τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , ,


Αποτυχία του πειράματος ΣΥΡΙΖΑ ή αποτυχία της Αριστεράς;


Εισαγωγή

Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και ενάμισης χρόνος από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία. Οι συνέπειες αυτής της κυβερνητικής εναλλαγής υπήρξαν ουσιαστικά αντιδραστικά ριζοσπαστικές και συντριπτικές για την ελληνική κοινωνία. Ορισμένες από τις σημαντικότερες ήταν οι ακόλουθες:

– το τέλος της επαγγελίας ότι η Αριστερά στην κυβέρνηση θα καταργήσει τα «Μνημόνια» και όλο το πλαίσιο διαχείρισης ενός αμείλικτου για τους εργαζόμενους και για τα λαϊκά και κατώτερα μεσαία στρώματα νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, βασισμένου στην λιτότητα και στην λεηλασία του δημοσίου πλούτου. Ότι η Αριστερά στην κυβέρνηση θα επιχειρήσει μια ευρεία αναδιανομή πλούτου (κάτι που ήδη με το περιώνυμο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο 2014 είχε συρρικνωθεί με πολύ «ρεαλιστικό» ορίζοντα πια).

– το τέλος της επαγγελίας ότι η Αριστερά θα συγκρουστεί με την ΕΕ πάνω στο ζήτημα των Μνημονίων και του χρέους και πιθανόν θα ωθήσει τα πράγματα σε σύγκρουση και σε ρήξη με την ευρωζώνη. Ότι δηλαδή θα ασκήσει μια αντιιμπεριαλιστική πολιτική εθνικής ανεξαρτησίας, πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας.

– το τέλος του θεωρήματος ότι οι «διαχειριστές της Αριστεράς» είναι όντως κάτι το ποιοτικά διαφορετικό από τους «διαχειριστές του Κέντρου» είτε ως Κεντροαριστεράς (ΓΑΠ) είτε ως Κεντροδεξιάς (Σαμαράς). Ότι η πορεία των παλιών αγώνων τους εγγυάται και την ριζοσπαστική πρακτική στο τώρα (εκτίμηση από μόνη της βαθύτατα μεταφυσική και αντιμαρξιστική). Ο «διαχειριστές» καθορίζονται από την κοινωνική λειτουργία τους και όχι από τη ιδεολογική εκπόρευσή τους.

– το τέλος ενός μεγάλου κύκλου αγώνων που ξεκίνησε με τις μεγάλες απεργίες του Μαΐου 2010 και κατέληξε στην ταπεινωτική συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015.

– η μετάθεση για πολλά χρόνια στο μέλλον της ανάκτησης της αξιοπιστίας μιας «άλλης» πιο «συνεπούς» Αριστεράς και μιας νέας κοινωνικής και ίσως και κυβερνητικής αντεπίθεσης της Αριστεράς. Η Αριστερά ως σύνολο απώλεσε το ηθικό και συμβολικό της κεφάλαιο. Πιθανότατα, όταν το κοινωνικό κίνημα θα ανακάμψει, να μην χρησιμοποιήσει καν την εννοιολογία και τον φραστικό συμβολισμό της Αριστεράς, που δεν φαίνεται σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες να τα πηγαίνει καλύτερα από τον υπαρκτό πια ΣΥΡΙΖΑ.

  

Τι έφταιξε άραγε;

Υπάρχουν πια πολλές διαφορετικές «θεωρίες» για το τι έφταιξε. Από σοβαρές και υποστηρίξιμες ως την μάλλον συνωμοσιολογική θεώρηση ότι μια «παρέα στελεχών» ή και απλώς «παλιόπαιδων» πήρε το αγνό ριζοσπαστικό αίτημα του μαζικού κινήματος και του ριζοσπαστικού ρεύματος της Αριστεράς και το «πρόδωσε», το «ξεπούλησε». Παρά το γεγονός ότι δεν πιστεύουμε πια σε μια θεωρία ότι υπάρχουν οι «αφηρημένες κοινωνικές δυνάμεις», ότι τα πρόσωπα είναι απλές μαριονέτες αυτών των δυνάμεων, παρά τα ότι πιστεύουμε στα σοβαρά ότι η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προετοίμασε συστηματικά την βίαιη ωρίμανση και την αλλαγή στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ από την επόμενη ημέρα ουσιαστικά των εκλογών του Ιουνίου 2012 και, πάντως, το αργότερο από το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2013 και έχει και προσωπική ευθύνη για αυτό, θα θέλαμε εδώ να επιμείνουμε στις πιο στρατηγικές λογικές που ως προτσές οδήγησαν στην αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού. Θα επιμείνουμε δε σε αυτές, καθώς νιώθουμε σχεδόν βέβαιοι ότι η μήτρα που διαμόρφωσε αυτές τις στρατηγικές λογικές γεννάει ακόμη σχήματα σκέψεις και δράσης στα σχήματα, που αντιπολιτεύονται τον ΣΥΡΙΖΑ «από τα αριστερά». Οι κύριες στρατηγικές λογικές που επέβαλαν αυτήν την «στροφή» υπάρχουν γύρω μας, στην Αριστερά, ακόμη. Μια στροφή που έχει αποφασιστεί στα βασικά της σημεία στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που ολοκληρώνεται το αργότερο το καλοκαίρι του 2014 και είναι απολύτως ώριμη πρακτικά και συνειδησιακά στην ηγετική ομάδα και σχετικά σταθεροποιημένη τον Ιανουάριο του 2015[1].

 

Ο κυβερνητισμός/κρατισμός και η ποιοτική μεταλλαγή του κόμματος

Το πολιτικό και κοινοβουλευτικό ρεύμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς δεν γεννήθηκε εν κενώ αλλά προέκυψε σταδιακά μέσα από την σημαντική μαζική κινητοποίηση της κοινωνίας και την μεγάλη κινηματική αμφισβήτηση των Μνημονίων ( μεγάλες απεργίες και συγκρουσιακές κινητοποιήσεις τον 5.2010 και τον 2.2012 , κίνημα των πλατειών το καλοκαίρι 2011 με θετικά αλλά και με αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά, κίνημα των εκπαιδευτικών και των εργαζομένων στην ΕΡΤ το 2013, αντιφασιστικά κινήματα, κινήματα για την προστασία του περιβάλλοντος όπως στις Σκουριές Χαλκιδικής, κινήματα των απολυμένων κ.ά.).

Όλη αυτή η κοινωνική αφύπνιση αλληλεπέδρασε με την άνοδο του πολιτικού φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε μάλιστα η μεγάλη κοινωνική ευκαιρία, ιδίως μεταξύ 2010 και 2013, αφού κινητοποιούνταν και πλήττονταν ταυτόχρονα διαφορετικές τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, η διευρυμένη εργατική τάξη σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τα νέα μικροαστικά και διανοούμενα στρώματα, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι επαγγελματοβιοτέχνες και μικροί επιχειρηματίες, οι άνεργοι κ.ά., να οικοδομηθεί πραγματικά και όχι «εικονικά» ένα ιστορικό κοινωνικό μπλοκ με την γκραμσιανή έννοια ως αποτέλεσμα της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτή η μεγάλη ευκαιρία αφέθηκε σταδιακά να χαθεί, να σπαταληθεί και να μετασχηματισθεί πλήρως σε ένα στενά κοινοβουλευτικό και εκλογικό ρεύμα διαμαρτυρίας. Η πλειοψηφία της ηγεσίας είχε σταθερά αυτήν την αντίληψη. Αναφερόταν προπαγανδιστικά σε αυτές τις κοινωνικές κινήσεις, αλλά όχι μόνο δεν έκανε ουσιαστικά τίποτε για την επιτυχία τους μα και καλλιέργησε την αντίληψη ότι για όλα υπάρχει μόνο «πολιτική λύση», δηλαδή η ψήφιση του κόμματος αποκλειστικά, ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί ως τότε να νικήσει. Η ομάδα αυτή «ξεπούλησε» την απεργία των εκπαιδευτικών τον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 2013, δεν ασχολήθηκε καν με την μεγάλη απεργία του Μετρό τον Φεβρουάριο του 2013, «πήρε» και δεν «έδωσε» στο κίνημα για την ΕΡΤ (καμπανιακή αντιμετώπιση, «προεκλογική» ομιλία του Τσίπρα στο Σύνταγμα πάνω στην κορύφωση του κινήματος), στήριξε «συμβολικά» και μόνο τους απολυμένους του δημόσιου τομέα. Ταυτόχρονα, αυτή η ομάδα δεν συμπαραστάθηκε στην μνημονιακή κρίση της Κύπρου τον Μάρτιο του 2013. Η στρατηγική αυτής της ομάδας ήταν ακριβώς να καταργήσει το μαζικό κόμμα ως φορέα κοινωνικών και πολιτικών αγώνων και να το επανοικοδομήσει ως «στεγανό μηχανισμό διακυβέρνησης, πελατειακών σχέσεων και εξουσίας». Μάλιστα, η συστηματική και μακρά επαφή συγκεκριμένων προσώπων του μηχανισμού με το παλαιό κρατικό προσωπικό της Κεντροαριστεράς αλλά και με εκπροσώπους μονοπωλιακών συμφερόντων ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία. Η διακυβέρνηση ως «αυταξία» ανεξάρτητα από κοινωνικό περιεχόμενο, έγινε η «θρησκεία» τους. Επίσης, απαιτήθηκε μια πολιτική που όχι μόνο δεν θα στηριζόταν στο μαζικό κίνημα , αλλά , αντιθέτως, δεν θα επέτρεπε να υπάρξει ένα μαζικό κίνημα με τέτοιες δομές και διάρκεια, που θα αμφισβητούσε αργότερα την «δική τους» κυβέρνηση. Έτσι, άλλες εμπειρίες γόνιμης διάδρασης κινημάτων και κυβέρνησης, όπως αυτές στην Βενεζουέλα, στην πρώιμη Βραζιλία του PT και στην Λατινική Αμερική γενικότερα, όχι μόνο δεν ακολουθήθηκαν αλλά βουβά απορρίφθηκαν με εκκωφαντικό τρόπο ως ενδεχόμενος«δρόμος». Ο κυβερνητισμός/κρατισμός ως μια στρατηγική, η οποία υποτιμά το μαζικό κίνημα και την κοινωνία και θεωρεί ότι η «ταξική πάλη» διεξάγεται αποκλειστικά από ένα επιτελείο ειδικών και επαγγελματιών της πολιτικής, δεν αφορούσε, δυστυχώς, μόνο την πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ (συνασπισμός γύρω από τον Τσίπρα, οιονεί κρατικές βαρονίες και φέουδα, αλλά και μεταμοντέρνος ιδεολογικός «φυλετισμός», που τόνιζε τα επιμέρους και όχι τον αναγκαίο κεντρικό στρατηγικό προσανατολισμό) αλλά και την πολύχρωμη μειοψηφία, περιλαμβανόμενης και της κεντρικής αντιπολιτευτικής τάσης, δηλαδή της Αριστερής Πλατφόρμας. Σε ηπιότερο βαθμό, και εδώ επικράτησε μια λογική που έλεγε ότι «για να ελέγξουμε την δεξιά τάση, πρέπει να έχουμε παντού τους ανθρώπους και ηγέτες μας, στους ηγετικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του κόμματος, στα κονκλάβια, στην Βουλή, στην κυβέρνηση και βαθιά μέσα στο κράτος». Όπως και συνέβη. Να τους έχουμε «παντού στο κράτος αλλά πολύ λίγο στην κοινωνία». Η αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ (Πλατφόρμα, αργότερα ΚΟΕ, 53, «ομάδα του περιοδικού «Θέσεις», «Κομμουνιστική Τάση» κ.ά.) δομήθηκε κύρια στον κομματικό μηχανισμό ως οιονεί κυβερνητικό μηχανισμό και ατροφικά έως καθόλου μέσα στην κοινωνία. Η κοινωνία δεν προετοιμάσtηκε από την «αντιπολίτευση» για αυτά που θα έρχονταν, αν και η «αντιπολίτευση» γνώριζε εξαιρετικά καλά τον πολύ αρνητικό συσχετισμό ιδεών και πρακτικών στο κόμμα αρχικά και στην κυβέρνηση αργότερα πολύ προτού το κόμμα γίνει κυβέρνηση και ακόμη περισσότερο μετά[2]. Το τελευταίο διάστημα πριν από τις εκλογές ακολουθήθηκε μια «τεχνητή ομοφωνία» για «να πάρουμε τις εκλογές και βλέπουμε». Ακόμη χειρότερα: η «Πλατφόρμα» είχε την ιστορική δυνατότητα να ρίξει την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2015 και να δυσκολέψει την επιβολή του 3ου Μνημονίου και δεν το έκανε. Σήμερα, οι βασικοί της τότε εκφραστές περνούν τον καιρό τους καταγγέλλοντας την «προδοσία» και «ασυνέπεια» της ομάδας Τσίπρα. Vae victis.

 

Η αμφισημία γύρω από την «ανατροπή της λιτότητας»

Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είχε – όπως και κάθε σύγχρονο «αριστερό» ή και «κεντροαριστερό» κυβερνητικό πρόγραμμα – ως βασικό στόχο την «ανατροπή της λιτότητας». Ήδη από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του 9/2014 είχε διαφανεί, παρά την διατήρηση ορισμένων σημαντικών σημείων (μισθός στα 751 ευρώ, αφορολόγητο στις 12.000 ευρώ κ.λπ.), ότι η «ανατροπή της λιτότητας» δεν θα ανέτρεπε ριζικά το «μνημονιακό κεκτημένο» της χώρας ούτε θα μας επέστρεφε εισοδηματικά στο 2009. Αυτό ειπώθηκε πια πολύ καθαρά τον 2/2015 όταν ο Γιώργος Σταθάκης και ο Γιάννης Βαρουφάκης είπαν σαφέστατα εν μια νυκτί ότι η Ελλάδα δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες και δεν θα αμφισβητήσει το χρέος κατά την «διαπραγμάτευση» αλλά ούτε και ένα ορισμένο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η ιδεολογική θόλωση γύρω από την λιτότητα υπήρξε μακρά και έντονη : δεν ξεκαθαριζόταν καθόλου αν αυτή η ανατροπή θα οδηγούσε σε ανατροπές της διανομής υπέρ των πλουσίων που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς θα «ανακούφιζε» κάπως τους πολύ φτωχούς μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο ( λογική «αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης», ο πρώτος νόμος και συμβολικά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ). Είναι, όμως, και στην φύση μιας μονόπλευρης «αντιλιτότητας» να ερμηνεύεται πολύπλευρα από τους επίδοξους κρατικούς διαχειριστές (βλ. σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Ευρώπη αλλά και την πλειονότητα των φορέων του λεγόμενου «Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς»).

Στο ζήτημα της «ανατροπής της λιτότητας» έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη φιλολογία μετά την «στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία καθιστά την «μη ανατροπή της λιτότητας» ως τον βασικό και καθοριστικό, αν όχι και αποκλειστικό, κρίκο της «στροφής»[3]. Ιδίως, ο «κύκλος των Θέσεων», μια πτέρυγα των πρώην «53» (π.χ. ο Χρ. Λάσκος) αλλά και ορισμένες τοποθετήσεις έως σήμερα του Κόκκινου Δικτύου στηρίζουν αυτήν την λογική πολιτική προτεραιότητα με εσφαλμένα μονοσήμαντο τρόπο, κατά την άποψή μας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κεντρικότητα αυτού του κρίκου, καθώς καμία κυβέρνηση της Αριστεράς με όντως ριζοσπαστικό πρόσημο δεν θα μπορούσε να εκφύγει αυτού του βασικού κοινωνικού και πολιτικού καθήκοντος και θα έπρεπε , προκειμένου να πετύχει την αντιλιτότητα (αυξήσεις αποδοχών, κατάργηση ελαστικών σχέσεων και ημιαπασχόλησης, ανάσχεση της καταστροφής του κοινωνικού κράτους, αποκατάσταση διαπραγματεύσεων και πλήρους συνδικαλιστικής δράσης, έλεγχος των εργοδοτών από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας κ.λπ.) να συγκρουστεί σοβαρά και αποτελεσματικά με το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο – κάτι που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν το επέλεξε. Όμως, εδώ αρχίζουν οι πολιτικές ενστάσεις εκ μέρους μας. Κατά πρώτον, ήταν απολύτως δεδομένο ότι αυτή η αναδιανεμητική πολιτική δεν μπορούσε να ασκηθεί στα πλαίσια της ευρωζώνης ( αφού σύσσωμη η ηγεσία της ευρωζώνης, όπως φάνηκε, θα θεωρούσε αυτές τις ενέργειες τραγικά «μονομερείς», θα σταματούσε κάθε χρηματοδότηση και παροχή ρευστότητας στα τράπεζες και θα οδηγούσε την Ελλάδα ταχύτατα στην τυπική χρεοκοπία με τους δικούς της αμείλικτους όρους) και στην πραγματικότητα ούτε μέσα στα ασφυκτικά Υπερμνημόνια/Συνθήκες της ΕΕ, τα οποία μάλιστα ( ύψος χρέους, ελλειμμάτων,πρωτογενών πλεονασμάτων) θα τείνουν στο εξής, αν συνεχίσει να υπάρχει η ΕΕ, να συνταγματοποιηθούν σε κάθε χώρα. Αυτήν την αλήθεια την ανέδειξε – έστω και δειλά – μόνον η Αριστερή Πλατφόρμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, αν και δεν έκανε ποτέ τον κόπο να παρουσιάσει συνολικά την δική της πρόταση, βασισμένη στην ισχυρή πολιτική βούληση και την πειστική «τεχνική» και υλική τεκμηρίωση. Η υποτίμηση από τους «κριτικούς της λιτότητας» του ζητήματος της ρήξης με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και, άρα, με την ΕΕ είναι ενδεικτική του μη συνεκτικού της άποψής τους αλλά και της καθυστερημένης και σχετικά ασυνάρτητης διαφοροποίησής τους με το «μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ». Το δεύτερο πρόβλημα της άποψης, η οποία θεωρεί την «μη επίτευξη της αντιλιτότητας» ως τον καθοριστικό ή και αποκλειστικό κρίκο της «δεξιάς στροφής» του Αλέξη Τσίπρα, είναι ο έντονος οικονομισμός αυτής της προβληματικής. Ο οικονομισμός δεν σημαίνει, βεβαίως, την διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων (άλλωστε, σε ορισμένες συγκυρίες κρίσης, όπως η σημερινή, τα οικονομικά αιτήματα των εργαζομένων καθίστανται σταθερά και αναγκαστικά κεντρικά πολιτικά αιτήματα), σημαίνει μια αρνητική πολιτική, η οποία μπροστά ουσιαστικά σε συνθήκες αναγκαίας διεκδίκησης της εξουσίας και όχι μόνο της διακυβέρνησης απομονώνει την «ανατροπή της λιτότητας» από την συνολική τάση ανάληψης της παραγωγής και της διοίκησης από τους εργαζόμενους, η οποία, μάλιστα, μπορεί με έντεχνο τρόπο να κριτικάρεται και ως «ρεφορμιστική». Στην πραγματικότητα, η μονοσήμαντη έμφαση στην «αντιλιτότητα» υπονομεύει το αίτημα του συνολικού εργατικού ελέγχου (το οποίο είναι κάτι πολύ ανώτερο από την παρουσία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στις διοικήσεις των επιχειρήσεων, είναι μια στρατηγική που έχει υπονομευθεί μακροχρόνια από την ίδια την κομμουνιστική Αριστερά), υπονομεύει το αίτημα της παρέμβασης από τώρα στις σχέσεις παραγωγής και όχι μόνο στις σχέσεις διανομής[4] (αφού οι εργαζόμενοι άμεσα σε πολλές περιπτώσεις δημοσίων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων που κλείνουν, κ.ά. πρέπει να αντικαταστήσουν και ουσιαστικά να μετασχηματίσουν/ανατρέψουν το καπιταλιστικό μάνατζμεντ, υπάγοντας την γνώση και την τεχνική στην δική τους εμπειρία και αρχίζοντας να καταργούν την διάκριση ανάμεσα στην διανοητική και την χειρωνακτική εργασία, ανάμεσα στην διεύθυνση και την εκτέλεση της εργασίας). Μόνο ένα τέτοιου τύπου κίνημα αυτοδιεύθυνσης και εξάπλωσης της εξουσίας των «κάτω» στην παραγωγή και στο κράτος[5] μπορεί να καταργήσει την «λιτότητα» και τα «μνημόνια» και όχι η προετοιμασία των «καλών στελεχών» και των «συνεπών αριστερών» καμπανιακά και γραφειοκρατικά να αναλάβουν την προετοιμασία στον ονειρικό τους κόσμο της «νέας και πραγματικής κυβέρνησης της Αριστεράς». Το τρίτο σημείο κριτικής στην μονόπλευρη έμφαση στην «αντιλιτότητα», συνδεόμενο με το ζήτημα του αντιιμπεριαλισμού και της ρήξης με την ΕΕ, αφορά την υποτίμηση από την Αριστερά του έντονου εθνικού ζητήματος που έχει προκαλέσει η κραυγαλέα υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στον διεθνή καταμερισμό εργασίας αλλά και μονιμότερες όψεις πολιτισμικής παρακμής της ελληνικής κοινωνίας. Και ο προμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ ως συνισταμένη αλλά και ορισμένες «αντικαπιταλιστικές-διεθνιστικές αντιπολιτεύσεις» εντός αυτού θεώρησαν ότι η παραμονή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα μπορούσε να είναι ή και ήταν ένας φραγμός έναντι του εθνικισμού και του ρατσισμού ή της λεγόμενης «εθνικής απομόνωσης». Όμως, καμία ανεξάρτητη από τον ιμπεριαλισμό δημοκρατική κρατική συγκρότηση των «κάτω» δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν συνδέει το κοινωνικό/ταξικό ζήτημα με το υπαρκτό και έντονο πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας. Η εργατική τάξη, για να ηγεμονεύσει, πρέπει να μιλήσει και με την γλώσσα και τον πολιτισμό του δημοκρατικού πατριωτισμού, να γίνει αυτή η μόνη «εθνική» – όσο και διεθνής – ηγέτιδα τάξη εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αμφισβητώντας στην κεφαλαιοκρατική τάξη αυτόν τον «εθνικό» ηγεμονικό και κυριαρχικό ρόλο. Πώς να γίνει, όμως, αυτό, αν για ορισμένους «αντικαπιταλιστές» ή και «αντιεξουσιαστές» η αποσύνθεση του έθνους-κράτους και ιδίως η αποσύνθεση και διάλυση του ιδιαίτερου εθνικού πολιτισμού και της ιδιαίτερης και διόλου «μονομερώς κατασκευασμένης» εθνικής Ιστορίας αποτελεί μεγάλη πολιτική και ιδεολογική κατάκτηση; Ο Λένιν, ο Μάο, ο Γκράμσι, ακόμη και ο Τρότσκυ σε αρκετά κείμενά του, ποτέ δεν αμφισβήτησαν αυτήν την «εθνική» προοπτική της εργατικής τάξης. Στο βιβλίο του Λογοτεχνία και Επανάσταση, ο Τρότσκυ έγραφε ότι ο τσάρος Πέτρος ο Μεγας υπήρξε πιο «εθνικός» από τους γενάτους Βογιάρους και οι μπολσεβίκοι πιο «εθνικοί» από τους μοναρχικούς και τους εμιγκρέδες»[6]. Τα έγραφε αυτά σε έναν στιγμιαίο παροξυσμό «εθνικισμού» και «ξενοφοβίας», σε ένα intervallum tenebrarum; Για να μην μιλήσουμε για τον Μαρξ, ο οποίος εκτός από το περίφημο «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», δήλωνε την άδολη ευχαρίστησή του από την υπέρ των Γερμανών έκβαση του γαλλογερμανικού πολέμου του 1871, γιατί έτσι μόνο θα υπερίσχυαν στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα οι δικές του απόψεις έναντι αυτών του Προυντόν (υπερβολή, βεβαίως, του αγαπητού μας Κάρολου). Βεβαίως, σήμερα κυριαρχεί συχνά σε πολλά πεδία ο μετανεοτερικός και φαντεζί μαρξισμός του τύπου του Σάβοι Ζίζεκ, του σημερινού «διεθνιστή» και απολογητή του καπιταλισμού Τόνυ Νέγκρι και άλλων διανοητικών «διασκεδαστών», για να χρησιμοποιήσουμε μια σχετικά ήπια έκφραση .

 

Και τώρα… τι γίνεται ;

Για να εξετάσουμε, όσοι και όσες αναζητούμε μια διέξοδο για την χώρα σε ριζοσπαστική και σοσιαλιστική κατεύθυνση, τι μπορούμε να κάνουμε, ας διευκρινίσουμε τι «δεν μπορούμε να κάνουμε» και ακόμη παραπάνω «τι είναι επιζήμιο να συνεχίσουμε να κάνουμε».

Δεν πρέπει να συνεχίσουμε να πιπιλάμε την πικρή καραμέλα που λέγεται «κυβέρνηση της Αριστεράς». Είναι ανεπίκαιρη, κοινωνικά συκοφαντημένη και αναξιόπιστη πολιτικά. Είναι, τέλος, από μια αναγκαία ηγεμονική σκοπιά, μέσα στον «λόγο» (discourse) που προβάλλουμε, καταγέλαστη. Είναι λογικό μια επόμενη επίθεση στο μεσοπρόθεσμο μέλλον των δυνάμεων της εργασίας και του λαού να αναζητήσει και κοινοβουλευτική και κυβερνητική διέξοδο, αν, βεβαίως, της «επιτραπεί» από το καθεστώς του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της μόνιμης αποικιακής επιτροπείας. Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτή η νέα επίθεση πρέπει ή είναι αναγκαίο να γίνει στο όνομα της «Αριστεράς». Για λόγους αποφυγής πολιτικών παρεξηγήσεων εδώ, εννοώ ότι η απόσυρση από την «Αριστερά» πρέπει να γίνει στο όνομα και με τις δυνάμεις ενός ισχυρού σοσιαλιστικού/κομμουνιστικού κινήματος που θα αμφισβητεί ταυτόχρονα την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας και όχι στο όνομα ενός «ενιαίου μαζί με την “καλή” αστική ή μικροαστική τάξη πατριωτικού μετώπου» (π.χ. μαζί με την «Χριστιανική Δημοκρατία», το ΕΠΑΜ, το Δεν Πληρώνω κ.λπ.). Προτείνω πολιτικά μια σταδιακή απόσυρση από την έννοια της Αριστεράς, όχι επειδή η Αριστερά διαιρεί και αποσυνθέτει το «έθνος» αλλά γιατί χρειαζόμαστε κάτι πολύ πιο «αποσυνθετικό» της εθνικής ενότητας από την «Αριστερά» για να ενοποιήσουμε το έθνος γύρω από την δική μας ταξική προοπτική. Όσο δεν ήταν λάθος που επενδύσαμε στο κοινωνικό και πολιτικό πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας τους κινδύνους, με βάση την «κυβέρνηση της Αριστεράς» και την «ενότητα της Αριστεράς», άλλο τόσο είναι λάθος, αν ζήσουμε την λοιπή ζωή μας πιστεύοντας στην επανάληψη – και μάλιστα στο ορατό μέλλον – αυτού του «Μύθου». Αυτό που υπήρξε ένας θετικός Μύθος με την έννοια του Σορέλ για ένα διάστημα, τώρα θα είναι ένας αρνητικός Μύθος. Πρωτίστως, πρέπει να δώσουμε την μάχη να ανασυγκροτήσουμε πολιτικά και κοινωνικά τις δυνάμεις της εργασίας και τις δυνάμεις του λαού. Όχι επιπόλαια, γραφειοκρατικά και μίζερα. Αλλά με πρωτότυπη οπτική, με την εργατική και κοινωνική έρευνα, με την ανασυγκρότηση του συνδικαλισμού πράγματι από τα κάτω και όχι με «αριστερούς δεινόσαυρους», με την κατανόηση των οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών τάσεων στην Ελλάδα και γενικότερα στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, με την κατανόηση του σύγχρονου «εθνικού ζητήματος» στην Ελλάδα και την Ευρώπη, με την παρέμβαση στα ζητήματα δημοκρατίας και μέσω αυτού του θέματος – δηλαδή μη φιλελεύθερα – στα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της βάρβαρης καταπίεσής τους. Να αναζητήσουμε τα πραγματικά σημεία της σύγκρουσης και της ταξικής πάλης και να ρίξουμε εκεί τις όποιες δυνάμεις μας.

Δεν πρέπει να συνεχίσουμε να δουλεύουμε με βάση την διαχωριστική γραμμή «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» αλλά με βάση τον σοσιαλισμό και το αναγκαίο μεταβατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα ( «αντιλιτότητα», κοινωνικοποιήσεις, εργατικός έλεγχος, διαγραφή του χρέους, έξοδος από την ΕΕ, κατάργηση όλων των αντιδραστικών θεσμίσεων στη παραγωγή και στο κρατικό εποικοδόμημα). Δεν υπάρχει κανένα ρεαλιστικό «μίνιμουμ πρόγραμμα»: αυτά που οι διάφορες γκρούπες χαρακτηρίζουν ως «μεταβατικό πρόγραμμα» είναι στην πραγματικότητα ένα μεταβατικό πρόγραμμα που μόνο με σοσιαλιστικές ρήξεις και ουσιαστικά επαναστατικές διαδικασίες μπορεί να προωθηθεί. Αν η αναφορά στο Μνημόνιο είχε νόημα το 2010 ή και το 2015 ακόμη, δεν έχει σήμερα κανένα νόημα απολύτως . Το Μνημόνιο δεν είναι πια εξαιρετική στιγμή αλλά «η εξαίρεση που έγινε κανονικότητα». Με μια έννοια ή όλα είναι «Μνημόνιο» ή τίποτε πια δεν είναι «Μνημόνιο» στην Ελλάδα. Το μνημονιακό πλαίσιο έχει τόσο έντονα εγγραφεί και οσμωθεί στην καπιταλιστική παραγωγή και στους θεσμούς του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, στις σχέσεις της Ελλάδας με τον ιμπεριαλισμό, που στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο ύπαρξης ενός αντιδημοκρατικού, ακραία νεοφιλελεύθερου και φιλοϊμπεριαλιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Ο στόχος είναι η απελευθέρωση από αυτόν τον καπιταλισμό όχι για να μεταβούμε σε έναν καπιταλισμό με άλλον επιθετικό προσδιορισμό – πράγμα απολύτως ανέφικτο – αλλά για να πάμε σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα, που θα είναι ριζικά διάφορο από τους παραπάνω κατηγορηματικούς και όχι απλώς επιθετικούς προσδιορισμούς. Το πώς είναι θεωρητικά και ιστορικά ανοιχτό. Όμως, μόνο ηλίθιοι/ες πιστεύουν πια στην Ελλάδα ότι μέσω ενός «κοινοβουλευτικού-κυβερνητικού» κλασικού δρόμου, μέσω της «επανάληψης» του 2015 τώρα με τα «σωστά στελέχη», θα πάμε σε έναν φιλολαϊκό καπιταλισμό – σαν να μην βλέπουν την βαθιά ιστορική τάση του σύγχρονου καπιταλισμού – ή ακόμη παραπάνω ότι μέσω ενός «κοινοβουλευτικού» δρόμου κλασικού τύπου, μέσω της επανάληψης του 2015, θα ανατρέψουμε τον καπιταλισμό. Η Ιστορία πια ούτε καν ως φάρσα αλλά ως ξεγέλασμα των «αφελών».

Πρέπει να αμφισβητήσουμε όλες τις «παραδόσεις» στην Αριστερά ως ανεπαρκείς και τραγικά πια ξεπερασμένες και να αναζητήσουμε νέες θεωρητικές και πρακτικές συνθέσεις, εντός του κριτικού/ανατρεπτικού μαρξισμού ή και πέραν των ορίων αυτού, εντός πάντοτε του χειραφετητικού προτάγματος. Αισθάνομαι πάρα πολύ περιοριστικά και στενόχωρα πια, όταν ανά πάσα στιγμή υποχρεούμαι να δηλώνω ότι «σέβομαι τις παραδόσεις» και την «αγωνιστικότητά» που αυτές γέννησαν. Ότι ο τάδε αγωνιστής που ήταν υπέρ του Στάλιν και των Δικών της Μόσχας έζησε μια υποδειγματική και αντιστασιακή ζωή αγωνιστή και κομμουνιστή (που δεν αμφισβητώ ότι την έζησε, την επαναστατική στάση του αμφισβητώ) κ.λπ. Ότι ο Στάλιν ακόμη και όταν μετασχηματίσθηκε σε έναν σατράπη του κρατικού καπιταλισμού, ήταν ακόμη ένας σοβαρός θεωρητικός και πρακτικός μαρξιστής (που, δυστυχώς, ήταν, αλλά σε βάρος των σοβιετικών μαζών), κ.λπ., κ.λπ. Οι «παραδόσεις» στην Αριστερά είναι, παρά τα υπαρκτά θετικά σημεία καθεμιάς, όλο και περισσότερο δηλωτικές της «αγάπης για την αίρεση», μιας ανάκλησης του Ονόματος του Ρόδου ή του Εκκρεμούς του Φουκώ του Ουμπέρτο Έκκο, μιας δέσμευσης στην ακινησία και την παράλυση, είναι όλο και περισσότερο ανασχετικές στην μαχητικότητα, η οποία ενδέχεται να γεννηθεί κάτω από τις νέες συνθήκες. Μπορούμε – κριτικά και διαλεκτικά – να τις αφήσουμε πια να ταφούν με την ησυχία τους.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Για τις αιτίες αυτής της στροφής βλ. αναλυτικά το «Κείμενο Απολογισμού της Εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ» που κατατέθηκε στην Πρώτη Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ τον Ιούνιο 2016 από 52 μέλη της και απορρίφθηκε σχεδόν «πανηγυρικά», http://www.pandiera.gr/
[2] Αναφέρω εδώ δύο συγκαιρινές παρεμβάσεις μου , στα πλαίσια της «Αριστερής Πλατφόρμας» την άνοιξη του 2015 , λίγο πριν από την «στροφή» , που προσανατόλιζαν σε αυτό που ερχόταν. Το κείμενο «Ανάμεσα στον Διάβολο και την Βαθειά Γαλάζια Θάλασσα», που δημοσιεύθηκε στο rproject.gr τον Μάιο 2015 ( https://rproject.gr/article/anamesa-sto-diavolo-kai-ti-vathia-galazia-thalassa), και το κείμενο «Ούτε ήττα στο Βατερλώ ούτε στο Σεντάν» που δημοσιεύθηκε στο rproject.gr την 8-6-2015 (https://rproject.gr/article/oyte-itta-sto-vaterlo-oyte-sto-sentan).
[3] Βλ. ενδεικτικά την ενδιαφέρουσα παρέμβαση του Γ. Μηλιού στο συλλογικό βιβλίο, Γιάννης Μηλιός, Τάσος Παππάς, Στάμος Παπαστάμου, Γεράσιμος Προδρομίτης, Πρώτη φορά Αριστερά, Αθήνα 2016.
[4] Βλ. το εξαιρετικό άρθρο των Βόλφγκανγκ Μύλλερ και Κρίστελ Νόιζυς «Σχετικά με τη θεωρία του κράτους κοινωνικής πρόνοιας», περ. «Θέσεις» τ. 1/1982 σελ. 75-108.
[5] Βλ., μεταξύ πολλών, σε Ρ.Ροσσάντα-Σαρλ Μπετελέμ, Ο μαρξισμός του Μάο τσε τουνγκ και η διαλεκτική, Αθήνα 1978, Στοχαστής.
[6] Λ. Τρότσκυ, Λογοτεχνία και επανάσταση, Αθήνα 1971, Νέοι Στόχοι, σελ. 80-81.



πίσω στα περιεχόμενα: