Μετασχηματισμός της πολιτικής στις νέες συνθήκες. Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ
1. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί γέννημα μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση των πρώτων ενδείξεων σοβαρής αποσταθεροποίησης της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών. Η «πρώτη ύλη» για το εν λόγω εγχείρημα προήλθε από τμήματα της Αριστεράς που ανήκαν σε διάφορες «παραδόσεις» της, σύμφωνα με την καθιερωμένη ταξινόμηση ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων της Αριστεράς του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα πρωτότυπο εγχείρημα πολιτικής ενότητας αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων σε μια χώρα όπου η πολιτική Αριστερά κατάφερε να επιβιώσει από τον σαρωτικό αντίκτυπο των ραγδαίων ιδεολογικο-κοινωνικών μετατοπίσεων που προκάλεσε η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και η ραγδαία ανάδυση του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατανοηθεί μέσα από το πρίσμα της ασυγχρονίας δύο διαδικασιών μετασχηματισμού. Από τη μια, τμήματα της εναπομείνασας πολιτικής Αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και ο κόσμος της Αριστεράς που συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το τέλος ενός μεγάλου ιστορικού κύκλου. Από την άλλη, η μετέπειτα πορεία του – όπως αυτή δρομολογήθηκε μετά το ξέσπασμα της κρίσης, την αγριότητα της πολιτικής που την συνόδευσε, τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και την πολιτική ανατροπή με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ – έδειξε ότι η ταχύτητα προσαρμογής της παραδοσιακής Αριστεράς στις νέες συνθήκες δεν μπορέσε να παρακολουθήσει τις καταιγιστικές αλλαγές και την όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Ως εκ τούτου, από τη στιγμή της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση εμφανίζεται μια επιταχυνόμενη τάση αναστροφής των διαδικασιών μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες και ισχυροποίησης παρωχημένων πολιτικών νοοτροπιών και σχημάτων ανάλυσης που σήμερα εκβάλλουν στην αναπαραγωγή είτε συστημικών στερεοτύπων και αφελών προσδοκιών, είτε ασύμβατων με τα νέα δεδομένα παραδοσιακών μεθοδολογιών κινητοποίησης κι οργάνωσης. Και επειδή διανύουμε μια περίοδο ραγδαίων ανακατατάξεων και βαρβαρότητας, η αδυναμία προσαρμογής τροχιοδρόμησε για τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ μια πορεία άρσης θεμελιακών αριστερών παραδοχών, ενώ η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για την εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού μοιραία εμβαθύνει την κοινωνική, θεσμική και πολιτική παρακμή.
2. Με την αυγή της νέας χιλιετίας, οι σύγχρονες κοινωνίες βρέθηκαν σε ένα περιβάλλον όπου τα δομικά αδιέξοδα διογκώνονταν υπόκωφα και η στρατηγική των ελίτ επικέντρωνε ουσιαστικά ανενόχλητη στην ανάπτυξη μιας θεσμικής και οικονομικής αρχιτεκτονικής που ακύρωνε τις δημοκρατικές πτυχές της μεταπολεμικής κοινωνικής διευθέτησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι δυνάμεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησαν να αναπτύξουν νέες ποιότητες και να διευρύνουν τους ορίζοντες σκέψης και δράσης ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν – πρακτικά και στρατηγικά – στις ασφυκτικές συνθήκες. Έγιναν πιο ευαίσθητες στην κοινωνική ανησυχία που αναδυόταν με αταξινόμητες μορφές και συμμετείχαν ενεργά και με ανοικτό πνεύμα σε κινηματικές και άλλες διεργασίες που υπερέβαιναν σε κάποιο βαθμό την παραδοσιακή μεθοδολογία κινητοποίησης σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Επίσης, τα θραύσματα της πολιτικής Αριστεράς βρέθηκαν πολύ γρήγορα να υπερασπίζονται μόνα τους ευρύτερες αξίες αρνούμενες να αποδεχθούν την απαξίωσή τους και τον διαρκώς διευρυνόμενο κυνισμό από τη μεριά των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.
Η διάθεση και ικανότητα προσαρμογής σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασφυκτικό, ασταθές και αχαρτογράφητο περιβάλλον κατέστησε τον ΣΥΡΙΖΑ έναν ιδιόμορφο πολιτικό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα κόμμα της Αριστεράς αλλά ανέπτυσσε ιδιαίτερες σχέσεις – τόσο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας όσο και κινηματικής μεθοδολογίας – με τους πολίτες και τα κινήματα. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε την ικανότητα παρέμβασης στις πολιτικές εξελίξεις κατά τρόπο που υπερέβαινε την κοινοβουλευτική του δύναμη, καθιστώντας την πολιτική εκπροσώπηση λειτουργική και χρήσιμη στους πολίτες και τα κινήματα, σε αντιδιαστολή με την γενική τάση απαξίωσης της πολιτικής και της αποξένωσης του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες.
3. Η επιτάχυνση των εξελίξεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης – με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής εκδοχής της – έθεσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη γραμμή μιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης με παγκόσμιες προεκτάσεις. Μια σύγκρουση η οποία πήρε καθολικά χαρακτηριστικά καθώς ο λαός[1] αντιστάθηκε αξιοποιώντας ό,τι μέσα είχε στη διάθεσή του: απεργιακά κύματα και κινήματα αντίστασης αναπτύχθηκαν εναντίον όλων των πτυχών της εφαρμοζόμενης πολιτικής, μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις απέκτησαν πανελλαδική εμβέλεια, δίκτυα αλληλεγγύης και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής ξεφύτρωσαν σε όλες τις γωνιές της χώρας κ.ο.κ. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, ο ελληνικός λαός προκάλεσε έναν πολιτικό σεισμό, καθώς απαγκιστρώθηκε από τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα και στράφηκε σε μια ιδιόμορφη πολιτική δύναμη που από καιρό είχε δώσει δείγματα γραφής μιας διαφορετικής νοοτροπίας, η οποία επιβεβαιωνόταν από τη στάση της κατά την ανάπτυξη των αγώνων της μνημονιακής περιόδου.
Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 ο ελληνικός λαός αξιοποίησε την πολιτική δύναμη που έδειχνε να διαθέτει τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής στο νέο πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, το κόμμα που είχε την ικανότητα να συντονίζεται καλύτερα με τις νέες συνθήκες και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και τον πολιτικό χώρο εκείνο που είχε το σθένος να αναλάβει να παίξει τον ρόλο του πολιτικού εκφραστή των αναγκών σε μια επικίνδυνη και δύσβατη περίοδο. Όμως πολύ γρήγορα, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λαμβάνει χώρα ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο που αξίζει πολύπλευρης μελέτης.
Μέχρι εκείνη την φάση μπορούμε να εντοπίσουμε μια δυναμική ένταση ανάμεσα στην τάση μετασχηματισμού και προσαρμογής στις νέες συνθήκες του οξυμένου και πολλαπλά διαφοροποιημένου πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού που αναφέραμε παραπάνω και την εμμονή σε παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές που δεν συμβάδιζαν με τα νέα δεδομένα. Πρόκειται για μια δυναμική ένταση ανάμεσα στη διάθεση αναβάθμισης και επικαιροποίησης μεθοδολογιών και οργανωσιακών αρχών που προέκυπτε από τη βιωμένη αδυναμία των κομματικών δυνάμεων για αποτελεσμαστική δουλειά σε κινηματικό και κοινωνικό επίπεδο με παραδοσιακά μέσα – ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού – και την αδρανειακή προσκόλληση σε παραδοσιακά κομματικά σχήματα και νόρμες ενός δυσκίνητου, γραφειοκρατικού οργανισμού. Μια δυναμική ένταση η οποία είναι φυσιολογική και χαρακτηρίζει κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού και αλλαγής πολυπληθών και πολυπλόκαμων θεσμών και οργανισμών όπως ένα κόμμα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η δυναμική ένταση δεν ευθυγραμμιζόταν με τις διαχωριστικές γραμμές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις πτέρυγές του και δεν αποτέλεσε αντικείμενο επικέντρωσης της επίσημης εσωκομματικής συζήτησης. Ωστόσο, από την οπτική γωνία που μας ενδιαφέρει εδώ – την κατανόηση της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις και την κατάλληλη πολιτική μεθοδολογία στις νέες συνθήκες πολιτικο/κοινωνικού ανταγωνισμού – η εν λόγω ένταση αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της περιόδου. Ήταν εκείνο το στοιχείο που παρήγαγε θετικά πολιτικά και κινηματικά αποτελέσματα και αναδείκνυε τη δυνατότητα του ιδιόμορφου αυτού μορφώματος να αποτελέσει μια σύγχρονη πολιτική δύναμη στο πλευρό των λαϊκών στρωμάτων και στην υπηρεσία θεμελιακών αξιών σε μια περίοδο ολικών κινδύνων και απειλών. Όμως η πορεία των πραγμάτων έδειξε ότι η εν λόγω δυνατότητα δεν έμελλε να γίνει πραγματικότητα.
4. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και την αναγόρευση του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση και συνεπώς σε δυνητική κυβερνητική δύναμη, στη δυναμική ένταση που περιγράψαμε παραπάνω προστέθηκε μια καθοριστική συνιστώσα που έγειρε ταχύτατα την πλάστιγγα προς την πλευρά των καθιερωμένων νοοτροπιών και μεθοδολογιών: η τάση ευθυγράμμισης με τις νόρμες και τα χαρακτηριστικά της κρατικής εξουσίας του κομματικού οργανισμού και του πολιτικού του προσωπικού. Πρόκειται για μια εκπληκτικά ισχυρή «ελκτική δύναμη» που τροποποίησε δραστικά και σε σχετικά ελάχιστο χρόνο πρακτικές, διαδικασίες, συμπεριφορές, προτεραιότητες, πολιτικές και οργανωσιακές γεωμετρίες, μετασχηματίζοντας εντυπωσιακά έναν απομακρυσμένο ως τότε από την εξουσία κομματικό οργανισμό – που με εντάσεις επιχειρούσε να διερευνήσει νέες μεθοδολογίες κινητοποίησης και οργάνωσης – ώστε να είναι συμβατός με την κρατική συνδεσμολογία ισχύος και εξουσίας, αλλά και την πολιτική στρατηγική που τη διαπερνά και την οργανώνει στις νέες συνθήκες.
Η μετασχηματιστική δυναμική της προοπτικής της κυβερνητικής εξουσίας δεν γέννησε και επέβαλε καινοφανείς νοοτροπίες, πρακτικές και συμπεριφορές. Αναζωογόνησε και αναβάθμισε (και αντίστοιχα συρρίκνωσε και έθεσε στο περιθώριο) στοιχεία που ενυπάρχουν σε κόμματα, θεσμούς και οργανισμούς που αποτελούν εκ των πραγμάτων τμήμα του κράτους με την ευρεία έννοια του όρου. Ποια στοιχεία όμως ήταν αυτά που ενισχύθηκαν και ποια αυτά που συρρικνώθηκαν; Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:
– αποδιαρθρώθηκαν οι συλλογικές διαδικασίες και ενισχύθηκαν οι ατομικές ή ομαδικές στρατηγικές ακόμη και στο εσωτερικό των πολιτικών πτερύγων.
– υποχώρησαν ο επιτελικός προγραμματισμός και σχεδιασμός και οι «τόποι» της σχετικής διαβούλευσης και ενισχύθηκαν η διαμερισματοποίηση, οι επιπόλαιοι και επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί, η μιντιακή κουλτούρα και χρονικότητα στην οργάνωση της πολιτικής κ.ο.κ.
– αποδιαρθρώθηκε η επικοινωνία ανάμεσα στα μέρη του κομματικού οργανισμού και η μεταφορά της πληροφορίας και ενισχύθηκε η δημιουργία πολλών κέντρων, τα οποία βαθμιαία απομονώνονταν και ανέπτυσσαν ανταγωνιστικές τάσεις.
– υποτιμήθηκε η λειτουργική διάταξη των δυνάμεων στη βάση ενός συνολικού σχεδίου και ενισχύθηκε η ανάπτυξη προσωπικών φιλοδοξιών, σχετικών τακτικών και μια κουλτούρα συγκρότησης ηγεσίας και ηγετικής λειτουργίας σε όλα τα επίπεδα του κόμματος στη βάση της διευθέτησης των επιμέρους επιδιώξεων[2].
Αυτές είναι μόνο κάποιες πτυχές από τις πάρα πολλές που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και οι οποίες αναδεικνύουν την κατεύθυνση του μετασχηματισμού. Ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν ταυτίζεται με τον προγραμματικό/πολιτικό άξονα αριστερά-δεξιά αναφορικά π.χ. με τις κοινωνικές προτεραιότητες εκπροσώπησης κ.ο.κ. Αν και συνδέεται πολλαπλώς με τη μετατόπιση του πολιτικού προσανατολισμού που λάμβανε χώρα την ίδια περίοδο, ωστόσο δεν ταυτίζεται με αυτόν. Πρόκειται για οργανωσιακές και επιχειρησιακές πτυχές που θα ήταν απαραίτητες για την προώθηση πολιτικών που υπερβαίνουν την Αριστερά. Πρόκειται για τις αναγκαίες (αλλά όχι ικανές) συνθήκες για την αποτελεσματικότητα μιας πολιτικής δύναμης που επιχειρεί να τροποποιήσει τις εγκαθιδρυμένες νεοφιλελεύθερες νόρμες και θεσμίσεις και να ανοίξει χώρο για μια διαφορετική πολιτική ακόμη και συστημικού χαρακτήρα. Η αδυναμία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει έστω κάποια συστημικού χαρακτήρα διαφορετική εκδοχή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής – π.χ. σε πεδία εκτός της μνημονιακής επιτήρησης ή κάτω από τα ραντάρ της – οφείλεται στο γεγονός ότι δεν διέθετε μια μεθοδολογία άσκησης πολιτικής που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νοοτροπίες και παγιωμένες πρακτικές στον κρατικό μηχανισμό.
Πού όμως οφείλεται η συγκεκριμένη φορά του μετασχηματισμού; Ο εν λόγω μετασχηματισμός αντανακλά τον μετασχηματισμό που έχει υποστεί το κράτος και οι θεσμοί της πολιτικής εξουσίας στο σημερινό πλαίσιο του θεσμοποιημένου νεοφιλελευθερισμού. Μια θεσμοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό των λειτουργιών του κράτους αλλά και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής εξουσίας σε ευρωπαϊκούς θεσμούς οι οποίοι είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι εκτός της εμβέλειας των πολιτών. Οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά που υποχώρησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης είναι εκείνα που έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιστοίχως, τα στοιχεία που ενισχύθηκαν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν την αποδιάρθρωση και τη βαθμιαία παρακμή των κρατικών λειτουργιών στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ως κόμμα της ελάσσονος αντιπολίτευσης διερευνούσε παρά τις δυσκολίες διαφορετικούς τρόπους ανασύστασης της πολιτικής λειτουργίας, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις που έθετε η επικείμενη εμπλοκή με την πολιτική εξουσία και τις λειτουργίες ενός κράτους που έχει υποστεί επιχειρησιακό ακρωτηριασμό και οργανωσιακή αποδυνάμωση κατά τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον ρόλο και τη φυσιογνωμία του κράτους[3]. Απέναντι σε αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως συλλογικός οργανισμός εμφανίστηκε ανίκανος να αντιπαραθέσει μια μετασχηματιστική στρατηγική σε πολλά επίπεδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χειρότερο είναι ότι δεν επιχειρήθηκε καν, καθώς δεν έγινε αντιληπτό το πραγματικό πεδίο αντιπαράθεσης. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη τον αντίστροφο μετασχηματισμό αφού δεν υπήρχαν – ή ήταν πολύ αδύναμες – αντισταθμιστικές ενέργειες που θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τη δυναμική ισορροπία αυτών των τάσεων στο εσωτερικό του. Αν συνυπολογίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ρεύματα της Αριστεράς που δεν απέρριπταν την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας ως τμήμα της στρατηγικής τους, τότε γίνεται προφανές πόσο παρωχημένη και ασύμβατη με τη σημερινή πραγματικότητα είναι η ανάλυση περί πολιτικής εξουσίας της παραδοσιακής Αριστεράς.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η ασθενής αλλά παρούσα τάση προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες πριν γίνει αξιωματική αντιπολίτευση – αυτή που του έδωσε τη δυνατότητα να ανανεώσει την πολιτική λειτουργία, να τον καταστήσει πιο ανοικτό στις κοινωνικές διεργασίες και τελικά να αποτελέσει το όχημα μιας πολιτικής ανατροπής – αποδείχθηκε εξαιρετικά αδύναμη ώστε να αντέξει στις αναβαθμισμένες απαιτήσεις της περιόδου 2012-2014. Χωρίς να έχει αναπτύξει επαρκώς εκείνες τις επιχειρησιακές ποιότητες και νοοτροπίες που θα τον καθιστούσαν μια στιβαρή πολιτική δύναμη ικανή να ανταποκριθεί στην αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που τον έθετε σε τροχιά εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε σε μια πορεία μετασχηματισμού. Από μετασχηματιστικό παράγοντα προς μια διαφορετική κατεύθυνση λόγω της ενισχυμένης θέσης του στο πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο ίδιος αντικείμενο μετασχηματισμού.
5. Επιπρόσθετα, ζούμε σε μια περίοδο όπου τεκτονικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα σε πάρα πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύμπτωμα μιας βαθύτερης παρακμής και λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον ευρύτερης πολυπαραγοντικής αποσταθεροποίησης των σύγχρονων κοινωνιών. Η επιτάχυνση σε πολλά επίπεδα (νέες τεχνολογίες[4], περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση[5], εξάντληση φυσικών πόρων, αναδιάταξη της γεωπολιτικής συνδεσμολογίας ισχύος κ.ο.κ.) μετασχηματίζει τον παραδοσιακό τρόπο κατανόησης σε τι είδους κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό έχουμε εμπλακεί ως λαοί και κοινωνίες. Η αποδιάρθρωση της Ευρώπης και η άνοδος των εθνικιστικών και φασιστικών τάσεων, αλλά και η διάλυση και η υποτροπή κρατικών δομών στη νοτιοανατολική μεσογειακή λεκάνη θέτουν καθήκοντα και απαιτήσεις που υπερβαίνουν όσα θεωρούσαμε δεδομένα 10 χρόνια πριν. Η επιτάχυνση των εξελίξεων έχει οδηγήσει τις ελίτ στην υιοθέτηση μιας καταστροφικής στρατηγικής: οι ελίτ έχουν σήμερα την ιστορική αξίωση να κλείσει ένας μεγαλύτερος κύκλος που ξεκίνησε με την είσοδο των λαών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι πριν από 2,5 αιώνες. Η Αριστερά, αν θέλει να είναι σχετική με την περίοδο, πρέπει να αρθεί στρατηγικά στο ίδιο ύψος και να εκπονήσει μια ανάλογη στρατηγική για τις κοινωνίες προς μια χειραφετητική κατεύθυνση.
Έχουμε εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μεγάλων απειλών αλλά και δυνατοτήτων. Δεν θα επεκταθούμε εδώ περισσότερο στην ψηλάφηση των τεκτονικών αλλαγών που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τις ευρύτερες αλλαγές, να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της περιόδου στην πορεία προς την εξουσία μεταβάλλοντας θετικά το ευρύτερο ασφυκτικό πλαίσιο και να αποτελέσει μια δύναμη που απευθύνεται σε μια κοινωνία που συναισθάνεται τους υπαρξιακούς κινδύνους με το απαραίτητο αξιακό και συναισθηματικό βάθος. Όμως, μια δύναμη που φιλοδοξεί να είναι φορέας κοινωνικής αλλαγής δεν μπορεί να αγνοεί τις κοινωνικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη ούτε να είναι αδιάφορη ή εχθρική στις δυνατότητες που αναβλύζουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε πολλούς τομείς σήμερα.
6. Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική κοινωνία διέθετε έναν πολιτικό παράγοντα εξομάλυνσης και συνοχής παρά την καταστροφή που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η μη συμμόρφωση μιας δημοκρατικής πολιτικής δύναμης με τον κυνισμό και τον πολυδιάστατο αποκλεισμό που κλονίζει την κοινωνική συνοχή σε βαθύτερο επίπεδο λειτουργούσε ανασχετικά σε αυτό τον κλονισμό. Το κοινωνικό τίμημα της ένταξης του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό προσωπικό που δεν έχει «αυταπάτες» – πέρα από τη συνέχεια μιας πολιτικής που βαθαίνει την κοινωνική παρακμή και οικονομική δυσπραγία – είναι η στέρηση από την κοινωνία κάποιου πολιτικού στηρίγματος που διέπεται από ορθολογισμό και ευαισθησία. Η αδυναμία πλέον πολιτικής εκπροσώπησης της μη συμμόρφωσης με τις τοξικές συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη προοπτικής – λειτουργία που επιτελούσε ο ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλοντας στην ανάσχεση της παρακμής όπως είπαμε – διοχετεύει (αυτο)καταστροφικές τάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις ενισχύοντας την υπόκωφη κοινωνική βία και απειλώντας την κοινωνική συνοχή με τη βαθύτερη έννοια του όρου.
Ως εκ τούτου, έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου πλέον η παρακμή υπερβαίνει την πολιτική μας φαντασία. Απέναντι σε μια πολύ επικίνδυνη περίοδο οι δυνάμεις της χειραφέτησης εισέρχονται αποδεκατισμένες και αποσυσπειρωμένες αλλά με ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορούν πλέον να εγκλωβιστούν σε παρωχημένα σχήματα και νοοτροπίες. Και αυτό δεν είναι λίγο καθώς ανοίγει το βλέμμα και την προοπτική να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και εργαλεία που δεν μπορούσαμε μέχρι τώρα. Βεβαίως, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική αν ο ΣΥΡΙΖΑ στην πλειοψηφία του είχε παραμείνει πιστός στη μη συμμόρφωση με τη στρατηγική που εμβαθύνει την κοινωνική παρακμή και εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός μαζικού, πανελλαδικού φορέα που θα επέλεγε να απεγκλωβιστεί από μια καταστροφική πολιτική στρατηγική και ο οποίος θα έστρεφε το σύνολο των δυνάμεών του στο κοινωνικό πεδίο, ώστε από κοινού με τους πολίτες να διερευνήσει όλα όσα δεν κατάφερε την περίοδο 2012-1014, θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην ελληνική κοινωνία και θα εξέπεμπε ένα σήμα για έγκαιρη τροποποίηση της στρατηγικής στις δυνάμεις της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη.
Μια τέτοια επιλογή θα είχε πολιτικό κόστος βραχυπρόσθεσμα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού, αλλά την ίδια στιγμή θα μπλόκαρε την υλοποίηση της πολιτικής που σήμερα μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμπέδωνε την κοινωνική του εξουσία στις φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Με αυτό τον τρόπο θα εξαφάνιζε την επιρροή ακροδεξιών και εθνικιστικών αντιλήψεων στο τμήμα του πληθυσμού που είναι περισσότερο χτυπημένο από την κρίση και θα διέθετε πραγματικά κοινωνικά εργαστήρια για τη γιγάντωση θεσμίσεων και δικτύων αυτο-οργάνωσης που θα μπορούσαν να στηρίξουν ουσιαστικά την πολιτική του παρουσία και δύναμη σε ένα τοξικό πολιτικό περιβάλλον.
Αντιθέτως, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμβαθύνοντας την πολιτική που αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο την κοινωνία, απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα τα οποία είναι πλέον ανοχύρωτα μπροστά στη ρητορική και πρακτική της Ακροδεξιάς, ενώ τα μεσαία στρώματα που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των «ταξικών»[6] επιλογών μια κυβέρνησης με αναφορά στην Αριστερά πολύ σύντομα θα αποσύρουν την όποια στήριξή τους στην κυβέρνηση. Πρόκειται για μια στρατηγική χωρίς πολιτική βιωσιμότητα με τεράστιες συνέπειες για την κοινωνία κυρίως υπό το πρίσμα της έλλειψης ένος πανελλαδικού, συλλογικού αναχώματος με ισχυρές συνδέσεις με τις λαϊκές τάξεις που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο στην επικίνδυνη φάση που έχουμε μπει.
7. Όπως όμως και να ήρθαν τα πράγματα, οι απαιτήσεις δεν αλλάζουν επειδή έχουμε βρεθεί σε δυσχερέστερη υποκειμενική θέση σήμερα. Οι δυνάμεις που διαθέτει η ελληνική κοινωνία για την επιβίωση και προστασία της είναι μεγάλες αρκεί να μάθουμε από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ και να είμαστε επινοητικοί/ες και τολμηροί/ες την επόμενη περίοδο. Και κυρίως να είμαστε ικανοί/ες να αντιληφθούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν γύρω μας και να συμβάλουμε ώστε να τεθούν σε κίνηση οι διεργασίες που είναι συμβατές με τη μεταβατική ιστορική φάση στην οποία έχουμε ήδη εισέλθει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Παρά τη νωθρότητα που εμφάνισε η ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια όπως όλες οι κοινωνίες που αφέθηκαν στην «αγκαλιά» του περίφημου «τέλους της ιστορίας».
[2] Όπως είναι προφανές σε όσους και όσες έζησαν τις κομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την περίοδο που συζητάμε, οι συλλογικές διαδικασίες και οι επιχειρησιακές λειτουργίες έπασχαν σοβαρά και από πριν. Ωστόσο, την περίοδο για την οποία συζητάμε εμφανίζεται μια ραγδαία επιδείνωση.
[3] Πέρα από τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό του κράτους υπάρχει πάντα και το διακύβευμα της αποτελεσματικής εμπλοκής με τη γραφειοκρατική νοοτροπία και πρακτική που χαρακτηρίζει τις κρατικές λειτουργίες. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αποσυνδέσουμε τα δύο αυτά μέτωπα, καθώς παρά τη σχετική της αυτονομία η κρατική γραφειοκρατία δεν είναι ουδέτερη ως προς τα οργανωσιακά της χαρακτηριστικά, τις στοχεύσεις και τα αποτελέσματά της. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέπτυξε κάποια μεθοδολογία ή επιχειρησιακούς «κανόνες εμπλοκής» ούτε με την «παραδοσιακή» κρατική γραφειοκρατία.
[4] Ακροθιγώς και ενδεικτικά να αναφέρουμε α) το νέο κύμα τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (και τις αλλαγές που παράγουν στη διάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και θεσμίσεων), β) τις τεράστιες ποσότητες ψηφιακών δεδομένων (και τις αλλαγές που ήδη φέρνουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρώπινης δραστηριότητας) και γ) την ωρίμανση τεχνολογιών αυτοματοποίησης (που αναμένεται να διαρρήξουν παγιωμένες νόρμες οργάνωσης των κοινωνιών και της παραγωγής).
[5] Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κλιματική αλλαγή που πλέον έχει επιταχυνθεί συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πυροδότηση μεγαφαινομένων όπως μεταναστευτικά ρεύματα και πόλεμοι (π.χ. η ξηρασία στη Συρία αποτέλεσε έναν υπόγειο παράγοντα που κατέστησε ασφυκτική τη ζωή σε έναν κόμβο γεωπολιτικής έντασης, επιτείνοντας εντάσεις και αδιέξοδα).
[6] Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως «ταξική» πολιτική υπέρ των πιο αδύναμων στρωμάτων επειδή τα βάρη μεταβιβάζονται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη φτωχοποιηθεί (με αποτέλεσμα και τη δική τους κατάρρευση) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ως πολιτική υπέρ των φτωχών. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι η άρση των συνθηκών φτώχειας τους αλλά μόνο η μη περαιτέρω επιβάρυνσή τους τότε σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση τμημάτων που δεν είχαν φτωχοποιηθεί, μάλλον πρέπει να μιλάμε για διεύρυνση της φτώχειας παρά για «ταξική» πολιτική υπέρ των φτωχών.
πίσω στα περιεχόμενα: