τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: ,


Το μετέωρο βήμα του ΣΥΡΙΖΑ


Εκλογικός μετεωρισμός

Η σχετικά μικρή συμμετοχή στο συλλαλητήριο των  «Παραιτηθείτε» τον περασμένο Ιούνιο (2016) επιβεβαίωσε από τότε ότι η τακτική ανατροπής της κυβέρνησης με  «γιουρούσι» δεν είχε προϋποθέσεις επιτυχίας. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις. Η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ χάνει πολύ εκλογικό έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Οι πολίτες είναι σε συντριπτικό βαθμό δυσαρεστημένοι με την κυβέρνηση. Μόνο περίπου ένας στους πέντε έχει θετική και μάλλον θετική γνώμη για το έργο της. Από την άλλη πλευρά, όμως, μόνο ένας στους τρεις θέλει εκλογές τώρα.

Τα παραπάνω στοιχεία, που με μικρές διαφοροποιήσεις επαναλαμβάνονται σ’ όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις, σκιαγραφούν μία ασταθή πολιτική ισορροπία. Ενώ η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δυσφορεί και παίρνει αποστάσεις από την κυβέρνηση Τσίπρα προς το παρόν τουλάχιστον δεν επιδιώκει την άμεση ανατροπή της. Και αυτό, επειδή δεν βλέπει πραγματικά εναλλακτική πολιτική λύση.

Η βασική αιτία της διάχυτης κοινωνικής δυσαρέσκειας είναι τα αλλεπάλληλα επώδυνα μνημονιακά μέτρα (περικοπές, υπερφορολόγηση, πλειστηριασμοί κ.λπ.). Πέρα από την οργή τους για τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση, στη μεγάλη πλειονότητά τους οι πολίτες θεωρούν πως η επάνοδος των «γαλάζιων» στην εξουσία δεν θα άλλαζε ουσιαστικά τα πράγματα. Κρίνοντας και από το πρόσφατο παρελθόν και από τις διακηρύξεις του Μητσοτάκη θεωρούν ότι μία κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ θα συνέχιζε να βαδίζει στο ίδιο μνημονιακό μονοπάτι.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι πάντα υπάρχει ένας παράγοντας αδράνειας στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Αυτός ισχύει και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ παρ’ ότι είναι σχετικά χαλαρή η πολιτική σχέση που έχουν οι κεντροαριστεροί, αλλά και κεντροδεξιοί που τον ψήφισαν το 2012 και το 2015.

Όσοι λόγω των Μνημονίων είχαν πάρει αποστάσεις από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, μπορεί να είναι τώρα από δυσαρεστημένοι έως εξοργισμένοι με την κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά κατά κανόνα δεν επιστρέφουν εκλογικά στα παλιά κόμματά τους. Επειδή, μάλιστα, δεν βλέπουν να υπάρχει αξιόπιστη αντιμνημονιακή πολιτική δύναμη, βρίσκονται σε μία κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού.

Η ιδιότυπη αυτή πολιτική ατμόσφαιρα εκ των πραγμάτων δίνει χρόνο στην κυβέρνηση. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η προσδοκία της αγοράς ότι μετά και την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης, η επικράτηση κλίματος πολιτικής σταθερότητας και ηρεμίας θα δώσει μία ανάσα στη δοκιμαζόμενη πραγματική οικονομία.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, δεν έχει περιθώρια επιτυχίας η τακτική της ΝΔ που πιέζει για πρόωρες εκλογές, προσπαθώντας να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Υπενθυμίζουμε ότι από τα πρώτα βήματά του στην ηγεσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ουσιαστικά υιοθετήσει τη γραμμή της «αριστερής παρένθεσης». Είχαν ποντάρει στην εκτίμηση πως το ευρωιερατείο θα έβαζε τρικλοποδιά στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Εκτιμώντας ότι η 1η αξιολόγηση δεν θα κλείσει και πως αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να στηθούν κάλπες πριν το καλοκαίρι, είχε ζητήσει πρόωρες εκλογές για να φανεί ότι η ανατροπή της κυβέρνησης Τσίπρα θα ήταν δικό του έργο.

Το γεγονός, όμως, ότι η κυβέρνηση έχει τραυματισθεί και ότι ο ορίζοντάς της είναι σκοτεινός δεν σημαίνει πως είναι ετοιμόρροπη. Σημαίνει πως είναι στριμωγμένη. Με το κλείσιμο της 1ης αξιολόγησης, όμως, αγόρασε πολιτικό χρόνο. Το πόσο χρόνο έχει αγοράσει θα εξαρτηθεί από τη συνοχή και την αντοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των 153.

 

Ευρωιερατείο και ΣΥΡΙΖΑ

Όπως αποδείχθηκε και από τα γεγονότα, οι του ευρωιερατείου δεν ήθελαν το περασμένο Μάιο-Ιούνιο να εξωθήσουν τα πράγματα στα άκρα. Έχουν πεισθεί ότι η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει το 3ο Μνημόνιο, επειδή θεωρεί ότι μόνο με φυγή προς τα εμπρός έχει ελπίδες να σταθεροποιηθεί στην εξουσία. Πιστεύουν ότι αυτή η επιλογή του Έλληνα πρωθυπουργού τους φέρνει σ’ αυτή τη φάση στην ίδια πλευρά.

Από αυτή την άποψη, θεωρούν ότι έτσι όπως τελικώς διαμορφώθηκαν τα πράγματα (μετά το δημοψήφισμα, μετά τη συμφωνία του Ιουλίου-Αυγούστου και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015), ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο καταλληλότερος να φέρει σε πέρας την δύσκολη αυτή αποστολή. Γι’ αυτό και όσο θα εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο τόσο θα συνεχίζονται οι έπαινοι για τη στροφή του προς τον  «ρεαλισμό». Ακόμα και στο Βερολίνο τον προτιμούν σ’ αυτή τη φάση. Πρώτον, επειδή θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καλύτερες πολιτικές προϋποθέσεις για να περάσει το πακέτο των επώδυνων μέτρων, χωρίς ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις. Δεύτερον, επειδή έτσι εδραιώνεται το δόγμα ότι το Μνημόνιο είναι μονόδρομος. Αυτό το νόημα είχε και η δήλωση Σόιμπλε ότι τον εμπιστεύεται.

Εκτός αυτού, η Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπη με μείζονος σημασίας πολιτικές προκλήσεις και δεν έχει συμφέρον να αναζωπυρώσει την ελληνική κρίση. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Το Brexit ήταν το αποκορύφωμα των εκδηλώσεων αμφισβήτησης του ενοποιητικού οικοδομήματος. Μετά τους αρχικούς λεονταρισμούς, το ευρωιερατείο υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την αλαζονεία του και να ομολογήσει ότι  «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».

Είχε προηγηθεί η εκλογική νίκη της Αριστεράς στην Πορτογαλία και η πολιτική αστάθεια στην Ισπανία, που εκ των πραγμάτων διαφοροποιούν τους μέχρι προσφάτως υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς. Για την ακρίβεια έστειλαν το μήνυμα ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει όπως μέχρι τώρα με τη λιτότητα, γεγονός που αξιοποιεί ο Ιταλός πρωθυπουργός Ρέντσι για να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση προς την ίδια κατεύθυνση.

Δεν είναι εύκολο το Βερολίνο να καταστείλει τις διογκούμενες τάσεις αμφισβήτησης. Εάν το επιχειρήσει απέναντί του δεν θα έχει την απομονωμένη, άπειρη και γεμάτη ιδεοληψίες και αυταπάτες κυβέρνηση Τσίπρα, όπως συνέβαινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Δυνητικά θα έχει απέναντί του ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο. Είναι ενδεικτικό ότι στις αρχές του καλοκαιριού ο σκληροπυρηνικός Γερμανός υπουργός Οικονομικών υποχρεώθηκε να συμφωνήσει για να μην επιβάλει η Κομισιόν πρόστιμα στις δύο χώρες της Ιβηρικής.

Η ευρωμεσογειακή σύνοδος στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο έδειξε ότι οι συσχετισμοί εντός της ΕΕ διαφοροποιούνται. Η δημοσκοπική κατρακύλα του προέδρου Ολάντ τον υποχρέωσε να παίξει το χαρτί του ευρωπαϊκού Νότου, γεγονός που εκ των πραγμάτων περιορίζει τα περιθώρια κινήσεων του Βερολίνου. Η κατάσταση για το ενοποιητικό εγχείρημα, άλλωστε, θα επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα. Το δημοψήφισμα στην Ουγγαρία για το μεταναστευτικό αναμένεται να προσδώσει και λαϊκή νομιμοποίηση στην κόντρα της Βουδαπέστης με την Κομισιόν. Αμφίρροπο θεωρείται και το δημοψήφισμα στην Ιταλία για τη συνταγματική αναθεώρηση. Εάν το αποτέλεσμά του είναι αρνητικό η ήδη εκτεταμένη αντισυστημική ψήφος στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ θα ενισχυθεί περαιτέρω.

Το ευρωιερατείο δεν επιθυμεί να τραβήξει το σκοινί με την Ελλάδα και λόγω της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης. Ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε πλάτη για την πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ και του Ζαν Κλωντ Γιούνκερ με αποτέλεσμα σήμερα η Ελλάδα να αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα με τον εγκλωβισμό ενός μεγάλου πλήθους προσφύγων-μεταναστών. Αν και επισήμως κανείς δεν συνδέει την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση με την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, είναι κοινό μυστικό ότι κατά μία έννοια διασυνδέονται.

Για όλους αυτούς τους λόγους, στο ευρωιερατείο κυριαρχεί πλέον η άποψη ότι ναι μεν πρέπει να πιεστεί η κυβέρνηση Τσίπρα για να εφαρμόσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις, αλλά όχι σε βαθμό που να προκαλέσει την αποσταθεροποίησή της. Πολύ περισσότερο τώρα, που η Τουρκία έχει πάρει κάποιες αποστάσεις από τη Δύση.

 

Το χαρτί της απλής αναλογικής

Η ψήφιση της απλής αναλογικής πριν τις θερινές διακοπές δεν ήταν απλώς και μόνο η εκπλήρωση μίας πάγιας θέσης της Αριστεράς. Είναι αληθές ότι από τη μεταπολίτευση η Αριστερά υποστήριζε παγίως την απλή αναλογική με επιχείρημα ότι είναι το πιο δίκαιο σύστημα όσον αφορά την κατανομή των εδρών. Παρέκαμπτε τον κίνδυνο της ακυβερνησίας, επειδή δεν την απασχολούσε. Στην πραγματικότητα, η απλή αναλογική έφθασε να εγγραφεί στο γονίδιο της Αριστεράς και επειδή την εξυπηρετούσε κομματικά.

Τα πράγματα άλλαξαν όταν στις αρχές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση. Τότε που ο άνεμος φούσκωνε τα πανιά του Αλέξη Τσίπρα, στο Μαξίμου άρχισαν να σκέπτονται διαφορετικά. Επειδή, όμως, η απλή αναλογική είχε αναγορευθεί σε ιδεολογικοπολιτικό ταμπού για τον κομματικό μηχανισμό, ποτέ δεν είπαν ρητά ότι την εγκαταλείπουν. Άρχισαν, όμως, δειλά-δειλά να επικαλούνται τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η καθιέρωσή της.

Επειδή, όμως, το 2015 οι πολιτικές προτεραιότητες ήταν άλλες και η αλλαγή του εκλογικού συστήματος δίχαζε την Κουμουνδούρου, το ζήτημα αφέθηκε για αργότερα. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον δεύτερο κόμμα, λόγω των δικών του απωλειών και όχι επειδή η ΝΔ έχει δυναμική. Αν και στο Μαξίμου (όπως όλοι οι κατά καιρούς ένοικοί του) αρέσκονται να πιστεύουν ότι θα καταφέρουν να αντιστρέψουν το κλίμα, δεν είναι αιθεροβάμονες να σχεδιάζουν με βάση το ιδεατό σενάριο. Έτσι κι αλλιώς τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων κινούνται πλέον σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που κατά πάσα πιθανότητα θα χρειάζεται η συνεργασία τριών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, δεδομένου ότι δεν φαίνεται στον ορίζοντα συνεργασία μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων.

Το νέο πολιτικό τοπίο ευνόησε την επάνοδο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση υπέρ της απλής αναλογικής. Είχε ζωτική ανάγκη, άλλωστε, από κινήσεις με αριστερό πρόσημο και κυρίως από κινήσεις που θα αποδείκνυαν πολιτική συνέπεια. Κάτι που θα έδειχνε ότι οι εντυπωσιακές πολιτικές κωλοτούμπες στα μνημονιακά μέτωπα ήταν αποτέλεσμα εκβιασμού. Εκτός αυτού, στο Μαξίμου ήλπιζαν ότι με δέλεαρ την απλή αναλογική θα μπορούσαν να σπάσουν την άτυπη πολιτική απομόνωσή τους και να αναδιατάξουν το πλαίσιο δυνητικών μελλοντικών συνεργασιών. Ήλπιζαν ότι τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου θα ανταποκρίνονταν, γεγονός που εκ των πραγμάτων θα ρηγμάτωνε το άτυπο μέτωπο της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης και στο συγκεκριμένο ζήτημα θα απομονώσει τη ΝΔ.

Στο Μαξίμου δεν έχουν παράπονα από τον Καμμένο και το κόμμα του, αλλά είχαν επίγνωση πως το κυβερνητικό δίδυμο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει από μόνο του πλειοψηφική προοπτική. Για να εξισορροπήσουν τη δεδομένη πολιτικοεκλογική φθορά, σχεδίαζαν τη μελλοντική συγκρότηση ενός ευρύτερου συνασπισμού. Στόχος τους ήταν ο εν λόγω συνασπισμός να συμπεριλάβει το ΠΑΣΟΚ και την Ένωση Κεντρώων. Θα ήθελαν και το Ποτάμι, αλλά ο Σταύρος Θεοδωράκης είχε δείξει ότι ο προσανατολισμός του ήταν διαφορετικός. Με τον τρόπο αυτό ο Αλέξης Τσίπρας ήλπιζε να δώσει την επόμενη εκλογική μάχη με προϋποθέσεις παραμονής στην εξουσία και όχι από χέρι χαμένος.

Δεδομένου ότι το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή είναι έξω από το παιχνίδι των συνεργασιών, η καθιέρωση της απλής αναλογικής και η διατήρηση του 3% για την είσοδο στη Βουλή σημαίνει πως ρυθμιστής θα αναδειχθούν τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου. Αυτά θα επιλέγουν κάθε φορά εάν θα προσκολληθούν στον ΣΥΡΙΖΑ ή στη ΝΔ. Στο Μαξίμου είχαν επίγνωση, αλλά θεωρούν πως για να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος δεν έχει άλλη επιλογή από το να ανοίξει το παιχνίδι.

Με τον τρόπο αυτό, μάλιστα επιχειρούσαν να θέσουν τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου ενώπιον διλήμματος. Εάν επέλεγαν να συμπλεύσουν μαζί της θα μπορούσε να οικοδομηθεί μία κεντροαριστερή συμμαχία εξουσίας. Εάν συνέχιζαν να συμπλέουν με τη ΝΔ, μετά τις εκλογές θα συνεργάζονταν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τον σχηματισμό κυβέρνησης, οπότε θα γινόταν ξεκάθαρο ότι πρόκειται για πολιτικές εκδοχές της Κεντροδεξιάς. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα άφηναν ελεύθερο το  «χωράφι» της Κεντροαριστεράς να το θερίσει εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Εάν πάλι τα μικρά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου αρνούνταν να συμπράξουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα συρρικνώνονταν εκλογικά. Με άλλα λόγια, εάν προέκυπτε πρόβλημα ακυβερνησίας από τα πράγματα θα είχαμε ανάσταση του δικομματισμού με πρωταγωνιστές τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ.

Στόχος της κυβέρνησης ήταν να περάσει τη διάταξη για την απλή αναλογική με 200 ψήφους με σκοπό αυτή να εφαρμοσθεί στις επόμενες εκλογές. Όπως προαναφέραμε, στο Μαξίμου ήλπιζαν ότι με το δέλεαρ της απλής αναλογικής θα διαμόρφωναν ένα κλίμα σύμπλευσης με το ΠΑΣΟΚ και με την Ένωση Κεντρώων. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Παρά τις ενδείξεις ότι η Φώφη Γεννηματά θα ανταποκρινόταν στο άνοιγμα και το κόμμα της θα ψήφιζε την απλή αναλογική, το ΠΑΣΟΚ καταψήφισε. Αποφασιστικό ρόλο για να τηρήσει αυτή τη στάση έπαιξαν οι πιέσεις του Βαγγέλη Βενιζέλου και των βουλευτών που συμπλέουν μαζί του, οι οποίες προσέλαβαν και τις διαστάσεις απειλής για την ενότητα του κόμματος.

Η αρνητική στάση του ΠΑΣΟΚ τίναξε στον αέρα την προσπάθεια να στηθούν γέφυρες με προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας. Αντιθέτως, η Ένωση Κεντρώων υπερψήφισε, εγγράφοντας υποθήκες. Από τη στιγμή, όμως, που το ΠΑΣΟΚ κινείται προς άλλη κατεύθυνση, ο Βασίλης Λεβέντης θα δυσκολευτεί να παίξει μόνος του με τον Αλέξη Τσίπρα. Θα το έκανε ευκολότερα εάν σ’ αυτό το παιχνίδι συμμετείχε η Φώφη Γεννηματά και το κόμμα της.

Η ψηφοφορία για την απλή αναλογική υποχρέωσε το Μαξίμου να συνειδητοποιήσει ότι ο σχεδιασμός για μία μελλοντική κυβερνητική διεύρυνση και με την Ένωση Κεντρώων και με το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ρεαλιστικός. Αρκετοί βουλευτές του το συζητούν σοβαρά. Η εχθρότητα της ομάδας Βενιζέλου προς τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εξ αντικειμένου την ωθεί προς την πλευρά της ΝΔ. Η παρουσία, μάλιστα, του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία διευκολύνει αυτή την πολιτική ροπή. Στην πραγματικότητα, στο ΠΑΣΟΚ εκδηλώνονται δύο αντίρροπες τάσεις, οι οποίες προοπτικά δεν αποκλείεται να απειλήσουν την ενότητά του.

Έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα, η μόνη ρεαλιστική προσδοκία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να παραμείνει ο ένας από τους δύο πυλώνες του πολιτικού συστήματος. Μπορεί αυτό να φαίνεται σήμερα δεδομένο, αλλά δεν είναι. Η εφαρμογή του 3ου Μνημονίου έχει προκαλέσει μεγάλα ρήγματα στην εκλογική βάση και αναμένεται το επόμενο διάστημα να προκαλέσει ακόμα περισσότερα και μεγαλύτερα.

 

 «Οι εκλεκτοί της ιστορίας»

Ο μόνος τρόπος για να ανατραπεί η κυβέρνηση είναι να χάσει τη δεδηλωμένη. Οι 153, όμως, έχουν επιδείξει αντοχή. Υπερψήφισαν επώδυνα νομοσχέδια που κινούνται στον αντίποδα των ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεών τους. Προφανώς, παίζει ρόλο η διατήρηση των βουλευτικών προνομίων ειδικά σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Εκτός αυτού, όμως, οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές έχουν πείσει τον εαυτό τους πως πρέπει να πιουν το πικρό ποτήρι για να  «σώσουν » τη χώρα. Στην Αριστερά, άλλωστε, πιστεύουν πως είναι  «οι εκλεκτοί της ιστορίας » και πως χρειάζονται προσωπικές θυσίες για να επιβιώσει η πρώτη αριστερή κυβέρνηση από τις επιθέσεις της ολιγαρχίας.

Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πείσει τους εαυτούς τους πως εάν υποκύψουν στις αριστερές ευαισθησίες τους και καταψηφίσουν, θα παίξουν το παιχνίδι των αντιπάλων τους που επιδιώκουν την ανατροπή της κυβέρνησης. Με τον τρόπο αυτό οι βουλευτές συμβιβάζουν το προσωπικό μικροσυμφέρον με την ανάγκη τους να νιώθουν ότι επιτελούν υψηλή πολιτική αποστολή.

Η δεύτερη αξιολόγηση θα είναι μία δοκιμασία για την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τα εργασιακά είναι στο γονίδιο της Αριστεράς, είναι ένα είδος πολιτικού ταμπού. Παρ’ όλα αυτά, ούτε και εκεί φαίνεται πως θα σκοντάψει η κυβέρνηση. Η απώλεια της εξουσίας είναι πικρή για όλους και τα παιδιά της Κουμουνδούρου δεν αποτελούν εξαίρεση. Δεν είναι μόνο ο Τσίπρας και οι υπουργοί του που θέλουν να παραμείνουν στους θώκους τους. Ένας ολόκληρος κομματικός μικρόκοσμος έχει καλομάθει πλέον στους ρόλους και στα μεγαλύτερα ή μικρότερα προνόμια που παρέχει μία θέση στην πυραμίδα της εξουσίας.

Η συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα υποστεί ρήγματα μόνο εάν προκύψει οικονομική κατάρρευση, η οποία θα πυροδοτήσει εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή. Τότε, το ιδεολογικό σχήμα που σήμερα κρατάει σε ισορροπία τους συμπολιτευόμενους βουλευτές θα σπάσει. Είναι πιθανή μία τέτοια εξέλιξη; Κανείς δεν μπορεί να την προεξοφλήσει, αλλά και κανείς δεν μπορεί να την αποκλείσει.

Σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά. Από το 2012 μέχρι το 2015, παρ’ ότι εφαρμόστηκαν επώδυνα μέτρα, δεν εκδηλώθηκαν αξιόλογες κοινωνικές αντιδράσεις. Τότε, όμως, τα πληττόμενα μικρομεσαία στρώματα ήλπιζαν πως στις επόμενες εκλογές θα έφερναν με την ψήφο τους τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και αυτός θα τερμάτιζε τις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και έκαναν υπομονή, προσδοκώντας να λύσουν το πρόβλημά τους με την ψήφο τους.

Ο Αλέξης Τσίπρας έγινε πράγματι πρωθυπουργός και μέσα από τη γνωστή διαδρομή εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η ελπίδα για μία δημοκρατική διέξοδο από το μνημονιακό τούνελ διαψεύσθηκε. Χωρίς αυτή την ελπίδα, τα ολοένα και περισσότερα μικρομεσαία νοικοκυριά που δεν μπορούν να επιβιώσουν, καθίστανται δυνάμει εκρηκτική κοινωνική ύλη.

Οι πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων που προσεχώς θα προσλάβουν διαστάσεις αναπόφευκτα θα παροξύνουν το κλίμα. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα εάν, ως αποτέλεσμα της διόγκωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, ενεργοποιηθεί ο δημοσιονομικός κόφτης. Το κοινωνικό τοπίο καθίσταται ολοένα και πιο εύφλεκτο. Προς το παρόν οι μικρομεσαίοι αγωνίζονται με νύχια και με δόντια να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό, αλλά η ιστορία μας διδάσκει πως σε τέτοιες περιόδους ακόμα και ένα σχετικά ασήμαντο περιστατικό είναι ικανό να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες εξελίξεις.

 

Το αφήγημα της ανάκαμψης

Το κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης και προς τους βουλευτές, που έχουν ψηφίσει επώδυνα νομοσχέδια και θα κληθούν να ψηφίσουν και άλλα, είναι ότι έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για την ελάφρυνση του χρέους και κατ’ επέκτασιν για την ανάκαμψη της οικονομίας. Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός έχει καταστήσει βασικό πολιτικό εργαλείο την προσδοκία της ελάφρυνσης του χρέους.

Εκτός αυτού προβάλλουν το επιχείρημα ότι με το κλείσιμο και της 2ης αξιολόγησης θα περιοριστεί δραστικά το κλίμα της αβεβαιότητας, γεγονός που θα δώσει μία ώθηση στην αγορά. Προς την ίδια κατεύθυνση θα λειτουργήσει και η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και στο πακέτο Γιούνκερ. Ελπίζουν, λοιπόν, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα υπερκερασθούν οι υφεσιακές συνέπειες από το νέο κύμα περικοπών και φορολόγησης που έρχεται να επιβαρύνει τις ήδη εξαντλημένες από την πολυετή λιτότητα επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Προς το παρόν, όμως, η οικονομία σέρνεται και η αγορά στενάζει.

Στο Μαξίμου έχουν συνειδητοποιήσει ότι ακόμα και εάν ισχύσει το αισιόδοξο σενάριο για την πορεία της οικονομίας, τα τραύματα στην κοινωνία είναι τόσα πολλά και τόσο βαθιά που δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε άμεση πολιτικοεκλογική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ. Το μόνο ισχυρό χαρτί άμεσης πολιτικής απόδοσης που στην πραγματικότητα είχε απομείνει στον πρωθυπουργό ήταν το χαρτί του πολέμου εναντίον της διαπλοκής-διαφθοράς. Στις δυσμενείς συνθήκες ήταν ένα είδος φυγής προς τα εμπρός. Πράγματι, ακόμα και πολίτες που δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσαν πως η σημερινή κυβέρνηση ήταν η μόνη που μπορούσε να σπάσει το σπυρί της κλεπτοκρατίας και της διαπλοκής, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, ως μικρό κόμμα, δεν είχε ανάμειξη σ’ αυτό το πάρτι.

Η προσδοκία αυτή ήταν ένα είδος πολιτικού κεφαλαίου. Ειδικά όταν και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητούν έντονα την ικανότητα της κυβέρνησης να χειρισθεί αποτελεσματικά άλλα κρίσιμα προβλήματα, όπως το οικονομικό και το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Αλλά και σ’ αυτό το μέτωπο, η κυβέρνηση έδειχνε να προτιμάει τα μικρά και επιλεκτικά βήματα.

Η δημοσιοποίηση από το Βήμα των συναντήσεων Τσίπρα-Ψυχάρη ως αποτέλεσμα της άσκησης δίωξης εναντίον του δεύτερου έφερε το ζήτημα της διαπλοκής στο προσκήνιο. Σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση κατήγγειλε τον πρωθυπουργό πως ενώ έχει κηρύξει σταυροφορία εναντίον της διαπλοκής, προσπαθεί να φτιάξει τη δική του διαπλοκή με τους μιντιάρχες. Η κυβέρνηση Τσίπρα κατηγορήθηκε ευθέως ότι οικοδομεί το δικό της αντιδημοκρατικό καθεστώς.

Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες έδωσε το έναυσμα για να κλιμακωθεί και να παροξυνθεί αυτή η επικοινωνιακή επίθεση. Ο λόγος είναι προφανής: δρομολογήθηκε η εν μέρει ανατροπή παγιωμένων ισορροπιών στον κρίσιμο χώρο των Media. Η αποτυχία των καναλαρχών (και της αντιπολίτευσης που συμπλέει μαζί τους) να τορπιλίσουν τον διαγωνισμό, σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό τίμημα που προέκυψε, ήταν αναμφίβολα μία τακτική νίκη για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Νίκη, όμως, που στιγματίστηκε  και εν μέρει μετατράπηκε σε πολιτικό μπούμεραγκ.

Όταν οι καναλάρχες στοχοποίησαν τον υπερθεματιστή Καλογρίτσα και άρχισαν να βάλουν εναντίον του αποδείχθηκε αδύναμος κρίκος. Αν και η κυβέρνηση προσπάθησε κάπως να τηρήσει τα προσχήματα είναι κοινό μυστικό ότι ο εν λόγω εργολάβος ήταν το όχημα για να αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα φιλικό προς αυτόν κανάλι. Τα υφιστάμενα σήμερα κανάλια έχουν στραφεί απολύτως εναντίον της κυβέρνησης, υιοθετώντας, μάλιστα, πολεμικούς τόνους.

 

Το άνοιγμα στην Κεντροαριστερά

Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζει προς το συνέδριό του τόσο εντείνονται οι εσωκομματικές διεργασίες, οι οποίες συχνά προσλαμβάνουν διαστάσεις μάχης. Αυτή τη φορά το διακύβευμα δεν είναι μόνο οι κομματικές καρέκλες. Αυτές, άλλωστε, έχουν χάσει την αίγλη τους από όταν το κόμμα βρέθηκε στην εξουσία. Το κεντρικό ζήτημα του συνεδρίου είναι η φυσιογνωμία και η πολιτική στρατηγική. Για την ακρίβεια, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετεξελιχθεί σε μία παράταξη που θα εκφράζει και τον χώρο της εγχώριας Κεντροαριστεράς.

Επισήμως, το ζήτημα δεν τίθεται με αυτά τα λόγια. Το Μαξίμου μιλάει για πολιτικό άνοιγμα, με σκοπό να προσδεθούν οριστικά στον ΣΥΡΙΖΑ οι άλλοτε ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που το 2015 ψήφισαν το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Αν και στο Μαξίμου τρέφουν ελπίδες, έχουν συνείδηση ότι ο χειμώνας θα είναι δύσκολος. Γι’ αυτό και βιάζονται να δημιουργήσουν τις πολιτικές συνθήκες που θα τους επιτρέψουν να συγκρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους από τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που από το 2012 προσανατολίστηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας ότι θα τερματίσει τις μνημονιακές πολιτικές.

Δεδομένου ότι λόγω Μνημονίου στο επίπεδο της οικονομίας ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του δεν έχουν ικανά περιθώρια κινήσεων, η έμφαση δίνεται στο πολιτικό επίπεδο. Το συνέδριο είναι το πρώτο αποφασιστικό βήμα που αναμένεται να δώσει την κομματική νομιμοποίηση και αμέσως μετά θα ακολουθήσει ο ανασχηματισμός που θα εκπέμψει το ίδιο σήμα σε κυβερνητικό επίπεδο.

Ο Αλέξης Τσίπρας ενδιαφέρεται να δείξει και μέσα από το συνέδριο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αλλάζει. Χρησιμοποιεί, λοιπόν, τους πασοκογενείς σαν κράχτες και μεσολαβητές για να προσελκύσει στο κόμμα του οργανωμένες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς κυρίως στους χώρους των συνδικάτων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Το πολιτικό άνοιγμα με στρατηγικό στόχο τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μία παράταξη που να καλύπτει το πολιτικό φάσμα από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι και την Κεντροαριστερά φαίνεται ότι θα περάσει στο συνέδριο. Δεν είναι μόνο ο συνεκτικός δεσμός της εξουσίας. Είναι και η επώδυνη 20μηνη κυβερνητική πορεία, η οποία έχει ρευστοποιήσει χρόνια ιδεολογήματα και έχει αλλάξει πολλά μυαλά στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Το πολιτικό άνοιγμα που επιχειρεί το Μαξίμου συνδέεται και με τις διεργασίες για στενότερη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές. Είναι επιβεβαιωμένο ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία επιδιώκει να ρυμουλκήσει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα στους κόλπους της. Από την πλευρά του, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατανοεί ότι όσο πιο στενά συνδεθεί τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρηθεί στην εξουσία και τουλάχιστον να παραμείνει μεγάλο κόμμα. Για προφανείς λόγους, ωστόσο, επιδιώκει να εμφανίσει την κίνησή του ως προσπάθεια προσέγγισης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με την ευρωπαϊκή Αριστερά και όχι ως μεταπήδηση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Αθήνα, 26 Σεπτεμβρίου 2016



πίσω στα περιεχόμενα: