Χωρο-τοπικά εναλλακτικά νομίσματα. Εργαλεία για μετάβαση σε νέες χωρο-τοπικές ενότητες;
Ι. Η κρίση εμπιστοσύνης όσον αφορά στους δεσπόζοντες νομισματικούς μηχανισμούς οδηγεί, ιστορικά, στην αναζωπύρωση συζητήσεων σχετικών με επινόηση εναλλακτικών λύσεων για το ξεπέρασμά της ή για την άμβλυνση των συνεπειών που αυτή προκαλεί. Δεν είναι, επομένως, δυσεξήγητο πως ο κλονισμός εμπιστοσύνης ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων έναντι του συμβατικού νομίσματος, που καταγράφηκε και κατά την τελευταία (2008 και μετά) κρίση, όπου κυρίαρχη υπήρξε η χρηματοπιστωτική διάσταση αυτής, οδήγησε σε πολλαπλασιασμό σχετικών αναζητήσεων και κοινωνικών πειραματισμών ιδίως στην Ευρώπη (W. Kalinowski, 2015). Πειραματισμών αναφορικά με τις δυνατότητες αξιοποίησης υφιστάμενων ή νεοφυών εναλλακτικών χωρο-τοπικών (κατ’ άλλους και κοινωνικών και συμπληρωματικών ή παράλληλων) νομισμάτων τα οποία δημιουργήθηκαν «εκ των κάτω» από πρωτοβουλίες πολιτών και συλλογικότητες. Ήδη μέχρι το 2013 είχαν καταγραφεί περίπου 5.000 τέτοια νομίσματα (B. Lietaer, 2013).
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, μάλιστα, τέτοιου τύπου πειράματα έρχονται, ακόμα και όταν οι εμπνευστές τους αποφεύγουν μερικές φορές να τα χαρακτηρίσουν ως νομίσματα, να λειτουργήσουν παράλληλα ή συμπληρωματικά προς το επίσημο εθνικό (ή υπερεθνικό) νόμισμα[1], με μερικές πολιτικές και νομισματικές αρχές να τα αναγνωρίζουν και θεσμικά (π. χ Γαλλία, Ιταλία). Τούτο, στο βαθμό που εκπληρούν βασικές λειτουργίες του νομίσματος αφού και μονάδα μέτρησης είναι και μέσο πληρωμής, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν γενικευμένη αγοραστική δύναμη(καθώς λειτουργούν για ορισμένα μόνο αγαθά και υπηρεσίες και σε ορισμένο χωρο-τόπo/territoire). Προκρινόμενο σημείο –χώρος αναφοράς και εκδίπλωσης των λειτουργιών αυτών των εναλλακτικών νομισμάτων είναι ο χωρο-τόπος ο οποίος μέσω αυτών επανανοηματοδοτείται απομακρυνόμενος από την εδαφική του και διοικητική του διάσταση (βλ και παρακ.).
Κατά κανόνα βέβαια τα Χωρο-Τοπικά Εναλλακτικά Νομίσματα (στο εξής Χ-ΤΕΝ) εγγράφονται στις τάσεις αμφισβήτησης του κρατικού εξουσιαστικού μονοπωλίου στο πλαίσιο της ανάδυσης μιας νομισματικής ποικιλότητας η οποία, εκτός των άλλων, επιχειρεί αφενός την αναδημιουργία ικανότητας ανταλλαγής (που τεχνητά περιορίζεται από τις νομισματικές και πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονται στα κυρίαρχα νομίσματα) και αφετέρου να αμβλύνει ορισμένες, τουλάχιστον, από τις δυσμενείς συνέπειες που έχει επιφέρει στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες η νεοφιλελεύθερη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση, και ειδικότερα στα πεδία της απασχόλησης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Επίσης, εγγράφονται σε κινήσεις που, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια ως αντίδραση στις αρνητικές επιπτώσεις της λειτουργίας του ευρώ[2].
Τα Χ-TΕΝ αντισταθμίζουν την «ύβρη» του νομισματικού συστήματος και πλούτου. Πρόκειται για μια προσπάθεια-«αίτημα» «δημοκρατικοποίησης» του κρατικού μονοπωλίου έκδοσης νομίσματος από τον «κυρίαρχο λαό», ο οποίος πάντα είχε παρακαμφθεί από την διαδικασία αυτή (Β. Guibert, 2009). Και η απαίτηση αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο με δεδομένο ότι η πιο πρόσφατη χρηματοπιστωτική (η οποία είναι ταυτόχρονα και νομισματική αφού το νόμισμα είναι πιστωτικό) «τοξική» κρίση προέρχεται από τον ιδιωτικό χαρακτήρα της δημιουργίας πιστωτικού νομίσματος (B. Guibert, ό.π.). Ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος ελέγχου της παγκοσμιοποιημένης ολιγαρχίας του «τρελού» χρήματος θα ήταν η ριζική αμεσο-συμμετοχική δημοκρατία μέσω της «εκ των κάτω» δημιουργίας και ελέγχου του χρήματος, ήτοι της δημιουργίας τοπικών νομισμάτων (B.Guibert, ό.π.). Έτσι άλλωστε σε τέτοιους επανανοηματοδοτημένους, όπως προαναφέρθηκε, χωρο-τόπους δημιουργείται και ασκείται μια νέα ιδιότητα του πολίτη.
Με λίγα λόγια η ποικιλομορφία των νομισμάτων αυτών διαφεύγει από τον έλεγχο των μηχανισμών του επίσημου νομίσματος, δημιουργούνται και διοικούνται άμεσα από τους ίδιους τους χρήστες για ν’ αντιμετωπίσουν την σπάνη του χρήματος ως μέσου διανομής του πλούτου αντί να το συγκεντρώνουν.[3] Συνιστούν απόπειρες που έχουν καταρχήν ως χαρακτηριστικό την αντιμετώπιση των μεγάλων απορρυθμίσεων των κυρίαρχων νομισμάτων και κυρίως της εξάρτησης, όλο και πιο επικίνδυνης, των νομισμάτων αυτών από τις κερδοσκοπικές αγορές[4]. Ακόμα και εάν η «εναλλακτικότητα» συζητείται και μένει να αποδειχθεί[5] (εάν μπορούν δηλαδή ν’ αλλάξουν τον κόσμο της κυρίαρχης εγχρήματης οικονομίας ή παραμένουν απλά εργαλεία κοινωνικής ενσωμάτωσης των πάσης φύσεως αποκλεισμένων), ο κοινωνικός τους και κοινωνιακός(societal)[6] τους χαρακτήρας δεν αμφισβητείται.
Πράγματι τα νομίσματα αυτά θεωρείται (Chr. Fourel et al., 2015) ότι απαντούν στις σύγχρονες δυσλειτουργίες της (χρηματιστικής) οικονομίας ανανεώνοντας την φύση των ανταλλαγών και ενισχύοντας τον κοινωνικό δεσμό, ευνοώντας έτσι την χωρο-τοπική ανάπτυξη και τις ανταλλαγές σε μια κυκλική οικονομία και μέσα από ένα πνεύμα αλληλεγγύης και υπευθυνότητας. Επίσης ενισχύεται η χωρο-τοπική ανθεκτικότητα ως θετική επίδραση (εξωτερικότητα) που μπορούν να έχουν αυτά τα νομίσματα σε περιόδους κρίσης των επίσημων νομισμάτων φέρνοντας στη επιφάνεια κρυμμένο (και άλλου είδους –«ποιοτικό») πλούτο.
Έτσι τα Χ-TΕΝ επιτρέπουν, υπό αυτήν την θεώρηση, τον επαναπροσδιορισμό του νομίσματος αλλά και των χωρο-τοπικών ενοτήτων (territoires) ως σύνθεσης πολλών διαστάσεων (οικονομικής, κοινωνικής, οικολογικής, πολιτιστικής και όχι μόνο εδαφικο-διοικητικής) ταυτιζόμενος ή αποτελώντας μέρος μιας ευρύτερης ιστορικής, γεωγραφικής και κοινωνικής «βιοπεριοχής»).Ομοίως ανοίγουν το δρόμο για τον ανακαθορισμό, γενικότερα, της σχέσης του με την οικονομία και την ευημερία. Εδώ πλέον το νόμισμα ως συλλογική κοινωνική κατασκευή και όχι μόνο ως εργαλείο ανταλλαγών (P. O Ahmed, 2015) γίνεται « κοινό» όχι μόνο ως πόρος αλλά και ως συλλογική ρυθμιστική πρακτική άρρηκτα δεμένο με τον χωρο-τόπο.
Είναι όμως φανερό ότι η επίδραση των Χ-TΕΝ στην παραγωγική οικονομία παραμένει ακόμα μικρή και τα σχετικά πειράματα εύθραυστα και με φάσεις άνθησης και στασιμότητας (W. Kalinowski, 2016). Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι αυτοί οι κοινωνικοί («εκ των κάτω») πρωτίστως πειραματισμοί γεννιούνται σ’ ένα συγκεκριμένο (συνολικό) οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο εχθρικό στη νομισματική ποικιλότητα . Η δυναμικότητά τους και η βιωσιμότητά τους θα εξαρτηθεί από την ένταξή τους ως οιονεί συμπληρωματικό δίκτυο σε πιο συνολικές ρυθμίσεις του επίσημου νομισματικού δικτύου (δημόσιες παραγγελίες, προμήθειες, τοπικοί φόροι, καταβολή μισθών, αποζημιώσεων, επενδυτικά σχέδια ιδίως περιβαλλοντικά κ.λπ.
ΙΙ. Μια κύρια και ενδιαφέρουσα, ανάμεσα σε άλλες, λειτουργία των εναλλακτικών κοινωνικών νομισμάτων (κοινοτικών νομισμάτων, εναλλακτικών μικρονομισμάτων, τοπικών συστημάτων ανταλλαγών κ.ά.) είναι ότι ενθαρρύνουν την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τοπικές επιχειρήσεις. Έτσι, το χρήμα ανακυκλώνεται εντός της τοπικής οικονομίας, περιορίζοντας τη διαρροή πλούτου από την τοπική κοινότητα και ενισχύοντας στρατηγικές τοπικής επανεπένδυσης και ανάπτυξης[7], ιδίως στο βαθμό που τούτα συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με ενεργοποίηση και τοπικών συνεταιριστικών τραπεζών. Ειδικότερα ένας μηχανισμός που συνδυάζει Χ-ΤΕΝ και πίστωση δημιουργεί ισχυρή δυναμική για την δημιουργία δικτύου εναλλακτικών επιχειρήσεων σ’ ένα χωρο-τόπο απεξαρτημένο από εξωτερικές αβέβαιες και τοξικές ροές. Τα παραπάνω έχουν, κατά κανόνα, ως συνέπεια τη δημιουργία συνθηκών ευνοϊκών για την αναβάθμιση (ποιοτική και ποσοτική) του ρόλου των δυνάμεων της εργασίας έναντι εκείνων του κεφαλαίου.
Με άλλα λόγια, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί (J. Rifkin, 2017), μέσα σε μια συγκεντρωτική οικονομία της αγοράς που γίνεται όλο και πιο δυσλειτουργική, τέτοια εναλλακτικά μικρονομίσματα έχουν αναδειχτεί σε νέο μηχανισμό συναλλαγών, καταφέρνοντας παράλληλα να δίνουν δουλειά σε κάποιο κόσμο και μάλιστα στις περιοχές με υψηλά ποσοστά ανεργίας.
ΙΙΙ. Τώρα, μιλώντας πιο συγκεκριμένα, είναι φανερό πως τα κοινωνικά και συμπληρωματικά νομίσματα προσπαθούν να επιτύχουν μερικούς στόχους που δεν ικανοποιούνται από ένα εθνικό (ή υπερεθνικό) νόμισμα (M. Fare, Altern. Econom. Hors-serie, no 105/2015): χωροτοπική (ενδογενής) ανάπτυξη, ανάδειξη και αξιοποίηση οικο-συμπεριφορών και ενίσχυση της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης.
Τούτο, στον βαθμό που ειδικότερα οι χωροτόποι, ως συλλογικές πολυσύνθετες δημιουργίες και όχι απλώς εδαφικές και διοικητικές περιοχές, αποτελούν προνομιακές κλίμακες τόσο για τον υπολογισμό και την ρύθμιση των ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών όσο και για μετασχηματιστικές πρωτοβουλίες «εκ των κάτω» (πολίτες, ΜΚΟ, επιχ/σεις κ.λπ.) και με αναφορά και απεύθυνση «προς τα κάτω» σε συνάρθρωση – δικτύωση και με άλλες μάλιστα χωροτοπικές κλίμακες.
Από άλλη οπτική (Chr. Fourel, et al., 2015) καταγράφονται τρεις ιδεότυποι τέτοιων νομισμάτων τα οποία μπορούν και να συνδυάζονται πολλές φορές: πρώτο, τα τοπικά «θεματικά» νομίσματα (π.χ. χορήγηση δανείων με πολύ χαμηλό επιτόκιο σε αποκλεισμένα και μειονεκτούντα άτομα ή νομίσματα που κυκλοφορούν σ’ ένα μόνο τομέα δραστηριότητας). Στη συνέχεια, τα νομίσματα «αντι-κρίσης» που διευκολύνουν τις διεπιχειρησιακές συναλλαγές και την ρευστότητα σε περιόδους ύφεσης. Και, τέλος, τα «κλασικά» τοπικά συμπληρωματικά νομίσματα, τα οποία βασίζονται σε ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών εντός ενός τοπικού μικρού δικτύου και που έχουν κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα και στόχο.
Έχει παρατηρηθεί πως στην εμπειρική πραγματικότητα υπάρχουν δυο, κυρίως, προσεγγίσεις – στόχοι των χωρο-τοπικών εναλλακτικών νομισμάτων (St. Demeulenaere, 2005) που διαπερνούν τις τέσσερεις, σύμφωνα με την εδώ τυπολογία, γενιές αυτών (J. Blanc, 2013, M. Fare, 2015, J. Blanc, M. Fare, 2015):
Η πρώτη «αξιοποιεί» το συμπληρωματικό νόμισμα μέσω της κοινωνικής εμπιστοσύνης και του κοινοτικού δεσμού (επιχειρεί έτσι να απαντήσει στην κλονισμένη εμπιστοσύνη έναντι των συμβατικών νομισμάτων). Το νόμισμα δηλαδή, εκδίδεται εδώ τοπικά και υπό τον έλεγχο της κοινότητας – ένωσης πολιτών ή τοπικού δήμου. Στόχος είναι η κοινωνική συνοχή, η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη, η αξιοποίηση των παραδοσιακών υποτιμημένων δραστηριοτήτων (γυναικεία εργασία, ανταλλαγή γνώσεων και τεχνικών, αγαθών, υπηρεσιών). Πρόκειται για την καθαρή και κυριολεκτική έννοια του κοινωνικού νομίσματος από τη δεκαετία του ’80 κυρίως για μη εμπορευματικές συναλλαγές (νομίσματα πρώτης γενιάς όπως τα Τοπικά Συστήματα Ανταλλαγών LETS -Local exchange Trading System-, ή, από το 1994 στη Γαλλία, τα SEL -Systèmes d’ Echange Local- το trueque (1995) που λειτουργεί με χαρτονομίσματα εντός του δικτύου της αλληλέγγυας ανταλλαγής στην Αργεντινή (Red de Trueque solidario), οι τράπεζες χρόνου, ειδικότερα για υπηρεσίες ως νομίσματα δεύτερης γενιάς, με πιο παλιό και σημαντικότερο το fureai Kippu στην Ιαπωνία από το 1973 και ουσιαστικά από το 1990 οπότε γνώρισε μεγάλη επέκταση). Τα νομίσματα αυτά είναι μη μετατρέψιμα, και ειδικότερα τα SEL προσανατολίστηκαν σταδιακά σε αποκλεισμό εμπορικών και επαγγελματικών ανταλλαγών (σε αντίθεση με τα LETS στη Μεγ. Βρετανία). Υπολογίζεται ότι ήδη το 2013 υπήρχαν πάνω από 2.500 δίκτυα και δομές τέτοιων εγχειρημάτων πρώτης γενιάς στον κόσμο (J. Blanc, M. Fare, 2015). Εδώ έχουμε να κάνουμε συνήθως με συστήματα – «κύκλους» κλειστών ανταλλαγών αγαθών και υπηρεσιών (τράπεζες χρόνου) ανάμεσα σε άτομα τα οποία κυρίως ανήκουν σε διάφορες μη κερδοσκοπικές ενώσεις. Η αρχική ιδέα ήταν να δοθεί στα κοινωνικά (αλλά και νομισματικά) αποκλεισμένα άτομα η δυνατότητα κοινωνικής επανένταξης μέσω της ικανότητας ανταλλαγών.
Η δεύτερη προσέγγιση περιλαμβάνει νομίσματα μετατρέψιμα, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί το συμπληρωματικό εναλλακτικό νόμισμα συνδέοντάς το με φυσικούς πόρους ή με το εθνικό νόμισμα. Πρόκειται για πρωτοβουλίες, πέραν των ανταλλαγών και της αμοιβαίας πίστωσης, που βασίζονται στη δημιουργία νέων τοπικών νομισμάτων. Οι νομισματικές αυτές δομές συχνά δημιουργούν εταιρικές σχέσεις με την τοπική αυτοδιοίκηση ούτως ώστε δημόσιες υπηρεσίες (μεταφορών, υγείας κ.λπ.) και τοπικοί φόροι να πληρώνονται με το τοπικό νόμισμα (J. Blanc, M. Fare ό.π.). Τέτοιο είναι το σύστημα Ithaka – hour από το 1991 που αντλεί σημαντικό μέρος της ισχύος του από την υποστήριξη (και το κύρος) που του παρέχει το τοπικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Διευκρινίζεται βέβαια, σχετικά, πως τα νομίσματα αυτού του τύπου γίνονται δεκτά από τις τοπικές επιχειρήσεις. Παρόμοια εξάλλου είναι και η περίπτωση του νομίσματος της κοινότητας Wörgl στην Αυστρία (περιφερ. Τιρόλο, όπου το γνωστό ομώνυμο τοπικό νόμισμα δημιουργήθηκε από το Δήμαρχο κατά τη φάση όξυνσης της οικονομικής κρίσης 1932-33). Στην ίδια λογική εγγράφεται και το νόμισμα WIR (που ξεκίνησε το 1934 στην Ελβετία για να φτάσει σήμερα να δικτυώνει 60.000 (κατ’ άλλους 75.000) μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων (Δ. Παπαδημητρίου, 2015). Σε περιόδους ύφεσης παρατηρείται αύξηση κυκλοφορίας του WIR ενώ σε περιόδους μεγέθυνσης, μείωση.
Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων υπάρχει ένας στενότερος «κύκλος» συμβεβλημένων επιχειρήσεων που δεσμεύονται όπως ορισμένο ποσοστό των συναλλαγών τους το πραγματοποιούν στο εναλλακτικό νόμισμα (WIR) και το υπόλοιπο στο επίσημο νόμισμα. Ιδίως δε όσες επιχειρήσεις δανείζονται από την τοπική συνεταιριστική τράπεζα αναλαμβάνουν και την υποχρέωση να πουλήσουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους στο εναλλακτικό νόμισμα ενισχύοντας έτσι τη ζήτηση για το παράλληλο νόμισμα (πρόκειται στην ουσία, δηλαδή, για μετεξέλιξη τούτων σε μέσα πληρωμής).
Μια ιδιαίτερη μορφή αμοιβαίας πίστωσης (όχι εδώ χρονονομισματικής) και λειτουργούσα επίσης μεταξύ τοπικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με καθαρά εναλλακτικό οικονομικο-νομισματικό χαρακτήρα είναι και το σύστημα αμοιβαίας πίστωσης χωρίς τόκο sardex που λειτουργεί από το 2010 στη Σαρδηνία (M. Amato, 2010). Το σύστημα αυτό βασίζεται (όπως αφετηριακά γινόταν και με το WIR) στον λογιστικό συμψηφισμό (θυμίζει την κεϋνσιανικής έμπνευσης – 1944 – Internat. Clearing Union). Στο σύστημα αυτό μετέχουν όλοι, σχεδόν, οι τοπικοί κοινωνικο – οικονομικοί φορείς (μικρομεσαίες επιχ/σεις, σύλλογοι, συνδικάτα εργαζομένων, ενώσεις, τοπική αυτοδ/ση κ.λπ.). Πρόκειται περισσότερο για μονάδα λογαριασμού(S. Cohen, in Chr. Fourel et al. ό.π.)και φαίνεται να αποτελεί μια χρηματοδοτική λύση στην κρίση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Σήμερα η αξία των συναλλαγών σε sardex είναι εκατό εκατομμύρια ανάμεσα σε 3.000 επιχειρήσεις (M. Amato, ό.π.).
Τονίζεται επιπρόσθετα πως και άλλα πειράματα εμφάνισαν αξιοπρόσεκτη δυναμική από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα στη Γερμανία όπου υπάρχει και Ένωση εναλλακτικών νομισμάτων –Regiogeld (S. Moatti, 2006) αλλά και στη Γαλλία. Από τα πιο γνωστά (τρίτης γενιάς) είναι στη Γερμανία το Chiemgauer στη Βαυαρία–Ρόσενχαϊμ ενώ και στη Γαλλία, πέρα από το SOL (παλιό 2007-2009 σε πειραματική μορφή, με αρκετά τεχνικά προβλήματα, και νέο SOL Violette στην Τουλούζη)[8] παρατηρείται μετά το 2010 μια νέα άνθηση των τοπικών νομισμάτων με είκοσι καταγεγραμμένες σχετικές εμπειρίες, και με πιο γνωστή περίπτωση αυτή του eusko με νομισματικό όγκο της τάξης αρκετών δεκάδων χιλιάδων ευρώ για ένα πληθυσμό μικρότερο των 200.000 κατοίκων. Ανάλογα πειράματα αργότερα αποτελούν τα τοπικά νομίσματα των « πόλεων σε μετάβαση» στη Μεγ. Βετανία (Brixton, Βristol, Totnes, Lewes, Stroud) και τα τοπικά εναλλακτικά νομίσματα στη Βραζιλία τα οποία είναι ενσωματωμένα στις κοινοτικές τράπεζες ανάπτυξης (Palmas–Banco Palmas). Σε αυτού του τύπου νομίσματα (200 περίπου στον κόσμο, εξ ων τα μισά στη Βραζιλία) υπάρχει καθορισμένη ισοτιμία τοπικού και εθνικού νομίσματος και μετατρεψιμότητα. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τα προηγούμενα, εδώ είναι το εθνικό νόμισμα που πρέπει να μετατραπεί σε τοπικό για να μπορέσει το τελευταίο να κυκλοφορήσει στο δίκτυο (M. Fare, 2016) είτε ως κουπόνι είτε σπανιότερα σε ηλεκτρονική μορφή.
Μια ιδιαίτερη, τέλος, περίπτωση αποτελεί αυτή των νομισμάτων της νεότερης(τέταρτης) γενιάς (J. Blanc, 2013, M. Fare, 2015)τα οποία ως συμπληρωματικά του εθνικού νομίσματος εμπεριέχουν, επιπρόσθετα, τα στοιχεία ανταμοιβής και ενίσχυσης συμπεριφορών που χαρακτηρίζονται από περιβαλλοντική και καταναλωτική υπευθυνότητα, πέραν της προώθησης της τοπικής οικονομίας, του αλληλέγγυου δεσμού και της κοινωνικής συνοχής. Σε αυτήν την κατηγορία Χ-ΤΕΝ ολιγάριθμων είναι αλήθεια και δύσχρηστων πέραν άλλων (NU στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας) θα μπορούσε να συμπεριληφθεί, επίσης, και το eco – iris που από το 2012 «ανθεί» στις Βρυξέλλες. Το «νόμισμα» βέβαια αυτό δεν προήλθε «εκ των κάτω» αλλά προέκυψε από πρωτοβουλία της περιβαλλοντικής και ενεργειακής διοίκησης της περιφέρειας των Βρυξελλών. Συγκεκριμένα οι πολίτες αποκτούν eco – iris αφού πραγματοποιήσουν δράσεις και πράξεις περιβαλλοντικές (π.χ. μείωση του τιμολογίου της ενέργειας ή μείωση κατανάλωσης νερού ή χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, ή συμμετοχή σε συλλογική κομποστοποίηση, αγορά ποδηλάτου κ.ά.). Όταν, μετά απ’ αυτή την επίδοση, λάβουν ως ανταμοιβή τα κουπόνια μπορούν να τα εξαργυρώσουν για διάφορες αγορές αγαθών (διατροφής, ένδυσης) σε συμβεβλημένα καταστήματα, ή και για πληρωμή παρεχόμενων υπηρεσιών. Το eco iris είναι ενεχυριασμένο στο ευρώ (1 eco = 0,1 ευρώ) και μετατρέψιμο μόνο για τους εμπόρους.
Τα πλεονεκτήματα αυτών των συστημάτων πληρωμών έναντι συστημάτων αμοιβαίας πίστωσης εντοπίζονται στο ότι τα πρώτα διεκδικούν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση αλλά και προωθούν συνεργασίες (εταιρικές σχέσεις) με τοπικές τράπεζες ιδίως συνεταιριστικές, την τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ. Παράλληλα, επιδιώκουν να γίνεται η πληρωμή τοπικών φόρων και τελών αλλά ακόμη και η πληρωμή δημόσιου χαρακτήρα υπηρεσιών (π.χ. μεταφορές) με νομίσματα αυτού του είδους.
ΙV. Γίνονται φανερά με τα όσα αναφέραμε τα πλεονεκτήματα που εμφανίζουν τα τοπικά εναλλακτικά νομίσματα, λειτουργώντας ως παράλληλα ή συμπληρωματικά του «επίσημου» νομίσματος μέσα πληρωμής. Πέρα από τη σπουδαιότητα που έχουν αυτά ως προς την προώθηση εναλλακτικών αξιών των οποίων φορείς είναι οι εμπνευστές τους (αλλά και πολλοί από τους χρήστες τους), συμβάλλουν ποικιλοτρόπως σε μια κατεύθυνση που υπαγορεύεται από προτάγματα περί εναλλακτικής χωρο-τοπικής ανάπτυξης.
Πραγματικά, ο ρόλος ενός τέτοιου νομίσματος ως «συνδημιουργού» χρήματος, μέσω μιας «διαπλαστικής» διαδικασίας που εκφεύγει των χειραγωγικών ορίων του επίσημου τραπεζικού συστήματος μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικός σε μια τέτοια κατεύθυνση. Η αξιοποίηση σε τοπικό επίπεδο της δημιουργούμενης ρευστότητας, έρχεται τελικά να ενισχύει τον εισοδηματικό πολλαπλασιαστή γεγονός που συνεπιφέρει θετικές επιπτώσεις στη ζήτηση κάτι που αποτυπώνεται, εντόνως, σε επίπεδο τοπικών αγορών. Τούτο είναι ένας πρόσθετος παράγοντας που λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αύξησης της απασχόλησης με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Τα παραπάνω διευκολύνονται όταν τα νομίσματα αυτού του χαρακτήρα συνδυάζονται τόσο με άλλα εργαλεία και δίκτυα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας[9] (μικροπίστωση, αλληλέγγυα χρηματοδότηση και αποταμίευση, μικροσυνεταιρισμοί και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, συνεταιριστικές και ηθικές τράπεζες, μικρά και άμεσα δίκτυα παραγωγών-καταναλωτών χωρίς μεσάζοντες, χωροτοπικοί / περιφερειακοί πόλοι συνεργασίας, όπως π.χ. στην Καρδίτσα) όσο και με πειράματα-πολιτικές οικολογικής μετάβασης («πόλεις σε μετάβαση») και, όπως αρχικά αναφέρθηκε, χωροτοπικής ανθεκτικότητας ως θετική επίδραση (εξωτερικότητα) την οποία μπορούν να έχουν αυτά τα νομίσματα σε περιόδους κρίσης των επίσημων νομισμάτων.
Είναι γεγονός, κατά τα παραπάνω, πως τα Χ-ΤΕΝ αφενός συμβάλλουν και αναδεικνύουν την (οικονομική) αποτελεσματικότητα της συνεργασίας κατασκευάζοντας οικοσυστήματα με κύριο και βασικό ρόλο να διαδραματίζουν οι οργανώσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας(G. Lacroix. R. Stiline, 2016, p. 87 και p.89) ως παράγοντες χωρο-τοπικής ρύθμισης (με βάση νέες κοινωνικές ανάγκες) αλλά και ως πρωταγωνιστές χωρο-τοπικής διακυβέρνησης (D. Demousteier, N Richez –Battesti, 2010). Ταυτόχρονα, από την άλλη, μπορούν να συστήσουν ισχυρό μοχλό αλλαγής και μετάβασης (βλ. παρακ.) αλλά, κυρίως ανθεκτικότητας σε εξωτερικά σοκ όπως, επίσης, και αυτονομίας (όχι αυτάρκειας) των χωροτοπικών ενοτήτων. Με άλλα λόγια τα Χ-ΤΕΝ συμβάλλουν στην χωρο–τοπικοποίηση των οικονομικών δραστηριοτήτων ένεκα της περιορισμένης χρήσης των (M. Fare, 2016).
Τελικά, γίνεται σαφές πως παραμένει πάντα, ως κύριο διακύβευμα, να αποτελέσουν τα Χ-ΤΕΝ όχημα μετάβασης σε μια κοινωνία πιο δίκαιη, οικολογικά υπεύθυνη και βιώσιμη, πολιτικά ουσιαστικά (αμεσο) δημοκρατική και ανθρωπιστικά αξιοπρεπή (Μ. Fare 2016). Όμως το νόμισμα ως τέτοιο και από μόνο του δεν αρκεί για ένα κοινωνικό μετασχηματισμό. (Δεν είναι τυχαίο πως ο Μαρξ δεν επέμεινε στις αναλύσεις του στο θέμα του νομίσματος, αλλά επικεντρώθηκε σ’ αυτές του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης ).
Πράγματι, το νόμισμα δεν αλλάζει και πολλά και πάντως όχι τα πάντα. Είναι απλώς ένας ενδιάμεσος κρίκος, «ένα εργαλείο από το οποίο ζητάμε τι να κάνει» (Ph. Derrudder- A-.J. Holbecq, 2011, p.100). Ένας κοινωνικός μετασχηματισμός προϋποθέτει πολιτικό σχέδιο και (συλλογικό) πολιτικό υποκείμενο. Εν τω μεταξύ τα εναλλακτικά/συμπληρωματικά νομίσματα θα συνιστούν περισσότερο παιδαγωγικά εργαλεία και εργαλεία ευαισθητοποίησης των πολιτών για την οικονομική, πολιτική και οικολογική μετάβαση (W. Kalinowski, 2016) αλλά και εργαλεία» αντίδοτο» στους διαρρηγμένους δεσμούς ((Ph. Derrudder- A-.J. Holbecq, 2011, ibid.) Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε αρχικά (Ι), το νόμισμα είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο, το κοινό μιας συλλογικότητας, ο δεσμός που κατοχυρώνει την διάρκεια (Μ. Aglietta, 2015).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Aglietta, “Monnaie et développement durable”, in Chr. Fourel, J.-Ph. Magnen, N. Meunier, D’ autres monnaies pour une nouvelle prospérité, Le Bord de l’eau, 2015, p. 225-231.
- O. Ahmed, “La monnaie, vecteur de lien et de contestation sociale”, Alternatives Économiques, hors-série , 105/Avril 2015, p. 32-34.
- Amato, “Sardex, plus qu’ une monnaie pour les PME!” Alternatives Économiques, Les dossiers, 6/2010, p. 78-81.
- Blanc, “La variété des monnaies citoyennes et leur place dans l économie sociale et solidaires”, Économie et Management, 149/2013, p. 1-6.
- Blanc, M. Fare, “Un panorama des dispositifs de monnaies associatives”, in Chr. Fourel et al. ό.π., 2015, p. 143-149.
- St. Demeulenaere, “Les systèmes de monnaie sociale et le nouveau paradigme économique”, Dakar, Seminaire , PSES, 2005, http:// money.socioeco.org/fr/documents.php.
- Demoustier, N. Richez-Battesti, “Les organisations de l’ économie sociale et solidaire: gouvernance, régulation et territoire”, Géographie, Économie, Société, vol. 12, no1/2010, p. 5-14.
- Ph. Derrudder- A-.J.Holbecq, Une monnaie nationale complémentaire. Pour relever les défis humains et écologiques, Ed. Yves Michel, 2011.
- Fare, Repenser la monnaie. Transformer les territoires, faire société, Ed. Charles Léopold Mayer, 2016.
- Fare, “Les monnaies alternatives pour transformer la société”, Alternatives Économiques, hors- série, 105/ Avril 2015, p. 72-75.
- Chr . Fourel , J.-Ph. Magnen, N. Meunier, D’ autres monnaies pour une nouvelle prospérité, Le Bord de l’eau, 2015.
- Guibert, “Comment nous guérir de la folie de l’ argent”, Enrtopia, no7/2009, σ. 88-98.
- J.-M. Harribey, “Comprendre la crise globale pour en sortir”, Entropia no7 /automne 2009, σ. 21-32.
- Kalinowski, “Un panorama des monnaies complémentaires en Europe”, in Chr. Fourel et al., ό.π., 2015, p.111-117.
- Kalinowski, “De l’ usage des monnaie locales et complémentaires dans la transition écologique”, in D. Bourg, A. Kauffman, D. Méda, L’ âge de la transition, Les Petits matins, 2016, p.181-185.
- Lacroix, R . Slitine, L’ économie sociale et solidaire, que sais –je?, puf, 2016.
- J-L. Laville, A.D. Cattani, Dictionnaire de l’autre économie , folio actuel, Gallimard- Desclée de Brouwer, 2006.
- Lietaer- M.Kennedy, Monnaies regionales, Ed. Ch. Leoplod Mayer, 2008.
- Lietaer, Au coeur de la monnaie. Systèmes monétaires, inconscient collectif, archétypes et tabous, Ed. Y.Michel, 2013.
- Moatti, “La boom des monnaies parallèles”, Alternatives Économiques, 249/2006, σ. 72 -75.
- Δ. Παπαδημητρίου, «Συμπληρωματικό νόμισμα και οικονομική σταθερότητα», Εφημ. «Καθημερινή», 13-12-2015.
- Rifkin, H κοινωνία του μηδενικού οριακού κόστους, εκδ. Ενάλιος, 2017.
- Viveret, “Monnaie sociale”, in L’ Économie sociale de A à Z, Alternatives Économiques, Hors série –Pratiques, Mars 2009, σ. 125-126.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι περισσότεροι συγγραφείς κάνουν λόγο για συμπληρωματικά νομίσματα και δεν τα αντιπαραθέτουν, τουλάχιστον μερικοί εξ αυτών, στο επίσημο νόμισμα. Τούτο μάλιστα στο πλαίσιο μιας νομισματικής ποικιλότητας και συνύπαρξης η οποία, άλλοτε, οδήγησε σε μια περίοδο ευημερίας (για παράδειγμα στην Ευρώπη του ΧΙΙ αιώνα όπου σ’ ένα χώρο-τόπο κυκλοφορούσαν περισσότερα νομίσματα παράλληλα με το βασιλικό), B. Lietaer, 2013 (o οποίος προτείνει την θεσμική αναγνώριση σε ευρωπαϊκό επίπεδο του regio ως νομίσματος των ευρωπαϊκών περιφερειών δίπλα στο ευρώ), Adde, B. Lietaer-M.Kennedy, Monnaies regionales, Ed. Ch. Léopld Mayer, 2008, και Ph. Derrudder- A-.J.Holbecq, Une monnaie nationale complémentaire. Pour relever les défis humains et écologiques, Ed. Yves Michel, 2011.
[2] Επισημαίνεται ότι σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις οι πολίτες των μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης – πάνω από τα 2/3 των Γάλλων, των Ισπανών και των Ιταλών και περισσότεροι από τους μισούς Γερμανούς πιστεύουν ότι με το ευρώ επλήγησαν οι εθνικές τους οικονομίες και τα εισοδήματά τους.
[3] J.-L. Laville, A.D.Cattani, Dictionnaire de l’autre économie, folio actuel, Gallimard- Desclée de Brouwer, 2006, σ. 469.
[4] P. Viveret, “Monnaie sociale”, in L’Économie sociale de A à Z, Alternatives Économiques, Hors série–Pratiques, Mars 2009, σ. 125-126.
[5] Πρόκειται για κοινωνικό θεσμό (όπως κάθε νόμισμα), ο οποίος όμως δεν αποτυπώνει τα δυο βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του (κλασικού-επίσημου) νομίσματος, ήτοι εργαλείο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και ιδιωτικής συσσώρευσης και δημόσιο εργαλείο μέσω του οποίου οργανώνεται η κοινωνικοποιημένη πληρωμή μη εμπορευματικών υπηρεσιών (π.χ. η υπηρεσία υγείας πληρώνεται συλλογικά σε κοινό νόμισμα. Συνεπώς η άρνηση της εμπορευματοποίησης δεν σημαίνει και άρνηση της νομισματοποίησης), J.-M. Harrribey, “Comprendre la crise globale pour en sortir”, Entropia no7 /automne 2009, σ. 21-32, ειδ. σ. 29. Κατά τον συγγραφέα δεν υπάρχει «εμπορευματικό» και «μη εμπορευματικό νόμισμα», Ibid. (σημ.2).
[6] Ο όρος χαρακτηρίζει κάθε σκέψη και δράση που θέτει ως πρωταρχικό τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το περιβάλλον μέσω της επανιδιοποίησης της δημιουργίας νομίσματος από την συλλογικότητα, την πλανητική διαχείριση των μη ανανεώσιμων κοινών αγαθών ή απαραίτητων γα την ζωή, την διαμοίραση του εθνικού συλλογικού πλούτου υπό την μορφή μερισμάτων ισοδίκαια κατανεμημένων στους πολίτες, την τοπική και περιφερειακή συμμετοχική δημοκρατία σ’ ένα πλαίσιο βασισμένο στην αρχή της επικουρικότητας . Ο στόχος είναι να αποδοθεί στον άνθρωπο η κυριαρχία του που έχει σφετερισθεί από την χρηματοοικονομία. Γίνεται μάλιστα λόγος και για «κοινωνιακό πλεονέκτημα», ό,τι δηλαδή ευνοεί την πληρότητα του ανθρώπου σε μια κοινωνία, Ph. Derrudder- A-.J.Holbecq, 2011, p. 84 σημ (1).
[7] Δεν πρέπει βέβαια να αγνοήσουμε τους υπαρκτούς, αν και αντιμετωπίσιμους κινδύνους παρεκτροπών και ανεπιθύμητων παρενεργειών αυτών των νομισμάτων. Ως τέτοιοι μπορούν να καταγραφούν (Chr. Fourel et al., 2015, σ. 69) η (σπάνια, π.χ. η αρνητική εμπειρία του trueque) παραχάραξη με δεδομένο ότι η έκδοσή τους είναι απλή στην τεχνική και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα σε αντίθεση με τα επίσημα νομίσματα, ο (υπαρκτός) κίνδυνος οι συμμετέχοντες (καταναλωτές, παραγωγοί, έμποροι, πάροχοι υπηρεσιών) να μην εξασφαλίσουν το ισότιμο σε επίσημο νόμισμα αναφοράς όταν το σύστημα ανταλλαγής διακόψει τη λειτουργία του, το ξέπλυμα χρήματος (ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στα απρόσωπα και αποχωροτοποιημένα εικονικά νομίσματα π.χ. bitcoin), η φοροδιαφυγή (κυρίως στην πληρωμή ΦΠΑ κατά την συναλλαγή, όπως άλλωστε και στα επίσημα νομίσματα), και τέλος ο κίνδυνος πληθωρισμού (μάλλον ανύπαρκτος).
[8] Το Sol (B. Lietaer, M. Kenned, 2008.) είναι ένα εργαλείο για την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των τοπικών αυτοδιοικητικών συλλογικοτήτων, των επιχειρήσεων που εμφορούνται από οικολογικές και κοινωνικές αξίες και πρακτικές (π.χ. συναυτοκίνηση, αλληλοβοήθεια, προστασία του περιβάλλοντος, εξοικονόμηση ενέργειας κ.ά.) και πολιτών στρατευμένων στην οικοδόμηση του κοινοτικού δεσμού και την ανάδειξη του χωρο-τόπου (territoire). Με λίγα λόγια είναι ένα νομισματικό εργαλείο «ειδικού σκοπού» αλλά και «βαρύ» στη χρηματοδοτική διαχείρισή του (J.Blanc, Altern. Econom.-Les Dossiers, no 6/2016, M. Fare, 2016), για μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανάπτυξη των περιοχών με βάση οικολογικές, κοινωνικές και ανθρώπινες αξίες (B. Lietaer, M. Kennedy, ό.π.) και με την τοπική αυτοδιοίκηση να παίζει κεντρικό συμμετοχικό ρόλο.
[9] Οι σχέσεις των Χ-ΤΕΝ με την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία δεν είναι απόλυτα σαφείς. Βεβαίως ο αλληλέγγυος (ανάμεσα στα μέλη και απέναντι στην τοπική κοινότητα και ευρύτερα στον χωρο-τόπο και την βιοπεριοχή) χαρακτήρας των Χ-ΤΕΝ και η κοινωνική χρησιμότητα δεν αμφισβητούνται, συνδυαζόμενα μάλιστα και με άλλες αξίες και αρχές όπως οικολογικές. Όμως, ο στρατευμένος και εναλλακτικός χαρακτήρας πολλών εκ των Χ-ΤΕΝ παραπέμπει περισσότερο σε ανοιχτή κριτική του καπιταλισμού και της εμπορευματικής οικονομίας και σε προσεγγίσεις απομεγέθυνσης παρά στο θεσμοποιημένο πεδίο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, J. Blanc, 2013, p. 5.
πίσω στα περιεχόμενα: