Παραδοσιακότητες και αμφισβητήσεις στα πλαίσια της Νεολαίας ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (1961-1967)
1. Η δυναμική και αυτόνομη είσοδος της νεολαίας στο κοινωνικοπολιτικό προσκήνιο
Οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στη δεκαετία του 1960, και ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της, στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, οδήγησαν στην ενεργοποίηση της νεολαίας και στην ορμητική είσοδό της στο πολιτικό προσκήνιο με αυτόνομο και δυναμικό τρόπο.
Είναι γνωστοί οι μαζικοί και μαχητικοί αγώνες του ελληνικού λαού, την περίοδο αυτή, κατά του αντιλαϊκού μετεμφυλιακού καθεστώτος και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Στη μαζική αυτή λαϊκή αντίσταση και πάλη πρωτοστάτησε η σπουδάζουσα και εργαζόμενη νεολαία όπως και οι εργαζόμενοι με επικεφαλής τους οικοδόμους.
Το κυριότερο αποτέλεσμα της συγκρουσιακής αυτής διαδικασίας ήταν η ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού λαϊκού κινήματος, το οποίο, παρά τις σοβαρές ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες της Αριστεράς κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, πρόβαλλε όλο και πιο απειλητικό για τα συμφέροντα των κυρίαρχων δυνάμεων και συμφερόντων.[1]
Στην οργάνωση και ανάπτυξη των αγώνων της κρίσιμης, για τις τύχες της ελληνικής κοινωνίας, αυτής περιόδου, όπως και στη διαμόρφωση του μαζικού αυτού κινήματος, που ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητο, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Ε.Δ.Α. και η νεολαία της Ε.Δ.Α.
Στην πορεία, όμως, του αγώνα η ηγεσία της Ε.Δ.Α., επηρεαζόμενη και καθοριζόμενη, κυρίως, από την ήττα του προοδευτικού κινήματος στον εμφύλιο και τη γραμμή του Κ.Κ.Σ.Ε., με το να ακολουθεί συμβιβαστική και υποχωρητική πολιτική και τακτική υποσκελίστηκε από την Ένωση Κέντρου, η οποία μπόρεσε να ηγηθεί πολιτικά του αγώνα με βάση τον ανένδοτο.
2. Οι διαφοροποιήσεις στους κόλπους της αριστερής νεολαίας
Στις κινηματικές και αγωνιστικές αυτές συνθήκες άρχισαν να εκδηλώνονται σοβαρές διαφωνίες στους κόλπους της Αριστεράς και ειδικότερα, για πρώτη φορά μετά την αντίσταση, ανάμεσα στην ηγεσία της Ε.Δ.Α. και σημαντικά τμήματα της οργανωμένης βάσης της, ιδιαίτερα της νεολαίας, σπουδάζουσας και εργαζόμενης.
Οι διαφωνίες αυτές εντάθηκαν και προσέλαβαν γενικότερο χαρακτήρα κατά την περίοδο των εκλογικών αναμετρήσεων και της διακυβέρνησης της χώρας από την Ε.Κ. και κορυφώθηκαν την περίοδο της κρίσης των Ιουλιανών. Οι διαφωνίες και οι προβληματισμοί αυτοί, οι οποίοι αναπτύχθηκαν τότε στους κόλπους της ιστορικής Αριστεράς και ειδικότερα στο πλαίσιο της Ν.Ε.Δ.Α. και αργότερα της Δ.Ν.Λαμπράκη, εκτός από ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, συμπεριφοράς, νοοτροπίας, κατάρτισης και διαπαιδαγώγησης έθεταν όλο και περισσότερο ζητήματα τακτικής και στρατηγικής όπως και ζητήματα φυσιογνωμίας του προοδευτικού κινήματος στη χώρα μας.[2]
Η αδυναμία, η ατολμία και οι ανεπάρκειες της ηγεσίας της Ε.Δ.Α. στο να ανταποκριθεί στο αίτημα των νεότερων μελών για ριζική ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική αναδιάρθρωση και αναπροσαρμογή της φυσιογνωμίας της σε ριζοσπαστική βάση και κατεύθυνση οδήγησε σε συγκρούσεις και ρήξεις με τους διαφωνούντες αγωνιστές, ιδιαίτερα με αφορμή τη συγχώνευση της Ν.Ε.Δ.Α. και της Δ.Κ.Ν. Γρηγόρης Λαμπράκης, με αποτέλεσμα να ενταθεί η κρίση της παραδοσιακής Αριστεράς και να δημιουργηθούν ανεξάρτητες συσπειρώσεις, κινήσεις και οργανώσεις, οι οποίες είχαν ριζοσπαστικότερο χαρακτήρα από ό,τι οι φορείς της επίσημης Αριστεράς. Στην ενίσχυση των συγκρούσεων και ρήξεων αυτών σημαντικό ρόλο, αλλά όχι γενεσιουργό, έπαιξαν και οι διαφωνίες στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα όπως και η εμφάνιση και ανάπτυξη νέων επαναστατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων.
Στο πλαίσιο της εξέλιξης αυτής είχαμε την περίοδο εκείνη τη δημιουργία της αντιιμπεριαλιστικής και αντιαποικιακής κίνησης Φίλοι Νέων Χωρών (Φ.Ν.Χ.) στα τέλη του 1963, της κίνησης γύρω από το περιοδικό «Αναγέννηση» τον Οκτώβριο του 1964 και της Πανσπουδαστικής Δημοκρατικής Κίνησης «Σωτήρης Πέτρουλας» (ΠΑΝ.ΔΗ.Κ.) τον Ιούλιο του 1965.
3. Η ίδρυση της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. και η διαμάχη στους νυχτερινούς μαθητές
Η ίδρυση της Πανσπουδαστικής Δημοκρατικής Κίνησης «Σωτήρης Πέτρουλας» αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της κρίσης του αριστερού κινήματος στη χώρα μας, έτσι, όπως αυτή εκδηλωνόταν στους κόλπους του νεολαιίστικου κινήματος και ειδικότερα του φοιτητικού.
Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ αναλήφθηκε από μέλη της Οργάνωσης της Αντικαπιταλιστικής-Σοσιαλιστικής Συνειδητοποίησης (ΣΟ.ΣΥΝ), στο Κεντρικό Όργανο της οποίας συμμετείχε ο Σωτήρης Πέτρουλας[3] μέχρι τη στιγμή της δολοφονίας του[4] στα Ιουλιανά, όπως και από άλλους αγωνιστές και συνδικαλιστές του φοιτητικού κινήματος, οργανωμένους και μη σε άλλους φορείς. Με την ίδρυση της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. επιδιώχθηκε η δημιουργία μιας ριζοσπαστικής οργάνωσης με την συσπείρωση αγωνιστών και αγωνιστριών που βίωναν τις συνθήκες κρίσης του φοιτητικού κινήματος και ήθελαν να παλέψουν για την υπέρβασή της.[5]
Πριν αναφερθούμε, όμως, στη στρατηγική και την τακτική, όπως και σε βασικές πλευρές της οργανωτικής δομής και λειτουργίας της ΣΟ.ΣΥΝ. έχει ενδιαφέρον να κάνουμε μνεία της απόπειρας εμφάνισής της και στο χώρο των εργαζόμενων μαθητών και σπουδαστών, κατά το πρότυπο της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ., όπου διέθετε σημαντικές δυνάμεις και επιρροή.
Σχετικά, η τότε καθοδήγηση της Δ.Ν.Λ. στην προσπάθειά της να εμποδίσει την επανάληψη του προηγούμενου της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. στο φοιτητικό χώρο, χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, κατόρθωσε να αποτρέψει, με οριακή και αμφιλεγόμενη πλειοψηφία, λόγω της μεταφοράς μελών από άλλες οργανώσεις, την εμφάνιση ανεξάρτητης αριστερής πολιτικής κίνησης στο χώρο των εργαζομένων μαθητών και σπουδαστών όπου είχε αναπτυχθεί κατά την περίοδο 1961-1966 ένα ιδιαίτερα δυναμικό και πρωτότυπο μαζικό κίνημα[6] με επίκεντρο το Σ.Ε.Μ.Μ.Ε. στο πλαίσιο του οποίου εκδιδόταν μια αξιόλογη εφημερίδα η Μαθητική.
Η αποτυχία της προσπάθειας αυτής είχε σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. όσο και στη ΣΟ.ΣΥΝ., διότι συνέβαλε στην όξυνση των διαφωνιών στο εσωτερικό τους αναφορικά με τη μελλοντική τους πορεία και προσανατολισμό. Διαφωνίες που οδήγησαν στη διάλυσή της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. και σε κρίση την Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ.
4. Η Οργάνωση της Αντικαπιταλιστικής-Σοσιαλιστικής Συνειδητοποίησης (ΣΟ.ΣΥΝ.)
Η Οργάνωση της Αντικαπιταλιστικής-Σοσιαλιστικής Συνειδητοποίησης (ΣΟ.ΣΥΝ.) συγκροτήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960.[7] Η αφετηρία της διαμόρφωσής της τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν οι Παναγιώτης Γουλιέλμος (γεννήθηκε στη Λάγια της Μάνης το 1937, φοιτητής Μαθηματικής), Γιώργος Γιαννουλάτος (γεννήθηκε το 1937 στην Κεφαλονιά, ξυλογλύπτης), Νίκος Καλαποθαράκος (γεννήθηκε το 1939, σπουδαστής Ηλεκτρονικής) συνδέθηκαν με στενή φιλία στην Παλαιά Πεντέλη, όπου ζούσαν. Η Π.Πεντέλη τότε ήταν ένα είδος χωριού κοντά στην Αθήνα. Οι παιδικές τους μνήμες, όπως, άλλωστε των περισσότερων νέων εκείνης της εποχής, ήταν γεμάτες από τα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης, της πείνας, της εξαθλίωσης, όπως και των εμφυλιακών συγκρούσεων και διώξεων.
Σύντομα, οι σχέσεις τους μετεξελίχθηκαν από σχέσεις φιλίας με κοινά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις, σε μια μορφή πρωτόλειας οργάνωσης με άξονα τη μελέτη προοδευτικών βιβλίων, τον αθλητισμό, την αλληλεγγύη και το κοινό οικονομικό.
Σημαντική επίδραση στη θεωρητική διαμόρφωση και εξέλιξη του αρχικού πυρήνα της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ. είχαν οι επαφές του, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με τον προοδευτικό φιλολογικό και φιλοσοφικό κύκλο του Χαλανδρίου, ο οποίος αποτελούνταν από τους Γιάννη Καλιώρη, Μανώλη Λαμπρίδη, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο κ.ά.
Έτσι, με την υπόδειξή τους αρχίζει ο πρώτος πυρήνας να μελετάει συστηματικά μαρξιστικά φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά, πολιτικά και προοδευτικά λογοτεχνικά βιβλία. Εκείνη, ακριβώς, την περίοδο διαμορφώθηκε και η πεποίθηση των πρώτων μελών ότι μόνο η σοβαρή μαρξιστική κατάρτιση όπως και η ενεργητική συμμετοχή στο κίνημα, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις στον αγώνα για την κοινωνική αλλαγή και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.
Από τον Μάιο του 1958, ήδη, μοιράζοντας προεκλογικό υλικό της Ε.Δ.Α. είχαν έρθει σε επαφή με την οργάνωση της Ε.Δ.Α. Βορείων Προαστείων και τους εξόριστους, που είχαν επιστρέψει, και για τους οποίους έτρεφαν μεγάλο σεβασμό, διότι πίστευαν ότι θα ήταν πρότυπα γνώσης και αγωνιστικής ηθικής και από τους οποίους εκτιμούσαν ότι μπορούσαν να αποκομίσουν πολλά αγωνιστικά οφέλη. Στις επαφές που είχαν στη συνέχεια με τους υπεύθυνος της Ε.Δ.Α. της περιοχής διαπίστωσαν, αφενός, ότι το θεωρητικό τους επίπεδο ήταν ανεπαρκές και αφεταίρου, ότι η πρακτική τους χαρακτηριζόταν από έντονο εμπειρισμό.
Αποτέλεσμα, αυτών των διαπιστώσεων ήταν ότι άρχισαν να αναζητούν άλλες οργανώσεις με ανάλογο με το δικό τους προβληματισμό, όπως πίστευαν τότε ότι έπρεπε να υπάρχουν. Με τη μεσολάβηση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου ήρθαν σε επαφή με τους τροτσκιστές του Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη): Γιάννη Βερούχη, Γιώργη Δαλαβάγκα, Μίμη Λιβιεράτο κ.ά.
Από τις επαφές αυτές διαπίστωσαν ότι οι τροτσκιστές ήταν καλύτερα καταρτισμένοι από ό,τι τα στελέχη της Ε.Δ.Α. αλλά συγχρόνως διακατέχονταν από κάποια στειρότητα πολιτική. Οι επαφές και η δραστηριοποίηση με τους τροτσκιστές, αυτής της τάσης, τους έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσουν πλευρές και φορείς του ελληνικού επαναστατικού κινήματος, όπως την περίπτωση των αρχειομαρξιστών και του πιο αδύνατου σημείου τους που επικεντρωνόταν στη θέση τους «πρώτα μόρφωση και ύστερα δράση», του Σπάρτακου και τα γραπτά του Παντελή Πουλιόπουλου, κείμενα του Πάμπλο και άλλων τεταρτοδιεθνιστών καθώς, επίσης, και το περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα του Κορνήλιου Καστοριάδη και του Claude Lefort.
Στο διάστημα 1961-1963 η Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ. αναπτύσσεται αριθμητικά με γρήγορους ρυθμούς με τη στρατολόγηση νέων μελών,[8] πάντοτε νεαρής ηλικίας, όπως εργατών, εργαζόμενων μαθητών και φοιτητών. Η στρατολόγηση αυτή γινόταν σε κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους. Σε ό,τι αφορά τη στρατολόγηση φοιτητών και εργαζομένων μαθητών και σπουδαστών αυτή γινόταν σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις γραμμές της Ν.Ε.Δ.Α. Έτσι, τα μέλη της ΣΟ.ΣΥΝ. που προέρχονταν από τη Ν. της Ε.Δ.Α. και, αργότερα, από τη Δ.Ν.Λ αποκτούσαν διπλή οργανωτική ένταξη, την οποία οι φοιτητές διατήρησαν μέχρι τη δημιουργία της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. και την προσχώρησή τους σε αυτή.
Η αριθμητική αυτή αύξηση των μελών οδήγησε στον πολλαπλασιασμό των Εστιών που δημιουργούσε η ΣΟ.ΣΥΝ. σε διάφορες λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, όπως: Μπραχάμι, Παλαιό Φάληρο, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία, Άγιος Αρτέμιος, Πετρούπολη, Περιστέρι, Προφήτης Δανιήλ κ.ά. Στις Εστίες, οι οποίες αποτελούσαν βασικό θεσμό της ΣΟ.ΣΥΝ., διέμεναν τα μέλη που ήταν από την επαρχία και όσα δεν κατοικούσαν με τους οικείους τους. Στις Εστίες διαμορφώθηκε σύστημα κοινής συμβίωσης και συλλογικής και αλληλέγγυας αντιμετώπισης των πρακτικών πλευρών της ζωής, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσαν και τον παράνομο μηχανισμό της Οργάνωσης.
Στις Εστίες πραγματοποιούνταν οι συναντήσεις των Οργάνων, δηλαδή των πυρήνων της Οργάνωσης. Στα Όργανα, βασικό οργανωτικό κύτταρο της ΣΟ.ΣΥΝ., εντάσσονταν οι στρατολογούμενοι και ήταν, συνήθως, πενταμελή. Στο πλαίσιό τους διεξαγόταν το εκπαιδευτικό της Οργάνωσης και γινόταν ο προγραμματισμός και ο απολογισμός δράσης των μελών. Η σύνθεση των Οργάνων επιδιωκόταν να είναι μικτή από άποψη ειδικότητας των μελών, λ.χ., εργάτες, φοιτητές, μαθητές, ώστε να υπάρχει αλληλεπίδραση νοοτροπίας και δράσης. Τα Όργανα συντονίζονταν από τα μέλη του Κεντρικού Οργάνου.
Τα μέλη διακρίνονταν σε δόκιμα και τακτικά. Τακτικά γίνονταν τα μέλη που ολοκλήρωναν το εκπαιδευτικό της Οργάνωσης, το οποίο διαρκούσε από ενάμισι έως δύο χρόνια και εντάσσονταν σε Όργανα Μονίμων Μελών. Το εκπαιδευτικό της Οργάνωσης περιλάμβανε συστηματικά μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορικού υλισμού, πολιτικής οικονομίας και πολιτική ιστορία του διεθνούς και ελληνικού εργατικού κινήματος. Μια πρώτη σχετικά σύντομη κατάρτιση γινόταν και στη διάρκεια της στρατολογίας με ταυτόχρονη μελέτη πολιτικών και λογοτεχνικών βιβλίων.
Όταν τα μέλη αυξάνονταν τότε ορισμένα από αυτά συμμετείχαν, ανάλογα με τον χώρο δραστηριότητάς τους, παράλληλα και στα Τομεακά Όργανα. Έτσι, είχαν συγκροτηθεί το Φοιτητικό, το Μαθητικό και το Εργατικό Τομεακό.
Οι φοιτητές μέλη της ΣΟ.ΣΥΝ. δραστηριοποιούνταν, κυρίως στη Ν.Ε.Δ.Α. και στη Δ.Ν.Λ., από όπου είχε στρατολογηθεί η συντριπτική τους πλειοψηφία, και πρωτοστατούσαν μαζί με άλλα μέλη στις διαμάχες σε πανσπουδαστική, κυρίως, κλίμακα ανάμεσα στη ριζοσπαστική αντίληψη, που υποστήριζε το μεγαλύτερο μέρος της σπουδαστικής οργάνωσης και στη συμβιβαστική αντίληψη που υποστήριζε η καθοδήγηση της Ν.Ε.Δ.Α. και της Δ.Ν.Λ. ως προς το χαρακτήρα και τη στοχοθεσία του κινήματος. Ανάλογη ήταν και η περίπτωση των εργαζομένων μαθητών, μελών της ΣΟ.ΣΥΝ., τα οποία, όπως είδαμε, ανέπτυσσαν μια ουσιαστική και πρωτότυπη δραστηριότητα στο Σ.Ε.Μ.Μ.Ε. και στο νυχτερινό μαθητικό κίνημα. Οι εργάτες μέλη της ΣΟ.ΣΥΝ. ενεργοποιούνταν στους χώρους δουλειάς, στο Δ.Ε.Σ.Κ. και στα σωματεία τους. Σημαντική δραστηριότητα ορισμένα μέλη της ΣΟ.ΣΥΝ. ανέπτυσσαν στην Κίνηση Φ.Ν.Χ. και συμμετείχαν με άρθρα στο αξιόλογο περιοδικό της Κίνησης.[9]
Σταθμό στη διαμόρφωση και την εξέλιξη της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ., αποτέλεσε η συγκεκριμενοποίηση των πολιτικών της θέσεων και αντιλήψεων, στα τέλη του 1962, αναφορικά με το διεθνές και το ελληνικό εργατικό κίνημα, καθώς και για τη γενικότερη στρατηγική και τακτική που έπρεπε να εφαρμόζει το προοδευτικό κίνημα, δηλαδή, τη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής-σοσιαλιστικής συνειδητοποίησης σε ένα είδος προσχέδιου πολιτικής πλατφόρμας. Στην επεξεργασία και διατύπωση αυτών των αντιλήψεων και θέσεων συνέβαλε η εμπεριστατωμένη μελέτη των ιστορικοπολιτικών άρθρων του Αχιλλέα Γρηγορογιάννη στη Σοσιαλιστική Επιθεώρηση,[10] που ανήκε στη σοσιαλδημοκρατική Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε., σε συνδυασμό με τη συστηματική μελέτη των κειμένων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Λούξεμπουργκ, Τρότσκι, Στάλιν, Κροπότκιν, Πλεχάνωφ, Κάουτσκι, Μπερνστάιν, Μπουχάριν, Μπρεομπραζένσκι, Λουνατσάρσκι κ.ά.
Στο πλαίσιο αυτό αποσαφηνίστηκαν οι απόψεις της Οργάνωσης για τις τροτκιστικές και σταλινικές αντιλήψεις από κριτική οπτική γωνία, ενώ παρακολουθούσε και μελετούσε με προσοχή τα επαναστατικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Ταυτόχρονα αποσαφηνίστηκε και η αντίληψή της για τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο μετάβασης στο σοσιαλισμό και την οργάνωση της σοσιαλιστικής οικονομίας και κοινωνίας σε διαφορετική βάση από εκείνη της Ε.Σ.Σ.Δ. Αντίληψη που επικεντρωνόταν στο ότι οι μορφές μετάβασης και οικοδόμησης του σοσιαλισμού πρέπει να έχουν αυτοδιαχειριστικό και συνεταιριστικό χαρακτήρα και να βασίζονται σε διαδικασίες αυτοοργάνωσης και αυτοδιοίκησης των άμεσων παραγωγών και πολιτών.
Μάλιστα, στην προσπάθειά της για οικονομική αυτοδυναμία, που αποτελούσε θεμελιώδη θέση της, η Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ. προχώρησε στην ίδρυση αυτοδιαχειριζόμενης οικονομικής μονάδας παραγωγής σωλήνων για οικοδομές. Το Χυτήριο βρισκόταν στην περιοχή του Προφήτη Δανιήλ και σ’ αυτό εργάστηκαν και πολλοί φοιτητές μέλη της Οργάνωσης. Ταυτόχρονα, πέρα από τη συμμετοχή των μελών στο κοινό οικονομικό, αναπτύσσονταν και άλλες αυτοδιαχειριστικές οικονομικές δραστηριότητες, όπως συνεργεία οικοδομών κ.ά. Είναι ενδεικτική της ψυχολογίας των μελών της ότι λίγο καιρό πριν δολοφονηθεί ο Σωτήρης Πέτρουλας έδειχνε στους συντρόφους του με υπερηφάνεια τα τραύματα που του προκαλούσε το καλέμι όταν δούλευε στις οικοδομές.
Η επεξεργασία όλων αυτών των αντιλήψεων, μεθόδων και οργανωτικών αρχών και η γραπτή διατύπωσή τους μαζί με το εκπαιδευτικό, τη θέση για το συνδυασμό θεωρίας και πράξης και το οργανωτικό σχήμα που είχε διαμορφωθεί, αποτέλεσαν τη βάση και τις σταθερές της δράσης της ΣΟ.ΣΥΝ. Από το σημείο αυτό και πέρα την απασχολούσε όλο και περισσότερο η ανάγκη της συστηματικής μελέτης της ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας, όπως και το κρίσιμο ζήτημα του τρόπου της ανοιχτής εμφάνισης της Οργάνωσης, κυρίως, μετά το 1964, λόγω της εντεινόμενης κρίσης του προοδευτικού κινήματος και του φυλλορροήματος, ιδιαίτερα, της σπουδαστικής οργάνωσης της Ν.Ε.Δ.Α. και της Δ.Ν.Λ.
Ας δούμε, όμως, τώρα, μερικές από τις θέσεις και απόψεις της Οργάνωσης της Αντικαπιταλιστικής-Σοσιαλιστικής Συνειδητοποίησης. Θα ξεκινήσουμε βασιζόμενοι στο πολιτικό προσχέδιο της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ., το οποίο υπάρχει στα αρχεία της Ε.Μ.Ι.Α.Ν. (Συλλογή Μάκη Παπούλια και Σπύρου Βεντουράτου), από την αντίληψή της για τις σχέσεις μαρξισμού και εργατικού κινήματος όπως και τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης από τις οποίες αναδεικνύεται η μεγάλη σημασία που απέδιδε, ως Οργάνωση, στον ιδεολογικό παράγοντα.
Στο προσχέδιο αυτό αναφερόταν: «Η πρωτοποριακή ιδεολογία σε μια κοινωνία γίνεται η ιδεολογία της προοδευτικής τάξης (…). Ο μαρξισμός αποτέλεσε πραγματικά τη θεωρία του εργατικού κινήματος και το εργατικό κίνημα την πρακτική του μαρξισμού (…). Ο Μαρξ, διατύπωσε τη γνώμη, πως ήταν δυνατό στο προλεταριάτο, ενώ ακόμα διαρκεί η ιστορικά ώριμη αστικοδημοκρατική επανάσταση, να ολοκληρωθεί με την προλεταριακή (…). Πίστευε, δηλαδή, μ’ αυτή του την άποψη, που ονομάστηκε «θεωρία της διαρκούς επανάστασης», πως η, χάρη στην ύπαρξη πιο προηγμένων χωρών, σχετικά ώριμη κοινωνική συνείδηση, ήταν μπορετό να καθιερώσει κοινωνικούς θεσμούς, που αντιστοιχούν σ’ ανώτερο επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων· και αυτό αποτελεί απόδειξη της σημασίας, που απόδιδε στον ιδεολογικό παράγοντα».
Για να σχηματίσουμε μια κάπως πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις γενικότερες αντιλήψεις της οργάνωσης αυτής θα παραθέσουμε, επίσης την άποψή της για την Παρισινή Κομμούνα και τις προεκτάσεις της. Στο προσχέδιό της αναφερόταν: «Το 1871 είναι μια χρονολογία-ορόσημο για το εργατικό κίνημα, ξεσπάει η πρώτη (και δυστυχώς η μόνη) σοσιαλιστική επανάσταση (…). Μπορεί η Κομμούνα του Παρισιού να χαρακτηριστεί σαν ένα πρόωρο ιστορικό φαινόμενο;» Η απάντηση είναι πως όχι διότι αν και ο καπιταλισμός βρισκόταν ακόμη στην ανοδική του πορεία και «δεν είχαν ακόμα φανεί οι καταστροφικές για την ανθρωπότητα εσωτερικές του αντιφάσεις… η Κομμούνα αποδείχνει πως μολαταύτα μια αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική επανάσταση, γίνεται γεγονός και σ’ αυτές ακόμα τις συνθήκες, χωρίς φυσικά να λείπει το υλικό αίτιο… και αυτό δεν είναι άλλο από τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, που εκμεταλλευόμενος την εργατική τάξη, την οδηγεί μετά τη συνειδητοποίηση αυτής της εκμετάλλευσης σ’ επαναστατικές εκρήξεις».
Από τα αποσπάσματα αυτά όπως και από άλλα πολυάριθμα σημεία του Προσχέδιου διαπιστώνεται η σημασία, που η οργάνωση αυτή έδινε στον καθοριστικό ρόλο του ιδεολογικού παράγοντα[11] διότι θεωρούσε ότι «ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, μέσω των παραγωγικών του σχέσεων, μέσω των κοινωνικών του θεσμών και με την ιδεολογική κυριαρχία των εκμεταλλευτών εμποδίζει να δουν οι εκμεταλλευόμενοι τη ζωή τέτοια που είναι».
Ειδικότερα, στο Προσχέδιο αναφερόταν εμφαντικά ότι «χωρίς την αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική συνειδητοποίηση του μεγάλου μέρους των εργαζομένων, χωρίς επίπονη δουλειά για ιδεολογική χειραφέτηση απ’ την ιδεολογική επιρροή της άρχουσας τάξης, χωρίς την επίγνωση, πως ο καπιταλισμός είναι η πηγή όλων των δεινών της ανθρωπότητας, χωρίς όλ’ αυτά, δεν έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε σε μια άνοδο του κινήματος (…). Νομίζουμε, πως ένα πλήθος γεγονότων, που αποδείχνουν, πως η ιδεολογική καθυστέρηση απέβη καταστροφική για το κίνημα, συντείνουν στο να ωριμάσει επιτέλους η αναγνώριση πως αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την ευνοϊκή εξέλιξη του κινήματος».
Πρέπει να διευκρινιστεί σχετικά, διότι είναι σημαντικό, ότι ως αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική συνειδητοποίηση δεν εθεωρείτο, μόνο, η προπαγανδιστική διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών, αλλά, κυρίως, η συστηματική προσπάθεια ανύψωσης της κοινωνικής συνείδησης σε επίπεδο αντίστοιχο με την αντικειμενική κοινωνική κατάσταση. Προϋπόθεση δε, για την πραγμάτωση της αντικαπιταλιστικής-σοσιαλιστικής συνειδητοποίησης των μαζών, ήταν η ύπαρξη ενός «υλικού μηχανισμού», σχέσεων και θεσμών, ο οποίος θα αποτελείτο από σοσιαλιστικά συνειδητοποιημένους αγωνιστές, διότι, «το πρόβλημα της σοσιαλιστικής αλλαγής είναι βασικά πρόβλημα οργάνωσης», κατάλληλων σχέσεων και θεσμών, και μέσω αυτών συνειδητοποίησης. Με τον τρόπο αυτό το προοδευτικό κίνημα γίνεται πραγματικά ο φορέας νέων μορφών κοινωνικής ζωής. Δηλαδή, μέσω αυτής της ζωντανής διαδικασίας παρεμβαίνει στη λαϊκή ζωή, προωθεί εναλλακτικές μορφές τρόπου ζωής, σχέσεων, θεσμών, νοοτροπιών, αξιών και αντιλήψεων με αποτέλεσμα ο σοσιαλισμός να μην είναι μόνον ιδεολογική και πολιτική άρνηση του καπιταλισμού, αλλά άμεσα ζωντανή, καθημερινή πρακτική με στόχο την εναλλακτική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας με αυτοδιαχειριστικές, συνεταιριστικές, αυτοδιοικητικές και άλλες μορφές οργάνωσης.
Τέλος, θα αναφέρουμε και μερικές από τις εκτιμήσεις της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ. για ορισμένες πλευρές και οργανωτικά μορφώματα, του ελληνικού προοδευτικού και εργατικού κινήματος όπως διατυπώνονται στο πολιτικό προσχέδιό της στην ενότητα με τίτλο: «Περιπτώσεις από το ελληνικό εργατικό κίνημα», που περιλαμβάνεται στο κείμενο «Το εργατικό κίνημα από θεωρητική άποψη».
Στην ενότητα αυτή αναφέρεται ότι στην «περίοδο του μεσοπολέμου έχουμε εθνικά και διεθνώς νέες κομμουνιστικές οργανώσεις και αυτό αποτελεί μια από τις αποδείξεις των ελλείψεων και αδυναμιών της Γ΄Διεθνούς. Οι νέες κομμουνιστικές οργανώσεις είναι από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής τους «αιρετικές» και μοιραία σ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής τους υφίστανται ισχυρή πίεση από το επίσημο κίνημα κατηγορούμενες σαν διασπαστικές και προδοτικές κι ακόμα δυσκολεύονται να στρατολογήσουν μέλη μιας και είναι υποχρεωμένες ν’ αποδείξουν σ’ αυτά το ιστορικά αναγκαίο της εμφάνισής τους κάτω από τις ελλείψεις του επίσημου κινήματος».
Για το Αρχείο του Μαρξισμού, δηλαδή για την Οργάνωση των αρχειομαρξιστών, υποστηριζόταν ότι: «Η Ελλάδα διεκδικεί, από όσο τουλάχιστο ξέρουμε γι’ αυτή την περίοδο, την τιμή πως σ’ αυτή πρωτοφάνηκε κομμουνιστική οργάνωση, που να αποδίδει στον ιδεολογικό παράγοντα τη σημασία που του αρμόζει». Οι ιδρυτές του Αρχείου αν και διαπίστωναν την ανάγκη της «ταξικής και πολιτικής διαπαιδαγώγησης, δεν κατάφεραν τελικά να πετύχουν», διότι ο «τρόπος που αντιλήφθηκαν την ιδεολογική χειραφέτηση του λαού (πρώτα μόρφωση και ύστερα δράση) έκφραζε τον ιδεολογικό διαχωρισμό θεωρίας και πράξης και υπογραμμίζουμε για τον μελετητή, πως η ιδεολογία των εκμεταλλευτών αποτρέποντας την ταύτιση της συνείδησης με το είναι κατάφερε και σ’αυτή την περίπτωση να αποτύχει η προσπάθεια των εκμεταλλευόμενων». Η μη ορθή «αντίληψη για τη σχέση θεωρίας-πράξης, η υπερεκτίμηση της σημασίας της πρώτης είναι ο συνεχής κακός δαίμονας της προσπάθειας των Αρχειομαρξιστών», οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονταν «πως η θεωρία δεν είναι παρά η γενίκευση της πραχτικής, ότι ο ρόλος της είναι να μας βοηθά να οργανώσουμε σωστά την πραχτική μας». Έτσι, οι αρχειομαρξιστές με το να υπερεκτιμούν τον ιδεολογικό παράγοντα οδηγούνταν στο «να πραγματώνουν με τη σκέψη τους ότι ήταν δύσκολο» να επιτυγχάνουν στη ζωή με αποτέλεσμα να «οδηγούνται όχι τόσο σε επίδραση πάνω στην κοινωνική πορεία μέσω της πολιτικής πάλης, αλλά στην πραγμάτωση θεσμών που είχαν επιβάλει στους εαυτούς τους και που είχαν αντιφατική μόνο σχέση με τον επιδιωκόμενο τελικό σκοπό (…). Το Αρχείο όχι μόνο δεν κατάφερε να γίνει μοχλός για κοινωνική ανατροπή χάρη στη λαθεμένη εκτίμηση της σχέσης: θεωρίας-πράξης, αλλά δεν κατάφερε να δώσει ούτε ένα μεγάλο μαρξιστή διανοούμενο».
Η Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ. εκτός από τη μελέτη και κριτική της περίπτωσης των αρχειομαρξιστών ασχολήθηκε και με την περίπτωση της Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε. Σε αυτό βοηθήθηκε από την εξεύρεση σε παλαιοβιβλιοπωλεία, όπου έψαχνε συστηματικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με αρχές του 1960 μαρξιστικά βιβλία, των τευχών της Σοσιαλιστικής Επιθεώρησης. Από τις Επιθεωρήσεις αυτές μελέτησε, όπως, ήδη, αναφέρθηκε, τα άρθρα του Αχιλλέα Γρηγορογιάννη για το εργατικό κίνημα. Τα άρθρα αυτά ήταν επηρεασμένα από τις αντιλήψεις και τις θέσεις της Λούξεμπουργκ, του Κορς, του Μπάουερ και γενικότερα του κεντροευρωπαϊκού μαρξισμού και της βραχύβιας Δυόμισι (2 ½) Διεθνούς.
Στην ίδια ενότητα διαβάζουμε: «Μία άλλη σοβαρή προσπάθεια μέσα στο ελληνικό κίνημα ήταν η προσπάθεια της Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε. (…). Η Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε. ήταν υποχρεωμένη να δράσει, σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτήν συνθήκες, γιατί αφ’ενός η επίσημη ηγεσία του κινήματος, το Κ.Κ.Ε., κυριολεκτικά κυριαρχούσε πάνω στις μάζες, χάρις σε μια σειρά ειδικούς λόγους, και, αφ’ετέρου το εσωτερικό της ανάδεινε σοσιαλδημοκρατικές αναθημιάσεις (…). Πραγματικά ο κακός δαίμονας της Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε. ήταν η οργανωτική συνένωση ετερογενών στοιχείων, με αριθμητική υπεροχή των Σοσιαλδημοκρατών.
Η Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε. μέσω του θεωρητικού της οργάνου της Σοσιαλιστικής Επιθεώρησης (…) υποστήριξε στο πρόσωπο του Αχ.Γρηγορογιάννη, την ανάγκη ενός νέου σοσιαλιστικού ρεύματος που να αξιοποιήσει την πείρα του μεσοπολέμου και να τραβήξει καινούργιους δρόμους. (…Αναγνωρίζοντας) πως τουλάχιστον για τις προηγμένες χώρες η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί παρά να είναι προϊόν της σοσιαλιστικής συνειδητοποίησης.
Δυστυχώς η Ε.Λ.Δ.-Σ.Κ.Ε. στελεχωμένη κατά βάση με από καθέδρας σοσιαλιστές, ανίκανους να συλλάβουν τη λαϊκή ψυχολογία και να επιτύχουν μια γόνιμη επαφή με τα πρωτοπόρα λαϊκά στοιχεία, δεν κατάλαβε τούτο το σημαντικό όσο και απλό: πως «νέο ρεύμα απαιτεί και νέα οργάνωση». Πίστευαν «πως από τις αριστερές πτέρυγες και τις νεολαίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θα εκπηγάσουν τα νέα πρωτοπόρα σοσιαλιστικά κόμματα και δεν κατάλαβαν καθόλου τη διαβρωτική επίδραση που εξασκεί το γενικό κλίμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα μέλη τους».
Ιδιαίτερη σημασία η Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ. έδινε στην περίοδο 1940-1949, και ειδικότερα στην «επανάσταση 1944-49», όπως χαρακτήριζε την περίοδο αυτή. Στο πλαίσιο αυτό τόνιζε ότι εκτός από τις γενικότερες διεθνείς συνθήκες και την πορεία του διεθνούς κινήματος που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στις εκτιμήσεις μας πρέπει να αποδίδεται η «σημασία που αρμόζει στις ειδικές συνθήκες» γιατί αυτές είναι δυνατό να καθορίζουν «όχι μόνο τη μορφή, αλλά και το περιεχόμενο των σχετικών εξελίξεων».
Έτσι, υποστήριζε ότι ο ηρωισμός του ελληνικού λαού την περίοδο της κατοχής και της αντίστασης αποτελούσε «μια τεράστια ιδεολογική δύναμη στα χέρια του ελληνικού κινήματος που συγκινούσε τη διεθνή “κοινή γνώμη”… στην πορεία της πάλης για την εθνική του λευτεριά ο λαός της Ελλάδας οργανώθηκε και γνωρίστηκε με το Κ.Κ. της χώρας του. Με την αποχώρηση των ναζιστών ήταν διάχυτο το αντιπολεμικό, αντιφασιστικό και αντιμοναρχικό αίσθημα στην πολιτική ατμόσφαιρα του τόπου. Η αναμονή μιας ακαθόριστης μεταλλαγής της κοινωνικής ζωής συνείχε τις ελληνικές και αλλοεθνείς μάζες…Κι ενώ τέτοια ήταν η κατάσταση, το ελληνικό κίνημα δεν είχε χαράξει μια σταθερή πορεία, με αποτέλεσμα να καταλήξει το ’49 σε οδυνηρή για το λαό μας ήττα».
Αλλά ποιες ήταν οι δυνατές κατευθύνσεις που έπρεπε να ακολουθήσει, δίχως ταλαντεύσεις, το κίνημα τότε; Σύμφωνα με τις απόψεις της ΣΟ.ΣΥΝ. αυτές ήταν δύο: Η συγκρουσιακή και η συμβιβαστική.
Στο πλαίσιο της πρώτης κατεύθυνσης , της συγκρουσιακής, την οποία αποκαλούσε «πολεμική», «έπρεπε να είχε καταβληθεί μια επίμονη προσπάθεια πλατιάς διάδοσης της άποψης ότι το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και συγκεκριμένα το Ε.Α.Μ. ήταν η μόνη οργάνωση, που (…) κανείς δεν μπορούσε ν’ αμφισβητήσει το κύρος της …αμέσως κατόπιν το κίνημα έπρεπε να διενεργούσε ένα δημοψήφισμα που θα έδινε στο Ε.Α.Μ. πολιτική χροιά, κοντά στην αναγνώρισή του σαν της μόνης νόμιμης δύναμης στη χώρα…Όταν κι αυτό θα είχε συντελεστεί δεν θα απέμενε πια παρά η απαγόρευση της εισόδου «συμμαχικών» στρατευμάτων στη χώρα με το αιτιολογικό της μη χρησιμότητάς τους (…). Δεν είμαστε (φυσικά) τόσο αφελείς, ώστε να πιστέψουμε πως ο αγγλικός ιμπεριαλισμός δεν θα αποτολμούσε, και μετά τις πάρα πάνω ενέργειες του εδώ κινήματος, μια απόβαση στρατευμάτων, αφού η χώρα μας ανήκε στη «σφαίρα επιρροής» της Αγγλίας…αλλά και δεν μπορούμε να απαλείψουμε εντελώς την πιθανότητα, πως όταν τα αγγλικά στρατεύματα θα συναντούσαν εδώ μια λυσσαλέα αντίσταση, όταν θα θρηνούσαν εκατοντάδες και χιλιάδες νεκρούς, όταν θα ξαφνιαζόταν και θα αφυπνιζόταν ο αγγλικός λαός και η διεθνής κοινή γνώμη, μέσα στο γενικό αντιπολεμικό κλίμα της εποχής και από την εξέχουσα θέση που είχε καταλάβει η Ελλάδα στον αντιναζιστικό αγώνα, ότι ο αγγλικός στρατός θα αναγκαζόταν τελικά να υποχωρήσει και να ξημέρωνε η πρώτη σοσιαλιστική μέρα στη χώρα μας…
Αλλά κι αν δεν γινόταν έτσι, αν ο αγγλικός ιμπεριαλισμός ωμά και απροκάλυπτα προσπαθούσε να υποτάξει τη χώρα με κάθε μέσο, το εδώ κίνημα θα είχε τη δυνατότητα να διαλέξει ένα σκληρό και μακροχρόνιο αγώνα, που θα το ένωνε με αδιάσπαστες ρίζες αίματος με τον ελληνικό λαό και θα καθιστούσε την αριστεροποίησή του μόνιμη…».
Στο πλαίσιο της δεύτερης κατεύθυνσης, της συμβιβαστικής, την οποία αποκαλούσε «ειρηνική», το κίνημα «θα έπρεπε να επεδίωκε το μετασχηματισμό του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος σε κοινωνική και πολιτική δύναμη και να συνένωνε πλατιές λαϊκές μάζες κάτω από ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης της χώρας.
Το Κ.Κ.Ε. θα έπρεπε να διαχυθεί μέσα σ’ αυτή την πλατιά προσπάθεια και να την καναλιζάρει, θα έπρεπε να προβάλει ένα minimum πρόγραμμα λαϊκών διεκδικήσεων, κυρίως, αστικοδημοκρατικού αλλά και σοσιαλιστικού περιεχομένου…
Με τέτοιες ενέργειες η θέση της αστικής τάξης της χώρας θα καθίστατο εξαιρετικά δυσχερής…Κάθε προσπάθειά της για αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, που θα συνεπαγόταν πτώση του βιοτικού επιπέδου του λαού, θα προσέκρουε σε μια ισχυρή μαζική αντίσταση και θα την απογύμνωνε κοινωνικά. Ακόμα θα συντελούσε στη διεύρυνση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού ρεύματος και θα βελτίωνε συνεχώς τη θέση του Κ.Κ.Ε.(…).
Έτσι, είτε αλλιώς, η ανάπτυξη του κινήματος στη χώρα μας θα ήταν βέβαια και θα συνέτεινε στο να ωριμάσουν σοσιαλιστικά οι μάζες και να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για πιθανές μελλοντικές εξελίξεις κοντά στο γεγονός πως θα εξασφαλίζονταν για το λαό μας ένα αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο και ένα καθεστώς με δημοκρατικές ελευθερίες…
Αν ακολουθιόταν η «πολεμική» κατεύθυνση θα είχαμε στην καλύτερη περίπτωση το σοσιαλισμό και στη χειρότερη ένα λαό αριστεροποιημένο και συνδεμένο με το κίνημα με αίμα…αν ακολουθιόταν η «ειρηνική» θα είχαμε ένα αναπτυγμένο δημοκρατικό σοσιαλιστικό κίνημα και καλούς όρους διαβίωσης… Αλλά τι έχουμε στην πράξη; άθλιους όρους διαβίωσης και κυρίως ένα κίνημα εξασθενημένο αναγκαστικά κάτω από την ήττα του, τα λάθη του, το διασυρμό του, την κατασυκοφάντησή του…αυτό σημαίνει ότι εκείνοι που το διεύθυναν δεν είχαν σαφή εικόνα της διεθνούς κατάστασης (…και) κινήθηκαν, έτσι, εμπειρικά με αποτέλεσμα να φτάσουμε εδώ που είμαστε… Φυσικά αυτό δεν είναι χωρίς αιτία… η γενική εμπειρική πορεία του κινήματος και η «αποστολή» των Κ.Κ. να πραγματώνουν κατά γράμμα τις εντολές της Διεθνούς έχουν κάποια σχέση με τα εδώ αποτελέσματα και την ανικανότητα της ελληνικής ηγεσίας για αποτελεσματική αυτενέργεια…
Το κίνημα δεν μπόρεσε να σταθεί με σταθερότητα στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση…ξεγελιόταν από την αστική τάξη και προέβαινε σε ενέργειες που αποτελούσαν την καταστροφή του…διέγραψε ένα ζικ-ζάκ πότε στη μία και πότε στην άλλη ταχτική, διασύρθηκε, εξασθένησε κι όταν πια κατάλαβε πως η αστική τάξη είναι αποφασισμένη να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της ως την έσχατη συνέπεια, οδηγείται τελικά στην υιοθέτηση της «πολεμικής» κατεύθυνσης (δεύτερο αντάρτικο) αλλά δυστυχώς αργά και ύστερα από σημαντική απώλεια δυνάμεων πλέον…».
Μετά τις αναφορές μας αυτές, κλείνοντας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Οργάνωση της Αντικαπιταλιστικής-Σοσιαλιστικής Συνειδητοποίησης (ΣΟ.ΣΥΝ.) ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα των ελλαδικών συνθηκών καθώς και έργο νέων εργατών, φοιτητών, σπουδαστών και εργαζομένων μαθητών, η ηλικία των οποίων κυμαινόταν μεταξύ 16 και 25 ετών. Δηλαδή, επρόκειτο για ένα καθαρά νεολαιίστικο δημιούργημα, που βασιζόταν αποκλειστικά στην ελληνική πραγματικότητα σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από την αυτόνομη και δυναμική παρέμβαση της νεολαίας στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ: Η μελέτη αυτή αποτελεί ανεπτυγμένη μορφή ανακοίνωσης του Ηλία Νικολόπουλου, που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ) που διεξήχθη στην Αθήνα στο Αμφιθέατρο «Αντώνης Τρίτσης» στις 9-11 Δεκεμβρίου 2016 με τίτλο: «Η Νεολαία της ΕΔΑ(Ν.ΕΔΑ)».
[1] Σχετικά, βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Ιουλιανά 1965. Οι κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της κρίσης» στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945-1967), Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα, 1994, σ.714-733 και Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης «Διεκδικήσεις και κινήματα στην ελληνική δεκαετία του ’60: Η πρόκληση της θεωρητικής αξιοποίησης», π. Αναδρομές, τχ.1 (Δεκέμβριος 2010), Ε.Μ.Ι.Α.Ν., σ. 7-28.
[2] Βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Ιουλιανά…», ό.π., σ.727-781 και Γιώργος Α. Χατζόπουλος, «Η πολιτική αφάνεια μιας γενιάς (Η διαδικασία της αχρήστευσης)», εφ. Ελευθεροτυπία, 1/4/2005.
[3] Στοιχεία για τη ζωή, την προσωπικότητα, τη δράση, τις απόψεις και την οργανωτική ένταξη του Σωτήρη Πέτρουλα, βλ: Αφιέρωμα στο Σωτήρη Πέτρουλα, Έκδοση Πανσπουδαστικής Δημοκρατικής Κίνησης «Σωτήρης Πέτρουλας», Αθήνα, 1965. Ηλία Νικολόπουλου, «Δέκα χρόνια από τη δολοφονία του Αγωνιστή Σωτήρη Πέτρουλα», π. Αγωνιστής, τχ. 16 (Ιούλιος, 15-30, 1975), σ.19-21. Μάκη Παπούλια, «Αναφορά στη μνήμη του Σωτήρη Πέτρουλα», εφ. Η Αυγή, 20 Ιουλίου 1975, σ.3 και 10.Ω, «Ποιος ήταν, τι πίστευε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Σκιαγραφία από ένα φίλο και συναγωνιστή του», εφ. Τετράδιο, φ. 13 (Ιούλιος-Αύγουστος 1975), σ. 1 και 11. Τα στοιχεία στο Τετράδιο δόθηκαν από τον Ηλία Νικολόπουλο και αποδόθηκαν από τον Δημ.Γκιώνη, τον Φώντα Λάδη και τη Λήδα Μοσχονά. Γιώργου Χατζόπουλου, «Εφτά γράμματα του Σωτήρη Πέτρουλα», π. Αντί, τχ. 209 (Ιούνιος 1981) σ.23-25, όπως και τις αποφάσεις του Κ.Σ. της Δ.Ν.Λαμπράκη για την περίπτωση του Μάκη Παπούλια και του Σωτήρη Πέτρουλα, στο ίδιο, σ.26-27. Στα γράμματα αυτά του Σωτήρη Πέτρουλα υπάρχουν χρήσιμα στοιχεία για τις ριζοσπαστικές απόψεις που είχαν τα μέλη της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ. όπως και άλλα μέλη της σπουδαστικής οργάνωσης της Ν.Ε.Δ.Α. και της Δ.Ν.Λ. καθώς και άλλοι αγωνιστές για κρίσιμα ζητήματα του φοιτητικού, του νεολαιίστικου και γενικότερα του προοδευτικού κινήματος. Στην απόφαση (9/3/1965) του Κ.Σ. της Δ.Ν.Λ. για το Σωτήρη Πέτρουλα αναφέρεται ότι «οι ευθύνες του φ. Σ.Π. δεν είναι ίδιες με το Μ.Π. που αποτελεί το κέντρο, τον εγκέφαλο της διαβρωτικής δραστηριότητας» και «ότι ο φ. Σ.Π. (…) δεν πιστεύει στην ίδια την οργάνωση και τη γραμμή της (…) το Κ.Σ. αποφασίζει: α) Να επιβάλει στον φ. Σ.Π. την ποινή της βαριάς μομφής (…) γ) Θεωρεί ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εισηγητής των θέσεών-μας στην προσυνεδριακή δουλειά της οργάνωσης, και δ) θεωρεί επίσης, ότι δεν μπορεί να παίξει καθοδηγητικό ρόλο σε μια οργάνωση (…) στης οποίας την γραμμή δεν πιστεύει». Στην απόφαση (9/3/1965) για τον Μάκη Παπούλια αναφέρεται ότι «ο Μ.Π. όλα τα τελευταία χρόνια (…) ανέπτυσσε δραστηριότητα με σκοπό την υπονόμευση του κύρους και της γραμμής της οργάνωσης» και ότι «τον τελευταίο χρόνο και ιδιαίτερα μετά τη συγχώνευση και τη δημιουργία της ΔΝΛ αυτή η δραστηριότητα του Μ.Π. (…) εντάθηκε και κορυφώθηκε (…). Το Κ.Σ. της Οργάνωσης (…) θεωρεί ότι δεν πρόκειται για την περίπτωση ενός μέλους-μας παραπλανημένου που κάνει λάθη, αλλά για στοιχείο που δρα συνειδητά (…) χωρίς καμιά ελπίδα διόρθωσης-του, γι’ αυτό το λόγο, αποφασίζει: Την διαγραφή-του από τις τάξεις της Οργάνωσης».
Διευκρινίζεται ότι τόσο ο Μάκης Παπούλιας όσο και ο Σωτήρης Πέτρουλας ποτέ δεν έκρυψαν τις ριζοσπαστικές τους απόψεις τις οποίες διατύπωναν στα όργανα της Οργάνωσης όπως και την κριτική τους απέναντι στην υποχωρητική και συμβιβαστική τακτική που ακολουθούσε η καθοδήγηση της Ν.Ε.Δ.Α. και της Δ.Ν.Λ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η οργάνωση της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. στην οποία ανήκαν με απόφασή της, στις 16/3/1965, η οποία λήφθηκε παμψηφεί, δεν δέχθηκε τις σχετικές αποφάσεις και ζήτησε την ανάκλησή τους. Στην απόφαση αυτή της «Συνδιάσκεψης της οργάνωσης της ΔΝΛ της ΑΣΟΕΕ», στο ίδιο, σ.27, αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι θεωρεί «απαράδεκτη την υποψία για τροτσκιστικές ιδέες που αποδίδεται στον φ. Μάκη Παπούλια και κατ’ επέκταση στον φ. Σωτήρη Πέτρουλα» και θεωρεί ότι «η ενέργεια του ΚΣ δεν είναι πλανημένη και (δεν) στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση στοιχείων, αλλά ενέχει πολιτική σκοπιμότητα». Και ότι οι «τέτοιες αποφάσεις του ΚΣ είναι απόδειξη της λαθεμένης νοοτροπίας που επικρατεί στην αντιμετώπιση των αντίθετων απόψεων». Ζητά δε «την αποκατάσταση των δύο φίλων, μαζί με την αυτοκριτική του ΚΣ για αυτές τις αποφάσεις». Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αποφάσεις αυτές δεν γινόταν καμία αναφορά στην ουσία των αντιλήψεων φορείς των οποίων ήταν οι Σωτήρης Πέτρουλας και Μάκης Παπούλιας. Πρέπει να αναφερθεί σχετικά ότι την περίοδο της δολοφονίας του ο Σωτήρης Πέτρουλας προβληματιζόταν μαζί με άλλους συντρόφους και συναγωνιστές του πάνω στους τρόπους εμφάνισης ενός νέου φορέα της Αριστεράς που θα συνέβαλε, με βάση τη μαρξιστική θεωρία και μεθοδολογία και την εμπειρία, θετική και αρνητική, του λαϊκού μας κινήματος στην υπέρβαση της κρίσης του, η οποία επιδεινωνόταν εξαιτίας της αδιέξοδης στρατηγικής και τακτικής όπως και του μη δημοκρατικού τρόπου λειτουργίας της Ε.Δ.Α. και της Δ.Ν.Λ. Λίγο καιρό πριν τη δολοφονία του οι σχετικοί προβληματισμοί και αναζητήσεις είχαν προσανατολιστεί στην ανάγκη έκδοσης ενός θεωρητικού και πολιτικού περιοδικού καθώς και στην αναγκαιότητα δημιουργίας αριστερής πολιτικής κίνησης.
[4] Λεπτομέρειες και στοιχεία για τη δολοφονία και την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα, βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Αφιέρωμα στο Σωτήρη Πέτρουλα», π. Αγωνιστής, τχ.35 (15-31 Αυγούστου 1976), σ.16-18. Επίσης, βλ. Δημήτρης Λιβιεράτος, «Το χρονικό του Ιουλίου 1965», στο Δ.Λιβιεράτος, Γ.Καραμπελιάς, Ιούλης ’65. Η έκρηξη, Κομμούνα, Αθήνα, 1985, σ.25-27. Το χρονικό αυτό δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο 1965. Είναι χαρακτηριστικό του πνεύματος και των αντιλήψεων του Σωτήρη Πέτρουλα και των συντρόφων του της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ. ότι στον επικήδειο που διάβασε ο Μάκης Παπούλιας τη στιγμή της ταφής του Σωτήρη στο Α΄Νεκροταφείο τονιζόταν ότι: «Ο Σωτήρης ήτανε πιστός μαχητής της κοινωνικής αλλαγής, που είχε σπάσει τους δεσμούς του με κάθε παλιό σύμβολο…». Αξίζει να επισημανθεί ότι η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα, μαζί με την κάθοδο του Γ.Παπανδρέου από το Καστρί, αποτέλεσαν τις δύο κορυφαίες, από πλευράς μαζικότητας, εκδηλώσεις. Η πρώτη ήταν της τάξης των 500.000 περίπου διαδηλωτών και η δεύτερη του 1.000.000 περίπου. Τα συνθήματα που κυριάρχησαν στην κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα ήταν: «Δημοψήφισμα», «ο Στρατός με το Λαό», «Εκδίκηση», «Αθάνατος», «1.1.4.» «Δεν περνάει ο φασισμός», «Έξω οι Αμερικάνοι», «Ο Σωτήρης Ζει».
[5] Σχετικά, βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Θεσμική κρίση και πολιτική στράτευση», π. Τετράδια, τχ. 50-51 (φθινόπωρο 2005), σ.55-65, και Μάκης Παπούλιας, «Η αντιπολίτευση στη νεολαία Λαμπράκη: Η παρέμβαση της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ.», Το δελτίο της ΕΜΙΑΝ, τχ. 2 (Ιούλιος 2005), σ.28-31. Διευκρινίζεται ότι τα ντοκουμέντα της ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. «Σωτήρης Πέτρουλας», βρίσκονται στα αρχεία της Ε.Μ.Ι.Α.Ν. στους σχετικούς φακέλους της Συλλογής των Μάκη Παπούλια και Σπύρου Βεντουράτου, πρώην μελών του Κεντρικού Οργάνου της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ. Διευκρινίζεται ότι τα αναφερόμενα στο βιβλίο: Η Νεολαία Λαμπράκη τη δεκαετία του 1960, Ι.Ν.Ε του Ε.Ι.Ε., σ.103, σημ. 159, δεν έχουν καμία, απολύτως, σχέση με την ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. Πρόκειται για κείμενο των γνωστών υπηρεσιών και των συνεργατών τους, που ανήκουν στους παρακρατικούς μηχανισμούς, το οποίο βρίθει ανακριβειών σχετικά με τη ζωή και τις απόψεις του Σωτήρη Πέτρουλα. Η ΠΑΝ.ΔΗ.Κ. είχε εκδώσει τότε ανακοίνωση και κατήγγειλε το κείμενο αυτό και τις ανακρίβειες που περιείχε. Εντύπωση είχε προκαλέσει η «βιασύνη» του Δ.Ψαθά να δώσει στη δημοσιότητα και να προβάλει από τις στήλες της εφημερίδας Τα Νέα ολόκληρο το άθλιο αυτό κείμενο. Σχετικά, βλ. Δ.Ακρινός (Γιώργος Χατζόπουλος), «Μια άθλια επιχείρηση και οι «άθλοι» του Δ.Ψαθά», π. Φ.Ν.Χ., τχ. 9 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1966), σ. 692-694.
[6] Η Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ., όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, στο πλαίσιο της οργανωτικής της δομής και λειτουργίας, επειδή διέθετε σημαντικές δυνάμεις και επιρροή στο νυχτερινό μαθητικό κίνημα, στο Σ.Ε.Μ.Μ.Ε. και στην εφημερίδα «Μαθητική», είχε συγκροτήσει Τομεακό Όργανο νυχτερινών μαθητών. Στο Τομεακό αυτό Όργανο, σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία του Αργύρη Τσακόγιαννη που έχει ο γράφων, συμμετείχαν οι: Κώστας Αγγελόπουλος, Γιώργος Βοϊκλής, Κώστας Καραμπίνης (;), Τάσος Παπαδόπουλος, Αντώνης Πατέλης (;), Αργύρης Τσακόγιαννης και Γιάννης Τσαχάς. Το όργανο αυτό το καθοδηγούσε εκ μέρους του Κεντρικού Οργάνου της ΣΟ.ΣΥΝ. ο Μάκης Παπούλιας. Στο πλαίσιο του Τομεακού Οργάνου των μαθητών της νύχτας γινόταν επεξεργασία της τακτικής και της πολιτικής που έπρεπε να ακολουθεί το νυχτερινό μαθητικό κίνημα. Σχετικά, βλ. τα κείμενα: «Για το Νυχτερινό Μαθητικό Κίνημα» του Γιώργου Βοϊκλή, «Για τη Μαθητική» (Ο γενικότερος ρόλος της), Αύγουστος 1965, «Σχετικά με το περιεχόμενο και την προετοιμασίας της “Μαθητικής Εβδομάδας“» (Αρχεία Ε.Μ.Ι.Α.Ν., Συλλογή Μάκη Παπούλια και Σπύρου Βεντουράτου, Φ5 (Υποφάκελος 3). Διευκρινίζεται σχετικά, όπως αναφέρεται στη δεύτερη σελίδα του πρώτου κειμένου, «ότι οι μαθητές της νύχτας ήταν οι πρώτοι που κατέβηκαν σε αγώνες, σε απεργιακές εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις αμέσως μετά το εκλογικό πραξικόπημα, κι αυτό δεν είχε μικρή σημασία για το αντιφασιστικό κίνημα της νεολαίας». Για το νυχτερινό κίνημα των μαθητών βλ., επίσης, το κείμενο του Θανάση Καλαφάτη στην έκδοση της Ε.Μ.Ι.Α.Ν. για τον Χρήστο Ρεκλείτη, Αθήνα, 2014, σ.9-31.
[7] Τα στοιχεία για τα αρχικά βήματα της Οργάνωσης της ΣΟ.ΣΥΝ. προέρχονται από γραπτές και προφορικές μαρτυρίες του Γιώργου Γιαννουλάτου και του Νίκου Καλαποθαράκου που δόθηκαν στον γράφοντα και βρίσκονται στο αρχείο του.
[8] Ο γράφων εντάχθηκε στη Νεολαία της Ε.Δ.Α. το φθινόπωρο του 1962 και έγινε μέλος της οργάνωσης της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. της Σπουδάζουσας. Εκεί, γνωρίστηκε με τον Σωτήρη Πέτρουλα και τον Μάκη Παπούλια με αφορμή μια θυελλώδη Συνέλευση τη οργάνωσης της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. για την αναγκαιότητα της μαρξιστικής κατάρτισης. Στη Συνέλευση αυτή από την πλευρά της καθοδήγησης παρευρισκόταν ο Αριστείδης Μανωλάκος. Μάλιστα, ήταν τέτοιος ο θόρυβος, που από το διπλανό γραφείο ήρθε θυμωμένος ο Ηλίας Ηλιού, όπου συνεδρίαζαν μέλη της καθοδήγησης της Ε.Δ.Α., και ρώτησε τι συμβαίνει και είπε να μη φωνάζουμε. Στρατολογήθηκε στη ΣΟ.ΣΥΝ. το καλοκαίρι του 1963 από τον Μάκη Παπούλια, αφού προηγήθηκε μια πολύωρη διερευνητική επαφή, στην παραλία της Βούλας, με τον Σωτήρη Πέτρουλα θεωρητικοπολιτικού περιεχομένου. Παρέμεινε στην Οργάνωση της ΣΟ.ΣΥΝ. μέχρι τον Οκτώβριο του 1966. Από τον Ιούνιο του 1966 μέχρι την αποχώρησή του ήταν μέλος του Κεντρικού Οργάνου της. Η σύνθεση του Κεντρικού Οργάνου της ΣΟ.ΣΥΝ. όταν δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας και δημιουργήθηκε η ΠΑΝ.ΔΗΚ. ήταν η ακόλουθη: Γιώργος Βαφειαδάκης, Σπύρος Βεντουράτος, Παναγιώτης Γουλιέλμος, Γιάννης Γρεβενιώτης, Νίκος Καλαποθαράκος, Χρήστος Κατσαρός, Βαγγέλης Μάρας, Μάκης Παπούλιας, Σωτήρης Πέτρουλας, Δημήτρης Σιούφας. Μετά την αποχώρηση, λόγω διαφωνιών σχετικά με την μελλοντική πορεία της Οργάνωσης και τον τρόπο εμφάνισής της, των: Γιώργου Βαφειαδάκη, Σπύρου Βεντουράτου, Βαγγέλη Μάρα και Μάκη Παπούλια, η σύνθεση του Κεντρικού Οργάνου της ΣΟ.ΣΥΝ. ήταν η ακόλουθη: Γιώργος Βοϊκλής, Παναγιώτης Γουλιέλμος, Γιάννης Γρεβενιώτης, Νίκος Καλαποθαράκος, Σταύρος Καλατζής, Χρήστος Κατσαρός, Ηλίας Νικολόπουλος, Κώστας Σεφέρης, Δημήτρης Σιούφας. Διευκρινίζεται ότι ο Γιώργος Γιαννουλάτος από τα ιδρυτικά μέλη της ΣΟ.ΣΥΝ. είχε αποχωρήσει το 1964 λόγω διαφωνιών (Βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Γιώργος Γιαννουλάτος: Ένας μαχητής του αυτοδιαχειριστικού σοσιαλισμού», Αρχεία Ε.Μ.Ι.Α.Ν.).
[9] Ενδεικτικά, βλ. τα άρθρα των Ν.Μανιάτη (Νίκου Καλαποθαράκου), «Πολιτική πάλη και πολιτικές αντιθέσεις», π.Φ.Ν.Χ., τχ.4 (Απρίλης-Μάιος 1965), σ.261-270, Τ.Λαμπρινού (Τίτου Καρίμαλη), «Η σύγχρονη νεολαία και τα προβλήματά της», στο ίδιο, σ.237-247, Δ.Πέρδικα (Μάκη Παπούλια), «Ο ξυλοδαρμός των φοιτητών», στο ίδιο, σ.248-253 και Τ.Ιωάνου (Τίτου Καρίμαλη), «Η εγκύκλιος 1010 και οι μαθητές», π.Φ.Ν.Χ., τχ. 5 (Ιούνιος 1965), σ.316-317. Διευκρινίζεται ότι όλοι οι αγωνιστές που δημοσίευαν άρθρα στο περιοδικό των Φ.Ν.Χ. χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα.
[10] Βλ., κυρίως, τα άρθρα: «Κόμμα, πρωτοπορία και μάζα» (Σοσ. Επιθ., Τόμ. Ι, Ιούλης 1945-Ιούνης 1946, σ.18-24), «Απόψεις πάνω στη δημοκρατική επανάσταση» (Σοσ. Επιθ., Τόμ. Ι, ό.π., σ.152-159), «Εισήγηση στον οργανισμό του σοσιαλιστικού κόμματος ΕΛΔ» (Σοσ. Επιθ., Τόμ.Ι, ό.π., σ.286-290) και «Η ιστορική καταγωγή του νέου ρεύματος» (Σοσ.Επιθ. τχ.16-17, Οχτώβρης-Νοέμβρης 1946, σ.119-127).
[11] Στο κείμενο «Για τη Μαθητική», που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1965 από τα μέλη του Τομεακού Οργάνου της ΣΟ.ΣΥΝ. των μαθητών της νύχτας (βλ. σημείωση 6), αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η γενική κατεύθυνση της ιδεολογικής χειραφέτησης και της κοινωνικής αλλαγής -πυρήνας της πάλης μας- παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή και ολοκληρώνεται μόνο όταν συνδεθεί άμεσα με τη συγκεκριμένη δράση του καθενός μας. Στην πορεία της πάλης, στη σύνθεση πραχτικών και ιδεολογικών μορφών, διαμορφώνεται η περισσότερο ολοκληρωμένη αντίληψη της κατάστασης που υπάρχει, αφομοιώνεται από τους περισσότερους ανθρώπους, συντελείται μία πορεία συνειδητοποίησης, οργάνωσης και πάλης, οι αντιθέσεις οξύνονται και ο αγώνας για την κοινωνική αλλαγή αναπτύσσεται».
πίσω στα περιεχόμενα: