τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , ,


Εσωτερική κρίση, πλέγμα εξάρτησης και ελληνοτουρκικές σχέσεις


Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

  τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

Αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Κ. Καβάφης

 

Χώρα με περιορισμένη εθνική κυριαρχία

Η πρόσφατη επανεκλογή του Γ. Παπανδρέου στην προεδρία της σοσιαλιστικής διεθνούς,χωρίς μάλιστα να διαθέτει καμιά λαϊκά νομιμοποιημένη ιδιότητα, προιοωνίζεται νέες πιέσεις ενάντια στο στοιχείο Ανεξαρτησίας, ιδιαίτερα στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, με το γνωστό αντικείμενο: εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στη δικαιοδοσία ιμπεριαλιστικών υπερεθνικών θεσμών, ακόμα και στο σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας, αντί κοινωνικών συμβολαίων επιβίωσης της ελεημοσύνης σε τυπικά, ή άτυπα λειτουργούντα προγράμματα τύπου ΔΝΤ. Στην εσωτερική τάξη τέτοιου τύπου συμβολαίων, με κρίσιμο τον μεσολαβητικό ρόλο ΜΚΟ, αναφέρεται η δράση της «διεθνούς». Προκειμένου να κατακερματιστεί περαιτέρω ο ιστορικός χώρος συλλογικής ταυτότητας των δικαιωμάτων των εθνών, σε κρίσιμους γεωστρατηγικούς κόμβους και να αναθερμανθεί, μέσω της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής επικράτειας των ατομικών δικαιωμάτων το πολεμοκάπηλο σχέδιο διάλυσης των δυνάμει απείθαρχων χωρών και απελευθερωτικών κινημάτων. Αποκτά η ανανεωμένη επαναφορά της αντιδραστικής αυτής στρατηγικής βαρύνουσα επικαιρότητα και σημασία σήμερα, μετά τη μεγαλειώδη νίκη του άξονα της αντίστασης στη Συρία. Δεν μπορεί να θεωρείται άσχετη με τα παραπάνω, η πρόταση σύγκλισης-συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, μετά την επιστροφή του Γ.Παπανδρέου στο τελευταίο, η αποδοχή της επιδιαιτητικής λειτουργίας της «πενταμερούς» της Γενεύης για το Κυπριακό οι συναφείς φωνές, εντός του ΣΥΡΙΖΑ, υπέρ του νεοαποικιακού σχεδίου για τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας που διατυπώθηκαν σε μια ρητή προσδοκία ισοσκέλισης της μείωσης του «χρέους», η επιστροφή της περιβόητης αποπροσανατολιστικής λογικής «βούτυρο αντί κανόνια», που οι ίδιοι κύκλοι διατυπώνουν, εν μέσω της άνευ προηγουμένου έξαρσης της τουρκικής επιθετικότητας, για την οποία ο πρέσβης των ΗΠΑ ουδέτερα επισημαίνει, ότι «μπορεί να οδηγήσει σε ατύχημα».

Υποβαθμίζεται πολλές φορές κι όχι τυχαία με σκοπό να επιστρέφει με τη λεοντή του «νέου» το σημαινόμενό της, ή αφελώς γελοιοποιείται αποδιδόμενο σε… βλακεία, το περιεχόμενο της ψήφου εμπιστοσύνης, που ζήτησε και έλαβε ο Γ. Παπανδρέου, παραιτούμενος (!) της πρωθυπουργίας (3 Νοεμβρίου 2011). Έθεσε τότε, ως ανυπέρθετη παρακαταθήκη συναποφάσεων του στρατηγικού προσανατολισμού της χώρας στενά δεμένης με την προοπτική εξόδου απ’ τα μνημόνια, που ο ίδιος έφερε,τη μόνιμη λειτουργία των κοινών υπουργικών συμβουλίων Ελλάδας-Τουρκίας και Ελλάδας-Ισραήλ. Προσδιόρισε έτσι έναν στενό ιεραρχικά δεσμευτικό, οριοθετικό χάρτη των μέγιστων ελπίδων του μέλλοντος της χώρας: Την ενεργό συνδρομή της στην ιμπεριαλιστική αρχιτεκτονική της περιοχής, με την οικειοθελή εκχώρηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων σε δομή ευρύτερης περιφερειακής συγκυριαρχίας, ώστε να εισπράττει κάθε φορά το «μέρισμα ειρήνης». Της ειρήνης της υποταγής στο ειδικό επίπεδο αφαίμαξης της εθνικής της κυριαρχίας αφενός και των ψυχίων απ’ την καταλήστευση και υποδούλωση των λαών στην εκτύλιξη της αναζήτησης πολεμικής διεξόδου της καπιταλιστικής κρίσης αφετέρου. Κι αυτό με το «περίστροφο στο τραπέζι», όπως τόνιζε, εννοώντας προφανώς, τον διηνεκή ρυθμιστικό-πειθαναγκαστικό ρόλο του ΔΝΤ, στραμμένο κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, με στόχο να αποτελέσουν χώρες υποδείγματα περιορισμένης κυριαρχίας στο βωμό της ολιγοεθνικής «παγκόσμιας διακυβέρνησης». Σ’ αυτή τη βάση πρέπει να αξιολογηθεί η συμβολικά έμφορτη εικόνα του Καστελορίζου της 23/4/2010. Όπως το υπογραμμίζει ο δημοσιογράφος Δ. Μηλάκας στο σπουδαίο βιβλίο του Η απόρρητη ιστορία του Αιγαίου. Η μυστική αλληλογραφία της Ουάσιγκτον για τα πετρέλαια, το φυσικό αέριο και την ελληνική ΑΟΖ. (εκδόσεις «Το Ποντίκι»):

«Λαμβάνοντας υπόψη το τρέχον μεγάλο ενεργειακό παιγνίδι, τις πληροφορίες περί ύπαρξης κοιτασμάτων στο Καστελόριζο, τις αποδεδειγμένες πια τεράστιες ποσότητες κοιτασμάτων που κρύβονται στην ευρύτερη περιοχή και τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού από το ελληνικό ακριτικό νησί, μπορεί κάποιος να φανταστεί κι όχι αδικαιολόγητα, πως ο Γ. Παπανδρέου “σφύριζε” το σύνθημα για την αμερικάνικη, μέσω ΔΝΤ, επέλαση στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ, στην ευρωζώνη και στο κοινό νόμισμα.(…)Έχοντας απλωμένο το χέρι για δανεικά έμοιαζε να παρουσιάζει προς τους πιστωτές τις εμπράγματες εγγυήσεις και υποθήκες. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά τα οποία μπορούν να συνοψιστούν σε μία φράση: Η χρεοκοπημένη Ελλάδα είναι de facto μια χώρα με περιορισμένη εθνική κυριαρχία, η οποία με τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις παραδίδει de jure τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους –συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών ύπαρξης πετρελαίου και φυσικού αερίου– ενέχυρο στους τοκογλύφους δανειστές της. Κάτι τέτοιο ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις περιοχές του Αιγαίου και του Καστελορίζου τουλάχιστον, προϋποθέτει τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών και την προώθηση των ιδεών της συνεκμετάλλευσης για την οποία σκληρά εργάζονται επί δεκαετίες οι ΗΠΑ». 

Η υποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, θάλασσα παγκόσμιας γεωστρατηγικής σημασίας, από ΝΑΤΟϊκή, αποτελεί στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ προ πολλού δρομολογημένη( από το 1960). Χαρακτηριστικό είναι απόσπασμα της έκθεσης του αμερικάνικου Ινστιτούτου Rand, όπως παρατίθεται σε άρθρο(«Διχοτόμηση του Αιγαίου υπό αμερικανοΝΑΤΟϊκό μανδύα») της καθηγήτριας του ΕΜΠ Σ.Ν. Αντωνοπούλου στο περιοδικό «Ουτοπία», τεύχ. 71:

«Οι ΗΠΑ ως υπερδύναμη πρέπει να προσπαθήσουν να ενισχύσουν τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Κάθε κίνηση προς μια Ευρωπαϊκή αμυντική δομή, που θα εξαιρεί την Τουρκία, ή θα στρέφεται ενάντια στα συμφέροντά της στο Αιγαίο, θα συνεισέφερε στην αποσταθεροποίηση των Βαλκανίων και θα στρέφεται κατά της σύγκλισης Τουρκίας και δυτικών συμφερόντων. Την ίδια στιγμή θα έθετε κρίσιμα διλήμματα στις ΗΠΑ σε σχέση με το Αιγαίο και τη Μ. Ανατολή». Για να αποφύγουν τα διλήμματα αυτά οι ΗΠΑ πριμοδοτούν τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, τις βαφτίζουν διαφορές και προκρίνουν την πρόταξη της οικονομικής συνεργασίας-συνεκμετάλλευσης, με χαρακτηριστική την τοποθέτηση: “Πρώτα θα τοποθετηθούν οι εξέδρες εξόρυξης των υδρογονανθράκων και στη συνέχεια θα καθοριστούν τα θαλάσσια σύνορα”».

Ζητούμενος είναι ένας διαρκής επιδιαιτητικός ρόλος, που μόνιμα θα συρρικνώνει τα ελληνικά συμφέροντα και δικαιώματα, αφού η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα, άρα η διαπραγματευτική βάση κάθε φορά προσδιορίζεται στο τι θα παραχωρήσει. Ο ελληνοτουρκικός διάλογος, όπως αυτός που διεξάγεται, έχοντας ήδη συμπληρώσει εξήντα γύρους νομιμοποιεί έστω ατύπως τις έκνομες τουρκικές αξιώσεις και εμμέσως αποδέχεται με τάση μονιμοποίησης τις υποχωρήσεις που έκανε η ελληνική πλευρά από το 1974, στο όνομα του κατευνασμού της Άγκυρας,όπως και τη μη άσκηση στην ίδια κατεύθυνση του συνόλου των δικαιωμάτων που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο. Συγκλίνει αντικειμενικά επομένως η αμερικάνικη με την τουρκική θέση για πολιτικό επανακαθορισμό του καθεστώτος του Αιγαίου με αντικείμενα: Τον εθνικό μας εναέριο χώρο και πώς θα μειωθεί απ’ τα δέκα στα έξι ναυτικά μίλια. Την αναίρεση της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα δώδεκα ν.μ. Τον αφοπλισμό των νήσων του Αιγαίου. Την επαναχωροθέτηση και τυπικά των ορίων έρευνας και διάσωσης, ώστε να αποσυσχετισθούν από τα όρια του FIR Αθηνών. Την επισημοποίηση των ζωνών «αδιευκρίνιστης κυριαρχίας. Την αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ ιδιαίτερα του συμπλέγματος του Καστελορίζου. Η νέα δομή του ΝΑΤΟ συνίσταται στη διαμόρφωση ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας-Τουρκίας μην προσδιορίζοντας όρια επιχειρησιακής ευθύνης. Στην πράξη διχοτομεί το Αιγαίο στα όρια του 25ου μεσημβρινού. Σε συνάρτηση με τη χρήση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ως μέσου υποτίθεται καλής γειτονίας, τίθεται η βάση επεμβάσεων για πρόληψη κρίσεων και αποδομείται, συμμαχικώ δικαιώματι, η κυριότητα του εθνικού μας χώρου.

 

Ο ενστερνισμός της υποτέλειας ως μοναδικού δρόμου

Για τα ζητήματα αυτά έχουν γραφεί πλήθος κειμένων. Παρακάτω θα σταθούμε στην πολιτική και ιδεολογική προέκταση απ’ τη σκοπιά της αναζήτησης ρωγμών στο εγχώριο μπλοκ της υποτέλειας στον ευρωατλαντισμό, ώστε να επικεντρωθούμε πώς θα σπάσουμε το ζοφερό κλίμα της ανάπηρης ελευθερίας που πνίγει το λαό και το έθνος.

Η ποικιλότροπη αμφιταλάντευση ή άρνηση, να τεθούν άνευ ετέρας, ιδιαίτερα απ’ τις δυνάμεις που πρεσβεύουν την έξοδο από το σύστημα που γεννά την κρίση, ο αυτοσεβασμός του Έθνους-Κράτους σαν αδιαπραγμάτευτα κυρίαρχης δικαιοπρακτικής μονάδας, η κεντρικότητα της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας- των νόμιμων αμυντικής φύσης δικαίων του Ελληνισμού, η πρόταξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας, είχε ολέθρια αποτελέσματα για τις καταπιεζόμενες λαϊκές τάξεις και στρώματα. Οδήγησε στην, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, ανώδυνη, για το καθεστώς ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας, ανατροφοδότηση των μνημονίων. Επίσης, στην σχετικά απρόσκοπτη εύρεση βάθους νομιμοποίησης-ανοχής-συναίνεσης σ’ αυτά. Μέγιστη υπήρξε και παραμένει εδώ η υπηρεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με εμβληματική την πραξικοπηματική κατάλυση του «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος. Χαρακτηριστική καταγράφεται, μέσω φαινομένων σύγχυσης και αμηχανίας, καθώς και μεταπολιτικών στάσεων, η αδυναμία, έως και σήμερα, εξεύρεσης συνισταμένης –αντίπαλου δέους– για την άρση της νεοαποικιακής αναπαραγωγής. Στην κρίση τελικά της ίδιας της έννοιας της Πολιτικής σαν πεδίου ανάτασης των λαϊκών προσδοκιών.

Επιτάθηκε, ακόμα χειρότερα, η ψυχολογία ατομικής φυγής, μεγεθυσμένο είδωλο της επέλασης της γενικευμένης εμπορευματοποίησης, αλλά και αναπαράσταση του μικροϋπολογισμού και της χρησιμοθηρίας. Η αποπολιτικοποίηση εκφράστηκε προνομιακά στο έδαφος της λήθης ή της μεταμοντέρνας επαναδιατύπωσης της Ιστορίας. Αυτού του τύπου ο πολιτισμός της παρακμής, σμικρογραφία, εικόνα και ομοίωση του παρασιτικού-δορυφορικού ελληνικού καπιταλισμού,ειδικά στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, με διακριτή τη συνενοχή τμήματος των «κάτω», εμβάθυνε τα χαρακτηριστικά που ιστορικά τον προσδιόριζαν. Τα χαρακτηριστικά ανάθεσης της ιδιοτελούς σωτηρίας των ελίτ στον ξένο παράγοντα, χωρίς καμιά υποψία διεκδίκησης ακόμα και οφθαλμοφανών στοιχείων αστικού ορθολογικού παραγωγικού-κοινωνικού προγραμματισμού.

Στο μέτρο που κάτι τέτοιο απαιτούσε διακριτό ρόλο του Κράτους, ήταν αποπεμπτέο. Η κρατική λειτουργία άλλωστε, μετά την ιταμή παράδοση Οτσαλάν, τον τρομονόμο και την Ολυμπιάδα του ’04, προδιαγράφηκε να προσλαμβάνει κριτήρια προληπτικής καταστολής, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, με ενσωμάτωση καταφανών εξωελληνικών υπηρετήσεων. Όφειλε να εμφανίζει ως περιθωριακές, γραφικές και μεμονωμένες κορυφαίες στιγμές αντίστασης των λαών ενάντια στην ιμπεριαλιστική νέα τάξη, όπως το περήφανο ΟΧΙ του κυπριακού Ελληνισμού στο σχέδιο Ανάν το 2004 και την περίτρανη νίκη της Χεσμπολάχ ενάντια στους σιωνιστές εισβολείς το 2006, όπως και, κατ’ αντιστροφή σήμερα, να θεωρεί φυσικές και επιδεχόμενες αυτονόητης συναίνεσης κινήσεις, όπως η ιμπεριαλιστική και τουρκική επέμβαση στη Συρία, καθώς και η στήριξη του νεοναζιστικού νεοφιλελεύθερου πραξικοπήματος στην Ουκρανία. Δεν επιτρέπεται απ’ τους ιμπεριαλιστές να καταγραφεί στο παραμικρό αυτοτελής διεθνής ρόλος της χώρας, ως ηθικής δύναμης στην περιοχή. Απαγορεύεται επίσης –συγκεκριμενοποιείται ρητά στο α΄ μνημόνιο– κάθε εναλλακτική συμφωνία διακρατικού τύπου που άπτεται αμυντικών, ή ενεργειακών διεξόδων σε μη δυτική κατεύθυνση. Υπακούοντας η ντόπια ολιγαρχία, πέρα από επιμέρους γκρίνιες «πατούσε» και εξακολουθεί να προσβλέπει στον γεωπολιτικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Τουρκίας, ως φτωχός συγγενής και ελάσσων εταίρος. Για να της επιτραπεί να εισπράξει εκ του ασφαλούς, όπως φαντασιώνεται, τα ψυχία απ’ την κατανομή ισχύος στην περιοχή(το συνιστούσε ρητά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Κ.Σημίτης, με χαρακτηριστικό άρθρο του στο «Έθνος».

Αξίζει να τονισθεί σχετικά και ο περιθωριακός ρόλος που επιφυλάχθηκε στην παραδοσιακή Δεξιά της καραμανλικής επιρροής, για την πολιτική διαχείριση, της επιθανάτιας υποβάθμισης του όλου πλαισίου συντελεστών ισχύος (κοινωνική συνοχή, παιδεία, άμυνα, υγεία, δημογραφία) της κρατικής οντότητας της Ελλάδας. Των επιπέδων εσωτερίκευσης του προτεκτοράτου. Αφενός φανερώνεται, μ’ αυτόν τον τρόπο ο ασφυκτικός περιορισμός των βαθμών ελευθερίας κινήσεων στα πλαίσια των ευρωατλαντικών θεσμών, αφετέρου υποδηλώνεται ο εμφύλιος που σοβεί στην μεγαλοαστική τάξη, μεταξύ όσων εκπροσωπούν την απλή κατοχικού τύπου διαμεσολάβηση και όσων φαντασιώνονται για περιθώρια αυτονομίας στη βάση του δήθεν συνοσπονδιακού τύπου της ΕΕ και της αναθέρμανσης των «ευρωπαϊκών ιδεωδών», που όμως ατυχώς γι’ αυτούς βρίσκεται σε διαδικασία νεοφιλελεύθερης εκκαθάρισης. Οι δεύτεροι επομένως, απλά παρακολουθούν το νέο «δίκαιο» υπερεθνικά οριζόμενων και ανεξέλεγκτα λειτουργούντων μηχανισμών της κεφαλαιακής συσσώρευσης να θρυμματίζει τα όνειρά τους για την ανάθεση στην ΕΟΚ-ΕΕ του εθνικού μέλλοντος της χώρας και για την συνέχιση εκ του ασφαλούς της αναπαραγωγής του αστικού καθεστώτος (στρατηγική του Καραμανλισμού). Αρκούνται έτσι, απ’ ό,τι φαίνεται, στο ρόλο της χρήσιμης εφεδρείας. Ο Τσίπρας θεωρητικά, ακροβατεί μεταξύ των δύο «στρατοπέδων», με την πρακτική του όμως (κατάρρευση αυθωρεί και κατ’ επανάληψη κάθε είδους «κόκκινων γραμμών») πιστοποιεί, ότι κατισχύει η πρώτη, που εμφανίζεται σαν διολίσθηση της δεύτερης, περιβαλλόμενη μάλιστα με το άλλοθι της κατ’ αυτόν και το ΣΥΡΙΖΑ διαρκώς προβαλλόμενης «αντιεθνικιστικής» στάσης. Εγγυητής αυτής της στάσης απομένει μόνο η αδρά χρηματοδοτούμενη δράση ΜΚΟ, που έχει ως αποστολή να αντιπαραβάλλει τα ατομικά στα συλλογικά δικαιώματα, μ’ έναν επιλεκτικό «αντικρατισμό»,ο εν τοις πράγμασι εποικισμός των ακριτικών νησιών μας υπό το προκάλυμμα των hot spots, όπως και η εμπράκτως διχοτομική παρουσία του ΝΑΤΟϊκού στόλου στο Αιγαίο, με προκάλυμμα πάντα το «προσφυγικό», που δεν παραλείπει να συμμερίζεται πρακτικά, στα πλαίσια των «ίσων αποστάσεων των συμμάχων», και τις τουρκικές θέσεις περί αποστρατικοποιημένων Δωδεκανήσων, αλλά και υπόρρητα να εγκυροποιεί το «θολό» κατά το ΝΑΤΟ, τοπίο αρμοδιοτήτων για την «έρευνα και διάσωση».

Σιωπηρά, αναφορικά με τη βαρύτητα του ζητήματος, καταγράφεται η τάση περαιτέρω «διεθνοποίησης» των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, καθώς προ της, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, άσκησής τους, γίνεται αποδεκτή η ρυθμιστική θέση του ΝΑΤΟ. Μάλιστα η παράταση της παρουσίας του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο ερμηνεύθηκε απ’ τον υπουργό Άμυνας, ότι «de facto αναγνωρίζει τα ελληνικά σύνορα», ενόσω η αναγνώριση αυτή ουδόλως αποτυπώνεται στους σχετικούς ΝΑΤΟϊκούς χάρτες. «Αν το ΝΑΤΟ αναγνώριζε τη Λήμνο και τα ανατολικά μας σύνορα δεν θα ’ταν ΝΑΤΟ» είχε τονίσει χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η αυταξία των νόμιμων κυριαρχικών μας δικαιωμάτων επομένως και μάλιστα η άμυνα περί αυτών σχετικοποιείται κατά τους ιμπεριαλιστές και λαμβάνει το επίχρισμα της «υπεύθυνης στάσης» με το κατά «πόσο χωράει» στις γενικότερες διευθετήσεις του νέου Ανατολικού Ζητήματος: Της θωπείας-κατευνασμού του τουρκικού σωβινισμού, της ασφάλειας του καθεστώτος της Άγκυρας και της εξυπηρέτησης της αρχιτεκτονικής της περιοχής, κρίσιμου κόμβου, ούτως ή άλλως, ενεργειακής και εμπορικής διέλευσης των μονοπωλιακών συμφερόντων.

Η σχετικοποίηση αυτή, αυτονοήτως κρίσιμη και διαρκώς παρούσα για την ουσία της εθνικής μας κυριαρχίας, δεν είναι αόριστο θεωρητικό σχήμα. Διέτρεξε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο, προσδίδοντας στη διαμόρφωση της νέας εθνικοφροσύνης ως σταθερό κριτήριο, αυτό που ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης της προσήψε: Αμερικανοσύνη και Τουρκοφροσύνη.

Ίσχυσε, ιδιαίτερα μετά το μυστικό μνημόνιο Κλίντον-Σημίτη, με μεσολαβητικό κρίκο τον Γ. Παπανδρέου(άνοιξη του ’96) και ισχύει, ειδικά αναφορικά με τη διαχείριση του σκληρού πυρήνα των εθνικών μας ζητημάτων, της απειλής του τουρκικού επεκτατισμού και του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας, η αρχή της απόλυτης πειθήνιας συμμόρφωσης του επιλεγμένου πολιτικού προσωπικού στις συντεταγμένες της αμερικανοκρατίας. Σε πείσμα μάλιστα των προσχημάτων της υποτιθέμενης θεσμικής «ουδετερότητας» του Κράτους, η επιλογή, ή η απόρριψη των εκάστοτε πρωταγωνιστών αυτής της διαχείρισης, καθορίζεται αυστηρά απ’ τη μη ανοχή οιασδήποτε αυτόνομης «για τα εθνικά συμφέροντα» πρωτοβουλίας. Σε κάθε περίπτωση υπέρκειται ο ενστερνισμός του «μόνου ορίζοντα» της υποτέλειας, με επίδικη ακόμα και την συμφωνία συρρίκνωσης των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το δέλεαρ της συρρίκνωσης αυτής ως αντίστιξη, η μείωση του «χρέους», ακόμα κι αν αντιπροσωπεύει την έσχατη μορφή ραγιαδισμού, είναι παρόν. Γιατί, τι άλλο σηματοδοτεί άραγε η «πολιτική διαπραγμάτευση», που επικαλείται ως διέξοδο η κυβέρνηση σε κάθε κρίσιμη καμπή με τους δανειστές; Ή πιο συγκεκριμένα πώς ερμηνεύεται ο «αντιπερισπασμός» Τσίπρα στην πενταμερή της Γενεύης για το Κυπριακό, όταν πρότεινε τη σύναψη συμφώνου φιλίας Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου; Όταν κάλλιστα και στα μάτια των πιο δύσπιστων συνομιλητών, θα μπορούσε, η τουρκική εμμονή στη διατήρηση της κατοχής («προσωρινά») και στο καθεστώς των εγγυήσεων, σε συνάρτηση με την έξαρση της επιθετικότητας στο Αιγαίο, να τεκμηριώσει συνολική καταγγελία του ρόλου της Άγκυρας στα διεθνή φόρα και συναφή αντικατοχική καμπάνια; Πέραν βεβαίως του ζητήματος αρχής, ότι με χώρα που ρητά και απροκάλυπτα απειλεί, καμιά «φιλία» δεν μπορεί να υπάρξει.

Με αβάσταχτη ελαφρότητα αφήνεται εκ των πραγμάτων ανοικτό, κατ’ επέκταση, προκειμένου να τεκμηριωθεί επιδιαιτητική έξωθεν παρέμβαση-πακέτο, το επακόλουθο ενδεχόμενο μιας μεγάλης πανεθνικής κρίσης και συνεπόμενα η πιθανά επιστρατευόμενη εκδοχή μιας «εκτάκτου ανάγκης» εκτροπής. Ήτοι της εμπέδωσης της στρατηγικής του χάους σε μόνιμη αντιδραστική τροχιά. Και αυτό να χρεωθεί, εν είδει αντεστραμμένου ’74, στην εν ευρεία έννοια Αριστερά: Πριμοδοτήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό το σκοπό, αφού εξετάστηκε στο Τέξας και στο Κόμο κι αφού έδωσε διαπιστευτήρια της ηγετικής του ομάδας με το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, σχετικά με την ανάκληση της υποψηφιότητας Σαμπιχά, θεωρήθηκε κατάλληλος να βαθύνει περαιτέρω την αντεθνική πολιτική με ψευδοκοινωνικό περιτύλιγμα του ΠΑΣΟΚ της σημιτικής και εντεύθεν περιόδου. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η ευκολία πτώσης της κυβέρνησης Σαμαρά, ουσιαστικά όταν αποτόλμησε να πει ότι «η Ελλάδα δεν δέχεται δύο Κράτη στην Κύπρο» –την επαύριο το ΔΝΤ επέβαλε τον ΕΝΦΙΑ επιφέροντας αυτονόητο και καθοριστικό πλήγμα στην κοινωνική συμμαχία των μικροϊδιοκτητών– ούτε βεβαίως η ουσιαστική παραίτηση-αποχώρηση-σιγή Καραμανλή, όταν ο απολογισμός της διακυβέρνησής του εμπεριείχε στα διαχειριστικά πάντοτε πλαίσια –γι’ αυτό και αντιστρεπτά– μεταξύ των άλλων, την υποβοήθηση απόρριψης του σχεδίου Ανάν το 2004, τα ενεργειακά και αμυντικά ανοίγματα προς τη Ρωσία, το βέτο για την ένταξη των Σκοπίων ως «Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ και την παρέκβαση της καταληκτικής περιόδου του Δεκεμβρίου του ’04, αναφορικά με την υλοποίηση της συμφωνίας του Ελσίνκι του 1999, που βάφτιζε τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις «Ελληνοτουρκικές διαφορές» και τις παρέπεμπε εξ ολοκλήρου στη Χάγη.

Και οι δυο προαναφερόμενοι θεωρούσαν, όπως πρόδιδε η πρακτική τους, ότι αν υλοποιούσαν το πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων συνταγών, θα γλίτωναν ανατρεπτικές επί τα χείρω λύσεις στα εθνικά μας ζητήματα. Ή, τουλάχιστον θα απέτρεπαν τα χειρότερα, αφού και οι ίδιοι, έμπλεοι αντιφάσεων ανάμεσα στην υπηρέτηση της ισορροπίας μεταξύ του «ανήκομεν εις την Δύσιν» και της τυπικής τήρησης της εθνικής δημοκρατικής νομιμότητας, και τον ελληνοτουρκικό διάλογο, έστω στα θέματα «χαμηλής πολιτικής», υπηρέτησαν (ψευδής παράσταση ελληνοτουρκικής οικειότητας) και ουδένα όρο απαίτησαν, ενώ η Τουρκία έπαιρνε ευρωπαϊκό εισιτήριο το 2005, σε φόντο αντικειμενικής νομιμοφάνειας των διεκδικήσεών της. Μείζων πλάνη ασφαλώς συνιστά, σε συνθήκες οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης και διατεταγμένης, υπό το δίκαιο των πολυεθνικών, συγκέντρωσης του κεφαλαίου, η φαντασίωση της διατήρησης αυτόνομων εθνικών μηχανισμών ισχύος. Η νεοφιλελεύθερη αξιοπιστία των πολιτικών διαχειριστικών μεσολαβήσεων, από θέση αρχής, πρεσβεύει την προσαρμογή της εδαφικότητας στην ελευθερία των εμπορευματικών ροών, χωρίς την «δεσμευτική»-παρεμποδιστική μεσολάβηση των συνόρων, ή και τη βίαιη τροποποίησή τους, για τις πιο αδύναμες χώρες της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Αν στα παραπάνω προστεθεί η επιδεικτική ακύρωση της εκλογής Μεϊμαράκη στην ηγεσία της ΝΔ, ώστε να διασφαλιστεί το ζενίθ της άκριτης δουλοφροσύνης, που ανέκαθεν εξέφραζε το μητσοτακικό μπλοκ και που γι’ αυτό πολιτευόταν ιστορικά, ήδη απ΄τον καιρό της αποστασίας, σε αγαστή σύμπνοια με την χουντογενή ξενόδουλη ακροδεξιά, το παζλ συμπληρώνεται: Το άνω και κάτω όριο της τέτοιου τύπου «εθνικής στρατηγικής» περικλείεται στην υπηρέτηση του καθεστώτος της ξένης εξάρτησης και κηδεμονίας. Η σιωπή των παραπάνω στο όνομα της «ενότητας της παράταξης» υπογραμμίζει έμμεσα, αλλά και με σαφήνεια τα ιστορικά όρια της «κρατοκεντρικής» Δεξιάς. Αποσύρεται διακριτικά, με αποκλεισμό βεβαίως κάθε είδους υποκίνησης της λαϊκής παρέμβασης, όταν επίκειται η διεκπεραίωση της «βρόμικης δουλειάς» –εξ ου και το… αυτοθυσιαστικό της κίνητρο και τα κυριολεκτικά κλάματα, όπως των γηραιών Καραμανλή, Βαρβιτσιώτη κ.ά, για το πώς τους αγνοούν οι «σύμμαχοι και εταίροι»– για να διεκδικήσει την επαναφορά, με την άδεια πάντα του ξένου παράγοντα, ώστε να οριοθετηθεί η νέα συστημική νομιμότητα. Τηρουμένων των αναλογιών, έτσι έγινε και με τη νόθα μεταπολίτευση του ’74.

Ποια είναι σήμερα αυτή η «δουλειά»; Είναι ό,τι ακριβώς διακήρυττε και έπραττε ο Γ. Παπανδρέου με αρχή την πολύπλευρη συμβολή του, με αιχμή τότε, όπως και τώρα, τις ποικιλώνυμες ΜΚΟ, ως οιονεί μετακρατικές οντότητες, στη διάσπαση του Ιστορικού Βαλκανικού Χώρου, στο όνομα του «φιλελεύθερου… σοσιαλισμού» (ομώνυμο άρθρο του στο «Βήμα»-1984): Η ρυμούλκηση του ελλαδικού και κυπριακού κράτους στην παγκοσμιοποίηση, η παραδειγματική συμβολή τους στην κυρίαρχη τάση κατάργησης των ρυθμιστικών κοινωνικών ελέγχων-αρμοδιοτήτων για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων,εργασίας και εμπορευμάτων, επί ποινή κατάλυσης ακόμη και αυτών των ιδίων ως νομικοπολιτικών οντοτήτων, αν δεν μορφοποιηθεί και θεσμικά, όπως με το τρέχον σχέδιο για το Κυπριακό, η συνεισφορά αυτή στην εμπέδωση της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης της περιοχής της ΝΑ Μεσογείου. Η ολοκλήρωση αυτή πρέπει να συνεκτιμηθεί ως τομή τριών αλληλοτροφοδοτούμενων σχεδίων: Του σχεδίου της Μεγάλης Μέσης Ανατολής, του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ για την επέκτασή του ανατολικά και του τρέχοντος σχεδίου Βαλκάνια 2014. Κοινός τόπος αυτών των σχεδίων είναι η επιθετική διευθέτηση με την ηγεμονία των ΗΠΑ των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων, μέσα από την ανανέωση της πολεμικής απειλής κατά του Ιράν, την ενθάρρυνση της ισραηλινής βαρβαρότητας ακόμα και καθ’ υπέρβαση της τυπικής προτροπής των Αμερικανών προέδρων «για λύση δύο κρατών» στο Παλαιστινιακό, τη συνέχιση περικύκλωσης της Ρωσίας και της αποκοπής της παρουσίας της στη ΝΑ Μεσόγειο, την εμμονή στην κατάτμηση της Συρίας, την επιβολή του νέου σχεδίου για την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Υπάρχει ρεαλιστικό πεδίο επαναχάραξης εθνικής πολιτικής ανάκτησης της Ανεξαρτησίας;

Σ’ αυτό το στρατηγικό πλαίσιο συγκεκριμένα κι όχι με τις κεκτημένες σχηματοποιήσεις χθεσινών, πεπερασμένων ορισμών περί «δεξιάς και αριστεράς», πρέπει να αξιολογήσουμε τα δεδομένα και να οριοθετήσουμε τη δράση μας. Διαφορετικά αενάως θα ομφαλοσκοπούμε. Η σοσιαλιστική-κομμουνιστική επαγγελία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στη βάση ενός νεφελώδους γενικής υφής «αντικαπιταλιστικού» λόγου. Για να υπάρξει πρέπει να νοηματοδοτηθεί σήμερα, τώρα, ένα πλατύ πανεθνικό λαϊκό δημοκρατικό μέτωπο ενάντια στο καθεστώς της νέας ξένης κατοχής, ενάντια στο νέο ραγιαδισμό που τεκταίνεται και προβάλλει σαν παθητικό παρακμιακό πλαίσιο αποδοχής, τόσο της εθνικής συρρίκνωσης, όσο και της κοινωνικοοικονομικής αφαίμαξης. Προτάσσοντας απερίφραστα το κυρίαρχο ζήτημα της υπεράσπισης του στοιχείου Ανεξαρτησίας. Μόνον έτσι θα απαντηθεί το ζήτημα της εθνικής ηγεσίας σε κατεύθυνση αναζωογόνησης της λαϊκής κυριαρχίας. Κανένα κοινωνικό σχέδιο δεν μπορεί να είναι αξιόπιστο κι ελπιδοφόρο –γι’ αυτό και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ’14 δεν ήταν και ξεχάστηκε, έστω και σαν αναφορά βάσης κριτικής– αν δεν λαμβάνει υπόψη και δεν αντιμετωπίζει τους όρους μετάβασης ενός προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε αντιστοιχία με την ανάσχεση του γεωπολιτικού στραγγαλισμού και της αποσταθεροποίησης της χώρας. Αν δεν προετοιμάζει τον λαό επανακοινωνικοποιώντας την έννοια της Πολιτικής στα κεντρικά της στοιχεία, που την καθιστούν συλλογική αφήγηση. Η έννοια του Έθνους ενάντια στην ολιγοεθνική εθνικιστική καπηλεία του απ’ τον ιμπεριαλισμό και τις κοσμοπολίτικες εκδοχές του, μπορεί να ενεργοποιήσει τον λαϊκό παράγοντα και να πλήξει τη δορυφορική ταξική κρατική μηχανή θέτοντας με διαλεκτικά δυναμικό τρόπο το ζήτημα της εργατικής-λαϊκής εξουσίας, σε συνάφεια με την οικοδόμηση ενός δημοκρατικά προγραμματισμένου περιφερειακού παραγωγικού προτύπου καθώς κι ενός ανανεωμένου διεθνισμού. Ορθά, ιδιαίτερα η ΚΟΕ και ο Ρ. Ρινάλντι, επισημαίνουν, για την επίγνωση που οφείλει να μας διακατέχει, την «αποαριστεροποίηση» σαν ειδική μορφή της κρίσης εκπροσώπησης που σοβεί, αλλά εξίσου ορθά πρέπει να σταθούμε στην πολιτικά αντίστροφης δυναμικής κίνηση, που θα θέτει τα επιθυμητά στρατηγικά ζητήματα επί τάπητος, σαν αποκλειστικά κριτήρια πολιτικών συμμαχιών, υπερακοντίζοντας κατά το δυνατό τους όρους ήττας του χθες: Να απομυθοποιήσουμε την ψευδή συνείδηση του πώς νοήθηκε «αριστερά» χωρίς πολιτικοστρατιωτική και οικονομική αποδέσμευση απ’ τους υπερεθνικούς μηχανισμούς κηδεμονίας και συνακόλουθα, πώς φτάσαμε με προμετωπίδα τον πολιτικό μεταμορφισμό και άλλοθι τον «πλουραλισμό», από τη συζήτηση του τρίτου δρόμου του Ινγκράο, να εννοούμε «τρίτο δρόμο» αυτόν του… Μπλερ. Αυτή η συζήτηση όμως θα ’ναι ατελέσφορη, αν δεν διεξάγεται με όρους οργανωμένης, ενιαίας πολιτικής πράξης.

Τι μας περιμένει και πόσο γοργά πρέπει να επιχειρήσουμε αντίστοιχης σπουδαιότητας ποιοτικό άλμα στην οργάνωση των λαϊκών αντιστάσεων, διαφαίνεται στην αποκαλυπτική συνέντευξη του νέου πρέσβη των ΗΠΑ Τζ. Πάιατ σε ελληνικό μέσο, όπου μεταξύ άλλων δήλωσε: «Υπάρχει ένα διάγραμμα με τρεις κύκλους. Ο ένας αφορά τη Βόρεια Αφρική, ο άλλος την Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία και ο τρίτος τη Μαύρη Θάλασσα και μια πιο επιθετική και επεκτατική Ρωσία. Το μέρος όπου αυτοί οι τρεις κύκλοι συναντώνται είναι η Ελλάδα. Αυτό είναι το υφιστάμενο στρατηγικό πλαίσιο…». Για πολλοστή φορά επομένως, ο εθνικός μας χώρος αντιμετωπίζεται απ’ τα υπερατλαντικά αφεντικά στο πνεύμα της προοπτικής φεουδοποίησής του, σαν τομή των επίδοξων ζωτικών χώρων Τουρκίας, Ισραήλ πρακτικά, αλλά και σαν γκρίζα ζώνη ΝΑΤΟϊκής επικυριαρχίας; Από την Κύπρο της νεοΑνανικής «λύσης», έως τη Δυτική Θράκη διατρέχοντας το κέντρο του Αιγαίου στο ύψος του 25ου μεσημβρινού. Αποσκοπείται μεσοπρόθεσμα η διαμόρφωση μιας νέας αμερικανόπνευστης Λωζάνης με βάθρα στρατιωτικής στήριξης τη συνέργεια του πλέγματος των αμερικανοβρετανικών βάσεων και η Τουρκία με διαπιστευτήριο τον επεκτατισμό της και παρουσία εισβολής σε τρεις χώρες ταυτόχρονα (Κύπρος, Ιράκ, Συρία) σπεύδει να πάρει θέση. Κι όμως οι ιεροεξεταστές του βαθμού ρατσισμού του ελληνικού λαού δεν βλέπουν στη βαρβαρότητα αυτή τίποτα το ασυνήθιστο. Μέσα στη διαβρωτική αχλύ του οικονομισμού των μνημονίων και σε συνάρτηση μιας σειράς σχηματικοτήτων που προβάλλουν πολιτικά αφυδατωμένη μια «μονοκαλλιέργεια» γύρω απ’ την τεχνική μετάβασης στο εθνικό νόμισμα, ή και για λόγους πεπερασμένων και χρεοκοπημένων εσωκομμματικών ισορροπιών, λησμονείται πολλές φορές, ότι πιθανές απώλειες στον «σκληρό» πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας καταδικάζουν ανεπιστρεπτί τα όποια εναλλακτικά κοινωνικά πειράματα.

Δυστυχώς, ενώ με αρχή το Κυπριακό, υπήρξε εμπράκτως, μέσα απ’ την αποδοχή συνομιλιών, με παρόντα τον τουρκικό στρατό κατοχής, έμμεση, πλην μοιραία συγκατάβαση της ελλαδίτικης και ελληνοκυπριακής πλευράς στη δρομολόγηση της πορείας προς την «εκλιπούσα Κυπριακή Δημοκρατία», κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο, καθώς και στο λόγο των αριστερών αντιπολιτεύσεων, η παθητική αναμονή των εξελίξεων, μια παραλλαγή του «η Κύπρος κείται μακράν», αντί της πυροδότησης μιας συνολικής αντιϊμπεριαλιστικής έγερσης, με διασύνδεση των εθνικών κινδύνων και της περαιτέρω εμβάθυνσης του καταστροφικού μνημονιακού πλαισίου. Κι αυτό, όταν η περιρρέουσα ειδησεογραφία προδίδει μια στρατηγική βούληση του νεοοθωμανισμού, να επεκταθεί με, έμμεσα ή άμεσα, πολεμικούς όρους ισλαμοκεμαλικής σύνθεσης, σ’ ολόκληρο το φάσμα των συνόρων της Τουρκίας, με τη χρήση της, ναζιστικής προέλευσης, θεωρίας του ζωτικού χώρου. Όταν μόνιμα ο πατερναλισμός της Τουρκίας, στο πρότυπο της διαχρονικής εμπλοκής της στην Κύπρο, αποσκοπεί στη δημιουργία στρατηγικών μειονοτήτων, όπως και στην ρυθμιστική καθοδήγηση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών, ώστε να τεκμηριώνονται επεμβατικά δικαιώματα κατά το δοκούν και να αποκτώνται απτοί όροι υλικότητας προς αναβάθμισή της, στην αναδιαπραγμάτευση κάθε φορά της συμμαχίας της με τη Δύση.

Κι ενόσω το πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα στο εσωτερικό της κλιμακώνει μια κορύφωση του αυταρχισμού, εντοπιζόμενο πρωτίστως σ’ ένα ρατσιστικό πογκρόμ κατά των κουρδικών πληθυσμών, αλλά και στρατηγικά απηχεί στην προτυπολογική, ιδιαίτερα σε φάσεις καπιταλιστικής κρίσης συμπύκνωση της τυπικής διακριτότητας των εξουσιών, υπό την αιγίδα της εκτελεστικής-κατασταλτικής. Μορφοποιείται σήμερα στην Τουρκία, με σταθμό το δημοψήφισμα του Απριλίου του ’17, αυτό που ο Αβέρωφ είχε υπογραμμίσει ως μοντέλο απ’ το 1984: «Ο Εβρέν είναι φωτισμένος δικτάτορας». Δείχνουν να λησμονούν, ανιστόρητα φερόμενοι πολλοί απ’ την υπαρκτή Αριστερά, την ειδική θέση του στρατού στη δομή του τουρκικού πλέγματος εξουσίας. Μια ειδική θέση που εμποδίζει εγγενώς την υιοθέτηση ρόλου τυφλού εκτελεστικού οργάνου της Δύσης και απαιτεί ανταλλάγματα κάθε φορά που το κύρος αυτού του κρίσιμου αναπαραγωγικού ρόλου διακυβεύεται, όπως στο πραξικόπημα, ή τσαλακώνεται, όπως στη Συρία και στο Κουρδιστάν. Ό,τι θεωρεί πως θα «χάσει» απ’ τα ανατολικά επιδιώκει αυτονόητα να κερδίσει απ’ τα δυτικά.

Στη βάση αυτής της δυναμικής της κινούμενης άμμου τέθηκε, με την υποκίνηση των Αμερικανών, η στρατηγική εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ. Κι όσο εκτυλισσόταν ως πλαίσιο διαπραγμάτευσης αυτή, με το σύνολο των έκνομων διεκδικήσεων της γείτονος άθικτο, τόσο επιλεκτικά παρέλυε το όποιο δικαιϊκό πλαίσιο του «κοινοτικού κεκτημένου», με τη μειοδοτική συναίνεση και των ελληνικών κυβερνήσεων. Άλλωστε, οι τελευταίες μέσω της νέας «εθνικής ιδέας», όπως τόνιζε πριν απ’ όλους ο Γ. Παπανδρέου, όχι μόνο ομολογούσαν την τραγική απεμπόληση κάθε εθνικού σχεδίου και την υποκατάστασή του απ’ την ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη ενσωμάτωση, αλλά έλυναν ύπουλα,  χωρίς διάλογο, μέσω κόμματος μη κόμματος κρατικά απολογητικού και τους λογαριασμούς τους με ριζοσπαστικές μνήμες του παρελθόντος. Διότι σκόπιμα παρασιωπάται ακόμα και σήμερα, ότι ο Α. Παπανδρέου το 1977 στη συνδιάσκεψη με τον τίτλο «για μια Μεσόγειο απελευθερωμένη και σοσιαλιστική» θεμελίωσε μια σχέση γόνιμης αλληλοσυμπλήρωσης του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος με το εργατικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, και σαν εγγύηση για το κτύπημα των φαινομένων παρασιτικής εργατικής αριστοκρατίας, που νόθευε και διέστρεφε τον προσανατολισμό του. Κι ότι αυτή η οριοθέτηση θα ’πρεπε και τώρα να επιχειρηθεί, σαν μια ελάχιστα αξιοπρεπής, πολιτικά και ηθικά, συνθήκη ενάντια στα μοντέλα κρατικής τρομοκρατίας της περιοχής που προάγουν την κατοχή, την εθνοκάθαρση, τον εποικισμό. Επιπλέον πρόδηλο είναι, ότι, στα καθ’ ημάς, μια στοιχειώδης έστω προσέγγιση μιας τέτοιου τύπου γνήσιας ελληνοκεντρικής πολιτικής με διεθνιστικό ορίζοντα, θα συνεπαγόταν ανάδειξη του τουρκικού προβλήματος βίας και εξανδραποδισμού αναδρομικά. Η υπογράμμιση της Ποντιακής και Αρμένικης γενοκτονίας ως ευρωπαϊκών ζητημάτων θα μπορούσε να θέσει έμπρακτους όρους μνήμης και δημοκρατίας και άρα ιδιότυπης φραγής απέναντι στη μονοδιάστατη και «φυσιολογικά» εξελισσόμενη δικτατορία του χρήματος και των αγορών. Αντί μιας παρέμβασης αυτού του εναλλακτικού χαρακτήρα που θα ήγειρε το κριτήριο του πραγματικού εκδημοκρατισμού των διεθνών σχέσεων, σε πλατιά λαϊκή, εθνική και διεθνή κλίμακα, κυριαρχεί μια ελληνόφοβη, συμπλεγματική προσέγγιση, αφοπλιστική έναντι των εθνικών και κοινωνικών κινδύνων, που μεγεθύνονται. Οι επαχθείς αυτοί συσχετισμοί αντανακλώνται, μεταξύ άλλων, στην πρόσφατη δήλωση Γιουνκέρ, που προδίδει την απίσχναση κάθε δικαιοκρατικού στοιχείου στη δομή θεσμικών ολοτήτων, όπως η ΕΕ: Eίπε λοιπόν πρόσφατα ο επικεφαλής της ΕΕ ότι: «τα Μνημόνια είναι δράσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, οι οποίες βρίσκονται εκτός της έννομης τάξης της ΕΕ. Επομένως, όταν υιοθετούνται εθνικά μέτρα που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Μνημονίου, η Ελλάδα δεν εφαρμόζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ως εκ τούτου ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν ισχύει ως έχει στα ελληνικά μέτρα».

Αν με την αδράνειά μας αφήσουμε τη χώρα στο έλεος των εκκαθαριστικών μηχανισμών της ΕΕ και του ΔΝΤ θα είμαστε συνυπεύθυνοι όχι μιας τυπικής επιδείνωσης συσχετισμών, αλλά μιας μεγάλης εθνικής και κοινωνικής καταστροφής.



πίσω στα περιεχόμενα: