Η μάχη της Τσοκέσινα ή οι Σερβικές Θερμοπύλες
Η μάχη της Τσοκέσινα ή οι Σερβικές Θερμοπύλες
Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δυο γεμάτοι μήνες από τότε που ο Καρατζόρτζεβιτς[1] είχε καλέσει, το 1804, τον σερβικό λαό να επαναστατήσει κατά των Τούρκων, και παντού γίνονταν συγκρούσεις και αψιμαχίες των εξεγερμένων με τον εχθρό. Στις 11 Μαρτίου του 1804 ένα τμήμα του σερβικού στρατού υπό τον Γιάκοβ (Ιακώβ) Νενάντοβιτς που βάδιζε κατά της οχυρής πόλης Σάμπατς, κατέλαβε θέσεις στη δεξιά όχθη της Ντούματσα, αποκόπτοντας έτσι τις οδούς προς το Βάλιεβο και το Ζβόρνικ. Οι Τούρκοι, πεπεισμένοι ότι επρόκειτο για ολιγάριθμο σώμα, βγήκαν αμέσως από το κάστρο σε παράταξη μάχης, έκαναν γιουρούσι και, απροετοίμαστοι για ό,τι τους περίμενε, έπεσαν στην παγίδα.
Σύμφωνα με το σχέδιο το οποίο είχαν καταστρώσει προηγουμένως οι αρχηγοί τους, κάποιοι λίγοι επαναστάτες που συνάντησαν κατ’ αρχάς οι Τούρκοι, άρχισαν αμέσως να υποχωρούν, για να τραπούν, ύστερα, σε άτακτη δήθεν φυγή μπροστά στον πολύ ανώτερο αριθμητικά εχθρικό στρατό. Οι Τούρκοι, εντελώς ασύνετα, όρμησαν εναντίον τους έφιπποι μέσα στο πυκνό δάσος, διαπράττοντας έτσι μοιραίο λάθος. Όταν είχαν βρεθεί σε ικανή απόσταση από το κάστρο, ο μέχρι τότε κρυμμένος σερβικός στρατός τους πλαγιοκόπησε· αλλά και αυτοί που μέχρι τη στιγμή εκείνη το έσκαγαν, στράφηκαν αίφνης εναντίον των διωκτών τους. Τα πράγματα έγιναν για τους Τούρκους ακόμα χειρότερα, όταν ένα σερβικό απόσπασμα τους απέκοψε, εκ των όπισθεν, οποιαδήποτε δυνατότητα υποχώρησης. Μετά από τις πρώτες μπαταριές, οι εξεγερμένοι τράβηξαν τα γιαταγάνια τους, όρμηξαν στους περικυκλωμένους Τούρκους και τους έσφαξαν μέχρις ενός.
Στη νίκη αυτή, στην απελευθέρωση του Βάλιεβο, καθώς και στην επιτυχία των επαναστατών κοντά στη Σβιλέουβα, η άλλη πλευρά απάντησε με βάρβαρα αντίποινα. Κατ’ εντολήν του επικεφαλής Μους-αγά, η εναπομείνασα τουρκική φρουρά βγήκε από το κάστρο του Σάμπατς, επέδραμε στο σερβικό προάστιο Μπάιρ, έκαψε 130 σπίτια και σκότωσε κάθε ζωντανό πλάσμα που δεν είχε μπορέσει να δραπετεύσει εγκαίρως. Δεν γλύτωσαν ούτε τα σκυλιά.
Από τον Δρίνο πίσω από τα νώτα των Σέρβων
Μαθαίνοντας για τη σφαγήν αυτή, οι επαναστάτες περικύκλωσαν το κάστρο του Σάμπατς από τρεις πλευρές (η τέταρτη ήταν η όχθη του Σάβου), αλλά χωρίς κανόνια και άλλα πολιορκητικά μέσα δεν μπορούσαν να το κατακτήσουν. Γι’ αυτό περιορίστηκαν στο να ματαιώνουν τις τυχόν αφίξεις ενισχύσεων στην πόλη και τις εξόδους από αυτήν, καθώς και τον ανεφοδιασμό της τουρκικής φρουράς· ταυτοχρόνως, έψαχναν με πυρετώδεις ρυθμούς να βρουν τα αναγκαία πυροβόλα για την αποφασιστική έφοδο στο κάστρο. Καθημερινά γίνονταν αψιμαχίες και πότε-πότε ανεπιτυχείς επιθέσεις του περικυκλωμένου στρατού που έβγαινε από το κάστρο, αλλά οι επαναστάτες έσφιγγαν όλο και πιο ασφυκτικά τον κλοιό. Γρήγορα ο Μους-αγάς αναγκάστηκε να αναζητήσει επιπλέον πολεμοφόδια, αλλά μέσα σε όλη τη φλόγα της εξέγερσης οι συμπατριώτες του δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν αμέσως. Καθώς η πολιορκία παρατεινόταν, στους περικυκλωμένους Τούρκους άρχισε να λείπει και η τροφή. Στις απεγνωσμένες κραυγές τους οι διοικητές του Βελιγραδίου απάντησαν οργανώνοντας μία μικρή αποστολή από τον ποταμό μ’ ένα μεγάλο πλοίο και δύο πλοιάρια, που έπρεπε να φτάσουν γεμάτα εφόδια, μέσω του Σάβου, στον πολιορκημένο Μους-αγά. Οι επαναστάτες, εντούτοις, πρόλαβαν τα σκάφη κοντά στην Ούμκα, πυροβολώντας τα αδιάκοπα από την όχθη μέχρι την Οστρούζνιτσα[2]· έτσι, εξαιτίας των απωλειών στο πλήρωμα (οχτώ νεκροί και εφτά τραυματίες), τα πλοία ανέκρουσαν πρύμναν και επέστρεψαν εκεί απ’ όπου είχαν φύγει.
Ο Τούρκος αρχηγός, έχοντας επίγνωση ότι, κυρίως ελλείψει πολεμοφοδίων και τροφής, το Σάμπατς δεν θα μπορούσε πια να κρατήσει πολύ, έστειλε αγγελιοφόρους στον επικεφαλής των πολιορκητών, ζητώντας του ν’ αφήσουν οι Σέρβοι ν’ αποσυρθεί η φρουρά του ειρηνικά στη Βοσνία. Όμως ο Γιάκοβ Νενάντοβιτς δεν ήταν διατεθειμένος να το επιτρέψει, και είχε κάθε λόγο. Ήταν πεπεισμένος ότι σε μία τέτοια περίπτωση ο Μους-αγάς, κατευθυνόμενος προς τα εκεί, θα συγκέντρωνε καινούργιο στρατό για να επιστρέψει κατόπιν γρήγορα στη Σερβία. Έτσι απάντησε στους πολιορκημένους Τούρκους ότι μπορούσαν να αναχωρήσουν, αλλά μόνο προς το Βελιγράδι, κάτι που γι’ αυτούς ήταν τότε πάλι απαράδεκτο.
Kαι ενώ οι συνθήκες γύρω από το κάστρο του Σάμπατς παρέμεναν, καθώς περνούσαν οι μέρες, λίγο-πολύ αμετάβλητες, μία νέα απειλή παρουσιάστηκε για τους εξεγερμένους: κάποιος Νοζίν-αγάς (σύμφωνα με άλλες πηγές, Μουλάς Νόζιν), που άλλοτε είχε ζήσει στο Βελιγράδι και κατά το ξέσπασμα της επανάστασης είχε καταφύγει σε συγγενείς του στη Βοσνία, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του κάνοντας πόλεμο. Για τον σκοπόν αυτό μάζεψε στο Ζβόρνικ, τη Γιάνια και τη Μπιγέλινα περί τους 1.500 μισθοφόρους, πέρασε μ’ αυτούς τον Δρίνο κι έφτασε ανενόχλητος μέχρι τη Λέσνιτσα, που την εποχήν εκείνη κατοικούνταν από Τούρκους. Από ντόπιους της πόλης έμαθε για την πολιορκία του Σάμπατς κι έτσι αποφάσισε να σπεύσει σε βοήθεια της πολιορκημένης φρουράς –χτυπώντας τη σερβική δύναμη από πίσω– και να προχωρήσει εν συνεχεία προς το Βελιγράδι.
Στην πορεία όμως αυτή τον περίμενε το Κίτογκ, ένα πυκνό δάσος από βελανιδιές γύρω από τη μονή της Τσοκέσινα, στο οποίο τότε βρίσκονταν κάποιες εκατοντάδες Σέρβων εμπειροπόλεμων χαϊντούκων[3], που ήταν άριστοι γνώστες της περιοχής και τους οποίους επ’ ουδενί λόγο δεν τολμούσε ν’ αφήσει στα νώτα του, καθώς αποτελούσαν μόνιμη απειλή. Γι’ αυτό και αποφάσισε να χτυπήσει πρώτα εκεί και να απομακρύνει κάθε κίνδυνο –από την πλευράν αυτή– για τον στρατό του, λεηλατώντας καθ’ οδόν και καίγοντας το μοναστήρι.
Την εποχήν εκείνη γύρω από τη μονή Τσοκέσινα δρούσαν δύο ομάδες χαϊντούκων, η μία υπό τον Τζόρτζε (Γεώργιο) Ομπράντοβιτς (πιο γνωστό ως Τζόρτζε Τσούρτσιγια και επονομαζόμενο έτσι λόγω του επαγγέλματος που ασκούσε[4] πριν γίνει χαϊντούκος) και η άλλη υπό τους αδερφούς Νέντιτς, Δαμιανό και Γρηγόριο. Και οι δύο αυτές ομάδες είχαν φυσικά προσχωρήσει στην εξέγερση, αλλά δεν ήταν διατεθειμένες να τεθούν υπό ξένην αρχηγία και δρούσαν αυτόνομα, συνεργαζόμενες πότε-πότε με τον σερβικό στρατό, που ασκούνταν και σκληραγωγούνταν στην καθημερινή φωτιά της μάχης. Έτσι, η ομάδα των Νέντιτς είχε συμμετάσχει με τους υπόλοιπους εξεγερμένους στις μάχες κοντά στη Σβιλέουβα και στην απελευθέρωση του Βάλιεβο, κατόπιν όμως είχε επιστρέψει στα λημέρια της.
Η διάβαση του Δρίνου από τον καινούργιον αυτόν τούρκικο στρατό και η άφιξή του στη Λέσνιτσα δεν πέρασαν απαρατήρητες και ήδη ο Τσούρτσιγια, μέσω των ανθρώπων του, είχε μάθει και για το σχέδιο του Νοζίν-αγά να ξεκαθαρίσει πρώτα τους λογαριασμούς του με τους χαϊντούκους. Γι’ αυτό κι έστειλε αμέσως αγγελιοφόρους στους συμπατριώτες του που πολιορκούσαν το Σάμπατς, ζητώντας να του δώσουν λίγο στρατό για να λογαριαστεί με αυτήν την νέα τούρκικη απειλή, που τη στιγμήν εκείνη στρατοπέδευε στη Λέσνιτσα.
Αδυναμία συνεννόησης
Για τον Γιάκοβ Νενάντοβιτς τούτο δεν ήταν καλό νέο, διότι δεν είχε ικανοποιητικές λύσεις για τις επικείμενες περιστάσεις. Στην εγγύς περιοχή δεν υπήρχε άλλος σερβικός στρατός που να μπορούσε να ενωθεί μαζί του και, αν έλυνε την πολιορκία, τότε, ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε θα ήταν εις μάτην, καθώς οι περικυκλωμένοι Τούρκοι, που ήδη είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής τους, θα ενθαρρύνονταν από μια τέτοιαν εξέλιξη των πραγμάτων και θα ανεφοδιάζονταν και πάλι: έτσι θα μπορούσαν να αντέξουν τυχόν μελλοντική πολιορκία και για πολύ περισσότερο. Από την άλλη, αν μοίραζε τον στρατό του κι έστελνε ένα μέρος να συναντήσει τον Νοζίν-αγά, ήταν ζήτημα αν οι υπόλοιπες δυνάμεις του μπορούσαν να κρατήσουν τους Τούρκους μέσα στον σφιχτό κλοιό και ν’ αντισταθούν σε πιθανή ισχυρότερην εφόρμηση του εχθρικού στρατού. Τέλος, αν καθόταν απλώς και περίμενε, αργά ή γρήγορα ο Νοζίν-αγάς θα τον προσέβαλλε με τον στρατό του από τα νώτα, ταυτόχρονα –πιθανώς– με επίθεση των δυνάμεων από το Σάμπατς: η έκβαση μιας τέτοιας μάχης θα ήταν αβέβαιη.
Γι’ αυτό, εντέλει, και αφού το συλλογίστηκε καλά, ο Γιάκοβ Νενάντοβιτς άφησε τη διεύθυνση της πολιορκίας στον ανιψιό από τον αδελφό του, τον πρωτοπρεσβύτερο Μάτεγια (Ματθαίο), και με μια μικρή ομάδα πολεμιστών έσπευσε να συναντήσει τον Τσούρτσιγια και τους αδελφούς Νέντιτς.
Η συνάντηση του ηγέτη του στρατού των επαναστατών και των αρχηγών των χαϊντούκων κατέληξε σε απόλυτη αποτυχία, καθώς εκδηλώθηκε πλήρως σ’ αυτήν η συνήθης σερβική διχόνοια: οι διαφωνίες για το πού και το πώς έπρεπε να γίνει η σύγκρουση με τον Νοζίν-αγά ήταν μεγάλες. Ο Τσούρτσιγια έψεξε τον Νενάντοβιτς ότι δεν του είχε φέρει τον απαραίτητο στρατό, κι εκείνος του απάντησε ότι δεν είχε μπορέσει να φέρει περισσότερον. Σ’ αυτό ο αρχηγός των χαϊντούκων ανταπάντησε ότι έτσι ήταν καλύτερα, αν δεν υπήρχε πια άλλος στρατός και οι Σέρβοι αποσύρονταν «για να μη σκοτωθούν μάταια», διότι, αν οι Τούρκοι έκαιγαν το μοναστήρι, ο λαός θα το ξαναέχτιζε, αλλά αν σκοτώνονταν όλοι, δεν θα υπήρχε κανείς για να το ξαναφτιάξει. Αλλά και ο Νοζίν-αγάς δεν θα τολμούσε να απομακρυνθεί νύχτα πολύ από τον Δρίνο, αλλά θα γύριζε στη Λέσνιτσα, πράγμα που θα έδινε στους εξεγερμένους τον χρόνο να μαζέψουν κι άλλους πολεμιστές από τα γύρω χωριά και να λογαριαστούν με τους Τούρκους κάποιαν από τις επόμενες μέρες. Τέτοιο ενδεχόμενο ο Γιάκοβ Νενάντοβιτς το απέρριψε, κατηγορώντας τον Τσούρτσιγια ότι φοβάται, και προσθέτοντας:
«Εγώ, στο όνομα του Θεού, και χωρίς εσένα, θα περιμένω τους Τούρκους και θα τους διαλύσω». Προσβεβλημένος, ο Τσούρτσιγια απάντησε λακωνικά: «Αφού μπορείτε χωρίς εμένα, τόσο το καλύτερο. Ο Θεός μαζί σας»· και μετά έφυγε με τα παλληκάρια του.
Αλλά ούτε με τους αδελφούς Νέντιτς μπόρεσε να συμφωνήσει ο Γιάκοβ για το πού έπρεπε να δώσουν τη μάχη. Ενώ αυτός πρότεινε να κλειστούν στο μοναστήρι και να πολεμήσουν από εκεί, οχυρωμένοι πίσω από τα τείχη του, εκείνοι ήταν υπέρ του να στήσουν παγάνες και από τις δυο πλευρές του στενού μονοπατιού που διέσχιζε το δάσος και που μόνο από αυτό μπορούσαν να περάσουν οι Τούρκοι για να φτάσουν στη μονή. Έτσι του είπαν αποφασιστικά: «Δεν θέλουμε να μιάνουμε την εκκλησία με το αίμα μας, και θα πάμε στη μάχη παλληκαρίσια».
Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το αν ο Γιάκοβ Νενάντοβιτς πήρε μέρος ο ίδιος στη μάχη που επακολούθησε. Ο ανιψιός του, ο πρωτοπρεσβύτερος Μάτεγια, ισχυρίζεται ότι πέρασε όλη τη νύχτα μαχόμενος και ότι μόλις λίγο πριν ξημερώσει, αποσύρθηκε με κάποιους λίγους επιζήσαντες. Περισσότερο προσεγγίζει εντούτοις την αλήθεια η παρατήρηση του Βουκ Κάρατζιτς[5] ότι, μετά τη συνάντηση με τους αδερφούς Νέντιτς, όργωσε τα γύρω χωριά συγκεντρώνοντας ενισχύσεις και ότι επέστρεψε μ’ αυτές όταν η μάχη είχε ήδη τελειώσει. Ο Δαμιανός και ο Γρηγόριος Νέντιτς, γνωρίζοντας καλά τη δύναμη του εχθρού τον οποίον θα πήγαιναν να αντιμετωπίσουν, καθώς και το ότι, κατά τα φαινόμενα, κανείς δεν θα έβγαινε ζωντανός από την επικείμενη μάχη, πρόσφεραν σε όλους τους άντρες που είχαν υπό τις διαταγές τους τη δυνατότητα να αναχωρήσουν ελεύθερα πριν από τη μάχη με τους Τούρκους.
Ο ρόλος των αδερφών Νέντιτς
Τελικώς, όλα ήρθαν όπως τα ήθελαν οι Νέντιτς. Στις 28 Απριλίου του έτους 1804, 303 συνολικά πολεμιστές, χαϊντούκοι από την ομάδα των αδελφών Νέντιτς, έστησαν ενέδρα στο πυκνό δάσος, στην τοποθεσία την επονομαζόμενη Λιπόβιτσα, κατά μήκος του στενού μονοπατιού που οδηγούσε στο βουνό Τσερ και στη μονή Τσοκέσινα, όπου, κατά τη γνώμη των αρχηγών τους, ήταν το καλύτερο σημείο για να περιμένουν τους Τούρκους. Οι χαϊντούκοι διαιρέθηκαν σε δύο ομάδες: η μία, νότια, κάτω από το μονοπάτι, και η άλλη, στην οποίαν βρίσκονταν και οι δύο αδελφοί Νέντιτς, στη βόρεια πλευρά πάνω από τον λόφο Τζάγιεβατς. Εκεί κρύφτηκαν και περίμεναν.
Τα δεδομένα για τον αριθμό της τουρκικής δύναμης διαφέρουν. Το πιθανότερο είναι να κυμαινόταν μεταξύ 1.500-2.000 αντρών. Εν πάση περιπτώσει όλες οι πηγές συμφωνούν στο ότι, ως προς τον αριθμό, η πλευρά των Τούρκων είχε συντριπτικήν υπεροχή.
Η φάλαγγα που ξεκίνησε για την Τσοκέσινα συνοδευόταν από ανυπόφορη βοή ζουρνάδων και τυμπάνων. Κάποιος άγνωστος ποιητής, περιγράφοντας την εκκίνηση των αλαζονικών τυράννων που πήγαιναν να κάψουν το σερβικό ιερό, είπε παραστατικά:
«Τα τύμπανα χτυπάνε και οι φλογέρες παίζουν, όλη η γη τρέμει κάτω από το Τσερ».
Εν τω μεταξύ η βοή κόπασε και η φάλαγγα, όσο μεγάλη και να ήταν, γρήγορα αναγκάστηκε να αραιώσει, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να ανηφορίσουν στο στενό μονοπάτι που περνούσε, κι από τις δυο μεριές, μέσα από θεόρατες βελανιδιές και κάθε λογής πυκνή βλάστηση, παρά μόνο σε φάλαγγα κατ’ άνδρα. Σε τέτοια διάταξη έφτασαν και μέχρι την ενέδρα, που είχε στηθεί τόσο αριστοτεχνικά, ώστε δεν την αντιλήφθηκαν παρά μόνον όταν έπεσε η πρώτη ομοβροντία. Με φονικά πυρά οι Σέρβοι πολεμιστές αραίωσαν το πρώτο τμήμα της φάλαγγας και οι Τούρκοι, αιφνιδιασμένοι, το έβαλαν με μιας στα πόδια. Έτσι δημιουργήθηκε απόλυτη σύγχυση, αφού στο στενό μονοπάτι αυτοί που το έσκαγαν έπεφταν πάνω σ’ αυτούς που έρχονταν να τους συναντήσουν. Την ήδη υπάρχουσα αταξία χειροτέρεψαν οι καινούργιες ομοβροντίες των Σέρβων υπερασπιστών κι έτσι στην αρχή-αρχή της μάχης φαινόταν για ένα διάστημα ότι το απίθανο θα γινόταν πραγματικότητα και ότι μια χούφτα Σέρβων θα έτρεπε τον πολυάριθμο στρατό των Τούρκων σε φυγή. Τούτο όμως ήταν δυστυχώς απλώς η αρχική εντύπωση. Παρά τα επίμονα και ακριβή πυρά των υπερασπιστών, οι επιτιθέμενοι ανασυντάχτηκαν και ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς.
Η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα και, παρ’ ότι οι απώλειες των επιτιθεμένων μεγάλωναν γρήγορα, από τους υπερασπιστές έμεναν όλο και λιγότεροι. Γενναία και περήφανα έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Αλλά και οι αρχηγοί τους, οι αδελφοί Νέντιτς, αν και οι δυο βαριά τραυματισμένοι, στηριγμένοι σε δυο βελανιδιές ο ένας δίπλα στον άλλον, συνέχιζαν να εμψυχώνουν τους συμπολεμιστές τους και να πυροβολούν τον εχθρό χωρίς διακοπή. Παρά την παλληκαρίσια αντίσταση των Σέρβων, οι Τούρκοι, μετά από γιουρούσια και οπισθοχωρήσεις που κράτησαν πολλές ώρες, και με τίμημα βαριές απώλειες, κατόρθωσαν να απωθήσουν πλήρως την ομάδα που βρισκόταν στη νότια πλευρά του μονοπατιού και να καταλάβουν τις θέσεις της. Εν τω μεταξύ, η βόρεια ομάδα, στην οποία βρίσκονταν και οι δύο ήρωες – αδελφοί, συνέχιζε να αντιστέκεται, παρά το ότι ο αριθμός της όλο και μειωνόταν και οι Τούρκοι έφερναν επανειλημμένως καινούργιες δυνάμεις στη μάχη. Μόνο πριν το σούρουπο, όταν από τους υπερασπιστές είχαν απομείνει λιγότεροι από τους μισούς, και τα πολεμοφόδιά τους είχαν πια εξαντληθεί, έπεσε και το ταμπούρι της βόρειας ομάδας.
Τριακόσιοι τρεις νεκροί
Όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει, οι Τούρκοι τράβηξαν τα γιαταγάνια τους και όρμηξαν για το αποφασιστικό γιουρούσι. Οι Σέρβοι πολεμιστές τους αντιμετώπισαν με τις τελευταίες τους δυνάμεις και ξεκίνησε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, με γιαταγάνια, ρόπαλα, μαχαίρια, δόντια… Όταν έπεσε το σκοτάδι, στο ματωμένο δάσος στα ριζά του Τσερ έπαψε και η τελευταία αντίσταση και οι Τούρκοι μακέλεψαν βάρβαρα και τους μισοπεθαμένους, αλλά και τους ήδη νεκρούς εχθρούς. Μετά, μην τολμώντας να διανυκτερεύσουν στο δάσος, προχώρησαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν μέχρι το μοναστήρι, έκαψαν μέρος του και αμέσως μετά γύρισαν στη Λέσνιτσα. Πίσω τους άφησαν το ματωμένο πεδίο της μάχης, όπου, όπως σημείωσε ο Βουκ Κάρατζιτς, κείτονταν νεκροί πάνω από χίλιοι Τούρκοι και σχεδόν όλοι οι Σέρβοι πολεμιστές. Από μαρτυρίες της εποχής, κάποιοι μόνον υπερασπιστές –φριχτά βασανισμένοι και τραυματισμένοι βαριά– επέζησαν κάτω από τον σωρό των πτωμάτων που είχαν πέσει πάνω τους και τους οποίους η νύχτα έσωσε από παραπέρα βάρβαρα βασανιστήρια των επιτιθεμένων.
Καθώς οι Τούρκοι ήταν κοντά, κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει το πεδίο της μάχης για τρεις συνεχόμενες μέρες, πράγμα που χειροτέρεψε κι άλλο την τραγική κατάσταση όσων ελάχιστων είχαν επιζήσει. Κείτονταν πονώντας και αιμορραγώντας, πεινασμένοι, διψασμένοι και μόνοι, τρεις μέρες γεμάτες. Οι πρώτοι που κατάφεραν να πλησιάσουν κλεφτά, ήταν κάποια παιδιά, τσοπάνηδες από τα γύρω χωριά, που επέστρεψαν και ειδοποίησαν τους μεγαλυτέρους ότι κάτω από τους σωρούς των πτωμάτων υπήρχαν και κάποιοι που ακόμα ανέπνεαν. Οι χωρικοί και ο ηγούμενος της μονής Χατζή-Κωνσταντίν που είχε διαφύγει, μαζεύτηκαν και προσπάθησαν να βοηθήσουν. Βρήκαν εννέα Σέρβους πολεμιστές που έδιναν κάποια σημεία ζωής, αλλά ψυχορραγούσαν. Τους μετέφεραν στη μονή Τσοκέσινα, όπου κάποιοι ξαναβρήκαν τις αισθήσεις τους και ζήτησαν, άλλος νερό, άλλος κρασί κι άλλος λίγο τυρί. Την ίδια μέρα είχαν ξεψυχήσει όλοι.
Οι περισσότεροι από αυτούς θάφτηκαν εκεί όπου είχαν πέσει· τον κατάλογο όλων των νεκρών Σέρβων στη μάχην αυτή –τριακόσια τρία εν όλω ονόματα–συνέταξε ο Βασίλιε Πόποβιτς, ιερέας από το μοναστήρι της Τσοκέσινα. Φυλάσσεται σήμερα στο Πολεμικό Μουσείο του Βελιγραδίου.
Ο Γερμανός ιστορικός και φίλος των Σέρβων Leopold Ranke (1795-1886) ήταν ο πρώτος που εξαιτίας των πολλών ομοιοτήτων της αρχαίας μάχης με αυτήν της Τσοκέσινα, ονόμασε την τελευταία «Σερβικές Θερμοπύλες». Και όντως, τόσο ο αριθμός των πολεμιστών που έλαβαν μέρος και στις δύο μάχες, με την ίδια επίγνωση της αναπόφευκτης προσωπικής τους καταστροφής, αλλά και την ίδια μοναδική αποφασιστικότητα και παλληκαριά, όσο και, τέλος, η έκβαση των μαχών αυτών σχεδόν συμπίπτουν: λύγισε και αργότερα κατανικήθηκε ο εκ πρώτης όψεως ανίκητος εχθρός.
Επίλογος για τη μάχη της Τσοκέσινα: οι Τούρκοι του Νοζίν-αγά απέτυχαν πλήρως σε όλους τους σκοπούς τους: δεν μπόρεσαν να καταστρέψουν πλήρως το μοναστήρι, δεν έσφαξαν όλους τους χαϊντούκους κάτω από το Τσερ και δεν κατάφεραν να επιτεθούν από τα νώτα στον σερβικό στρατό που πολιορκούσε το κάστρο του Σάμπατς. Εξάλλου, οι απώλειές τους ήταν τόσο φοβερές, ώστε, όταν τέλειωσε η αιματηρή αυτή μάχη, συνειδητοποίησαν αίφνης ότι ο πόλεμος γι’ αυτούς είχε τελειώσει. Γι’ αυτό και μετά από μερικές μέρες τράβηξαν για τον Δρίνο -πίσω στη Βοσνία. Κατά τη διαδρομή δέχτηκαν και πάλι επιθέσεις και ο Νοζίν-αγάς κατάφερε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει με πέντε μόνον άντρες. Και είχε πάνω από 1.500 πολεμιστές όταν είχε μπει στη Σερβία.
Την ίδια μέρα του μακελειού στην Τσοκέσινα συμφωνήθηκε και η παράδοση των Τούρκων του Σάμπατς και οι Σέρβοι μπήκαν στο κάστρο την 1η Μαΐου. Αφόπλισαν τη φρουρά και άφησαν να φύγουν ειρηνικά προς το Βελιγράδι όσους δεν είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά των κατοίκων. Τους κακούργους που είχαν κάνει τη σφαγή στο Μπάιρ, τους ξεχώρισαν και τους έσφαξαν μπροστά από το κάστρο μέχρις ενός.
Αργότερα ο Φίλιπ Βίσνιτς έψαλε το περιστατικό στο φημισμένο επικό τραγούδι του «Η μάχη στην Τσοκέσινα».
Μετάφραση από τη Σερβική: Δημήτρης Γ. Πεταλάς
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ: Το άρθρο το Ζόραν Λαζάρεβιτς (Зоран Лазаревић) πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Забавник / Σερβία, 5 Φεβρουαρίου 2016.
[1] Αρχηγός των Σέρβων κατά την πρώτη τους επανάσταση εναντίον των Τούρκων (1804 – 1813) και ιδρυτής της δυναστείας των Καρατζόρτζεβιτς, γνωστότερος σε μας ως Καραγεώργης της Σερβίας (1766 – 1817). Γιος φτωχού χωρικού και αρχικά επικεφαλής χαϊντούκων (βλ. σημ. 3), κατάφερε να εκδιώξει τους Τούρκους από τη Σερβία και να εδραιώσει την ανεξαρτησία της. Μετά όμως τη ρωσοτουρκική ειρήνη (1812), απέτυχε να ανακόψει τη νέα τουρκική εισβολή και διέφυγε στη Ρωσία (1813)· από εκεί ήρθε σε συνεννόηση με τους Φιλικούς (κυρίως μέσω του Γιωργάκη Ολύμπιου) για κοινή προσπάθεια να αποτιναχτεί ο τουρκικός ζυγός στα Βαλκάνια, και τον Μάιο του 1817 μυήθηκε στη Εταιρεία. Κατά την επιστροφή του στη Σερβία για τη συνέχιση της επανάστασης, προδόθηκε και δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν. Η κεφαλή του στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. (Σ.τ.Μ.)
[2] Δηλ. στα περίχωρα του Βελιγραδίου (Σ.τ.Μ.)
[3] Οι εξεγερμένοι κατά των Τούρκων ορεσίβιοι της Σερβίας και της Βουλγαρίας, αντίστοιχοι των δικών μας κλεφτών. Η λέξη, σε παραλλαγή της (χαϊντούτης), έχει περάσει και σε κείμενα της δικής μας Τουρκοκρατίας. (Σ.τ.Μ.)
[4] Δηλ. γουναράς. (Σ.τ.Μ.)
[5] Σέρβος φιλόλογος, ιστορικός και λαογράφος, ιδρυτής της νεότερης σερβικής φιλολογίας (1787-1864). (Σ.τ.Μ.)
πίσω στα περιεχόμενα: