Η «κομματική ιστορία» ως μέρος της κομματικής στρατηγικής: Χρήσεις του «Εμφυλίου» στον πολιτικό και ιστορικό λόγο του ΚΚΕ (1991-2017)
Ο κομμουνιστικός κομματικός Τύπος θεμελιώθηκε πάνω σε μία ολιστική κατόπτευση του κοινωνικού και πολιτικού κόσμου, διαμορφώνοντας μία «μεγάλη αφήγηση» που διαχεόταν σε όλες τις πτυχές της ατομικής και συλλογικής ζωής όποιου ή όποιας αυτοπροσδιοριζόταν ως κομμουνιστής ή κομμουνίστρια. Στο πλαίσιο αυτό, η ερμηνεία του κομματικού παρελθόντος, αλλά και η ιστορία του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού εντός του οποίου έδρασε και δρα ένα κομμουνιστικό κόμμα καθίσταται από το ίδιο το κόμμα μία καθοριστική πηγή ιδεολογίας και κινητοποίησης.[1] Ως εκ τούτου, η ιδέα και η πρακτική της «κομματικής ιστορίας» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κομματική στρατηγική·[2] οποιαδήποτε μετατόπιση στην τελευταία, νομιμοποιείται από την πρώτη. Συνεπώς, μέσα από την παρακολούθηση του συνεχούς των ερμηνευτικών σχημάτων της κομματικής ιστορίας, εξάγουμε συμπεράσματα και για τις συνέχειες και τις τομές της κομματικής στρατηγικής ενός δεδομένου κομμουνιστικού κόμματος αλλά και για τις πρακτικές νομιμοποίησής της, τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και στον «περίγυρό» του.[3]
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ανατροπές στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη δημιούργησαν ένα δυσαναπλήρωτο πολιτικό κενό για τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα, το οποίο είχε σαφέστατες υπαρξιακές συνδηλώσεις. Το ΚΚΕ, δεν εξαιρούνταν απ’ αυτόν τον κανόνα –ήταν μάλλον από τις πλέον δηλωτικές περιπτώσεις. Στη διαδικασία ανασυγκρότησής του, από το 1991 και μετά, επένδυσε στην ανασυγκρότηση της πολιτικής του ταυτότητας, η οποία, μεταξύ άλλων, στηρίχθηκε και στη συστηματική και οργανωμένη υπόμνηση των κρίσιμων ηρωικών στιγμών στην ιστορία του ελληνικού λαού και της προσφοράς του κόμματος σε αυτές. Τα μέλη και οι οπαδοί του κόμματος συσπειρώνονται γύρω από ιστορικά σημεία αναφοράς και αντιλαμβάνονται εαυτούς ως συνεχιστές μιας αδιάλειπτης, εκατονταετούς «αγωνιστικής» παράδοσης. Το ΚΚΕ στην περίοδο από το 1991 και μετά κεφαλαιοποιεί την «ιστορία» του όχι μόνο για να νομιμοποιήσει την παρουσία του στο πολιτικό σύστημα, όπως συνέβη μεταπολεμικά διαμέσου της ΕΔΑ και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, αλλά και για να νοηματοδοτήσει την αναγκαιότητα ύπαρξής του σε ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα, αξιοποιεί τη «μελέτη της ιστορίας» για να ανατροφοδοτήσει το ιδεολογικό του οπλοστάσιο, να εξαγάγει συμπεράσματα για τη συγχρονία και για να επεξηγήσει, εδραιώσει, εκδιπλώσει τη στρατηγική του.[4] Εντωμεταξύ η κομματική ιστορία έχει ένα χαρακτήρα πολιτικής διαπαιδαγώγησης για τα στελέχη και τα μέλη[5] και αποτελεί βασική πηγή και των προγραμματικών του επεξεργασιών.[6] Στη συνάφεια αυτή, η διαχείριση και η ερμηνεία του ιστορικού γεγονότος «Εμφύλιος Πόλεμος» αναδεικνύεται σε κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα για το ίδιο το κόμμα και βαθμιαία η αναφορά σε αυτό καθίσταται κρίσιμη παράμετρος για τη διαμόρφωση και νομιμοποίηση της κομματικής στρατηγικής.
Στο πλαίσιο αυτό στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να συσχετίσουμε τις μεταβολές στην κομματικο-ιστορική ερμηνεία του Εμφυλίου Πολέμου με συγκεκριμένες μετατοπίσεις στη συμμαχιακή στρατηγική του ΚΚΕ από το 1991 και έπειτα. Πολύ συγκεκριμένα, διακρίνουμε έναν εναρμονισμό της μετεξέλιξης της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ από το σχήμα του «Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου» (ΑΑΔΜ) που αποφασίστηκε στο 15ο Συνέδριο του κόμματος (1996),[7] στο σχήμα της «Λαϊκής Συμμαχίας» του 19ου Συνεδρίου (2013),[8] με τη βαθμιαία ανάδυση ενός ερμηνευτικού σχήματος για τον Εμφύλιο Πόλεμο στην κομματική ιστορία που δίνει έμφαση στον «επαναστατικό-ταξικό» χαρακτήρα του «αγώνα του ΔΣΕ» έναντι του «εθνικο-ανεξαρτησιακού» χαρακτήρα του «αγώνα» που επικρατούσε παλαιότερα. Η υπόθεσή μας είναι η ακόλουθη: η μετατόπιση της στρατηγικής των συμμαχιών του κόμματος, από πιο συμπεριληπτικές σε περισσότερο αποκλείουσες κοινωνικο-πολιτικές απευθύνσεις, συνοδεύεται (και ως εκ τούτου νομιμοποιείται) από μία περισσότερο «ταξικά συγκρουσιακή» ερμηνεία της κομματικής ιστορίας· κατ’ επέκταση αυτή η μετατόπιση εντοπίζεται και στην ερμηνεία του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος εν τέλει καθίσταται κεντρική αναφορά στον ιστορικό λόγο του κόμματος. Για την επαλήθευση αυτής της υπόθεσης αξιοποιούμε στοιχεία από την ιστοριογραφική παραγωγή του ίδιου του κόμματος, όσο και από τον επίσημο κομματικό λόγο στις επετείους από την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου (1996, 2006, 2016).
Η εξέλιξη της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ
Έχει και αλλού επισημανθεί η καθοριστική σημασία της πολιτικής συμμαχιών για την κατανόηση της στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος και του ΚΚΕ ειδικότερα[9]. Η διαλεκτική των κοινωνικών (ποια συμμαχία κοινωνικών στρωμάτων υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης εγκαλεί το ΚΚ) και των πολιτικών συμμαχιών (με ποιες πολιτικές δυνάμεις προτίθεται να συναντηθεί το κομμουνιστικό κόμμα), αλλά και το εύρος αυτών των συμμαχιακών απευθύνσεων (ευρείες ή στενότερες) συγκαθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο το κομμουνιστικό κόμμα τοποθετείται στον κομματικό ανταγωνισμό και οργανώνει την πολιτική του στρατηγική. Στην περίπτωση του ΚΚΕ οι διάφορες μετατοπίσεις στην πολιτική συμμαχιών, εάν περιοριστούμε στην περίοδο της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, σηματοδοτούν και διαφορετικές φάσεις στην πολιτική του κόμματος. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου δίνουμε έμφαση στην πολιτική συμμαχιών του κόμματος μετά τη διάσπαση του 1991, η οποία οργανώνεται μέσα από δύο συμμαχιακές προτάσεις.
Η πρώτη συμμαχιακή πρόταση εγκρίνεται από το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Αθήνα 22-26 Μαΐου 1996) και συμπυκνώνεται στη συγκρότηση του λεγόμενου «Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου» (ΑΑΔΜ), που σπονδυλώνει το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΕ στη μετά το 1991 περίοδο. Πρόκειται για μια πολιτική και κοινωνική συμμαχία[10] οι βασικές κοινωνικο-ταξικές συνιστώσες της οποίας ορίζονται «…η εργατική τάξη, οι μισοπρολετάριοι, οι φτωχοί αγρότες και τα λαϊκά μικροαστικά στρώματα της πόλης…»[11] και οι οποίες θα συσπειρώνονται σε μία «αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση»[12]. Η ιδιαιτερότητα των «αντιιμπεριαλιστικών-αντιμονοπωλιακών στόχων» – «α-α στόχοι» στην κομματική ορολογία – έγκειται στο ότι το κόμμα, διαμέσου του ΑΑΔΜ, στοχεύει να δραστηριοποιηθεί σε κάθε χώρο ο οποίος έχει αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά, δημοκρατικά αιτήματα, με αιχμή του δόρατος το συνδικαλιστικό κίνημα –βλ. μετέπειτα τη δημιουργία του ΠΑΜΕ (Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο) το 1999. Στις προοπτικές του «ΑΑΔΜ» περιλαμβανόταν και η πιθανότητα ανάληψης της εξουσίας μέσω της κοινοβουλευτικής οδού. Σε αυτή την περίπτωση η συμμετοχή στις εκλογές θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί είτε μέσω του μετωπικού σχηματισμού είτε με την πολιτική συμμαχία του ΚΚΕ με άλλες «αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δημοκρατικές δυνάμεις».[13]
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα στο 19ο Συνέδριο του κόμματος (Αθήνα 1-14 Απριλίου 2013), εν μέσω της βαθιάς οικονομικής κρίσης και μετά από την πολύ σημαντική υποχώρηση της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ στις εκλογές του 2012[14], το κόμμα προβαίνει σε αλλαγές στο καταστατικό και στο πρόγραμμά του. Πλέον ως μετωπικός πόλος συσπείρωσης επιλέγεται η «Λαϊκή Συμμαχία», η οποία, όπως αναφέρεται στα κομματικά κείμενα, συσπειρώνει την «εργατική τάξη», τους «μισοπρολετάριους», τους «αυτοαπασχολούμενους» και τους «φτωχούς αγρότες».[15] Αποτελεί μια μετεξέλιξη και συγκεκριμενοποίηση του προηγούμενου μετωπικού σχήματος σε μια συμμαχία που πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο σε κοινωνικό επίπεδο και έχει έναν «αντιμονοπωλιακό» και «αντικαπιταλιστικό» προσανατολισμό (όχι «αντιιμπεριαλιστικό»). Η «Λαϊκή Συμμαχία» αποτελεί το «…πρόπλασμα για τη διαμόρφωση επαναστατικού λαϊκού μετώπου σε επαναστατικές συνθήκες. Το επαναστατικό λαϊκό μέτωπο είναι ο φορέας συσπείρωσης σε επαναστατική κατεύθυνση…».[16]
Δηλώνεται, επίσης, ξεκάθαρα ότι η «Λαϊκή Συμμαχία» δεν πρόκειται να διεκδικήσει την εξουσία δια της κοινοβουλευτικής ή άλλης οδού, είτε στο πλαίσιο του καπιταλισμού είτε στο πλαίσιο του σοσιαλισμού αλλά θα προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα (τα συμβαλλόμενα υποκείμενα στη συμμαχία) για τη συμμετοχή του στο επαναστατικό εργατικό – λαϊκό μέτωπο.[17] Η «Λαϊκή Συμμαχία» δεν συμμετέχει ως τέτοια στις εκλογές, αν και μπορούν μέλη της να συμμετάσχουν στα στηριζόμενα από το ΚΚΕ ψηφοδέλτια.[18] Τελικά την εξουσία θα τη διεκδικήσει το ΚΚΕ, όταν υπάρξουν επαναστατικές συνθήκες, μέσω του επαναστατικού εργατικού – λαϊκού μετώπου, το οποίο θα έχει σχηματισθεί έως τότε από τις δυνάμεις που συσπειρώνονται στη «Λαϊκή Συμμαχία». Πρέπει να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ, αν και συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα, προγραμματικά δηλώνεται ότι δεν θα συμμετάσχει ποτέ και για κανένα λόγο σε «αστικοδημοκρατική» ή ακόμη και «εργατική» κυβέρνηση στο «πλαίσιο του καπιταλισμού».[19] Η επίλυση όλων των προβλημάτων -σύμφωνα με τις αποφάσεις του 19ου συνεδρίου του κόμματος αλλά και το νέο πρόγραμμα του κόμματος- θα επιτευχθεί όταν η εργατική τάξη κατακτήσει την εξουσία επαναστατικώ τω τρόπω και έως εκείνη τη στιγμή όλες οι προσπάθειες του κόμματος έχουν ως στόχο την προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα για την κατάληψη της εξουσίας.
Μία σημαντική παράμετρος για τον προσδιορισμό της μετωπικής/συμμαχιακής πολιτικής του ΚΚΕ (αντικαπιταλιστική ή και αντιιμπεριαλιστική) είναι ο προσδιορισμός, κάθε φορά, της θέσης της χώρας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Για το ΚΚΕ, σύμφωνα με την ανάγνωσή του της γνωστής θεωρίας του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, «…η εποχή μας, [είναι] εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Στον 20ό αιώνα έγιναν σημαντικές αλλαγές στην καπιταλιστική κοινωνία. Διαμορφώθηκε ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»[20]. Βασικό χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι η περαίωση του καταμερισμού εδαφών και η δημιουργία πολύπλοκων δικτύων πολιτικο-οικονομικο-στρατιωτικής εξάρτησης μεταξύ των χωρών, στην ουσία πρόκειται για ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας και υποταγής. Ο Λένιν αναπαριστά γλαφυρά αυτό το σύστημα ως «ιμπεριαλιστική αλυσίδα» και βασιζόμενος σε αυτό προτείνει τη θεωρία του «αδύναμου κρίκου»· δηλαδή η σοσιαλιστική επανάσταση θα προκύψει στο κράτος εκείνο που αδυνατεί να επιλύσει τις αντιφάσεις οι οποίες προκύπτουν από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Καθήκον ενός κομμουνιστικού κόμματος είναι να διαπιστώσει τη θέση της χώρας ευθύνης του στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και να διαμορφώσει κατάλληλα την στρατηγική του, ώστε να ανταποκρίνεται στην οικονομική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα λαμβάνοντας υπόψη τις αντιθέσεις που σοβούν στην υπό μελέτη κοινωνία. Και ενώ η βασική αντίθεση στον καπιταλισμό είναι η αντίθεση «κεφαλαίου-εργασίας» ενυπάρχουν και άλλες αντιθέσεις, διαφορετικές σε κάθε χώρα οι οποίες ενδέχεται να είναι πιο οξείες από τη βασική αντίθεση. Αυτές ονομάζονται κύριες ή κυρίαρχες αντιθέσεις. Σε μια χώρα, για παράδειγμα, η οποία βρίσκεται σε καθεστώς αποικίας, η κύρια αντίθεση είναι μεταξύ γηγενών και αποικιοκρατών και άρα η επίλυσή της θα επέλθει μέσω εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα. Σε μια καπιταλιστική χώρα όπου καταπατώνται τα δικαιώματα των μειονοτήτων η κυρίαρχη αντίθεση έχει και φυλετικά χαρακτηριστικά. Στη χάραξη της στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος λαμβάνονται υπόψη τόσο η βασική όσο και η κυρίαρχη αντίθεση της δοσμένης κοινωνίας. Αν είναι ασύμπτωτες μεταξύ τους τότε προϋποτίθεται η επίλυση της κυρίαρχης αντίθεσης ώστε να επιλυθεί η βασική δηλαδή η αντίθεση «κεφαλαίου – εργασίας».
Στην ελληνική περίπτωση και σύμφωνα πάντοτε με τις ερμηνείες του ΚΚΕ, παρατηρούμε μια μετεξέλιξη της αντίληψης για τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα του 15ου συνέδριου διαπιστώνεται ότι «…ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξής του, στην κρατικομονοπωλιακή του βαθμίδα. Στη χώρα μας υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αυτό προκύπτει από το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και των αντιθέσεων του. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα…».[21] Ενώ από το 17ο συνέδριο του ΚΚΕ (2007) έως το 19ο συνέδριο (2013) υπάρχει μια βαθμιαία εξέλιξη/διαφοροποίηση της θέσης η οποία καταλήγει στο πρόγραμμα του 19ου συνεδρίου ότι «…Ο καπιταλισμός στην Ελλάδα βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του, σε ενδιάμεση θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ισχυρές ανισότιμες εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ…».[22] Αυτή η μετατόπιση της εκτίμησης για τη θέση που καταλαμβάνει η χώρα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν αναφέρεται απλά στην αύξηση ισχύος της Ελλάδας την περίοδο 1996-2013 αλλά συνιστά μια αναθεώρηση, με ιστορικό βάθος, των σχέσεων εξάρτησης/αλληλεξάρτησης της χώρας. Ενώ διατηρείται η διαπίστωση της «ανισόμετρης ανάπτυξης» των καπιταλιστικών κρατών, βαθμιαία εισάγονται οι έννοιες της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας» και της «αλληλεξάρτησης»· κατά συνέπεια δεν υφίσταται η έννοια της εξάρτησης και ακόμη περισσότερο της εξαρτημένης χώρας. Στην ουσία η αστική τάξη της Ελλάδας σχεδιάζει, εκτελεί και επιλύει μόνη της τα όποια ζητήματα προκύπτουν ή αν παραστεί ανάγκη προσφεύγει στη βοήθεια των σύμμαχων αστικών τάξεων των «ισχυρών ιμπεριαλιστικών χωρών». Σε αυτή τη συνάφεια η πάλη που το ΚΚΕ διεξήγαγε καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, αξιολογείται με βάση τα αμιγώς αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά που παρουσίαζε, εν αντιθέσει με τα αντιιμπεριαλιστικά που αναδεικνύονταν σε παλαιότερες περιόδους. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης «υποδεικνύουν» τη σύνθεση του μετωπικού σχηματισμού ώστε να επιτευχθεί το ευκταίο αποτέλεσμα, δηλαδή η επανάσταση.
Κομματική ιστοριογραφική παραγωγή και «Εμφύλιος Πόλεμος»
Κάθε συλλογικό ιστοριογραφικό εγχείρημα από πλευράς του ΚΚΕ θέτει ως άξονα μελέτης και γνώμονα κριτικής τη σύγχρονη τακτική και στρατηγική του κόμματος ενώ το παρελθόν ερμηνεύεται σύμφωνα με τη συγχρονική στρατηγική, αντίληψη και επεξεργασία του κόμματος. Η διαδικασία η οποία ακολουθείται για τη συγγραφή της «κομματικής ιστορίας» ακολουθεί τρία διακριτά αλλά αλληλοεξαρτώμενα στάδια. Αφετηρία αποτελεί η «επανεπίσκεψη» της ιστορίας και η εκ νέου μελέτη του κοινωνικο-πολιτικού πλαισίου που κάθε φορά εξετάζεται από το κόμμα/κομματική ομάδα μελέτης, πάντα με ευθύνη της Κεντρικής Επιτροπής. Η ομάδα μελέτης προβαίνει σε μια επανεκτίμηση της συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής χρησιμοποιώντας σύγχρονα φίλτρα και επεξεργασίες. Εν συνεχεία επανελέγχονται οι παρελθοντικές θέσεις και οι αποφάσεις του Κόμματος με πλεονέκτημα της ύστερης και πληρέστερης γνώσης, όπως και της τελικής έκβασης και τελικά κεφαλαιοποιείται η ιστορική γνώση και η εμπειρία στο παρόν.[23] Το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο/αφήγημα το οποίο προκύπτει από τη διαδικασία διαμόρφωσης της «κομματικής ιστορίας» διαπερνά ολόκληρη την κομματική οργάνωση και είναι κανονιστικά δεσμευτικό για όλα τα μέλη, ως αποτέλεσμα της μελέτης «της συγκεκριμένης κατάστασης στις συγκεκριμένες συνθήκες». Στην ουσία η κομματική αποτύπωση και απόφανση μιας ιστορικής περιόδου -πρέπει να- αποτελεί συλλογική αντίληψη των μελών του κόμματος για τη δεδομένη ιστορικο-πολιτική στιγμή. Πρακτικά αποτελεί αφετηρία και βάση μελέτης της περιόδου από τα μέλη (ίσως και τους οπαδούς) του κόμματος και κανένας/καμία δεν –μπορεί να– εκφεύγει του «κανόνα».
Το 1995 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949[24] με τον οποίο ολοκληρώνεται και μια μακρά πορεία προσπαθειών για να γραφεί η επίσημη ιστορία του κόμματος.[25] Ο δεύτερος τόμος του Δοκιμίου Ιστορίας για την περίοδο 1949-1968[26] εκδίδεται 16 χρόνια αργότερα, το 2011, προκύπτει από πλατιά εσωκομματική συζήτηση και εγκρίνεται από κομματική συνδιάσκεψη.[27] Δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφή των τελικών δοκιμίων της «κομματικής ιστορίας» οργανώνεται στην περίοδο μετά το 1991, καθώς τότε είναι που το κόμμα αναδεικνύει περαιτέρω τη συστηματική μελέτη και συγγραφή της «κομματικής ιστορίας» ως σημαντικό πολιτικό καθήκον.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως τις αρχές του 2000 ο ιστοριογραφικός λόγος του ΚΚΕ περιγράφει καταρχάς την ΕΑΜική αντίσταση ως ένα «διαταξικό εγχείρημα με αιχμή του την ενότητα των λαϊκών δυνάμεων και έντονα εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά»,[28] ενώ ο Εμφύλιος Πόλεμος και ο αγώνας του ΔΣΕ εννοιοδοτούνται ως η συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης με πιο έντονα αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, στον πρώτο τόμο του Δοκιμίου της Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949 περιγράφεται ως ένας πόλεμος «…δίκαιος, πατριωτικός, αντιφασιστικός, αντιιμπεριαλιστικός, για δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα, για εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία (…) συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης και του Δεκέμβρη για εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, για την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και την κοινωνική πρόοδο…»[29] και στην Τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ως «…ένας αγώνας δίκαιος, λαϊκός, επαναστατικός, η πιο υψηλή έκφραση της ταξικής πάλης…»[30] και «…αγώνας δίκαιος, απελευθερωτικός και αντιιμπεριαλιστικός, ως συνέχεια της ένδοξης ΕΑΜικής Αντίστασης και των σκληρών μαχών του Δεκέμβρη και ως ένα νέο θαρραλέο επαναστατικό τόλμημα των λαϊκών δυνάμεων, με πρωτοπόρους, οργανωτές και καθοδηγητές τους κομμουνιστές, για την απαλλαγή της χώρας μας από την ξένη εξάρτηση η αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, η αναγνώριση της λαϊκής κυριαρχίας, της κοινωνικής ισότητας και δικαιοσύνης.»[31] Ήταν η δικαιολογημένη (και καθυστερημένη) απάντηση, από μεριάς του λαϊκού κινήματος, στην αγγλική και μετέπειτα αμερικανική «ιμπεριαλιστική επέμβαση» που λειτούργησαν ως «προστάτες» της εγχώριας αστικής τάξης διασφαλίζοντας την κυριαρχία ενός αντιδραστικού καθεστώτος.[32]
Επομένως, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, στόχος του ΔΣΕ ήταν να στραφεί «…ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση, εξάρτηση και κηδεμονία και ενάντια σε ένα καθεστώς αντιδραστικό, αντιλαϊκό που επιβλήθηκε παρά τη λαϊκή θέληση. Ήταν αγώνας γεμάτος θυσίες και ηρωισμούς, συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης και του Δεκέμβρη για την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, για την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη και την κοινωνική πρόοδο»[33]. Η ήττα του ΔΣΕ σήμανε την εδραίωση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, την καθυπόταξη και τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος της χώρας.[34] Εν ολίγοις στον επίσημο λόγο του ΚΚΕ, περίπου έως τα μέσα του 2000, ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν αντιιμπεριαλιστικός, είχε ως στόχο την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία απέναντι στην αγγλοαμερικανική επέμβαση.
Το 2016, στη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα «70χρονα του ΔΣΕ», εξακολουθεί να παρουσιάζεται η πάλη του ΔΣΕ ως συνέχεια της ΕΑΜικής αντίστασης και του Δεκέμβρη του ’44, ωστόσο αξιολογείται ως ταξική σύγκρουση για την εξουσία. Το διακύβευμα της «ένοπλη(ς) ταξική(ς) σύγκρουση(ς)» μεταξύ του ΔΣΕ και του εθνικού στρατού ήταν το «ποιος-ποιον» και αφορούσε τη νομή της εξουσίας. Η υποστήριξη ενός διαφορετικού συμπεράσματος από τον οιονδήποτε – είτε πολιτικό φορέα είτε ιστορικό – αποτελεί «διαστρέβλωση» από την αστική τάξη με σκοπό να αποκρυβεί η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας η οποία εκφράστηκε μέσα από αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο.[35] Στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968 (2011) η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» χαρακτηρίζεται «επαναστατική» και διατυπώνεται η διαπίστωση ότι «…η συσπείρωση με το ΔΣΕ και την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ήταν άμεση αναμέτρηση με την αστική εξουσία, πάλη για την εργατική εξουσία, ανεξάρτητα από το αν έτσι συνειδητοποιούνταν ή όχι από το ΚΚΕ…»[36] δηλαδή: η ηγεσία του ΚΚΕ, η διοίκηση του ΔΣΕ, οι μαχητές και οι μαχήτριες διεξήγαγαν έναν πόλεμο το χαρακτήρα του οποίου αγνοούσαν ή αδυνατούσαν να αντιληφθούν. Όμως πώς είναι δυνατόν το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο «εργατική τάξη» να διεκδικεί τη νομή της εξουσίας χωρίς να το αντιλαμβάνεται και να εγκαθιδρύει μια –θνησιγενή– επαναστατική κυβέρνηση;
Εδώ πρέπει να τονιστεί η μετεξέλιξη της εκτίμησης, από μεριάς του ΚΚΕ σήμερα, του βαθμού εξάρτησης της χώρας από τις αστικές τάξεις των «συμμαχικών» δυνάμεων. Φαίνεται ότι στην επέτειο των 50 ετών από ιδρύσεως του ΔΣΕ (1996) η επιρροή του ξένου παράγοντα, αρχικά της Μεγάλης Βρετανίας και εν συνεχεία των ΗΠΑ, υπήρξε καταλυτική ως προς τη σφοδρότητα, την αποφασιστικότητα, την ένταση, την έκταση και εν τέλει την έκβαση της εμφύλιας διαμάχης· όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο επίτιμος πρόεδρος του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης «…πολύ περισσότερο που πολλές είναι οι ομοιότητες ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, στο 1946 και το 1996. Τότε τη γερμανική κατοχή την είχε διαδεχτεί η βρετανική. Η δημοκρατία και η ελευθερία κρίνονταν από τις εγγλέζικες ξιφολόγχες και τις παρακρατικές οργανώσεις. Σήμερα στον τόπο μας είναι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός το «μεγάλο αφεντικό». Σήμερα η δημοκρατία και ελευθερία κρίνεται από τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ, των Βρυξελλών και της νέας τάξης…».[37] Ενώ στην επέτειο για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΔΣΕ (2016) αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο σχεδιασμό της «εγχώριας αστικής τάξης» η οποία αξιοποιεί τη βοήθεια που προσφέρεται από τις «σύμμαχες αστικές τάξεις» αλλά εν τέλει δρα σχεδόν αυτόνομα. «…Ο ΔΣΕ αναμετρήθηκε με την εγχώρια αστική τάξη, με το σύνολο των πολιτικών της δυνάμεων («δεξιών» και «κεντρώων»), με το κράτος τους και με τις συμμαχικές τους δυνάμεις, τα καπιταλιστικά κράτη της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ. Δίχως τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ενίσχυση των τελευταίων, η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να νικήσει…».[38] Η παραπάνω, νέα, εκτίμηση είναι απολύτως συμβατή με την μετεξέλιξη της εκτίμησης του ΚΚΕ περί του βαθμού εξάρτησης της Ελλάδας και της θέσης της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Σύμφωνα με αυτή τη νέα ερμηνεία, μετά την απελευθέρωση το διακύβευμα ήταν η νομή της εξουσίας, άρα η ένοπλη αναμέτρηση μεταξύ των αστικών και των λαϊκών δυνάμεων ήταν αναπόφευκτη. Προς επίρρωση των παραπάνω διαβάζουμε και στο συλλογικό τόμο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας,[39] ο οποίος εκδόθηκε το 2016 από το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ότι οι αιτίες της ήττας του ΔΣΕ βρίσκονται στις λανθασμένες εκτιμήσεις του τότε κόμματος και κυρίως στην ανάλυση περί ιμπεριαλισμού. Ο ιμπεριαλισμός, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, γινόταν στρεβλά κατανοητός ως «ξένος εισβολέας-φορέας» και όχι ως παγκόσμια βαθμίδα του καπιταλισμού. Όπως αναφέρεται και στο κείμενο «…μέσω της συγκεκριμένης προσέγγισης, που δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, ο ιμπεριαλισμός δεν αναλυόταν ως παγκόσμια επικρατούσα βαθμίδα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά προσεγγιζόταν ως ξένος εισβολέας-φορέας αμφισβήτησης και διάρρηξης της εφικτής διαταξικής εθνικής ενότητας…»[40]. Κατά συνέπεια, η λογική της «εξάρτησης», που προέκυπτε από αυτήν την κατανόηση της έννοιας του «ιμπεριαλισμού» και τα αντι-εξαρτησιακά χαρακτηριστικά του αγώνα του ΔΣΕ, προέβαλαν μια εθνικο-απελευθερωτική εικόνα για τον Εμφύλιο Πόλεμο, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν βαθιά «ταξικός». Άλλωστε, όπως τονίζεται και στο δεύτερο τόμο του Δοκιμίου για την Ιστορία του ΚΚΕ 1949-1968 (2011), σε μια κριτική αναφορά για το «ντοκουμέντο της λίμνης Ρίτσα» (16/9/1949) υποστηρίζεται ότι σε αυτό το κείμενο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων και η «λανθασμένη εκτίμηση» ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελούσε «ξεπούλημα» της Ελλάδας στους Αμερικανούς, ενώ επρόκειτο για συμμαχία των αντίστοιχων αστικών τάξεων Ελλάδας και ΗΠΑ.[41] Πλέον, στον επίσημο λόγο του ΚΚΕ καταγράφεται ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν ταξικός, αντικαπιταλιστικός, ήταν «πάλη για το σοσιαλισμό»[42] και είχε ως αντίπαλο την αστική τάξη εγχώρια και μη.
Σχέση μετωπικής πρότασης με ερμηνευτικό σχήμα εμφυλίου ή αντί συμπεράσματος
Συμπερασματικά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 το μετωπικό σχήμα που προτείνεται από το ΚΚΕ είναι μια ευρεία συμμαχία με κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Ο προσανατολισμός της συμμαχίας είναι «αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός, δημοκρατικός». Το ίδιο διάστημα αναδεικνύονται, στον κομματικο-ιστορικό λόγο του ΚΚΕ, ο ρόλος της ΕΑΜικής αντίστασης, η επιλογή της διαταξικής συμμαχίας, η δημοκρατική δράση και τα λαϊκο-πατριωτικά προτάγματα που έθετε. Ο Εμφύλιος Πόλεμος γινόταν αντιληπτός ως συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης και προσπάθεια του ΚΚΕ, διαμέσου του ΔΣΕ, να προασπιστεί την «εθνική ανεξαρτησία» από την «ιμπεριαλιστική απειλή» και τα εγχώρια «στηρίγματά» της. Η περίοδος της Αντίστασης, καταρχάς και δευτερευόντως του Εμφυλίου, αξιοποιήθηκαν μεταπολεμικά ως επιχείρημα υπέρ του «πατριωτισμού» του κόμματος και μεταπολιτευτικά ως επιχείρημα υπέρ της αποδοχής του κόμματος σαν πυλώνα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Μετά τις ανατροπές του 1989-1991 αυτό το ερμηνευτικό σχήμα λειτουργεί ως εγγενές πολιτικό ταυτοτικό στοιχείο και νομιμοποιητική βάση του μετωπικού σχήματος του ΑΑΔΜ.[43]
Σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης (2009), το νέο μετωπικό σχήμα της Λαϊκής Συμμαχίας (2013) αποκλείει ξεκάθαρα οποιαδήποτε πολιτική συμμαχία και διεκδικεί τόσο στο επίπεδο του λόγου όσο και στο επίπεδο της κινητοποίησης περισσότερο σαφή «ταξικά» χαρακτηριστικά, ως προς το εύρος, δηλαδή, των συμμαχιών της εργατικής τάξης. Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποιείται η εκτίμηση που παράγεται την ίδια περίοδο από το ΚΚΕ για το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα: η Ελλάδα θεωρείται «ιμπεριαλιστική χώρα» και η αστική τάξη διατηρεί δεσμούς αλληλεξάρτησης με τις αστικές τάξεις των άλλων ιμπεριαλιστικών χωρών κατά συνέπεια η πάλη που καλείται να δώσει η εργατική τάξη και να την οργανώσει το κομμουνιστικό κόμμα, θα έχει αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά –σε αντιδιαστολή με τα αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου. Στη συνάφεια αυτή μελετάται και αναδεικνύεται η σημασία της «πάλης» του ΔΣΕ σαν μία αμιγώς «ταξική αναμέτρηση»· μία αναμέτρηση «τάξης εναντίον τάξης», με μόνο διακύβευμα την κατάληψη της εξουσίας. Το γεγονός της ποικιλόμορφης και ιδιαίτερα πυκνής καμπάνιας του ΚΚΕ το 2016 για τα 70χρονα από την ίδρυση του ΔΣΕ και η διαμορφωμένη κατεύθυνση στην κατανόηση της εμφυλιοπολεμικής εμπειρίας, δείχνουν ότι η κομματική ιστορία προκύπτει εκ νέου ως νομιμοποιητική βάση της νέας πολιτικής ταυτότητας του κόμματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μία πρώτη εκδοχή του άρθρου παρουσιάστηκε στο 3ο Συνέδριο Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας «Διαστάσεις του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949» που έλαβε χώρα στις 7-12 Δεκεμβρίου 2016 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η γράφουσα και ο γράφων θα ήθελαν να ευχαριστήσουν την Τζ. Λιαλιούτη και τον Βαγ. Αγγελή για τα εποικοδομητικά τους σχόλια. Οι απόψεις που εκφράζονται στο κείμενο βαρύνουν αυτονόητα τους συγγραφείς.
[2] Βλ. τη διατύπωση ενός μέλους του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ: «…Η ιστορική έρευνα αποτελούσε και αποτελεί μόνιμο καθήκον για το κόμμα μας. Η διεξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων από την ιστορική εμπειρία του ΚΚΕ (θετική και αρνητική) αποτελεί άλλωστε μια βασική παράμετρο, που μαζί με τη μελέτη της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας κρίνουν και εμπλουτίζουν μόνιμα θα λέγαμε την εφαρμοζόμενη τακτική και στρατηγική του κόμματος…» στο Νίκος Παπαγεωργάκης, «Η “Συμφωνία της Καζέρτας”», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Τεύχος 5/2005 http://www.komep.gr/2005-teyxos-5/h-symfonia-ths-kazertas (τελευταία πρόσβαση 25 Αυγούστου 2017). Η «κομματική στρατηγική» εδώ αναφέρεται με βάση τις εννοιολογήσεις της πολιτικής επιστήμης – επιλογές της ηγεσίας ή της ελίτ ενός κόμματος για την εκπλήρωση ενός δεδομένου στρατηγικού στόχου. Στον κομμουνιστικό λόγο υπάρχει η διάκριση της «στρατηγικής» από την «τακτική», την οποία δε χρησιμοποιούμε στο παρόν άρθρο.
[3] Κώστας Σκολαρίκος, «Όταν οι αστοί βγάζουν συμπεράσματα από την ιστορία», Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, φ.11598, 14 Ιουλίου 2013, σ.15.
[4] «…Η εμπειρία που προσπαθεί το ΚΚΕ να αποκομίσει από την ηρωική πορεία του, έχει να κάνει πρωταρχικά με την προσπάθεια προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων που θα αποβεί χρήσιμη και για τον εμπλουτισμό της σημερινής στρατηγικής του, η οποία έχει διαμορφωθεί…». Συντακτική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης, «Εισαγωγικό Σημείωμα στο αρχειακό υλικό», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Τεύχος 5/2005, http://www.komep.gr/2005-teyxos-5/eisagogiko-shmeioma-sto-arxeiako-yliko (τελευταία πρόσβαση 25 Αυγούστου 2017). Και επίσης «…η μελέτη της Ιστορίας του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει αποτελέσει για το Κόμμα μας πολύτιμο εφόδιο, για τη διαμόρφωση της στρατηγικής του». ΚΕ του ΚΚΕ «Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 70χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) 1946-1949», στο Συλλογικό, Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2016, σ.σ. 15-33.
[5] Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2011, σ.11.
[6] Δημήτρης Κουτσούμπας, «Ομιλία του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967», Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, φ.12708, 23 Απριλίου 2017, σ.σ. 15-16.
[7] ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Αθήνα, Έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, 1996.
[8] ΚΚΕ, «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», ένθετη έκδοση, Αθήνα, Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, φ.11538, 28 Απριλίου 2013. ΚΚΕ, «Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ – Τα βασικά καθήκοντα του ΚΚΕ έως το 20ό Συνέδριο», ένθετη έκδοση, Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, φ.11532, 21 Απριλίου 2013. Στο 20ό συνέδριο του ΚΚΕ (Αθήνα 30 Μαρτίου – 2 Απριλίου 2017) η «Λαϊκή Συμμαχία» μετονομάζεται, μυστηριωδώς και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, σε «Κοινωνική Συμμαχία». Σύμφωνα με στελέχη του κόμματος γίνεται αλλαγή του ονόματος για λόγους αποσαφήνισης αλλά δεν αλλάζουν τα χαρακτηριστικά του μετωπικού σχηματισμού, στο συγκεκριμένο άρθρο χρησιμοποιούμε τον όρο «Λαϊκή Συμμαχία», ο οποίος βρίσκεται στο πρόγραμμα του κόμματος (ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, 2013, ό.π.).
[9] Κώστας Π. Ελευθερίου, Η στρατηγική του ΚΚΕ στην ύστερη Μεταπολίτευση: ανάμεσα σε δύο μοντέλα κινητοποίησης, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2017.
[10] ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, 1996, ό.π., σ.29.
[11] Στο ίδιο, σ.25.
[12] Στο ίδιο, σ.σ. 31-33.
[13] Στο ίδιο, σ.σ. 38-41.
[14] Κώστας Ελευθερίου, «Ρωγμές στο ‘μονόλιθο’; Το ΚΚΕ στις εκλογές του 2012», στο Βούλγαρης, Γ. και Ηλ. Νικολακόπουλος (επιμ), 2012: Ο διπλός εκλογικός σεισμός, Αθήνα, Θεμέλιο 2014, σελ. 151-184.
[15] ΚΕ του ΚΚΕ, «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ στο 19ο Συνέδριο», Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης ,9 Δεκεμβρίου 2012, φ.11428, Ένθετη έκδοση, Θέσεις 61-64.
[16] ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, 2013,ό.π.
[17] ΚΕ του ΚΚΕ, «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ στο 19ο Συνέδριο», ό.π., Θέση 65-67.
[18] Στο ίδιο, Θέση 67.
[19] Στο ίδιο, Θέση 67.
[20] ΚΚΕ, 15ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας – Ντοκουμέντα, Αθήνα, Εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, 1996, σ.105.
[21] ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, 1996, σ. 19.
[22] ΚΚΕ, Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, 2013.
[23] Βλ. και τη μεθοδολογία συγγραφής της ιστορίας που περιέγραψε πρόσφατα ο Μ. Μαΐλης με αφορμή μία έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» για την απριλιανή δικτατορία: «[…] Με αφορμή τη σημερινή εκδήλωση δεν είναι περιττό να ξαναφέρουμε μπροστά μας βασικά ζητήματα για το πώς γράφει το ΚΚΕ την Ιστορία του, τονίζοντας ότι ναι μεν τα ιστορικά γεγονότα είναι αυτά που έγιναν, όμως ερευνούνται και επανεκτιμούνται ιστορικά συμπεράσματα στο φως νέων δεδομένων. [….] Ο χαρακτήρας της εποχής μας ισχύει αντικειμενικά. Συγκροτεί το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξετάζονται και οι ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιόδου: Πολέμου, Κατοχής, καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ή δικτατορίας, όπως του Μεταξά, είτε της χούντας. Η σε βάθος μελέτη των συνθηκών κάθε περιόδου είναι αναμφίβολα απαραίτητη, γιατί διαφορετικά δεν θα πρόκειται για ιστορική έρευνα. Ωστόσο, δεν είναι αντικειμενικό οι συγκεκριμένες συνθήκες να αυτονομούνται από το γενικό πλαίσιο της ταξικής πάλης, αφού εκείνο σε τελευταία ανάλυση τις διαμορφώνει. Διαφορετικά, οδηγούμαστε σε λαθεμένα ή σε μη ολοκληρωμένα συμπεράσματα. Με βάση τα παραπάνω, το ΚΚΕ κρίνει τη στρατηγική του σε διάφορες περιόδους – και αυτή της δικτατορίας. Η πείρα έδειξε ότι όχι μόνο δεν έφερνε πιο κοντά τον σοσιαλισμό, αλλά και ότι οδηγούσε σε άλλο δρόμο η διαμόρφωση ενδιάμεσου στόχου προγραμματικής σύγκλισης με αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα […]». Μάκης Μαΐλης, «Μελετώντας την Ιστορία θωρακίζουμε την πάλη για τη νέα έφοδο για την εργατική εξουσία», Ομιλία του Μάκη Μαΐλη στην παρουσίαση της έκδοσης «Δικτατορία 1967-1974», Ο Κυριακάτικος Ριζοσπάστης, φ. 12708, 23 Απριλίου 2017, σ.σ.17-18. Kαι βλ. επίσης Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, Κόμμα «παντός καιρού», Ιδεολογική Πολιτική και Οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2014, σ.σ. 72-73.
[24] Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1995.
[25] Η πρώτη απόπειρα για τη συγγραφή κομματικής ιστορίας στο ΚΚΕ επιχειρήθηκε το 1938-39 από τον Νίκο Ζαχαριάδη, με τη μορφή προσχεδίου και εκδόθηκε το 1945 από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ [Νίκος Ζαχαριάδης, Θέσεις για την Ιστορία του ΚΚΕ, Αθήνα, Εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, 1945] και ακολούθησε το 1952, το Βοήθημα για την ιστορία του ΚΚΕ [ΚΚΕ, Βοήθημα για την Ιστορία του ΚΚΕ, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1952]. Στο 10ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1978, ελήφθη η απόφαση συγγραφής της Ιστορίας του Κόμματος [ΚΚΕ, Αποφάσεις του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1978, σ.67.], ωστόσο μόλις το 1988, στο πλαίσιο των εορτασμών των 70 ετών από την ίδρυση του κόμματος, εκδόθηκε η Σύντομη Ιστορία του ΚΚΕ που αποτελούσε και αυτή ένα προσχέδιο ιστορίας [ΚΚΕ, Σύντομη Ιστορία του ΚΚΕ 1918-1949 (σχέδιο), Αθήνα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1988.]. Οι εργασίες μελέτης και συγγραφής διακόπηκαν λόγω της εσωκομματικής κρίσης 1989-1991 και συνεχίστηκαν από το Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ μετά το 14ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1991).
[26] ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, ό.π.
[27] Στο ίδιο, σ.σ. 9-10.
[28] Τμήμα Ιστορίας, ό.π., σ.σ. 620-623 και 632-638.
[29] Στο ίδιο, σ.622.
[30] Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Η τρίχρονη Εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, Συλλογικό Ιστορικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1998, σ.σ. 560-561.
[31] Στο ίδιο, σ.σ. 567-568.
[32] Σε εσωκομματικό κείμενο το οποίο μοιραζόταν στο πλαίσιο «κομματικής σχολής» το 1993 διαβάζουμε «Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος, εθνικός, δημοκρατικός, αντιιμπεριαλιστικός, συνέχεια της Εθνικής Αντίστασης στις νέες συνθήκες». (Από την Ιστορία του ΚΚΕ βασικοί σταθμοί, Εσωκομματικό κείμενο του ΚΚΕ, Αθήνα, 1993, προσωπικό αρχείο).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία και εκτίμηση του Χαρίλαου Φλωράκη «… ο Εμφύλιος ήταν πατριωτικός και δημοκρατικός αγώνας, όπως ακριβώς και η Αντίσταση, και όχι καθεστωτικός. Ήταν η συνέχεια της Αντίστασης. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα ένοπλα τμήματά του το ΚΚΕ τα ονόμασε Δημοκρατικό Στρατό (και όχι Λαϊκό ή Επαναστατικό), ότι ονόμασε την Προσωρινή του κυβέρνηση Δημοκρατική (και όχι Λαϊκή ή Σοσιαλιστική ή Επαναστατική). Θέμα λαϊκής εξουσίας έθεσε πολύ αργά –το 1949– ο Ζαχαριάδης και μάλιστα χωρίς να προηγηθεί συζήτηση…» Χρήστος Θεοχαράτος, Χαρίλαος Φλωράκης και Λαϊκό Κίνημα (Λόγος αναιρετικός), Αθήνα, Εκδόσεις Τυποεκδοτική ΑΕ, 2001.
[33] Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, ό.π., σ.σ. 638.
[34] Στο ίδιο, σ.σ. 561-562. Βλ. επίσης Αλέκα Παπαρήγα, «Ομιλία της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στην εκδήλωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 60χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», Εφημερίδα Ο Ριζοσπάστης, φ.9654, 12 Δεκεμβρίου 2006, σ.6.
[35] ΚΕ του ΚΚΕ, «Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 70χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) 1946-1949», στο Συλλογικό, Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2016, σ.σ. 15-33.
[36] ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, ό.π., σ. 372.
[37] Χαρίλαος Φλωράκης, Ο Ριζοσπάστης, 10 Δεκεμβρίου 1996, σ.σ. 18-19.
[38] ΚΕ του ΚΚΕ, «Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 70χρονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) 1946-1949», ό.π., σ.σ. 15-33.
[39] Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2016.
[40] Κώστας Σκολαρίκος, «Η στρατηγική του ΚΚΕ και ο αγώνας του ΔΣΕ», στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2016, σ.σ. 106-129 και σ.σ. 115-116.
[41] ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, ό.π., σ.σ. 194-195.
[42] Στο ίδιο, σ.372. Και «στόχος [του ΔΣΕ] ήταν η σοσιαλιστική εξουσία». Εσωκομματικό κείμενο εργασίας της ΚΕ του ΚΚΕ για το δεύτερο τόμο Ιστορίας του ΚΚΕ, 22 Μαΐου 2007, προσωπικό αρχείο, σ.131.
[43] Παρουσιάζει ενδιαφέρον το τελευταίο κεφάλαιο της Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, (1995) όπου εκεί, αντί επιλόγου, επιχειρείται μια –μάλλον πυκνή– αποτίμηση της δράσης του κόμματος στη μελετώμενη περίοδο, χωρίς όμως να υπάρχουν τελεσίδικες αποφάνσεις επί των πεπραγμένων. Σε αυτό το επιλογικό κομμάτι μεγάλη έκταση καταλαμβάνει η αναφορά στις συμμαχιακές πρακτικές του ΚΚΕ, σε βάθος χρόνου, με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Μέσα σε έξι σελίδες περιγράφεται αδρομερώς, χωρίς να κατονομάζεται, το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο (συμμαχία που προτάθηκε και ψηφίστηκε από το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου το 1996) ενώ υπάρχει επιχειρηματολογία η οποία στηρίζει επαρκώς μια συμμαχιακή επιλογή που βρίσκεται σε αυτή την κατεύθυνση. (Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, ό.π., σ.σ. 630-635).
πίσω στα περιεχόμενα: