Η Ρωσία, η Μέση Ανατολή και το διεθνές σύστημα
Οι σχέσεις Ρωσίας και Μέσης Ανατολής χαρακτηρίζονταν πάντα από δύο βασικές προτεραιότητες της Ρωσίας οι οποίες είχαν έναν μεγάλο βαθμό αλληλεπίδρασης: τον φόβο της περικύκλωσης στην περιοχή του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας και την πιθανή ανάπτυξη ισλαμικών κινημάτων στο εσωτερικό της χώρας. Μικρότερο ήταν το ενδιαφέρον για τον χώρο της Μεσογείου ή νοτιότερα της Αραβικής Θάλασσας. Παρά την συνέχεια στους βασικούς στόχους, τα μέσα και οι πολιτικές χαρακτηρίζονται από σημαντικές ασυνέχειες ιδιαίτερα κατά την περίοδο της μετάβασης από το σοβιετικό στο πρώτο μετασοβιετικό κράτος.[1] Η περίοδος Πούτιν θα επαναφέρει τη ρωσική πολιτική σε μονοπάτια γνώριμα από τη σοβιετική εμπειρία, χωρίς όμως να διακινδυνεύει έναν ανοικτό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ. Η ρωσική επέμβαση στον συριακό εμφύλιο θα δώσει στην Μόσχα την ευκαιρία να αμφισβητήσει το αφήγημα του φιλελεύθερου δυτικού μοντέλου για την παγκοσμιοποίηση, όπου το βασικό ζητούμενο είναι η προάσπιση της ατομικής ελευθερίας, πολιτικής και οικονομικής, και όπου η διεθνοποιημένη κοινωνία πολιτών είναι το κύριο όχημα των πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών. Η ρωσική αντίληψη για μια «κυρίαρχη δημοκρατία» (sovereign democracy) δίνει βάρος στην προστασία της κρατικής κυριαρχίας και στην συνακόλουθη ενδοκρατική και περιφερειακή σταθερότητα, ενώ προτιμά οι αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές να καθοδηγούνται από το κράτος.[2]
Τρεις ήταν οι βασικές τάσεις στη χάραξη μεσανατολικής πολιτικής της μετασοβιετικής Ρωσίας. Πρώτη είναι η ομάδα των «φιλοδυτικών» που υποστηρίζουν τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, τις κυρώσεις κατά του Ιράν, καλές σχέσεις με το Ισραήλ και σχέσεις συνεργασίας με τις χώρες της άμεσης ρωσικής περιφέρειας στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Η δεύτερη ομάδα υποστηρίζει μια «ευρασιατική» προοπτική για τη ρωσική πολιτική που δεν θα στηρίζεται μόνο στη συνεργασία με τη Δύση αλλά μάλλον σε στενούς δεσμούς με τη Μέση Ανατολή (τόσο με το Ιράν όσο και με το Ισραήλ), την άμεση περιφέρεια και την Κίνα. Τέλος, μια τρίτη ομάδα θα ήθελε μια συγκρουσιακή σχέση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, αναθέρμανση των παλαιών ανεπτυγμένων σχέσεων με το Ιράκ και το Ιράν και κυριαρχία στην άμεση περιφέρεια. Η ομάδα αυτή δεν παρουσιαζόταν ιδιαίτερα ισχυρή παρά μόνο στη Δούμα. Την ίδια στιγμή βασικά κέντρα στρατηγικής ανάλυσης για τη Μέση Ανατολή που μεσουρανούσαν κατά τη σοβιετική περίοδο περιέπεσαν σε παρακμή και μαρασμό με σημαντικές επιπτώσεις στην παραγωγή πολιτικής.[3] Οι αντιφάσεις μεταξύ αυτών των παραγόντων στερούσαν τη Ρωσία από τη δυνατότητα να έχει σαφή στρατηγική για τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή.
Η περίοδος Πούτιν
Η αναρρίχηση του Βλαντιμίρ Πούτιν στην κορυφή της εξουσίας της Ρωσίας το 1999 δημιούργησε μια πιο σαφή γραμμή της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, ενοποιώντας σταδιακά τα διάφορα κέντρα αποφάσεων χωρίς όμως να εξαλείψει εντελώς τις αντιθέσεις τους. Ο πόλεμος στην Τσετσενία επηρέασε βαθιά τη γεωπολιτική θεώρηση του Πούτιν όπως επίσης και οι διάφορες «πολύχρωμες» εξεγέρσεις στην Ουκρανία και την Γεωργία.
Ο Πούτιν είχε συγκροτήσει το πολιτικό κεφάλαιό του και είχε αυξήσει το γόητρο και το κύρος του με την επιτυχία στην αντιμετώπιση του προβλήματος της Τσετσενίας και την αποσόβηση των αποσχιστικών τάσεων στον Βόρειο Καύκασο. Βασικός σκοπός του ήταν να ξεπεράσει τις αστοχίες και τις αμφιταλαντεύσεις της κυβέρνησης Γιέλτσιν και να αντιμετωπίσει το τσετσενικό πρόβλημα με αποφασιστικότητα ιδιαίτερα μετά τις κρίσεις με τους ομήρους στο Μπεσλάν και τη Μόσχα. Στην προσπάθεια αυτή, η κυβέρνηση του Πούτιν αντιλαμβανόταν ότι ήταν αναγκαία η ανάπτυξη μια στρατηγικής για τον μεσανατολικό και τον ισλαμικό κόσμο. Άλλωστε μεγάλο μέρος των ανθρώπινων και των υλικών πόρων των Τσετσένων αυτονομιστών προερχόταν από μουσουλμανικές χώρες και κυρίως από τη Σαουδική Αραβία, τις μοναρχίες του Κόλπου και τη νοτιοδυτική Ασία.[4]
Η αντίδραση του Πούτιν ήταν να προσεγγίσει τον μουσουλμανικό κόσμο και κυρίως τις μοναρχίες της Αραβίας. Σε αυτήν την προσπάθεια τόνισε την ειρηνική συνύπαρξη Ισλάμ και Ορθοδοξίας για αιώνες στη Ρωσία και προώθησε την εικόνα μια ευρασιατικής χώρας, η οποία ενσωματώνει με επιτυχία ένα μοναδικό μείγμα ευρωπαϊκών και ασιατικών αξιών και παραδόσεων. Η προσπάθεια ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων της Ρωσίας στο εθνικό αφήγημα και τη συγκρότηση μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής οδήγησε τον Πούτιν στην έναρξη διαλόγου με τη Χαμάς και στην ανάδειξη παραδειγμάτων μετριοπαθών μουσουλμάνων στη Ρωσία, όπως ο πρόεδρος του Ταταρστάν, Μιντιμίρ Σαϊμίγεφ. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να επιζητήσει και τελικά να πετύχει τη συμμετοχή της Ρωσίας με το καθεστώς του παρατηρητή στον Οργανισμό Ισλαμικής Διασκέψεως το 2003. Πρόκειται για ένα άκρως σημαντικό επίτευγμα, αν σκεφθεί κανείς ότι ο εν λόγω Οργανισμός υπήρξε εστία σκληρής κριτικής εναντίον της Ρωσίας κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στην Τσετσενία.[5]
Οι αντικαθεστωτικές φιλοδυτικές εξεγέρσεις στην Ουκρανία και τη Γεωργία αλλά και η γενικότερη ανάπτυξη των νατοϊκών και αμερικανικών δυνάμεων στην περιφέρεια της Ρωσίας, τον νότιο Καύκασο, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία, δημιούργησαν ανασφάλεια στη Μόσχα. Ως αντιστάθμισμα, η Ρωσία επιζήτησε στενή συνεργασία με το Ιράν. Η συνεργασία αυτή όμως ποτέ δεν ξεπέρασε συγκεκριμένα όρια που θα μπορούσαν να σημάνουν συναγερμό στην αμερικανική πλευρά.
Ουσιαστικά, η Ρωσία του Πούτιν ποτέ δεν θεώρησε το Ιράν ως απειλή για την περιφερειακή και παγκόσμια ειρήνη. Προσπάθησε όμως να διατηρήσει αμείωτο τον ανταγωνισμό μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης με μια σειρά από φαινομενικά αντιφατικές πολιτικές. Μια προσέγγιση των δύο θα επέτεινε την πάντοτε παρούσα στη ρωσική στρατηγική σκέψη φοβία περικύκλωσης. Επίσης, η Ρωσία επιθυμούσε τη συνέχιση της ανταγωνιστικής σχέσης ΗΠΑ-Ιράν και για γεωοικονομικούς λόγους. Ο ανταγωνισμός αυτός αφαιρούσε από το Ιράν τη δυνατότητα να αποτελέσει είτε προμηθευτή είτε χώρα διέλευσης φυσικού αερίου προς την Ευρώπη αυξάνοντας την ενεργειακή εξάρτηση της τελευταίας από τους ρωσικούς αγωγούς.
Η Μόσχα αντιστεκόταν ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων και η ρωσο-ιρανική συνεργασία εγκαινιάστηκε με θεαματικό τρόπο με την επίσκεψη του Προέδρου Χαταμί στη Μόσχα, την πρώτη Ιρανού ηγέτη μετά την πτώση του Σάχη. Η επίσκεψη αυτή συνοδεύτηκε από συμβόλαια αγοράς ρωσικού αμυντικού εξοπλισμού από το Ιράν, υποσχέσεις για συνέχιση της ρωσικής τεχνικής βοήθειας στον πυρηνικό σταθμό του Μπουσέρ και συμφωνίες για μη συμμετοχή της μιας χώρας σε επίθεση τρίτης χώρας εναντίον της άλλης.
Η πολιτική αυτή της στενής συνεργασίας και της αντίστασης στις αμερικανικές πιέσεις για αναστολή της ρωσικής βοήθειας στον στρατιωτικό τομέα και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν συνεχίστηκε μέχρι το 2006. Ενδυναμωνόταν μάλιστα από τις εξελίξεις στη Γεωργία και την Ουκρανία, την υποχώρηση της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη μετά την προσχώρηση τριών Βαλτικών χωρών στο ΝΑΤΟ και την αμερικανική κατοχή του Ιράκ.[6] Η θερμή φιλική σχέση οφειλόταν επίσης στη μετριοπαθή πολιτική της Τεχεράνης απέναντι στο τσετσενικό πρόβλημα και την μη επιθετική ανάμειξή της στα ζητήματα του νοτίου Καυκάσου.
Αυτή η πολιτική μεταβλήθηκε άρδην από το 2008 και εντεύθεν. Η Ρωσία άλλαξε τη στάση της υποστηρίζοντας τις δυτικές θέσεις για πίεση προς την Τεχεράνη στο ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος και υπερψηφίζοντας τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για σταδιακές κυρώσεις. Οι διμερείς τους σχέσεις δοκιμάστηκαν σκληρά το 2010, όταν η Μόσχα αποφάσισε να υποστηρίξει αυστηρές κυρώσεις εναντίον του Ιράν παρά την έντονη αντίδραση των Ιρανών που χαρακτήρισαν τη ρωσική ηγεσία «αγγελιαφόρο των εχθρών».[7] Είχε προηγηθεί η κατ’ αρχήν συμφωνία και μετά υπαναχώρηση του Ιράν σε ένα διεθνές πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου με τη συμμετοχή της Ρωσίας και της Γαλλίας. Παρά ταύτα, μια σειρά από διμερείς διαπραγματεύσεις το 2011 οδήγησαν σε επαναπροσέγγιση τις δύο χώρες και σε διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία ενός κοινού αντιπυραυλικού συστήματος.[8]
Η αλλαγή της ρωσικής στάσης μπορεί να αποδοθεί σε τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, στην υποχώρηση του αισθήματος ανασφάλειας της Ρωσίας και την ανάδειξή της σε ισχυρό παγκόσμιο παίκτη, όπως δείχνει και το νέο στρατηγικό δόγμα της. Σε αυτό συνέβαλε η άνοδος του Μπάρακ Ομπάμα στην εξουσία και η έμφαση που έδινε στην πολυμερή συνεργασία και συνεννόηση με δείγματα γραφής την αναστολή του προγράμματος της αντιπυραυλικής ασπίδας. Ο δεύτερος λόγος ήταν η οικονομική ενίσχυση της Ρωσίας με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Σε μια εποχή ανάπτυξης των ρωσικών οικονομικών συμφερόντων σε παγκόσμιο πια επίπεδο, πιθανά οφέλη από τη συνεργασία με το Ιράν στον πετρελαϊκό τομέα δεν θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν τις σοβαρές απώλειες που θα είχαν οι ρωσικές εταιρείες λόγω των αμερικανικών κυρώσεων. Τρίτον, η Μόσχα πάντα θεωρούσε ότι ένα πυρηνικό Ιράν θα διεκδικήσει την περιφερειακή ηγεμονία όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Κεντρική Ασία και τον νότιο Καύκασο.
Την ίδια στιγμή ο Πούτιν προχωρούσε σε εντυπωσιακά ανοίγματα προς τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ με την επίσημη επίσκεψή του τον Φεβρουάριο 2007. Ο Πούτιν επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί τη δυσφορία της διακυβέρνησης Μπους κατά των Σαουδαράβων, τους οποίους θεωρούσαν έμμεσους υποστηρικτές της τζιχαντικής τρομοκρατίας και υπεύθυνους για τις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Μάλιστα ο Πούτιν, εκτός από την πολιτική προσέγγιση, προσπάθησε για πρώτη φορά στη ρωσική πετρελαϊκή πολιτική να προτείνει στενότερη συνεργασία με το Ριάντ σχετικά με την προσφορά πετρελαίου.[9] Μέχρι τότε τόσο η σοβιετική όσο και η μετασοβιετική διακυβέρνηση αντιστέκονταν σθεναρά στην προσπάθεια του ΟΠΕΚ να μειώσει την αυτονομία της Ρωσίας όσον αφορά τη μείωση ή αύξηση της παραγωγής πετρελαίου.[10]
Σημαντική είναι επίσης η προσέγγιση της Ρωσίας με το Ισραήλ κατά την περίοδο Πούτιν. Η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και η ανάπτυξη του τζιχαντικού Ισλάμ αποτέλεσε έναν από τους λόγους για την προσέγγιση των δύο κρατών, στα πλαίσια της στενότερης συνεργασίας της Μόσχας με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ιδιαίτερα πολύτιμη ήταν η τεχνική βοήθεια του Ισραήλ στον πόλεμο στην Τσετσενία. Η ρωσική ηγεσία, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια Πούτιν, έδωσε την εντύπωση ότι κρατούσε ίσες αποστάσεις μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Η περίοδος ήταν κρίσιμη για το μέλλον της ειρηνευτικής διαδικασίας καθώς εκτυλισσόταν η δεύτερη Παλαιστινιακή Ιντιφάντα, η άγρια καταστολή της από το Ισραήλ και ο περιορισμός του Γιάσερ Αραφάτ μέχρι τον θάνατό του.[11] Ο βασικός όμως λόγος της ρωσικής προσέγγισης συνέχιζε να είναι οικονομικός. Ήδη το 2007 οι άμεσες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών έφταναν το 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια ενώ εκατοντάδες ισραηλινές επιχειρήσεις ανθούσαν στη Ρωσία. Επίσης, οι ρωσικές εταιρείες φιλοδοξούσαν να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες του Ισραήλ σε ενέργεια.[12] Σε κάθε περίπτωση η Μόσχα συνέχισε τη στρατηγική εξισορρόπησης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, καθώς και την ένταξη των μουσουλμάνων στο αφήγημα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής με το να διατηρεί στενές σχέσεις με την Χαμάς και την Χεζμπολλάχ.[13]
Ήδη από το 2006 η Μόσχα αναβάθμισε τις σχέσεις της με την Χαμάς με μια σειρά επισκέψεων υψηλόβαθμων στελεχών της παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης στην Μόσχα, περιλαμβανομένου του ηγέτη της οργάνωσης Χαλίντ Μισάλ. Από την ρωσική πλευρά, η προσέγγιση της Χαμάς αποτελεί προσπάθεια να εξισορροπήσει τον κυρίαρχο ρόλο των ΗΠΑ στην ειρηνευτική διαδικασία Παλαιστινίων-Ισραηλινών. Η Μόσχα θεωρούσε ότι η Ουάσινγκτον απέβλεπε στην περιθωριοποίηση της Ρωσίας εντός του Κουαρτέτου για το Μεσανατολικό (ΗΠΑ, Ρωσία, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΗΕ) και ότι μια στενότερη σχέση με την Χαμάς θα εξισορροπούσε τις αμερικανικές ηγεμονικές κινήσεις. Αν και η ρωσική πολιτική παρέμενε ισορροπημένη απέναντι σε Παλαιστίνιους και Ισραήλ, η προνομιακή σχέση με την Χαμάς αναβάθμιζε τον ρόλο της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή.[14] Η συριακή εξέγερση έφερε την ρήξη στις σχέσεις του ασαντικού καθεστώτος και της Χαμάς η οποία οδηγήθηκε στην έξωση από τη Συρία και σε ψύχρανση των σχέσεών της με την Τεχεράνη. Η Ρωσία ανέλαβε το 2014 μια πρωτοβουλία αναθέρμανσης των σχέσεων της οργάνωσης με την Τεχεράνη σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του άξονα Τεχεράνης-Δαμασκού και κατ’ επέκταση του περιφερειακού ρόλου της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή σε μια από τις κρισιμότερες μεταπολεμικές στιγμές της.[15]
Οι σχέσεις της Χεζμπολλάχ με τη Μόσχα είχαν από την αρχή ευρύτερη περιφερειακή σημασία και άγγιζαν με έμμεσο τρόπο μια από τις κύριες προτεραιότητες της Ρωσίας στην περιοχή, τις σχέσεις με το Ιράν. Οι σχέσεις της ΕΣΣΔ με το ριζοσπαστικό σιιτικό Ισλάμ του Λιβάνου είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1972, με την επίσκεψη στη Μόσχα του θρησκευτικού ηγέτη του «Κινήματος των φτωχών» Μουσά αλ-Σαντρ.[16] Μετά την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν οι σιιτικές οργανώσεις του Λιβάνου ήταν ιδιαίτερα καχύποπτες προς την Μόσχα ακολουθώντας την αντι-σοβιετική ιδεολογία και ρητορική του Αγιατολλάχ Χομεϊνί. Οι σχέσεις Ρωσίας και Χεζμπολλάχ αναβαθμίστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 ως μέρος της γενικότερης τάσης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής να ενισχύσει τον άξονα Ιράν-Συρία και να τον χρησιμοποιήσει ως βάση για μια πολιτική χειραφέτησης από τις επιλογές των ΗΠΑ στην περιοχή.[17] Από την πλευρά της, η ηγεσία της Χεζμπολλάχ αναγνώρισε τη σημασία που είχε η ρωσική βοήθεια προς την Δαμασκό για την ασφάλεια και την ισχύ της οργάνωσης. Με δεδομένο ότι η παρουσία του σιιτικού Ισλάμ στη Ρωσία είναι αμελητέα, το Κρεμλίνο ενθάρρυνε την ανάπτυξη μιας σιιτικής συμμαχίας ως αντίβαρο στην ενίσχυση των σουνιτών ισλαμιστών από τα κράτη του Κόλπου. Ιδιαίτερα μετά την έκρηξη του συριακού εμφυλίου, η Χεζμπολλάχ αποτελεί για τη Ρωσία έναν παίκτη κλειδί για τη διάσωση του ασαντικού καθεστώτος και κυρίως για την αποτροπή σουνιτικής ισλαμιστικής κυριαρχίας στη Δαμασκό.[18]
Οι αραβικές εξεγέρσεις και ο συριακός εμφύλιος
Οι Ρώσοι αναλυτές θεωρούσαν ότι τα αραβικά καθεστώτα βρίσκονταν σε μια αναπόφευκτη διαδικασία μετασχηματισμού και οι αλλαγές αυτές δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν υπό το πρίσμα της δυτικής φιλελεύθερης αντίληψης αλλά ως μια πλατιά αναζήτηση για την αυθεντική τους ταυτότητα, που βρισκόταν στο Ισλάμ.[19] Οι αραβικές εξεγέρσεις που συνέθεσαν το φαινόμενο της «αραβικής άνοιξης» αντιμετωπίστηκαν μάλλον με καχυποψία από τη διακυβέρνηση Πούτιν αφού επανέφεραν στη μνήμη της παρόμοιες εξεγέρσεις στη Σερβία, την Ουκρανία, τη Γεωργία και την Κιργιζία, οι οποίες ανέτρεψαν φιλικά προς την Μόσχα καθεστώτα αντικαθιστώντας τα με κυβερνήσεις φιλοδυτικού προσανατολισμού. Η καχυποψία ενισχυόταν από την πρόβλεψη της κυβέρνησης Πούτιν ότι το πολιτικό Ισλάμ θα κυριαρχήσει τελικά στη μεταβατική φάση αυτών των πολιτικών συστημάτων, αποτελώντας παράδειγμα για τους μουσουλμάνους της ίδιας της Ρωσίας. Πολύ όμως περισσότερο φοβόταν ότι το παράδειγμα λαϊκών εξεγέρσεων που ανατρέπουν ισχυρούς αυταρχικούς ηγέτες θα μπορούσε να ενισχύσει τη ρωσική αντιπολίτευση.[20]
Η εξέγερση κατά του ασαντικού καθεστώτος στη Συρία αποτέλεσε την κρισιμότερη δοκιμασία για τη ρωσική πολιτική απέναντι στις αραβικές εξεγέρσεις. Η Συρία, όπως προαναφέρθηκε, αποτέλεσε εξαίρεση στην τάση της μετασοβιετικής Ρωσίας για μείωση της ενίσχυσης των λεγομένων ριζοσπαστικών αραβικών καθεστώτων. Οι λόγοι μπορούν να αναζητηθούν, πρώτον, στην εξασφάλιση της ρωσικής ναυτικής βάσης στην Συρία, τη μόνη στρατιωτική βάση που διαθέτει η Ρωσία εκτός των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ και, δεύτερον, στη δυνατότητα που είχε η Μόσχα να ασκεί επιρροή σε μια σειρά από περιφερειακούς παράγοντες από την Χεζμπολλάχ και την Χαμάς μέχρι τους Κούρδους. Τρίτον, η Συρία προσκολλημένη στη ρωσική και ιρανική επιρροή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει χώρα διέλευσης για πιθανούς αγωγούς φυσικού αερίου από το Κατάρ προς την Ευρώπη και έτσι διατηρούσε αλώβητη την ενεργειακή εξάρτηση της τελευταίας από τη Ρωσία.[21]
Ο απηνής διωγμός των χριστιανών από τις τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία και το Ιράκ επέτεινε επίσης το ενδιαφέρον της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων στην περιοχή. Κατά τη μετασοβιετική περίοδο, ιδιαίτερα στην περίοδο Πούτιν, η Ρωσική Εκκλησία αποκτά κύρος και επιρροή στην περιοχή. Το προσκύνημα Ρώσων στην Αγία Γη της Παλαιστίνης έχει φθάσει τους αριθμούς της τσαρικής εποχής, δίνοντας στη Ρωσική Εκκλησία τη δυνατότητα να αποκαταστήσει στενούς δεσμούς με τις αραβικές χριστιανικές κοινότητες αλλά και τους μουσουλμάνους και δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας με τις πολιτικές δυνάμεις.
Στα πλαίσια αυτά η Ρωσική Εκκλησία προσέφερε μεγάλη ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια της ισραηλινής επιχείρησης στον Λίβανο, το 2006, και ουσιαστικά αναγέννησε την παλαιά «Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Παλαιστίνειο Εταιρεία», η οποία είχε πάψει να υφίσταται μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ως διεθνή μη-κυβερνητική οργάνωση με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσκυνητών και την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας για τους Αγίους Τόπους.[22]
Το 2011 το ζήτημα της «χριστιανοφοβίας» σε μουσουλμανικά κυρίως κράτη και κοινωνίες (κατ’ αντιστοιχία της ισλαμοφοβίας στα χριστιανικά) τέθηκε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Ρωσικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με το Τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων του Ρωσορθόδοξου Πατριαρχείου, «μόνο αιματηρό χάος μπορεί να προκύψει από τα κοντόφθαλμα σχέδια να εμφυτευθούν στην βιβλική γη μοντέλα από διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψιν τους την κοσμοαντίληψη και τις αξίες που έχουν διαμορφώσει τις ζωές των ανθρώπων [στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο] για αιώνες και χιλιετηρίδες». Η άποψη αυτή έρχεται ως κριτική τόσο κατά της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ όσο και της δυτικής υποστήριξης προς την συριακή αντιπολίτευση. Σύμφωνα με την ίδια θέση «η οικοδόμηση εξωτερικής πολιτικής χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν ο θρησκευτικός παράγων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή και στον θάνατο χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων».[23]
Για τους παραπάνω λόγους όπως επίσης λόγω της ρωσικής ανησυχίας για πιθανή κυριαρχία του πολιτικού Ισλάμ στη Συρία και των συνεπειών που θα είχε κάτι τέτοιο στην περιφέρεια και το εσωτερικό της Ρωσίας, η Μόσχα υποστήριξε σθεναρά τον Μπασάρ Άσαντ από την αρχή της εξέγερσης. Αυτή όμως η υποστήριξη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη αν η Ρωσία θεωρήσει ότι τα συμφέροντά της στη Συρία μπορούν να εξυπηρετηθούν και από μια διάδοχη κατάσταση. Η Μόσχα επίσης δεν κρατά μόνη της το κλειδί των εξελίξεων. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν η Μόσχα αποσύρει την υποστήριξή της προς το ασαντικό καθεστώς, δεν σημαίνει ότι αυτό θα καταρρεύσει εφόσον περιφερειακές δυνάμεις, το Ιράν και οι σύμμαχοί του είναι πιθανό να συνεχίζουν να το ενισχύουν.[24] Η ρωσική στήριξη στον Άσαντ δημιούργησε τριβές με την Τουρκία, την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία που επιθυμούν σφόδρα την ανατροπή του, όμως οι σημαντικοί οικονομικοί δεσμοί, ιδιαίτερα με την Τουρκία, αποτρέπουν τη δημιουργία έντασης στις σχέσεις τους.[25] Η Ρωσία ήταν επίσης ιδιαίτερα προσεκτική απέναντι στις ευαισθησίες του Ισραήλ κρατώντας συνεχώς ανοικτούς διαύλους πληροφόρησης για τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις στην Συρία.
Η Μόσχα κατανοεί ότι η μακρόχρονη στρατιωτική εμπλοκή στην Συρία θα υπονομεύει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες, ακόμη και με το Ιράν, και θα προξενεί σοβαρή βλάβη στα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά της, κυρίως τα ενεργειακά και οικονομικά. Το φάντασμα της μακρόχρονης σοβιετικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν στη δεκαετία του 1980 πλανάται πάντοτε πάνω από τη ρωσική στρατηγική σκέψη. Μετά την κατάληψη του Χαλεπίου, η Ρωσία βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση και είναι η κατάλληλη στιγμή για να διασφαλίσει μια συμφέρουσα για αυτήν και το ασαντικό καθεστώς συνεννόηση με την Τουρκία και το Ιράν. Η συνεννόηση αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζει σημαντικά πλεονεκτήματα για την Ρωσία στην Συρία, στρατιωτικές βάσεις και πολιτική επιρροή. Την ίδια στιγμή η συνεννόηση αυτή θα πρέπει να συντηρεί την στρατηγική συμμαχία μεταξύ Τεχεράνης, Δαμασκού και Χεζμπολλάχ και να αποτρέπει την δημιουργία κουρδικού οιονεί κράτους στην βόρεια Συρία. Όλες αυτές οι προβλέψεις πολύ δύσκολα θα γίνουν αποδεκτές από την Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ και βέβαια ανησυχούν την Ουάσινγκτον γιατί ενισχύουν το Ιράν.
Η διοίκηση Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι μια από τις πρώτες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής θα είναι η εξουδετέρωση του «Ισλαμικού Χαλιφάτου» και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων. Επίσης η «απο-ιδεολογικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής από τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο θέτει σε δεύτερη μοίρα την υπεράσπιση του φιλελεύθερου μοντέλου, της ελεύθερης οικονομίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την οικοδόμηση κρατών, επικεντρώνοντας στα ζωτικά συμφέροντα της Αμερικής. Τα δύο αυτά στοιχεία ανοίγουν ένα πεδίο σύγκλισης με την σταθερή στρατηγική του Πούτιν για αντιμετώπιση του τζιχαντιστικού φαινομένου.[26]
Συμπεράσματα
Το γεωπολιτικό ενδιαφέρον της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή παραμένει σχεδόν αμετάβλητο στους βασικούς στόχους του από τα μέσα του 19ου αιώνα ως σήμερα. Επικεντρώνεται σε αυτό που αποκαλούσαν κατά την ψυχροπολεμική περίοδο «Βόρεια Διάταξη», δηλαδή το Ιράν, την Τουρκία, το Αφγανιστάν και βέβαια τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προστέθηκε η ενδυνάμωση των οικονομικών/εμπορικών σχέσεων και τα ζητήματα της ενέργειας. Το θέμα των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ρωσίας και η αλληλεπίδρασή τους με τις εξελίξεις με την καρδιά του Ισλάμ στην Μέση Ανατολή εμφανίζεται με μορφές ανάλογες με τις σημερινές ήδη από τον 19ο αιώνα.
Ο στόχος της ρωσικής πολιτικής, ιδιαίτερα στην περίοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν, ήταν η αύξηση της επιρροής στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, η ανάπτυξη προνομιακής σχέσης με το Ιράν και την Τουρκία και η διατήρηση, αν όχι η αύξηση, της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση της Ρωσίας με την Τουρκία και το Ιράν ακουμπούν τις πιο ευαίσθητες χορδές των ρωσικών συμφερόντων, δηλαδή τον κίνδυνο περικύκλωσης και τα ζητήματα του ισλαμικού φονταμενταλισμού στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Οι σχέσεις της Μόσχας με αυτούς τους δύο μεγάλους γείτονες δεν ήταν πάντα ρόδινες και χαρακτηρίζονται από σημαντικές διαφορές απόψεων και πολιτικών, οι οποίες ποτέ όμως δεν οδηγούν στην ρήξη. Είναι σαφές ότι η Ρωσία δεν θα προχωρήσει σε πολιτικές ουσιαστικής υποστήριξης τρίτων χωρών όπως η Ελλάδα, η Κύπρος ή το Ισραήλ, αν οι πολιτικές αυτές μετατρέπουν είτε την Τουρκία είτε το Ιράν σε εχθρό της Ρωσίας. Η σταθεροποίηση της χειμαζόμενης στην πρώτη μετασοβιετική περίοδο οικονομίας οδήγησε την Μόσχα σε στενότερες σχέσεις με τις μοναρχίες του Κόλπου και το Ισραήλ.
Η αύξηση της ρωσικής επιρροής στη Μέση Ανατολή δεν είναι ευθέως ανταγωνιστική προς την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ. Η διακυβέρνηση Πούτιν ανησυχεί για τις «πολύχρωμες επαναστάσεις» στην Ουκρανία, τη Γεωργία και την Κιργιζία και την αμερικανική στήριξη σε αυτές. Θεωρεί την «αραβική άνοιξη» μια επανάληψη αυτών των εξεγέρσεων και φοβάται ότι η αμερικανική στήριξη θα οδηγήσει το πολιτικό Ισλάμ στην εξουσία δημιουργώντας ένα επικίνδυνο παράδειγμα για το εσωτερικό και την άμεση περιφέρεια της Ρωσίας. Για αυτούς τους λόγους η Ρωσία τείνει να εξισορροπήσει αυτό που θεωρεί αμερικανική επιρροή και ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ με το να στηρίζει το ασαντικό καθεστώς και την κυβέρνηση του στρατηγού αλ-Σίσι στην Αίγυπτο.
Συγκρίνοντας την πολιτική Πούτιν με τη σοβιετική περίοδο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ μπορούμε να ακολουθήσουμε το σχήμα που προτείνεται από τον Μαρκ Κατς.[27] Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, το 1982 κάθε μια από τις υπερδυνάμεις είχε μια ομάδα μεσανατολικών χωρών που ήταν σύμμαχοί της και μια άλλη ομάδα κρατών που ήταν αντίπαλοί της. Σήμερα οι ΗΠΑ συνεχίζουν να έχουν μια ομάδα φιλικών κρατών και μια ομάδα κρατών αλλά και σημαντικών μη κρατικών δρώντων που είναι πολέμιοι της. Από την άλλη πλευρά, η Μόσχα έχει καλές σχέσεις (με διαβαθμίσεις) με όλα τα κράτη και τους μη κρατικούς δρώντες πλην των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων τύπου αλ-Κάιντα ή «Ισλαμικό Χαλιφάτο».
Αυτή η κατάσταση δίνει σήμερα στη Ρωσία μεγαλύτερες δυνατότητες να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή είτε για την αποσόβηση είτε για την επίλυση των περιφερειακών κρίσεων και συγκρούσεων. Ο ρόλος αυτός είχε σχεδόν μονοπωληθεί από τις ΗΠΑ στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Παρ’ όλη όμως την αύξηση του ρωσικού κύρους, η Μόσχα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ηγεμονική αμερικανική θέση στην περιοχή. Αμερικανικές αναλύσεις δίνουν στην πολιτική του Πούτιν τον χαρακτηρισμό περισσότερο αντιπερισπασμού παρά συγκρότησης μιας ζώνης επιρροής στην Μέση Ανατολή. Με άλλα λόγια, η ρωσική επέμβαση στην Συρία εμποδίζει τα σχέδια των Αμερικανών για καθεστωτική αλλαγή αλλά χρειάζεται τη βοήθεια περιφερειακών παικτών για να σταθεροποιήσει το καθεστώς σε βάθος χρόνου. Επίσης, εξίσου σημαντική είναι η ανύψωση του ρωσικού γοήτρου στην διεθνή σκηνή. Ο Πούτιν επιθυμεί να αποδείξει ότι η Ρωσία δεν εγκαταλείπει τους φίλους και συμμάχους, όπως έγινε με τον Μιλόσεβιτς, τον Σαντάμ Χουσέιν και τον Καντάφι. Αυτό όμως που έχει μείζον ενδιαφέρον για την Ρωσία είναι η σημασία της συριακής κρίσης για την αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος. Σύμφωνα με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ «ο τρόπος με τον οποίο θα επιλυθεί η συριακή κρίση θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μοντέλο με το οποίο η διεθνής κοινότητα θα αντιδρά σε ενδοκρατικές συγκρούσεις στο μέλλον.»[28]
Φεβρουάριος 2017
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Εκτενέστερη ανάλυση για την ρωσική πολιτική πριν τον Πούτιν στο Σωτήρης Ρούσσος «Ρωσία και Μέση Ανατολή: συνέχειες και ασυνέχειες» στο Κοτζιάς Ν. (επιμ.) Εξωτερική πολιτική της Ρωσίας και ελληνορωσικές σχέσεις, Αθήνα, εκδ. Πατάκης (υπό έκδοση).
[2] Dannreuther Roland, “Russia and the Arab Spring: Supporting the Counter-Revolution”, Journal of European Integration, 37:1, 2015, 79.
[3] Menicucci Garay, “The Privatization of Russian Middle East Studies,” Middle East Report, no. 205, (1997): 19-21.
[4] Dannreuther Roland, “Russia and the Middle East: A Cold War Paradigm”, Europe-Asia Studies 64, no. 3 (2012): 546.
[5] Ό.π., 549.
[6] Omelicheva Mariya Y,“Russia’s Foreign Policy toward Iran: A Critical Geopolitics Perspective,” Journal of Balkan and Near Eastern Studies 14, no. 3 (2012): 336.
[7] Flanagan Stephen J. “The Turkey-Russia-Iran Nexus: Eurasian Power Dynamics,” The Washington Quarterly 36, no. 1 (2013): 172.
[8] Omelicheva Mariya Y, “Russia’s Foreign Policy toward Iran”, 332.
[9] Dannreuther Roland, “Russia and the Middle East”, 552-553.
[10] Katz Mark N. “Saudi-Russian Relations in the Putin Era,” Middle East Journal 55, no. 4 (2001): 609-610.
[11] Katz Mark N. “Putin’s Pro-Israel Policy,” Middle East Quarterly 12, no. 1 (2005) http://www.meforum.org/690/putins-pro-israel-policy (πρόσβαση 20/1/2017).
[12] Khrestin Igor and Elliott John, “Russia and the Middle East,” Middle East Quarterly 14, no. 1, (2007) http://www.meforum.org/1632/russia-and-the-middle-east (πρόσβαση 20/1/2017).
[13] “Vladimir Putin and the holy land,” The Economist, March 16, 2013, http://goo.gl/nmF8uy (πρόσβαση 20/1/2017).
[14] Bsaikri Senussi, “Russia’s relations with Hamas: a win-win situation”, Middle East Monitor, February 15, 2010, http://goo.gl/UqHNqk (πρόσβαση 20/1/2017).
[15] Abu Amer Adnan, “Hamas sees Russia visit as means to end regional isolation”, Al-Monitor, June 5, 2014, http://goo.gl/LKpbsK (πρόσβαση 20/1/2017).
[16] Nizameddin Talal, “Squaring the Middle East Triangle in Lebanon: Russia and the Iran-Syria-Hezbollah Nexus”, The Slavonic and East European Review 86, no. 3 (2008): 479.
[17] Η σχέση αυτή δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στο Ισραήλ μετά μάλιστα και από την χρήση ρωσικού πολεμικού υλικού από την οργάνωση στον πόλεμο κατά του Ισραήλ το 2006. Ό.π., 488.
[18] Corbeil Alexander, “Russia is Learning About Hezbollah”, Carnegie Endowment for International Peace, January 11 2017, https://goo.gl/3Spvi7 (πρόσβαση 20/1/2017).
[19] Dannreuther Roland, “Russia and the Arab Spring”, 81.
[20] Malashenko Alexey, Russia and the Arab Spring, (Moscow: Carnegie Moscow Center, (October 2013), 8-9, 16. http://pdc.ceu.hu/archive/00006823/ (πρόσβαση 20/1/2017).
[21] Ό.π., 12.
[22] Η Ρωσική Εκκλησία με τη βοήθεια της ρωσικής κυβέρνησης αποκτά γαίες στην Ιερουσαλήμ και την Ιορδανία όπου χτίζει ξενοδοχεία και υποδομές για τους προσκυνητές. Βλ. Curamovic Alicja, “The attitude of the Moscow Patriarchate towards other Orthodox churches,” Religion, State and Society 35 (2007): 313.
[23] Barry Ellen, “Russian Church Is a Strong Voice Opposing Intervention in Syria,” The New York Times, May 31, 2012, A14 http://goo.gl/Pe4tVn (πρόσβαση 20/1/2017).
[24] Corbeil Alexander, “Russia is Learning About Hezbollah”.
[25] Katz Mark N. “Russia and the Conflict in Syria: Four Myths,” Middle East Policy 20, no. 2 (2013):39-41.
[26] Bechev Dimitar, “Can the U.S. under Trump and Russia Cooperate in the Middle East?, Al Sharq Forum, January 18, 2017, https://goo.gl/j5nm0t, (πρόσβαση 20/1/2017).
[27] Katz Mark N. “Comparing Putin’s and Brezhnev’s Policies toward the Middle East,” Society 45, (2008): 179-180.
[28] Dannreuther Roland, “Russia and the Arab Spring”, 84.
πίσω στα περιεχόμενα: