπως δημοσιεύτηκε σε άρθρο του για κάποιο Ινστιτούτο της Ουάσινγκτον: σύμφωνα με τον Ισπανό, ο έρωτας των Αμερικανών liberals με τον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα proxy war, που «διεξάγεται στο πετσί των πιο φτωχών Ελλήνων, με στόχο να επικρατήσει εκείνη η πολύ διαδεδομένη στην Αμερική ιδέα πως κατά βάθος το ευρώ δεν είναι βιώσιμο». Χωρίς κόπο και χωρίς να εκτεθεί ο ίδιος, ο δημοσιογράφος εξέθεσε «αντικειμενικά» τις απόψεις του.
Ο Stiglitz θα μπει ξανά στο στόχαστρο του Φουμπίνι στις 20 Ιουλίου, όταν ο Αμερικανός τοποθετήθηκε ανοιχτά υπέρ του όχι στο δημοψήφισμα.
Την επομένη της σκληρής σύγκρουσης μεταξύ Βαρουφάκη και Σόιμπλε στο τελευταίο γιουρογκρούπ όπου συμμετείχε ο Έλληνας υπουργός, ο Φουμπίνι, σε άρθρο με τίτλο «Ένα λουτρό πραγματικότητας για τους Ευρωπαίους λαϊκιστές», σχολίασε τις δραματικές εξελίξεις με αυτά τα λόγια: «Το τελικό ανακοινωθέν προκάλεσε πάταγο εξαιτίας της διατυπωμένης απειλής αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά περιέχει και μια πρόταση πιο λειτουργική: να παραδοθεί η διαχείριση όλης της χώρας στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Υπενθυμίζοντας τα λόγια του Κέινς την επομένη της Διάσκεψης των Βερσαλλιών το 1919, ο δημοσιογράφος άσκησε κριτική σε όσους θέλησαν «να συγκρίνουν την πολιτική συνθηκολόγηση της Ελλάδας του Αλέξη Τσίπρα με την τιμωρητική συμφωνία που επιβλήθηκε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1919, σε τέτοιο σημείο ώστε να την αποσταθεροποιήσουν». Πρέπει να αναλογιστούμε, συνέχισε, «εάν μια επέμβαση τέτοιας έντασης δεν θέτει τις βάσεις για μια άλλη πολιτική έκρηξη ακόμη πιο καταστροφική στο προσεχές μέλλον». Βεβαίως, οι Έλληνες «δεν θα έφταναν σε αυτό το σημείο εάν δεν επέτρεπαν στον Τσίπρα να τους δημιουργήσει αυταπάτες και να τους οδηγήσει κατευθείαν στον γκρεμό».
5. Τα ερμηνευτικά γυαλιά
«Ο ανθρώπινος βίος δεν είναι μια στεγνή αλληλουχία γεγονότων και συμβάντων. Είναι ιστορία, μια ιστορία που αναμένει να γίνει αντικείμενο αφήγησης, επιλέγοντας εκείνη την ερμηνεία που θα μπορέσει να εντοπίσει και να αναδείξει τα πιο σημαντικά στοιχεία. Η πραγματικότητα, από μόνη της, δεν είναι μονοσήμαντη. Τα πάντα εξαρτώνται από το βλέμμα που την εξετάζει, από τα γυαλιά που φοράμε όταν θέλουμε να την κοιτάξουμε. Αλλάζουμε τους φακούς και η πραγματικότητα μας φαίνεται διαφορετική. Από πού πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε ώστε να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα με τα σωστά γυαλιά;»
Αυτό είναι το ερώτημα που έθεσε ο Πάπας Φραγκίσκος στην προσφώνησή του στην 51η Ημερίδα Κοινωνικής Επικοινωνίας στο Βατικανό, τον Ιανουάριο 2017. Ο Μαρκ Τόμπσον, Διευθύνων Σύμβουλος των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και πρώην Γενικός Διευθυντής του BBC, στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, Enough Said: What’s Gone Wrong with the Language of Politics?, έγραψε: «Η σύνεση είναι εκείνη που μας προστατεύει από τις αβάσιμες διαφημιστικές διακηρύξεις και που μας προτρέπει να ελέγξουμε από κοντά ο,τιδήποτε μας φαίνεται να είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό. Το ίδιο ισχύει για κάθε είδους προσπάθεια να μας πείσουν». Περιλαμβανομένης βεβαίως και της προσπάθειας που γίνεται από μέρους των δημοσιογράφων.
μετάφραση: Δημήτρης Δεληολάνης
πίσω στα περιεχόμενα: