τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , ,


Το επαναστατικό κόμμα στον Λένιν


1. Οι εμβρυακές απόψεις των Μαρξ και Ένγκελς για το κομμουνιστικό κόμμα

Η θεωρία του Λένιν για το επαναστατικό κόμμα και τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό υπήρξε εξαρχής μια θεωρία με ανοιχτά ζητήματα, προβλήματα και αντινομίες, υποκείμενη σε οξείες κριτικές αλλά και καθιστάμενη το αναγκαίο μοντέλο επαναστατικής οργάνωσης για ολόκληρο ουσιαστικά τον 20ό αιώνα στο τριτοδιεθνιστικό κομμουνιστικό ρεύμα όλων των αποχρώσεων και εκδοχών. Σε παλαιότερες εποχές και υπό την επίδραση μιας υγιούς στην πρόθεση παλινόρθωσης του αυθεντικού λενινισμού κατά της «γραφειοκρατικής σταλινικής παραμόρφωσής του» θεωρήθηκε ότι ο λενινιστικός δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έχει μια ποιότητα ριζικά αντιθετική στον σταλινικό γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό[1], όπου το στοιχείο της δημοκρατίας κυριαρχεί με σαφήνεια επί του συγκεντρωτισμού. Επίσης, και άλλοι συγγραφείς διεθνώς (όπως ο ιστορικός Μόντυ Τζόνστοουν του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας στο έργο του Σοσιαλισμός, δημοκρατία και μονοκομματικό κράτος[2]) έδωσαν μια ισχυρή θεωρητική μάχη για να στηρίξουν τις σοβαρές υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στο μοντέλο πολιτικής δημοκρατίας που είχαν ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, σε όσα υπό ορισμένες συνθήκες υποχρεώθηκαν να κάνουν λόγω του Εμφυλίου και της «ανώμαλης και έκτακτης κατάστασης» και στην επιλογή της συνεχούς «έκτακτης ανάγκης» από τον Στάλιν και την σταλινική ηγεσία. Το ίδιο επιχείρησε να υποστηρίξει και το τροτσκιστικό ρεύμα. Η προσπάθεια αυτή ήταν σωστή ως κατεύθυνση, αλλά μόνο εν μέρει.

Στους πρώτους κλασικούς του μαρξισμού, τον Μαρξ και τον Ένγκελς, υφίσταται μεν μια θεωρία της πολιτικής οργάνωσης ως αναγκαία προϋπόθεση της επανάστασης, αλλά δεν υφίσταται μια ειδικότερη θεωρία του σοσιαλιστικού/κομμουνιστικού επαναστατικού κόμματος. Οι κλασικοί του μαρξισμού βασικά αποκρούουν την άποψη του Μπλανκί ότι το «κόμμα» είναι μια κλειστή συνωμοτική και μαχητική ομάδα και επιμένουν στην διατύπωση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ότι δηλαδή οι κομμουνιστές προωθούν τα συνολικά και γενικά συμφέροντα όλου του προλεταριάτου και όχι μόνο κάποιων μερίδων του, χωρίς, όμως, να έρχονται σε σύγκρουση με τα άλλα εργατικά κόμματα. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν (έκδοση Αλφειός, Αθήνα 1944, μετάφραση Γ. Κορδάτου, σελ. 71-72):

«Οι κομμουνιστές δεν είναι κανένα ξεχωριστό κόμμα απέναντι στα άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουνε συμφέροντα ξεχωριστά από τα συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου. Δεν βάζουνε ξεχωριστές αρχές που σύμφωνα με αυτές θα επιθυμούσαν να ρυθμίσουν το εργατικό κίνημα. Οι κομμουνιστές δεν ξεχωρίζουν από τα άλλα εργατικά κόμματα παρά μονάχα σε δύο σημεία: το πρώτο είναι πώς οι κομμουνιστές στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλεταρίων ξεχωρίζουν και βάζουν πρώτα απ’ όλα τα κοινά, τα ανεξάρτητα από την εθνικότητα, συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου. Το δεύτερο πως οι κομμουνιστές, στις διάφορες εξελιχτικές φάσεις που περνά η πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη μπουρζουαζία, αντιπροσωπεύουν παντού και πάντα τα συμφέροντα του καθολικού κινήματος.

Στην πράξη λοιπόν, οι κομμουνιστές μέσα στα εργατικά κόμματα όλων των χωρών είναι η πιο αποφασιστική μερίδα, που τραβάνε πάντα μπρος, στη θεωρία ξεχωρίζουν από την άλλη εργατική μάζα με το να έχουν την ικανότητα να σχηματίζουν μια καθαρή αντίληψη για τους όρους της πορείας και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος. Ο πιο άμεσος σκοπός είναι ο ίδιος με τον σκοπό των άλλων προλεταριακών κομμάτων. Οργάνωση του προλεταριάτου σε τάξη, γκρέμισμα της κυριαρχίας των αστών, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο».

Η συγκρότηση της Α΄ Διεθνούς από ένα πλέγμα μαρξιστών, προυντονικών, μπακουνικών κ.ά. υπήρξε ένα ενδιαφέρον πείραμα, το οποίο δοκίμασε διάφορες και αντιφατικές πολιτικές και οργανωτικές μορφές, αλλά υπήρξε και πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους πιο συγκεντρωτικούς «μαρξιστές» και τους πιο αποκεντρωτικούς «αναρχικούς», οι οποίοι , όμως, περιλάμβαναν και περίκλειστες συνωμοτικές αντιλήψεις και πρακτικές, όπως του Μπακούνιν και ιδίως του Νετσάγιεφ. Η διάσπαση και διάλυση ήταν το αποτέλεσμα αυτής της δυσκολίας. Κληροδοτήθηκε, όμως, η εμπειρία της Κομμούνας του 1871 ως ενός αντιιεραρχικού και αντιεπαγγελματικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος προσομοιάζει και τείνει προς το μη-κράτος[3].

Την σύγχρονη θεωρία του μαρξιστικού κόμματος ουσιαστικά θα την βρούμε σε δύο πηγές: αρχικά, στο γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, την ναυαρχίδα της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας και της Β΄ Διεθνούς, η οποία, κατά την περιγραφή του Ρ. Μίχελς, είναι ένα μαζικό εργατικό κόμμα με έντονη γραφειοκρατική παραμόρφωση και ολιγαρχικά χαρακτηριστικά υπό την διεύθυνση ενός στρώματος «επαγγελματιών πρώην εργατών» και «επαγγελματιών αστών διανοουμένων»[4]. Κατά τον Μίχελς, οι αστοί διανοούμενοι και οι επαγγελματοποιημένοι εργάτες (αρχικά, συνήθως, δημοσιογράφοι των οργάνων του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, όπως ιδίως το Vorwaerts και πολλά τοπικά σοσιαλδημοκρατικά έντυπα) σχηματίζουν ένα διευθυντικό στρώμα σταδιακά μέσα στην προπολεμική σοσιαλδημοκρατία. Το στρώμα αυτό διοικεί μεν με τυπικά δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά όλο και περισσότερο συγκεντρώνει την πραγματική εξουσία πάνω στα μη επαγγελματικά πολιτικά μέλη. Η δομή εμπεριέχει τις δημοκρατικές διαδικασίες ανάδειξης και αντιπροσώπευσης ηγεσίας μέσα στο κόμμα, αλλά στην ουσία είναι, κατά τον Μίχελς, ολιγαρχική («σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας»).

Η δεύτερη πηγή της θεωρίας του κόμματος είναι η θεωρία το «κόμματος νέου τύπου» στον Λένιν. Για να προσεγγίσουμε αυτήν την θεωρία, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τρεις συσχετιζόμενες ιστορικές πραγματικότητες: α) τον απολυταρχικό χαρακτήρα του τσαρικού καθεστώτος και, άρα, τον αναγκαστικά παράνομο και συνωμοτικό χαρακτήρα των τότε μαρξιστών σοσιαλδημοκρατών, όπως και όλων των ανατρεπτικών πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων (λ.χ. ναρόντνικοι, αναρχικοί κ.ά.) και β) τον ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτήρα της τότε επαναστατικής ιντελλιγκέντσιας στην Ρωσία[5], η οποία όχι μόνο συνέχει ως «οργανικός διανοούμενος» το κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά διεισδύει στην αγροτιά και γίνεται παράγοντας ταυτόχρονα «δημοκρατικού εκσυγχρονισμού» αλλά και σοσιαλιστικής ανατροπής στην ρώσικη κοινωνία. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η ρώσικη επαναστατική ιντελλιγκέντσια ως παράγων οργάνωσης του ρωσικού εργατικού κινήματος αποτελεί το αντίστοιχο των αστών επαναστατών διανοουμένων που παράγουν την «επαναστατική θεωρία» στον Κάουτσκυ και το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, με την διαφορά ότι οι ρώσοι επαναστάτες διανοούμενοι απορρέουν από μια πολύ ανίσχυρη αστική και μικροαστική τάξη και από ένα απολυταρχικό κράτος, έχουν πολύ ισχυρή ιδέα για τον ιδιαίτερο πολιτικοοργανωτικό ρόλο τους και πολύ πιο συγκεντρωτικές πολιτικοοργανωτικές αντιλήψεις γ) την επικράτηση της επανάστασης κατά την περίοδο 1917-1923 αποκλειστικά στη Ρωσία και την ήττα της στην Δύση, και, άρα, την επιβολή αυτής της «ρωσικής» θεώρησης στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ως της μόνης αποτελεσματικά νικηφόρας.

 

2. Οι απόψεις του Λένιν για το κόμμα (1902-1904)

Ο θεμέλιος θεωρητικός λίθος του πολιτικοοργανωτικού μπολσεβικισμού στην Ρωσία είναι το κεφαλαιώδες έργο του Λένιν Τι να κάνουμε[6]. Στο έργο αυτό, γραμμένο στις αρχές του 1902, ο Λένιν διαπραγματεύεται την πολεμική ανάμεσα στην ομάδα της Ίσκρα (Λένιν, Πλεχάνοφ, Μάρτοφ, Ζασούλιτς, Άξελροντ κ.ά.), προερχόμενη από την «Ομάδα για την Απελευθέρωση της Εργασίας» ( βασική κοιτίδα του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας), και στα έντυπα/ομάδες που ήταν φορείς του «οικονομισμού», το Ραμπότσεγιε Ντιέλο, την Ραμπότσαγια Μισλ, καθώς και με τις ομάδες/έντυπα που υποστήριζαν την τακτική της ατομικής τρομοκρατίας, όπως το Σβόμποντα. Το κύριο σημείο διαφωνίας είναι η ιεραρχική ή πρωτεύουσα σχέση ανάμεσα στον οικονομικό και τον πολιτικό αγώνα των εργατών στην απολυταρχική Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα. Ενώ οι ΡΝ και ΡΜ υποστήριζαν ότι μόνο μέσα από τις απεργίες και τον οικονομικό αγώνα θα συνειδητοποιηθεί ταξικά το ρώσικο προλεταριάτο και θα φτάσει τελικά στην πολιτική ταξική συνείδηση, ο Λένιν προτείνει κάτι το ριζικά διαφορετικό: προτείνει την προτεραιότητα του πολιτικού αγώνα και την διακριτότητά του από τον οικονομικό (Τι να κάνουμε, όπ.π.,σελ. 66-74). Οι επαναστάτες συμμετέχουν στον οικονομικό αγώνα και τον στηρίζουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι η συνειδητή οργάνωση του πολιτικού αγώνα κατά της απολυταρχίας και της δημοκρατίας με αυτόνομο τον ρόλο του προλεταριάτου έναντι των άλλων αστικών και μικροαστικών δυνάμεων, οι οποίες υποστηρίζουν την επικείμενη αστικοδημοκρατική επανάσταση στην Ρωσία. Η οργάνωση αυτή έχει άποψη και στάση για τα ζητήματα που αφορούν όλες τις τάξεις στην Ρωσία και όχι μόνο την εργατική. Έχει μια στάση «καθολικά πολιτική» και διαπαιδαγωγεί τους εργάτες όχι με βάση τα στενά τους οικονομικά συμφέροντα και μόνο αλλά τον συνολικό πολιτικό επαναστατικό τους ρόλο στην ρωσική κοινωνία. Εδώ, η διάκριση θυμίζει έντονα την διάκριση ανάμεσα στον ηγεμονικό αγώνα και τον συντεχνιακό αγώνα στον Γκράμσι (άλλωστε, η έννοια της ηγεμονίας ανήκει πρωταρχικά στον Λένιν. Η κοινωνική διεκδίκηση συνειδητοποιεί σε ένα πρώτο επίπεδο τους εργάτες αλλά δεν οικοδομεί πολιτική συνείδηση, δηλαδή ειδικότερα « μαρξιστική σοσιαλδημοκρατική» πολιτική συνείδηση.

Στο σημείο αυτό, η κατ’ αρχάς πολύ σωστή θέση του Λένιν παρουσιάζεται με έναν τρόπο που ενέχει προόδους αλλά και προβλήματα και δυσκολίες. Διακρίνοντας το «αυθόρμητο» από το «συνειδητό», δηλαδή την άμεση εμπειρική κοινωνική συνείδηση από την επαναστατική θεωρία και την πολιτική ταξική συνείδηση, η οποία υπάγεται σαφώς στο πεδίο του κόμματος, πραγματοποιεί μια ορθή αρχικά διάκριση, η οποία, όμως, καταλήγει σε σχετικά αυθαίρετα συμπεράσματα. Όντως ο πολιτικός αγώνας κυριαρχεί πάνω στον οικονομικό. Ούτε, όμως, το οικονομικό πεδίο ταυτίζεται αναγκαστικά με το «αυθόρμητο» ούτε τα πολιτικό πεδίο με το «συνειδητό». Πέραν του ότι η διάκριση σε μια χώρα που δεν έχει αστική συνταγματική δημοκρατία ανάμεσα στον οικονομικό και τον πολιτικό αγώνα ήταν, όπως και ο ίδιος ο Λένιν δέχεται, πολύ σχετική και συχνά αυθαίρετη, αφού κάθε σημαντική απεργία αντιμετωπιζόταν ως πολιτική εξέγερση, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι και στο επίπεδο της οικονομικής ταξικής πάλης υπάρχουν συνειδητές και «σοσιαλδημοκρατικές» στάσεις , αλλά και στο επίπεδο των πολιτικών αγώνων αναπτύσσεται και ένα «πολιτικό αυθόρμητο», αφού η εμπειρία της πολιτικής καταπίεσης δεν είναι κάτι ξένο στην εργατική τάξη εκείνης της εποχής. Επίσης, το «πολιτικό αυθόρμητο» μπορεί να συνδεθεί με το «πολιτικό συνειδητό», αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά ή μόνο το « κομματικό πολιτικό συνειδητό» ούτε παράγεται μονοσήμαντα μέσα από το κόμμα. «Το αυθόρμητο είναι το έμβρυο της ταξικής συνείδησης» ( σελ. 35), όπως ωραία το περιγράφει ο Λένιν, αλλά η ταξική συνείδηση ως πολιτική συνείδηση βρίσκει μια «ιδεώδη» κατά μια έννοια μορφή στην «σοσιαλδημοκρατική κομματική ταξική συνείδηση», χωρίς αναγκαστικά και πάντοτε να ταυτίζεται με αυτήν. Χωρίς να υποτιμά ή να μηδενίζει τον ρόλο του σοσιαλιστικού κόμματος, η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο λίγο κατοπινό έργο της Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα (1906)[7] θεωρεί ότι μεγάλες εργατικές εμπειρίες όπως η Γενική Απεργία συμβάλλουν, επίσης, στην πολιτική ταξική συνείδηση των εργατών και τους μετατρέπουν, επίσης, σε συνειδητή πολιτικά τάξη, καθώς, όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους, οι εργάτες αυτοθεσμίζονται μέσα από την Γενική Απεργία και μέσα από τις συμβουλιακές μορφές. Αυτή είναι η εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης του 1905, όπου τα σοβιέτ συγκροτούνται ανεξάρτητα από τα κόμματα, με τους σοσιαλδημοκράτες να έχουν βασικά καταληφθεί εξ απήνης και να είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτικά απροετοίμαστοι. Η Ρόζα δεν αρνείται τον συνειδητό καθοδηγητικό ρόλο του πολιτικού κόμματος και την δράση του, χωρίς την οποία οι εργάτες είναι συχνά ένας κοινοβουλευτικός στρατός και μόνο (σελ. 102), αλλά εντάσσει την κομματική συνείδηση σε μια πιο πλούσια και σύνθετη ερμηνεία της πολιτικής ταξικής συνείδησης από ό,τι ο Λένιν.

Στο σημείο αυτό, ο Λένιν επανεισάγει το ζήτημα που έχει αναπτύξει στην Γερμανία ο Καρλ Κάουτσκυ το 1901-1902 στην Neue Zeit (θεωρητικό όργανο του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος), το ζήτημα της «από τα έξω εισαγωγής της ταξικής συνείδησης» (“von aussen hineigetragenes Bewusstsein”) στο προλεταριάτο και της εξωτερικής προς την άμεση κοινωνική εμπειρία διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής ταξικής συνείδησης από το κόμμα ως φορέα της επαναστατικής γνώσης και θεωρίας. Το κείμενο του Κάουτσκυ επαναλαμβάνεται, παρατιθέμενο σε σχετικά μεγάλη έκταση, στο Τι να κάνουμε (σελ. 44-46). Η λογική του είναι απλή. Το προλεταριάτο λόγω των υλικών του όρων ύπαρξης και της έλλειψης χρόνου και μόρφωσης φτάνει μόνο στην ρεφορμιστική-διεκδικητική-τρειντγιουνιονιστική ή απλώς οικονομική ταξική συνείδηση (ή εναλλακτικά στον αναρχοσυνδικαλισμό). Η σοσιαλιστική (πολιτική) ταξική συνείδηση προϋποθέτει εξειδικευμένη επιστημονική γνώση, για να παραχθεί. Η επιστημονική γνώση δεν ανήκει στο προλεταριάτο, αλλά στην ριζοσπαστική αστική διανόηση, η οποία έχει αποχωρισθεί από τα συμφέροντα της τάξης της (όπως οι Μαρξ, Ένγκελς, κ.ά.). Η επαναστατική θεωρία παράγεται από την αστική διανόηση εντός του κόμματος και «διανέμεται» από το κόμμα προς τους εργάτες συχνά μέσω έμπειρων πολιτικά εργατών, οι οποίοι έχουν ήδη μυηθεί στον επαναστατικό μαρξισμό.

Σχετικά με το κείμενο του Κάουτσκυ για την διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης. Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον Κάουτσκυ κατά την περίοδο 1901-1902 στην επιθεώρηση Neue Zeit του SPD (ΧΧ, Ι, φύλλο 3 σελ. 79), αφορά το νέο σχέδιο προγράμματος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Αυστρίας, και έχει ως εξής:

«Πολλοί από τους αναθεωρητές κριτικούς μας υποθέτουν πως ο Μαρξ βεβαιώνει ότι η οικονομική εξέλιξη και η ταξική πάλη δεν δημιουργούν μόνο τις συνθήκες της σοσιαλιστικής παραγωγής αλλά ότι δημιουργούν άμεσα και τη συνείδηση της αναγκαιότητάς της (υπογρ. Κ.Κ.). Και έτσι οι κριτικοί έχουν αμέσως έτοιμη την αντίκρουση ότι η χώρα με την πιο υψηλή κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, η Αγγλία, είναι η περισσότερο απαλλαγμένη από αυτή την συνείδηση. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο, θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι αυτήν την δήθεν “ορθόδοξη μαρξιστική άποψη”, που διαψεύδεται με αυτόν τον τρόπο, την συμμερίζεται και η επιτροπή που επεξεργάστηκε το αυστριακό πρόγραμμα. Γιατί το σχέδιο λέει: “όσο περισσότερο η ανάπτυξη του καπιταλισμού πληθαίνει το προλεταριάτο, τόσο περισσότερο αναγκάζεται αυτό και αποκτά την ικανότητα να αναλάβει τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Το προλεταριάτο αποκτά συνείδηση για την δυνατότητα και την ανάγκη του σοσιαλισμού κ.λπ.”. Έτσι, η σοσιαλιστική συνείδηση παρουσιάζεται ως το άμεσο αναγκαίο αποτέλεσμα της προλεταριακής ταξικής πάλης. Αυτό, όμως, είναι λαθεμένο. Φυσικά, όπως ο σοσιαλισμός σαν διδασκαλία, έχει τις ρίζες του στις σύγχρονες οικονομικές σχέσεις, το ίδιο ακριβώς και η ταξική πάλη του προλεταριάτου αναβλύζει, όπως και αυτός, από τον αγώνα ενάντια στην φτώχεια και την αθλιότητα των μαζών, που τις γεννάει ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός, όμως, και η ταξική πάλη φανερώνονται το ένα δίπλα στο άλλο και όχι το ένα μέσα από το άλλο, φανερώνονται κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση μπορεί να εμφανιστεί μόνο στη βάση βαθιάς επιστημονικής γνώσης. Πραγματικά, η σημερινή οικονομική επιστήμη αποτελεί εξίσου προϋπόθεση της σοσιαλιστικής παραγωγής, όπως λ.χ. και η σύγχρονη τεχνική, μόνο που το προλεταριάτο, όσο κι αν το θέλει, δεν μπορεί να δημιουργήσει ούτε την μία ούτε την άλλη. Και οι δύο γεννιούνται από την σύγχρονη κοινωνική πορεία. Φορέας, όμως, της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο αλλά η αστική διανόηση (υπογρ. Κ.Κ.). Σε μερικά μέλη αυτού του στρώματος, γεννήθηκε ακριβώς ο σύγχρονος σοσιαλισμός και αυτοί τον μετέδωσαν πρώτα στους προλετάριους που ξεχωρίζουν για την πνευματική τους ανάπτυξη, κι αυτοί έπειτα με την σειρά τους τον μπάζουν στην ταξική πάλη του προλεταριάτου, όπου το επιτρέπουν οι συνθήκες. Έτσι η σοσιαλιστική συνείδηση είναι κάτι που έχει μπει απ’ έξω (von aussen hineingetragenes) στην ταξική πάλη του προλεταριάτου, και όχι κάτι που γεννιέται αυθόρμητα από αυτήν. Έτσι, πολύ σωστά λέει το παλιό πρόγραμμα του Χάινφελντ, ότι ένα από τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας είναι να μπάσει στο προλεταριάτο (κυριολεκτικά να γεμίσει το προλεταριάτο με) την συνείδησή της κατάστασής του και την συνείδηση των καθηκόντων του. Δεν θα χρειαζόταν να γίνει αυτό, αν η συνείδηση πήγαζε αυτόματα από την ταξική πάλη. Το νέο, όμως, σχέδιο πήρε αυτόματα αυτήν τη θέση από το παλιό πρόγραμμα και την κόλλησε στην θέση που αναφέραμε πιο πάνω. Έτσι, όμως κόπηκε αυτόματα ο ειρμός της σκέψης…».

Ο ίδιος ο Λένιν θα συμπληρώσει ότι η εμπειρία της αυθόρμητης ταξικής πάλης οδηγεί μόνο μέχρι το επίπεδο του τρειντγιουνονισμού, του συνεργατισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού.

Η θεώρηση αυτή, την οποία ο Λένιν ασπάζεται με απόλυτη αφοσίωση, έχει ορισμένες στενές συνδέσεις με την ρωσική πραγματικότητα της εποχής, όπου το προλεταριάτο είναι μεν πιο ριζοσπαστικό από το γερμανικό αλλά λιγότερο μορφωμένο και πολιτικά καταρτισμένο και όπου η επαναστατική διανόηση παίζει έναν ρόλο πολιτικά και ιδεολογικά σημαντικότερο από ό,τι η σοσιαλδημοκρατική γραφειοκρατία διανοουμένων και επαγγελματιών-πρώην εργατών στο γερμανικό ΣΔΚ. Επίσης, όπου υπάρχει μια πολύ ισχυρή επαναστατική ιντελλιγκέντσια, πολύ πιο ριζοσπαστική από την γραφειοκρατία του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Όμως, παρ’ όλα αυτά, η θεωρία του Κάουτσκυ δημιουργεί την εντύπωση, ιδίως στην λενινιστική παραλλαγή της ότι τοποθετεί την επαναστατική διανόηση ως κηδεμόνα του επαναστατικού προλεταριάτου, ως τον πυρήνα των «επαγγελματιών επαναστατών». Η γνώση και η ισχύς που απορρέει από αυτήν δεν ανήκει στον συνειδητό εργάτη που μορφώνεται από την εμπειρία του ή και από τα βιβλία ( όπως στην εποχή του Μαρξ) αλλά σε μια ειδική κοινωνική κατηγορία, η οποία πυραμιδωτά οικοδομεί το κόμμα, αντιγράφοντας τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας: αυτοί που ξέρουν και αυτοί που δεν ξέρουν, αυτοί που σκέφτονται και αυτοί που εκτελούν, αυτοί που αποφασίζουν και αυτοί που διευθύνουν, αυτοί που εκτελούν. Η εμπειρία των συμβουλίων και όσα οι εργάτες μαθαίνουν από αυτά δεν έχει ακόμη συμβεί, αλλά, και όταν συμβαίνει, δεν τροποποιεί ριζικά την ιεραρχική συγκρότηση στο πολιτικοοργανωτικό μοντέλο του Λένιν. Η αστική διανόηση απορροφά τον εργάτη-επαγγελματία πολιτικό και ως μεσάζοντα ανάμεσα σε αυτήν και τον απλό εργάτη, και συγκροτεί έτσι ένα ενιαίο διευθυντικό στρώμα μέσα στο κόμμα αλλά και μέσα στην πολιτική δράση του προλεταριάτου.

Η συνωμοτική δράση των «επαγγελματιών επαναστατών» είναι , επίσης, μια διάσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας στην Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα. Όπου υπάρχει η πανταχού δράση της μυστικής αστυνομίας, δεν μπορείς παρά να έχεις αναγκαστικά συνωμοτικές μορφές οργάνωσης. Εύλογο. Όπως θα περιγράψει στην συνέχεια ο Λένιν στο Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω (Αθήνα 1982, Θεμέλιο) στις αρχές του 1904, το επαναστατικό κόμμα έχει οργανώσεις συνωμοτικές και οργανώσεις μη συνωμοτικές[8]. Έχει οπαδούς-μη μέλη, μέλη απλά και μέλη συνωμοτικά, τρεις ομόκεντρους κύκλους δηλαδή. Η αντικειμενική και απτή αυτή διάσταση της τότε πραγματικότητας δίνει την δυνατότητα στον Λένιν να αυξήσει την γοητεία και την θετική φαντασιακή λειτουργία των «επαγγελματιών επαναστατών». Η κατοπινή εξέλιξη αυτής της «φρουράς» των επαναστατικών κομμάτων, τα μέλη της οποίας δεν έκαναν μετά το 1920 μόνο γραφειοκρατικές ίντριγκες ή πράξεις εχθρικές τελικά προς την επανάσταση αλλά και έδωσαν για έναν αιώνα συχνά με άδολο τρόπο την ζωή τους για το ιδεώδες του κομμουνισμού, μας πείθει ότι αυτό το «στρώμα» ήταν στα καλά του και στα κακά του κάτι ηθικοπολιτικά πολύ ανώτερο και σοβαρότερο από τους επαγγελματίες πολιτικούς της Αριστεράς σήμερα, καθώς η ζωή του και η ελευθερία του ήταν μέχρι τον Β΄ΠΠ διαρκώς διακυβεύσιμη. Αυτό, όμως, δεν αίρει την κριτική στο γεγονός ότι αυτή η «αριστοκρατική» οπτική για την προλεταριακή πολιτική και για την επαναστατική ιντελλιγκέν­τσια ήταν σύμφυτη σημαντικά με όλη την αρνητική γραφειοκρατική εξέλιξη του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα, και δεν γεννήθηκε, δυστυχώς, πρώτη φορά μαζί με την εξουσία του Στάλιν. Αυτή η «αριστοκρατική» αντίληψη για την πολιτική μέλλει να αναμετρηθεί σε κάποιο βαθμό με την αυτόνομη ταξική συγκρότηση των Ρώσων εργατών μέσα από τα εργατικά συμβούλια του 1905 και του 1917, τα οποία ο ίδιος ο Λένιν θα εκθειάσει ως ταξική εμπειρία στο Κράτος και επανάσταση, ένα θαυμαστό έργο όπου το επαναστατικό κόμμα και ο ρόλος του, σχεδόν ανεξήγητα, δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά. Όμως, η αντίφαση υπάρχει και θα εκδηλωθεί μετά το 1920. Πιθανόν θα εκδηλωνόταν και υπό ομαλότερες συνθήκες, όμως η φυσική κατάρρευση του ρώσικου προλεταριάτου μέσα στον Εμφύλιο οξύνει και αναζωπυρώνει την σύγκρουση μεταξύ της «φρουράς της τάξης» και της άμεσης ταξικής της συγκρότησης. Στην συγκυρία αυτήν, ο Λένιν ουσιαστικά θα δηλώσει ότι η πραγματική ρωσική εργατική τάξη ( όχι αυτή που εξαλείφθηκε φυσικά στον Εμφύλιο, όχι η νέα εργοστασιακή τάξη που προέρχεται από την ύπαιθρο και που δεν έχει στο συνειδητό επίπεδο σχέση συνέχειας με την προηγούμενη) δεν υπάρχει πουθενά αλλού αλλά μόνο εντός του κόμματος. Άποψη με αντικειμενική βάση αλλά πολιτικά προβληματική.

Οι έντονα αυταρχικές, ιεραρχικές και γραφειοκρατικές αντιλήψεις του Λένιν για το επαναστατικό κόμμα – οι οποίες, πάντως, φαίνεται να αμβλύνονται λίγο πριν και λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, σαν ένας φρέσκος επαναστατικός αέρας να τροποποιεί προσωρινά τις απόψεις του – αποτυπώνονται ακόμη καθαρότερα στο Ένα Βήμα Μπρος, Δύο Βήματα Πίσω, όπου περιγράφονται αναλυτικά όσα συνέβησαν στο 2ο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ ( Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος) τον Ιούνιο του 1903[9]. Το έργο αυτό είναι ένα από τα γοητευτικότερα φραξιονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί ποτέ, μέσα από την αμεσότητα της γραφής του Λένιν, για την σύγκρουσή του πια όχι μόνο με τους «οικονομιστές» του Τι να Κάνουμε (ΡΜ,ΡΝ) αλλά και με την ισχυρή μειοψηφία της Ίσκρα (Μάρτοφ, Άξελροντ, Τρότσκυ κ.ά.) πάνω στα βασικά οργανωτικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα, η αρχική διάσπαση ανάμεσα σε Μπολσεβίκους και σε Μενσεβίκους δεν ξεκινά μέσα από την προγραμματική αντίθεση για τα πολιτικά καθήκοντα του ρώσικου προλεταριάτου (όπως θα εξελιχθεί όντως από το 1905 και μετά, υπέρ της ορθής γραμμής των Μπολσεβίκων ) αλλά από την φιλοσοφική και ιδεολογική διάσταση στα οργανωτικά ζητήματα. Όσοι είναι με τον «αποκεντρωτισμό» και τον «δημοκρατισμό» είναι, κατά τον Λένιν, οπορτουνιστές, όσοι είναι με το συγκεντρωτικό στενό κόμμα είναι επαναστάτες. Είναι, όπως τους είπαν στην Βουλγαρία, οι «στενοί» και οι «φαρδείς».

Το πρώτο βασικό ζήτημα στο 2ο Συνέδριο του ΡΣΔΕΚ είναι ο στενός ή χαλαρός ορισμός του κομματικού μέλους. Οι ορισμοί του Μάρτοφ και του Λένιν διαφέρουν. Κατά τον Λένιν «μέλος του κόμματος θεωρείται κάποιος που παραδέχεται το πρόγραμμά του και υποστηρίζει το κόμμα τόσο με υλικά μέσα όσο και με συμμετοχή σε μια από τις κομματικές του οργανώσεις» (Ένα Βήμα Μπρος, σελ. 60). Κατά τον Μάρτοφ, «μέλος του κόμματος θεωρείται καθένας που, παραδεχόμενος το πρόγραμμά του, δουλεύει δραστήρια για την πραγματοποίηση των σκοπών του, κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση των οργάνων του κόμματος»(σελ. 59). Η βασική διαφορά, βεβαίως, δεν ήταν η υπαγωγή στα όργανα του κόμματος –κάτι που όλοι δέχονταν– αλλά η ανάγκη συμμετοχής στις κομματικές οργανώσεις, στην οποία επέμεινε ο Λένιν. Ο Μάρτοφ ισχυρίζεται ότι μπορεί κάποιος να είναι μέλος του κόμματος, χωρίς να συμμετέχει στις κομματικές οργανώσεις. Αυτό, κατ’ αρχάς, και στον βαθμό που γνωρίζουμε αυτήν την συζήτηση από την πλευρά του Λένιν και μόνο, δεν φαίνεται και πολύ λογικό. Τι σημαίνει μέλος του κόμματος, το οποίο δεν μετέχει στις κομματικές οργανώσεις; Ο Λένιν υποστηρίζει ότι κατά τον Μάρτοφ αυτό συνεπάγεται την άσκηση καθηκόντων και «ειδικών αποστολών» από τα όργανα του κόμματος σε κάποια ιδιαίτερα μέλη, πιθανότατα αστούς και πανεπιστημιακούς διανοούμενους ή νεολαίους κ.λπ. Αν αυτά όντως ισχύουν, η άποψη του Λένιν φαίνεται πιο λογική, με τα μέτρα της εποχής του αλλά και της δικής μας. Η αντίθετη άποψη θα προνομιμοποιούσε άτομα που δεν αναλαμβάνουν καμία συλλογική υποχρέωση να μετέχουν στην συλλογική ζωή του κόμματος, αυτό που στον 20ό αιώνα αποκλήθηκε «οι συνοδοιπόροι» (“fellowtravellers”). Όμως, πίσω από την πρόσοψη, υπάρχει κάτι βαθύτερο. Ότι δηλαδή η ένταξη στο κόμμα, σε διαφοροποίηση από τους «συνοδοιπόρους» ή τους «οπαδούς» είναι μια προνομιακή ένταξη, είναι η ένταξη σε μια ιδιαίτερη και εκλεκτή κοινότητα, το κόμμα είναι η «αφρόκρεμα» της εργατικής τάξης, είναι για μια μεγάλη περίοδο το μόνο τμήμα της εργατικής τάξης που έχει συνείδηση και μπορεί να αναχθεί σε δύσκολες περιόδους (όπως η Ρωσία του 1921-1924) στην αποκλειστική ταξικά συνειδητή και λειτουργική πολιτικά εργατική τάξη. Το κόμμα μπορεί να γίνει η τάξη με αποκλειστικούς όρους.

 

3. Η κριτική των Τρότσκυ και Λούξεμπουργκ στον μπολσεβικισμό

Ουσιαστικά, αυτή η συγκεντρωτική λογική είναι αυτή που εμπνέει την κριτική του Τρότσκυ στον Λένιν στα 1903-1904 για «γιακωβινισμό» και δικτατορικές τάσεις. Η κριτική αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό παρασιωπηθεί από το τροτσκιστικό ρεύμα, στον βαθμό που αυτό έδωσε στην δεκαετία του 1920 την μάχη να κατοχυρώσει τον εαυτό του ως την νόμιμη πολιτικά συνέχεια του λενινισμού έναντι της σταλινικής γραμμής. Στον βαθμό που οι σταλινικοί τόνιζαν τον «μενσεβίκο Τρότσκυ», οι τροτσκιστές προσπαθούσαν να διαγράψουν από την ιστορική μνήμη την πρώιμη κριτική του Τρότσκυ σε αρνητικές όψεις του λενινισμού, ως έναν «τροτσκισμό» λαθεμένα προλενινιστικό και αντιλενινιστικό ή ως έναν τροτσκιστικό λουξεμπουργκισμό. Με την τιμητική εξαίρεση του Τόνυ Κλιφφ. Όντως, ο Τόνυ Κλιφφ παρουσιάζει τίμια την κριτική του πρώιμου Τρότσκυ στον Λένιν, όπως αυτή διατυπώθηκε στα έργα του “Our Political Tasks” και “Report of the Siberian Delegation”[10] (υπάρχουν και τα δύο στο ΙΜΑ). Στα κείμενα αυτά, ο Τρότσκυ εμφανίζει, όχι κατά τρόπο παράλογο, την τάση του Λένιν ως μια τάση υπερσυγκεντρωτική και γραφειοκρατική, η οποία θεωρεί ότι η δικτατορία της πάνω στο κόμμα και στο προλεταριάτο είναι το όχημα για την δικαίωση της Ιστορίας και για την υλοποίηση του ιστορικά Αναγκαίου. Η συνωμοτική ομάδα των επαγγελματιών επαναστατών πρέπει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία απέναντι στα οργανωτικά οπορτουνιστικά ρεύματα, τα οποία άλλοτε παρουσιάζονται ως ατομικιστικά αναρχικά και άλλοτε ως ρεφορμιστικά/οπορτουνιστικά και ομόλογα προς την ρεβιζιονιστική τάση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας (Μπερνστάιν, Φόλμαρ, Ζωρές, Μιλεράν κ.λπ.). Όμως, όπως επισημαίνει ο Τρότσκυ, ο οπορτουνισμός λανθασμένα εκλαμβάνεται από την ομάδα του Λένιν ως συνώνυμος με τον οργανωτικό αποκεντρωτισμό και δημοκρατισμό. Όπως επισημαίνει ο Τρότσκυ :

«Δεν πιστεύω ότι απέναντι στον οπορτουνισμό μπορούμε να εκτοξεύσουμε νομοθετικούς εξορκισμούς. Δεν αποδίδω καμία μυστικιστική δύναμη στο καταστατικό… Τον οπορτουνισμό τον παράγουν αίτια πολύ βαθύτερα από το ένα ή το άλλο άρθρο του καταστατικού: γεννιέται από τα σχετικά στάδια ανάπτυξης της αστικής δημοκρατίας και του προλεταριάτου[11]». Για τον Τρότσκυ, ο οπορτουνισμός είναι θέμα του πολιτικού προγράμματος και της πολιτικής στρατηγικής των επαναστατών και όχι θέμα του καταστατικού κατά κύριο λόγο. Δεν μπορεί να είναι μια έννοια η οποία ταυτίζει αφηρημένα τον γερμανικό αναθεωρητισμό με τον ρωσικό αποκεντρωτισμό.

Επιπλέον, η απόδοση στον Λένιν της μομφής για δικτατορικές τάσεις και «γιακωβινισμό» από τον νεαρό Τρότσκυ δεν σχετίζεται μόνο με την στενή ή πλατιά έννοια του κομματικού μέλους. Ο Λένιν πολύ καθαρά υποστηρίζει ότι η βασική λογική πρέπει να είναι η ενίσχυση του «κέντρου» απέναντι στις τοπικές κομματικές οργανώσεις. Λέει πολύ καθαρά ο Λένιν :

«Την έκφραση αυτήν την είχα χρησιμοποιήσει σωστά για το καταστατικό που πρότειναν οι αντιπρόσωποι της Μπουντ (πρόκειται για το εβραϊκό τμήμα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας Δ.Μπ.), και που αποτελούσε οργανωμένη δυσπιστία ενός τμήματος του κόμματος απέναντι σε όλο το κόμμα. Ενώ το δικό μας καταστατικό…. εκφράζει την οργανωμένη δυσπιστία (των κεντρικών οργάνων) του κόμματος προς όλα τα τμήματά του, δηλ. έλεγχο πάνω σε όλες τις τοπικές, περιφερειακές, εθνικές και άλλες οργανώσεις».[12] (υπογρ. Δ.Μπ.)

Βεβαίως, η διατύπωση θα μπορούσε να σημαίνει απλώς την πρωτοκαθεδρία του Συνεδρίου απέναντι στις επιμέρους οργανώσεις, κάτι που θα ήταν πάντως απολύτως λογικό και ορθό δεοντολογικά. Όμως, η όλη λογική του Ένα Βήμα Μπρος…, δεν προσανατολίζει προς το συνεδριακό σώμα, για το οποίο πολύ λίγο ή σχεδόν καθόλου γίνεται λόγος στο έργο αυτό αλλά προς την Κεντρική Επιτροπή και το Καθοδηγητικό Όργανο ή όργανα γενικά (στο 2ο Συνέδριο αποφασίζονται δύο κεντρικά όργανα , η τριμελής ΚΕ και η τριμελής Ίσκρα ως αυτοτελές καθοδηγητικό όργανο). Ο Τρότσκυ δεν έχει άδικο, όταν ισχυρίζεται ότι ο Λένιν μιλά για την δικτατορία μιας ομάδας που θυμίζει την «Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας» της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Πράγματι, η τοποθέτηση του Λένιν στο Ένα Βήμα Μπρος… κατά την οποία «ένας Γιακωβίνος που ταυτίζεται πλήρως με την οργάνωση του προλεταριάτου –ενός προλεταριάτου με την συνείδηση των ταξικών συμφερόντων του– αυτός είναι ένας επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης…» (Κλιφφ, 2009, όπ.π., σελ. 78, Ένα Βήμα Μπρος…, όπ.π., σελ. 243) αποτελεί την εκκίνηση μιας βίαιης πολεμικής του νεαρού Τρότσκυ κατά του Λένιν με τα ακόλουθα επιχειρήματα:

Η προλεταριακή επανάσταση δεν μπορεί να ακολουθεί τα πρότυπα και τις λογικές της αστικής επανάστασης και ιδίως τον γραφειοκρατικό σεχταρισμό της και την ιδεοληπτική της προσέγγιση.

Οι Γιακωβίνοι θεώρησαν ότι η γκιλοτίνα είναι κάτι σαν το Δικαστήριο της Ιστορίας και ως επαλήθευση της αλήθειας. Η Ιστορία δεν τους δικαίωσε στο σημείο αυτό. Ο «τρόμος» μπορεί να είναι μέσο επιβίωσης της επανάστασης, αλλά δεν αποτελεί ιστορική δικαίωση.

«Για να διατηρήσουν την εξουσία οι Γιακωβίνοι, η Ιστορία έπρεπε να σταματήσει. Γιατί κάθε βήμα προς τα εμπρός έφερνε σε σύγκρουση τα δια­φορετικά στοιχεία που τους στήριζαν και κατά τον τρόπο αυτόν υπονομευόταν η επαναστατική θέληση που ενσάρκωναν οι Ορεινοί. Οι Γιακωβίνοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν και δεν πίστευαν ότι η Αλήθεια τους θα συνέχιζε να κερδίζει έδαφος, όσο περνούσε ο χρόνος…» (Τρότσκυ σε Κλιφφ, 2009, όπ.π., σελ. 79-80). Ουσιαστικά, δηλαδή, ο Τρότσκυ αποδίδει εδώ στον Λένιν έναν επαναστατικό ιδεαλισμό, ο οποίος συνδέεται με την εκβίαση της επαναστατικής διαδικασίας, δεδομένου ότι οι Γιακωβίνοι δεν πιστεύουν τελικά πραγματικά ότι η επαναστατική τελολογία είναι μακροπρόθεσμα με το μέρος τους και γι’ αυτό βιάζονται να την προκαθορίσουν με την μαζική πολιτική βία.

Ο Τρότσκυ επιμένει στην πολυμορφία και την αμοιβαία ανεκτικότητα μεταξύ των διαφορετικών ρευμάτων του επαναστατικού σοσιαλιστικού μπλοκ, την οποία καμία κομματική δικτατορία δεν πρέπει και δεν μπορεί να περιορίσει ή και να καταπνίξει.

Εν τέλει, η κριτική αυτή του νεαρού Τρότσκυ είναι μια δικαιωμένη ιστορικά κριτική. Παρά το γεγονός ότι το μοντέλο του Ένα βήμα μπρος… περιέχει και δημοκρατικές στιγμές και όψεις και δεν είναι σε καμία περίπτωση το σταλινικό κόμμα μετά το 1923 και ιδίως μετά το 1928, συμπυκνώνονται στην άποψη του Λένιν αντιλήψεις, που δεν προτάσσουν την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση του προλεταριάτου αλλά κυρίως τον κομματικό συγκεντρωτισμό γύρω από μια ικανή και πάνσοφη κομματική ηγεσία και από έναν κύκλο επαγγελματιών επαναστατών γύρω από αυτήν. Αυτό επικυρώνεται α) με την στενή έννοια του κομματικού μέλους περίπου ως «προνόμιο» β) με την δυνατότητα προσλήψεων στις τοπικές επιτροπές από την ΚΕ βάσει μιας αυξημένης πλειοψηφίας της γ) με την οικοδόμηση από τα πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από την ΚΕ ή το καθοδηγητικό όργανο προς τα κάτω δ) ιδίως δε, με την αντίληψη για την ταξική συνείδηση βασικά ως «κομματική πολιτική ταξική συνείδηση», η οποία διαμορφώνεται αρχικά από την αστική επαναστατική ιντελλιγκέντσια και καταλήγει σε «ιδιοκτησία» ενός γραφειοκρατικού στρώματος, το οποίο συνενώνει εργάτες που έγιναν «επαγγελματίες σοσιαλδημοκράτες» και αστούς διανοούμενους που έγιναν επίσης «επαγγελματίες σοσιαλδημοκράτες».

Ο Τρότσκυ, συναντώντας τον μπολσεβικισμό, μέσα από την δική του πορεία ωρίμανσης το 1917, (σε ένα χρονικό σημείο όπου ο Λένιν «επιστρέφει» ή πάντως μεταβαίνει στην θεωρία της «διαρκούς επανάστασης» μέσω των «Θέσεων του Απρίλη», εγκαταλείποντας οριστικά το στάδιο της «δημοκρατικής δικτατορίας των εργατών και αγροτών»), εγκαταλείπει οριστικά την προδρομική του κριτική στο μπολσεβικικό κόμμα ως μοντέλο οργάνωσης και ασπάζεται πλήρως τον λενινιστικό δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Ακόμη παραπάνω, στηρίζει την όλο και πιο συγκεντρωτική και αντιδημοκρατική δόμηση του κόμματος μέσα στην περιπέτεια του Εμφυλίου Πολέμου (πράγμα για το οποίο στηρίζεται έως επαινείται από τροτσκιστογενείς βιογράφους του όπως ο Τ. Κλιφφ). Και όταν ακόμη φτάνει η σύγκρουση με την ομάδα Στάλιν-Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ το 1923 (για την δημοκρατία στο κόμμα με τα κείμενα για την «Νέα Πορεία» και την «Διακήρυξη των 46», στελεχών προσκείμενων στον Τρότσκυ, καθώς και για την ΝΕΠ και την εκβιομηχάνιση από κοινού με τον Πρεομπραζένσκυ) και αργότερα με τον Στάλιν μόνο του, ποτέ δεν απευθύνεται στον λαό και στην εργατική τάξη της ΕΣΣΔ αδιαμεσολάβητα από το κόμμα και πολύ περισσότερο εναντίον του κόμματος (με εξαίρεση την προσπάθεια μιας αντισταλινικής διαδήλωσης κατά την επέτειο του Οκτώβρη το 1927, η οποία και απέτυχε). Ούτε και θέτει –τουλάχιστον στην δεκαετία του 1920– ζήτημα ανασύστασης των σοβιέτ και δημοκρατίας σε όλη την σοβιετική κοινωνία. Το πρόβλημα είναι το κόμμα και όλη η σύγκρουση περικλείεται εντός αυτού:

«Σε τελευταία ανάλυση, το κόμμα έχει πάντοτε δίκιο, γιατί το κόμμα είναι το ιστορικό όργανο που διαθέτει το προλεταριάτο, για να λύσει τα θεμελιώδη του προβλήματα. Έχω ήδη δηλώσει ότι τίποτε δεν είναι ευκολότερο από το να αναγνωρίσει κανείς τα λάθη του μπρος στο ίδιο του το κόμμα, και να πει: όλες μου οι κριτικές, όλες μου οι διαμαρτυρίες, όλες μου οι δηλώσεις και οι προειδοποιήσεις ήταν λανθασμένες. Αυτό, όμως, σύντροφοι, δεν μπορώ να το πω, γιατί δεν το πιστεύω. Αλλά ξαίρω ότι κανείς δεν μπορεί να έχει δίκιο εναντίον του κόμματος. Δίκαιο δεν μπορεί παρά να έχει κανείς μόνο με το κόμμα και διά του κόμματος, γιατί η Ιστορία δεν έχει δημιουργήσει άλλο τρόπο για να πραγματοποιηθεί αυτό που είναι δίκαιο και σωστό. Οι Άγγλοι λένε Right or wrong, my country. Είτε έχει δίκιο είτε δεν έχει, η πατρίδα μου είναι πατρίδα μου. Έχουμε πολύ περισσότερους ιστορικούς λόγους για να πούμε: είτε έχει δίκαιο, είτε δεν έχει, το κόμμα μου είναι το κόμμα μου» (M.Eastman, Since Lenin Died, σελ. 88-89, παραπέμπεται στο Κ. Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού – οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση (1959), Αθήνα 1991, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 320). Αρκετά αργότερα, στο έργο του Η προδομένη επανάσταση του 1936 (Αθήνα 2006, Διεθνές Βήμα), θα θέσει το ζήτημα της συνολικής ανασύστασης της συλλογικής δημοκρατικής ζωής στην Σοβιετική Ένωση.

Η κριτική θέση του νεαρού Τρότσκυ υποστηρίζεται έντονα και από την Ρόζα Λούξεμπουργκ εκείνης της εποχής, η οποία διαχωρίζει την δημοκρατία και τον αποκεντρωτισμό ως όψεις της κομματικής συγκρότησης από τον οπορτουνισμό. Της είναι γνωστό ότι ο ολιγαρχικός συγκεντρωτικός γραφειοκρατισμός στην σοσιαλδημοκρατία της Γερμανίας, αν και λιγότερο επιθετικά διακηρυγμένος από ό,τι ο λενινιστικός συγκεντρωτισμός, είναι απόλυτα σύμφυτος και σύστοιχος με το άνοιγμα του ΣΔΚ Γερμανίας στον πολιτικό ρεφορμισμό και στον ιδεολογικό ρεβιζιονισμό. Αργότερα, θα γευτεί και την κατασταλτική αγριότητα του γραφειοκρατικού-συγκεντρωτικού χαρακτήρα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό το αναγνωρίζει και ο αμιγώς λενινιστής Κλιφφ (Κλιφφ 2009, σελ. 93) με την θέση του ότι, ενώ ο ρωσικός οπορτουνισμός ήταν αποκεντρωτικός, ο γερμανικός οπορτουνισμός ήταν γραφειοκρατικός-συγκεντρωτικός, πράγμα που, κατ’ αυτόν, επηρέασε σε λάθος κατεύθυνση την θέση της Λούξεμπουργκ ως προς την διαμάχη στο ρώσικο κόμμα (δηλαδή, εδώ στην Ρωσία, οι οπορτουνιστές ήταν οι αποκεντρωτικοί, ενώ στην Γερμανία ήταν οι συγκεντρωτικοί). Η κριτική θέση αυτή της Λούξεμπουργκ διαψεύδει, όμως, πειστικά την τοποθέτηση του Λένιν το 1904 ότι η επανάσταση αντιστοιχεί γενικότερα στον συγκεντρωτισμό και ο ρεφορμισμός αντιστοιχεί γενικότερα στον αποκεντρωτισμό/δημοκρατισμό[13]. Στην πραγματικότητα, η Ρόζα υποστηρίζει τόσο την δημοκρατική συγκρότηση του κόμματος από τα κάτω και όχι από τα πάνω, αλλά και αρνείται ριζικά την υποκατάσταση της πολιτικής συγκρότησης του αυτόνομου ταξικού ρόλου του προλεταριάτου και της εν μέρει αυθόρμητης διαμόρφωσης της ταξικής του συνείδησης από ένα κόμμα των «ειδικών επαναστατών», συγκεντρωτικά και εν μέρει δικτατορικά οργανωμένο. Όπως υποστηρίζει η Ρόζα, την οποία αργότερα ο Λένιν, παρά τις διαφωνίες τους, θα χαρακτηρίσει «αετό της επανάστασης»:

«Το μοναδικό υποκείμενο, στο οποίο σήμερα αξίζει ο ρόλος της διεύθυνσης, είναι το συλλογικό εγώ της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη απαιτεί το δικαίωμα να κάνει τα λάθη της και να μάθει μέσα στη διαλεκτική της Ιστορίας… Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα. Ιστορικά, τα λάθη που κάνει ένα πραγματικά επαναστατικό κίνημα είναι άπειρες φορές πιο γόνιμα από το αλάθητο της πιο έξυπνης Κεντρικής Επιτροπής..» (Κλιφφ 2009, όπ.π., σελ. 93, αναφορά στις Organizational Questions, όπ.π.).

Επιπλέον, η Λούξεμπουργκ, τονίζει στα Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας ότι οι βασικές αρχές του Λένιν α) περί υπαγωγής όλων των κομματικών δυνάμεων στο κεντρικό καθοδηγητικό όργανο το κόμματος και β) περί απομόνωσης των κομματικών μελών από τον «σοσιαλεπαναστατικό περίγυρο» οδηγούν όχι απλώς σε μια μειοψηφική γιακωβίνικη αντίληψη για την πολιτική ταξική πάλη αλλά και σε μια ιδιόμορφη παραλλαγή του μπλανκισμού, της κλειστής συνωμοτικής οργάνωσης, η οποία δρα «στο όνομα των μαζών» και όχι δια των μαζών.

Προφανώς, η ιστορική αντίθεση ανάμεσα στα δύο αυτά επαναστατικά ρεύματα ήταν λιγότερο έντονη από ό,τι το κοινό τους μέτωπο προς τον ρεβιζιονισμό/ρεφορμισμό. Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι σχετικά αυταρχικές όψεις της λενινιστικής προσέγγισης για το κόμμα θα ασκούσαν σημαντική επίδραση στην μεγάλη στενωπό του 1921-1924 για τον σοβιετικό και τριτοδιεθνιστικό κομμουνισμό, όπως, επίσης, σε σημαντικό βαθμό στην αντίθεση ανάμεσα στον πολύ κλασικό λενινισμό και τον αντιλενινιστικό δυτικό μαρξισμό διαφόρων μορφών (π.χ. συμβουλιακός κομμουνισμός, καστοριαδισμός κ.λπ.). Επίσης, η κριτική της Λούξεμπουργκ στον Λένιν το 1918 (Η ρώσικη επανάσταση, Αθήνα 1980, Ύψιλον) δεν αφορά μόνο το ειδικότερο ζήτημα της διάλυσης της Συντακτικής Συνέλευσης αλλά τον γενικότερο κίνδυνο υποχώρησης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας όχι μόνο λόγω των εκτάκτων συνθηκών αλλά και λόγω των αντιλήψεων του Λένιν για την σχέση κόμματος, κράτους και κοινωνίας.

Η αυταρχική αντίληψη για την συγκρότηση και διοίκηση του κόμματος συνδέεται στενά και με έναν ορισμένο θαυμασμό του Λένιν προς την αξιοθαύμαστη πειθαρχία του καπιταλιστικού εργοστασίου (Ένα Βήμα Μπρος…, σελ. 253). Κατά τρόπο φαινομενικά παράλογο, ο Λένιν υποστηρίζει ότι: «(Γιατί), ακριβώς, το εργοστάσιο, που μερικοί το βλέπουν μόνο σαν μπαμπούλα, είναι η ανώτατη μορφή κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας, που έχει συνενώσει και έχει μάθει την πειθαρχία στο προλεταριάτο, του έχει διδάξει την οργάνωση, και το έχει βάλει επικεφαλής σε όλα τα υπόλοιπα στρώματα του εργαζόμενου και υφιστάμενου εκμετάλλευση πληθυσμού. Ίσα ίσα ο μαρξισμός σαν ιδεολογία του διδαγμένου από τον καπιταλισμό προλεταριάτου, δίδαξε και διδάσκει στους ασταθείς διανοούμενους τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην εκμεταλλευτική πλευρά του εργοστάσιου (πειθαρχία στηριγμένη στο φόβο του θανάτου από την πείνα) και στην οργανωτική πλευρά (πειθαρχία στηριγμένη στην από κοινού εργασία που την ενοποίησαν οι όροι μιας πολύ αναπτυγμένης τεχνικά καπιταλιστικής παραγωγής. Την πειθαρχία και την οργάνωση, που τις δέχεται τόσο δύσκολα ο αστός διανοούμενος, τις αφομοιώνει πολύ πιο εύκολα το προλεταριάτο, ακριβώς χάρη σε αυτό το προλεταριακό σχολείο». Αντί δηλαδή να τονίσει ως θετικό στοιχείο του καπιταλιστικού εργοστασίου την κοινωνική συνεργασία στην παραγωγή ως έμβρυο μιας γενικευμένης κοινωνικοποίησης της εργασίας, τονίζει τον πειθαρχικό-καταναγκαστικό και εξουσιαστικό χαρακτήρα, που επικάθεται και καθορίζει αυτήν την συνεργασία.

Αυτό δηλαδή που μας λέει εδώ εμφατικά ο ρωσικός σοσιαλιστικός καποραλισμός (το διανοητικό πνεύμα της πολιτικής υποκατάστασης της τάξης από το κόμμα στο ΡΣΔΕΚ) δια του Λένιν είναι ότι οι αστοί διανοούμενοι είναι πολύ καλοί και πολύ αναγκαίοι, για να οργανώνουν τον αυταρχικό καταμερισμό εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, τον κατά Μαρξ «δεσποτισμό του εργοστασίου» δηλαδή, για να προωθούν μια «οικειοποίηση της επαναστατικής θεωρίας από το κόμμα», αλλά δεν είναι τόσο πειθαρχικοί εντός του κόμματος όσο οι προλετάριοι. Αυτό που ξεχνάει να μας πει είναι ότι οι εργάτες είναι –όταν είναι– τόσο πειθαρχικοί γιατί οι «ασταθείς διανοούμενοι» και τεχνικοί της παραγωγής, και σε ορισμένες περιπτώσεις και οι «ειδικοί της πολιτικής», τους έχουν εκμάθει αυτήν την κοινωνική και πολιτική πειθαρχία. Αυτό το χωρίο είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό γιατί συνδυάζει τον πολιτικό «υποκαταστατισμό» στα πρώιμα έργα του Λένιν με μια εντυπωσιακή αφοσίωση στον καπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και στον τεχνικισμό/παραγωγισμό/οικονομισμό.

Τα παραπάνω δεν αναιρούν ότι το Κόμμα των Μπολσεβίκων , έντονα συγκεντρωτικό και με ισχυρή εξουσία των καθοδηγητικών οργάνων του και της Κεντρικής του Επιτροπής, εφαρμόζει ως το 1921 ένα δημοκρατικό συγκεντρωτικό σύστημα και όχι ένα γραφειοκρατικό συγκεντρωτικό σύστημα, εφαρμόζει γνήσια τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Μέχρι το 1921, οι τάσεις είναι νόμιμες και υπάρχει ευρεία δημοκρατική λειτουργία (από το 1917 ως το 1925, διεξάγεται ένα συνέδριο τον χρόνο, παρά τον Εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση και την εικόνα κοινωνικής καταστροφής στην χώρα), καθώς και ευρεία ελευθερία διαφωνίας και δημοσιοποίησης της διαφωνίας. Είναι γνωστό το περιστατικό της διαφωνίας των Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ για την εξέγερση τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, της δημοσιοποίησης της διαφωνίας τους και της μη διαγραφής τους, παρά την οξύτητα των περιστάσεων. Όμως, αυτό δεν αναιρεί ότι η ισχυρή συγκεντρωτική αντίληψη των Μπολσεβίκων συνέβαλε στην πορεία εκφυλισμού του σοβιετικού κράτους και στην ταύτιση της δικτατορίας της τάξης με την δικτατορία του κόμματος, δηλαδή στον πολιτικό υποκαταστατισμό ( “political subtitusionism”).

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ: Λόγω έλλειψης χώρου από το άρθρο του Δ. Μπελαντή έχει παραλειφθεί η βιβλιογραφία.
[1] Βλ. σε Νίκου Μουσούρου, Η θεωρία του Λένιν για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, Αθήνα 1979, εκδόσεις Αγώνας. Μια αξιοθαύμαστη προσπάθεια ανάδειξης των δημοκρατικών και συλλογικών όψεων του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού επί Λένιν, σε αντίθεση με την σταλινική εμπειρία του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η εμπειρία αυτή στην ελληνική πρώτη μεταπολίτευση πήρε την πιο καθαρή μορφή της στο μοντέλο του ΚΚΕ αλλά και μια παραλλαγμένη μορφή της στο μοντέλο του ΚΚΕ Εσωτερικού, όπου ο φιλελευθερισμός στην έκφραση των απόψεων δεν απέκλειε τις αντιδημοκρατικές κατασταλτικές μορφές, όταν η «αίρεση» καθίστατο επικίνδυνη (βλ. διαγραφή της πλειοψηφίας του Ρήγα Φεραίου το 1978 από την ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού).
[2] Αθήνα 1978, εκδόσεις Αγώνας, μετάφραση Γιώργου Καρρά. Για τις διαφορές λενινισμού και σταλινισμού ως κρατικής οργάνωσης, ιδίως στις πολιτικές κρατικής ασφάλειας, δες και σε Δ. Μπελαντή «Η προστασία του λενινιστικού σοβιετικού καθεστώτος από τους αντιπάλους του 1917-1924» σε περ. Θέσεις τ. 67/1999 και 69/1999 .
[3] Βλ. για την εμπειρία της Α΄ Διεθνούς και σε Τάκη Μαστρογιαννόπουλου, Η άνοδος και η πτώση των εργατικών διεθνών-Κύκλος 1ος: από τους προδρόμους στην Α΄ Διεθνή, Αθήνα 2013, Τόπος. Για τα διδάγματα της Κομμούνας και σε Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία, Αθήνα 1976 , Στοχαστής.
[4] Ρ. Μίχελς, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων – Έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου, Αθήνα 1997, Γνώση.
[5] Κ. Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού. Οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση (1959), Αθήνα 1991, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 126-136, 146-163, σχετικά με την επίδραση του ρόλου της ιντελλιγκέντσιας στις μπολσεβίκικες οργανωτικές αντιλήψεις.
[6] Β. Ι. Λένιν, Τι να κάνουμε;, Αθήνα χ.χρ., εκδόσεις Κλασσικά Κειμενα.
[7] Βλ. την ελληνική έκδοση, Αθήνα 2010, εκδόσεις Κοροντζή.
[8] Σελ. 84-85.
[9] Βλ. σχετικά και σε Τ. Κλιφφ, Λένιν 1 – 1893-1914 – τα χρόνια της συγκρότησης των Μπολσεβίκων, Αθήνα 1995, Εργατική Δημοκρατία, σελ. 102 επ. («Το συνέδριο του 1903: ο μπολσεβικισμός γεννιέται»).
[10] Σχετικά σε Τ. Κλιφφ, «Τρότσκυ 1 1879-1917, προς τον Οκτώβρη», Αθήνα 2009, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 47, επ., 67 επ.
[11] Τόνυ Κλιφφ 2009, όπ.π., σελ. 58.
[12] Λένιν, Ένα Βήμα Μπρος…, όπ.π., σελ. 71-72.
[13] Organizational Questions of the Russian Social Democracy or “Leninism or Marxism”, 1904 , in www.marxists.org. Οργανωτικά ζητήματα της ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας.



πίσω στα περιεχόμενα: