τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες:


12 σκέψεις (όχι τόσο) για τον ΣΥΡΙΖΑ


Έχει νόημα σήμερα μια ανασκόπηση της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ; Έχουν πλέον ειπωθεί και γραφτεί πολλά, ενώ και η ίδια η πραγματικότητα όπως έχει εξελιχθεί, φέρνει στην επιφάνεια πλήθος αβίαστων συμπερασμάτων. Μια πρώτη αυθόρμητη αντίδραση θα ήταν να θεωρήσει κανείς ότι δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανασκαλίσει αυτή την ιστορία. Με μια δεύτερη σκέψη, τα ερωτήματα για την πορεία αυτού του κόμματος, θέμα με το οποίο αναμετριέται το τεύχος των Τετραδίων, προσφέρονται για πλούσιο προβληματισμό με δύο ίσως προϋποθέσεις.

Η πρώτη θα ήταν να σταθεί κανείς λίγο πέρα από τις πολύ ιδιαίτερες περιπέτειες αυτού του εγχειρήματος και να το εξετάσει σε συνδυασμό με όσα συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Η προτροπή του Γκράμσι για τη μέθοδο με την οποία θα έπρεπε να εξετάζεται η ιστορία ενός κόμματος είναι γνωστή, τουλάχιστον στους αναγνώστες των Τετραδίων, και δεν χρειάζεται να παρατεθεί ξανά. Βέβαια, ο Ιταλός διανοητής αναφέρεται σε άλλου τύπου κόμματα, ενώ κανείς θα πρόσθετε και ότι η διασύνδεση των πολιτικών υποκειμένων με τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα, οι σχέσεις εκπροσώπησης και οι μορφές που παίρνουν είναι κι αυτές αρκετά διαφοροποιημένες σε σχέση με 100 χρόνια πριν.

Η δεύτερη προϋπόθεση θα ήταν να δει κανείς τι έγινε με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Ποια, δηλαδή, συμπεράσματα έχουν κάποια χρησιμότητα για το τι θα μπορούσε να γίνει από δω και πέρα. Θα ήταν κι αυτό, πιθανά, ένα καλό «φιλτράρισμα» για τις πλευρές αυτής της ιστορίας που έχει αξία να συζητηθούν.

Τέλος, κάθε προσπάθεια ανάλυσης όσων συνέβησαν, εμπεριέχει αναγκαστικά πολλές αφαιρέσεις αλλά και ισχυρές δόσεις υποκειμενισμού. Μόνο η ίδια η ζωή δεν έχει αφαιρέσεις αλλά κάθε είδους λεπτομέρεια και άπειρες αποχρώσεις. Κάθε δική μας θεώρηση βασίζεται έτσι κι αλλιώς στην σκοπιά από την οποία ο καθένας κοίταζε όσα συνέβαιναν ή συμμετείχε σε αυτά. Με αυτές τις επισημάνσεις, παρατίθενται εδώ μερικές μόνο συνοπτικές σκέψεις και όχι μια συνεκτική και αναλυτική εκτίμηση για το θέμα.

 

Σκέψη πρώτη – Οι «πλατείες»

Κι όμως, ακόμα και σήμερα, αρκετοί εξετάζουν τι ακριβώς έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ, αναλύοντας προσωπικές επιλογές και πορείες ή εσωτερικές τάσεις και ρεύματα. Απουσιάζει συχνά από την οπτική τους το μαζικό λαϊκό κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως τα χρόνια 2010-2012. Αυτό ήταν όμως, που με τις πολυποίκιλες εκφάνσεις του, την δυναμική και βεβαίως τα όριά του, καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις, ανέτρεψε συσχετισμούς, αποτέλεσε κίνδυνο και απρόβλεπτο αντισυστημικό παράγοντα, έθεσε αποφασιστικά όρους στη δημόσια συζήτηση και νέες διαχωριστικές γραμμές στο πολιτικό σκηνικό. Ο «αντιμνημονιακός» ριζοσπαστισμός αποτέλεσε υπέρβαση της υπαρκτής Αριστεράς αλλά και γενικότερα της κομματοκρατίας. Χωρίς αυτή την υπέρβαση δεν θα μπορούσε να εκφραστεί αυθεντικά ο λαϊκός παράγοντας. Εκείνος ήταν που έφερε, με τον δικό του τρόπο, στο προσκήνιο μια σειρά ζητήματα (δημοκρατία, ειδικό καθεστώς, πολιτικό σύστημα, παραγωγή κ.λπ.) τα οποία που ως τότε η Αριστερά δεν έθιγε, εμμένοντας στον διεκδικητισμό και τον οικονομισμό.

 

Σκέψη δεύτερη – Δεν ήταν ο μόνος δρόμος

Η προοπτική που τελικά επικράτησε, δηλαδή η επένδυση της λαϊκής θέλησης σε ένα υπαρκτό κόμμα της Αριστεράς (αλλά και στους ΑΝΕΛ από τμήματα της «παραδοσιακής Δεξιάς», ας θυμηθούμε το διόλου ευκαταφρόνητο 10% του 2012) για την πραγμάτωση ορισμένων στόχων ή έστω για τη συγκράτηση μιας επίθεσης, δεν ήταν η μοναδική. Δεν ήταν ο μόνος δρόμος. Θα μπορούσαν να είχαν ακολουθηθεί αρκετοί άλλοι και θα χρειαζόταν εκτενής ανάλυση για να στοιχειοθετηθεί γιατί τελικά επικράτησε αυτός. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη για τη συγκρότηση ενός μετώπου και πώς αυτό έγινε αντικείμενο «ειδικής αντιμετώπισης» – χειρισμού από την Αριστερά. Ας σκεφτούμε, ακόμα, ότι άσχετα με την συνέχεια και χωρίς να το αξιολογούμε εδώ, στην Ισπανία ακολουθήθηκε ένας άλλος δρόμος. Όχι μέσα από την επένδυση σε έναν υπαρκτό πολιτικό σχηματισμό, αλλά από τη συγκρότηση ενός νέου που προέκυψε σε πιο άμεση σύνδεση με το «υπαρκτό κίνημα». Θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει και άλλες διαδρομές; Για παράδειγμα μια πιο αντιπροσωπευτική, ορμητική και πηγαία έκφραση του πλατιού ριζοσπαστικού δυναμικού σε ευθεία αντιπαράθεση με το πολιτικό σύστημα και όχι αναζητώντας χαραμάδες έκφρασης σε αυτό. Καμιά εκδοχή δεν θα μας απάλλασσε από «κινδύνους», ούτε θα ήταν «ευθύγραμμη» και «καθαρή». Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, πάντως, ότι όσα έγιναν ήταν μονόδρομος.

 

Σκέψη τρίτη – Η ενσωμάτωση

Το μεγάλο ζήτημα δεν είναι η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η «ενσωμάτωση» του λαϊκού κινήματος μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρένθεση: Ο όρος κίνημα δεν παρατίθεται εδώ με την κλασική μόνο έννοια που συνήθως εννοείται (διαδηλώσεις κ.λπ.) αλλά με την έννοια της θέλησης μέσα στην ελληνική κοινωνία για μια διαφορετική πορεία. Η θέληση αυτή, ο «λαϊκός καημός» για μια άλλη Ελλάδα, υπήρξε πλειοψηφική τάση, υπερβαίνοντας κομματικά και «ιδεολογικά» στεγανά. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίστηκε σε βασικό φορέα ενσωμάτωσης του μαζικού λαϊκού κινήματος, με την έννοια που αναφέρθηκε. Αυτό που στην πραγματικότητα έγινε, ήταν ότι μέσα από την «κεντροαριστεροποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ και την λείανση κάθε ριζοσπαστικού στοιχείου, η λαϊκή αυτή θέληση χειραγωγήθηκε ώστε να ενσωματωθεί στον διπολισμό «Δεξιάς – Κεντροαριστεράς». Απώτερος σκοπός, ομολογημένος, συνειδητοποιημένος ή όχι, ήταν να ανασυσταθεί το πολιτικό σύστημα που κινδύνευε με κατάρρευση το προηγούμενο διάστημα.

 

Σκέψη τέταρτη – «Κάτι παίχτηκε»

Όπως και να έχει, κάτι σημαντικό «παίχτηκε» αυτά τα χρόνια σε αυτή τη χώρα. Μπορεί τώρα κάποιοι να κουνούν το δάχτυλο θυμίζοντας ότι εκείνοι «ήξεραν» και για αυτό δεν έμπλεξαν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα τους άκουγε κανείς με ενδιαφέρον στο βαθμό όμως που είχαν αγωνιστεί για έναν άλλο, πιο πλούσιο δρόμο έκφρασης του λαϊκού παράγοντα από αυτόν που τελικά ακολουθήθηκε. Αν είχαν συσχετιστεί πιο ουσιαστικά από τον (αντιμνημονιακό, ας πούμε) ΣΥΡΙΖΑ με τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό που εκφράστηκε αυτά τα χρόνια. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν συνέβη. Συνολικά η Αριστερά στάθηκε εντελώς αναντίστοιχη με τις περιστάσεις. Έμεινε εγκλωβισμένη στα στερεότυπα και τους τρόπους να κάνει «πολιτική» που διέθετε προ κρίσης και που φυσικά δεν επαρκούσαν ούτε καν τότε, πόσο μάλλον μετά την είσοδο στο μνημονιακό καθεστώς. Έτσι, γύρω από την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και μέσα από την προσπάθειά του να συμβιβάσει και να συμβιβαστεί, «εξ αντανακλάσεως», με εντελώς αντιφατικό τρόπο και όχι βάσει της θέλησης και του σχεδίου μιας ηγεσίας, «κάτι παίχτηκε». Η κατάληξη δεν αναιρεί την προηγούμενη πορεία. Ακόμα και όταν τα πράγματα πήραν αυτό το δρόμο, της έκφρασης δηλαδή του «λαϊκού καημού» από ένα υπαρκτό κόμμα, ορισμένα ενδεχόμενα (όχι απεριόριστα) ήταν και πάλι ανοικτά. Η ιστορία του δημοψηφίσματος και της δυναμικής που απελευθέρωσε, ασχέτως με τους σχεδιασμούς που εξελίσσονταν, είναι φυσικά η πιο χαρακτηριστική.

 

Σκέψη πέμπτη – Δύο ξεχασμένες προϋποθέσεις

Οι διπλές εκλογές του 2012 είχαν ήδη αναδείξει τα όρια του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Μια διαφορετική πορεία, από εκεί και πέρα, θα μπορούσε να ακολουθηθεί μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη θα ήταν να αναπτυχθεί «εξωτερικά» ένα πολιτικό ρεύμα – κίνημα και να μην αφεθούν όλα στην προσπάθεια ενός κόμματος να αναλάβει κάποια στιγμή τη διακυβέρνηση. Η δεύτερη, προφανώς συνδεδεμένη με την πρώτη, θα ήταν ο μετασχηματισμός αυτού του κόμματος σε κάτι άλλο. Εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο από τη στιγμή που επρόκειτο για έναν δομημένο ήδη μηχανισμό, με το επιβαρυντικό μάλιστα στοιχείο της επερχόμενης εξουσίας με ό,τι σήμαινε αυτό. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν ενδιέφεραν ουσιαστικά τα δύο μεγάλα «στρατόπεδα» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν απασχολημένα με την προετοιμασία της «διακυβέρνησης» και την νομή της εσωκομματικής εξουσίας. Ακόμα, όμως, και όσοι έθεταν αυτές τις αναγκαίες προϋποθέσεις, δεν εργάστηκαν ουσιαστικά για αυτές αλλά περισπάστηκαν από άλλα καθήκοντα ή τις προσάρμοσαν στην τρέχουσα κατάσταση.

 

Σκέψη έκτη – Ο κυβερνητισμός

Η άρνηση των δύο προϋποθέσεων, στις οποίες αναφερθήκαμε πριν, συνδέονται με την πιο καθοριστική για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ αντίληψη, τον κυβερνητισμό. Πρόκειται για τη σκέψη ότι αρκεί ένα κόμμα να αναλάβει τη διακυβέρνηση ώστε να επιλυθεί το σύγχρονο πολιτικό ζήτημα, ή έστω να μπει ένας φραγμός στη μνημονιακή επίθεση, να οδηγηθούμε σε ένα «μετατροϊκανό ξέφωτο». Την «πεπονόφλουδα» την πάτησαν σχεδόν όλοι.  Άλλοι συνειδητά, αφού είχαν σκοπό, όπως φάνηκε τελικά, την αναρρίχηση στην εξουσία, και άλλοι όχι. Πάντως, η πλήρης επικράτηση του κυβερνητισμού σήμαινε την εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας οικοδόμησης πολιτικών, μαζικών, ιδεολογικών, πνευματικών στοιχείων και όρων για μια διαφορετική εξέλιξη.

 

Σκέψη έβδομη – «Τι είσαι και όχι απλά τι λες»

Αυτή ή η άλλη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αποτέλεσμα της επικράτησης της μιας ή της άλλης πλατφόρμας, σκέτα. Τι ήταν αυτό το κόμμα, τι στελέχη και ηγεσία είχε, πώς διαπαιδαγωγούσε τον κόσμο του, τι αντιλήψεις είχε για το κράτος, το κίνημα, την ταξική πάλη, την πολιτική, πώς συνδεόταν με τα κινήματα, ποια επαφή είχε με την κοινωνία και τα πιο πληβειακά στρώματα, τι σχέση είχε με τη θεωρία και την ιδεολογία, τι κουλτούρα διαλόγου, αντιπαράθεσης, εσωτερικής λειτουργίας διέθετε, πώς αντιμετώπιζε το ατομικό στοιχείο και τη σχέση του με το συλλογικό. Αλλά και πώς το έβλεπε η κοινωνία, πώς το αντιμετώπιζε, πώς αντιλαμβανόταν την ιστορική του πορεία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, πώς σχετιζόταν μαζί του και πώς μπορούσε να το χρησιμοποιήσει, πόσο ανοιχτές σε αυτήν ήταν οι διαδικασίες του, πώς το έβλεπε ο νέος κυρίως κόσμος και πώς το αξιολογούσε σε σχέση με το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό. Αυτά είναι λίγα μόνο από τα ερωτήματα που η προσέγγισή τους θα αναδείκνυε πολύ πιο δομικές αδυναμίες από το αν υπερψηφίστηκε η μία ή η άλλη πλατφόρμα στην Κεντρική Επιτροπή. Ας μην ξεχνάμε ότι τελικά ούτε οι όποιες συνεδριακές αποφάσεις, ούτε καμιά κομματική διαδικασία μπόρεσε να αποτελέσει εμπόδιο στην πορεία που επιλέχθηκε.

 

Σκέψη όγδοη – Η ανεπάρκεια των αντιπολιτεύσεων

Ο καθένας διαπιστώνει ότι τάσεις, προσωπικότητες και αντιπολιτεύσεις που υποδήλωναν μια άλλη εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ από αυτήν που τελικά ακολουθήθηκε, δεν κατάφεραν να αποτελέσουν εμπόδιο στην τελική μετάλλαξη του εγχειρήματος. Ειδικότερα το καλοκαίρι του 2015 προσφέρει αρκετό υλικό για συμπεράσματα. Άλλοι πορεύτηκαν σχεδόν μέχρι τέλους με τη γραμμή «στηρίζουμε την κυβέρνηση, δεν ψηφίζουμε τα μέτρα», άλλοι «καταψηφίζω τα μέτρα για να προστατεύσω τον πρωθυπουργό», άλλοι νόμισαν ότι το θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη μία ή την άλλη εσωκομματική διαδικασία ή πρόσφεραν αποφασιστική στήριξη δίνοντας λευκή επιταγή. Άλλα πρόσωπα που ίσως μπορούσαν να παίξουν κάποιον ρόλο, απουσίαζαν ουσιαστικά από τις εξελίξεις, ενώ και χώροι που είχαν μια πιο ξεκάθαρη στάση, έδειξαν μεγάλες αδυναμίες σε κρίσιμες στιγμές. Αλλά και η «βάση» δεν επέδειξε σημαντικές αντιστάσεις και αυτό επίσης συνδέεται με την συνολική κατάσταση πνευμάτων που επικρατούσε. Από όλα αυτά εξάγονται γενικότερα συμπεράσματα για τη φύση και τα προβληματικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος στο σύνολό του.

 

Σκέψη ένατη – Καρικατούρες ΣΥΡΙΖΑ

Μέχρι τώρα υποστηρίχθηκε ότι ούτε η επένδυση του αντιμνημονιακού κινήματος στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η μόνη επιλογή, ούτε η πορεία που αυτός ακολούθησε ήταν επακριβώς προδιαγεγραμμένη, παρ’ όλο που είχε ισχυρές βάσεις. Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν αλλιώς, όχι «τυχαία» αλλά αν συνέτρεχαν κάποιοι άλλοι όροι. Υπάρχει και κάτι ακόμα που δεν ήταν ο μόνος δρόμος. Από την «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 (τα εισαγωγικά γιατί δεν αποτέλεσε στιγμιαία αλλαγή αλλά διαδικασία που εξελισσόταν μαζί με τον ίδιο τον οργανισμό), προέκυψε αρχικά ένα νέο κόμμα – ψηφοδέλτιο και στη συνέχεια οδηγούμαστε σε ακόμα περισσότερα κόμματα ή κινήσεις, κυρίως γύρω από κάποιους επικεφαλής. Είχε πέσει μάλιστα και η ιδέα, όλα αυτά να συνασπιστούν σε ένα εκλογικό «μέτωπο». Σε πολιτικό επίπεδο, τα κόμματα που προκύπτουν δεν κομίζουν κάτι νέο και διαφορετικό και εμμένουν κυρίως στο (μέχρι το 2015) αντιμνημονιακό πλαίσιο, κάποια με έμφαση στο θέμα του νομίσματος και άλλα όχι. Συχνά μάλιστα αποπνέουν έντονα το άρωμα του «παλιού, καλού» αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ με ίντριγκες, παραγοντισμούς και μεθοδεύσεις και μάλιστα σε απουσία ενός πλατύτερου κόσμου. Δεν ήταν προδιαγεγραμμένο να γίνει έτσι. Το μεγαλύτερο δυναμικό που μέσα και γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποιήθηκε από τη στροφή του 2015, θα επιθυμούσε άλλου είδους διαδικασίες και πιο δημιουργικές προσπάθειες.

 

Σκέψη δέκατη – Καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ

Κάθε προσπάθεια για μια νέα ριζοσπαστική εκκίνηση σήμερα, θα πρέπει αναγκαστικά να πάρει σοβαρά υπ’ όψιν της, πρώτον, ότι το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος ταυτίζεται με τον μνημονιακό μονόδρομο. Δεύτερον ότι επικεφαλής αυτού του συστήματος, από τη θέση της κυβέρνησης και της υλοποίησης όσων ζητούν οι νεοαποικιοκράτες, είναι ένα κόμμα που αναφέρεται στην ριζοσπαστική Αριστερά. Είναι λάθος να νομίσει κανείς ότι ο κόσμος τώρα θα αναζητήσει την αυθεντική Αριστερά κόντρα στην ψευδεπίγραφη. Αντίθετα, είναι πιθανότατο, ειδικά στο βαθμό που προχωράει η εγκατάσταση ενός «καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ», να είναι τα ιδιαίτερα, τα «αριστερά», ας πούμε, χαρακτηριστικά της σημερινής κατάστασης εκείνα που θα συγκεντρώνουν τα πυρά του κόσμου ως διακριτά σε σχέση με τα προηγούμενα. Και έτσι, να αποτελέσει λαϊκό αίτημα μια «αποαριστεροποίηση» που θα ταυτίζεται με την αντίθεση στον κατεστημένο ΣΥΡΙΖΑ. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει όσα θα συμβούν, αυτά όμως δεν φαίνεται ότι θα είναι «βελούδινα». Πάντως, κάθε νέα ριζοσπαστική εκκίνηση δεν έχει μέλλον αν δεν έχει κάνει τους λογαριασμούς της με τους κυβερνώντες που, μέσα στον πολιτικό «νεοπλουτισμό» τους, αναδεικνύονται οι πιο επικίνδυνοι για τον λαό και τη χώρα και συκοφαντούν κάθε εναλλακτική προοπτική, καθιστώντας αστεία τα επιχειρήματα του τύπου «με εμάς για να μην έρθει ο Κούλης»…

 

Σκέψη ενδέκατη – Ο αγνωστικισμός

Συχνά, οι διαπιστώσεις ότι τα περισσότερα σημαντικά ζητήματα σήμερα δεν έχουν απαντηθεί, ότι οι λύσεις είναι υπό κατασκευή, ότι οι βεβαιότητες εκλείπουν, κριτικάρονται ως αγνωστικισμός. Έχει, όμως, παρουσιαστεί από όσους αρνούνται τον «αγνωστικισμό», πέρα από συνθήματα και λεκτικές διατυπώσεις, κάποια πειστική απάντηση για την πολυπόθητη διέξοδο από τα σημερινά δεσμά; Και απάντηση δεν σημαίνει «σχέδιο επί χάρτου», ούτε «κυβερνητικό πρόγραμμα» βγαλμένο από τη φαντασία. Αυτά χοντρικά δοκιμάστηκαν και έδειξαν τι μπορούν να δώσουν. Η απάντηση στα κρίσιμα ερωτήματα για τη διέξοδο της χώρας θα περιλάμβανε και τον «φορέα» αυτής της διεξόδου, με άλλα λόγια το πολιτικό υποκείμενο που θα οδηγούσε σε αυτήν. Αν, όμως, δεχτούμε ότι αυτό μάλλον δεν θα μοιάζει με τα κόμματα ή τα μέτωπα που γνωρίσαμε ή που φανταστήκαμε ότι υπάρχουν, τότε το ερώτημα παραμένει ανοιχτό. Οι ζωντανές δυνάμεις αυτού του τόπου μοιάζουν σκόρπιες, ασύνδετες και σίγουρα δεν ταυτίζονται με την «κομματική Αριστερά», αλλά είναι υπαρκτές σε όλη την επικράτεια, προσπαθώντας να ζήσουν, να δημιουργήσουν με κάθε τρόπο, να αντισταθούν πολύμορφα. Αυτό το δυναμικό μοιάζει σήμερα να «παρακάμπτει» το πολιτικό στοιχείο για να εκφραστεί. Αυτό δεν σημαίνει εγκατάλειψη του «πολιτικού αγώνα» ή της κεντρικότητας του πολιτικού ζητήματος. Σημαίνει, όμως, ότι αυτά πρέπει να επανεφευρεθούν, παίρνοντας υπ’ όψιν την πλούσια πείρα που έχει συσσωρευτεί. Με αυτή την έννοια, ο «αγνωστικισμός» πρέπει να συνεχιστεί, αρκεί να συνεπάγεται αναζήτηση και ανίχνευση ουσιαστικών απαντήσεων.

 

Σκέψη δωδέκατη – «Πού, πώς και γιατί»

Η αυτοκριτική στάση όποιου πήρε μέρος σε ένα εγχείρημα που τελικά όχι μόνο ανέδειξε πληθώρα αδυναμιών, αλλά και μετατράπηκε σε όχημα συστημικής σταθεροποίησης, θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη. Η αυτοκριτική στάση θα σήμαινε πάνω από όλα να ακολουθήσει κανείς μετά το «συμβάν», μια διαφορετική πορεία που θα παίρνει υπ’ όψιν όσα εξάγονται ως συμπεράσματα από την προηγούμενη φάση. Να κάνει έστω διαφορετικά πλέον και όχι τα ίδια λάθη. Και όπως έλεγε και ένας παλιότερος: «Αυτοκριτική με χτύπημα στήθους δίχως εξαγωγή συμπερασμάτων και διδαγμάτων είναι θέατρο. Αυτοκριτική για εκκαθάριση λογαριασμών, δηλαδή κατευθείαν συγκεκριμένα αυτά τα μέτρα γι’ αυτούς ή εκείνους σχετίζεται με μια “φυσική ροπή”, “αυθόρμητη” στάση, προσπάθεια δικαιολόγησης μιας ήττας, ή μιας αποτυχίας. Αλλά και σκέτη “δεοντολογία”: “απαράδεκτο αυτό ή εκείνο” είναι αέρας κοπανιστός. Οι ήττες και τα λάθη δεν συμβαίνουν σε αποστειρωμένους χώρους. Πού συνέβηκαν, πώς συνέβηκαν και γιατί συνέβηκαν. Αυτή η έρμη η συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης»…



πίσω στα περιεχόμενα: