τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ-SCRIPTA MANENT


Ετικέτες: , , , ,

Καρλ Κάουτσκι

Ο Καρλ Κάουτσκι (Karl Johann Kautsky, Πράγα, 16 Οκτωβρίου 1854 - Άμστερνταμ, 17 Οκτωβρίου 1938) ήταν Γερμανός πολιτικός, θεωρητικός του Σοσιαλισμού, ηγετική μορφή του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και της Β΄Διεθνούς (Σοσιαλιστική Διεθνής 1889-1916), αρνητής των λενιστικών προτύπων εξουσίας. (πηγή: wikipedia)


Ο Υπερ-Ιμπεριαλισμός


Έχουμε δει ότι η ανεμπόδιστη πρόοδος της διαδικασίας της παραγωγής προϋποθέτει ότι όλοι οι διάφοροι κλάδοι της παραγωγής παράγουν στη σωστή αναλογία μεταξύ τους. Έχει επίσης αποδειχτεί ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής υπάρχει μια συνεχής τάση παραβίασης αυτής της αναλογίας γιατί σε κάθε ιδιαίτερη ζώνη ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ρέπει στην πιο γρήγορη ανάπτυξη του βιομηχανικού από τον αγροτικό τομέα. Αφενός, αυτό είναι ένας σημαντικός λόγος των περιοδικών κρίσεων που διαρκώς πλήττουν τον βιομηχανικό τομέα κι έτσι αποκαθιστούν την σωστή αναλογία ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Αφετέρου, η αυξανόμενη ικανότητα της καπιταλιστικής βιομηχανίας να επεκτείνεται διαρκώς αυξάνει την πίεση για επέκταση των αγροτικών ζωνών που προμηθεύουν στη βιομηχανία όχι μόνο είδη διατροφής και πρώτες ύλες αλλά επίσης και αγοραστές των προϊόντων της. Αφού λοιπόν η σπουδαιότητα των αγροτικών ζωνών για τη βιομηχανία είναι διπλή και η δυσαναλογία μεταξύ βιομηχανίας και γεωργίας εκφράζεται επίσης με δύο τρόπους : Πρώτον, οι διέξοδοι για τα βιομηχανικά προϊόντα στις αγροτικές περιοχές δεν αυξάνουν τόσο γρήγορα όσο η βιομηχανική παραγωγή – αυτό εμφανίζεται ως υπερπαραγωγή. Δεύτερον, η γεωργία δεν παράγει τις ποσότητες των τροφίμων και πρώτων υλών που χρειάζεται η ραγδαία αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής – αυτό εμφανίζεται ως σπάνις. Αυτά τα δύο φαινόμενα ίσως φαίνονται άσχετα μεταξύ τους, όμως στην πραγματικότητα είναι στενά συνδεδεμένα, στο μέτρο που οφείλονται στην αναντιστοιχία ανάμεσα στην βιομηχανική και την αγροτική παραγωγή και δεν οφείλονται σε άλλες αιτίες, όπως oι διακυμάνσεις στην παραγωγή χρυσού ή οι αλλαγές συσχετισμών μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών μέσω συγχρονισμένων εμπορικών πρακτικών ή συνασπισμών επιχειρήσεων(καρτέλ)και μέσω εμπορικών ή οικονομικών πολιτικών.

Το καθένα από τα δύο φαινόμενα, σπάνις ή υπερπαραγωγή, μπορεί εύκολα να εναλλάσσεται με το άλλο γιατί και τα δύο φαινόμενα προέρχονται από μια προβληματική ανισορροπία. Μια μεγέθυνση των τιμών πάντα προαναγγέλλει το ξεκίνημα μιας κρίσης, αν και αυτή (η κρίση) εκδηλώνεται ως υπερπαραγωγή και συνοδεύεται από μείωση των τιμών. Από την άλλη πλευρά, η διαρκής προσπάθεια των βιομηχανοποιημένων καπιταλιστικών χωρών να επεκτείνουν τις αγροτικές ζώνες που εμπλέκονται σε εμπόριο μαζί τους παίρνει τις πιο διαφορετικές μορφές. Θεωρώντας δεδομένο ότι αυτή η προσπάθεια είναι ένας από τους θεμελιώδεις όρους ύπαρξης για τον καπιταλισμό, ακόμα απέχουμε αρκετά από την απόδειξη ότι κάποια απ’ αυτές τις μορφές είναι απολύτως απαραίτητη ανάγκη για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

 

Από το ελεύθερο εμπόριο στην ιμπεριαλισμό

Μια ιδιαίτερη μορφή αυτής της τάσης είναι ο ιμπεριαλισμός. Μια άλλη τάση που έχει παρουσιαστεί είναι το ελεύθερο εμπόριο. Εδώ και μισό αιώνα, το ελεύθερο εμπόριο φαινόταν ως η τελευταία λέξη του καπιταλισμού, όπως σήμερα ο ιμπεριαλισμός. Το ελεύθερο εμπόριο επικράτησε λόγω της υπεροχής της αγγλικής καπιταλιστικής βιομηχανίας. Επιδίωξη της Μεγάλης Βρετανίας ήταν να γίνει εκείνη το εργαστήριο του κόσμου και συνεπώς ο κόσμος να γίνει μια αγροτική ζώνη που θα αγοράζει τα αγγλικά βιομηχανικά προϊόντα και θα την προμηθεύει με τρόφιμα και πρώτες ύλες. Το ελεύθερο εμπόριο ήταν το σπουδαιότερο μέσο με το οποίο αυτή η αγροτική ζώνη θα μπορούσε να επεκτείνεται συνεχώς σε αρμονία με τις ανάγκες της βρετανικής βιομηχανίας και υποτίθεται πως απ’ αυτό θα ’βγαιναν κερδισμένες. Στην πραγματικότητα, οι γαιοκτήμονες των χωρών που εξήγαγαν τα προϊόντα τους στην αγορά της Αγγλίας ήταν το ίδιο φανατικοί υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου με τους Άγγλους βιομηχάνους.

Αυτό όμως το γλυκό όνειρο της διεθνούς αρμονίας τέλειωσε γρήγορα. Κατά κανόνα, οι βιομηχανικές ζώνες υπερισχύουν και κυριαρχούν στις αγροτικές. Αυτό είχε αποδειχθεί νωρίτερα στη σχέση της πόλης με την ύπαιθρο κι αποδείχθηκε ξανά μεταξύ των βιομηχανικών και αγροτικών κρατών. Ένα κράτος που παραμένει αγροτικό παρακμάζει πολιτικά και συνήθως και οικονομικά και χάνει την αυτονομία του κι από τις δύο απόψεις. Γι’ αυτό οι προσπάθειες για διατήρηση ή απόκτηση εθνικής ανεξαρτησίας ή αυτονομίας αναγκαστικά γεννούν στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος την πάλη για μια αυτόνομη βαριά βιομηχανία, που, με τους σημερινούς όρους, δεν μπορεί παρά να είναι καπιταλιστική. Η ανάπτυξη των εξαγωγών προς ξένα βιομηχανικά κράτη από ένα αγροτικό δημιουργεί από μόνη της μια σειρά προϋποθέσεις γι’ αυτό. Καταστρέφει την εσωτερική προκαπιταλιστική μεταποίηση κι εξ αυτού του λόγου απελευθερώνει μια μεγάλη ποσότητα εργατικής δύναμης που τίθεται στη διάθεση του κεφαλαίου ώστε να απασχοληθεί ως μισθωτή εργασία. Αυτοί οι εργάτες μεταναστεύουν σε άλλα κράτη με αναπτυσσόμενη βιομηχανία όταν δεν μπορούν να βρουν απασχόληση στη χώρα τους, αλλά θα προτιμούσαν να παραμείνουν στην πατρίδα τους αν η δημιουργία μιας καπιταλιστικής βιομηχανίας τους έδινε αυτή την επιλογή. Το ξένο κεφάλαιο διεισδύει στα αγροτικά κράτη πρώτα για να ανοίξει τις αγορές δημιουργώντας σιδηροδρόμους και μετά για ν’ αναπτύξει την παραγωγή πρώτων υλών, κάτι που δεν περιλαμβάνει μόνο την γεωργία αλλά και την εξορυκτική βιομηχανία – τα ορυχεία. Η πιθανότητα να προστεθούν κι άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις αυξάνει. Αυτό εξαρτάται έπειτα από την πολιτική ισχύ του κράτους και κατά πόσο αναπτύσσει μιαν αυτόνομη καπιταλιστική βιομηχανία. Στην αρχή ήταν οι περιοχές της Δυτικής Ευρώπης και των ανατολικών Η.Π.Α. που αναπτύχθηκαν από αγροτικά κράτη σε βιομηχανικά ανταγωνιζόμενες την αγγλική βιομηχανία. Θέσπισαν προστατευτικούς φραγμούς εναντίον του αγγλικού ελεύθερου εμπορίου και στη θέση της παγκόσμιας διαφοροποίησης μεταξύ του αγγλικού βιομηχανικού εργαστηρίου και της αγροτικής παραγωγής όλων των άλλων ζωνών που ήταν ο αγγλικός στόχος, πρότειναν τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη να μοιράσουν αυτές τις ζώνες του κόσμου που απέμειναν ακόμα διαθέσιμες, όσο ακόμα αυτές δεν ήταν σε θέση να αντισταθούν. Η Αγγλία αντέδρασε σ’ αυτό. Αυτό ήταν το ξεκίνημα του ιμπεριαλισμού.

Ο ιμπεριαλισμός προωθήθηκε ιδιαίτερα από το σύστημα των εξαγωγών στις αγροτικές ζώνες που αναδύθηκε ταυτόχρονα. Η μεγέθυνση της βιομηχανίας στα καπιταλιστικά κράτη σήμερα είναι τόσο γρήγορη ώστε μια επαρκής επέκταση της αγοράς δεν μπορεί πια να επιτευχθεί με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν ως τη δεκαετία του ’70. Τότε τα πρωτόγονα μεταφορικά μέσα που υπήρχαν στα αγροτικά κράτη, ιδιαίτερα οι υδάτινοι δρόμοι ήταν η μόνη σχεδόν μορφή των μεγάλης κλίμακας μεταφορών τροφίμων και πρώτων υλών. Σιδηρόδρομοι είχαν φτιαχτεί αποκλειστικά στις πολύ βιομηχανοποιημένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές. Τώρα όμως έχουν ανοίξει και τις αραιοκατοικημένες αγροτικές ζώνες, δίνοντάς τους την δυνατότητα να φτάσουν τα προϊόντα τους στις αγορές αλλά και να αυξήσουν τον πληθυσμό και την παραγωγή τους.

Όμως αυτές οι περιοχές δεν έχουν τα μέσα να σχεδιάσουν οι ίδιες τους σιδηροδρόμους τους. Το απαραίτητο κεφάλαιο και η εκπαίδευση της εργατικής δύναμης έχουν αναπτυχθεί από τα βιομηχανικά έθνη. Αυτά προωθούν κεφάλαιο με σκοπό να αυξήσουν τις εξαγωγές τους υλικών σιδηροδρόμου και αυξάνοντας την ικανότητα των νεο-αναπτυγμένων αγορών να αγοράσουν τα βιομηχανικά προϊόντα των καπιταλιστικών εθνών με τα αγροτικά προϊόντα και τις πρώτες ύλες τους. Με αυτό τον τρόπο η ανταλλαγή μεταξύ βιομηχανίας και γεωργίας αυξήθηκε εντυπωσιακά.

Αλλά προκειμένου ο σιδηρόδρομος σε μια υπανάπτυκτη περιοχή να είναι μια κερδοφόρα επιχείρηση, κάτι που είναι πολύ πιθανό, χρειάζεται να έχει εργατική δύναμη για την κατασκευή του και ασφάλεια για να λειτουργήσει. Έτσι πρέπει να υπάρχει ένα κράτος αρκετά ισχυρό και σκληρό για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των ξένων καπιταλιστών και αρκετά ενδοτικό ώστε να υποκλίνεται στα συμφέροντά τους.

Φυσικά, ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό είναι να βρίσκονται στην εξουσία αυτοί οι ίδιοι οι καπιταλιστές. Το ίδιο ισχύει για τα δικαιώματα εξόρυξης των πλουσιότερων κοιτασμάτων ή της αύξησης της παραγωγής των βιομηχανικών καλλιεργειών όπως του βαμβακιού με την κατασκευή μεγάλων αρδευτικών έργων – εγχειρήματα που είναι εφικτά μόνο με εξαγωγή κεφαλαίων από τις καπιταλιστικές χώρες. Επομένως, όσο βαίνει αυξανόμενη η διαδικασία εξαγωγής κεφαλαίου από τις βιομηχανικές στις αγροτικές χώρες του κόσμου, τόσο προωθείται επίσης η τάση υπαγωγής των ζωνών αυτών στην κρατική εξουσία.

Υπάρχει επίσης μια άλλη σημαντική διάσταση: οι επιπτώσεις των εξαγωγών κεφαλαίου στις αγροτικές ζώνες όπου αυτές κατευθύνονταν, μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικές. Έχουμε ήδη επισημάνει σε πόσο κακή οικονομική κατάσταση είναι οι αγροτικές χώρες απ’ αυτή την άποψη και πόσο πρέπει να επιδιώκουν την εκβιομηχάνισή τους με βάση τα συμφέροντά τους και για τη δική τους ευημερία. Σε ένα αγροτικό κράτος που έχει τη δύναμη να προστατέψει την αυτονομία του, το εισαγόμενο κεφάλαιο θα χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για κατασκευή σιδηροδρόμων αλλά και για να αναπτύξει την βιομηχανία του, όπως στις Η.Π.Α. και τη Ρωσία.

Σε τέτοιες συνθήκες οι εξαγωγές κεφαλαίου από τα παλιά καπιταλιστικά κράτη προωθούν τις δικές τους βιομηχανικές εξαγωγές μονάχα προσωρινά. Τελικά, τους προκαλούν μεγάλη ζημιά, απλώς ενισχύοντας τον σκληρό ανταγωνισμό στις αγροτικές ζώνες. Η προσπάθεια να παρεμποδίσουν αυτή την εξέλιξη είναι ένα ακόμα κίνητρο για τα καπιταλιστικά κράτη να υποτάξουν τις αγροτικές ζώνες, άμεσα – ως αποικίες – ή έμμεσα – ως σφαίρες επιρροής -, με σκοπό να τις εμποδίσουν από το ν’ αναπτύξουν την δική τους βιομηχανία και να τις αναγκάσουν να αυτοπεριοριστούν μόνο στην πρωτογενή παραγωγή.

 

Η αποικιακή απειλή και το βάρος των εξοπλισμών

Αυτές είναι οι βασικές ρίζες του ιμπεριαλισμού που αντικατέστησε το ελεύθερο εμπόριο. Αυτό αντιπροσωπεύει την τελευταία δυνατή μορφή της παγκόσμιας πολιτικής του καπιταλισμού ή ακόμα είναι δυνατή μια άλλη; Μ’ άλλα λόγια, είναι ο ιμπεριαλισμός η τελευταία πιθανή μορφή για την επέκταση των ανταλλαγών μεταξύ βιομηχανίας και γεωργίας στα πλαίσια του καπιταλισμού; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατασκευή των σιδηροδρόμων, η εκμετάλλευση των ορυχείων, η αυξανόμενη παραγωγή πρώτων υλών και τροφίμων στις αγροτικές χώρες έχουν γίνει αναγκαία για την επιβίωση του καπιταλισμού. Η καπιταλιστική τάξη είναι πολύ λίγο διατεθειμένη ν’ αυτοκτονήσει ώστε να παραιτηθεί απ’ αυτά και το ίδιο ισχύει και για τα αστικά κόμματα. Η κυριαρχία στις αγροτικές ζώνες και η υπαγωγή των πληθυσμών τους σε κατάσταση δουλείας χωρίς δικαιώματα είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με αυτή την τάση ώστε κανένα αστικό κόμμα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτά με ειλικρίνεια.

Η υποτέλεια αυτών των ζωνών θα τερματιστεί μόνο τότε, όταν οι πληθυσμοί τους ή το προλεταριάτο γίνουν τόσο ισχυροί ώστε να ανατρέψουν τον ζυγό του κεφαλαίου. Αυτή η πλευρά του ιμπεριαλισμού μπορεί να ξεπεραστεί μόνο από τον σοσιαλισμό.

Αλλά ο ιμπεριαλισμός έχει και μιαν άλλη πλευρά. Η τάση για κατοχή και υποτέλεια των αγροτικών ζωνών δημιούργησε οξείες αντιθέσεις ανάμεσα στα βιομηχανικά καπιταλιστικά κράτη με συνέπεια ενώ παλαιότερα οι ανταγωνισμοί των εξοπλισμών αφορούσαν τον στρατό ξηράς τώρα να υπάρχει κούρσα και ναυτικών εξοπλισμών και ο από καιρό αναμενόμενος παγκόσμιος πόλεμος να είναι τώρα γεγονός. Είναι και αυτή η πλευρά του ιμπεριαλισμού επίσης μια αναγκαιότητα για τη συνέχιση της ύπαρξης του συστήματος ή μπορεί να ξεπεραστεί από τον ίδιο τον καπιταλισμό (στα πλαίσιά του);

Δεν υπάρχει οικονομική αναγκαιότητα να συνεχιστούν οι ανταγωνισμοί των εξοπλισμών μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, ούτε ακόμα κι από την άποψη της ίδιας της τάξης των καπιταλιστών με την εξαίρεση των σημαντικότερων συμφερόντων που συνδέονται με τους εξοπλισμούς.

Απεναντίας, η καπιταλιστική οικονομία απειλείται σοβαρά ακριβώς από τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών της. Σήμερα, κάθε καπιταλιστής που βλέπει μακριά πρέπει να λέει στους συναδέλφους του: καπιταλιστές όλων των χωρών ενωθείτε! Πρώτα απ’ όλα γιατί στις πιο προοδευμένες αγροτικές ζώνες υπάρχει μια αυξανόμενη αντιπολίτευση που στρέφεται όχι μόνο εναντίον του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού κράτους, αλλά εναντίον όλων μαζί Αυτό είναι αλήθεια στην ανατολική Ασία και την Ινδία που ξυπνούν, αλλά επίσης και στο πανισλαμικό κίνημα στην Εγγύς Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.

Αυτή η έκρηξη συνοδεύεται από την αυξανόμενη αντίθεση του προλεταριάτου στις βιομηχανικές χώρες εναντίον κάθε νέας αύξησης της φορολογικής του επιβάρυνσης. Ακόμα και πριν τον πόλεμο (από τους Βαλκανικούς πολέμους) ήταν ξεκάθαρο ότι ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών και το κόστος των ιμπεριαλιστικών επεκτάσεων είχαν προσεγγίσει ένα επίπεδο που απειλούσε την ραγδαία αύξηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης κι εξ αυτού του λόγου των εξαγωγών κεφαλαίου δηλαδή της βάσης του ίδιου του ιμπεριαλισμού. Η βιομηχανική συσσώρευση στην πατρίδα προόδευε ακόμα συνεχώς χάρη στην τεχνολογική πρόοδο. Αλλά το κεφάλαιο δεν βιαζόταν πια να εξαχθεί. Ήταν φανερό ότι ακόμα και στην ειρηνική περίοδο τα ευρωπαϊκά κράτη δυσκολεύονταν να καλύψουν τα δάνειά τους. Τα επιτόκια χορηγήσεων αναγκαστικά ανέβαιναν. Αυτό φαινόταν για παράδειγμα στις τρέχουσες τιμές των κρατικών ομολόγων:

Εθνικά δάνεια - ετήσια ομόλογα

έτος3% Γερμανικό3% Γαλλικό
19058999
19108597
19128092
μέσα του 19147783

 

Μετά τον πόλεμο αυτή η ροπή όχι μόνο δεν θα βελτιωθεί αλλά θα γίνει χειρότερη αν ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών και οι απαιτήσεις του στην αγορά κεφαλαίου συνεχίσουν να αυξάνουν.

Ο ιμπεριαλισμός σκάβει τον τάφο του. Από ένα μέσο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, γίνεται εμπόδιο σ’ αυτήν. Ωστόσο, ο καπιταλισμός δεν έφτασε ακόμα στο τέλος του. Από καθαρά οικονομική άποψη, μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται όσον καιρό οι βιομηχανίες των καπιταλιστικών χωρών μπορούν να προκαλούν μια αντίστοιχη επέκταση της αγροτικής παραγωγής. Αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο αφού η ετήσια βιομηχανική παραγωγή αυξάνει και οι κλειστές αγροτικές ζώνες γίνονται όλο και λιγότερες. Όσον καιρό ακόμα δεν έχει προσεγγίσει αυτό το όριο, ο καπιταλισμός μπορεί να ναυαγήσει πάνω στην ξέρα της αυξανόμενης πολιτικής αντίθεσης του προλεταριάτου, αλλ’ αυτό δεν χρειάζεται να προκύψει από μια οικονομική κατάρρευση.

Από την άλλη πλευρά, ακριβώς μια τέτοια οικονομική κατάρρευση-χρεοκοπία μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα της συνέχισης της παρούσας πολιτικής του ιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό αυτή η πολιτική του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Βέβαια αν η παρούσα πολιτική του ιμπεριαλισμού ήταν απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τότε οι παράγοντες που έχω αναφέρει δεν θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τόσο ισχυρά την άρχουσα τάξη και δεν θα την πείσουν να δώσει μια διαφορετική κατεύθυνση στις ιμπεριαλιστικές της τάσεις. Αλλά αυτή η αλλαγή είναι δυνατή αν ο ιμπεριαλισμός, η προσπάθεια κάθε μεγάλου καπιταλιστικού κράτους να επεκτείνει την δική του αποικιακή αυτοκρατορία σε αντίθεση με όλες τις άλλες του ίδιου είδους, αποτελεί μόνο έναν μεταξύ άλλων από τους τρόπους επέκτασης του καπιταλισμού.

 

Η επόμενη φάση: ο Υπερ-ιμπεριαλισμός

Αυτό που είπε ο Μαρξ για τον καπιταλισμό μπορεί επίσης να ειπωθεί και για τον ιμπεριαλισμό: το μονοπώλιο δημιουργεί ανταγωνισμό και ο ανταγωνισμός μονοπώλια. Ο ξέφρενος ανταγωνισμός ανάμεσα σε γιγάντιες εταιρείες, μεγάλες τράπεζες και πολυεκατομμυριούχους υποχρεώνει τους μεγάλους οικονομικούς ομίλους που εκτόπισαν τους μικρότερους να επινοήσουν την κίνηση του σχηματισμού καρτέλ. Με τον ίδιο τρόπο το αποτέλεσμα του παγκόσμιου πολέμου μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων μπορεί να είναι μια ομοσπονδία υπό τον ισχυρότερο που θα σταματήσει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών.

Ως εκ τούτου, από καθαρά οικονομική σκοπιά δεν είναι αδύνατο για τον καπιταλισμό να περάσει σε μια άλλη φάση, να εφαρμόσει την κίνηση σχηματισμού καρτέλ και στην εξωτερική πολιτική: τη φάση του υπερ-ιμπεριαλισμού, την οποία βέβαια εμείς θα πρέπει να αντιπαλέψουμε όπως κάνουμε και τώρα εναντίον του ιμπεριαλισμού, αλλά που οι κίνδυνοί της είναι διαφορετικοί από αυτούς του ανταγωνισμού των εξοπλισμών και της απειλής για την παγκόσμια ειρήνη.

Η πιο πάνω άποψη είχε διατυπωθεί πριν η Αυστρία μας αιφνιδιάσει με το τελεσίγραφό της προς την Σερβία. Η σύγκρουση της Αυστρίας με την Σερβία δεν προήλθε μόνο από ιμπεριαλιστικές τάσεις. Στην Ανατολική Ευρώπη ο εθνικισμός είναι ακόμα κινητήρια δύναμη επαναστάσεων και η παρούσα σύγκρουση μεταξύ Αυστρίας και Σερβίας έχει και εθνικιστικές όπως και ιμπεριαλιστικές ρίζες. Η Αυστρία προσπαθεί να εφαρμόσει ιμπεριαλιστική πολιτική καθιστώντας υποχείριά της την Βοσνία και απειλώντας να περιλάβει την Αλβανία στη σφαίρα επιρροής της. Αυτό αφύπνισε την εθνικιστική πολιτική της Σερβίας που αισθάνεται να απειλείται από την Αυστρία και που τώρα είναι κίνδυνος για την Αυστρία με βάση τις δικές της επιδιώξεις.

Ο παγκόσμιος πόλεμος δεν έρχεται επειδή ο ιμπεριαλισμός είναι μια αναγκαιότητα για την Αυστρία, αλλά γιατί η ίδια η δομή της είναι συνδεδεμένη με τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός μπορεί να ισχυροποιηθεί μονάχα σε ένα εσωτερικά ομογενοποιημένο κράτος που προσαρτά αγροτικές ζώνες με πολύ κατώτερο επίπεδο πολιτισμού. Αλλά εδώ, ένα εθνικά διαιρεμένο, ημι-σλαβικό κράτος θέλει να προωθήσει τον ιμπεριαλισμό του σε βάρος ενός Σλάβου γείτονα που ο πολιτισμός του είναι παρόμοιος με τις γειτονικές περιοχές του αντιπάλου του. Φυσικά, αυτή η πολιτική μπορεί να έχει ανεξέλεγκτες και ευρείες επιπτώσεις λόγω των αντιθέσεων και διαφωνιών που ο ιμπεριαλισμός έχει δημιουργήσει μεταξύ των άλλων μεγάλων δυνάμεων. Όλες οι επιπτώσεις που εγκυμονεί ο διεξαγόμενος πόλεμος δεν είναι ακόμα ορατές. Το αποτέλεσμά του μπορεί να είναι τέτοιο που οι ιμπεριαλιστικές τάσεις και οι ανταγωνισμοί των εξοπλισμών θα επιταχύνονται όπως και πριν. Σ’ αυτήν την περίπτωση η ειρήνη που θα προκύψει δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια σύντομη εκεχειρία.

Από καθαρά οικονομική άποψη όμως, δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα που να εμποδίζει αυτή τη βίαιη έκρηξη να οδηγήσει στην τελική αντικατάσταση του ιμπεριαλισμού από την ιερή συμμαχία των ιμπεριαλιστών.

Όσο περισσότερο κρατήσει ο πόλεμος, όσο περισσότερο εξαντλήσει τους συμμετέχοντες σε αυτόν και τους κάνει να μην οπισθοδρομήσουν σε μια σύντομη επανάληψη της ένοπλης σύγκρουσης, τόσο θα πλησιάζει αυτή η τελική λύση, έστω κι αν αυτό δεν φαίνεται, για την ώρα.

 

Μετάφραση: Γιάννης Χατζηαντωνίου

 

* Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε μερικές εβδομάδες πριν το ξέσπασμα του [Πρώτου Παγκόσμιου (Σ.τ.Μ.)] Πολέμου με σκοπό να συμπεριληφθεί στον χαιρετισμό που θ’ απευθυνόταν στο συνέδριο της Διεθνούς. Όπως τόσα άλλα αυτό το συνέδριο εκμηδενίστηκε από τα γεγονότα. Ωστόσο το άρθρο αυτό, αν και θεωρητικής φύσης, δεν έχασε τη συνάφειά του με την πρακτική της οποίας την κατανόηση βοηθά. Δημοσιεύουμε το άρθρο, παραλείποντας το μέρος του που αφορούσε τον χαιρετισμό στο Διεθνές Συνέδριο, και με την προσθήκη μερικών παρατηρήσεων για τον πόλεμο. (Σημείωση της σύνταξης του «Die Neue Zeit», 11/9/1914).



πίσω στα περιεχόμενα: