Πρώτη φορά Αριστερά: Από την ανατροπή στην απροκάλυπτη υποταγή
Προκειμένου να αποφύγω τις γνωστές σε όλους λεπτομέρειες των σχεδόν δύο τελευταίων χρόνων της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα καταφύγω σε ένα σχήμα.
Γενάρης του 2015 : η ελπίδα έρχεται.
Διαπραγματεύσεις του 2015: με παράλληλο άδειασμα των ταμείων, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο και με την αποδοχή από τον Φλεβάρη ακόμη ενός βαρύτατου μνημονίου.
Δημοψήφισμα: ο ελληνικός λαός δίνει την απάντηση.
Ιούλιος – Αύγουστος 2015: υπαγωγή σε ένα τρίτο δυσβάσταχτο μνημόνιο, για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι εκβιάστηκε.
Εκλογές Σεπτεμβρίου: εκλογική νομιμοποίηση του τρίτου μνημονίου.
2016 : Πλήρης εφαρμογή του μνημονίου με την κυβερνητική επίκληση του παράλληλου προγράμματος και με τις διαβεβαιώσεις περί ανάκαμψης και ανάπτυξης.
Στο ενδιάμεσο αυτού του σχήματος «σκληρές» διαπραγματεύσεις που καταλήγουν σε πολλαπλές ήττες για τον ελληνικό λαό.
Αν μεγαλώσουμε το πλάνο και βγούμε από το σχήμα, διαπιστώνουμε μια κοινωνία εξαντλημένη, κατεστραμμένη, μια κοινωνία εκτός πεδίου ζωής. Την ίδια στιγμή διαπιστώνουμε μια κοινωνία αδύναμη και ηττοπαθή, μια κοινωνία που μοιρολατρικά υπομένει καθώς έχει πεισθεί ότι το μνημονιακό καθεστώς αποτελεί μονόδρομο.
Δραστήριο ρόλο προκειμένου ο ελληνικός λαός, που τον Ιούλη του 2015 προέβαλε μια πρωτοφανή για τα παγκόσμια δεδομένα αντίσταση, να αποδεχτεί τη λογική του αναπόδραστου ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός. Ο ίδιος είναι που καλλιέργησε το περιβάλλον του αναπόδραστου και του μονόδρομου αφού αριστοτεχνικά εγκαθίδρυσε τη λογική ότι αφού δεν μπόρεσε αυτός δεν γίνεται αλλιώς.
Επειδή όμως Αριστερά χωρίς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει, γιατί πολύ απλά παύει να είναι Αριστερά, όπως έχει πάψει και ο ΣΥΡΙΖΑ, στόχος μου είναι να αναδείξω τι θα μπορούσε να έχει γίνει και δεν έγινε, επειδή δεν υπήρχε η πολιτική βούληση να γίνει και όχι επειδή δεν γινόταν να γίνει.
Κυρίως επιδιώκω έναν τέτοιο στόχο, την περιγραφή δηλαδή μιας εναλλακτικής λύσης, καθώς είμαι βαθιά πεπεισμένη ότι στη σημερινή κατάσταση αφενός έχω την πολιτική υποχρέωση να αναδείξω μια διαφορετική πολιτική δυνατότητα, αφετέρου για την ελληνική κοινωνία προβάλλει ως κοινωνική αναγκαιότητα ένας άλλος δρόμος.
Θα εστιάσω λοιπόν στον πλέον κρίσιμο πυλώνα, τον τραπεζικό, για λόγους ευνόητους, κυρίως όμως γιατί είναι ο πυλώνας που διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στην εξέλιξη της κρίσης και αντιμετωπίστηκε από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις με συγκεκριμένο στόχο, με συγκεκριμένο ιδεολογικό περιεχόμενο και με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα.
1. Η κρίση ήταν των τραπεζών
Ενώ διανύουμε τον έκτο χρόνο της μνημονιακής καταστροφής, ακρωτηριάζοντας με ευκολία μισθούς και συντάξεις, επιβάλλοντας δυσβάσταχτους και άδικους έμμεσους φόρους, ξεπουλώντας τα δημόσια αγαθά μας, γκρεμίζοντας το ασφαλιστικό, υπονομεύοντας τη δημόσια υγεία και τις εργασιακές σχέσεις, κανείς ούτε από τους διεθνείς οργανισμούς, ούτε όμως και από τις ελληνικές κυβερνήσεις, δεν ερεύνησε, δεν τοποθετήθηκε και δεν ήλεγξε το εξωτερικό χρέος του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος.
Το ρόλο του δηλαδή στην παραγωγή της κρίσης.
Κανείς εκτός της Επιτροπής Αλήθειας της Βουλής, η οποία και για το λόγο αυτό υποχρεώθηκε σε παύση των εργασιών της, αφού τα πορίσματά της ήταν πλέον σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική που είχε επιλέξει η κυβέρνηση Τσίπρα.
Από τα στατιστικά λοιπόν στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος προκύπτει ότι με το τέλος του 2009 το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα είχε συνολικό εξωτερικό δανεισμό της τάξης των 163 ( ! ) δις ευρώ, εκ των οποίων τα 120 δις ευρώ ήταν βραχυπρόθεσμης διάρκειας, που έπρεπε να εξοφληθούν εντός του 2010 πλέον των τόκων.
Από τα ίδια στοιχεία αποκαλύπτεται ότι οι υποχρεώσεις εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους της Γενικής Κυβέρνησης για το 2010 ήταν μικρότερες των 10 δις ευρώ πλέον των τόκων, πλέον του ελλείμματος του 2009. Αυτό σημαίνει ότι κινείτο σε αποδεκτό μέγεθος από τις αγορές, ώστε να συνεχίζουν να μας δανείζουν με τους ίδιους ευνοϊκούς όρους.
Λόγω του ότι η κρίση μέχρι τότε ήταν χρηματοπιστωτική όλοι κατάφευγαν για ασφάλεια σε τοποθετήσεις κρατικού χρέους. «Όσοι αισθάνονται ανασφάλεια με τις τράπεζες ας αγοράσουν ομόλογα του Ρουμανικού Δημοσίου» είχε δηλώσει ο Διοικητής της εκεί Κεντρικής Τράπεζας όταν τον πίεζαν να παράσχει εγγυήσεις για τις καταθέσεις του ρουμανικού τραπεζικού συστήματος, αντίθετα με τον τότε Έλληνα υπουργό Οικονομικών, κ. Αλογοσκούφη.
Παγκοσμίως οι τράπεζες τότε είχαν δυσκολία στη κάλυψη των χρηματοδοτικών τους κενών και όπως φαίνεται από το audit report του Government Accountability Office των ΗΠΑ το 2011, που διενεργήθηκε κατόπιν παρέμβασης του γερουσιαστή Bernie Sanders, η FED το 2009 είχε δανείσει στις γερμανικές τράπεζες ιλιγγιώδη ποσά, γεγονός που διάφοροι αναλυτές σχολίαζαν τότε ως τη μεγάλη διάσωση της Γερμανίας από τη FED.
Φαντασθείτε, λοιπόν, αν οι ΗΠΑ προς εξασφάλιση, όπως ισχυρίζεται η Γερμανία για την Ελλάδα, της είχαν επιβάλει ένα μνημόνιο αντίστοιχο του ελληνικού.
2. Αλλά και η σωτηρία αφορούσε μόνον τις τράπεζες
Η άπληστη ελληνική τραπεζοκρατία είχε εγκλωβιστεί, καθώς για να παράγει περισσότερα κέρδη κάλυπτε τα χρηματοδοτικά της κενά μέσω βραχυπρόθεσμου δανεισμού, λόγω χαμηλότερου κόστους.
Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 χρησιμοποιώντας αλόγιστα και επικίνδυνα τις αποταμιεύσεις των Ελλήνων καταθετών, είχε πλημμυρίσει με θαλασσοδάνεια πολιτικά κόμματα, πολιτικούς, ΜΜΕ και όλη την παρασιτική οικονομική ελίτ, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη σιωπή των ΜΜΕ μέσω και της διαφημιστικής δαπάνης που απλόχερα μοίραζε.
Ήταν τότε λοιπόν η στιγμή που για τη σωτηρία της, χρησιμοποίησε την κυβέρνηση Καραμανλή, κυρίως όμως την κυβέρνηση Παπανδρέου, ώστε να κατασκευάσει δημοσιονομικό πρόβλημα και να ζητήσει τη βοήθεια διεθνών οργανισμών.
Πρόθυμα η τότε κυβέρνηση με το επιχείρημα του «πιστολιού στο τραπέζι» και τις ευλογίες σύσσωμης της κλεπτοκρατίας έθεσε τη χώρα υπό κατοχή.
Με την έγκριση του πρώτου προγράμματος η ΕΚΤ ενεργοποίησε τον μηχανισμό του ΕΛΑ, μέσω του οποίου η ελληνική τραπεζοκρατία έλαβε ρευστότητα και εξόφλησε τις διατραπεζικές της υποχρεώσεις κυρίως προς γαλλογερμανικές τράπεζες και διασώθηκε, ενώ με τα ποσά των προγραμμάτων «διάσωσης», όπως επισημαίνει και το ESCEM Βερολίνου, εξοφλήθηκαν οι ιδιώτες πιστωτές του Ελληνικού Δημοσίου.
Επίσης, με αφορμή την αναταραχή που προκάλεσε η «ελληνική κρίση», το καλοκαίρι του 2010 η ΕΚΤ ενέκρινε ειδικό πρόγραμμα και αγόρασε τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που είχαν στη κατοχή τους πάλι κυρίως γαλλογερμανικές τράπεζες, μετατρέποντας έτσι την ΕΚΤ σε πιστωτή του ελληνικού κράτους.
3. Πρώτα η σωτηρία των γερμανικών τραπεζών
Η ελληνική κρίση εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης με παρόμοια οικονομική δομή, κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου, με συνέπεια η Γερμανία που ήλεγχε τα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας να φαντάζει ως η μόνη ασφαλής χώρα και να προκαλέσει ροές κεφαλαίων προς αυτήν, της τάξης των 600 δις, προκειμένου να διασωθεί η ίδια από ενδεχόμενη χρεοκοπία.
Το 2009 αναλυτές εκτιμούσαν ότι από τα 2,5 τρις $ τοξικών ομολόγων που είχε εξαγάγει προς την Ευρώπη ο αμερικανικός χρηματοπιστωτικός τομέας, τα 1,7 τρις $ τα διακρατούσαν γερμανικές τράπεζες.
Για τις «υπηρεσίες» του ο τέως πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου τιμήθηκε το 2011, τόσο από τη Γερμανική Δημοκρατία με το ανώτερο παράσημό της, όσο και από τη Deutsche Bank.
4. Αν αφήναμε τις τράπεζες να «χρεωκοπήσουν» θα χάνονταν οι καταθέσεις του ελληνικού λαού
Αρχικά, δεν είχαν πρόβλημα όλες οι τράπεζες και κυρίως οι άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από το Δημόσιο δεδομένου ότι οι δυσκολίες ρευστότητας παρατηρούνταν κυρίως στις μεγάλες ιδιωτικές που αν είχαν κρατικοποιηθεί το 2008, όπως συνέβη σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, δεν θα είχαν ούτε αυτές.
Η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε τότε ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης μιας τράπεζας δικαιώματα στο ενεργητικό της είχαν κατά σειρά οι εργαζόμενοι, το Δημόσιο, οι καταθέτες, οι ομολογιούχοι, οι διατραπεζικοί δανειστές και οι μέτοχοι.
Δεδομένου ότι τότε οι μέτοχοι, οι διατραπεζικοί δανειστές και οι ομολογιούχοι αποτελούσαν περίπου το 40% του παθητικού των προβληματικών τραπεζών στους οποίους και θα καταλογίζονταν η συνολική ζημία, κανένα κίνδυνο δεν διέτρεχαν οι καταθέτες.
Απλά μετά την εκκαθάριση θα μεταβιβάζονταν έναντι συμβολικού τιμήματος του ενός ευρώ σε άλλον ιδιώτη συνεχίζοντας ομαλά τη λειτουργία τους, πράγμα που συνέβη με την αρχαιότερη τράπεζα της Αγγλίας (Barings) το 1996 αλλά και στην Αυστρία το 2009 όταν εκκαθαρίστηκε τράπεζα με ύψος ενεργητικού 50 περίπου δις ευρώ.
Ποιος όμως από το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος είχε καθαρό φάκελο και την πολιτική βούληση, ώστε να υλοποιήσει κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα όταν αυτό θα αφορούσε την Eurobank ή την Alpha ή την Πειραιώς;
– Κανείς!
5. Μόνος στόχος να μην καταστεί ξανά η Γερμανία ο μεγάλος ασθενής του Βορρά
Οι ροές κεφαλαίων από τις χώρες του Νότου προς τη γερμανική οικονομία συνέβαλαν ώστε να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού του γερμανικού Δημοσίου και των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η γερμανική οικονομία συνολικά να επωφελείται κατά μέσο όρο ετησίως από το 2010 και μετά με το ποσό των 100 περίπου δις ευρώ.
Επίσης, η κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου αυξήθηκε κατά περίπου 1,5 τρις ευρώ με συνέπεια να αυξηθούν ανάλογα οι κεφαλαιοποιήσεις των εταιρειών αλλά και οι συμμετοχές των ασφαλιστικών ταμείων.
Παράλληλα, οι ροές εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού από τις χώρες που πλήττονται από την κρίση βοήθησαν στη συγκράτηση του εργασιακού κόστους και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας.
Βεβαίως, τα αρνητικά επιτόκια για τόσο μεγάλο διάστημα που έχει αναγκαστεί να εφαρμόζει η ΕΚΤ ώστε να αντιμετωπιστεί η ευρωπαϊκή πολιτική λιτότητας που επιβάλλει η Γερμανία (πολιτική φτωχοποίησης του γείτονα) μέσω των θεσμών που ελέγχει, έχουν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση (φούσκες) των αγορών ομολόγων, χρηματιστηρίου και της κτηματικής αγοράς στη γερμανική οικονομία.
Έτσι, στη περίπτωση που αντιμετωπιζόταν με ορθολογικές πολιτικές η κρίση των χωρών του Νότου και αυτές ανέκαμπταν οικονομικά τότε, λόγω των χαμηλών αποτιμήσεων που επικρατούν σε αυτές, θα αντιστρέφονταν οι ροές κεφαλαίων προς αυτές αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού και νομοτελειακά θα επηρέαζαν αρνητικά τη γερμανική οικονομία.
Η στάση επομένως της γερμανικής ελίτ στην αντιμετώπιση της κρίσης δεν πηγάζει από ιδεοληψία, αλλά από πραγματική ανάγκη εθνικού της συμφέροντος, ώστε σε βάρος των εταίρων της, να μην καταστεί ξανά η Γερμανία ο μεγάλος ασθενής του Βορρά. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αξιολογήσουμε την εξομολόγηση του πρώην Έλληνα υπουργού Οικονομικών όταν επισήμανε στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι το ελληνικό πρόγραμμα με τις παραμέτρους που έχουν τεθεί θα αποτύχει και εκείνος αφοπλιστικά του ανταπάντησε «μα για αυτό έχει δομηθεί έτσι».
6. Τhere is no alternative?
Κι ερχόμαστε στο κρίσιμο πια θατσερικό δόγμα το οποίο υπηρέτησαν πιστά όλες οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής.
«Στόχος μας είναι αυτή η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να είναι η τελευταία», είχε υπογραμμίσει ο νυν πρωθυπουργός, κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εν όψει της κατάθεσης στη Βουλή του νόμου για την ανακεφαλαιοποίηση.
Με ευχολόγια όμως και χωρίς συντεταγμένο σχέδιο προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, ήταν από τότε βέβαιο ότι και η ανακεφαλαιοποίηση του 2015 θα αποτύγχανε.
Αν μάλιστα δούμε ότι και σε αυτή τη νέα ανακεφαλαιοποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ ακολουθήθηκε σκόπιμα η πεπατημένη των προηγούμενων αποτυχημένων κεφαλαιακών ενισχύσεων, ο κίνδυνος ήταν από τότε προδιαγεγραμμένος. Και αυτό το ήξερε η ελληνική κυβέρνηση.
Θυμίζω και υπογραμμίζω ότι μέχρι σήμερα στοίχισαν στον Έλληνα φορολογούμενο πάνω από 60 δις ευρώ λογιστικοποιημένου χρέους και υπερδιπλάσιου αφανούς, μέσω εγγυήσεων, που ενδεχομένως κάποτε να λογιστικοποιηθεί.
Είναι γνωστό ότι μέχρι τώρα, για να ικανοποιηθούν οι κυριαρχούσες ιδεοληψίες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και οι επιλεκτικές σχέσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος με το τραπεζικό κατεστημένο, υλοποιήθηκαν τέτοιοι όροι, όπου το μεν Δημόσιο συνεισέφερε τα πολλά, οι δε ιδιώτες επενδυτές, κερδοσκοπικού κυρίως χαρακτήρα, ψίχουλα, έναντι των οποίων ήλεγχαν και ελέγχουν τη διοίκηση και την ιδιοκτησία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της παγκόσμιας αυτής πρωτοτυπίας ήταν να διατηρηθούν στους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς ομίλους οι ανεπαρκείς διοικητικές πυραμίδες, όπως αυτές είχαν δομηθεί πριν από την κρίση, παρά τις κυρίαρχες ευθύνες τους για την πτώχευση των οργανισμών που διοικούσαν και την κατάρρευση της χώρας.
Η αποδοχή των εν λόγω διοικήσεων από τους μετόχους (ιδιώτες και κράτος) αντανακλά την πλήρη παράδοση του συστήματος στους κερδοσκόπους «επενδυτές».
Ένα συντεταγμένο όμως σχέδιο, επιπέδου ευνομούμενης χώρας και όχι νεο-αποικίας, θα προέβλεπε συγκεκριμένα βήματα, τα οποία θα απαντούσαν σε συγκεκριμένες ανάγκες. Πρώτο βήμα με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είναι η μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου σε κοινές τραπεζικές μετοχές, ώστε ο εναπομείνας να αποτελεί το 10% των σημερινών εποπτικών τους κεφαλαίων, όπως ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ 10% στη Γερμανία ή έστω 25% στην Πορτογαλία και όχι το 60% εγγυημένου μάλιστα από το Δημόσιο ποσοστού, όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα από την σχετική τροπολογία του κυρίου Χαρδούβελη.
Ακολούθως και σύμφωνα με το νόμο ήταν απαραίτητο να εφαρμοστεί η Ντιρεκτίβα 4119 της ΕΕ που ήταν σε ισχύ από την 1η Αυγούστου 2013 μέχρι το τέλος του 2015. Η εν λόγω Ντιρεκτίβα προέβλεπε ότι όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες αφού είχαν προηγουμένως λάβει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και εφόσον είχαν βρεθεί με κεφαλαιακό έλλειμμα, τότε το σύνολο των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων, θα έπρεπε να καλυφθεί πρωτογενώς από τους υφιστάμενους ιδιώτες μετόχους.
Σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης, τότε και μόνον τότε, υποχρεούται να παρέμβει το Δημόσιο, προκειμένου να μη θιχτούν η κεφαλαιακή συμμετοχή του Δημοσίου, τα ομόλογα ρευστότητας και οι καταθέσεις, αλλά να υποστούν ανάλογη απομείωση η μετοχική συμμετοχή των ιδιωτών μετόχων και δευτερευόντως τα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης. Η ελληνική κυβέρνηση ως εκ τούτου θα έπρεπε πρωταρχικά να είχε απαιτήσει από τους υφιστάμενους ιδιώτες μετόχους να καλύψουν το κεφαλαιακό έλλειμμα. Ο σημερινός όμως σκοτεινός κύκλος που λυμαίνεται το τραπεζικό σύστημα της χώρας μας με τα λεφτά των άλλων, με την επιβολή ενός τέτοιου καθεστώτος νομιμότητας και λογοδοσίας, είναι βέβαιο ότι θα είχε αποδράσει, προβάλλοντας επιχειρήματα ληγμένου νεοφιλελευθερισμού.
Επομένως, δεδομένου ότι ήταν αναγκαίο να κεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αυτό έπρεπε να γίνει με τη συμμετοχή του Δημοσίου και ταυτόχρονα ήταν απαραίτητο η κυβέρνηση να απευθυνθεί σε διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ομίλους για τη συμμετοχή τους στην ανακεφαλαιοποίηση.
Η τεχνογνωσία και η εξειδίκευση που διαθέτουν οι παραπάνω οργανισμοί θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Η συμμετοχή παρόμοιων ομίλων θα εξασφάλιζε την αναβάθμιση του τραπεζικού συστήματος, τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του, ώστε να είχε ανακτηθεί και η διαρκής ρευστότητα του συστήματος.
Ένα τέτοιο τραπεζικό σύστημα μπορούσε καταλυτικά να συμβάλει στην εξέλιξη του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας, ιδιαίτερα στους τομείς (και είναι αρκετοί ) που η χώρα μας διαθέτει σοβαρά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Παράλληλα η όποια συμμετοχή ιδιωτών στην ανακεφαλαιοποίηση ήταν απαραίτητο να γίνει με κίνητρα, αλλά να εξασφάλιζε τη μακροχρόνια επένδυση (π.χ. σε ορίζοντα 15ετίας ), ώστε να είχε αποτραπεί η οποιαδήποτε συμμετοχή κερδοσκοπικών κεφαλαίων, που κύριο μέλημά τους είναι το άμεσο κέρδος.
Είναι πλέον σαφές για την παρούσα κυβέρνηση ότι τόσο η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης, που ήταν μια άκρως συστημική διαδικασία, όσο και ο ρόλος του κράτους στο τραπεζικό σύστημα, που είναι μια άκρως πολιτική απόφαση, εξελίχθηκαν με πρόθεση σε συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένη λογική.
Η ανακεφαλαιοποίηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το δόγμα Δραγασάκη και επελέγη διαδικασία μέσω της οποίας το Ελληνικό Δημόσιο λογιστικοποίησε ζημιές της τάξης των 41 περίπου δις ευρώ και παρέδωσε το τραπεζικό σύστημα σε καιροσκόπους μετόχους αντί πινακίου φακής, καθώς τότε ο αντιπρόεδρος εκτιμούσε ότι έτσι θα εξυπηρετούσε τους φίλους του τραπεζίτες.
Τελικά, η τακτική του αντιπροέδρου και συνολικά βέβαια της κυβέρνησης, υπερκεράστηκε από τους πιο έμπειρους νυν ‘κερδοσκόπους’ πρώην ‘επενδυτές’ που σε συνεργασία με το SSM εκδιώκουν από το σύστημα τους φίλους του Αντιπρόεδρου, εμφανιζόμενοι μάλιστα και ως εξυγιαντές του συστήματος ενώ η τοπική ελίτ δακρύζει για τον αφελληνισμό του συστήματος.
Είναι πλέον σαφές ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε – αν ήθελε – να επιχειρήσει την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος σε συνεργασία με τον SSM, δηλαδή ακολουθώντας μια άκρως συστημική λογική, σαν κι αυτή που ακολούθησαν άλλες χώρες, με όρους επωφελείς για τη χώρα.
Αυτή η ιστορική αναφορά από το 2010 στο τραπεζικό σύστημα φτάνοντας έως τις μέρες της παρούσας κυβέρνησης εξάγει κάποια συμπεράσματα :
Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας διεκπεραίωσαν τη διάσωση της Γερμανίας με τίμημα την καταστροφή του ελληνικού λαού.
Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας άφησαν ανέγγιχτο το εγχώριο κλεπτοκρατικό τραπεζικό σύστημα.
Όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μπορούσαν να συμπεριφερθούν διαφορετικά. Το γεγονός ότι δεν ήθελαν έχει πολιτικό δόλο, πολιτική πρόθεση, αποτελεί πολιτική απόφαση.
Παρόμοιες αποδείξεις θα μπορούσα να εισφέρω στη συζήτηση αν επιχειρούσα να φωτίσω άλλες πλευρές της μνημονιακής συνειδητής υποταγής των ελληνικών κυβερνήσεων, υπογραμμίζοντας για τη σημερινή κυβέρνηση τα εξής κρίσιμά θέματα:
Το χρέος της Ελλάδας
Την υπόθεση της Siemens
To ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας
Το έλλειμμα της ΕΛΣΤΑΤ
Τις γερμανικές οφειλές.
Οι λόγοι λοιπόν που αναλαμβάνω δραστήρια πρωτοβουλία στη συγκρότηση του Νομικού Φορέα που εξήγγειλε η Ζωή Κωνσταντοπούλου, είναι ζωτικής σημασίας.
Χρειαζόμαστε ένα φορέα, αφού η χώρα έχει παραδοθεί, που θα ελέγξει, θα εξετάσει και θα παρέμβει στις υποθέσεις αυτές. Ρόλος μου η διασύνδεση του φορέα με την Ευρώπη.
Πρώτη προτεραιότητα είναι να καταδείξουμε ότι όπως και για τις τράπεζες υπάρχει εναλλακτική πρόταση, εναλλακτική λύση, η οποία όμως με δόλο δεν προκρίνεται από την ελληνική κυβέρνηση. Να γκρεμίσουμε δηλαδή τη λεγόμενη ΤΙΝΑ, την οποία με θέρμη υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση και να αγωνιστούμε ώστε να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από την παράδοση των κλειδιών της χώρας.
Παράλληλη προτεραιότητα ο εμπλουτισμός της κοινωνίας και των κινημάτων με στιβαρά εργαλεία, ώστε να αγωνιστούν για αυτήν την εναλλακτική πολιτική πρόταση διάσωσης της Δημοκρατίας, της Αλήθειας, της Δικαιοσύνης και της Κοινωνίας.
Ζητούμενο βέβαια αδιαπραγμάτευτό όλων αυτών είναι η τιμωρία των φυσικών και των ηθικών αυτουργών όλων των κυβερνήσεων που συνέβαλαν με πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις στην εξόντωση του λαού μας, στην καταρράκωση της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης, στη δυσβάσταχτη επιτροπεία, στη διάσωση των κλεπτοκρατών.
Τέλος, η έξοδος από την κρίση, η οποία σαφώς συνεπάγεται την άρνηση του διαρκούς μνημονίου που προετοιμάζουν τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια, προϋποθέτει ταυτόχρονα την εκπόνηση ενός σχεδίου ανάγκης, ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, ενός σχεδίου τόνωσης της κοινωνικής συνοχής και της εγχώριας οικονομίας. Πρόκειται για ένα σχέδιο που δεν θα καταστρωθεί σε ερμητικά κλειστές πόρτες κάποιων ηγετικών ομάδων, αλλά με τη συμμετοχή και άρα την πλήρη γνώση του από τους πολίτες.
Ο δρόμος είναι μακρύς, είναι δύσκολος, αλλά αξίζει!
πίσω στα περιεχόμενα: