τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες:


Το κακό έρχεται από πιο μακριά


Ένας σύγχρονος συστημικός δικομματισμός – ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Δημοκρατία – έχει εγκατασταθεί στο πολιτικό εποικοδόμημα της ελληνικής μετα-δημοκρατίας κατ’ αναλογίαν με τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου οι παλαιότερες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ σοσιαλιστικών/σοσιαλδημοκρατικών και δεξιών κομμάτων έχουν καταλυθεί και οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση στον παγκοσμιοποιημένο (νεο)φιλελεύθερο καπιταλισμό φαντάζει ανέφικτη.

Όσον αφορά τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, η Ροσάνα Ροσάντα έχει δίκιο. «Στο γύρισμα του αιώνα από την αριστερά, ακόμα και την πιο μετριοπαθή, δεν απομένει τίποτα» .[1] Δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να αγνοήσω σημερινές δυνάμεις όπως το Μπλόκο στην Πορτογαλία, οι Unidos Podemos στην Ισπανία, το κόμμα του Μελανσόν στη Γαλλία, το Die Linke στη Γερμανία ή οι μικρές διάσπαρτες αριστερές οργανώσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Η παρουσία τους δημιουργεί αναχώματα και στηρίζει αντιστάσεις αλλά δεν μπορεί να φωτίσει ένα επίκαιρο χειραφετητικό όραμα για μια άλλη πορεία της Ευρώπης και του κόσμου που προχωρούν στα σκοτεινά προς ένα εξαιρετικά δυσοίωνο μέλλον.

«Το κακό έρχεται από πιο μακριά» λέει ο Αλαίν Μπαντιού, στο πρόσφατο μικρό βιβλιαράκι με τον ίδιο τίτλο, και συνδέεται «με την ιστορική αποτυχία του κομμουνισμού». «Όταν κάνω λόγο εδώ για κομμουνισμό», εξηγεί, «αναφέρομαι στην ονομασία που δόθηκε ιστορικά σε μια στρατηγική αποσυνδεδεμένη από την ηγεμονική καπιταλιστική δομή. Αυτή η αποτυχία επισφραγίστηκε, θα μπορούσε να πει κανείς, στα μέσα της δεκαετίας του 1970».[2] Αυτή η αποτυχία, καλύτερα το ναυάγιο της ελπίδας για έναν άλλο (εφικτό) κόσμο στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αρκετά αργότερα στην Κίνα και σε καθεστώτα που προέκυψαν από μεγάλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, όπως αυτό του Βιετνάμ που συγκλόνισε τον κόσμο, έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστορικών αναλυτών και θεωρητικών της Αριστεράς που υποδεικνύουν δομικές στρεβλώσεις και ανιχνεύουν κατευθύνσεις για το μέλλον. Αντίθετα, τα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης – ο ιστορικός ευρωκομμουνισμός – και οι επαναστάσεις/εξεγέρσεις στις ανατολικές χώρες – Ουγγρική επανάσταση, Άνοιξη της Πράγας, Αλληλεγγύη – ενώ άσκησαν έμπρακτη κριτική και αναζήτησαν μια νέα στρατηγική για τον σοσιαλισμό (κυρίως αυτή του δημοκρατικού δρόμου) έχασαν σταδιακά την ηγεμονία των ιδεών τους και μεταλλάχτηκαν/διαλύθηκαν, ώστε σήμερα να μη μένει σχεδόν τίποτα από τα μαζικά εγχειρήματα ανανέωσης του σοσιαλισμού και τους μεγάλους αγώνες που συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Θέτω τα παραπάνω ζητήματα γιατί διατείνομαι προκαταβολικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ που υπέγραψε το τρίτο επαχθέστερο μνημόνιο δεν δημιουργήθηκε τη νύχτα της μεγάλης αγρύπνιας αλλά είναι προϊόν – και όχι μοναδική περίπτωση – αλλεπάλληλων μεταλλάξεων που διέλυσαν την ιστορική Αριστερά και κατέστησαν ανενεργή την ιδέα ότι οι καταπιεσμένες τάξεις και οι λαοί μπορούν να οικοδομήσουν ένα κοινό κόσμο χωρίς πολέμους, εγκλεισμούς, μαζικές γενοκτονίες, περιθωριοποίηση τεράστιων πληθυσμών, φτώχεια και καταστροφή του πλανήτη.

Είναι απορίας άξιον το πώς η σημερινή κατάσταση δεν προβληματίζει σοβαρά σχεδόν καμιά από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ είτε αυτές που παρέμειναν και στηρίζουν την κυβέρνηση είτε αυτές που εγκατέλειψαν το κυβερνητικό τρένο λίγο πριν εκτροχιαστεί από τις αντιμνημονιακές ράγες της σύντομης ιστορίας του.

Το βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι – «Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε…» / «Μία κατάθεση για τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ» – δημοσιοποιεί σοβαρές ενστάσεις που προβλήθηκαν από τον χώρο της ΚΟΕ σε κρίσιμες στιγμές της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία. Δεν επηρέασε, όμως, τις αποφάσεις του προεδρικού κέντρου. Οι πρώην συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που μετέχουν σήμερα στο εγχείρημα της ΛΑΕ θεωρούν, αν και δεν έχουν προχωρήσει σε δημόσια αποτίμηση εφ’ όλης της ύλης, ότι καθοριστική αιτία των εξελίξεων υπήρξε η απουσία σχεδίου B ως εάν ο ΣΥΡΙΖΑ να είχε σχέδιο A που έθεσε σε εφαρμογή με την άνοδο στην κυβέρνηση.

Η αλήθεια είναι ότι από την πολυδιασπασμένη εσωτερική γεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε ένα κείμενο κοινών θέσεων – με το σχέδιο B ως τροπολογία – όχι ένα πολιτικό σχέδιο θέσεων και προϋποθέσεων σύγκρουσης με τις κυρίαρχες τάξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα για την ανατροπή της λιτότητας και τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέκτησε ποτέ ένα πραγματικό σχέδιο A, πολύ περισσότερο ένα σχέδιο B, που προϋποθέτει την ύπαρξη σχεδίου Α. Γιατί τα σχέδια των μεγάλων ανατροπών, όπως αυτές που επαγγελλόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι γενικές ιδέες ούτε διακηρύξεις ομάδων επί χάρτου, λέξεις που προστίθενται και αφαιρούνται με βάση τους συσχετισμούς. Αποτελούν – πρέπει να αποτελούν – συλλογικό έργο του κόμματος, που εργάζεται για τη διέξοδο από την κρίση με βαθιά γνώση των πραγματικών οικονομικών/παραγωγικών δεδομένων της χώρας, των ταξικών συσχετισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, όπως και των άμεσων αποφάσεων τις οποίες θα πρέπει να λάβει η κυβέρνηση της Αριστεράς τόσο στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων (έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, αθέτηση πληρωμών, νομοθετικές ρυθμίσεις κ.λπ.) όσο και στην περίπτωση εξόδου από την Ευρωζώνη (αλλαγή νομίσματος, παρεμβάσεις στην οικονομία, κ.λπ.).

Πρωτίστως, όμως, τα σχέδια της κοινωνικής απελευθέρωσης από τα μνημόνια δεν μπορούν να συγκροτηθούν, πολύ περισσότερο να πραγματοποιηθούν, χωρίς να επιστρατευτεί η γνώση και η αυτοπρόσωπη συμμετοχή των πραγματικών παραγωγών του κοινωνικού πλούτου και η αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν και να οικοδομήσουν τις υλικές και ηθικές προϋποθέσεις της ζωής τους. Χωρίς δηλαδή να συγκροτηθεί με υλικούς όρους η μεγάλη λαϊκή συμμαχία των κοινωνικών τάξεων τις οποίες καταστρέφουν τα δεσμά του χρέους, οι δανειακές συμβάσεις και οι μνημονιακές πολιτικές. Όλες οι σημαντικές αλλαγές ιστορικά υπήρξαν έργο των αποκάτω – του απλού λαού, όχι άμαζων κομμάτων που επιδιώκουν να τον αντιπροσωπεύσουν, κερδίζοντας μια θέση στη γωνία ενός, κατά τα άλλα, συντηρητικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Γι’ αυτό και τα αριστερά κόμματα γίνονται μαζικά και εν δυνάμει φορείς μεγάλων ανατροπών μόνο όταν οι λαϊκές τάξεις εισβάλλουν στη σκηνή της ιστορίας.

Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου δημιούργησε ένα καθυστερημένο ρήγμα στις δυνάμεις που συνέθεσαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί οι αρνητές αυτής της υπογραφής να μην είχαν προβάλει ένα εναλλακτικό σχέδιο για τα βασικά επίδικα τα οποία αναφέρθηκαν ήδη – πράγμα που εκφράζει μια βαθύτερη αδυνατότητα της ιστορικής Αριστεράς – σε κάθε περίπτωση όμως το ΟΧΙ των βουλευτών/τριών στο τρίτο μνημόνιο, σε αντιστοιχία με το λαϊκό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, θέτει έμπρακτα τα όρια ανάμεσα στην Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς πάντως να φωτίζει ένα καινούργιο δρόμο, ικανό να κινητοποιήσει την κοινωνική πλειοψηφία που βυθίζεται στη φτώχεια και την απελπισία. Ανάμεσα στο ΟΧΙ και τη συνυπογραφή νέων δεινών για τις λαϊκές τάξεις υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα πρωτίστως ηθικής τάξεως. Γιατί αν η αριστερά πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο δεν υπάρχει δυνατότητα παραμονής στην αριστερή όχθη.

 

Η δημιουργία και η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ

Ήταν προδιαγεγραμμένες οι εξελίξεις ; Νομίζω ναι.

Οι ρίζες της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκονται σε λάθη τακτικής αλλά σε θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογικής ταυτότητας, των πολιτικών αντιλήψεων, της οργανωτικής συγκρότησης και των σχέσεων του κόμματος με την κοινωνία. Ανακαλώντας τη φράση του Αλαίν Μπαντιού στα καθ’ ημάς, πιστεύω ότι «το κακό έρχεται από πιο μακριά». Έχει αφετηρία στην περίοδο των μεγάλων αλλαγών στα κόμματα της κομμουνιστικής Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε δημιούργημα διαδοχικών συγκολλήσεων διαφορετικών οργανώσεων, ομάδων και ανένταχτων της Αριστεράς. Ουδέποτε οι δυνάμεις αυτές βρήκαν κοινό πολιτικό βηματισμό παρά μόνο όταν άρχισε να γίνεται ορατή η μνημονιακή καταστροφή της χώρας και η προοπτική μαζικής απεμπλοκής της πληττόμενης κοινωνίας από τα δύο συστημικά κόμματα, επομένως πιθανής στροφής της σε ό,τι αποτελούσε τη στιγμή εκείνη την ενεργή, αντιπολιτευτική Αριστερά – το ΚΚΕ είχε προ πολλού παγώσει στο χρόνο.

Βασικός κορμός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο Συνασπισμός που μέχρι τότε είχε de facto την πρωτοβουλία των κινήσεων, συγκεντρώνοντας από παλιά όλες τις παθογένειες της ιστορικής Αριστεράς σε φάση συστημικής προσαρμογής και διάλυσης: μη συντιθέμενες τάσεις και ομάδες, αρχηγισμό, κυβερνητισμό, μηδενικές ταξικές εκπροσωπήσεις, απουσία από τα κοινωνικά μέτωπα, ελάχιστη συμμετοχή νέων ηλικιών. Αυτή η μεγάλη δημόσια εικόνα συσκότιζε την αντιφατική εσωτερική πολιτική γεωγραφία του κόμματος, η ενεργοποίηση της οποίας καθόρισε τις εξελίξεις που οδήγησαν στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Συνασπισμός προέκυψε ως ένα τμήμα του μεγάλου Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, ο οποίος φιλοδόξησε, λίγο πριν την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 και συμμαχώντας με τη Νέα Δημοκρατία, να πάρει τη θέση του ΠΑΣΟΚ, εκτιμώντας ότι η διάλυση και πάντως η δραστική συρρίκνωση του κυβερνώντος κόμματος ήταν σίγουρη. Στη συνάντηση αυτή της ΕΑΡ – του πολύ μικρού κόμματος που προέκυψε από τη συγκρουσιακή αποκομμουνιστικοποίηση του ΚΚΕεσ. – με το ΚΚΕ προστέθηκε σύντομα ένα τμήμα του ΚΚΕεσ. – Ανανεωτική Αριστερά, που εντάχθηκε στο Συνασπισμό και δημιούργησε αργότερα, από κοινού με το αριστερό τμήμα του ΚΚΕ, το Αριστερό Ρεύμα. Η συνάντηση αυτή δεν επηρέασε τις άνευ όρων φιλοευρωπαϊκές εμμονές του κόμματος που ψήφισε το Μάαστριχτ και συνηγόρησε στην ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Να σημειώσουμε ότι εξαρχής το μεγαλύτερο μέρος της ΚΝΕ και αργότερα σύσσωμο το ΚΚΕ αποχώρησαν από τον πρώτο Συνασπισμό.

Όλες οι παραπάνω κινήσεις εντός Συνασπισμού αποτέλεσαν εσωτερικές ανακατατάξεις στο χώρο της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Αριστεράς, χωρίς θεωρητικές/πολιτικές αναφορές στα αίτια της ήττας και στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, με βασική πολιτική στόχευση την κομματική επιβίωση. Δεν ήταν τότε για όλους/ες έτσι τα πράγματα. Ήταν, όμως, έτσι για την πλειοψηφία των μελών και στελεχών που κυβερνούν σήμερα τη χώρα.

Σ’ αυτό το διαταραγμένο εσωτερικό τοπίο του Συνασπισμού έδωσε προσωρινό φιλί ζωής το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Τα μέλη του έλαβαν ενεργό μέρος και συναντήθηκαν με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΔΕΑ, ΚΟΕ), της ΑΚΟΑ και άλλων ομάδων που αναζητούσαν διέξοδο ουσιαστικής επαφής με την κοινωνία. Έτσι, στις εκλογές του 2004 προέκυψε ο ΣΥΡΙΖΑ (Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς) ως άθροισμα του ενιαίου Συνασπισμού, οργανώσεων, συλλογικοτήτων και ανένταχτων της Αριστεράς. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς καλοπροαίρετα – όπως και συνέβη – ότι μετά την κοινοβουλευτική επιβίωση, την εκλογή του Αλέκου Αλαβάνου στη θέση του προέδρου του Συνασπισμού και την αποχώρηση (αργότερα) της μετέπειτα ΔΗΜΑΡ, το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ θα είχε τις πολιτικές προϋποθέσεις να προχωρήσει αριστερά. Δεν έγινε όμως αυτό.

Ο Συνασπισμός αρνήθηκε πεισματικά την ενιαία οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, προκάλεσε διαλυτικές καταστάσεις (εσωτερικές συγκρούσεις στις Ευρωεκλογές, εκπαραθύρωση Αλαβάνου, προσωρινή αποχώρηση ΔΕΑ και ΚΟΕ), πραγματοποίησε de facto ανοίγματα σε πολιτικούς παράγοντες των κομμάτων εξουσίας, γενικά τραυμάτισε την όποια αυτόνομη προοπτική και δυνατότητα ανασύστασης μιας σύγχρονης Αριστεράς δημοκρατικής, ριζοσπαστικής, κοινωνικά γειωμένης και μαχητικής.

Τότε ακριβώς απέκτησε ουσιαστική υπόσταση το άτυπο πολιτικό κέντρο γύρω από τον νέο πρόεδρο του Συνασπισμού Αλέξη Τσίπρα. Επιδίωξε την αποσύνδεση του Συνασπισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές – που όμως δεν προέκυψε – και χειρίστηκε με τρόπο αριστοτεχνικό, χωρίς καμιά αναστολή, τις εξελίξεις. Διείδε έγκαιρα την απαξίωση των συστημικών κομμάτων, την κοινωνική καταστροφή που θα επέφεραν τα μνημόνια και τη δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα κόμμα με υψηλά εκλογικά ποσοστά, ικανό να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Το 2011 και το 2012 ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε. Οι πλατείες, οι καταλήψεις δημόσιων κτηρίων, οι εργατικές κινητοποιήσεις, η παρουσία της νεολαίας, οι μαζικές αποδοκιμασίες των κυβερνώντων, οι πράξεις ανυπακοής, οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους, η λαϊκή πρωτοβουλία και διαθεσιμότητα, όλ’ αυτά οδήγησαν σε αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές και διαμόρφωσαν μια συγκρουσιακή κατάσταση, ανοιχτή στο μέλλον. Τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μέσα στους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου και παρά ορισμένες αποστασιοποιήσεις της ηγεσίας από θεωρούμενες ως ακραίες ενέργειες, ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφηκε θετικά στη λαϊκή συνείδηση. Αυτή την εξεγερσιακή πραγματικότητα έσπευσε να αξιοποιήσει το προεδρικό κέντρο, προβάλλοντας πολιτική διέξοδο με κυβέρνηση της Αριστεράς και υποσχέσεις ριζικής ανατροπής του καθεστώτος των μνημονίων. Οι σχετικές πρωτοβουλίες οδήγησαν στο 16,9% και στο 27% των επαναληπτικών εκλογών, καθιστώντας, τον Ιούνιο του 2012, τον ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση.

Το ιδιότυπο μετωπικό σχήμα ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετούσε, στην πρώτη φάση δημιουργίας του, τους σχεδιασμούς του άτυπου πολιτικού κέντρου: διαίρει και βασίλευε. Εξυπηρετούσε, όμως, και την κακώς εννοούμενη αυτονομία επιμέρους οργανώσεων και ομαδοποιήσεων που λειτούργησαν σαν να ήταν δεδομένος ένας αριστερός φορέας, ειλικρινής ως προς τον στόχο ανατροπής των μνημονίων, που θα «βελτιωνόταν» με παρεμβάσεις των διαφορετικών ομάδων στην κεντρική «γραμμή». Τούτων δεδομένων ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2012 η δημιουργία ενιαίου κόμματος ώστε αυτό να διεκδικήσει στα σοβαρά την κυβερνητική εξουσία. Η διαδικασία υπήρξε τραγελαφική. Οι συνιστώσες πολλαπλασιάστηκαν – καθώς προστέθηκαν και οι ομαδοποιήσεις του Συνασπισμού – αυτοοργανώθηκαν ως άτυπες φράξιες, απέκτησαν εσωτερική λειτουργία, διεκδίκησαν θέσεις στα όργανα και αξιοποίησαν την ήδη υπαρκτή κοινοβουλευτική τους δύναμη. Το μείζον διακύβευμα της σύγκρουσης του κόμματος και της κοινωνίας με θεούς και δαίμονες στο εσωτερικό της χώρας αλλά κυρίως με την Ευρωπαϊκή Ένωση έμεινε ένας διακηρυκτικός στόχος των κομματικών αποφάσεων. Το τραγικό είναι ότι άνθρωποι αφοσιωμένοι στα κοινωνικά μέτωπα της περιόδου αφομοιώθηκαν ή απομονώθηκαν ή δεν μπόρεσαν μέσα στα προβλήματα των καιρών ν’ αντιδράσουν αποτελεσματικά σε αυτά που ήταν ορατά αν και ανομολόγητα.

Ο κύβος ερρίφθη, λοιπόν, οριστικά όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Η κεντρική γραμμή – με αντιφατική εξαίρεση το κίνημα της ΕΡΤ – επικεντρώθηκε στη μαγική λύση των προβλημάτων της κοινωνίας με την αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι πολιτευόταν ο αλήστου μνήμη δικομματισμός, διαψευδόμενος παταγωδώς, σε πολύ καλύτερες οικονομικοπολιτικές συνθήκες. Έτσι πολιτεύτηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ με σαφείς μεθοδεύσεις και απόλυτο πολιτικό έλεγχο του άτυπου προεδρικού κέντρου στις εξελίξεις. Το κέντρο αυτό δεν ήταν απρόσωπο. Πέραν των λεγόμενων κορυφαίων στελεχών, που συγκροτούσαν τον κεντρικό πυρήνα και καθορίζουν σήμερα την κυβερνητική πολιτική, το κέντρο κινητοποιούσε ένα ευρύτερο δίκτυο προθύμων να υπηρετήσουν με το αζημίωτο τον στόχο: κυβέρνηση και παραμονή στην κυβέρνηση πάση θυσία. Τα γεγονότα είναι πολλά και βοούν (Ευρωεκλογές, αυτοδιοίκηση, προγραμματικές θέσεις, ένταξη ανυπόληπτων προσώπων στο κόμμα εν αγνοία των τοπικών οργανώσεων, αποκλεισμοί των ανυπάκουων, καταστατικές παραβιάσεις, συγκρότηση των ψηφοδελτίων στις πρώτες εκλογές του 2015, κ.λπ., κ.λπ.). Τελικά, η κυβέρνηση Σαμαρά έπεσε με απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Δεν αξίζει να αναφερθούν περισσότερες λεπτομέρειες της τελευταίας αντιπολιτευτικής φάσης του ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα κείμενο που θέλει να θέσει σημαντικά γενικότερα ζητήματα. Σημασία έχει να θυμόμαστε ότι η αχρωματοψία που επέδειξαν στη διαδρομή αυτή όσοι και όσες ήρθαν σε ρήξη ή αποστασιοποιήθηκαν από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ έχει και αυτή ιδεολογική καταγωγή και πολιτικό περιεχόμενο. Συνδέεται με αντιλήψεις για το πώς κερδίζει η Αριστερά την κυβέρνηση και πώς πολιτεύεται όταν αναλάβει την κυβερνητική εξουσία ώστε να ανατρέψει τους ισχύοντες συστημικούς συσχετισμούς.

 

Λογαριάζοντας πώς προχωρούμε

 

Κι’ όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,

όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα

παιδιά μας

και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον

αντιπέρα γιαλό.[3]

Γιώργος Σεφέρης

 

Η κατάρρευση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ ως Αριστεράς αποτελεί και στα καθ’ ημάς μια από τις τελευταίες πράξεις τέλους – δυστυχώς με τη μορφή φάρσας – της ιστορικής παράταξης που διακήρυξε ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα τη δυνατότητα πολιτικής χειραφέτησης και αυτοκυβέρνησης των λαϊκών τάξεων.

Η ιστορία λειτουργεί στη μεγάλη διάρκεια αλλά τέμνεται από πυκνά γεγονότα και συμβάντα που ορίζουν και νοηματοδοτούν τον φαινομενικά αδιαφοροποίητο ιστορικό χρόνο. Ο ιστορικός χρόνος πύκνωσε στη δεκαετία του 1960, λίγο πριν και λίγο μετά, και κορυφώθηκε στο εμβληματικό έτος 1968 της παγκόσμιας επανάστασης. Όπως λέει ο Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν[4] ήταν παγκόσμια γιατί εκδηλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, σε τρεις περιοχές, η κάθε μια των οποίων εθεωρείτο ένας ξεχωριστός «κόσμος» και γιατί καθορίστηκε από την εντυπωσιακή επανάληψη δύο βασικών μοτίβων που εκδηλώθηκαν σχεδόν παντού, με διαφορετικές τοπικές γλώσσες. Πρόκειται για την απόρριψη της αμερικάνικης ηγεμονίας (ιμπεριαλισμός) εκ μέρους των εξεγερμένων, οι οποίοι καταδίκασαν εξίσου την «συμπαιγνία» της Σοβιετικής Ένωσης με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, όπως οι ίδιοι μετέφραζαν τις συμφωνίες της Γιάλτας. Το δεύτερο βασικό μοτίβο ήταν η ανοιχτή καταδίκη της Παλαιάς Αριστεράς (δηλ. των κομμουνιστικών, σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων) με την αιτιολογία ότι ενώ είχαν επιτύχει το πρώτο βήμα – δηλαδή την κατάληψη της κρατικής εξουσίας – δεν είχαν καταφέρει να μεταμορφώσουν τον κόσμο σε κανένα κρίσιμο τομέα.

Ο μεταπολεμικός καπιταλισμός ανέκτησε σταδιακά, από το τέλος της δεκαετίας 1970, το χαμένο έδαφος με μια στρατηγική της οποίας βασικός πυρήνας, ορατός στο τέλος του 20ού αιώνα είναι η (νεο)φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου. Η στρατηγική αυτή άλλαξε δραματικά τον παγκόσμιο χάρτη, ο οποίος ενοποιήθηκε, κατά κάποιον τρόπο, με την κατάρρευση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου και την ένταξη της Κίνας στο καπιταλιστικό σύστημα. Το κεφάλαιο απέκτησε τεράστια ισχύ, αυτονομήθηκε από τον έλεγχο των εθνικών κρατών και από τα κοινωνικά συμβόλαια στις χώρες που είχαν υπάρξει, ενσωμάτωσε στις ανάγκες κερδοφορίας του σχεδόν όλους τους τομείς της υλικής και πνευματικής παραγωγής, καθώς και μεγάλες περιοχές του κόσμου, που διατηρούσαν δυνατότητες αναπαραγωγής των κοινωνιών μέσα από παραδοσιακούς τρόπους παραγωγής.

Σήμερα τα κράτη δεν είναι παρά οι τοπικοί διαχειριστές αυτής της τεράστιας παγκόσμιας δομής και τα οικονομικά μεγέθη των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων είναι ανάλογα με εκείνων μιας μέσης χώρας. Δεν υπάρχει κανένα «τέλος των αποικιακών επεμβάσεων», υπάρχει απλώς αλλαγή των τρόπων με τους οποίους υλοποιείται αυτή η «νεοαυτοκρατορική» πολιτική, λέει ο Αλαίν Μπαντιού,[5] διαπιστώνοντας ότι για τον σύγχρονο καπιταλισμό είναι πιο εύκολο να διαλύει και να καταστρέφει τα υπάρχοντα κράτη από το να διατηρεί παλαιού τύπου αποικιοκρατικά καθεστώτα. Πρόκειται γι’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει «ζωνοποίηση» και σημαίνει ότι με τη διάλυση των κρατών δημιουργούνται στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και ορισμένες περιοχές της Ασίας ζώνες όπου ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δρα ανεξέλεγκτα, χωρίς καν την παρουσία «ενοχλητικών» κρατικών δομών.

Οι αριθμοί που εκφράζουν τις εκρηκτικές παγκόσμιες ανισότητες είναι αμείλικτοι. Μεταφέρω την παράθεσή τους από τον Αλαίν Μπαντιού.[6] Το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 46% των διαθέσιμων πόρων (δηλαδή σχεδόν το μισό του παγκόσμιου πλούτου), το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 86% των διαθέσιμων πόρων, το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν κατέχει απολύτως τίποτα και ζει κυρίως στις χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Υπάρχουν σήμερα στον κόσμο 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι που κανείς δεν τους υπολογίζει, δεν υπάρχουν επειδή για το κεφάλαιο δεν «χρησιμεύουν σε τίποτα».

Σ’ αυτό το ζοφερό τοπίο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κυριαρχίας υπήρξαν μολαταύτα δύο στιγμές παγκόσμιων επίσης αντιστάσεων. Η πρώτη γενικευμένη αντίσταση είναι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, το οποίο σηματοδοτήθηκε από τον εμβληματικό αγώνα των Ζαπατίστας, ήδη το 1994 και αποτέλεσε τόπο συνάντησης κινημάτων από όλο τον κόσμο. Ιθαγενικά, αγροτικά, εργατικά, φεμινιστικά, οικολογικά, ελευθεριακά, δικαιωμάτων, πολιτισμικά, καλλιτεχνικά κινήματα συνέκλιναν στην ίδια κοίτη. Ανέδειξαν τις ακραία εκμεταλλευτικές και καταστροφικές για την επιβίωση τεράστιων πληθυσμών του πλανήτη επιπτώσεις της (νεο)φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και στοχοποίησαν τους ανέλεγκτους παγκόσμιους οργανισμούς: Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ), κ.λπ., που κυβερνούν τον κόσμο υπεράνω κρατών και λαών.

Η δεύτερη παγκόσμια μορφή αντίστασης στον (νεο)φιλελεύθερο καπιταλισμό και σύγκρουσης με τις εθνικές εξουσίες είναι το ονομαζόμενο κίνημα των πλατειών. Από το 2009 και μέχρι το 2012, με πύκνωση κατά το εμβληματικό έτος 2011, ξεσπούν μαζικές λαϊκές εξεγέρσεις παγκόσμια. Από το Ουϊσκόνσιν στη Wall Street, από το Ιράν στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Συρία, όλες τις χώρες της Αραβικής Άνοιξης, από την Αγγλία μέχρι την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, πρόσφατα τη Γαλλία, μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία των φτωχών των πόλεων, της μορφωμένης νεολαίας χωρίς μέλλον και της εργατικής τάξης που διαθέτει ακόμα ιδιαίτερες δεξιότητες και θέση στην παραγωγή, εμφανίστηκε στην ιστορική σκηνή. Επανέφερε τα μεγάλα προτάγματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της δημοκρατίας, δίδοντας μάχες στήθος με στήθος με τα δικτατορικά καθεστώτα και τις δυτικές δυνάμεις καταστολής. Λειτούργησε κυρίως με νέους τρόπους άμεσης συμμετοχής και αντιιεραρχικής συγκρότησης που επιτρέπει το διαδίκτυο αλλά και με τους παραδοσιακούς τρόπους των ενεργών εργατικών οργανώσεων που έχουν συνείδηση της τάξης τους και δεν αποτελούν άμαζες γραφειοκρατίες.

Το εξεγερσιακό αυτό κίνημα, όπως πολλοί διανοούμενοι το θέτουν, έχει πολλές ομοιότητες με τις γενικευμένες εξεγέρσεις και επαναστάσεις στην Ευρώπη το σωτήριον έτος 1848. Στη Γαλλία, τη νοτιοδυτική Γερμανία, τη Βαυαρία, το Βερολίνο, την Ουγγαρία, την Αυστρία, το Μιλάνο και όλη την Ιταλία, τη Βραζιλία και λίγο αργότερα την Κολομβία, ξέσπασαν αυθόρμητες εξεγέρσεις στις οποίες πρωτοστάτησε το προλεταριάτο πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος.

Η επικοινωνία μεταξύ των χωρών που επαναστάτησαν ήταν αδύνατη το 1848. Οι σύγχρονες εξεγέρσεις γύρω στο 2011 είχαν τη δυνατότητα του παγκόσμιου διαδικτύου. Τι υποκίνησε αυτές τις μαζικές αναταράξεις του 19ου και των αρχών του 21ου αι.; Οι κοινές παγκόσμια οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες τότε και σήμερα. Πάνω σ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει να στοχαστούμε αντλώντας ταυτόχρονα τόσο από τα χιλιάδες παραδείγματα αντιστάσεων που συμβαίνουν καθημερινά μετά την πρώτη έκρηξη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος όσο και από την έφοδο στον ουρανό και την ιστορική ήττα της Αριστεράς όπως τη ζήσαμε μέχρι σήμερα.

 

ΥΓ: Η κριτική προσέγγιση της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ αφορά πρωτίστως τις οργανωμένες συνιστώσες του αλλά και ατομικά όσους/ες ενεπλάκησαν στην κοινή πορεία. Απ’ αυτή την άποψη θα μπορούσα να αναφερθώ και στην προσωπική μου στάση σε πολλές στιγμές της διαδρομής ΣΥΡΙΖΑ που πιστοποιείται από δημόσιες παρεμβάσεις. Έκρινα ότι αυτό δεν συνάδει με τον χαρακτήρα του αφιερώματος των Τετραδίων, δεν αποποιούμαι πάντως ένα προσωπικό απολογισμό.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ροσάνα Ροσάντα, συνέντευξη στην εφημερίδα Εποχή.
[2] Αλαίν Μπαντιού, Το κακό έρχεται από μακριά, μετάφραση, Α.Π., εκδόσεις Πατάκη.
[3] Γιώργος Σεφέρης, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», από το Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄.
[4] Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν, Αντισυστημικά κινήματα, χθες και σήμερα, μετάφραση, Θάλεια Παύλου-Θανάσης Βασιλείου, εκδόσεις Κουκκίδα.
[5] Αλαίν Μπαντιού, Το κακό έρχεται…, ό.π.
[6] Αλαίν Μπαντιού, Το κακό έρχεται…, ό.π.



πίσω στα περιεχόμενα: