Η επανάσταση του Τσίπρα
Σύμφωνα με την Σιμόν Βέιλ[1] υπάρχει ένας μύθος που επί δύο συνεχείς αιώνες παίζει καθοριστικό ρόλο στην ίδια τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης. Είναι ο μύθος της επανάστασης, εννοούμενης ως ριζική ανατροπή του κόσμου όπως είναι: η αναδημιουργία εκ θεμελίων, επάνω στα ερείπια της διεφθαρμένης καπιταλιστικής αστικής κοινωνίας, ενός Νέου Κόσμου, βασίλειο του Νέου Ανθρώπου.
Το έτος γεννήσεως αυτού του ισχυρού και εκτυφλωτικού μύθου είναι το ίδιο με την πτώση της Βαστίλλης. Από εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή της στο παγκόσμιο προσκήνιο «μια λέξη που περιείχε εντός της όλες τις πιθανές εκδοχές του μέλλοντος και ποτέ δεν ήταν τόσο πλούσια σε ελπίδα όσο κατά τις περιόδους απόγνωσης: η λέξη επανάσταση. Μια μαγική λέξη, σε θέση να απαλύνει κάθε πόνο, να καθησυχάσει κάθε φόβο, να εκδικηθεί το παρελθόν, να αντιμετωπίσει τις παρούσες δυστυχίες, να εκφράσει κάθε πιθανή ελπίδα. Μια μικρή δοκιμή του πώς εφαρμόζεται η ιδέα αυτή έγινε από το 1789 έως το 1793. Τα αποτελέσματα ήταν πολλά και σημαντικά, αλλά μάλλον όχι τόσο όσο αναμενόταν. Από τότε, κάθε γενιά επαναστατών αναλάμβανε το καθήκον να κάνει πραγματικότητα την αληθινή επανάσταση. Καθώς η κάθε γενιά γερνούσε και αποχωρούσε, η ελπιδοφόρα σκυτάλη περνούσε στους νεότερους επαναστάτες, ενώ, με τον θάνατό της, η παλαιότερη γενιά απέφευγε τον κίνδυνο να διαψευστεί».
«Η λέξη αυτή έχει προκαλέσει τόσο απέραντη και ανιδιοτελή αφοσίωση, έχει προκαλέσει τον θάνατο τόσων πολλών γενναίων που ακολουθούσαν, που για αναρίθμητους άλλους δυστυχείς αποτέλεσε το μόνο στήριγμα που τους κρατούσε στη ζωή. Τόσο που ήταν σχεδόν ιεροσυλία να τεθεί αυτή η λέξη υπό αίρεση. Βεβαίως, στην πραγματικότητα τίποτα δεν εμπόδιζε η λέξη να είναι πλέον άνευ περιεχομένου: οι μάρτυρες μαρτυρούν την αλήθεια της πίστης, αλλά μόνο για όσους θέλουν να πιστέψουν».
Οι σκέψεις αυτές γράφονταν την παραμονή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο κατά Βέιλ επαναστατικός μύθος θα πάρει τεράστιες διαστάσεις με τη μορφή του αντιφασιστικού απελευθερωτικού αγώνα. Στη χώρα μας, η αντιφασιστική επαναστατική προοπτική είχε τεράστια επιτυχία: θα καταστήσει για πρώτη φορά πλειοψηφικό ένα κόμμα, το ΚΚΕ, το οποίο έως τότε δεν είχε ποτέ καταφέρει να επεκτείνει την επιρροή του στην ευρύτερη κοινωνία. Η εθνική αντίσταση, με άλλα λόγια, κατέστησε την ελληνική Αριστερά για πρώτη φορά αυτό που ο Γκράμσι αποκαλεί «εθνικολαϊκή» δύναμη, που φιλοδοξεί να μιλήσει όχι μόνο στη «συνειδητή εργατική τάξη» αλλά σε όλη την κοινωνία. Παρ’ ότι η τότε Αριστερά δημιούργησε τον δικό της αντιφασιστικό επαναστατικό μύθο, εντούτοις σε ιδεολογικό επίπεδο ποτέ δεν έπαψε να αναφέρεται σε άλλη, προηγούμενη επανάσταση, τον Ρωσικό Οκτώβρη του 1917.
Μπορεί η εθνική αντίσταση να κέρδισε τον πόλεμο αλλά έχασε την ειρήνη και οι λόγοι αυτής της στρατηγικής ήττας αποτελούν ακόμη αντικείμενο συζήτησης. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η θρυλική «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» σηματοδότησε βαθύτατα τη μετέπειτα πορεία της ελληνικής Αριστεράς, τόσο όσο και η ρωσική. Όταν σήμερα κάποιος μιλά για ελληνική Αριστερά έχει κατά νου τον Άρη Βελουχιώτη, τον άνθρωπο που καλύτερα κατάφερε να ενσαρκώσει τον ελληνικό επαναστατικό μύθο. Και που υπήρξε μάρτυράς του, με τη διττή σημασία του όρου.
Αυτή η πρεσβυωπία της ελληνικής Αριστεράς αποτελεί το δυσβάσταχτο άχθος που βαραίνει ακόμη και σήμερα επάνω της. Ακόμη κι όταν έγιναν κάποια διστακτικά και αβέβαια βήματα αποστασιοποίησης από τη μπολσεβίκικη εμπειρία, η αντιφασιστική μας επανάσταση παρέμεινε ως, ενίοτε άρρητο, σημείο αναφοράς και μέτρο αριστεροσύνης. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους όρους με τον οποίο βιώθηκε ο μύθος του ρωσικού Οκτώβρη.
Γι΄ αυτό τον λόγο, φρονώ, είδαμε στην περίοδο 2012-2015 το εκπληκτικό όσο και ανεξήγητο φαινόμενο το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, να οδεύει θριαμβευτικά προς την εκλογική νίκη, να γίνεται πλειοψηφικό στην κοινωνία κόμμα, χωρίς να αυξάνει κατά το ελάχιστο τα μέλη του, χωρίς να κερδίζει ούτε μια επαγγελματική ένωση, ένα εργατικό σωματείο. Ένα κόμμα που ετοιμαζόταν να κυβερνήσει, με μεγάλη απήχηση στην κοινωνία αλλά από οργανωτική άποψη προσκολλημένο στον παλιό εαυτό του, όταν ήταν περιθωριακή (αλλά σίγουρα αριστερή) δύναμη του 4%.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, ένα παραδοσιακό αριστερό κόμμα, πλήρως εντεταγμένο στο σύμπαν της αριστερής μυθολογίας που προανέφερα. Η κρίση όμως εξανάγκασε την ηγετική ομάδα, και κυρίως τον Αλέξη Τσίπρα, να αλλάξουν. Προκειμένου να πιάσουν το νήμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας έπρεπε να αναθεωρήσουν μεγάλο μέρος της παλιάς τους ταυτότητας. Να κάνουν δηλαδή εκείνο που τόσα χρόνια ο «συλλογικός διανοούμενος» δεν έκανε: να ερμηνεύσουν την ισχύ και την εναπομείνασα αξία του επαναστατικού μύθου στις νέες και τρομερές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται η χώρα. Σε αυτή την πορεία συγκεκριμενοποίησης του προγράμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε ευθύς εξαρχής πίσω, ένα περιττό εργαλείο, ικανό να αναπαράγει επ’ άπειρον την επαναστατική μυθολογία αλλά ανίκανο να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις.
Στο προηγούμενο τεύχος των Τετραδίων, σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του, ο Ρούντι Ρινάλντι διατυπώνει ακριβώς την αντίθετη οπτική: κατά τον αρθρογράφο, οι αδυναμίες της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζονται στην ηγετική ομάδα, την οποία κατηγορεί συλλήβδην για «κυβερνητισμό»[2].
Αγνοώ τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ και τα λίγα που γνωρίζω, και που με βοήθησαν να γράψω κάτι στην περίοδο πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015[3], τα οφείλω στην ευγενική βοήθεια του Λουκά Αξελού και του Λαοκράτη Βάσση. Δεν μπορώ, λοιπόν, να κρίνω αν η αξιολόγηση συγκεκριμένων προσώπων που γίνεται στο άρθρο είναι σωστή ή όχι. Εκείνο που έχει σημασία είναι να αποφύγουμε την παραδοσιακή «μαρξιστική» προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ του ηγέτη και του κόμματος.
Κατά την άποψή μου, μπροστά στην πρόκληση της αριστερής κυβέρνησης σε συνθήκες μειωμένης κυριαρχίας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι είναι σε θέση να αναζητήσει πολιτικές λύσεις, ενώ το κόμμα ακόμη κολυμπούσε στον ωκεανό της Αριστεράς: τα ιδεολογήματα του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στην ήττα του Ιουλίου 2015. Κι αν ο Τσίπρας έχει ευθύνες, αυτές συνίστανται στο ότι παρέμεινε υπερβολικά πιστός στην παραδοσιακή ιδεολογία του κόμματός του. Έπρεπε ευθύς εξαρχής να αναλάβει την ευθύνη να κατασκευάσει τον δικό του επαναστατικό μύθο, συνδεδεμένο ιδεολογικώς αλλά πολιτικά αυτόνομο από τους προηγούμενους.
Η αριστερή κυβέρνηση του 2015 βασιζόταν σε μια διπλή εντολή του εκλογικού σώματος: να τελειώσουμε με την πολιτική λιτότητας, παραμένοντας όμως στην ευρωζώνη. Η στρατηγική που ακολουθήθηκε αμέσως μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου (και σε αυτό, φρονώ, θα συμφωνήσουμε όλοι) αποδείχθηκε απλοϊκή στην εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων εντός ευρωζώνης και ιδεοληπτική σε σχέση με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στηρίχθηκε στην εσφαλμένη πεποίθηση ότι η απειλή και μόνο του grexit θα αρκούσε για να νομιμοποιήσει την ελληνική ανυπακοή. Αντιθέτως, όπως απέδειξε με διαύγεια ο Σταύρος Λυγερός[4], η ελληνική απειλή αντιστράφηκε από τον Σόιμπλε σε diktat να αποβάλει εκείνος την Ελλάδα. Οι θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, οι αρχές των Συνθηκών, η ίδια η βούληση του ελληνικού λαού όπως εκφράστηκε στο δημοψήφισμα, έγιναν όλες κομμάτια και δεν υπήρξε ούτε ένας (ούτε ένας!) Ευρωπαίος ηγέτης να αντιτάξει έστω και μία λέξη. Ο Τσίπρας βρέθηκε μόνος να προσπαθεί να συνδυάσει τις δύο λαϊκές εντολές: την παραμονή στην ευρωζώνη και την καταπολέμηση της λιτότητας. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Η επιλογή του Έλληνα πρωθυπουργού ήταν η μόνη που αποκτά κάποιο νόημα στις συγκεκριμένες συνθήκες και τη συγκεκριμένη στιγμή. Αποδέχθηκε να πριμοδοτήσει την παραμονή της χώρας στο φυσικό χώρο συμμαχιών θυσιάζοντας το πολιτικό του πρόγραμμα μόλις αυτό αποδείχθηκε πολύ αριστερό αλλά ανέφικτο. Τις κατηγορίες πως ο Τσίπρας μετατράπηκε σε «μνημονιακό», δηλαδή σε θιασώτη της λιτότητας, να μου επιτραπεί να μην τις σχολιάσω καθώς τις θεωρώ αστείες. Εκείνο που συνέβη με την πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα είναι ότι η ηγεσία της ελληνικής Αριστεράς ανακάλυψε με μεγάλη καθυστέρηση πως τα ερμηνευτικά εργαλεία με τα οποία καθόριζε το πολιτικό της πρόγραμμα αποδείχθηκαν άχρηστα. Πως η ευρωζώνη κυβερνάται από συνθήκες και συμφωνίες που ορίζονται σκανδαλωδώς από νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα. Και πως η μάχη για μια διαφορετική διακυβέρνηση (τουλάχιστον, αφού η αναθεώρηση του Μάαστριχτ δεν διαφαίνεται καν στον ορίζοντα) της ευρωζώνης είναι δύσκολη, μακροχρόνια και απαιτεί νέους δρόμους για την ελληνική Αριστερά (από τις ελάχιστες, σε μια όλο και πιο δεξιά Ευρώπη). Με άλλα λόγια, η διακυβέρνηση απαιτεί να λερώσεις τα χέρια σου, να κάνεις επικίνδυνους ελιγμούς και δύσκολους συμβιβασμούς, όπως διαπίστωσε και ένας Ρώσος επαναστάτης πριν από έναν αιώνα.
Μια διαφορετική επιλογή, να πριμοδοτήσει δηλαδή το αντιμνημονιακό πρόγραμμα έναντι της παραμονής στην ευρωζώνη, σίγουρα θα ήταν πιο συμβατή με την ελληνική αριστερή παράδοση. Αλλά θα χρέωνε στην αριστερή κυβέρνηση την επώδυνη επιλογή να αποκοπεί από τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ορατό κίνδυνο τη διαιώνιση της κρίσης και τον στρατηγικό απομονωτισμό. Μια επιλογή για την οποία η χώρα δεν είναι καθόλου έτοιμη και που ελάχιστοι Έλληνες επιθυμούν. Ακόμη και οι διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύτηκαν εκ των υστέρων να αναδείξουν μια πρόταση που να συνδυάζει τα δύο ζητούμενα. Είναι εμφανές πως tertium non datur.
Πόσο μακριά είναι όλα αυτά από τον Άρη Βελουχιώτη. Εντούτοις, για τους εχθρούς της Αριστεράς αν δεν είναι ο Άρης στην κυβέρνηση, μικρή η απόσταση. Το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα που χαρακτηρίζει τη δεξιά αντιπολίτευση δεν εξηγείται μόνο με την παντελή ένδεια πολιτικής πρότασης. Η Δεξιά φαίνεται να κατάλαβε τον Τσίπρα πολύ καλύτερα από τους πρώην συντρόφους του στον ΣΥΡΙΖΑ. Κατάλαβε πως η αριστερή κυβέρνηση δεν έχει καμία πρόθεση να ακολουθήσει τη λογική της δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία, εκείνη δηλαδή που οδήγησε το ΠΑΣΟΚ στον σημιτικό όλεθρο, και πως προτίθεται να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό με τη διαχείριση της κρίσης, όσο πιο δίκαια γίνεται. Ο απώτερος στόχος δεν είναι η «οικοδόμηση» κανενός σοσιαλισμού και κανενός στιβαρού κοινωνικού κράτους σκανδιναβικού τύπου. Αρκεί να ενισχυθεί ο ρόλος της πολιτικής απέναντι στην οικονομία και να τεθούν όροι και κανόνες στον ολιγαρχικό καπιταλισμό που μας καταδυναστεύει. Με άλλα λόγια: να μετατραπεί επιτέλους αυτή η χώρα σε μια ουσιαστική και λειτουργική κοινοβουλευτική δημοκρατία με σοβαρή παραγωγική βάση και ισχυρό κράτος. Κι αυτό σε συνθήκες ουσιαστικής χρεοκοπίας και παντελούς κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Είναι αυτό αριστερά; Όχι αν κρίνουμε από τις κρατούσες αντιλήψεις. Ναι αν θεωρήσουμε τις απαιτήσεις των λαϊκών στρωμάτων και ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Μια επανάσταση που δεν θυμίζει σε τίποτα την πτώση της Βαστίλλης ούτε την έφοδο στα Χειμερινά Ανάκτορα. Αλλά κάθε εποχή, μας επισημαίνει η Βέιλ, έχει τις δικές της επαναστάσεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] «Sur les contradictions du marxisme», πρώτη γραφή του 1937, στα Ιταλικά στο Giampietro Berti, Nunziante Mastrolia, Luciano Pellicani, I Difensori dell’Occidente, εκδ. Licosia, Σαλέρνο 2016.
[2] Ρούντι Ρινάλτι «Η ματαίωση μιας ελπίδας», Τετράδια, τ. 65, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016, σελ. 27-31.
[3] Dimitri Deliolanes, La Sfida di Atene, εκδόσεις Fandango, Ρώμη 2015.
[4] Σταύρος Λυγερός, «Η κυβέρνηση Τσίπρα σε συμπληγάδες», Τετράδια, τ. 65, όπ.π., σελ. 9-25.
πίσω στα περιεχόμενα: