τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , , ,


Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος κι η θεωρία της Δημοκρατίας


IN MEMORIAM / ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ (1958-2015)

 

Η ερευνητική διαδρομή του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου αρχίζει πολύ πριν εμπλακεί στην ακαδημαϊκή έρευνα ενώ η ενασχόλησή του με τη θεωρία της δημοκρατίας ακολουθεί έναν ανορθόδοξο δρόμο, με πρώτο βήμα τη θεματοποίηση της αντιδημοκρατικής θεωρητικής παράδοσης. Θα επιχειρήσω στα επόμενα να σκιαγραφήσω – σε πολύ αδρές γραμμές – ορισμένες πλευρές του ερευνητικού του προγράμματος.

Στο πρώτο εκτεταμένο έργο του, που παρουσίασε ως διατριβή (La classe dirigeante dans la tradition machiavélienne, Université de Paris II/ Panthéon – Assas, Παρίσι 1992) ασχολείται με τη λεγόμενη μακιαβελική παράδοση και ειδικότερα με τρεις μείζονες θεωρητικούς της: τον Βιλφρέντο Παρέτο, τον Γκαετάνο Μόσκα και τον Ρόμπερτ Μίχελς, στους οποίους οφείλεται γενικά η διατύπωση του «νόμου» της αέναης κυριαρχίας των ελίτ.

Αυτοί οι τρεις θεωρητικοί, στο πλαίσιο της προβληματικής του θετικισμού, που αποτελεί το κυρίαρχο θεωρητικό υπόδειγμα στις αρχές του 20ού αιώνα, υποστηρίζουν, κατά τον Κωνσταντακόπουλο, την αντίληψη ότι οι μάζες δεν είναι σε θέση να αυτοκυβερνηθούν (σελ. 6). Υποστηρίζουν αντίθετα ότι στη διακυβέρνηση των κοινωνιών τον καθοριστικό ρόλο θα παίζουν οι μειοψηφίες. O Κωνσταντακόπουλος επισημαίνει ότι οι αντιλήψεις τους έρχονται σε ευθεία αντίθεση με αντιλήψεις περί ισότητας ρουσοϊκού ή μαρξικού τύπου μέσα από την κατασκευή ενός «ρεαλισμού» μακιαβελικής εμπνεύσεως (σελ. 6-7).

Αντίθετα προς αντιλήψεις που θεωρούσαν ότι η προβληματική των ανωτέρω θεωρητικών του «ελιτισμού» είναι λίγο-πολύ ενιαία, ο Κωνσταντακόπουλος αναδεικνύει τις διαφοροποιήσεις μεταξύ τους τόσο ως προς την προέλευση της θεωρητικής προβληματικής τους όσο και ως προς τα θεωρητικά τους αποτελέσματα (σελ. 8 επ.). Επισημαίνει και αναλύει εκτενώς τον μετριοπαθή χαρακτήρα του ελιτισμού του Μόσκα, τον κυνικό ελιτισμό του Παρέτο και τον άμορφο ελιτισμό του Μίχελς, που μετασχηματίζεται σε μια ανοιχτή απολογητική του φασισμού (σελ. 9). Αντιπαραθέτει τον αυστηρό ψυχολογισμό του Παρέτο με την κοινωνιολογική προσέγγιση του Μόσκα στην ανάλυση της πολιτικής εξουσίας και, τέλος, αναδεικνύει την πρωτοτυπία της σκέψης των δύο αυτών θεωρητικών σε αντίθεση με τον εκλεκτικισμό του Μίχελς (σελ. 9). Αναφερόμενος ιδιαίτερα στον τελευταίο, θεματοποιεί τις μεταβάσεις της προβληματικής του από τη μαρξική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας και τον σορελιανό συνδικαλισμό στην υιοθέτηση στοιχείων από την ελιτίστικη σκέψη των δύο πρώτων.

Ο Κωνσταντακόπουλος, επιδιώκοντας να αναδομήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια το πνευματικό κλίμα της εποχής και να αναδείξει περαιτέρω τις αποχρώσεις και τις διαφοροποιήσεις της σκέψης των τριών θεωρητικών εξετάζει επιπροσθέτως και την προβληματική του Σορέλ. Ο λόγος που επικαλείται για την ένταξη του Σορέλ στη συζήτηση των θεωριών της ελίτ είναι ότι η επιχειρηματολογία του τελευταίου, παρ’ ότι δεν στρατεύεται στη θεωρία των ελίτ, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη φιλοσοφία της προόδου και του ορθολογικού χαρακτήρα της ανθρώπινης πράξης, εκφράζει με παραδειγματικό τρόπο τις αναζητήσεις που εξέθρεψαν το έργο των υπολοίπων τριών.

Η βασική έρευνα του Κωνσταντακόπουλου αναπτύσσεται σε δύο μείζονα μέρη. Στο πρώτο μέρος επεξεργάζεται συγκριτικά τις θεωρίες περί ιθύνουσας τάξης των Παρέτο, Μόσκα και Μίχελς, οι οποίοι έχουν την αίσθηση ότι ζουν σε μια εποχή προϊούσας πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής παρακμής, που αποδίδεται στην παρακμή και τη διαφθορά της αστικής τάξης που ηγεμονεύει (σελ. 11). Σε αυτό το πλαίσιο ο Κωνσταντακόπουλος αναλύει με υποδειγματική ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο οι τρεις θεωρητικοί περιγράφουν τη διαμόρφωση της ιθύνουσας τάξης, την εσωτερική συγκρότηση των ελίτ, τους τρόπους κυριαρχίας πάνω στις μάζες και τις μεταμορφώσεις των ηγετικών μειοψηφιών στον χρόνο.

Αναφερόμενος στον Παρέτο, τονίζει ότι η ανάδυση της ιθύνουσας μειοψηφίας οφείλεται στις φυσικές και ψυχικές διαφορές μεταξύ των ατόμων, ενώ αναφερόμενος στον Μόσκα επισημαίνει ότι η ανάδυση της ιθύνουσας μειοψηφίας εμφανίζεται ως επιστέγασμα των κοινωνικών μεταβολών και της ικανότητας ορισμένων να προσαρμόζονται και να εκμεταλλεύονται τις εκάστοτε νέες κοινωνικές ανάγκες. Οι επεξεργασίες του καταλήγουν στη διαπίστωση ότι στον Μόσκα και τον Μίχελς καθοριστική είναι η οργανωτική διάσταση. Ιδιαίτερα, αναφερόμενος στον Μίχελς, υποστηρίζει ότι η θεωρία του δεν είναι πλέον κανονιστική, δεν στρέφεται προς το αίτημα αλλαγής της κοινωνίας και εγκαταλείπει την έρευνα διείσδυσης στις διάφορες σφαίρες της κοινωνικής ολότητας (σελ. 44). Κοινό σημείο, βάσει του οποίου φαίνεται να ενοποιούνται οι αντιλήψεις των τριών θεωρητικών της αντιδημοκρατικής παράδοσης, είναι το ότι η ιθύνουσα τάξη αποτελεί πολιτική κατηγορία, η οποία εξασφαλίζει τη συνοχή της μέσα από την κοινή επιθυμία των μελών της να διατηρούν την εξουσία και να απολαμβάνουν τα προνόμια που πηγάζουν από αυτήν.

Με αφετηρία τις επιστημολογικές αντιλήψεις του Παρέτο και του Μόσκα, που εμμένουν στον «ουδέτερο» χαρακτήρα της πολιτικής επιστήμης και στην αποκλειστική ενασχόλησή της με την αναζήτηση των αιτιακών σχέσεων των πραγμάτων και των φαινομένων (σελ. 48), ο Κωνσταντακόπουλος διερευνά τον τρόπο με τον οποίο αναλύουν τον ρόλο της βίας, της πανουργίας και των ιδεολογιών ως μέσων επιβολής της ιθύνουσας μειοψηφίας στις μάζες. Εάν η βία αποτελεί ένα μέσο επιβολής της κυριαρχίας της μειοψηφίας, η ίδια η κυριαρχία νομιμοποιείται μέσω των ιδεολογιών, οι οποίες, συγκαλύπτοντας με τους μεταφυσικούς ή ψευδο-ορθολογικούς τους όρους την εξουσία, συντελούν στην αναπαραγωγή της. Σε αυτή την ερμηνευτική κατεύθυνση θεωρεί ότι η απόρριψη της κανονιστικής πλευράς της θεωρίας και η υιοθέτηση μιας θετικιστικής σκοπιάς συνοδεύεται από μια μεταβολή στην προοπτική των τριών θεωρητικών της αντιδημοκρατικής παράδοσης: ο Παρέτο, ο Μόσκα και ο Μίχελς στρέφονται προς την ιθύνουσα τάξη επειδή θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει έναν «νόμο» που διατρέχει την ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών – πρόκειται για μια τάξη που πάντοτε κυβερνούσε και πάντοτε θα κυβερνά (σελ. 49).

Βάσει αυτής της ερμηνείας θεματοποιούνται στη συνέχεια οι τρόποι με τους οποίους οι ελίτ εναλλάσσονται διαχρονικά στην εξουσία και εντάσσονται στη φιλοσοφία της ιστορίας του κάθε θεωρητικού. Κατά τη θεωρία του Παρέτο, ο οποίος υποστηρίζει ότι η κοινωνική ιεραρχία θεμελιώνεται σε μια αντίληψη περί της ανθρώπινης φύσης, η «κυκλοφορία των ελίτ» – με τις εναλλακτικές δυνατότητες ανανέωσης της ιθύνουσας μειοψηφίας είτε με τη σταδιακή διείσδυση ατόμων από άλλες κοινωνικές ομάδες είτε με τη δημιουργία μιας αντι-ελίτ που καταλαμβάνει μέσα από βίαιες επαναστατικές διαδικασίες την εξουσία – συσχετίζεται με μια κυκλική ή κυματοειδή θεώρηση της ιστορίας με στοιχεία από μια φιλοσοφία της ζωής (σελ. 167 επ.). Αντίθετα, επισημαίνεται ότι η εξήγηση της «κυκλοφορίας των ελίτ» στον Μόσκα είναι πιο κοινωνιολογική από αυτή του Παρέτο και απολήγει σε μια πιο ανοικτή θεώρηση της ιστορίας, από την οποία δεν αποκλείεται η ορθολογική ιδέα της προόδου, η οποία όμως επικαθορίζεται από μια αντίληψη για την πάλη για επικράτηση. Ως κοινό στοιχείο των τριών θεωρητικών της αντιδημοκρατικής παράδοσης αναδεικνύεται ένας βαθύς σκεπτικισμός, χαρακτηριστικό του οποίου είναι το αδύνατο της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, ο οποίοι παρακινούμενοι από τις φυσικές τους ορμές είναι υποχρεωμένοι να επιδιώκουν την απόκτηση υπεροχής έναντι των άλλων (σελ. 178).

Στο δεύτερο μείζον μέρος της έρευνάς του, ο Κωνσταντακόπουλος επιχειρεί ένα είδος «πνευματικής ιστορίας» ή «ιστορίας των ιδεών», όπου οι ανωτέρω θεωρητικοί εντάσσονται στο κοινωνικό, πολιτικό και διανοητικό πλαίσιο της εποχής τους, ενώ ερευνάται η ιστορικο-θεωρητική καταγωγιμότητα των ιδεών τους. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύει τις απαντήσεις τους στα προβλήματα των κοινωνιών τους και εξετάζεται η επιρροή των θεωριών τους στην πολιτική ζωή ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα η σχέση τους με τη γένεση του φασισμού. Ανακατασκευάζει τις αντιλήψεις τους περί του πολιτικού βίου, αντιλήψεις βάσει των οποίων θεωρείται ότι ο πολιτικός βίος συντίθεται από συγκεκριμένα δεδομένα, διάσπαρτα και μεταβαλλόμενα, τα οποία υποχρεώνουν την πολιτική επιστήμη να αναπτυχθεί κατά το υπόδειγμα των φυσικών επιστημών, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ακολουθούν κατ’ ανάγκη και τη μέθοδό τους, αλλά μόνο την αξίωσή τους περί αντικειμενικότητας (σελ. 240).

Ο Κωνσταντακόπουλος επεξεργάζεται στη συνέχεια ζητήματα εφαρμογής των αντιλήψεων των θεωρητικών της αντιδημοκρατικής παράδοσης στο ιστορικό παράδειγμα της Ιταλίας (σελ. 249 επ.). Συνδέει τη διατύπωση του αξιολογικά «ουδέτερου»  νόμου της παντοτινής κυριαρχίας μιας μειοψηφίας, τον οποίο οι θεωρητικοί της «μακιαβελικής» παράδοσης θεωρούν καθολικής – φυσικής – ισχύος, με τον ρόλο που έπαιξαν οι μειοψηφίες στην πορεία ενοποίησης των ιταλικών πολιτικών μορφωμάτων και στην ιταλική «εθνική ολοκλήρωση», καθώς και με την παθητική στάση των μαζών σε αυτή τη διαδικασία, αλλά και στη συνέχεια στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα και την πολιτική ζωή της χώρας. Ιδιαίτερα, σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύει μια σημαντική πλευρά του θετικισμού όπως αυτή αποτυπώνεται στην εμμονή του Παρέτο να απολυτοποιεί ερμηνευτικά το θεωρητικό υπόδειγμα του οικονομικού φιλελευθερισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι νόμοι της αγοράς αποκτούν τον εξω-ιστορικό χαρακτήρα φυσικού, αναλλοίωτου νόμου. Αναδεικνύει επίσης το γεγονός ότι αυτή η ερμηνεία τροφοδοτεί τον ψυχολογισμό του Παρέτο.

Ο Κωνσταντακόπουλος, μέσα από μια λεπτομερή πολιτικο-ακαδημαϊκή βιογραφία των θεωρητικών της αντιδημοκρατικής παράδοσης, στην οποία εξετάζει τα πολιτικά δρομολόγια και τις απόψεις τους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θεωρητική τους προβληματική εντάσσεται στο ευρύτερο ρεύμα του φιλελευθερισμού, όπως κυριαρχεί στο γύρισμα του 20ού αιώνα, με κοινά χαρακτηριστικά την οικονομική και πολιτική ελευθερία, τον πλουραλισμό, την αναγκαιότητα περιορισμού της κρατικής αυθαιρεσίας και την κατάργηση κάθε μορφής προστατευτισμού. Αναφερόμενος χαρακτηριστικά στον Παρέτο, τονίζει τη συμμετοχή του σε συνέδρια ειρήνης και στην αντιπαράθεσή του στις αποικιακές εκστρατείες της Ιταλίας αυτή την περίοδο (σελ. 270), και ταυτόχρονα επισημαίνει την εχθρότητά του απέναντι στον σοσιαλισμό και στο διαμορφούμενο εργατικό κίνημα (σελ. 279 επ.).

Ο Κωνσταντακόπουλος τονίζει ότι ο ορίζοντας της θεωρητικής προβληματικής των τριών εκπροσώπων της «μακιαβελικής» παράδοσης δεν υπερβαίνει το πολιτικό και οικονομικό πεδίο του αντιδημοκρατικού φιλελευθερισμού. Ανακατασκευάζει τους ισχυρισμούς τους ότι επικράτηση της δημοκρατίας θα σημάνει την επιβολή του «νόμου του αριθμού», θα επιφέρει δηλαδή την τυραννία της πλειοψηφίας και την περιθωριοποίηση των φιλελεύθερων ελίτ, στις οποίες αισθάνονται ότι ανήκουν. Υποστηρίζει ότι αναλύουν τη δημοκρατία ερήμην της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή όχι ως μια μορφή διακυβέρνησης από το λαό, αλλά ως μια μορφή εξουσίας, στην οποία κυριαρχεί μια καινοφανής μειοψηφία που μιλά εν ονόματι του λαού. Αναλύει τις αντιλήψεις τους περί του σοσιαλισμού, τον οποίο θεωρούν ότι, αν και παρουσιάζεται ως συνδεόμενος με τη δημοκρατία, θα χρησιμεύσει στην απόκρυψη των ιδιοτελών σχεδίων μιας νέας ολιγαρχίας. Οι τρεις θεωρητικοί της αντιδημοκρατικής παράδοσης φαίνεται να θεωρούν ότι η επίκληση του οράματος της κοινωνικής ισότητας συγκαλύπτει την αναλλοίωτη εγωιστική φύση του ανθρώπου, τις φυσικές ανισότητες και τους σταθερούς νόμους που ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή.

Ο Κωνσταντακόπουλος εξετάζει τέλος τη στάση των τριών θεωρητικών απέναντι στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και συζητά τη σχέση τους με τη φασιστική πολιτική θεωρία. Τονίζει ότι, παρά το γεγονός ότι είναι αναμφισβήτητο πως σημαντικές ιδέες τους – όπως η καταδίκη του κοινοβουλευτισμού, η κριτική στον ορθό λόγο ή η προσδοκία τους για μια αποφασιστική ελίτ – χρησιμοποιήθηκαν από το φασιστικό καθεστώς, ενυπάρχουν, ωστόσο, στοιχεία στο έργο τους που δεν μπορούν να συνδεθούν με τις αρχές του φασισμού. Θεωρεί ότι η προβληματική τους, με τον πλούτο και τη πολυμορφία της, υπερβαίνει κατά πολύ τα στενά, αναχρονιστικά και καταστροφικά πλαίσια της φασιστικής πολιτικής θεωρίας και μπορεί να συσχετισθεί με διαφορετικές σχολές σκέψης και διαφορετικά καθεστώτα.

Ο Κωνσταντακόπουλος, κλείνοντας την έρευνά του, αποδεικνύει ότι δεν παρεκκλίνει από την αναζήτηση της ιστορικότητας και της πολιτικότητας των θεωρητικών επιχειρημάτων και ιδεών που αντιμετωπίζει. Επιπλέον, και με μια αυξημένη αίσθηση δικαιοσύνης, αποδίδει στον κάθε θεωρητικό τα «δίκια» του, επιμένοντας πεισματικά και αντιδογματικά να τονίζει: «Το έργο τους βρίσκεται εδώ για να κατανοήσουμε ότι ο υπερβολικός οπτιμισμός σχετικά με την ανθρώπινη φύση και τις δυνατότητές της προκαλεί ανεπανόρθωτα τραύματα. Συγγραφείς σκεπτικοί, μας παρακινούν να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να δυσπιστούμε για όλους τους κατόχους της εξουσίας, μας παρακινούν να διαπιστώσουμε ότι η δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για την πραγματοποίηση της ελευθερίας είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο στοίχημα» (σελ. 427).

Στο δεύτερο εκτεταμένο έργο του, στον Ατομικισμό, επανάσταση και δημοκρατία. Για την πολιτική θεωρία του Τοκβίλ, (Σαββάλας, Αθήνα 2007), ο Κωνσταντακόπουλος επικεντρώνεται στην αναζήτηση των αντιλήψεων του Τοκβίλ σχετικά με το αναπόδραστο της δημοκρατίας αλλά και με τις μορφές του ατομικισμού, οι οποίες συνδέονται με την ανάδυση της δημοκρατίας. Θέτει ως αφετηρία της έρευνάς του την ανακατασκευή της αντίληψης του Τοκβίλ για τον ατομικισμό ως παθογένειας της δημοκρατίας, αλλά και την αντίληψή του περί δημοκρατίας, η οποία συνοψίζεται, σε πολιτικό επίπεδο, ως ισονομία και, σε κοινωνικό επίπεδο, ως προϊούσα κοινωνική κινητικότητα. Υποστηρίζει ότι αυτές οι δύο αντιλήψεις που αναπτύσσει ο Τοκβίλ ανατρέπουν τις παραδοσιακές συντεταγμένες των κοινωνιών ως αναχρονιστικές. Αναδεικνύει ότι το υπόστρωμα των αντιλήψεων του Τοκβίλ περί δημοκρατίας καθορίζεται από τις επικρατούσες κατά τον 19ο αιώνα ιδέες περί των αναγκαστικών νόμων της ιστορίας και από τις ιδέες που συνδέονται με τη χριστιανική αντίληψη περί θεϊκής θέλησης: αυτές οι δύο κατηγορίες ιδεών φαίνεται να προσδίδουν την προβληματική του Τοκβίλ φαταλιστικό και εσχατολογικό χαρακτήρα (σελ. 21). Στρεφόμενος κριτικά προς τους ερμηνευτές του έργου του Τοκβίλ, επισημαίνει ότι οι περισσότεροι από αυτούς επιχειρούν να αντιπαραθέσουν αυτό το έργο ως «ανοιχτό», όπου το νόημα της ιστορίας δεν είναι προκαθορισμένο και το οποίο επιτρέπει την αυτόνομη δράση του ατόμου, προς το μαρξικό έργο, έργο «κλειστό», όπου «το νόημα της ιστορίας είναι προκαθορισμένο και η δράση του ατόμου υπερκαθορίζεται από τα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής τάξης πραγμάτων» (σελ. 21-22). Με αφετηρία την κριτική προς τις ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του έργου του Τοκβίλ, τονίζει τις αντιλήψεις του για το δεσμευτικό νόημα της ιστορίας που συνηγορούν στη διαπίστωση ότι «το μέλλον του κόσμου δεν μπορεί παρά να είναι αυτό της δημοκρατίας» (σελ. 22).

Ο Κωνσταντακόπουλος υποστηρίζει ότι στη θεωρητική προβληματική του Τοκβίλ η ανάδυση και η επικράτηση του ατομικισμού – ο οποίος ορίζεται ως αναδίπλωση του ατόμου στον εαυτό του (σελ. 36) – συνδέεται με την κατάρρευση της συνοχής των παραδοσιακών κοινωνιών, των κοινωνιών του Παλαιού Καθεστώτος. Παρακολουθεί ταυτόχρονα τις τοκβιλιανές επεξεργασίες, που εντάσσουν τον ατομικισμό στον χώρο των συναισθημάτων, αντίθετα προς τον εγωισμό, που εντάσσεται στον χώρο των ενστίκτων. Σε τούτο ακριβώς συνίσταται ο κοινωνικός χαρακτήρα του ατομικισμού έναντι του εγωισμού, που συνίσταται στην υπερτροφική αγάπη του εαυτού μας (σελ. 43) και αποξηραίνει τον σπόρο των αρετών (σελ. 45). Ο ατομικισμός, όπως τον προσεγγίζει ο Τοκβίλ, περιγράφει τις διαδικασίες κατακερματισμού της κοινωνίας και τις διαμεσολαβήσεις της αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων από το χρήμα, ενώ η άρση της αλληλεγγύης και η κατοχή του υλικού πλούτου επιτείνουν τον βαθμό απομόνωσης των ανθρώπων και θέτουν σε διακινδύνευση την κοινωνική συνοχή.

Ο Κωνσταντακόπουλος στρέφεται στη συνέχεια στο πολιτικό επίπεδο και επισημαίνει τις συνδέσεις του ατομικισμού με αυτό που ο Τοκβίλ έχει θεματοποιήσει ως «τυραννία της πλειοψηφίας». Επισημαίνει επίσης τις μορφές υπό τις οποίες παρουσιάζεται η εν λόγω τυραννία. Η πρώτη μορφή είναι συνδεδεμένη με την προϊούσα παντοδυναμία της νομοθετικής εξουσίας, η οποία θεωρείται ότι κινητοποιεί τις φιλελεύθερες ελίτ εναντίον των δημοκρατικών μαζών και ταυτόχρονα αποδυναμώνει τις άλλες εξουσίες, υπακούοντας όλο και περισσότερο στις θελήσεις της πλειοψηφίας (σελ. 61). Η δεύτερη μορφή είναι συνδεδεμένη με τον ατομικισμό στον χώρο των ιδεών. Αυτή η μορφή προκύπτει ως αποτέλεσμα της καταστροφής της παραδοσιακής κοινωνικής συνοχής, η οποία οδηγεί τα άτομα να αναζητήσουν τις ιδέες τους στον εαυτό τους αλλά και σε αυτό που ο Τοκβίλ προσδιορίζει ως κοινή γνώμη. Από τη σύγκριση των ανωτέρω μορφών ο Κωνσταντακόπουλος συμπεραίνει ότι, σε αντίθεση με την πρώτη μορφή, η οποία συγκροτείται σε πολιτικό επίπεδο, περιοριζόμενη στη σχέση πλειοψηφίας/μειοψηφίας, η δεύτερη μορφή έχει αποπνικτικό χαρακτήρα, δεν αναγνωρίζει τη «διαφορά» και ενδιαφέρεται περισσότερο για την ομοιογένεια.

Η συνάφεια της θεματικής περί ατομικισμού με την θεματική περί επαναστάσεων αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά μελήματα του Κωνσταντακόπουλου. Υποστηρίζει ότι στον Δεύτερο Τόμο της Δημοκρατίας στην Αμερική, ο Τοκβίλ διαφοροποιεί τις αντιλήψεις του περί επαναστάσεων σε σχέση με τον Πρώτο Τόμο. Θεωρεί ότι οι αντιλήψεις του Τοκβίλ για τις επαναστάσεις δεν είναι ούτε αμιγώς πολιτικές ούτε αμιγώς κοινωνικές, αλλά συνδέονται με την ανάλυσή του για τη δημοκρατία και την αριστοκρατία ως ιστορικά φαινόμενα, που δεν είναι μόνο πολιτικά καθεστώτα αλλά και ρυθμιστικοί κανόνες της κοινωνίας στο σύνολό της: η επανάσταση συνεπώς γίνεται αντιληπτή ως σύνθετη κοινωνικο-πολιτική διαδικασία (σελ. 76-77). Έκφραση της ανωτέρω διαφοροποίησης κατά τον Κωνσταντακόπουλο αποτελεί η αντίληψη του Τοκβίλ ότι οι δημοκρατίες δεν διατρέχουν κίνδυνο από τις επαναστάσεις αλλά από την υπερβολική απάθεια (σελ. 80).

Ο Κωνσταντακόπουλος θεματοποιεί τις αντιλήψεις του Τοκβίλ, βάσει των οποίων θεωρείται ότι σε δημοκρατικές κοινωνίες οι επαναστάσεις θα γίνονται ολοένα και σπανιότερες, καθώς φαίνεται να μειώνονται οι ταξικές αντιθέσεις, να αποκτούν ολοένα και περισσότεροι ιδιοκτησία, να επικρατεί το εμπορικό πνεύμα και να εξαπλούται ο ατομικισμός και η γενικευμένη απάθεια. Επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις του Τοκβίλ διαψεύστηκαν (απέτυχε «να συναντήσει τις ανησυχίες της εποχής του» θα γράψει χαρακτηριστικά) στον ιστορικό ορίζοντα των επαναστάσεων του 1848 (σελ. 85), ωστόσο θεωρεί ότι η διάψευση αυτή δεν υπονομεύει τη συνοχή της τοκβιλιανής προβληματικής ως προς αυτό, καθώς οι ανωτέρω επαναστάσεις υπολαμβάνονται ως διαδικασία που προσδιορίζει τη μετάβαση από το Παλαιό Καθεστώς στη νεωτερική κοινωνία.

Στο δεύτερο μέρος, ο Κωνσταντακόπουλος θέτει ως στόχο του τη θεματοποίηση των κανονιστικών στοιχείων της θεωρητικής προβληματικής του Τοκβίλ. Ως τέτοια στοιχεία κατανοούνται κυρίως οι στρατηγικές περιστολής του ατομικισμού, καθώς οι δημοκρατίες φαίνεται να παραιτούνται από το δικαίωμά τους να ρυθμίζουν τις τύχες τους μόνες τους και να εκχωρούν αυτό το δικαίωμα στην κεντρική εξουσία (σελ. 108). Σε αυτό το πλαίσιο ανακατασκευάζεται το ερευνητικό πρόγραμμα του Τοκβίλ, το οποίο συνοψίζεται στη διερεύνηση των όρων γένεσης του δεσποτισμού, από τον οποίο θεωρείται ότι κινδυνεύουν οι νεότερες κοινωνίες. Ο Κωνσταντακόπουλος παρακολουθεί τα βήματα αυτού του προγράμματος, τα οποία αναπτύσσονται τόσο προς την κατεύθυνση της πολιτικο-κοινωνικής ανάλυσης όσο και προς την κατεύθυνση της ηθικοπολιτικής θεωρίας.

Ανακατασκευάζοντας τις πολιτικο-κοινωνικές αναλύσεις του Τοκβίλ, ο Κωνσταντακόπουλος θεωρεί ότι ο δεσποτισμός φαίνεται να προκύπτει από την απουσία ελεύθερου χρόνου, από την απουσία ενδιάμεσων θεσμών μεταξύ κράτους και κοινωνίας, από τον φθόνο και από την υπεροχή των τάξεων που ηγεμονεύουν. Ανακατασκευάζοντας τις βασικές πλευρές της ηθικοπολιτικής θεωρίας του Τοκβίλ, θεωρεί ότι στο πλαίσιό της τίθεται το ζήτημα ανάπτυξης μιας νέας ηθικότητας, η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει ουσιωδώς υπόψη της τους νέους προσδιορισμούς του δημοκρατικού ανθρώπου, που επιδιώκει την υλική του ευημερία. Γράφει χαρακτηριστικά: «Στο επίπεδο της ηθικής η μετάβαση από την αριστοκρατική κοινωνία στη δημοκρατική αποτελεί κυριολεκτικά τη μετάβαση από τον ουρανό στη γη, από το θείο στο ανθρώπινο, από το εξαιρετικό στο καθημερινό. Η ηθική των δημοκρατικών καιρών δεν μπορούσε να είναι η παλιά ηθική των πρότυπων πράξεων, δεν μπορούσε να επαγγέλλεται τις μεγάλες θυσίες και την αυταπάρνηση […] Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην αριστοκρατία, στη δημοκρατία η ίδια η κοινωνία είναι αυτή που δρα πάνω στον εαυτό της. Κατά συνέπεια η ηθική της δεν μπορεί να είναι αυτή των λίγων που δρουν, αλλά των πολλών που τη συν-απαρτίζουν» (σελ. 116). Με αναφορά σε αυτούς τους προσδιορισμούς, προκύπτει η ιδέα του «καλώς εννοούμενου συμφέροντος» στον Τοκβίλ, η οποία, εν πολλοίς, απηχεί τις επεξεργασίες της κλασικής πολιτικής οικονομίας, και η οποία θέτει ως αίτημα τη διαμεσολάβηση του ιδιωτικού συμφέροντος από το δημόσιο.

Ο Κωνσταντακόπουλος επισημαίνει την απόπειρα του Τοκβίλ να στρατεύσει τη θρησκεία στο πρόγραμμά του της περιστολής του ατομικισμού. Ανακατασκευάζει την αντίληψη του Τοκβίλ περί μιας νέας θρησκευτικότητας, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με τα εξισωτικά προτάγματα της δημοκρατικής κοινωνίας, καθώς η θρησκεία κηρύσσει την ισότητα των ανθρώπων απέναντι στο Θεό. Αυτή η νέα θρησκευτικότητα θεωρείται ότι θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάκτηση των όρων της κοινωνικής συνοχής, τους οποίους έχει διαρρήξει η νεότερη κοινωνία του ατομικισμού. Γράφει χαρακτηριστικά: «[…] στον πρώτο τόμο της Δημοκρατίας η θρησκεία καλείται να παίξει το ρόλο που παραδοσιακά της επιφυλάσσουν οι συντηρητικοί, δηλαδή αυτόν της καθυπόταξης των μαζών και της αποτροπής των επαναστατικών αναστατώσεων. Στον δεύτερο, με δεδομένη πλέον την εκτίμηση του Τοκβίλ ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες δεν κινδυνεύουν τόσο από επαναστατικές ανατροπές όσο από έλλειψη ελευθερίας, η θρησκεία καλείται ως μείζων αρωγός να διαφυλάξει την ελευθερία αυτή» (σελ. 129).

Η θεματική, ωστόσο, ανάκτησης των όρων της κοινωνικής συνοχής εγκαινιάζει την προβληματική του Τοκβίλ περί των ενδιάμεσων θεσμών της κοινωνικής συνοχής και πολιτικής εκπαίδευσης. Ο Κωνσταντακόπουλος επισημαίνει την πρωτοτυπία αλλά και την επικαιρότητα αυτής της προβληματικής, η οποία φαίνεται να προκαταλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις από ανάλογες συζητήσεις στη διάρκεια του 20ού αιώνα, αλλά και σήμερα. Επισημαίνει ότι η εμπειρία του Τοκβίλ από το ταξίδι του στην Αμερική, τον οδηγεί στο να εξάρει τις δομές αυτοκυβέρνησης που χαρακτηρίζουν την αμερικανική κοινωνία. Σε αυτές τις δομές ο Τοκβίλ ανακαλύπτει εκείνα τα αναχώματα που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την κρατική εξουσία να καταπιέζει τις ετερόδοξες μειοψηφίες, καθώς θεωρείται ότι είναι δυνατό να συγκροτηθούν και ως δομές εκπαίδευσης των πολιτών στην ελευθερία και τη συνεργασία (σελ. 147 επ.).

Ο Κωνσταντακόπουλος αποδίδει στην ανωτέρω προβληματική την τοκβιλιανή αντίληψη περί ελευθερίας, η οποία δεν συγκροτείται μόνο στον αρνητικό της προσδιορισμό, ως ελευθερία από τον καταναγκασμό, αλλά και στον θετικό της προσδιορισμό, ως ελευθερία συμμετοχής των πολιτών στις δημόσιες υποθέσεις, ως εκπαίδευσή τους που προϋποτίθεται για να μετάσχουν σε αυτό που ο Τοκβίλ θεωρεί ως «αυθεντική πολιτική κοινότητα».

Κλείνοντας το έργο του ο Κωνσταντακόπουλος, ως αυθεντικός κριτικός που αναζητά τη σημασία του έργου του Τοκβίλ για το «σήμερα», συμπεραίνει: «Το έργο του Τοκβίλ είναι γεμάτο αντιφάσεις. Την πεποίθησή του ότι η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από επαναστάσεις τη διαδέχεται, μέσα σε λίγα χρόνια, η ανάγκη να αντιμετωπιστεί με κάθε τίμημα η επανάσταση του 1848. Μόνο που οι αντιθέσεις που διαπερνούν τη σκέψη του δεν είναι οι αντιθέσεις της εποχής του: Επιστροφή στον παλιό κόσμο ή άκριτη αποδοχή του καινούργιου. Είναι οι αντιθέσεις της δικής μας κοινωνίας: Ο ατομικισμός και η γενικευμένη πολιτική απάθεια από τη μια, η αυτενέργεια και η συμμετοχή ελεύθερων πολιτών στον δημόσιο χώρο από την άλλη» (σελ. 180).



πίσω στα περιεχόμενα: