τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , ,


Ο σοσιαλισμός ως συνεπής φιλελευθερισμός


Για το επιχείρημα του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου

 

IN MEMORIAM / ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (1958-2015)

 

 

Οι εχθροί της ισότητας θεωρούν ότι είναι μια ψευδαίσθηση ή ότι είναι μια επικίνδυνη πραγματικότητα. Στην πρώτη περίπτωση, υποστηρίζουν ότι κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την φυσική ανισότητα να εκφρασθεί και ως κοινωνική ανισότητα. Στην δεύτερη μας προτρέπουν, αντίθετα, να διαφυλάξουμε την ανισότητα που απειλεί η δημοκρατία. Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος έδειξε στην διδακτορική διατριβή του με θέμα τους κλασικούς του ελιτισμού Μόσκα, Παρέτο, Μίχελς – τους οποίους πραγματεύεται μαζί με τον συγγενικό σε πολλά σημεία Σορέλ –, ότι η παράδοση που στηρίζεται στην πρώτη γραμμή επίθεσης κατά της ισότητας περιπίπτει σε αντιφάσεις, στο δε βιβλίο του για τον Τοκβίλ, ότι το ίδιο ισχύει για την παράδοση που στηρίζεται στη δεύτερη γραμμή επίθεσης κατά της ισότητας.

Την πρώτη γραμμή προεκτείνουν όσοι, μετά τον Μπέρναμ, θεωρούν ότι οι μάνατζερ, που δεν είναι τάξη με τη μαρξιστική έννοια του όρου (στο μέτρο που δεν είναι κάτοχοι των μέσων παραγωγής), έχουν γίνει η νέα άρχουσα τάξη.[1] Η κρίση του μαρξισμού, που επιτείνεται μετά το 1989, θέτει το ερώτημα του κατά πόσον τέτοιες εξηγήσεις είναι αποτελεσματικότερες από τη μαρξιστικού τύπου ταξική ανάλυση. Ο Κωνσταντακόπουλος δείχνει καλά ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εξηγήσεις ελιτιστικού τύπου δεν είναι λιγότερο σοβαρά. Ο Τοκβίλ, που ο Αρόν τον θεωρούσε τόσο σημαντικό για τη φιλελεύθερη παράδοση όσο τον Μαρξ για την σοσιαλιστική,[2] ακολουθεί μια φιλελεύθερη κι όχι ευθέως ελιτιστική γραμμή σκέψης, αλλά οδηγείται ήδη –κατά τον Κωνσταντακόπουλο– σε ελιτιστικές θέσεις, που γεννούν μάλιστα ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα ασυνέπειας όσον αφορά το φιλελεύθερο επιχείρημα.

Οι καθαυτό ελιτιστές θεωρούν ότι οι ελίτ υπάρχουν ούτως ή άλλως, γιατί υπάρχει μια φυσική ανισότητα που η κοινωνία δεν μπορεί να αλλάξει και σε αυτό το πλαίσιο τάσσονται υπέρ του οικονομικού φιλελευθερισμού. Πολλοί φιλελεύθεροι, αφετέρου, δέχονται πως η ιστορία πορεύεται προς την ισότητα, αλλά θεωρούν πως πρέπει να υπάρχει μια αριστοκρατία κι υιοθετούν έτσι μια ελιτιστικού τύπου θέση. Οι φίλοι της ανισότητας ταλαντεύονται μεταξύ της ιδέας ότι υπάρχει μια φυσική αριστοκρατία και της ιδέας ότι πρέπει να αποφευχθεί η δημοκρατική ισοπέδωση. Αλλά οι δύο δεν είναι συμβατές. Στην πρώτη περίπτωση η ισότητα είναι μια ψευδαίσθηση και δεν υπάρχει φόβος ότι θα πραγματωθεί, στη δεύτερη είναι μια επίφοβη πραγματικότητα από την οποία πρέπει να προφυλαχθεί η επιθυμητή ανισότητα.

Μεταξύ ιθ΄ και κ΄ αι., πολλοί εξεγείρονται ενάντια στην «παρακμή» της αστικής τάξης.[3] Ο Σορέλ καλεί το προλεταριάτο, οι κλασικοί ελιτιστές τους ανώτερους ανθρώπους ν’ αναλάβουν δράση χωρίς ενδοιασμούς.[4] Οι ελιτιστές εκφράζουν έτσι το αντιδημοκρατικό πιστεύω που προϋποθέτει αυτή η έκτοτε διαδεδομένη πνευματική στάση. Ιστορία είναι γι’ αυτούς η επανάληψη της ανόδου της ελίτ στην εξουσία, η οποία εκφράζει με διάφορους φαινομενικά τρόπους το ίδιο φυσικό δεδομένο, την ύπαρξη ανώτερης μειονότητας.[5]

Υπάρχει πάντα μια ιθύνουσα τάξη, αν όχι επισήμως, τότε ανεπισήμως.[6] Αυτός ο αποκλεισμός της καινοτομίας, της προόδου, προϋποθέτει ως ουσία της κοινωνίας το πολιτικό, όχι το οικονομικό.[7] Η ανισότητα στην κοινωνία υποτίθεται ότι συμπίπτει με τη φυσική ανισότητα, αντίθετα με ό,τι πίστευε, π.χ., ένας Ρουσσώ.[8] Αυτή η αναγωγή εξηγεί την άνεση με την οποία προτρέπει κανείς στη χρήση βίας, που νομιμοποιείται εκ της επιτυχίας (ο νικήσας ήταν ο ανώτερος) τόσο στον Παρέτο[9] όσο και στον Σορέλ,[10] ενώ αμφότεροι θεωρούν την απροθυμία της εξουσίας να λάβει βίαια μέτρα ένδειξη εκφυλισμού.[11]

Η κατά Παρέτο «κυκλοφορία των ελίτ» αξιώνει να εξηγεί καλύτερα τις ιστορικές αλλαγές από την πάλη των τάξεων, δεδομένου ότι δεν παίρνουν ποτέ οι μάζες την εξουσία αλλά χρησιμοποιούνται από τις ελίτ προς δικό τους όφελος.[12] Είναι αυτή η εξήγηση καλύτερη από την ταξική;[13] Μήπως δεν είναι το συμφέρον αλλά η αποδοχή ιδεολογημάτων που οδηγεί τα πλήθη να εργάζονται για τις ολοένα νέες ελίτ; Αυτό το έργο, που ο Παρέτο αποδίδει στη θρησκεία,[14] γιατί να μην πούμε ότι το επιτελούν σήμερα άλλες κοσμοθεωρίες, όπως ο κομμουνισμός; Γιατί να μην υιοθετήσουμε αυτή την ελιτιστική εξήγηση της ιστορίας;[15] Στο κάτω κάτω ο Σορέλ έτσι βλέπει τον επαναστατικό «μύθο», χωρίς αυτό να τον καθιστά εμφανώς ελιτιστή.[16]

Χάρη στην κριτική ανάλυση του ελιτιστικού επιχειρήματος, μπορούμε να πούμε πως ο Κωνσταντακόπουλος κατορθώνει ν’ αποσυνδέει με αποφασιστικό τρόπο τον οικονομικό φιλελευθερισμό απ’ τον πολιτικό. Γιατί ο Παρέτο δεν θέλει το κράτος να παρεμβαίνει στην κοινωνία;[17] Γιατί ο οικονομικός φιλελευθερισμός στηρίζεται πιο εύκολα σε μια ελιτιστική παρά σε μια δημοκρατική θέση;[18] Διότι η δημοκρατία, σε αντίθεση με τον ελιτισμό, απαιτεί το κράτος να δώσει σε όλους τη δυνατότητα να συμμετάσχουν ισότιμα στην πολιτική ελευθερία, ακόμη κι αν αυτό απαιτεί το ίδιο να παρέμβει στην οικονομία. Έτσι η μοναρχία για τον Τοκβίλ, ο φασισμός για τον Παρέτο ή τον Μίχελς, όπως αργότερα η στρατιωτική δικτατορία για τον Φρήντμαν ευνοούν τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ενώ εναντιώνονται στη δημοκρατία και τον πολιτικό φιλελευθερισμό.

Ο φαινομενικά ιδιόρρυθμος φιλελεύθερος Τοκβίλ φοβάται την δημοκρατία όχι επειδή διαταράσσει την οικονομική δραστηριότητα, αλλά διότι αναχαιτίζει την πρωτοτυπία. Έτσι προτείνει μια αριστοκρατία αδέκαστων ανδρών ν’ αναλάβει την προστασία της ατομικής ελευθερίας.[19] Οι ελιτιστές αντιφάσκουν με τις αρχές τους όταν πρεσβεύουν την ατομική ελευθερία στην οικονομία γιατί φοβούνται παρεμβάσεις του κράτους υπέρ της μάζας. Οι φιλελεύθεροι αντιφάσκουν με τις αρχές τους όταν προτείνουν πολιτικό περιορισμό της ατομικής ελευθερίας, θεωρώντας «ελευθερία» την ελευθερία «των φιλελεύθερων ελίτ», επειδή φοβούνται τον «δημοκρατικό δεσποτισμό».[20] Οι φιλελεύθεροι είναι τόσο λίγο δημοκράτες όσο οι ελιτιστές, κι ας μην εγκωμιάζουν στα ίσα τη βία. Αν θέλουμε όλοι να είμαστε πολιτικά ελεύθεροι, φαίνεται λοιπόν πως δεν πρέπει να υπερασπιζόμαστε δογματικά τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Αυτό το σημαντικό για την εποχή μας συμπέρασμα φαίνεται να προκύπτει από το επιχείρημα που υποβαστάζει το έργο του Κωνσταντακόπουλου.

Ο φιλελευθερισμός είναι ασυνεπής και μεταπίπτει σε ελιτισμό, αρνούμενος τον πολιτικό προς όφελος του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ο ελιτισμός είναι ασυνεπής και μεταπίπτει σε φιλελευθερισμό στο οικονομικό επίπεδο. Όσο κι αν ο σοσιαλισμός έχει φανεί ασυνεπής προς τις αρχές του εκεί όπου έγινε προσπάθεια πραγμάτωσής του, είναι πιθανόν –εκεί οδηγεί εμφανώς το επιχείρημα του Κωνσταντακόπουλου– ο ίδιος, η μέριμνα να δημιουργηθούν για όλους οι οικονομικές προϋποθέσεις, που θα επιτρέψουν την ίση συμμετοχή τους στην πολιτική, να είναι το άλλο όνομα του συνεπούς φιλελευθερισμού, ήτοι εκείνου που δεν θα μειώσει την πολιτική ελευθερία για χάρη της οικονομικής, αλλά την οικονομική για χάρη της πολιτικής.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Θέση του T.B. Bottomore (Elites and Society, 1964, Penguin, Harmondsworth 1966, μτφ. Ελίτ και κοινωνία, Εκδόσεις 70, Αθήνα 1970, σ. 98-100, 105-108), σχετικά με τον J. Burnham (The Managerial Revolution, 1941, μτφ. Η επανάσταση των διευθυντών, Κάλβος, Αθήνα χ.χ.έ.) και τον M. Djilas (The New Class, Praeger, Νέα Υόρκη 1957). Την ίδια θέση εκφράζει παράλληλα ο J.K. Galbraith (The New Industrial State, Houghton Miffin, Βοστώνη 1967).
[2] Βλ. R. Aron, Dix-huit leçons sur la société industrielle, Gallimard, Παρίσι 1962, κεφ. 2. Βλ. Στ. Κωνσταντακόπουλος, «Εισαγωγή», εις Α. ντε Τοκβίλ, Μνημόνιο για τη φτώχεια, Πόλις, Αθήνα 2005 (σ. 9-27), σ. 10-11.
[3] St. Konstantakopoulos, La classe dirigeante dans la tradition machiavélienne, Université de Paris II, Παρίσι 1992, σ. 25-26.
[4] Ό.π., σ. 28, 29-30, 11-12.
[5] Ό.π., σ. 75, σ. 50-51.
[6] Ό.π., σ. 83-84.
[7] Ό.π., σ. 82.
[8] Ό.π., σ. 329.
[9] Ό.π., σ. 98.
[10] «Μύθος και βία στη σκέψη του Ζωρζ Σορέλ», Λεβιάθαν 16, 1996 (σ. 167-182), σ. 168, 181.
[11] La classe dirigeante, ό.π., σ. 102-103.
[12] Ό.π., σ. 176-180.
[13] «Οι κλασικοί του ελιτισμού και ο σοσιαλισμός», εις Παν. Ιωαννίνων, Και τώρα τι; Το μέλλον της σοσιαλιστικής ιδέας τον 21ο αιώνα, Εναλλακτικές εκδ., Αθήνα 1999 (σ. 276-281), σ. 280.
[14] La classe dirigeante, ό.π., σ. 214-215.
[15] Ό.π., σ. 206, 220.
[16] Ό.π., σ. 229-233.
[17] Ό.π., σ. 302, 296-298.
[18] Ό.π., σ. 305.
[19] Βλ. Ατομικισμός, επανάσταση και δημοκρατία. Για την πολιτική θεωρία του Τοκβίλ, Σαββάλας, Αθήνα 2008, σ. 11, 62, 71, 99, 122, 154, 164, 168, 175.
[20] Ό.π., σ. 100-101, 107.



πίσω στα περιεχόμενα: