Πορεία σε αχαρτογράφητα νερά
Όλα δείχνουν ότι η 2η αξιολόγηση τελικώς θα κλείσει, αλλά με τον τρόπο που έκλεισε η 1η. Αφενός με μεγάλη καθυστέρηση, αφετέρου με βαρύ τίμημα. Ο Τσίπρας και ο στενός κύκλος στο Μαξίμου μπορεί να δυσφορούν με τις πραγματικά υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών, αλλά κυρίαρχο κριτήριό τους είναι η παραμονή στην εξουσία. Στην Κουμουνδούρου υπάρχουν αρκετές φωνές που υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να επιλεγεί ο δρόμος της προκήρυξης εκλογών και της αναπόφευκτης –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– απομάκρυνσης από την εξουσία. Με τον τρόπο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμενε ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος, διατηρώντας ένα σχετικά υψηλό ποσοστό. Αντιθέτως, η επιλογή να εξαντληθεί κατά το δυνατόν η τετραετία οδηγεί σε συνεχή συρρίκνωση την εκλογική επιρροή του, γεγονός που μπορεί να ακυρώσει το εκλογικό και πολιτικό άλμα που ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το 2012 και ολοκλήρωσε το 2015.
Προς το παρόν η συνεχής συρρίκνωση της εκλογικής επιρροής δεν έχει προσλάβει διαστάσεις καταστροφής, δηλαδή επιστροφής σε μονοψήφιο ποσοστό. Αυτό, ωστόσο, οφείλεται στην ανυπαρξία εναλλακτικής λύσης κυρίως για τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που λόγω Μνημονίου εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ και κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αξιόπιστο κόμμα για να υποδεχθεί όσους από αυτούς δυσφορούν ή είναι και αγανακτισμένοι από την πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα.
Το γεγονός ότι οι κυβερνώντες δεν διαθέτουν διαπραγματευτική ισχύ έναντι των δανειστών και ταυτοχρόνως έχουν απορρίψει την επιλογή της φυγής με στήσιμο κάλπης, σημαίνει ότι στην πραγματικότητα δεν διαθέτουν εναλλακτική λύση. Το αποτέλεσμα είναι να κάνουν αλλεπάλληλες υποχωρήσεις. Το πάθημα των διαπραγματεύσεων στο πρώτο μισό του 2015 θα έπρεπε να είχε γίνει μάθημα. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η νίκη στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 φαίνεται ότι δημιούργησε στον Τσίπρα την εντύπωση πως η μακρόσυρτη διαπραγμάτευση και η ρητορική της αντίστασης στις απαιτήσεις των δανειστών φέρνει εκλογικά οφέλη.
Το κλίμα το φθινόπωρο του 2015, όμως, ήταν ποιοτικά διαφορετικό από το σημερινό. Οι ψηφοφόροι αναγνώριζαν στην κυβέρνηση μία ειλικρινή πρόθεση να ακολουθήσει ένα διαφορετικό δρόμο από τον μνημονιακό και κυρίως δεν είχε αρχίσει να τους έρχεται ο λογαριασμός του 3ου Μνημονίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η τακτική του Τσίπρα έχει πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος από όσο όφελος όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η 2η αξιολόγηση, οι ελληνικές αντιπροτάσεις και ο Γιούνκερ
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην αξιολόγηση. Το ευρωιερατείο προτιμούσε να είχε κλείσει πριν αρχίσει ο κύκλος των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και ενδεχομένως Ιταλία), αλλά δεν ήταν διατεθειμένο να κάνει εκπτώσεις για να το επιτύχει. Αυτό ήταν εξαρχής σαφές και μόνο στην κυβέρνηση υπήρχαν αυταπάτες. Όπως υπήρχαν και αυταπάτες για το βαθμό επιρροής της Κομισιόν, η οποία αποδεχόταν σε σημαντικό βαθμό τα ελληνικά επιχειρήματα.
Ο Γιούνκερ δεν έχει αντίρρηση με τη διατήρηση ενός καθεστώτος επιτήρησης της Ελλάδας. Πίστευε, όμως, ότι οι Σόιμπλε και Τόμσεν τραβάνε πολύ το σκοινί. Σ’ ένα δεύτερο ανομολόγητο επίπεδο το διακύβευμα αυτής της έμμεσης αντιπαράθεσης είναι αυτός καθ’ αυτός ο ρόλος της Κομισιόν και σ’ ένα τρίτο επίπεδο ο σχεδιασμός του Σόιμπλε για ένα σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και μία περιφέρεια, η οποία θα λειτουργεί δορυφορικά ως προς αυτόν.
Ο πρόεδρος της Κομισιόν αντιστέκεται στη γερμανική μεθόδευση και σ’ αυτή τη φάση προτιμάει να δώσει τη μάχη στο πεδίο της ελληνικής κρίσης. Επιθυμεί την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης το ταχύτερον δυνατόν και προτιμάει το Ταμείο να παραμείνει με την ιδιότητα που έχει σήμερα και να μην συμμετάσχει και χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα. Θέλει να δει ποιος θα είναι ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, το νέο πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία και βεβαίως το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών το φθινόπωρο. Ελπίζει ότι το τοπίο θα έχει τότε ξεκαθαρίσει αρκετά, ώστε να αναλάβει η Κομισιόν πολύ πιο αποφασιστικό ρόλο στον χειρισμό του ελληνικού προβλήματος, απομακρύνοντας το ΔΝΤ και από τον σημερινό ρόλο του. Με αυτές τις προθέσεις ο Γιούνκερ είχε αναλάβει μία παρασκηνιακή πρωτοβουλία για την επίτευξη ενός συμβιβασμού. Όπως αναμενόταν, όμως, η όποια εσωτερική μάχη στους κόλπους του ευρωιερατείου έληξε με την επικράτηση του Βερολίνου.
Ο Τσίπρας προσπάθησε να αποφύγει το πικρό ποτήρι, αλλά με την πάροδο του χρόνου τα περιθώρια ελιγμών του συρρικνώνονται. Αρχικά προσπάθησε να διαφύγει ισχυριζόμενος πως δεν θα υπάρξει απόκλιση από τους στόχους και ως εκ τούτου δεν θα χρειαστεί να εφαρμοστούν οι μειώσεις, πολύ περισσότερο να νομοθετηθούν από τώρα. Το επιχείρημά του ήταν το πολύ μεγαλύτερο από τον στόχο (0,5% του ΑΕΠ περίπου 0,9 δις) πρωτογενές πλεόνασμα του 2016. Για να πείσει, μάλιστα, αντιπρότεινε την επέκταση της ισχύος του «κόφτη» και στη διετία 2019-20. Δεν απέκλεισε και την εκ των προτέρων νομοθέτηση κάποιων μειώσεων του αφορολόγητου, ακόμα και των συντάξεων. Έθεταν, όμως, ως όρο και γι’ αυτές τις μειώσεις να ισχύσει η ρήτρα ακύρωσης, δηλαδή να μην εφαρμοστούν εάν πιαστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι.
Το ΔΝΤ, όμως, δεν πιέζει για τη νομοθέτηση της μείωσης του αφορολόγητου και των συντάξεων αποκλειστικά και μόνο για δημοσιονομικούς λόγους, για να βγαίνουν τα νούμερα όπως λέει. Αν ήταν αυτός ο λόγος θα αποδεχόταν την επέκταση του «κόφτη». Δεν την αποδέχθηκε για τον ίδιο λόγο που απορρίπτει και τη ρήτρα ακύρωσης. Επιδιώκει μόνιμες μειώσεις του αφορολόγητου και των συντάξεων με σκοπό, εάν επιτευχθεί μεγαλύτερο του στόχου πρωτογενές πλεόνασμα να το χρησιμοποιήσει κυρίως για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Για να «χρυσώσει το χάπι», μάλιστα, το Ταμείο εμφανίζεται ανοικτό και στο να διατεθεί ένα μικρό κονδύλι για την ενίσχυση των πολύ φτωχών.
Όπως προαναφέραμε, η άρνηση του ΔΝΤ να δεχθεί ρήτρα ακύρωσης δεν επιτρέπει στην κυβέρνηση να ισχυρισθεί ότι ναι μεν νομοθετεί πρόσθετα μέτρα, αλλά αυτά δεν πρόκειται να εφαρμοσθούν επειδή θα πιαστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. Όπως προαναφέραμε, άλλωστε, το κεντρικό επιχείρημα της Αθήνας έναντι των δανειστών όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν η υπεραπόδοση της οικονομίας το 2016 όσον αφορά τα δημόσια έσοδα. Το επιχείρημα γίνεται σε γενικές γραμμές δεκτό από την Ευρωζώνη. Για τους λόγους που προαναφέραμε, όμως, οι απαιτήσεις του Ταμείου υιοθετήθηκαν και από το ευρωιερατείο. Στην πραγματικότητα, το ΔΝΤ επιδιώκει την αλλαγή της ελληνικής δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής.
Η διελκυστίνδα μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ
Παραλλήλως με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κουαρτέτου και της κυβέρνησης εξελίσσεται και η διελκυστίνδα μεταξύ του ΔΝΤ και του Βερολίνου. Στις αρχές του έτους, η απαίτηση του Ταμείου για εδώ και τώρα δέσμευση των Ευρωπαίων σε συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είχε οδηγήσει ορισμένα στελέχη των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών, όπως ο σκληροπυρηνικός επικεφαλής της Κεντροδεξιάς στο Ευρωκοινοβούλιο Βέμπερ, να μιλήσουν για αποχώρηση του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Αυτές οι δηλώσεις δημιούργησαν προς στιγμή την εντύπωση ότι το Βερολίνο αλλάζει θέση. Γρήγορα, ωστόσο, η εντύπωση αυτή διαψεύσθηκε από τις επίσημες τοποθετήσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Οι Μέρκελ και Σόιμπλε συνεχίζουν να θέλουν «και την πίτα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο». Με άλλα λόγια, επιμένουν στη θέση τους και το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και όχι άμεση δέσμευση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Η θέση αυτή είναι αντιφατική μόνο εφόσον το Ταμείο εννοεί απολύτως και θα επιμείνει μέχρι το τέλος στη δική του θέση ότι για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα πρέπει:
Πρώτον, να υλοποιηθούν τα προαπαιτούμενα της 2ης αξιολόγησης και επιπλέον να νομοθετηθούν από τώρα μέτρα ύψους 3,6 δις για την περίοδο 2018-20 με μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων.
Δεύτερον, τουλάχιστον να ανακοινωθούν από τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που θα εφαρμοσθούν το 2018.
Το Βερολίνο πιέζει όσο μπορεί το ΔΝΤ για να αφαιρεθεί από το τραπέζι η δεύτερη αυτή προϋπόθεση. Αυτό ήταν το αντικείμενο της συνάντησης Σόιμπλε-Λαγκάρντ στο Νταβός, αυτό συζητήθηκε και στην προ καιρού συνάντηση Μέρκελ-Λαγκάρντ. Η επικεφαλής του Ταμείου έκανε πίσω όσον αφορά την άμεση ελάφρυνση, αλλά επιμένει στην από τώρα δέσμευση του ευρωιερατείου για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.
Οι Μέρκελ και Σόιμπλε αρνούνται επιμόνως να αποδεχθούν έστω περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Το δε ΔΝΤ επιμένει στην απαίτησή του αφενός για από τώρα νομοθέτηση της μείωσης του αφορολόγητου και των συντάξεων, αφετέρου για περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό πρακτικά σημαίνει διάψευση της ελπίδας των κυβερνώντων ότι το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης θα ξεκαθάριζε οριστικά το τοπίο και θα ήταν και το εισιτήριο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο Ντράγκι έχει θέσει ως όρο όχι μόνο το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, αλλά και τουλάχιστον την περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους, ώστε να το χαρακτηρίσει βιώσιμο.
Όσο το Βερολίνο αρνείται και εμποδίζει το Eurogroup να κάνει αυτό το βήμα, η Ελλάδα θα μένει αποκλεισμένη από την ποσοτική χαλάρωση. Εκτός και εάν ο Ντράγκι βρει κάποια φόρμουλα να την εντάξει και χωρίς να εκπληρώνει αυτό τον όρο. Ο αποκλεισμός, πάντως, αφενός της στερεί κάποια δις ευρώ, αφετέρου δεν στέλνει το μήνυμα πως η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε φάση σταθεροποίησης. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ο Σόιμπλε έχει φροντίσει με δηλώσεις του να επαναφέρει στο προσκήνιο το ενδεχόμενο του Grexit επιδεινώνει το κλίμα. Είναι ενδεικτική, μεταξύ άλλων, η εκτίμηση του Economist Intelligence Unit ότι οι πιθανότητες να εγκαταλείψει η Ελλάδα την Ευρωζώνη την επόμενη πενταετία είναι 60%.
Είναι σαφές πως οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν το ΔΝΤ για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους πολιτικές σκοπιμότητες στο μέτωπο της ελληνικής κρίσης. Αυτό, άλλωστε, κάνουν με επιτυχία από το 2010 μέχρι τώρα. Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου του Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου 2017, όμως, βρέθηκαν στη μειοψηφία. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει πως η εσωτερική μάχη έχει κριθεί. Η Λαγκάρντ κάνει ό,τι μπορεί για να διευκολύνει το Βερολίνο, δεδομένου ότι η επανεκλογή της οφείλεται και στη γερμανική υποστήριξη. Εάν ο Λευκός Οίκος δεν αντιταχθεί, θα τα καταφέρει. Αλλά και οι Ευρωπαίοι διευκολύνουν τη Λαγκάρντ. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Αθήνας με το Κουαρτέτο, οι Ευρωπαίοι έχουν αφήσει τον πρώτο λόγο στη Βελκουλέσκου. Ακόμα και στα ζητήματα που δεν συμμερίζονται τις ακραίες θέσεις του ΔΝΤ, στοιχίζονται πίσω του.
Μπορεί, λοιπόν, η Ελλάδα να μην είναι απομονωμένη και ο Σόιμπλε να δέχεται πυρά από πολλές πλευρές, μπορεί με τις δηλώσεις του σοσιαλδημοκράτη Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Γκάμπριελ η διαμάχη για το ελληνικό πρόβλημα να μεταφέρθηκε και στους κόλπους της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά, έστω και με προβλήματα, διατηρεί τον έλεγχο του Eurogroup. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η επίτευξη ενός έστω και ετεροβαρούς συμβιβασμού θα γίνει με τους όρους του. Η ρητορική του Μαξίμου ότι το ΔΝΤ και ο Σόιμπλε πρέπει να επιστρέψουν στον ρεαλισμό προφανώς δεν συνιστά αποτελεσματική πολιτική.
Η σύσκεψη των Βρυξελλών
Τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, το ευρωιερατείο έχει συνταχθεί με τη γερμανική θέση ότι η παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι «αδιαπραγμάτευτη», σύμφωνα με την έκφραση του Ντάισελμπλουμ. Μετά από πολλά μεταξύ τους παζάρια, μάλιστα, η Ευρωζώνη και το Ταμείο κατέληξαν πριν μερικές εβδομάδες σε μία κοινή πρόταση προς την Αθήνα, η οποία έγινε αντικείμενο μίας πρώτης διαπραγμάτευσης στην περιβόητη συνάντηση των Βρυξελλών. Σε εκείνη τη συνάντηση συμμετείχαν από πλευράς των δανειστών ο πρόεδρος του Eurogroup Ντάισελμπλουμ, ο πρόεδρος του Euroworking Group Βίζερ, τα στελέχη της Κομισιόν Μπούτι και Κοστέλο, ο επικεφαλής του ΕΜΣ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) Ρένγκλινγκ, το μέλος της διοίκησης της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) Κερέ και από το ΔΝΤ οι Τόμσεν και Βελκουλέσκου. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι Τσακαλώτος και Χουλιαράκης.
Πριν την κρίσιμη αυτή συνάντηση, ο Ντάισελμπλουμ είχε δηλώσει πως το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους δεν θα ήταν στην ατζέντα. Έτσι και έγινε. Το ΔΝΤ συνεχίζει, όμως, να θέτει ως όρο για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα τουλάχιστον μία σαφή δέσμευση της Ευρωζώνης ότι το 2018 θα προχωρήσει σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους (μεσοπρόθεσμα μέτρα). Από την πλευρά της, η Ευρωζώνη το μόνο που είναι διατεθειμένη να κάνει, είναι μία γενική δήλωση του Eurogroup για το ελληνικό χρέος. Αν κρίνουμε, όμως, από την τύχη που είχε η αντίστοιχη δήλωση του Νοεμβρίου 2012, τέτοιου είδους δεσμεύσεις δεν είναι ισχυρές και το Ταμείο το γνωρίζει άριστα. Αν, λοιπόν, ικανοποιηθεί, θα το κάνει έχοντας επίγνωση ότι αγοράζει πρόσχημα και όχι πραγματική δέσμευση.
Στην Ουάσινγκτον, άλλωστε, κυριαρχεί η άποψη ότι ενώ οι Ευρωπαίοι επιζητούν επιμόνως τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις συστάσεις του. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που ενισχύει τις αντιδράσεις στο Συμβούλιο του ΔΝΤ για τις μεθοδεύσεις των Ευρωπαίων, οι οποίες έχουν σκοπό να το χρησιμοποιήσουν στα πολιτικά παιχνίδια τους, γεγονός που πλήττει περαιτέρω τη φήμη του διεθνώς.
Το πακέτο που προτάθηκε από τους δανειστές στον Τσακαλώτο στη σύσκεψη των Βρυξελλών τον περασμένο Φεβρουάριο απέχει πολύ από το να καλύπτει έστω και στοιχειωδώς τους όρους της Αθήνας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, για πόσο χρόνο είναι διατεθειμένος να το τραβήξει ο Τσίπρας; Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές οι διαφωνίες που έχουν εναπομείνει μεταξύ της Αθήνας και των δανειστών είναι σχετικά λίγες και αφορούν κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τα εργασιακά. Είναι, βεβαίως, θεμιτό η κυβέρνηση να προσπαθεί να περιορίσει όσο το δυνατόν αυτά που την πιέζουν να δώσει και κυρίως να προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι θα ανοίξει ο δρόμος για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ο χρόνος, όμως, δεν δουλεύει υπέρ της Ελλάδας. Το αντίθετο. Με δεδομένη τη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να πορευθούν στο μνημονιακό μονοπάτι, το μη κλείσιμο της αξιολόγησης δεν συνεπάγεται μόνο την μη εκταμίευση της δόσης. Πρόβλημα εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών, άλλωστε, δεν υπάρχει μέχρι τον Ιούλιο. Το κρίσιμο είναι ότι η εκκρεμότητα συντηρεί το κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο σκοτώνει την ελληνική οικονομία. Το 2015 έδειξε πού οδηγεί η τακτική «πορευόμαστε με βάρκα την ελπίδα».
Είχε δίκιο ο πρωθυπουργός όταν χαρακτήρισε στη Βουλή «θέατρο του παραλόγου» τις απαιτήσεις των δανειστών. Η δήλωσή του, όμως, δεν λύνει το πρόβλημα. Όταν στρατηγικά δεν διαθέτει εναλλακτική λύση και όταν δεν διαθέτει αποτελεσματικό διαπραγματευτικό όπλο, είναι πιο ρεαλιστικό το δόγμα του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Χουλιαράκη ότι είναι «καλύτερα μία χειρότερη λύση τώρα παρά μία καλύτερη σε πέντε μήνες».
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, ο Σόιμπλε επιδιώκει απλώς να αποφύγει κάθε συζήτηση για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μέχρι τις γερμανικές εκλογές και για να το επιτύχει, ρίχνει συνεχώς την ευθύνη στην Αθήνα. Στο Μαξίμου προβληματίζονται και σε μία άλλη εκδοχή: Θέλει πραγματικά ο Σόιμπλε το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ή μήπως θέλει να χρησιμοποιήσει την απόσυρσή του ως δικαιολογία για να οδηγήσει το 3ο Μνημόνιο σε κατάρρευση; Υπενθυμίζουμε και τη δήλωση Ντάισελμπλουμ στην ολλανδική Βουλή για την Ελλάδα: «ΔΝΤ ή χρεοκοπία».
Αν και όπως έχουμε προαναφέρει, έχουν γίνει βήματα για ένα συμβιβασμό μεταξύ του Βερολίνου και της Λαγκάρντ, το παζάρι συνεχίζεται και είναι σκληρό. Υπενθυμίζουμε ότι οι διατυπώσεις στις εκθέσεις του Ταμείου, που κυκλοφόρησαν τον περασμένο Φεβρουάριο, έδειξαν ότι η βούληση της επικεφαλής του να τα βρει με το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε δεν αρκεί. Οι τρίτες χώρες-μέλη αντιδρούν στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να καθοδηγήσουν το ΔΝΤ σύμφωνα με τις δικές τους σκοπιμότητες. Αντιμέτωπο με αντίρροπες πιέσεις που απειλούν με διάρρηξη την ενότητά του, το Ταμείο έχει υιοθετήσει μία βαθύτατα αντιφατική γραμμή:
Πρώτον, ομολογεί ότι το ελληνικό χρέος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο και απαιτεί την άμεση και γενναία ελάφρυνσή του.
Δεύτερον, παραδέχεται ότι ακόμα και εάν η Ελλάδα εφαρμόσει στο ακέραιο όλες τις μεταρρυθμίσεις, η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να ορθοποδήσει χωρίς γενναία ελάφρυνση του χρέους.
Τρίτον, θεωρεί υπερβολικό και μη ρεαλιστικό τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για χρόνια. Ρεαλιστικό στόχο θεωρεί το 1,5%.
Τέταρτον, αναγνωρίζει ότι ακόμα και εάν συμφωνηθεί και παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για μία δεκαετία μετά το 2018, όπως ζητάει ο Σόιμπλε, το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο και η ελληνική οικονομία δεν θα ορθοποδήσει.
Κατόπιν όλων αυτών και με δεδομένες τις καταστατικές αρχές του, θα περίμενε κανείς πως το ΔΝΤ θα έθετε ξεκάθαρα ως όρους για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα αυτά που το ίδιο διακηρύσσει ως αναγκαία: μαζί με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις την άμεση και γενναία ελάφρυνση του χρέους, καθώς και τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Αντί γι’ αυτό, όμως, εστιάζει σ’ αυτά που απαιτεί από την Ελλάδα. Το επιχείρημά του είναι ότι μόνο έτσι θα βγουν οι αριθμοί, παρ’ ότι το ίδιο αναφέρει ρητά ότι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλη λιτότητα. Πρόκειται για μία ακόμα κραυγαλέα αντίφαση, η οποία έχει αποκλειστικό σκοπό να βρεθεί ένας συμβιβασμός με την Ευρωζώνη, η οποία έχει καταντήσει να σέρνεται πίσω από τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες των Μέρκελ και Σόιμπλε.
Υπενθυμίζουμε, πως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει δηλώσει εκβιαστικά ότι χωρίς τη συμμετοχή του Ταμείου δεν υπάρχει 3ο Μνημόνιο και ως εκ τούτου η χρηματοδότηση θα πρέπει να επανεγκριθεί από τη γερμανική Βουλή. Φρόντισε, μάλιστα, να προειδοποιήσει πως η επανέγκριση θα είναι πολύ αμφίβολη και κατ’ επέκτασιν να επαναφέρει την απειλή του Grexit, το οποίο άρχισε και πάλι να γίνεται αντικείμενο συζήτησης. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση αριστερού βουλευτή, όμως, η αρμόδια νομική υπηρεσία της γερμανικής Βουλής διέψευσε τον Σόιμπλε. Επιβεβαιώθηκε για μία ακόμα φορά αυτό που είναι εδώ και καιρό προφανές: το ελληνικό πρόβλημα τείνει να καταστεί κεντρικό ζήτημα της γερμανικής προεκλογικής αντιπαράθεσης. Για την ακρίβεια, η καγκελάριος και ο υπουργός της αρχίζουν να το χρησιμοποιούν σαν προεκλογικό όπλο εναντίον των Σοσιαλδημοκρατών του Σουλτς, στο πλαίσιο ενός μικροκομματικού παιχνιδιού στην πλάτη της Ελλάδας.
Το πικρό ποτήρι
Στο Μαξίμου ήλπιζαν πως τελικώς οι Μέρκελ και Σόιμπλε δεν θα διακινδύνευαν την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης σε μία πολιτικά κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της Ευρώπης, λόγω των εκλογών στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία. Για μία ακόμα φορά υποτίμησαν τη γερμανική ανελαστικότητα και τα πραγματικά πολιτικά διακυβεύματα.
Είναι σαφές πως το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης θα είναι πικρό ποτήρι για τους συμμάχους ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ. Στην πραγματικότητα, οι δανειστές έχουν θέσει το τελεσίγραφό τους και η μόνη απάντηση που περιμένουν είναι “ναι σε όλα”. Το Μαξίμου προσπαθεί να προετοιμάσει το έδαφος, ώστε στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες να αποτραπούν διαρροές. Αν και το κλίμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι βαρύ, το ενδεχόμενο να μην ψηφισθούν τα κρίσιμα νομοσχέδια συγκεντρώνει αμελητέες πιθανότητες. Ο Τσίπρας, μάλιστα, έχει ήδη αρχίσει να κάνει ενέσεις αισιοδοξίας, πλασάροντας το αφήγημα ότι πρέπει η κυβέρνηση να περάσει αλώβητη τον κάβο της 2ης αξιολόγησης, επειδή μετά ο δρόμος θα είναι ανοικτός. Η δημοσκοπική άνοδος των Σοσιαλδημοκρατών του Σουλτς τροφοδοτεί σενάρια για ανατροπές στην Ευρώπη που θα αλλάξουν τα πράγματα και για την Ελλάδα.
Τίποτα δεν αποκλείεται, αλλά και τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Ο Σόιμπλε εκλαμβάνει την απομάκρυνση του Ολάντ και του Ρέντσι από την εξουσία ως ευκαιρία για να προωθήσει τα σχέδιά του, ελπίζοντας ότι θα είναι στη θέση του και μετά τις γερμανικές εκλογές. Η πολιτική πραγματικότητα στην ΕΕ, όμως, είναι σύνθετη και ασταθής. Οι κοινωνικές παρενέργειες του προσφυγικού-μεταναστευτικού κύματος σ’ ένα περιβάλλον παρατεταμένης λιτότητας και οικονομικής στασιμότητας τροφοδοτεί την κάθε είδους αντισυστημική ψήφο, κυρίως τα ευρωσκεπτικιστικά, ξενοφοβικά και ακροδεξιά κόμματα. Η παραδοσιακή φιλελεύθερη συναίνεση, την οποία εκπροσωπούν οι χριστιανοδημοκράτες και οι σοσιαλδημοκράτες, αμφισβητείται ολοένα και περισσότερο.
Όλα δείχνουν ότι το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν θα είναι το πρώτο κόμμα στις προεδρικές εκλογές της άνοιξης. Παραδοσιακά, οι υπόλοιποι συνασπίζονται εναντίον της στον δεύτερο γύρο. Αυτή τη φορά, όμως, το κλίμα είναι διαφορετικό. Αν και η Λεπέν έχει μάλλον λίγες πιθανότητες να εκλεγεί πρόεδρος, η πολιτική σκιά της θα είναι βαριά όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στην ΕΕ. Το κλίμα, άλλωστε, στη Γαλλία και στην Ευρώπη δεν αφήνει περιθώρια για βεβαιότητες. Πολλά θα κριθούν στην Ευρώπη και από τα περαιτέρω δείγματα γραφής που θα δώσει ο Τραμπ ως πρόεδρος. Η εκλογή του, πάντως, φούσκωσε τα πανιά δυνάμεων που αμφισβητούν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην ΕΕ. Η Πολωνία του Καζίνσκι και η Ουγγαρία του Ορμπάν θέτουν όρια στην εξουσία των Βρυξελλών, ενώ η η πρωθυπουργός Μέι δρομολόγησε το Brexit.
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα στα ευρωπαϊκά εκλογικά μέτωπα, η ΕΕ θα βρεθεί και το 2017 αντιμέτωπη με τις δύο προκλήσεις του 2016: Πρώτον, με τη λιτότητα, την οικονομική στασιμότητα και την αμφισβήτηση της φιλελεύθερης συναίνεσης που τροφοδοτεί την αντισυστημική ψήφο. Δεύτερον, με το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μέχρι τώρα έχουμε δει μόνο την κορυφή του παγόβουνου…
πίσω στα περιεχόμενα: