τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: ,


Η «πίσω αυλή» της Συριζικής Αριστεράς


Α΄) Το ιστορικό γεγονός της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας απ’ τη Συριζική Αριστερά, με την προσθήκη των ΑΝ.ΕΛ, δεν είναι καρπός της … ωριμότητάς της για ένα τέτοιο άλμα, που δυστυχώς δεν υπήρχε. Είναι, κατά κύριο λόγο, καρπός:

Πρώτον, της «χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης», που ήταν χρεοκοπία και του μεταπολιτευτικού δικομματισμού ως πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης. Με το κενό που δημιουργήθηκε να το καλύπτει, με τον «δυνητικό» εναλλακτικό της λόγο και την προσδοκία που τον συνόδευε, η Συριζική Αριστερά.

Δεύτερον, του προσώπου του νέου ηγέτη της, του Αλέξη Τσίπρα, που εξέπεμψε τολμηρό και «επικοινωνιακό» λόγο διακυβέρνησης της χώρας, παρότι χωρίς «θεμελίωση», με βλέμμα πέραν των στενών ορίων της παραδοσιακής Αριστεράς.

Και τρίτον, της ηθικής ακτινοβολίας της Αριστεράς, που ήταν και το μεγάλο της όπλο απέναντι στην ένοχη για τη λεηλασία της χώρας και την υποθήκευση του μέλλοντός της «φθαρμένη» και «διεφθαρμένη» δικομματική συγκυριαρχία (Ν.Δ.& Πα.Σο.Κ.).

Β΄) Το πολύ κρίσιμο ζήτημα των ανεπαρκειών της για τη Διακυβέρνηση έχει τη γενικότερη διάστασή του, που αναπέμπει στις ανεπάρκειες της σύνολης μεταπολιτευτικής Αριστεράς, αλλά και την ειδικότερη, που αναπέμπει στις ιδιαίτερες εγγενείς αδυναμίες της ίδιας της Συριζικής Αριστεράς, τις σχετιζόμενες με τις κύριες και τις θραυσματικές «συνιστώσες» συγκρότησής της. Με δεδομένο μάλιστα πως κάποιες ομαδοποιήσεις των θραυσματικών «συνιστωσών», με περιθωριακή ιδεολογική απήχηση στην κοινωνία, απέκτησαν (και έχουν) προνομιακή ισχύ στα ηγετικά κλιμάκιά της και στη Διακυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστερά».

Γ΄) Ως προς τη γενικότερη διάσταση: Η Συριζική Αριστερά δεν είναι έξω από την «ιστορικότητα της κρίσης» της Αριστεράς και τη «μεταφυσική» της, ανεξάρτητα από το αν είχε εξαρχής μια, υποτίθεται, «κριτική» και «ανανεωτική» κατεύθυνση, σε σχέση με αυτήν του ΚΚΕ, όπως, για παράδειγμα, στο ζήτημα της δημοκρατίας (και της δημοκρατικής μετάβασης στο… σοσιαλισμό) ή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Καθώς δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως κατά βάθος, λόγω και κάποιων «συνιστωσών» της, είχε ξεπεράσει τον… παρελθοντοκεντρισμό και την ουτοπία ή, καλύτερα, την α-τοπία της γενικότερης «αριστερής μεταφυσικής». Αυτής που, μαζί με την ιστορικότητα της κρίσης της, δεν επέτρεψε στην μεταπολιτευτική Αριστερά να αντιστοιχηθεί, συναιρώντας οραματικότητα και ρεαλισμό, με τον «χρόνο» και τον «τόπο». Έτσι που να πατήσει στέρεα στο μεταπολιτευτικό «έδαφος» και από εκεί να αγναντεύει το μέλλον. Και όχι, νιώθοντας άβολα στο «παρόν», να παραμένει πιασμένη στο παρελθοντοκεντρικό δίχτυ της «κρίσης» της και της «μεταφυσικής» της.

Με μοιραίο αποτέλεσμα περίπου να είναι εκτός… μεταπολιτευτικής πολιτικής «πεδιάς». Καθώς ούτε που κατάλαβε: το στρατηγικό χαρακτήρα της «αρχιτεκτόνησης» του μεταπολιτευτικού συστήματος απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την «προσχώρηση» του Ανδρέα Παπανδρέου στη «δικομματική στρατηγική», (ως μπροστινή ρόδα του… «δικομματικού ποδήλατου»), αλλά και πως η αντίθεση δεν ήταν πια με την εμφυλιο/πολεμική «Δεξιά», αλλά με τη σύγχρονη και με τη δικομματική διαχείριση του μεταπολιτευτικού (αστικού) «συστήματος». Αν μάλιστα εξαιρέσουμε το αποτυχημένο πείραμα του αρχικού «ΣΥΝ της Αριστεράς και της Προόδου»-που προσπάθησε να αρθρώσει στρατηγική της Αριστεράς σε «χρόνο» και «τόπο», στη βάση της λογικής του μπλοκ εξουσίας των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου, για το οποίο είχε πρώτος μιλήσει απ’ το 1977 ο Σάκης Καράγιωργας, ένα πείραμα που υπερέβαινε, όπως αποδείχτηκε, τα ιδεολογικά όρια και τις… σκοπιμότητες των δύο κύριων συνιδρυτών του (ΚΚΕ και ΕΑΡ) – η μεταπολιτευτική Αριστερά παρέμεινε, με όρους ιστορίας, εκτός «πεδιάς». Και με τον ΣΥΡΙΖΑ, αργότερα, παρά τον όποιο ξεχωριστό «αριθμητή» του, να μην είναι έξω απ’ τον κοινό αριστερό «παρονομαστή» και τις «επιβαρύνσεις» του.

Δ΄) Ως προς την ειδικότερη διάσταση: Η Συριζική Αριστερά, όμως, έχει και τις ιδιαίτερες «επιβαρύνσεις», σχετιζόμενες με το πολύ αντιφατικό «κράμα» των δυνάμεων που την συγκρότησαν στη βάση μιας πλασματικής (και αμοιβαία… επωφελούς!) πολιτικής ενότητας, με ιδεολογικά πάντοτε προσχήματα από όλους τους… συμβαλλόμενους. Πρόκειται: για την κύρια (και κοινοβουλευτική) συνιστώσα, τον εναπομείναντα δηλαδή, μετά την επιστροφή του ΚΚΕ στον … Περισσό, ΣΥΝ της Αριστεράς (των… κινημάτων και της οικολογίας!), με όλες του τις «κληρονομιές», για κάποιες μικρότερες, δομημένες ή επικοινωνιακού περισσότερο χαρακτήρα, πολιτικές συλλογικότητες, για θραυσματικές «ομαδοποιήσεις» απ’τον πάντοτε δύσκολο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ακόμα και για τους μεταμνημονιακούς και ομαδοποιημένα προσχωρήσαντες από το ΠΑΣΟΚ.

Που, ας μη θεωρηθεί υπερβολή, ήταν περισσότερο μια «άθροιση» αδυναμιών παρά δυνατοτήτων της πέραν του ΚΚΕ μεταπολιτευτικής Αριστεράς, ως και εντός του… ασύμμετρου αντιεξουσιαστικού χώρου. Έτσι ώστε, όχι σπάνια, να είναι ασαφή τα όρια, μεταξύ άλλων, ανάμεσα στην αριστερή αγωνιστική κουλτούρα και στις ακρότητες της αντιεξουσιαστικής «υποκουλτούρας». Αλλά και με τον εύκολο υποσχετικό λόγο, ασμένως δεκτό απ’ τη δοκιμαζόμενη από την κρίση και χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία, να υποκαθιστά τον υπεύθυνο αριστερό λόγο, μέσα σε ένα νεφέλωμα «αριστερής μεταφυσικής» (όπου και η απόλυτη κυριαρχία της μανιχαϊστικής λογικής του μαύρο-άσπρο). Γιατί, χωρίς υπερβολή, όλα τα κείμενα των συλλογικών επεξεργασιών, αποφάσεις συνεδρίων και κεντρικών επιτροπών, σε μία τέτοια, γενικώς, σφαίρα πολιτικο/ιδεολογικής… «α-τοπίας» κινούνται.

Γι’ αυτό, λόγω δηλαδή των υποκειμενικών της «επιβαρύνσεων» και «αδυναμιών», δεν έλυσε τα εσωτερικά της προβλήματα και δεν διαμόρφωσε: έτοιμη (για τα δύσκολα!) κινούσα ηγετική ομάδα, υπό τον Αλέξη Τσίπρα, έτοιμο (για τα δύσκολα!) κινούν συλλογικό υποκείμενο (Κόμμα), εμπνέουσα κινούσα «ιδέα», ως συνθηματοποιημένη οραματική έκφραση μιας επεξεργασμένης «εθνικής στρατηγικής», που να αντιστοιχεί στον «τόπο» και στον «χρόνο». Απαντητική, δηλαδή, στα ασφυκτικά δεδομένα τούτης της πολύ επικίνδυνης στροφής της νεότερης ιστορίας μας (Μνημόνια, Ευρωπαϊκή Ένωση, Παγκοσμιοποίηση) και με ορίζοντα την πολύ δύσβατη ανηφοριά του αιώνα που έχουμε μπροστά μας. Προφανώς με θεμελίωση στην αξιακή βάση της πολιτιστικής ιθαγένειάς μας και στην αξιακή παρακαταθήκη των πνευματικών νομοθετών μας: Ρήγα, Σολωμού, Κάλβου… Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου!

 Ε΄) Οπότε και ερχόμαστε στην κρισιμότερη «επιβάρυνση», την οιονεί ιδεολογική «αχίλλειο πτέρνα», που σχετίζεται με την αντιφατικότητα της «Συριζικής ψυχής». Καθώς το Εαμογενές ιδεολογικο/πολιτιστικό της «υπόστρωμα» επικαλύπτεται από μια ιδεολογηματική δυσανεξία ως προς τη βαθύτερη αξιακή του ουσία, εκπορευόμενη από παλιότερες και νεότερες ιδεολογικές ομαδοποιήσεις (με προνομιακή πάντοτε πρόσβαση στα ηγετικά κλιμάκια του Κόμματος!), που θα μπορούσαν να θεωρηθούν, κατά ένα τρόπο, ως εκδοχή… αριστερού Σημιτισμού ή ως… αριστερή άκρη του λεγόμενου μεταπολιτευτικού «εκσυγχρονιστικού τόξου». Με την επικάλυψη να συντελείται, καθοδηγητικώ δικαιώματι, δια της μεταφοράς στη μεγαλύτερη κλίμακα απόψεων ενός «ιδεολογικού μικρόκοσμου», που, χαρακτηριζόμενες από τους φορείς τους ως «ανανεωτικές», «εκσυγχρονιστικές» ή «ευρωπαϊστικές», προβάλλονται, με προνομιακές επικοινωνιακές προσβάσεις, και ως αυτόχρημα σωστές. Χωρίς όμως ποτέ, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Συριζικής Αριστεράς , να έχουν περάσει από τη βάσανο των συλλογικών επεξεργασιών.

Γιατί, ας πούμε, ποτέ δεν άνοιξε στις Συριζικές γραμμές μια σοβαρή συζήτηση για όλο το φάσμα των πολιτιστικών μας θεμάτων και τη χάραξη μακρόπνοης πολιτιστικής στρατηγικής, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει και εθνική στρατηγική. Όπως, επίσης, ποτέ δεν άνοιξε μια σοβαρή συζήτηση για τη φιλοσοφία της παιδείας των ελληνοπαίδων σε τούτα τα πολύ … ύπουλα χρόνια της «Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης» και της «νεοταξικής παγκοσμιοποίησης». Έτσι που, για παράδειγμα, να μην υποκαθίσταται αυτή η φιλοσοφία από επιστημονικοφανείς «απόψεις» της πολύ ιδιαίτερης και πολύ συγκεκριμένης ( απο-εθνοποιητικής και απο-ταυτοποιητικής) μετα-νεωτερικής «σχολής» του ιστορικού αναθεωρητισμού, ρητορεύουσας πάντοτε υπέρ της αποϊδεολογικοποίησης, τάχατες, της «ιστορίας» και της «παιδείας». Κάτι που, εν πολλοίς, συμβαίνει με τη Διακυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστερά»!

Με αυτονόητο, προφανώς, το δικαίωμα «άποψης», επιστημονικής, επιστημονικοφανούς ή όποιας άλλης, αρκεί να μην της γίνεται ιδεολογική και πολιτική «χρήση» ως κοινής άποψης, ερήμην όμως του … κοινού, ερήμην δηλαδή του συλλογικού υποκειμένου, κομματικού ή και εθνικού, του οποίου μάλιστα αυτή η «σχολή» θέλει να … ανακατασκευάσει το «πρόσωπο». Μπορούν, ας πούμε, οι του ιστορικού αναθεωρητισμού και οι περί αυτούς να έχουν τις απόψεις τους: για το χαρακτήρα της Επανάστασης του ’21 ως, μονοσήμαντα, καρπό του Διαφωτισμού (οπότε… ξέρουμε πού έμαθε τα Γαλλικά ο Καραϊσκάκης!), για την εθνική ταυτότητα, για την άρνηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους, για την «προσαρτηματική» σχέση μας με την Ευρώπη και άλλα πολλά τέτοια παρόμοια. Δεν μπορούν, όμως, με τέτοια «υλικά» και χωρίς καμία συλλογική επεξεργασία και νομιμοποίηση, να αποπειρώνται, στα… μουλωχτά, την κατασκευή υποκατάστατης «εθνικής ιδεολογίας» και την ανακατασκευή του… «εθνικού προσώπου» μας (παρακάμπτοντας μεγέθη όπως ο  Δημαράς, ο Βακαλόπουλος, ο… Σβορώνος!) αλλά και όλη την εαμογενή αριστερή κουλτούρα του Δημοκρατικού Πατριωτισμού.

Και είναι αυτή η βραχυκυκλωματική «ιδεολογική κακοδαιμονία», που, με τις πολλές παρενέργειές της, δεν, επέτρεψε στη Συριζική Αριστερά να αντιστοιχηθεί με το προειρημένο πολιτιστικο/ιδεολογικό της «υπόστρωμα», αλλά, συνακόλουθα, και με το υπόστρωμα της « πολιτιστικής ιθαγένειας» του λαού μας. Έτσι ώστε να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία ενός τόσο αναγκαίου και πλατιού πολιτιστικο/πατριωτικού κινήματος και η ίδια να αναδειχτεί ηγέτιδα εθνική δύναμη σ’ αυτή την πολύ οριακή και αδυσώπητα διλημματική περίοδο της ιστορίας μας. Καθώς: ή πρέπει να αφεθούμε στις ταπεινωτικές μνημονιακές ράγες της «διαχειριστικής υποτέλειας» ή να δώσουμε τη μεγάλη μάχη για την εθνική μας αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία!

ΣΤ΄) Η συγκεκριμένη, όμως, Συριζική Αριστερά, με τις «επιβαρύνσεις» και τις «ανεπάρκειές» της, έκανε το ιστορικό θαύμα της «πρώτης αριστερής Διακυβέρνησης», αλλά και το… αντί-θαυμα του οδυνηρού «συμβιβασμού» της. Που για κάποιους ήταν από την αρχή στρατηγικός, ενώ για άλλους, όπως και ο γράφων, αναγκαστικός και τακτικός, με αιωρούμενο τον κίνδυνο μετεξέλιξής του σε στρατηγικό, ως «μοιραία» κατάληξη της διαχειριστικής πολιτικής. Που σύμφωνα με το πολιτικό αξίωμα, θέλει τη διαχείριση μιας κρίσης, στην περίπτωσή μας με διαστάσεις χρεοκοπίας, να γεννάει την κρίση της διαχείρισης και να επιτείνει τις συνέπειές της, παγιδεύοντας αμετάστρεπτα στη δίνη της τους … διαχειριστές της.

Αντιδιαστέλλοντας τη διαχείριση της πολιτικής από τη διαχειριστική πολιτική, καθώς η δεύτερη συντελείται με τη «λογική» της διαχειριζόμενης κρίσης, άρα με αποδοχή και (αυτο)παγίδευση στα όρια αυτής της λογικής, θεωρώ πως ο Συριζικός «συμβιβασμός» οδήγησε σε αναγκαστική διαχείριση της πολιτικής και όχι σε διαχειριστική πολιτική. Με τόσο όμως ασφυκτικές ρήτρες «διαχειριστικής υποτέλειας», που καθιστούν δυσκολότατη την ανάσχεση και αποτροπή της αιτιώδους ακολουθίας του προειρημένου «αξιώματος» (διαχείριση της κρίσης – κρίση της διαχείρισης → βάθεμα της κρίσης!). Έτσι που να γίνονται στην πορεία όλο και πιο «γκρίζα» τα όρια της διαχείρισης της πολιτικής και της διαχειριστικής πολιτικής.

Με αυτό, μάλιστα, να επιτείνεται απ’ το ότι, παρά τα κάποια αδύναμα ψελλίσματα: Πρώτον, δεν αποσαφηνίζονται με πειστική καθαρότητα ο χαρακτήρας του «συμβιβασμού» ως αναγκαστικής τακτικής αναδίπλωσης. Δεύτερον, δεν αναδεικνύεται, παρομοίως με πειστική καθαρότητα, η υπαγωγή της στο στρατηγικό ανεξαρτησιακό όραμα της πορείας προς το μετα-μνημονιακό και μετα-δυτικοκρατικό «ξέφωτο». Που, εντέλει, σημαίνει πως δεν αναδεικνύεται το ίδιο το οδηγητικό ανεξαρτησιακό όραμα ως «κινούσα ιδέα» του λαού μας και ως «λυδία λίθος» της διάκρισης των ορίων τακτικής και στρατηγικής αναδίπλωσης. Τρίτον, τέλος, δεν εφαρμόζεται μια σοβαρή πολιτική, δύσκολη προφανώς, διαχείρισης του «συμβιβασμού» και της συνακόλουθής του οδυνηρής «αναδίπλωσης». Έτσι που και τα υπογραφέντα να… τηρούνται, αλλά και η υπέρβαση της «λογικής» τους να σηματοδοτείται και βήμα-βήμα να πραγματοποιείται, με την οραματική δύναμη του «ξέφωτου» να οδηγεί τα βήματα του λαού μας, που πια όλο και περισσότερο δεν βλέπει να έχουν νόημα οι… θυσίες του.

Τούτων όμως δοθέντων, τα ερωτηματικά για τη διαχείριση του οδυνηρού «συμβιβασμού» – που ειρήσθω εν παρόδω ήταν αναπότρεπτος, όπως είχαν έρθει τα πράγματα, όχι όμως και… αναπότρεπτη η συγκεκριμένη πορεία προς τα πράγματα! – είναι βασανιστικότερα και απ’ τα περί τον ίδιο τον «συμβιβασμό», καθώς όλο και περισσότερο επιτείνεται η στρατηγική σύγχυση της Συριζικής Διακυβέρνησης. Έτσι που δεν είναι πια καθαρό πού σταματούν τα αναγκαστικά των μνημονιακών χρεώσεων και αρχίζουν τα των… ρεαλιστικών προσαρμογών, σε μια προϊούσα λογική «ενσωμάτωσης» (με σοσιαλδημοκρατική, ίσως αργότερα, χρυσόσκονη!), που είναι για τους «Επικυρίαρχους» ευκταία εκδοχή της «αριστερής παρένθεσης». Χωρίς όμως να προδικάζεται, με βάση τη δική μου θεώρηση, ή , ακόμα χειρότερα, να θεωρείται ήδη δεδομένη μια τέτοια εξέλιξη ως… Συριζική επιλογή.

Ζ΄) Πριν περάσω στο πολύ σύντομο «δια ταύτα» τούτου του κειμένου, που με την επιλεκτική και ελλειπτική αποσπασματικότητά του, αφήνει πολλά κρίσιμα ζητήματα ακάλυπτα, θα ήθελα, απλώς ως κέντρισμα προβληματισμού, να θίξω και τις ευθύνες των όσων, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, άρθρωσαν κριτικό και (ενδο)αντιπολιτευτικό λόγο στη Συριζική Αριστερά τόσο στην πιο μακρά προ-κυβερνητική περίοδο όσο και μετά τον «οδυνηρό συμβιβασμό» της. Καθώς, εν πολλοίς, τα «εν ονόματι» του δικού της λόγου κάθε άλλο παρά υπερέβαιναν τα όρια, πλην ατομικών και αποσπασματικών παρεμβάσεων, της παρωχημένης δικής της «αριστερής μεταφυσικής». Για να μη πούμε πως σε κάποιες περιπτώσεις, προς δικαίωση και των… προελεύσεων, ήταν ακόμα πιο έωλα (μπαγιάτικα!), ιδεολογικά και χωρίς ανοιχτό ορίζοντα προς το μέλλον.

Ας πούμε, πολύ ενδεικτικά, ποιοι προσπάθησαν, κάποιοι και σε υψηλές θέσεις «καθοδήγησης»: να «δέσουν» τον λόγο της στον «τόπο» και τον «χρόνο», να προωθήσουν την πολιτική ρήξης με τα βαθύτερα αίτια της «χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης», να ανοίξουν ενδο-συριζικά τη μεγάλη συζήτηση για τον πολιτισμό και την παιδεία, για μια σωστή θεώρηση της «ευρωπαϊκότητας», για τη συγκρότηση ενός πλατιού πολιτιστικο-πατριωτικού κινήματος με ιδεολογική μαγιά την επικαιροποιημένη Εαμική αξιακή παρακαταθήκη, «ξεμπροστιάζοντας» την αλλεργική σε ό,τι το… πολιτιστικο/πατριωτικό ηγετική ομάδα ιδεολογικού ελέγχου του Κόμματος, ή, ποιοι χτύπησαν… καμπάνες για την πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία και ποιοι άρθρωσαν λόγο οραματικής ρεαλιστικότητας για να αντιμετωπίσουμε και να ανακτήσουμε, πάντοτε εν τόπω και χρόνω, την χαμένη εθνική μας αυτεξουσιότητα. Ποιοι, τέλος, αρθρώνουν τώρα ποιοτικό αριστερό λόγο εναλλακτικής διεξόδου – πέραν του εύκολου καταγγελτικού, χωρίς να ανάγουν τον… αντι-τσιπρισμό σε υποκατάστατο αντιμνημονιακής αριστεροφροσύνης ( ή να επιδίδονται στο ακτιβιστικό πέταγμα… νεραντζιών στο «σύστημα»!) – προβάλλοντας, με τη μεγαλύτερη δυνατή περίσκεψη, τούτη την οριακή για τον Τόπο μας συγκυρία στη μεγάλη εικόνα της Ιστορίας μας (που σημαίνει: συνυπολογίζοντας την ιστορική της διάσταση!).

Η΄) Ολοκληρώνοντας και μη μπορώντας, δεν χωράνε άλλωστε σε τούτο το κείμενο, να καταθέσω σκέψεις που θα έδιναν το στίγμα ενός συνολικότερου κρίσιμου «δια ταύτα» για τη Συριζική Αριστερά και τον Τόπο μας – όπως, πολύ ενδεικτικά: για την αποτελεσματική διαχείριση της «αναδίπλωσης», έστω από εδώ και πέρα, έτσι που να μη μετεξελιχτεί σε στρατηγική αναδίπλωση, για τη βελτίωση του όχι… καλού ως τώρα «αριστερού παραδείγματος διακυβέρνησης», για την υπαρξιακά αναγκαία «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας μας, για τη χάραξη μιας μακρόπνοης πολιτιστικής πολιτικής, ως θεμελίου της πολιτικής μας στην παιδεία και στη συνολικότερη εθνική μας στρατηγική, ή, περιοριζόμενος σ’ αυτά, για τη μεγάλη τομή στο πολιτικό σύστημα και στη θεσμική βάση της κοινωνίας, έτσι που, επιτέλους, κόμματα και κράτος να υπάρχουν για την κοινωνία και όχι η κοινωνία για τα κόμματα και το κράτος, που αυτή θα έπρεπε να ήταν ήδη η μεγάλη παρέμβαση της «πρώτης φοράς Αριστερά» – θα αρκεστώ μόνο να το σηματοδοτήσω, προβάλλοντας, όμως, την οριακή συγκυρία στη μεγάλη εικόνα της ιστορίας μας, αλλά και νιώθοντας την αγωνιώδη ανάσα του «σαστισμένου» και «διατελούντος εν πλήρει συγχύσει… αθώου», κατά παράφραση Κατσαρού, Συριζαίικου κόσμου. Αυτού που, παρά την απογοήτευση και τη… δοκιμασία του, εμμένει πεισματικά στην εξάντληση και των όποιων ακόμη, όλο και λιγότερων, περιθωρίων «προσδοκίας» από την αριστερή Διακυβέρνησή μας.

Και θα αρκεστώ να το σηματοδοτήσω τονίζοντας, έστω και με προσφυγή στον… εύκολο λόγο της αφοριστικής δεοντολογίας, τις τρεις αιτιώδους σχέσης αναγκαιότητες με τις οποίες και συνυφαίνεται: όπου η πρώτη, η τολμηρή ενδο-συριζική «ανάταξη», είναι όρος της δεύτερης, της κρίσιμης «Συριζικής επανεκκίνησης», που, με τη σειρά της είναι και όρος της τρίτης, της μεγάλης και υπαρξιακών διαστάσεων επανεκκίνησης του Τόπου μας. Με την «ανάταξη» πρωτίστως να προϋποθέτει λύση του ενδο-συριζικού «βραχυκυκλώματος», και απελευθέρωση της πολιτιστικο-πατριωτικής του δυναμικής. Που δεν είναι εύκολη, όχι λόγω της… βαρύτητας των βραχυκυκλωματικών ιδεολογηματικών απόψεων, περιθωριακής, εξάλλου, πάντοτε απήχησης στην ευρύτερη κοινωνία, αλλά λόγω… βραχυκυκλωματικής ισχύος εντός του ΣΥΡΙΖΑ (ηγετικά κλιμάκια, επικοινωνία, κομματικοί μηχανισμοί, κοινοβουλευτική ομάδα).

Με τη Συριζική επανεκκίνηση, ως συνακόλουθη της « ανάταξης» να συνυφαίνεται με τη συνολική ανατροφοδότηση της δυναμικής της, που κυρίως θα στηριχτεί: Αφενός στην πειστική ανα-διακήρυξη και στην αντίστοιχη διαχείριση της «τακτικής αναδίπλωσής» της, έτσι ώστε να φράξει ο δρόμος της μετεξέλιξής της σε στρατηγική αναδίπλωση. Αλλά και να εκλείψουν οι διαβρωτικές συγχύσεις, που είναι σχετικές με λογικές… ρεαλιστικής προσαρμογής και επιλογές μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ, αλά ΠΑΣΟΚ, σε… μπροστινή ρόδα ενός ανακατασκευασμένου, με τις ευλογίες των Επικυρίαρχων, «δικομματικού ποδήλατου». Αφετέρου, στην επίσης πειστική ανατροφοδότηση της μεγάλης κινούσας ιδέας της «ανεξαρτησιακής αυτεξουσιότητας» του Τόπου μας, στηριγμένη, το επαναλαμβάνουμε, στην επικαιροποιημένη Εαμική αξιακή παρακαταθήκη και με ορίζοντα την ανοιχτή στο μέλλον, όπως έχουμε υπερβαλλόντως τονίσει, μετα-μνημονιακή και μετα-δυτικο/κρατική δημοσιά της ιστορίας μας.

Με τη μεγάλη «επανεκκίνηση του Τόπου μας» να είναι συνυφασμένη: με τη Συριζική επανεκκίνηση, με την αναδοχή από τη Συριζική Αριστερά της ευθύνης ηγέτιδας εθνικής δύναμης, με ένα εμπνευσμένο και πανεθνικής εμβέλειας πολιτιστικο-πατριωτικό ανεξαρτησιακό κίνημα, που αυτό θα αναδείξει το λαό μας σε συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας του, προπαντός όμως με τη χάραξη μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής σε αναθεμελιωτικές, ανορθωτικές και αναγεννητικές συντεταγμένες πορείας του τόπου μας προς το μετα-μνημονιακό και μετα-δυτικοκρατικό του μέλλον.

Θ΄) Με τα πράγματα, κατά παράφραση (τώρα) Καβάφη, κάθε άλλο παρά κατ’ ευχήν να βαίνουν στην… Αποικία, που σημαίνει πως η κατάσταση του τόπου μας είναι πολύ χειρότερη από ό,τι φαίνεται και απ’ το ό,τι νομίζουμε πως είναι, συμμεριζόμενος προκαταβολικά τον αγωνιώδη σκεπτικισμό για όλα τα περί τον… αποδέκτη τού «δια ταύτα» μου, αν δηλαδή η Συριζική Αριστερά μπορεί, ως έχει μάλιστα τώρα, με τα «τραύματα» τις «χρεώσεις» και τις «δουλείες» της, να κάνει ό,τι δεν έκανε ως τώρα και σε άλλες συνθήκες, ανήκοντας σε αυτούς που λένε (βλέποντας πως η ιστορία χαμογελάει με τις… μαρξιστικές αναλύσεις μας, ίσως γιατί και αυτή, με τα περίεργα παιχνίδια που κάνει, μοιάζει να μην πολυκατέχει από… μαρξισμό): ας αναγνώσουμε και ας ξανα-αναγνώσουμε τούτη την οριακή και ύποπτη για τον Τόπο μας συγκυρία, και πιο πολύ ας εξαντλήσουμε τα όποια εναπομένοντα, έστω και ελάχιστα, περιθώρια για την αποτροπή μιας επαπειλούμενης μακράς δυτικοκρατικής αναδίπλωσης της ιστορίας μας, όπως αυτή είναι προδιαγεγραμμένη απ’ το πρώτο Μνημόνιο (επί μοιραίου «Γιωργάκη»!).

 

Υ.γ. Κι αν τελικά αποδειχτεί… ά-τοπη η προσδοκία του «δια ταύτα» τούτου του κειμένου, που θα σημαίνει παγίωση της «διαχειριστικής υποτέλειας», μάλλον θα έχουμε πολύ χρόνο να επιδοθούμε στο πολύ προσφιλές (και επιπέδου ολυμπιακών αγώνων!) αριστερό άθλημα της «λαθολογίας». Με ήδη, μάλιστα, περισσεύοντα τον επίσης προσφιλή αναθεματικό και τυφλό αντι-συριζικό λόγο (με τις πολύ μίζερες αυτο-δικαιωτικές ψευδαισθήσεις του). Που προφανώς και δεν είναι ίδιος με τον αυστηρό ή και αυστηρότατο αριστερού ήθους κριτικό λόγο, που εκπορεύεται από βαθιά συνείδηση πως αν συντελεστεί, για όσους δεν τη θεωρούμε ακόμη οριστικώς συντελεσμένη, η Συριζική στρατηγική αναδίπλωση ή αν πέσει η κυβέρνηση της « πρώτης φοράς Αριστερά», δεν θα είναι μόνο ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, λόγω καθόλου άδηλων επιπτώσεων, ήττα όλης της Αριστεράς και προπαντός, που είναι και το μείζον, μεγάλη ήττα του Τόπου μας, καθώς θα παγιωθεί η μακρά και υπαρξιακών διαστάσεων δυτικοκρατική αναδίπλωση της ιστορίας μας (με πολλούς συριζικούς, αλλά και αντι-συριζικούς, ανεπιγνώτως… άδοντες!).



πίσω στα περιεχόμενα: