Λαϊκισμός: Η ιδεολογία της αποϊδεολογικοποίησης
Τον Σεπτέμβρη του 2017 ο Φλοριάν Φιλιππό, το νούμερο δύο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας, εγκατέλειψε το κόμμα. Ο Φιλιππό, είχε σχεδόν μόνος, επιχειρήσει να λανσάρει μια νέα εικόνα του κόμματος, που τελικά τον έφερε σε ρήξη με τα παλιά στελέχη και προκάλεσε την πτώση του. Μέσα στα πλαίσια αυτής της «ιδεολογικής ανανέωσης» εγκατέλειπε την προσκόλληση στην ξενοφοβία και την ομοφοβία φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να πείσει τη Λεπέν να αποκηρύξει τον πατέρα της και ιδρυτή του κόμματος Ζαν-Μαρί Λεπέν. Ο Φλοριάν επιθυμούσε διακαώς την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή σε ένα βαθύ κράτος χαρακτηρίζοντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς παράνομους και αντιδημοκρατικούς. Ο ίδιος δεν χαρακτήριζε τον εαυτό του ούτε αριστερό, ούτε δεξιό και συνήθιζε να αποχωρεί εις ένδειξη αγανάκτησης όταν κάποιος τον χαρακτήριζε δημόσια ακροδεξιό. «Πάντα πίστευα ότι αυτή η διαίρεση ήταν νεκρή μετά τον Ψυχρό Πόλεμο», είχε πει σε δημοσιογράφο.[1]
Καθόλου τυχαία αυτήν την άποψη φαινόταν να συμμερίζεται και ένας άλλος καινοφανής πολιτικός, στη γειτονική μας Ιταλία αυτή τη φορά. Ο Μπέπε Γκρίλλο του Κόμματος των Πέντε Αστέρων διακήρυσσε μέσα από το μπλογκ του ότι: «Ο καιρός των ιδεολογιών έχει τελειώσει. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων δεν είναι ούτε φασιστικό, ούτε δεξιό, ούτε αριστερό…»,[2]
μολονότι στις συνειδήσεις των περισσοτέρων (τουλάχιστον αρχικά) το κίνημα είχε αριστερό-οικολογικό χαρακτήρα.
Κάνει εντύπωση, λοιπόν, πώς δύο διαμετρικά αντίθετα δείγματα του ευρωπαϊκού «συνταγματικού τόξου» μοιράζονται έναν τόσο σημαντικό ιδεολογικό τόπο. Στην ουσία, αυτά τα κόμματα, όπως και πολλά άλλα (αν όχι όλα) που κρύβονται πίσω από παρωχημένα ιδεολογικά προσωπεία έχουν ένα μεγάλο κοινό. Όσο η καθημερινότητα δυσκολεύει για τους πολίτες, τόσο οι μάσκες πέφτουν αποκαλύπτοντας μια κοινή βάση: τον λαϊκισμό ήτοι την πενία της πολιτικής. Ο λαϊκισμός, όπως ερμηνεύεται σήμερα ως κοινωνικό φαινόμενο κρύβει μέσα του ταυτόχρονα μια μεγάλη αλήθεια και ένα μεγάλο ψέμα, ανάλογα με τον πώς θα τον διαχειριστεί κανείς επικοινωνιακά.
Ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά
Σύμφωνα με το θατσερικό δόγμα ΤΙΝΑ, που έχει αποτελέσει καραμέλα στο στόμα τόσο αριστερών όσο και δεξιών πολιτικών, ότι δεν υπάρχει δηλαδή εναλλακτική, δεχόμαστε ότι το τωρινό παραγωγικό μοντέλο είναι το μοναδικό που μπορεί να υπάρξει (και συνεκδοχικά ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει). Σε αυτόν τον κόσμο όλες οι πολιτικές είναι πρακτικά απλές παραλλαγές μίας κυρίαρχης πολιτικής. Οι διαφορές εστιάζονται σε δευτερεύουσες αντιθέσεις, όπως μεταξύ ρεπουμπλικανών-δημοκρατικών, ή σοσιαλδημοκρατών-χριστιανοδημοκρατών κ.ο.κ. Δίχως αντίρροπο δέος παύει να έχει ουσιαστικό νόημα η αντίθεση Αριστερά-Δεξιά. Από αυτήν την άποψη ο Φιλιππό έχει δίκιο.
Αντιστρέφοντας, λοιπόν, τη θέση ότι καμία πολιτική πλέον δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλες οι πολιτικές είναι ταυτόχρονα αριστερές και δεξιές: Αριστερές ως προς το σκέλος της παγκοσμιοποίησης, αφού παραδοσιακά η Αριστερά είχε ως αίτημα τη διεθνοποίηση (οραματιζόμενη την διεθνοποιημένη προλεταριακή ενότητα και την κατάργηση των τυραννικών κρατών) σε αντίθεση με την παραδοσιακή Δεξιά που οραματιζόταν τα φυλετικά και πολιτισμικά ομογενοποιημένα και αμιγή εθνικά κράτη. Δεξιές θα ήταν ως προς το σκέλος του φιλελευθερισμού: η οικονομία της ελεύθερης αγοράς σε αντίθεση με την κρατική διαχείριση. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ο υπαρκτός σοσιαλισμός περιορίστηκε στη Λατινική Αμερική και την Κίνα(;) και η σοσιαλιστική ιδεολογία υποχώρησε από το παλκοσένικο της διεθνούς πολιτικής στις δημοσιεύσεις μιας περιορισμένης ακαδημαϊκής κοινότητας.
Παράλληλα, η σχετικά ερμηνεύσιμη με μαρξικούς όρους αντίθεση του κεφαλαίου και της εργασίας μεταλλάχθηκε στον καπιταλισμό της χρηματαγοράς (αναρχο-καπιταλισμός, καπιταλισμός του καζίνου και λοιπά). Συνάμα, η καταστροφική εμμονή στην καταφανώς αναποτελεσματική έννοια της «ανταγωνιστικότητας», στη μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά και ποικίλοι όσοι παράγοντες είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του παραγωγικού κλάδου στην Ασία. Οι βιομηχανίες μετεγκαταστάθηκαν στη μακρινή Κατάι, ωστόσο το βιομηχανικό προλεταριάτο παρέμεινε στη Δύση· μαχόμενο – χωρίς ιδιαίτερο ζήλο είναι η αλήθεια – έναν ταξικό αγώνα από τον οποίο απουσίαζε πλέον ένας καθοριστικός παράγοντας: τα μέσα παραγωγής.
Μαζί με τις βιομηχανίες και τους νέους παραγωγικούς όρους θα περίμενε κανείς να μεταλαμπαδευτεί στην Ασία και μια κάποια προλεταριακή κουλτούρα. Ωστόσο, στη νέα της πατρίδα, η ταξική πάλη παρέδωσε ψυχή τε και πνεύμα. Η ειρωνεία είναι ότι η μοναδική πλέον κομμουνιστική υπερδύναμη στον πλανήτη, η πατρίδα της πολιτιστικής επανάστασης, ο θεωρητικός παράδεισος της εργατικής τάξης είναι στην πραγματικότητα ο παράδεισος των διεθνών επενδύσεων. Θα περίμενε κανείς ότι στη χώρα των ερυθροφρουρών οι μάνατζερ και οι εργοδηγοί να δουλεύουν δίπλα-δίπλα με τους εργάτες, φορώντας ομοιόμορφες στολές εργασίας, ελεγχόμενοι από δημοκρατικά εκλεγμένα εργατικά συμβούλια. Θα περίμενε μάταια. Στη χώρα του ανθισμένου λαού ο κομμουνισμός μεταλλάχθηκε σύμφωνα με τον πνεύμα της εποχής. Σε περσινό κείμενο θέσεών του για το ποδόσφαιρο, ο Κινέζος πρόεδρος Ζι Ζιπίνγκ και μέγας λάτρης της σφαιρικής θεάς ανέφερε ότι ο κομμουνισμός οφείλει να συνεργαστεί με τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς για το καλό του λαού (sic)…[3]
Δυστυχώς, ο εργασιακός μεσαίωνας που ο δυτικός εργάτης παλεύει εδώ και αιώνες να ανατρέψει, αποτελεί σαφή βελτίωση της ζωής του μέσου Κινέζου-Ινδού εργάτη. Λίγο δύσκολο να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί δίχως να υποβαθμίσουμε το βιοτικό μας επίπεδο στα επίπεδα Κίνας-Ινδίας (παρ’ όλο που η ραγδαία άνοδος του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων σίγουρα θα πυροδοτήσει εσωτερικές κοινωνικές εξελίξεις).[4]
Είναι τραγελαφικό το ότι ο νεοφιλελευθερισμός βάλλεται από μέρος της παραδοσιακής Δεξιάς ως «αποτυχημένη αριστερή ουτοπία»[5] ενώ εξ ευωνύμων συνεχίζεται το γαϊτανάκι του «διεθνούς ιμπεριαλισμού». Ενδιαφέρον είναι ότι στη χώρα μας η εξωκοινοβουλευτική (και πρώην μέρος της κυβερνώσας) Αριστεράς, για να διαφοροποιηθεί από την «παγκοσμιοποίηση», υπερμάχεται άλλοτε ειδεχθών και κατάπτυστων μονεταριστικών και μερκαντιλιστικών πρακτικών, όπως η επιστροφή στον έλεγχο των αγορών και η έξοδος από το ενιαίο νόμισμα. Χωρίς να υποστηρίξουμε εδώ αν αυτό κρίνεται ορθή ή λάθος επιλογή είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι η κύρια αντίθεση για την Αριστερά (με εξαίρεση το ΚΚΕ, βάσει προγράμματος) έχει μετατοπιστεί από το καπιταλισμός/σοσιαλισμός στο καπιταλισμός με ανοιχτές/ελεγχόμενες αγορές και στο ευρώ/δραχμή.
Αν όλα αυτά αποτελούν ζήτημα για κάποια μερίδα του πληθυσμού στη Δύση που επλήγη από την παγκοσμιοποίηση, για την Ανατολή δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ζήτημα. Αρκεί να διαβάσει κανείς την ομιλία του Κινέζου Προέδρου Ζι Ζιπίνγκ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στις αρχές του 2017 (αλλά και μεταγενέστερες ομιλίες του για την ελεύθερη αγορά) για να καταλάβει πως οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές έχουν γίνει βασιλικότεροι του βασιλέως σε ό,τι αφορά στο νεοφιλελεύθερο δόγμα. Το «πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης» αποτελεί πρόβλημα μόνο για μια μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς τα σχεδόν 5 δις των Ασιατών σύσσωμα καλωσορίζουν τη νέα εποχή. Η Κίνα έπεσε, ευτυχώς μας μένει η Βενεζουέλα.
Αν στην Ασία είναι πλέον ευτυχισμένοι που εργάζονται δεκαπεντάωρα για πενιχρούς μισθούς και κάτω από μηδενικές συνθήκες ασφαλείας, από την άλλη στη Δύση πληθαίνουν οι ορδές των ανέργων. Στο νεοδημιουργηθέν αυτό (λούμπεν;) προλεταριάτο, προστίθενται τα κύματα των προσφύγων, εργατικό δυναμικό που δεν είναι πλέον επιθυμητό και σημαντικό του μέρος είναι καταδικασμένο να λιμνάζει εργασιακά στα γκέτο και στους χώρους υποδοχής. Στους μετανάστες, τέλος, προστίθενται και εκείνοι της νέας γενιάς που δεν πρόκειται ποτέ να εργαστούν, απλώς και μόνο επειδή δεν υπάρχουν οι θέσεις. Κάποιοι θα μεταναστεύσουν με τη σειρά τους, αλλά κάποιοι που δεν μπορούν να φύγουν, θα διογκώσουν ακόμα περισσότερο αυτόν τον πελώριο, εφεδρικό στρατό εργασίας. Όλοι αυτοί οι νέοι κοινωνικοί απόκληροι γίνονται οι αποδέκτες του νέου λαϊκισμού, ταυτόχρονα ως θύματα και θύτες.
Μόνο Δεξιά
Στην πραγματικότητα, όταν ο λαϊκισμός μιλάει για το τέλος των ιδεολογιών, μιλάει για την κατίσχυση της Δεξιάς, της δεξιάς οικονομικής θεωρίας για την ακρίβεια. Η σιωπηρή αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης είναι καθαρή πολιτική θέση. Η μη σύγκρουση με τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και συμφέροντα είναι επίσης καθαρή πολιτική θέση. Από αυτή την άποψη ο Φιλιππό έχει άδικο, η άρνηση της πολιτικής ταυτότητας και η δήλωση πολιτικής «ουδετερότητας» ισοδυναμεί με την υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας και το μόνο που κρύβει είναι πολιτικός καιροσκοπισμός.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρ’ όλες τις ιδεολογικές παλινωδίες ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός παραμένει ένα «δεξιό» κατασκεύασμα. Ή για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο απλή και ακριβή ορολογία: μια πολιτική που εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τα συμφέροντα των πλουσίων.
Έτσι, αν και η ρητορική του λαϊκισμού αποκηρύσσει το «ιδεολογικό στίγμα», αποδέχεται εντούτοις σιωπηρά την ηττοπαθή θατσερική άποψη ότι δεν υπάρχουν διλήμματα περί διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνίας. Όλα, συνεπώς, είναι ζητήματα διαχείρισης της παρούσας κατάστασης. Στην εξάπλωση αυτής της αντίληψης έχει μερίδιο ευθύνης τόσο ο αποκαλούμενος «κεντρώος» χώρος που στην ουσία αποτελεί μια πιο μετριοπαθή εκδοχή του κυρίαρχου μοντέλου, αλλά κυρίως η Αριστερά, που απέδειξε στην πράξη ότι είναι ίδια και χειρότερη από εκείνους που κατέκρινε.
Πρακτικά, όλες οι εφαρμοζόμενες πολιτικές είναι δεξιές πολιτικές με μικρές δόσεις μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας. Τώρα που τα λεφτά πήγαν στους φορολογικούς παραδείσους και οι επενδύσεις στην Ασία, οι δόσεις ολοένα και μικραίνουν. Το κοινωνικό κράτος πνέει τα λοίσθια και δεν πρόκειται να ανανήψει, παρά τις εξαγγελίες, τις δεσμεύσεις και τους ευσεβείς πόθους. Ο λόγος είναι γιατί δεν εξυπηρετεί πλέον ως εργαλείο τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Το διεθνοποιημένο χρηματιστηριακό κεφάλαιο λίγη ανάγκη έχει πλέον τις συμπαγείς κρατικές οντότητες. Οι καιροί καλούν πλέον για χαλαρές συνομοσπονδίες και τα εθνικά δίκαια (και κυβερνήσεις) αποτελούν ανάχωμα. Έτσι, οι εγχώριοι πολιτικοί αναλαμβάνουν πλέον έναν πολύ πιο δύσκολο ρόλο: αφενός μεν να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή χωρίς όμως το αντιστάθμισμα των παροχών (η παροχολογία όμως καλά κρατεί)· αφετέρου να λειάνουν το έδαφος θεσμικά και ιδεολογικά για τη νέα τάξη πραγμάτων. Για να πετύχουν αυτό το ομολογουμένως δύσκολο έργο καταφεύγουν σε κάθε λογής λαϊκίστικα επικοινωνιακά τεχνάσματα. Χαρακτηριστική της λαϊκίστικης ρητορικής είναι η αποσύνδεση της ιδεολογίας από την πολιτική και η προσπάθεια κατασκευής μιας «αποϊδεολογικοποιημένης» ή καλύτερα μιας «αποχαρακτηρισμένης» ιδεολογίας. Υπό αυτή την έννοια η πολιτική και η οικονομία παρουσιάζονται (για λόγους επικοινωνιακούς) περισσότερο ως φυσικά φαινόμενα (επιστρέφουμε στην Αόρατη Χείρα του Α.Σμιθ), ενώ στην πραγματικότητα η οικονομία είναι περισσότερο καθοδηγούμενη και εξαναγκασμένη από ποτέ.
Πάγια θέση της λαϊκίστικης ρητορικής είναι ότι οι παθογένειες του συστήματος εντοπίζονται σε διαχειριστικές και όχι σε δομικές αδυναμίες. Δηλαδή, δεν φταίει το σύστημα, αλλά οι άνθρωποι, τα κράτη, οι κυβερνήσεις, τα (άλλα) κόμματα. Προφανώς οι άνθρωποι δεν είναι αθώοι, αλλά αυτή η θεώρηση είναι μονομερής και ως αποτέλεσμα έχει τη βύθιση σε έναν φαύλο κύκλο που θυμίζει (ελληνικό) πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, με τα κόμματα στον ρόλο των αθλητικών ομίλων και τους αρχηγούς των κομμάτων στον ρόλο του Προέδρου.
Συνοπτικά ο κύκλος έχει ως εξής: Ο καπιταλισμός μεταλλάσσεται –> Η παραδοσιακή πολιτική του κράτους πρόνοιας αποτυγχάνει –> Οι πολίτες, απογοητευμένοι, απομακρύνονται από τους πολιτικούς φορείς, δηλαδή τα κόμματα –> Οι πολιτικοί φορείς αναπροσαρμόζονται. Η διαπλοκή με τα κυρίαρχα στρώματα-χορηγούς όμως εμποδίζει τα κόμματα να αναπροσαρμοστούν ιδεολογικά. Επομένως αναπροσαρμόζονται επιφανειακά, αλλάζοντας στελέχη και επικοινωνιακό προφίλ αλλά εφαρμόζοντας την ίδια πολιτική –> Η παραδοσιακή πολιτική αποτυγχάνει κ.ο.κ.
Για τη διαχείριση της κατάστασης δεν χρειάζονται ιδεολογίες, λέει ο λαϊκισμός, η ιδεολογία και η οργάνωση της κοινωνίας είναι άλλωστε δεδομένες. Αυτό που χρειάζεται είναι άτομα με ειδικές γνώσεις και ψυχρή λογική: τεχνοκράτες. Στη σούπερ λιγκ της εξουσίας δεν έχει διαφορά ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα, η ποιότητα του αθλήματος παραμένει σε τραγικά επίπεδα. Οι πολιτικοί μετεγγράφονται από κόμμα σε κόμμα με την ίδια ευκολία που θα άλλαζαν ομάδα. Έτσι, στην παρούσα Αριστερή(;) κυβέρνηση υπάρχουν περισσότεροι πρώην υπουργοί και στελέχη του ΠΑΣΟΚ απ’ ό,τι στο ΠΑΣΟΚ χωρίς να αναφερθούμε στην καθαυτή άσπονδη κυβερνητική συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αποϊδεολογικοποίησης, ή για την ακρίβεια της υιοθέτησης της «ιδεολογίας» του λαϊκισμού.
Η κατάντια των πολιτικών κομμάτων είναι συνεκδοχικά και κατάντια της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Έχουμε φτάσει στο σημείο όπου στο κοινοβούλιο αυτά που αντιπροσωπεύονται είναι μόνο τα αντικρουόμενα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών ελίτ. Ποια είναι η πραγματική εκπροσώπηση που έχουν στα κοινοβούλια οι άνεργοι, οι άποροι, οι υποαπασχολούμενοι, οι φοιτητές; Είναι χαρακτηριστικό της λαϊκίστικης ρητορικής ότι δεν μιλά εξ ονόματος μιας ιδεολογίας ή μιας ομάδας, τα συμφέροντα της οποίας εκπροσωπεί, αλλά τείνει να μιλά εξ ονόματος του μέγιστου δυνατού συνόλου, του λαού ή του έθνους. Η λέξη λαός δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πιο παραπλανητική. Σε πολλές περιπτώσεις τα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων-στρωμάτων είναι αντικρουόμενα, αλλά ο λαϊκιστής υπόσχεται ότι θα τους ικανοποιήσει όλους ταυτόχρονα.
Αντι-λαϊκισμός
Η χώρα μας πιάστηκε στα απόνερα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, αλλά οι εσωτερικές παθογένειες μας παρασύρουν όλο και βαθύτερα. Η κατάσταση όμως που βιώνουμε δεν είναι αποτέλεσμα μόνο δομικών εσωτερικών προβλημάτων, αλλά ούτε και μόνο αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας οικονομικής δυσπραγίας εν γένει. Αυτό που βιώνουμε είναι κατά την γνώμη μας κυρίως αποτέλεσμα των ίδιων ιστορικών διεργασιών που οδήγησαν και στη μετάλλαξη του καπιταλισμού και συνεχίζουν να δρουν. Στον δεδομένο ιστορικό χρόνο που ζούμε, βιώνουμε την αρχή του τέλους της δυτικής κυριαρχίας και παντοκρατορίας και τη μετατόπιση των κέντρων ισχύος από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προς την Ασία, με την Κίνα και την Ινδία να αναδύονται ως νέες υπερδυνάμεις. Ο διπολικός κόσμος τελείωσε το 1989. Ο μονοπολικός βρίσκεται στα τελευταία του. Η εποχή της πολυ-πολικότητας ανατέλλει και η Δύση βρίσκεται στη δύση της.
Κατά συνέπεια οποιαδήποτε συζήτηση περί «εξόδου από την κρίση» στερείται νοήματος, μέσα στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Βιώνουμε μια αλλαγή στις παραγωγικές και οικονομικές σχέσεις άνευ προηγουμένου και σίγουρα θα υπάρξουν πολλά σκαμπανεβάσματα μέχρι να ξεκαθαρίσει προς ποιου είδους κοινωνική οργάνωση οδεύουμε – αν δεν τερματιστεί και αυτή η κρίση με την πλήρη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, με πόλεμο. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αμερική ανέκαμψε από το κραχ του 1929 με τον ΒΠΠ. Ωστόσο δεν μπορούμε να παραιτηθούμε έρμαια της ιστορίας επειδή αυτή μας υπερβαίνει. Αντίθετα, οφείλουμε να προστατευτούμε και να προετοιμαστούμε για τα χειρότερα (γιατί είναι μπροστά μας) όσο το δυνατόν καλύτερα. Απαισιοδοξία της νόησης, αισιοδοξία της πράξης.
Το ζήτημα, για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, παραμένει, όπως ανέκαθεν, διττό: Παραμένει από τη μία ένα ζήτημα αναζήτησης συμμαχιών μέσα σε ένα θολό διεθνές περιβάλλον. Ζήτημα στο οποίο δεν υπάρχουν μόνιμες ή τέλειες απαντήσεις, ειδικά όσο η διεθνής κατάσταση είναι τόσο απρόβλεπτη. Χρειάζεται μια καθαρή και συνεπής γραμμή στην χάραξη εξωτερικής πολιτικής και είναι μεγάλος ο λόγος που γίνεται τα τελευταία χρόνια περί «εθνικής συνεννόησης» και «εθνικής ομοψυχίας» χωρίς ωστόσο αποτελέσματα. Δεν θα θέλαμε να υπεισέλθουμε εδώ σε αυτή τη συζήτηση, παρά να επισημάνουμε ότι οι διεθνείς σχέσεις ακολουθούν συγκεκριμένους και σκληρούς κανόνες και ότι η εξωτερική πολιτική υπακούει ακόμα εν πολλοίς στο δίκαιο του ισχυρού και όχι στο δίκαιο των λαών ή του εργάτη.
Από την άλλη παραμένουν τα φλέγοντα ζητήματα της εσωτερικής οργάνωσης, η κρίση του πολιτικού συστήματος και το ζήτημα της εξόδου από την οικονομική κρίση. Το βάθος της κρίσης είναι τέτοιο που στην πραγματικότητα στην Ελλάδα χρειάζεται πλήρης ξεθεμελίωση και επανίδρυση του κράτους. Αυτό κρίνεται απαραίτητο ακόμα και αν ζούσαμε σε ένα τέλειο και σταθερό διεθνές περιβάλλον. Αν υπήρξε κάτι καλό από την κυβέρνηση της Αριστεράς είναι ότι κατεδάφισε πολλές από τις αυταπάτες των αριστερών (διατηρούμε ακόμα αρκετές, ωστόσο). Πρέπει να θεωρήσουμε ότι το σημείο που βρισκόμαστε μετά και από τα αριστερά μνημόνια είναι μηδενικό. Είναι σημείο κατάρρευσης, αλλά και ταυτόχρονα ανασυγκρότησης. Είναι σημείο αυτογνωσίας, σημείο αναζήτησης ταυτότητας όχι μόνο για τον κόσμο που θεωρεί εαυτόν αριστερό, αλλά έχει κουραστεί από την ελληνική Αριστερά, αλλά γενικότερα για όποιον θεωρεί τον εαυτό του πολίτη και έχει κουραστεί από αυτήν την κατακρήμνιση της πολιτικής (και της πολιτείας) στη διαρκή παρακμή.
Κρίνεται ως επιτακτική ανάγκη η εγκατάλειψη των παλιών ιδεολογημάτων και ιδεοληψιών και η σύσταση νέων πολιτικών υποκειμένων βασισμένων σε ένα πλαίσιο αρχών. Στο μηδενικό σημείο που βρισκόμαστε, προσδιοριζόμαστε αρχικά αρνητικά μέσω του άλλου: Απορρίπτουμε τον λαϊκίστικο λόγο, απορρίπτουμε την έλλειψη εναλλακτικής, απορρίπτουμε την τηλεοπτική δημοκρατία και την προτεραιότητα των ατόμων έναντι των ιδεών. Δεν θέλουμε να αποτελούμε μέρος του προβλήματος. Προσδιοριζόμαστε θετικά υιοθετώντας ένα πλαίσιο αρχών, από τις οποίες θα πηγάζουν οι πολιτικές θέσεις. Οι θέσεις και όχι τα πρόσωπα, θα χαρακτηρίζουν τα πολιτικά υποκείμενα. Οι αρχές στις οποίες πρέπει να επικεντρωθεί ο αντι-λαϊκίστικος λόγος πρέπει να συνοψίζονται στο τρίπτυχο αυτοδιάθεση-αυτάρκεια-κοινωνική δικαιοσύνη, με την τελευταία να αποτελεί ένα έντονο λαϊκό αίτημα ειδικά την παρούσα περίοδο. Δεν είναι ο σκοπός του παρόντος κειμένου η παρουσίαση ενός νέου, αριστερού προγράμματος, αλλά η εστίαση της προσοχής στο ότι οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες ιδέες.
Είναι μεγάλος ο κίνδυνος οι ιδεολογικές παρωπίδες να μας εμποδίσουν να απαλλαγούμε από τις συνήθειες και φοβίες του παρελθόντος. Το μεγαλύτερο ιδεολογικό άγος της Αριστεράς παραμένει η αριστεροσύνη της και η αριστεροφροσύνη της. Αυτή την εμποδίζει να εξελιχθεί. Ο φόβος του ρεφορμισμού είναι ο μόνιμος εφιάλτης της συνεπούς Αριστεράς, αποκύημα μιας σταλινικής, και βαθιά αντιδημοκρατικής νοοτροπίας. Χωρίς αλλαγή και ανανέωση υπάρχει μόνον ο θάνατος.
Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο αντισυστημικός λόγος στην Ελλάδα μετά τη Χούντα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό το ίδιο πασοκοτραφής και κρατικοδίαιτος με τον συστημικό, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό εκ του ασφαλούς και τελικά άνευ αντικειμένου. Χρειάζεται πραγματική δύναμη θέλησης για να απαλλαγούμε από τα ιδεολογικά μας βαρίδια και ενοχές και να υιοθετήσουμε μια νέα αντίληψη περί πολιτικής. Ας ελπίσουμε να το κάνουμε προτού μας επιβληθεί κάποια από τα πάνω.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για περ. βλέπε The Guardian: https://www.theguardian.com/world/2017/jan/31/florian-philippot-could-make-marine-le-pen-president-france?CMP=share_btn_tw
[2] Για περ. βλέπε Il Blog di Beppe Grillo: http://www.beppegrillo.it/2013/01/il_m5s_non_e_di_destra_ne_di_sinistra.html
[3] Μέσα στο ίδιο πνεύμα της νέας Κίνας, ανώτατο στέλεχος της κινεζικής αυτοκινητοβιομηχανίας είχε δηλώσει ότι στη Δύση δίνουμε υπερβολική αξία στη Δημοκρατία, ενώ στην Κίνα κάνουν αυτό που είναι καλό για τις μπίζνες…
[4] Σύμφωνα με το Trading Economics, ο μέσος μισθός στην Κίνα εκτινάχτηκε από τα 1.400 δολάρια ετησίως στα 10.200. Για περ. βλέπε https://tradingeconomics.com/china/wages
[5] Για περ. βλέπε: http://www.unz.com/article/the-decline-and-rise-of-the-alternative-right/
πίσω στα περιεχόμενα: