τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , ,


Η μνημονιακή «ειμαρμένη» και το επικυριαρχούμενο μέλλον μας


Οι μεροληπτικές «αναγνώσεις» της Μεταπολίτευσης δεν μπορούν να θολώσουν την αλήθεια: αφενός για τον χαρακτήρα της Χρεοκοπίας και αφετέρου για τη βαθύτερη (μεταπολιτευτική) αιτιότητά της, που απογυμνώνει τους υπεύθυνους της πρόκλησης και διάπραξης αυτού του εγκλήματος εις βάρος του Τόπου μας.

A΄. Ως προς τον χαρακτήρα της: Η Χρεοκοπία δεν είναι απλά ένα οδυνηρό επεισόδιο, ιδίως στην οικονομική διάσταση της ζωής μας, αλλά ένα βαθύ ρήγμα στην ιστορική κανονικότητα της πορείας μας προς το μέλλον. Καθώς, έκτοτε, μεταπέσαμε σε καθεστώς μετανεωτερικής αποικίας, εντός μάλιστα… Ευρωζώνης! Με τους αντιπροσωπευτικούς μας θεσμούς, ως διαμεσολαβητικούς πλέον μεταξύ της ευρωδυτικής επικυριαρχίας και του λαού μας, να μη συνιστούν, όπως σε κάθε κανονική χώρα, αυθεντική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και αυθεντική έκφραση, συνακολούθως, της εθνικής μας αυτεξουσιότητας και ανεξαρτησίας.

Ένα, επίσης, βαθύ ρήγμα που ορίζει: Πρώτον, το τέλος της Μεταπολίτευσης, όσο κι αν «αντιστέκονται» και «ανακυκλώνονται» οι νοσηρότητές της, όπως δείχνει η άγονη εφταετής διαχείριση των συνεπειών αυτού του «ρήγματος». Δεύτερον, το τέλος του μεταπολεμικού κοινωνικο/οικονομικού μας «μοντέλου», με όλα του τα ενδογενή συμπαρομαρτούντα. Και τρίτον, έστω και καθ’ υπερβολήν, την εξάντληση συνολικά του ελλαδικού «μοντέλου» της Εθνικής Παλιγγενεσίας, μια ανάσα πια απ’ την διακοσιοστή της επέτειο. Καθώς έχουμε φτάσει, ως Ελλάδα και Ελληνισμός, σε ένα δύσκολο όριο στρατηγικής αμηχανίας, αν όχι μιας επικίνδυνης στρατηγικής ακινησίας. Που προφανώς και δεν αντιμετωπίζεται με τακτικισμούς και «μαγγανείες» ή με ευρωπαθή υποκατάστατα της ζητούμενης κινούσας «εθνικής ιδέας» μας. Με αυτονόητη, πάντοτε, τη διαφορά της δεδομένης ευρωπαϊκότητάς μας και της προσαρτηματικής ευρωπάθειας της ultra «εκσυγχρονιστικής» και απο-εθνοποιητικής διανόησής μας.

Από τον χαρακτήρα της αυτό προκύπτει και το αδυσώπητα ανελαστικό εθνικό μας δίλημμα: διαχειριστική υποτέλεια (μετανεωτερικής κοπής) ή εθνική αξιοπρέπεια (αυτεξουσιότητα και ανεξαρτησία). Χωρίς ούτε υποψία ενδιάμεσου δρόμου διαφυγής ή παραπλανητικής, με όποια τερτίπια, «επικάλυψής» του.

Β΄. Ως προς τη βαθύτερη αιτιότητά της: συνυπολογίζοντας, προφανώς, και τα εξωγενή αίτια (παγκόσμια οικονομική κρίση), που ήταν κοινά για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι μόνο, χωρίς όμως αυτές να…χρεοκοπήσουν, δεν μπορούμε παρά, με τον αμείλικτο φακό της στα μάτια μας, ως βαθιού πάντοτε ρήγματος, να αναζητήσουμε και αναγνώσουμε το πλέγμα των αιτίων της στον ενιαίο «βυθό» των δεκαετιών της Μεταπολίτευσης. Που σημαίνει, στην αιτιώδη ακολουθία των εγγενών αδυναμιών του πολιτικού μας συστήματος και των διαρκώς μεγεθυνόμενων, ιδίως από τα μέσα της και μετά, πολιτικών ευθυνών των εταίρων του δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), που είναι και το μείζον. Αλλά και των επίσης εγγενών αδυναμιών της κοινωνίας μας, που δεν είναι συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας της μόνο για τα καλά και αντικείμενό της όταν πρόκειται για ήττες και συμφορές.

Με τις πολιτικές ευθύνες να είναι το μείζον, κατά προέκταση του ότι η πολιτική είναι η διευθύνουσα λειτουργία των πολιτειών (Αριστοτέλης: πασών κυριωτάτη και πάσας τας άλλας περιέχουσα) και οι πολιτικοί οι «ιερουργοί» της. Με δεδομένο, όμως, στην περίπτωσή μας, στη μεταπολιτευτική δηλαδή περίοδο, πως η μεν πολιτική μετέπεσε σταδιακά σε (άγρια) διαχειριστική νομή της εξουσίας οι δε επίορκοι πολιτικοί σε άπληστους νομείς της. Οπότε και με δεδομένο πως οι διαχειριστικές πολιτικές ευθύνες των «νομέων» είναι κυρίαρχα συμπροσδιοριστικές της μεταπολιτευτικής ενδογενούς αιτιότητας της Χρεοκοπίας. Σε αμφίδρομη σχέση τόσο με το πλέγμα των βαθύτερων πολιτιστικών αιτίων (ηθική, πνευματική και αξιακή κρίση) όσο και με τις χρόνιες παθογένειες της πολιτικο/κοινωνικής ελλαδικής πραγματικότητας.

Και με όλα αυτά να σημαίνουν πως: χωρίς βαθιά συνείδηση του χαρακτήρα της Χρεοκοπίας και της μεταπολιτευτικής της αιτιότητας, όπως και χωρίς βαθιά συνείδηση του αδυσώπητου διλήμματός της για το εθνικό μας μέλλον (υποτέλεια ή αξιοπρέπεια), δεν θα προχωρήσουμε σε ρήξη με τις νοσηρότητες που την προκάλεσαν και δεν θα βάλουμε το πόδι μας στη μεταμνημονιακή δημοσιά της ιστορίας μας. «Εθιζόμενοι», όπως δείχνει και η παρελθούσα εφταετία της άγονης…διαχείρισής της, στις διάφορες εκδοχές διαχειριστικού «νεο-ραγιαδισμού» (θηλειά χωρίς σαπούνι και θηλειά με σαπούνι, για να το πω ωμά και με όλο τον κίνδυνο της …ισοπεδωτικής υπερβολής).

Γ΄. Όσο, όμως, κι αν είναι ανησυχητικά παράξενο, δεν έχουμε, ως πληθυντική ηγεσία και λαός, βαθιά συνείδηση του τι και γιατί μας συνέβη και μας συμβαίνει. Συνείδηση, εντέλει, της επικίνδυνης ιστορικής οριακότητας στην οποία βρισκόμαστε ως Ελλάδα και Ελληνισμός. Όπως, συνακόλουθα, δεν έχουμε και οραματική στρατηγική, που θα σηματοδοτεί την αντιμετώπιση των πνιγηρών διαστάσεων αυτής μας της «οριακότητας», βάζοντας μπροστά, με την αυτονόητη δυναμική της, τη «σταματημένη» φτερωτή της ιστορίας μας και ανακόπτοντας τον παρακμιακό μας κατήφορο.

Που σημαίνει πως, αυτή η βαθιά ιστορική αυτογνωσία και ιστορική αυτεπίγνωση, απολύτως συνυφασμένες με τη σωστή ανάγνωση του «βυθού» της Μεταπολίτευσης και του «ρήγματος» της Χρεοκοπίας, είναι απ’ τα θεμελιώδη προαπαιτούμενα για να βρούμε το αφυπνιστικό και αντιστασιακό «αντίδοτο» στον καλλιεργούμενο, με συνταγές κυνικού ή παραπλανητικού ρεαλισμού, εθισμό μας στον διαχειριστικό «νεο-ραγιαδισμό». Οπότε και για να βρούμε τον στέρεο και αξιοπρεπή βηματισμό μας προς το μέλλον.

Γιατί, όταν γνωρίζεις, ας πούμε, την «έξυπνη», λόγω και της παραπλανητικής πολιτικής μαεστρίας του Ανδρέα Παπανδρέου, ψευδωνυμία του μεταπολιτευτικού διπολισμού, που τον…σήκωνε και η εποχή, όπως τον φώτισε εγκαίρως ο Σάκης Καράγιωργας (βλ. Σάκης Καράγιωργας, Μελέτες – Άρθρα – Ομιλίες, 3ος τόμος, σελ. 204, 303, Εκδ. Ιδρ. Σ. Καράγιωργα), μόνο εθελοτυφλώντας δεν μπορείς να καταλάβεις τις επίσης ψευδώνυμες, ως προς τα μείζονα, αντιθέσεις και μαζί την ψευδωνυμία της «κατασκευαζόμενης» διπολικής καρικατούρας (σε σχέση με το μεταπολιτευτικό «δίπολο»). Στο πλαίσιο, τώρα, της κυνικής επί της ουσίας ευρωδυτικής επικυριαρχίας, που σε ταπεινώνει να πληρώσεις ακόμα και τα δικαστικά έξοδα του «αξιότιμου» κυρίου Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ. Όπου, δηλαδή, και οι υπαρκτές διαχειριστικές αντιθέσεις, εκτυλισσόμενες εντός των ορίων της …υποτέλειας, μόνο ψευδωνύμως αντιστοιχούν στις πραγματικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Και προπαντός στη δεδομένη κυρίαρχη αντίθεση: (μνημονιακή) υποτέλεια – (αντιμνημονιακή) εθνική αξιοπρέπεια και εθνική αυτεξουσιότητα, που επιβάλλει ανελαστικά και επιλογή…όχθης.

Δ΄. Παρ’ ότι, κυρίως υπό το πρίσμα της Χρεοκοπίας, θα έπρεπε να είναι απολύτως φωτισμένος ο «βυθός» της Μεταπολίτευσης και η στρατηγική διάσταση του μεταπολιτευτικού «διπολισμού», οπότε και η καθοριστικά αιτιώδης σχέση του με τη Χρεοκοπία, ακριβώς επειδή δεν είναι, όπως δείχνουν, μεταξύ άλλων, και οι βαρύνουσας πολιτικής σημασίας (πρόσφατες) μεροληπτικές «αναγνώσεις» της Μεταπολίτευσης και του ρόλου βασικών πρωταγωνιστών της από ηγετικά Συριζικά στελέχη (με επιλεκτικές «αγιοποιήσεις», σκόπιμες ή μη, αλλά και αφελείς υπόρρητες αναζητήσεις και καλλιέργειες αντιστοιχιστικών «δικαιώσεων»), θα προσπαθήσω να φωτίσω, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, τη μείζονα παραπλανητική διάσταση τόσο του μεταπολιτευτικού «διπολισμού» όσο και του «κατασκευαζόμενου» (ή προκύπτοντος… εν τοις πράγμασι), όπως φαίνεται, στις τωρινές συνθήκες.

Δ1. Εντός, στην πρώτη του περίπτωση, του αρχιτεκτονημένου απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μεταπολιτευτικού στρατηγικού πλαισίου μιας νέας για τα ελληνικά δεδομένα αστικής νομιμότητας. Που, η μεν Αριστερά, βραχυκυκλωμένη στην ιστορικότητα της κρίσης της και καθηλωμένη (παρελθοκεντρικά) στον ιδεολογικό της «μικρόκοσμο», δεν μπόρεσε να αναγνώσει σωστά και να καταλάβει τον πραγματικό χαρακτήρα της δικομματικής διαχείρισης αυτής της νέας αστικής νομιμότητας, οπότε και τον αντι-δικομματικό, έκτοτε, χαρακτήρα μιας επί της ουσίας αντιδεξιάς (αριστερής) πολιτικής. Ο δε Ανδρέας Παπανδρέου προσχώρησε στη στρατηγική αυτής της νομιμότητας (το ΠΑΣΟΚ μπροστινή ρόδα του δικομματικού ποδήλατου) τουλάχιστον απ’ το ’77, επικαλύπτοντας την επιλογή του με περίσσειαν… αντιδεξιών ιαχών. Που ήταν και η παραπλανητική χρυσόσκονη για να καθηλώνεται η ευάλωτη και αυτο-ακυρούμενη (λόγω, κυρίως, του παρωχημένου και μετεμφυλιακής «αναφοράς» αντι-δεξιϊσμού της) Αριστερά στο περιθώριο της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής. Όπερ και εγένετο. Με τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό, ως εφαρμοζόμενης και στην Ελλάδα αυτής της δοκιμασμένης στη Δύση διαχειριστικής στρατηγικής του αστισμού, να είναι και ένας πλασματικός «διπολισμός». Καθώς , η συχνά οξύτατη αντι-δεξιά «γλώσσα» του Ανδρέα μόνο πλασματικά και παραπλανητικά αντιστοιχούσε στην ουσιαστική αντίθεση: Δεξιάς – Αντιδεξιάς στο μεταπολιτευτικό πολιτικό/κοινωνικό πλαίσιο ζωής. Αφού η στρατηγική νομιμότητά του στον βασικό πυρήνα των «ρυθμίσεων Καραμανλή» ήταν υποδειγματική (έστω κι αν παρασπόνδησε, μέγας άλλωστε στην τακτική, στην επανεκλογή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας, αιφνιδιάζοντας τους πάντες με την πρόταση Σαρτζετάκη). Όχι, βέβαια, πως δεν αντιστοιχούσε καθόλου σε πτυχές αυτής της αντίθεσης, στο βάθος τους δευτερεύουσες, σχετικές και με τις βαριές κληρονομιές του «κράτους της Δεξιάς». Προφανώς και αντιστοιχούσε, όπως και στα λαϊκά αντιδεξιά αντανακλαστικά. Χωρίς, όμως, που είναι και το γνήσιο αντιδεξιό κριτήριο, να μεταφραστεί αυτή η αντιστοίχιση και σε βαθιές εξορθολογιστικές τομές του πολιτικού μας συστήματος και της κοινωνίας μας (εντός, πάντοτε, των ορίων της… αστικής νομιμότητας). Οπότε και χωρίς η δημοκρατία επί της κοινωνίας των «ρυθμίσεων Καραμανλή», με τις…ασφαλιστικές δικλείδες «ελέγχου» της, να μετεξελιχθεί σε μια, καθ’όλα, δημοκρατία της κοινωνίας. Που σημαίνει, ανατροπή της λογικής του «ελέγχου», που θέλει να υπάρχει η κοινωνία για το πολιτικό σύστημα και το κράτος και όχι το πολιτικό σύστημα και το κράτος για την κοινωνία. Κάτι τέτοιο, όμως, όχι μόνο δεν έγινε, αλλά, αυτή η λογική, «πρασινιζόμενη» και επιτεινόμενη, εξέθρεψε και φούντωσε όλες τις νοσηρότητες της Μεταπολίτευσης, με συμμετοχή και της «εκμαυλιζόμενης» κοινωνίας, σε αμφίδρομη σχέση με τη σταδιακή μετάπτωση της πολιτικής σε άγρια διαχειριστική νομή της εξουσίας. Για να οδηγηθούμε, μοιραία, στην τόσο οδυνηρή για τον τόπο μας χρεοκοπία (2009, Γ.Α.Π. – Καστελόριζο). Καθώς όλοι οι κατοπινοί κυβερνητικοί «κρίκοι», πράσινοι και γαλάζιοι, της αιτιότητάς της, με κρίσιμη καμπή τη δεύτερη τετραετία ΠΑΣΟΚ, όπου και κυοφορήθηκε, να μη το ξεχνάμε, η πολιτική της Σημιτικής περιόδου, επιδόθηκαν, ασύστολα ή αιδημόνως, στο μέγα πια άθλημα της νομής της εξουσίας. Κι ούτε λόγος πως είναι τουλάχιστον μελαγχολική η…επιστροφή στα περί «αντιδεξιού χώρου» κατά το παραπλανητικό πρότυπο της Μεταπολίτευσης, που σημαίνει και «επιστροφή», με πολύ χειρότερους τώρα όρους, στις νοσηρότητές της και στην παγίωση των συνεπειών της Χρεοκοπίας (μακρά ευρω/δυτική υποτέλεια).

Δ2. Εντός, στη δεύτερη περίπτωση (κατασκευαζόμενος, τώρα, «νεο-διπολισμός»), του στρατηγικού πλαισίου της μετανεωτερικής υποτέλειας, που προφανώς και δεν ταυτίζεται με τις «ρυθμίσεις Καραμανλή», όπως αυτό το «πλαίσιο» προέκυψε απ’ τη Χρεοκοπία και παγιώθηκε με τα Μνημόνια. Όπου, η δευτερεύουσα, υπ’ αυτά, αντίθεση της δεξιάς με την αντιδεξιά πολιτική, τον καθιστά, όπως ήδη σημειώσαμε, κακέκτυπο «διπολισμό» (καρικατούρα). Που πολύ δύσκολα θα μπορέσει να επικαλύψει την κυρίαρχη αντίθεση επικυρίαρχων – επικυριαρχούμενων και το συνακόλουθο μέγα δίλημμα: εθνική αξιοπρέπεια ή ευρω/δυτική υποτέλεια. Όσο, πέραν της επικοινωνιακής «χρυσόσκονης», κι αν διευκολύνουν την επικάλυψη: το παρακμιακό κλίμα, η καλλιέργεια της «μνημονιακής ειμαρμένης», τα υπόλοιπα απ’ τα… παλιά αντιδεξιά αντανακλαστικά της κοινωνίας μας ή και ο ακρότατα νεοφιλελεύθερος Μητσοτακικός γόνος. Γι’ αυτό, με τη θηλειά της επικυριαρχίας στον λαιμό μας, είναι πολύ μελαγχολικές, αν μη συχνά κωμικοτραγικές, οι σκιώδεις, στο βάθος τους, αντιπαραθέσεις σε «σοσιαλδημοκρατική» και νεοφιλελεύθερη βάση. Έστω κι αν , κυρίως υπό δύσκολες συνθήκες, είναι ανακουφιστικό για τις κοινωνικές πληγές ακόμα και το λίγο λαδάκι, όπως τα…κοινωνικά μερίσματα του σοσιαλδημοκρατικού «καλοσαμαρειτισμού». Αλλά, για να μη χάνουμε το μέτρο, χωρίς να είναι, ούτε καθ’ υποψίαν, και το φάρμακο που κλείνει τις κοινωνικές πληγές, ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για τις μνημονιακές πληγές της κοινωνίας μας και του Τόπου μας. Καθώς, με τη γενικευμένη φτωχοποίηση του λαού μας, την υποθήκευση του πλούτου και του εθνικού μας μέλλοντος στην νεοαποικιακή ευρω/δυτική υπερεξουσία του τοκογλυφικού κεφαλαίου, προπαντός όμως την απώλεια της εθνικής μας αυτεξουσιότητας, είναι πολύ στενά τα περιθώρια παραπλανητικών πολιτικών παιγνίων με ψευδώνυμες αντιθέσεις. Στη λογική των οποίων εντάσσεται και ο επίσης ψευδώνυμος «νεο…διπολισμός», ο «κατασκευαζόμενος», δηλαδή, κακέκτυπος «διπολισμός». Καθώς, για να υπηρετηθεί καλύτερα ο σκοπός του, και η εκτυλισσόμενη απόπειρα ξαναζεστάματος της … αντιδεξιάς πολιτικής και όλων των γνωστών περί «αντιδεξιού χώρου» της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όμως χωρίς γνήσιο αντιδεξιό βάθος, που είναι πάντοτε μεγάλο δημοκρατικό ζητούμενο, αλλά και προσπερνώντας στρουθοκαμηλικά τη Χρεοκοπία, που αυτή είναι το αμείλικτο μέτρο όλων των μεταπολιτευτικών πολιτικών που την έφεραν (κυρίως των ηχηρών, με το κάλπικο, κατά το ταμείο της ιστορίας, πράσινο νόμισμα, που είχε την όψη της «αλλαγής» του Ανδρέα απ’ το ένα του μέρος και τον «εκσυγχρονισμό» (των πολλών … ανθέων) του Σημίτη απ’ το άλλο. Όπως είναι μέτρο και των πολιτικών τής ως τώρα άγονης εφταετούς διαχείρισής της, όπου τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και πολύ πέραν των όποιων επικαλούμενων δικαιολογιών και προθέσεων. Με το, ανελαστικά πάντοτε, αδυσώπητο δίλημμά της: διαχειριστική υποτέλεια ή εθνική αξιοπρέπεια, που διαπερνά επιμόνως την όλη λογική τούτου του κειμένου, να ορίζει και το μέγα πρόταγμα της κατεπειγόντως ζητούμενης εθνικής μας στρατηγικής. Που, για μια ακόμη φορά στη δύσκολη ιστορία μας, είναι η ανάκτηση της χαμένης εθνικής μας αυτεξουσιότητας και της συνακόλουθής της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Καθώς, ό,τι άλλο, ως έχει η κατάστασή μας, εντάσσεται στην ανηλεή στρατηγική της νεο-αποικιακής υποτέλειάς μας. Όπου πια, όχι όπως στις αποικίες, διεκπεραιώνουμε οι… ίδιοι τους όρους της δια των διαμεσολαβητικών, όπως ξανασημείωσα, μεταξύ των επικυρίαρχων και του λαού μας θεσμών αντιπροσώπευσής μας. Με προεξάρχουσα σ’ αυτό το ρόλο όλη την ηγεσία του Τόπου μας, περίπου κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουμε ή και παριστάνοντας πως ζούμε σε συνθήκες ιστορικής κανονικότητας. Επειδή, όμως δεν ζούμε σε συνθήκες ιστορικής κανονικότητας, δεν έχουμε άλλο δρόμο πέραν αυτού της ανάκτησής της. Γιατί, ό,τι κι αν λέγεται, το πολύ τονισμένο μέγα δίλημμα της Χρεοκοπίας δεν χωράει σε… μεταμφιέσεις και δεν… ετεροχρονίζεται. Που σημαίνει, εντέλει, πως αυτό ορίζει την πραγματική αντίθεση και το συνακόλουθο πραγματικό δίπολο: Εμείς, οι επικυριαρχούμενοι, απ’ τη μια μεριά και οι επικυρίαρχοί μας, μαζί με τους «νεο-κοτζαμπάσηδες», απ’ την άλλη. Οπότε και προδιαγράφει την ανεξαρτησιακή λογική της ακολουθητέας εθνικής πολιτικής.

Ε΄. Διευκρινίζοντας, καιροί που είναι, πως οι κρίσιμες αναλύσεις περί των «διπόλων» δεν συνιστούν, αλίμονο, κλείσιμο του ματιού σε απλοϊκούς και ανιστόρητους εξισωτισμούς του είδους: «Τι Παπάγος – Τι Πλαστήρας» (μεταφραζόμενους τώρα, τηρουμένων των αναλογιών , σε: Τι Τσίπρας – Τι Μητσοτάκης), θα ολοκληρώσω τη θεώρησή μου με δύο σκεπτικιστικά ερωτήματα και τις αυτονόητες απαντήσεις τους, αλλά και με μια συμπληρωματική προσθήκη για την αντιδεξιά πολιτική. Ερώτημα πρώτο: Αν είχε ποιοτικό βάθος η αντιδεξιά πολιτική της Μεταπολίτευσης, θα χρεοκοπούσαμε; Προφανώς όχι. Ερώτημα δεύτερο: Όσο δεν έχει ποιοτικό αντιδεξιό βάθος η διαχείριση της χρεοκοπίας, οπότε και στρατηγική ρήξης με τους επικυρίαρχους, θα βγάλουμε τη θηλειά της υποτέλειας απ’ το λαιμό μας; Και πάλι προφανώς όχι. Με δεδομένο, σε κάθε περίπτωση, πως αντιδεξιά πολιτική [1] με ποιοτικό βάθος πρωτίστως σημαίνει: πολιτική εθνικής αξιοπρέπειας – ρήξη με ξενοκρατικές λογικές υποτέλειας – διαρκές βάθεμα της δημοκρατίας ( εναρμονίζουσας την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη και την αξιοκρατία) – θεσμική μετάθεση εξουσίας απ’ τους «λίγους» στους «πολλούς» – υπεράσπιση των δυνάμεων της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης – εαμικό πατριωτισμό (με συναίρεση της δημοκρατίας, του ουμανισμού, της φιλοπατρίας και του διεθνισμού) – ανατροπή της λογικής που θέλει να υπάρχει η κοινωνία για τα κόμματα εξουσίας και το κράτος και όχι τα κόμματα και το κράτος για την κοινωνία – διεμβόλιση του παγιδευτικού δίπολου: νοσηρός και κάπηλος ελληνοκεντρισμός, που γεννάει τον «χρυσαυγιτισμό», και νοσηρός (ψευτοπροοδευτικός) αντι-ελληνοκεντρισμός, που γεννάει την απο-εθνοποιητική α-τοπία – ελληνική παιδεία , που, ιδίως σε περίοδο κρίσης, πρέπει να ενισχύει την αξιακή άμυνα και την έλλογη εθνική αυτοεκτίμηση των ελληνοπαίδων, με εναρμόνιση της ελληνικότητας, της ευρωπαϊκότητας και του οικουμενικού πνεύματος (χωρίς δυσανεξίες: με τη φιλοπατρία, την αρχαία μας γραμματεία, τη διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας στη μεγάλη της διάρκεια, τη διδασκαλία της ελληνικής λογοτεχνίας, την κατ’ αρετήν αριστεία κ.λπ.) – μετωπική, τέλος, για να μείνουμε μόνο σ’ αυτά, ρήξη με όλες τις νοσηρότητες της Μεταπολίτευσης και του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, που, χωρίς υπερβολή, είναι και η λυδία λίθος της απ’ τη Χρεοκοπία και εντεύθεν. Σημαίνοντας, εντέλει, για να μη παίζουμε με τις… έννοιες, πως η αντιδεξιά πολιτική είναι παντελώς ασύμβατη και με ό,τι έφερε τη «χρεοκοπία» και με ό,τι την παρατείνει, εδραιώνοντας τη μετανεωτερική υποτέλειά μας. Πρωτίστως, εννοείται, ασύμβατη με τον διαχειριστικό… ρεαλισμό του «δεν γινόταν και δεν γίνεται… αλλιώς», που βρίσκεται πίσω και από την Χρεοκοπία μας και από την επικίνδυνη παράταση των συνεπειών της.

…Κι όσο είναι προφανές πως η βαθύτερη λογική τούτου του κειμένου, με την ελλειπτικότητά του και τα ερωτηματικά που προκαλεί, ορίζεται κυρίως απ’ την πολύ πικρή συνείδηση του χαρακτήρα της Χρεοκοπίας και το ανελαστικό δίλημμά της: αξιοπρέπεια ή υποτέλεια, άλλο τόσο είναι αυτονόητο πως το καθαρά, θέλω να πιστεύω, σηματοδοτούμενο «δια ταύτα» του συνυφαίνεται, όπως το έχω ήδη τονίσει, με το μέγα αίτημα της ανάκτησης της χαμένης εθνικής μας αξιοπρέπειας (της εθνικής μας αυτεξουσιότητας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας), στον αντίποδα, ούτε λόγος, του «επαινούμενου» διαχειριστικού…ρεαλισμού και της «καλλιεργούμενης» μνημονιακής ειμαρμένης.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Η αντιδεξιά πολιτική, όπως ενδεικτικά δίνω το στίγμα της, προφανώς και δεν στρέφεται εναντίον των συμπολιτών μας που ακολουθούν τα ποικίλα «δεξιάς κατεύθυνσης» πολιτικά προτάγματα. Το βαθύτερο πνεύμα της, εμπνεόμενο απ’ τη λογική της κοινής μας κοίτης , αγκαλιάζει και τις δύο όχθες του… ποταμού, «αριστερή» και «δεξιά», στην ενοποιό βάση του δημοκρατικού πατριωτισμού. Που είναι και το θεμέλιο αυτής της πολιτικής, όπως είναι και προαπαιτούμενο της ζητούμενης εθνικής μας στρατηγικής, ιδίως μάλιστα σε οριακές περιόδους εκτάκτων εθνικών αναγκών (κατά πως διδάσκει το ΄Επος του ’40 και της Εθνικής μας Αντίστασης).



πίσω στα περιεχόμενα: