τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , , , ,


Μνημονιακός μονόδρομος. ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ/ΣΥΡΙΖΑ. Ένα πολιτικό τρίγωνο με 2½ παίκτες


Το οικονομικό-κοινωνικό τοπίο στη μνημονιακή Ελλάδα των αρχών του 2018 επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τον τρόπο που διαμορφώνεται το εκλογικό-πολιτικό τοπίο. Πολλά νοικοκυριά έχουν πέσει στον γκρεμό και ακόμα περισσότερα είναι στο χείλος του. Πολλές επιχειρήσεις με δυσκολία πλέον μπορούν να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό. Ακόμα και εργαζόμενοι έχουν εισόδημα που δεν τους επιτρέπει να επιβιώσουν έστω και στοιχειωδώς. Ακόμα και μεσαία στρώματα, που προς το παρόν αντέχουν, πιέζονται αφόρητα από την υπερφορολόγηση.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων και με την πραγματική οικονομία να δυσκολεύεται να εισέλθει σε τροχιά δυναμική ανάπτυξης, είναι αναπόφευκτο η αρνητική ψήφος να κερδίζει έδαφος ακόμα και σε τμήματα του εκλογικού σώματος, τα οποία ιδεολογικά ανήκουν στον ευρύτερο κεντροαριστερό-αριστερό χώρο. Σε τέτοιες συνθήκες είναι αναπόφευκτο εξ αντιδιαστολής να φουσκώνουν τα εκλογικά πανιά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό και πράγματι συνέβη, παρότι ο Μητσοτάκης προβάλει έναν σαφώς νεοφιλελεύθερο πρόσωπο και ούτε διανοείται να αμφισβητήσει τον μνημονιακό μονόδρομο.

Η βάση από την οποία εκκινεί η ΝΔ δεν είναι μόνο οι παραδοσιακοί δεξιοί ψηφοφόροι, οι οποίοι αρέσκονται να αποδίδουν τα βάσανά τους αποκλειστικά στην κυβέρνηση Τσίπρα. Είναι και αστικά στρώματα με (νεο)φιλελεύθερη ιδεολογία, τα οποία όχι μόνο είναι πολιτικά αντίθετα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τον απεχθάνονται. Αρκετοί πολίτες αυτής της κατηγορίας ψήφιζαν παραδοσιακά ΠΑΣΟΚ, αλλά από το 2012 και περισσότερο από το 2015 έχουν καταφύγει εκλογικά στη ΝΔ με σκοπό να ανασχέσουν τον Τσίπρα και το κόμμα του.

Για να είμαι ακριβής το κλίμα αυτό συνεχίζει να κυριαρχεί στα μεσαία αστικά στρώματα. Τον τελευταίο καιρό, όμως, κύκλοι κυρίως της μεγαλοαστικής τάξης αρχίζουν να ανακαλύπτουν αρετές στον Τσίπρα, αξιολογώντας θετικά την εφαρμογή επώδυνων μέτρων του 3ου Μνημονίου, αλλά και την ικανότητά του να διατηρεί την κοινωνική ειρήνη. Κι όταν διαμορφώνεται τέτοιο κλίμα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας είναι δεδομένο ότι μετά από λίγο θα αρχίσει να διαχέεται και προς τα ανώτερα μεσοστρώματα.

Παρά τις κραυγαλέα ευνοϊκές συνθήκες, λοιπόν, η ΝΔ εμφανίζει δημοσκοπική κόπωση. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει όχι μόνο σημάδια σταθεροποίησης, αλλά και σημάδια μικρής ανάκαμψης, με αποτέλεσμα η ψαλίδα κάπως να κλείνει. Για να καθαρίσει το εκλογικό παιχνίδι, ο Μητσοτάκης πρέπει να προσελκύσει ένα σημαντικό τμήμα από τους μικρομεσαίους που έχουν ήδη πέσει στον γκρεμό, ή πιέζονται αφόρητα από την κρίση και κινδυνεύουν να πέσουν. Το νεοφιλελεύθερο προφίλ και η ρητορική του, όμως, δεν τον διευκολύνει να διεισδύσει σ’ αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος. Ούτε, βεβαίως, στους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι νιώθουν απειλούμενοι από τον τρόπο που ο αρχηγός της ΝΔ αντιλαμβάνεται τη Δημόσια Διοίκηση.

 

Η εσωτερική αντίφαση

Μία πρόσθετη αιτία είναι ότι οι ενοποιητικές διαδικασίες στον χώρο της (μνημονιακής) Κεντροαριστεράς, με την προοπτική συγκρότησης του Κινήματος Αλλαγής, έχουν δημιουργήσει μία κάποια μικρή δημοσκοπική δυναμική. Αυτή προκαλείται κυρίως από μία μικρής ισχύος τάση εκλογικής επιστροφής κάποιων κεντρώων ψηφοφόρων που είχαν καταφύγει στη ΝΔ. Μικρής, αλλά ικανής να φρενάρει τη δημοσκοπική άνοδο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στο επίπεδο των μικρομεσαίων στρωμάτων που έχουν πέσει στον γκρεμό ή κινδυνεύουν να πέσουν, προς το παρόν υπάρχει μία εσωτερική αντίφαση: Από τη μία είναι η απόγνωση και η οργή που τροφοδοτούν την αρνητική ψήφο και ως εκ τούτου εξ αντικειμένου λειτουργούν υπέρ της ΝΔ. Από την άλλη είναι η βεβαιότητα πως και μία κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι και μάλιστα με πιο σκληρό τρόπο. Ένας πρόσθετος παράγοντας που παρεμποδίζει την εκλογική προσέλευση αυτών των ψηφοφόρων στη ΝΔ είναι αφενός το παιχνίδι της κυβέρνησης Τσίπρα με τα επιδόματα και τη ρητορική προστασίας των φτωχών, αφετέρου η ελπίδα ότι με το τέλος του Μνημονίου θα έλθουν καλύτερες ημέρες.

Είναι ακριβώς αυτές οι αντιφατικές τάσεις που προς το παρόν διαμορφώνουν τον δημοσκοπικό συσχετισμό δυνάμεων, αφήνοντας θεωρητικά ανοικτό ακόμα και το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να γυρίσει το παιχνίδι. Στο μέγαρο Μαξίμου πιστεύουν ανιστόρητα ότι ο νεοφιλελευθερισμός του Μητσοτάκη χαράζει μία διαχωριστική ιδεολογικοπολιτική γραμμή, την οποία δεν μπορούν να υπερβούν οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι. Αυτό ισχύει εν μέρει, αλλά, σε συνθήκες όπως αυτές που ζούμε, κάτω από το βάρος του συνδρόμου της αρνητικής ψήφου, μπορεί κάλλιστα να υποχωρήσει ως εκλογικό κριτήριο.

 

Μειώνεται το “γαλάζιο” προβάδισμα

Προς το παρόν, πάντως, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το προβάδισμα της ΝΔ έχει μειωθεί, κυρίως λόγω του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάποια σημάδια μικρής ανάκαμψης. Η διαφορά, πάντως, παραμένει μεγάλη και δύσκολα ανατρέπεται. Στο Μαξίμου, όμως, ελπίζουν ότι θα κάνουν το θαύμα, αλλά οι πιο προσγειωμένοι θεωρούν πως κεντρικός στόχος τους πρέπει να είναι η ΝΔ να μην εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Πριν λίγους μήνες, έθεταν ως κεντρικό στόχο ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος, κυριαρχώντας πολιτικοεκλογικά στην Κεντροαριστερά. Τώρα, θεωρούν πως το έχουν επιτύχει.

Προς το παρόν τουλάχιστον αυτή είναι η εικόνα. Τα μικρά κόμματα που αποσχίσθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ (Λαϊκή Ενότητα και Πλεύση Ελευθερίας) έχουν δείξει τα όριά τους. Έχουν αντιμνημονιακή σημαία, αλλά δεν έχουν πείσει ότι μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Ίσως αποσπάσουν κάποιες λίγες ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν συνιστούν απειλή.

Το Κίνημα Αλλαγής δείχνει μία μικρή δημοσκοπική ανάκαμψη, αλλά δεν καταγράφεται τάση μαζικής επιστροφής πρώην “πράσινων” ψηφοφόρων. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει ότι διαθέτει κάτω φράγμα στην εκλογική επιρροή του. Αυτό σημαίνει ότι, σε συνδυασμό με τα δορυφορικά σχήματα παραμένει ένας μικρομεσαίος, αλλά εκλογικά σταθερός πολιτικός παίκτης. Η στρατηγική του Τσίπρα είναι σπρώξει την υπό συγκρότηση ενδιάμεση παράταξη ή προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ή προς την πλευρά της ΝΔ. Προ μηνών είχε απευθύνει κάλεσμα προς τη Γεννηματά για συνεργασία στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων. Όπως είναι γνωστό, το άνοιγμά του έπεσε στο κενό.

Στόχος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι υποχρεωτικά να φέρει το Κίνημα Αλλαγής προς την πλευρά του. Θα το ήθελε, βεβαίως, αλλά έχει επίγνωση πως αυτό το ενδεχόμενο δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Σαφώς περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το ενδεχόμενο μίας συνεργασίας του κόμματος της Γεννηματά με τη ΝΔ για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Για το Μαξίμου, ωστόσο, έχει σημασία ότι με τα ανοίγματα που κάνει, βγάζει στην επιφάνεια τις εσωτερικές αντιθέσεις στο Κίνημα Αλλαγής.

Εάν το εμπλουτισμένο εναπομείναν ΠΑΣΟΚ συνεργασθεί με τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μείνει μόνος του να εκφράσει τον ευρύτερο χώρο της αντι-Δεξιάς. Με άλλα λόγια, στο Μαξίμου θεωρούν πως μονά-ζυγά θα βγουν κερδισμένοι. Δεν τους συμφέρει το Κίνημα Αλλαγής να ενισχύεται σε βαθμό που να μπορεί να σταθεί αυτόνομα ως τρίτος πολιτικός πόλος. Γι’ αυτό και οι πιέσεις προς τη Γεννηματά να ξεκαθαρίσει τον προσανατολισμό της προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα ενισχυθούν όσο θα έρχεται πλησιέστερα το ενδεχόμενο εκλογών.

 

Η δύσκολη αυτονομία

Είναι κοινό μυστικό ότι η πλειονότητα των στελεχών του Κινήματος Αλλαγής θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό εχθρό. Αντιθέτως, τη ΝΔ την θεωρεί πολιτικό αντίπαλο, με τον οποίο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να συνεργασθεί, όπως είχε πράξει και την περίοδο 2012-15 επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Υπάρχει, ωστόσο, και μία τάση που θα προτιμούσε μία υπό όρους σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά τις εκλογές, όταν και το κόμμα του Τσίπρα θα έχει –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– πάει στην αντιπολίτευση.

Η Γεννηματά επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ των αντίρροπων αυτών τάσεων. Διακηρυγμένος στόχος και της ίδιας και των άλλων συνιστωσών είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Η φιλοδοξία αυτή, όμως, δεν επιβεβαιώνεται από τις δημοσκοπήσεις. Στα λόγια όλοι στο Κίνημα Αλλαγής συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, όμως, διολισθαίνουν –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– προς μία ετεροβαρή ισορροπία, συμπλέοντας κατά κανόνα με τη ΝΔ. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη.

Όπως, ωστόσο, είχε φανεί με κραυγαλέο τρόπο στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική το καλοκαίρι του 2016 δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Είναι εμφανές ότι τόσο οι ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες όσο και οι έξωθεν επιρροές ωθούν την πλειονότητα των στελεχών του Κινήματος Αλλαγής προς την πλευρά του Μητσοτάκη. Όπως προαναφέραμε, όμως, υπάρχει και μία μειονότητα που κοιτάζει προς την άλλη πλευρά. Το Μαξίμου επιχειρεί να εκμεταλλευθεί αυτήν ακριβώς την αντίφαση με σκοπό να καθαρίσει πολιτικά-εκλογικά το έδαφος στον ενδιάμεσο χώρο. Το κλίμα πόλωσης συμφέρει και γι’ αυτό καλλιεργείται και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι σ’ αυτό συμβάλλει με τη ρητορική της και η Γεννηματά, παρ’ ότι προοπτικά πιθανότατα θα της γυρίσει πολιτικό μπούμεραγκ.

Ο Μητσοτάκης χαϊδεύει πολιτικά τη Γεννηματά και προσπαθεί να ενισχύσει τα φιλικά προς αυτόν ερείσματα στο Κίνημα Αλλαγής. Θέλει να το ρυμουλκήσει προς την πλευρά του, για να έχει πολιτικό βάθος και αν χρειαστεί μετά τις εκλογές να έχει έτοιμο κυβερνητικό εταίρο. Όπως έχουμε ήδη πει, μία τέτοια εξέλιξη βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη βολεύει μια χαρά και τη ΝΔ να έχει απέναντί της τον ΣΥΡΙΖΑ παρά ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με μεγαλύτερη πολιτική αποδοχή και εκλογική διεισδυτικότητα. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που δημιουργείται εκ των πραγμάτων μία ανομολόγητη σύγκλιση συμφερόντων ανάμεσα στους δύο μεγάλους παίκτες.

 

Ποντάροντας στην αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης

Ο Μητσοτάκης πόνταρε για πολύ μεγάλο διάστημα στο χαρτί των πρόωρων εκλογών. Θεωρούσε ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευάλωτη και ως εκ τούτου, μέσω αυτής, μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση Τσίπρα. Η στρατηγική του αυτή έπεσε στο κενό. Ούτε κατάφερε να προκαλέσει ρήγμα μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων, στοχοποιώντας προσωπικά τον Πάνο Καμμένο, ούτε τα επώδυνα μνημονιακά μέτρα στάθηκαν ικανά να προκαλέσουν ρήγμα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ.

Από τις εκλογές του 2012, που αναγορεύθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, όταν έγινε κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε σχετικά λίγα βήματα για να προσγειωθεί από τα ανέξοδα ιδεολογήματα στη δύσκολη πραγματικότητα που εκλήθη να διαχειριστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του 2014. Όσο, λοιπόν, κατά βάση παρέμενε στο πλαίσιο της παραδοσιακής ρητορικής του, οι εσωτερικές αντιθέσεις του παρέμεναν κι αυτές σε χαμηλή ένταση. Το ίδιο συνέβη και στο πρώτο εξάμηνο του 2015 κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές με σκοπό έναν “έντιμο συμβιβασμό”. Το μεγάλο ρήγμα, που γρήγορα εξελίχθηκε σε διάσπαση, έγινε όταν ο Τσίπρας υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο. Η αποχώρηση σχεδόν του 40% του κομματικού μηχανισμού δεν οδήγησε, όμως, σε ένα πολιτικά ομογενοποιημένο κόμμα.

Πολλοί από όσους το καλοκαίρι του 2015 επέλεξαν να παραμείνουν, ήταν πολιτικά αμφίθυμοι. Με άλλα λόγια, δεν ήταν καθόλου σίγουρο πως δεν θα αποχωρούσαν σε μία επόμενη καμπή. Το γεγονός που συνέβαλε όσο τίποτα άλλο στη συνοχή του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εκλογική νίκη τον Σεπτέμβριο του 2015 και η ταυτόχρονη εκλογική καταβαράθρωση της Λαϊκής Ενότητας. Ήταν εκείνη η δεύτερη εκλογική νίκη που ουσιαστικά μετέτρεψε τον κλυδωνιζόμενο ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας όσον αφορά την εσωτερική συνοχή. Η λαϊκή ψήφος νομιμοποίησε την “κωλοτούμπα” του Τσίπρα και τον αναβάπτισε ως ηγέτη. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι ισοπεδώθηκε η ποικίλη ιδεολογικοπολιτική “πανίδα” εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος, άλλωστε, που δομήθηκε αυτή η παράταξη έχει νομιμοποιήσει και εδραιώσει τις εσωτερικές ομαδοποιήσεις και έχει διαμορφώσει έναν τρόπο συνύπαρξης μέσα από πολιτικούς συμβιβασμούς και ανταλλάγματα.

 

Πολιτικό άλλοθι

Η εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου 2015 λειτούργησε παράλληλα και ως πολιτικό άλλοθι για την προσαρμογή ενός μεγάλου αριθμού στελεχών στη νέα πραγματικότητα. Η εξουσία, άλλωστε, είχε δημιουργήσει καριέρες και είχε προσκομίσει ρόλους και οφέλη που μερικά χρόνια πριν ήταν αδιανόητα για το σύνολο σχεδόν των συριζαίων. Αυτό ισχύει για όλη την κομματική “πανίδα”, αν και μετά ο πρωθυπουργός περιόρισε τη συμμετοχή στελεχών από τους “53” στο κυβερνητικό σχήμα. Ο κύριος λόγος που έγινε αυτό δεν ήταν τόσο εσωκομματικός, όσο το γεγονός ότι υπουργοί αυτής της ομάδας επέδειξαν σε αρκετές περιπτώσεις μία δυσκολία προσαρμογής στην κατεύθυνση που έχει λάβει η κυβερνητική πολιτική, με αποτέλεσμα να λειτουργούν κάπως σαν πολιτικά βαρίδια.

Στο επίπεδο της Βουλής, ωστόσο, η Κοινοβουλευτική Ομάδα στήριξε χωρίς εξαιρέσεις τις κυβερνητικές επιλογές. Και οι βουλευτές των “53” υπερψήφισαν επώδυνα νομοσχέδια που κινούνται στον αντίποδα των ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεών τους. Προφανώς, παίζει ρόλο και η διατήρηση των βουλευτικών προνομίων, ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, έστω κι αν αυτό δεν ομολογείται. Εκτός αυτού, όμως, οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές έχουν πείσει τον εαυτό τους πως πρέπει να πιουν το πικρό ποτήρι για να “σώσουν” τη χώρα. Στην Αριστερά, άλλωστε, πιστεύουν πως είναι “οι εκλεκτοί της ιστορίας” και πως χρειάζονται προσωπικές θυσίες για να επιβιώσει η πρώτη αριστερή κυβέρνηση από τις επιθέσεις της ολιγαρχίας.

Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ανεξαρτήτως εσωκομματικής τοποθέτησης, πιστεύουν πως εάν υπέκυπταν στις αριστερές ευαισθησίες τους και καταψήφιζαν κάποιο μνημονιακό μέτρο θα έπαιζαν το παιχνίδι των αντιπάλων τους. Συνολικά στον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν πως η κυβέρνηση είναι περικυκλωμένη από εχθρούς και δέχεται επιθέσεις με σκοπό την αποσταθεροποίησή της. Ως εξ αντιδιαστολής, αυτή η πεποίθηση ενισχύει την τάση για συσπείρωση. Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, βουλευτές και άλλοι αξιωματούχοι συμβιβάζουν το προσωπικό μικροσυμφέρον με την ανάγκη τους να νιώθουν ότι επιτελούν υψηλή πολιτική αποστολή. Στην πραγματικότητα, η απώλεια της εξουσίας είναι πικρή για όλους και τα παιδιά της Κουμουνδούρου δεν αποτελούν εξαίρεση. Δεν είναι μόνο ο Τσίπρας και οι υπουργοί του που θέλουν να παραμείνουν στους θώκους τους. Ένας ολόκληρος κομματικός μικρόκοσμος έχει καλομάθει πλέον στους ρόλους και στα μεγαλύτερα ή μικρότερα προνόμια που παρέχει μία θέση στην πυραμίδα της εξουσίας. Μεταξύ αυτών και τα στελέχη των “53”.

Η συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα υποστεί ρήγματα μόνο εάν προκύψει εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή. Τότε, το ιδεολογικό σχήμα που σήμερα κρατάει σε ισορροπία τους συμπολιτευόμενους βουλευτές θα σπάσει. Είναι πιθανή μία τέτοια εξέλιξη; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στον ορίζοντα και βεβαίως κανείς δεν μπορεί να την προεξοφλήσει. Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί και να την αποκλείσει. Όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, έχουν υιοθετήσει απολύτως το κυβερνητικό αφήγημα ότι με την ακολουθούμενη πολιτική η Ελλάδα το καλοκαίρι του 2018 θα απαλλαγεί από τα Μνημόνια και ως εκ τούτου θα εισέλθει σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης.

 

Η πρώτη δοκιμασία

Έχοντας εξασφαλίσει τη συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και με τη ΝΔ να εμφανίζει δημοσκοπική κόπωση, ο Τσίπρας διατηρεί απολύτως την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έχοντας διανύσει 30 μήνες από τη δεύτερη θητεία του, το ζήτημα του χρόνου των εκλογών εκ των πραγμάτων βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού σχεδιασμού του. Στην πραγματικότητα, όμως, το πότε θα στηθούν κάλπες θα εξαρτηθεί κυρίως από το πώς θα διαμορφωθούν οι συνθήκες τους επόμενους μήνες.

Επισήμως, η κυβέρνηση δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι πρόθεσή της είναι να εξαντλήσει την τετραετία. Ο Τσίπρας και το επιτελείο του θα ήθελαν να έρθουν έτσι τα πράγματα, ώστε να καταφέρουν να φθάσουν στο φθινόπωρο του 2019. Έχουν συνείδηση, ωστόσο, πως αυτό δεν είναι εύκολο. Η πρώτη δοκιμασία για την κυβέρνηση είναι οι διαπραγματεύσεις με το ευρωιερατείο για τους όρους εξόδου της Ελλάδας από τα Μνημόνια. Η κυβέρνηση εδώ και καιρό μιλάει για “καθαρή έξοδο”, επειδή ακριβώς αυτή δεν είναι δεδομένη. Κι όταν μιλάει για “καθαρή έξοδο” δεν αναφέρεται στις δεσμεύσεις που έχουν ήδη συμφωνηθεί για τη μεταμνημονιακή περίοδο, όπως π.χ. το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Όταν θα έχουν ολοκληρωθεί και τα εναπομείναντα προαπαιτούμενα και θα κλείσει και η 4η αξιολόγηση, θα αρχίσει η διαπραγμάτευση για τους όρους εξόδου. Υπολογίζεται ότι αυτό θα συμβεί τον ερχόμενο Απρίλιο. Το κρίσιμο ερώτημα που θα τεθεί στο κέντρο αυτής της διαπραγμάτευσης είναι η επιβολή ή όχι στην Ελλάδα και πρόσθετων δεσμεύσεων, καθώς και η ένταση της δεδομένης μεταμνημονιακής εποπτείας. Το ζήτημα αυτό δεν έχει επισήμως απασχολήσει κατά συστηματικό τρόπο το ευρωιερατείο και πολύ περισσότερο δεν έχει ληφθεί σχετική απόφαση. Από τις πρώτες άτυπες συζητήσεις, ωστόσο, έχει διαφανεί καθαρά πως υπάρχουν δύο γραμμές στους κόλπους του.

Η πρώτη εκφραζόταν από τον Σόιμπλε και τους σκληροπυρηνικούς υπουργούς Οικονομικών που ευθυγραμμίζονταν μαζί του. Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή πρέπει να ζητηθούν από την Ελλάδα “εθνικές εγγυήσεις” με τη μορφή πρόσθετων δεσμεύσεων και ρητρών, ώστε να διασφαλιστεί πως δεν θα προκύψει τα επόμενα χρόνια κάποιου είδους δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Το ενδεχόμενο της προληπτικής πιστωτικής γραμμής που προ καιρού επανήλθε στο προσκήνιο από τον Στουρνάρα εντάσσεται σ’ αυτή τη γραμμή, η οποία επικαλείται και πιθανές δυσκολίες δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές.

Η δεύτερη εκφραζόταν κυρίως από τη γαλλική πλευρά, τον Γιούνκερ και τον επίτροπο Μοσχοβισί. Στην ίδια πλευρά αναμένεται να τοποθετηθεί και ο νέος πρόεδρος του Eurogroup, o Πορτογάλος υπουργός Οικονομικών Μάριο Σεντένο. Όλοι αυτοί υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα έχει περάσει τις εξετάσεις της και οι δεσμεύσεις που έχει ήδη συμφωνήσει για τη μεταμνημονιακή περίοδο είναι επαρκείς για να αποτραπεί δημοσιονομικός εκτροχιασμός. Ως εκ τούτου, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για “καθαρή έξοδο”. Οι υποστηρικτές αυτής της γραμμής, μάλιστα, προβάλλουν το επιχείρημα ότι είναι προς το συμφέρον της Ευρωζώνης να προσδώσει στην ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου τον χαρακτήρα ενός success story, που θα είναι επιτυχία και για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρωζώνη.

 

Το σενάριο του Ιουνίου

Η πείρα μας διδάσκει πως όταν στους κόλπους του ευρωιερατείου υπάρχει διάσταση απόψεων, τελικώς προκύπτει συμβιβασμός κάπου προς τη μέση. Αυτό αναμένεται να συμβεί και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιο θα είναι το περιεχόμενο αυτού του συμβιβασμού, δεδομένου πως το Μαξίμου έχει διαμηνύσει πως δεν πρόκειται να δεχθεί πρόσθετες δεσμεύσεις. Η ελληνική κυβέρνηση έχει αφήσει να εννοηθεί σε Ευρωπαίους συνομιλητές της ότι εάν πιεστεί δεν θα διστάσει να προκηρύξει εκλογές πριν τη λήξη του 3ου Μνημονίου (Ιούνιο).

Ο Τσίπρας θα βγει να πει στον ελληνικό λαό πως παρά τις έντονες διαφωνίες της, η κυβέρνησή του εφάρμοσε στο ακέραιο το 3ο Μνημόνιο και πως δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί πρόσθετες δεσμεύσεις που απαιτούν αυθαιρέτως οι δανειστές. Θα καλέσει, μάλιστα, τον Μητσοτάκη να ξεκαθαρίσει εάν αυτός τις αποδέχεται ή όχι. Είναι προφανές πως μία τέτοια πολιτική κίνηση θα φέρει σε δυσχερή θέση τη ΝΔ. Ο αρχηγός της θα πρέπει ή να απορρίψει τις απαιτήσεις των δανειστών, ευθυγραμμιζόμενος αντικειμενικά με την άρνηση της κυβέρνησης Τσίπρα, ή να εμφανισθεί πως τις αποδέχεται με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε πολιτικό-εκλογικό επίπεδο.

Ο πρωθυπουργός δικαιολογεί όλα τα επώδυνα μέτρα και τις θυσίες, επικαλούμενος την ανάγκη εξόδου από τα Μνημόνια, μέσω της εφαρμογής των προαπαιτούμενων. Γι’ αυτό και έχει προσδώσει στο τέλος της μνημονιακής περιόδου υψηλό πολιτικό συμβολισμό και υπέρμετρες πρακτικές διαστάσεις. Έχει συνείδηση, λοιπόν, πως εάν του ακυρώσουν το κεντρικό αφήγημά του θα πάει πολιτικά γυμνός στις κάλπες. Γι’ αυτό και εάν βρεθεί ενώπιον αυτού του κινδύνου θα προκηρύξει εκλογές, μετατρέποντας πολιτικό όπλο την άρνησή του να αποδεχθεί πρόσθετες δεσμεύσεις.

 

Το σενάριο του φθινοπώρου

Στο Μαξίμου ελπίζουν πως δεν θα φθάσουν τα πράγματα σ’ αυτό σημείο. Κυβερνητική πηγή, μάλιστα, μας είπε πως τα μηνύματα που λαμβάνουν από ισχυρούς παράγοντες της Ευρωζώνης είναι ότι ακόμα και εάν ζητηθούν κάποιες πρόσθετες δεσμεύσεις θα είναι δευτερεύουσας σημασίας και πάντως όχι τέτοιες, ώστε να ακυρώσουν το αφήγημα του πρωθυπουργού ότι επέτυχε να βγάλει την Ελλάδα από τα Μνημόνια. Εάν ξεπεραστεί το εμπόδιο της άνοιξης, στο Μαξίμου θεωρούν ότι το φθινόπωρο του 2018 προσφέρεται για να στηθούν κάλπες. Θα είναι νωπή η έξοδος από τα Μνημόνια και δεν θα έχουν ακόμα ληφθεί μέτρα, τα οποία θα προσγειώσουν την ελπίδα ότι η Ελλάδα άφησε πίσω τα δύσκολα χρόνια και εισέρχεται σε ανοδική τροχιά. Στην πραγματικότητα, το μόνο μειονέκτημα του σεναρίου “εκλογές το φθινόπωρο του 2018” είναι ότι οι σημερινοί κυβερνώντες πιθανότατα θα χάσουν ένα χρόνο παραμονής στην εξουσία.

Εάν οι δημοσκοπήσεις στο τέλος Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου του 2018 δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανακάμψει και η εκλογική μάχη θα είναι ντέρμπι, ο Τσίπρας θα στήσει κάλπες. Εάν, όμως, η ΝΔ συνεχίζει να διατηρεί ένα καθαρό δημοσκοπικό προβάδισμα, θα διερευνηθεί το τρίτο σενάριο που είναι η εξάντληση της τετραετίας. Τα μειονεκτήματα αυτού του σεναρίου είναι ότι από τις αρχές του 2019 θα εφαρμοσθεί η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, που θα πλήξει ένα πάρα πολύ μεγάλο αριθμό νοικοκυριών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο εκλογικός αέρας όχι μόνο θα πάψει να είναι ούριος, αλλά θα είναι κόντρα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Στο Μαξίμου συζητούν αυτό το σενάριο μόνο στην περίπτωση που εξασφαλίσουν συμφωνία με τους δανειστές ότι οι μειώσεις θα μετατεθούν για το 2020. Ένας από τους λόγους που συγκεντρώνουν υπερπλεονάσματα (μέσω της υπερφορολόγησης) είναι και για να πείσουν τους δανειστές πως δεν θα προκύψει δημοσιονομικό κενό εάν μετατεθεί η μείωση των συντάξεων από το 2019 στο 2020. Το ενδεχόμενο το ελληνικό αίτημα να γίνει δεκτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.

Κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως ακόμα και εάν εξασφαλιζόταν η μετάθεση του χρόνου μείωσης των συντάξεων, κάλπες πρέπει να στηθούν νωρίς το φθινόπωρο του 2018. Τα επιχειρήματά τους είναι δύο: Πρώτον, ότι δεν πρέπει να αφεθούν ανεκμετάλλευτες το θετικό κλίμα και οι προσδοκίες που θα δημιουργηθούν στην ελληνική κοινωνία όταν κηρυχθεί η λήξη των Μνημονίων. Δεύτερον, ότι το 2018 θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και σίγουρα εξοντωτικό για την πραγματική οικονομία να συγκεντρωθεί πλεόνασμα αρκετά πάνω από τον υπερβολικό στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, ώστε να δοθεί χριστουγεννιάτικος “μποναμάς”, όπως δόθηκε το 2016 και το 2017. Προσθέτουν, μάλιστα, πως τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που επωφελούνται, τείνουν να θεωρήσουν το έκτακτο επίδομα σαν “θεσμό”. Ως εκ τούτου, η μη καταβολή του θα προκαλέσει δυσαρέσκεια και κατ’ επέκτασιν εκλογικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι ποντάρει πολύ σ’ αυτά ακριβώς τα στρώματα.

Στο Μαξίμου αναγνωρίζουν και τα δύο αυτά επιχειρήματα είναι βάσιμα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το σενάριο “εκλογές το φθινόπωρο του 2018” είναι μακράν το πιθανότερο από τα άλλα δύο. Κι αυτό, παρ’ ότι ένας ακόμα χρόνος στις καρέκλες της εξουσίας είναι πειρασμός για τους κυβερνώντες. Από την άλλη πλευρά, δεν τους χαλάει και να βρεθούν στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης με ισχυρό ποσοστό, εάν το Κίνημα Αλλαγής συμπράξει με τον Μητσοτάκη στον σχηματισμό κυβέρνησης.

 

Ο ρόλος του κυβερνητικού συμπληρώματος της ΝΔ

Υπενθυμίζουμε ότι το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε εκλογικά, επειδή ήταν το πρώτο κόμμα που ταυτίστηκε με το Μνημόνιο. Συσσωρεύοντας οικονομικά και κοινωνικά ερείπια, οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η Κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικούς-πολιτικούς χώρους. Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, όμως, “κάηκε” ως πολιτικός εκφραστής της. Εξ ου και μεταμορφώθηκε σε Δημοκρατική Συμπαράταξη και προσεχώς σε Κίνημα Αλλαγής.

Από το 2012, οι μικρομεσαίοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι κατά κανόνα κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Αντιθέτως, τα κεντροαριστερής προέλευσης εύπορα μεσοστρώματα κατά κανόνα υπερέβησαν την παραδοσιακή κομματική τους προτίμηση και στράφηκαν προς τη ΝΔ με πραγματικό, αλλά και προσχηματικό επιχείρημα την αναχαίτιση του ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΠΑΣΟΚ παρέμειναν δύο κατηγορίες ψηφοφόρων. Πρώτον, οι μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγάλη αδράνεια στην εκλογική συμπεριφορά τους. Δεύτερον, το ευρύ κομματικό και πρώην κομματικό δίκτυο που συνεχίζει να διατηρεί σημαντικά ερείσματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα συνδικάτα και σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς.

Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2012 επισφράγισαν την ανατροπή των ισορροπιών του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίστηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μικρομεσαίο κόμμα. Τα πληττόμενα από το Μνημόνιο –κεντροαριστερού προσανατολισμού– μικρομεσαία στρώματα εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ και στράφηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ με την προσδοκία ότι θα τα προστάτευε από το Μνημόνιο. Τον Σεπτέμβριο του 2015, κατά κανόνα τον ξαναψήφισαν πιστώνοντάς τον ότι προσπάθησε και ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θα εφαρμόσει ηπιότερες μνημονιακές πολιτικές.

Η ηχηρή διάψευσή τους έχει ρευστοποιήσει την εκλογική σχέση αυτής της κατηγορίας των ψηφοφόρων με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή, όμως, δεν βρίσκουν αξιόπιστη εναλλακτική λύση έχουν περιέλθει σε μία κατάσταση πολιτικού-εκλογικού μετεωρισμού και απλώς αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση. Παρά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας δεν επιστρέφουν στο ΠΑΣΟΚ, γεγονός που διατηρεί το κόμμα του Τσίπρα σε σχετικά υψηλό δημοσκοπικό ποσοστό. Αυτό οφείλεται σε αρκετούς λόγους, αλλά αποφασιστικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι το άλλοτε κραταιό Κίνημα μετατράπηκε σε κυβερνητικό συμπλήρωμα της ΝΔ. Με άλλα λόγια, στην οικονομική-κοινωνική αιτία προσετέθη και η ιδεολογική-πολιτική αιτία. Εάν, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ (αυτή τη φορά ως Κίνημα Αλλαγής) επιστρέψει στον ρόλο του κυβερνητικού συμπληρώματος της ΝΔ αφενός θα κινδυνεύσει με διάσπαση, αφετέρου πιθανόν να υποστεί και δεύτερο κύμα εκλογικής αιμορραγίας. Από μία τέτοια εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μόνο να κερδίσει…



πίσω στα περιεχόμενα: