Ανάγκη εναλλακτικού σχεδίου ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας για την υπέρβαση της κρίσης
1. Ο χαρακτήρας της κρίσης και οι επιπτώσεις από τον τρόπο αντιμετώπισής της
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, που εκδηλώθηκε το 2008 στο πλαίσιο της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κρίσης[1], βαθαίνει όλο και περισσότερο. Πρόκειται για κρίση δομικού χαρακτήρα η οποία έχει προσβάλει τα θεμέλια της κοινωνίας μας.
Η αντιμετώπιση της κρίσης αυτής από τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης ως συγκυριακής, με βάση τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και με αιχμή τα μνημόνια και τα μέτρα που αυτά συνεπάγονται, όξυναν ακόμη περισσότερο την κρίση αποδιαρθρώνοντας πλήρως την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Το αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων αυτών επιλογών και πολιτικών ήταν η φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας μας και, κυρίως, των εργαζομένων, των συνταξιούχων, της νεολαίας και των ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση Αλ. Τσίπρα απομακρυνόμενη συνεχώς από τις προγραμματικές θέσεις, αποφάσεις και επεξεργασίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και προσχωρώντας, όλο και περισσότερο, σε νεοφιλελεύθερες επιλογές και πολιτικές αποδέχτηκε στις 12 Ιουλίου 2015 να εφαρμόσει ένα τρίτο μνημόνιο ιδιαίτερα επιβαρυντικό για τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού και της χώρας. Η μετατροπή της χώρας, στο πλαίσιο της ευρωζώνης, σε μόνιμη αποικία χρέους και των μη προνομιούχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων σε φόρου υποτελείς είναι πλέον γεγονός.
Η κρισιμότητα της σημερινής κατάστασης επιβάλλει άμεσα την ανάγκη λήψης μέτρων ριζοσπαστικού χαρακτήρα στη βάση ενός εναλλακτικού σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης και ανάπτυξης ώστε η χώρα να απεμπλακεί από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και περιορισμούς που τη βυθίζουν σε μεγαλύτερη κρίση και την οδηγούν σε καθολική καταστροφή.
2. Οι βασικοί άξονες ενός εναλλακτικού σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης
Για να καταστεί δυνατή η αντιστροφή της καταστροφικής πορείας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας πρέπει να εφαρμοστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο και να ακολουθηθεί μία πολιτική διαφορετική από αυτή που υποστηρίζει το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας. Ένα τέτοιο εναλλακτικό σχέδιο πρέπει να βασίζεται στους ακόλουθους άξονες:
α) Παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της οικονομίας
Κάθε κοινωνία για να μπορεί να αναπαράγεται και να αναπτύσσεται, είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίζει τα αγαθά και τους πόρους που απαιτούνται για το σκοπό αυτό. Συνεπώς, η παραγωγική διαδικασία αποτελεί θεμελιώδη λειτουργία κάθε κοινωνίας, όπως και το σημαντικότερο αφετηριακό σημείο προσέγγισης και αντιμετώπισης των οικονομικών, και όχι μόνον, προβλημάτων.
Η καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού της χώρας μας από τις επιλογές και τις πολιτικές των κυρίαρχων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων απαιτεί την άμεση δραστηριοποίηση του κοινωνικού και δημόσιου τομέα[2].
Η εισαγωγή και η καθιέρωση θεσμών αυτοδιαχείρισης και συνεργατισμού μπορεί να απορροφήσει και να ενεργοποιήσει, σε μεγάλη έκταση, το αξιόλογο εργασιακό δυναμικό που διαθέτει η χώρα μας και το οποίο έχει περιθωριοποιηθεί και παραμένει ανενεργό. Ποσοστά ανεργίας 30% περίπου στον ενεργό πληθυσμό και 65% στη νεολαία είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απορροφηθούν εύκολα με διαφορετικό τρόπο.
Οι αυτοδιαχειριστικές και συνεργατικές μορφές δίνουν τη δυνατότητα στους άμεσους παραγωγούς να αναπτύσσουν παραγωγικές δραστηριότητες ευρύτατου φάσματος αξιοποιώντας τα σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα μας στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα.
Ταυτόχρονα με την ενεργοποίηση του κοινωνικού τομέα επιβάλλεται η δραστηριοποίηση του δημόσιου τομέα. Ο δημόσιος τομέας με την οικονομική και επενδυτική του δραστηριότητα και λειτουργία μπορεί να δώσει την απαραίτητη ώθηση για την επανεκκίνηση, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Για να μπορέσει να παίξει το ρόλο αυτό ο δημόσιος τομέας, θα πρέπει να διευρυνθεί τόσο το πεδίο δράσης των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών όσο και να περιέλθει άμεσα στην ιδιοκτησία του το σύνολο των τραπεζών, εκτός από τις συνεταιριστικές, οι οποίες ανακεφαλαιοποιούνται και ενισχύονται συνεχώς με χρήματα των υποτελών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τρίτο μνημόνιο προβλέπει ότι 25 δισεκατομμύρια ευρώ θα δοθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ενώ η πρώτη δόση των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ που προορίζεται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα το διαχειρίζονται οι «θεσμοί», δηλαδή οι δανειστές, και όχι η ελληνική κυβέρνηση… Με την απόκτηση των τραπεζών από το δημόσιο η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας θα πάψει να καθορίζεται από τα συμφέροντα και τις επιλογές του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του εγχώριου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και θα στραφεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών της οικονομίας μας.
Στην προσπάθεια για την επανενεργοποίηση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας σημαντικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν, επίσης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν να προσφέρουν πολλά στους περισσότερους τομείς. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να συντελέσουν στην κάλυψη άμεσων αναγκών (διατροφή, ένδυση, υπόδηση), στην μείωση της ανεργίας, στην εφαρμογή καινοτομιών, στη βελτίωση του τουρισμού, στην αύξηση των εξαγωγών και στον περιορισμό των εισαγωγών, στην παραγωγή εξαρτημάτων κ.ά.
Η πολιτεία οφείλει να συμπαραστέκεται και να μεριμνά για τα προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και να συμβάλλει στην επίλυσή τους, ιδιαίτερα, όταν αυτές αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και δράσεις κοινοπρακτικού χαρακτήρα.
Η ενεργοποίηση του κοινωνικού και του δημόσιου τομέα, όπως και η δραστηριοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα την παραγωγή νέου πλούτου και τη δραστική μείωση της ανεργίας. Είναι αυτονόητο ότι ο συντονισμός των βασικών αυτών τομέων απαιτεί την καθιέρωση του αποκεντρωμένου κοινωνικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται τόσο η επιθυμητή κατεύθυνση όσο και η κοινωνικοοικονομική αποτελεσματικότητά της.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης πρέπει να επισημανθεί ότι στις απαρχές κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας, ιδιαίτερα σε συνθήκες δομικής κρίσης του κυριάρχου συστήματος, βρίσκεται η αναγκαία μεταβολή των οικονομικών δομών της κοινωνίας ώστε οι υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής να μετασχηματιστούν και να πάψουν να κρατούν σ’ εξαρτημένη θέση τους εργαζόμενους και τους άλλους παραγωγούς, δηλαδή τα πιο δυναμικά στοιχεία του πληθυσμού. Άλλωστε, η αποτελεσματική χρησιμοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων που έχει στη διάθεσή της η κοινωνία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εάν δεν αντιμετωπιστούν και εξαφανιστούν οι υπάρχουσες μορφές παρασιτικής κατανάλωσης. Για το λόγο αυτό σε μια εναλλακτικού τύπου οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην ικανοποίηση των συλλογικών αναγκών[3]. Δηλαδή, εάν θέλουμε να επιτύχουμε ταχεία οικονομική ανόρθωση και ανάπτυξη είναι απαραίτητο η προσπάθεια να επικεντρώνεται στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.
β) Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους, τουλάχιστον, του δημόσιου χρέους
Η διαγραφή του μεγαλύτερου, τουλάχιστον, μέρους του δημόσιου χρέους[4], κατά προτίμηση μετά από συνεννόηση με τους δανειστές ή στην ανάγκη μονομερώς, θα εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, όπως και πόρους για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξή της.
Η διαγραφή αυτή θα δώσει τη δυνατότητα το πλεόνασμα[5] που θα παράγεται στο πλαίσιο της οικονομίας μας να κατευθύνεται, αφενός, στη χρηματοδότηση παραγωγικών δραστηριοτήτων του κοινωνικού και του δημόσιου τομέα όπως και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, αφετέρου, στην ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας. Άλλωστε, μία τέτοια επιλογή και πολιτική θα θέσει τέρμα στην απομύζηση του παραγόμενου πλεονάσματος από το διεθνές χρηματιστικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι και το τρίτο μνημόνιο κινείται στην ίδια κατεύθυνση εντείνοντάς την μάλιστα. Έτσι, η πρώτη δόση των 23 δισεκατομμυρίων ευρώ αφορά 12,5 εκατομμύρια ευρώ που θα δοθούν στην Ε.Κ.Τ. για προηγούμενα δάνεια που λήγουν, 10 εκατομμύρια δάνεια προορίζονται για την ανακεφαλαιοποίηση, για ακόμα μια φορά, των συστημικών τραπεζών και … μισό εκατομμύριο ευρώ θα δοθεί στην ελληνική κυβέρνηση για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών…
Η διατήρηση του καθεστώτος αποικίας χρέους στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα μας, εντός της ευρωζώνης, εάν δεν τερματιστεί το συντομότερο είναι φανερό ότι την οδηγεί σε πλήρη οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Η επιστροφή σε συνθήκες αυτοδύναμου ελέγχου και διαχείρισης της πραγματοποιούμενης συσσώρευσης[6] στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας είναι η μόνη βάση στην οποία μπορεί να στηριχτεί μία γνήσια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης.
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, άλλωστε, ότι δεν υπάρχει διαδικασία συσσώρευσης που να είναι απαλλαγμένη από αντιθέσεις, ο χαρακτήρας και η μορφή των οποίων καθορίζεται από τις υφιστάμενες ή δημιουργούμενες παραγωγικές δομές και τους υφιστάμενους, κάθε φορά, συσχετισμούς ταξικής δύναμης. Για το λόγο αυτό η ανάλυση των συγκεκριμένων διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων εμφανίζονται οι αντιθέσεις αυτές παραμένει ο καλύτερος τρόπος για το πώς πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε.
γ) Εισοδηματική ενίσχυση των εργαζομένων και των συνταξιούχων
Η άμεση εισοδηματική ενίσχυση των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που δέχτηκαν τη νεοφιλελεύθερη και μνημονιακή επίθεση στα εισοδήματα, την απασχόληση και στα κοινωνικά δικαιώματά τους δεν αποτελεί μόνο μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και μέσο άμεσης ενίσχυσης της ζήτησης για την αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της εισφοροδιαφυγής αποτελεί πρώτη προτεραιότητα ώστε να σταματήσει η ιδιοποίηση δημόσιων και κοινωνικών πόρων από ιδιωτικά συμφέροντα. Η καθιέρωση ενός δίκαιου κοινωνικά και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος είναι περισσότερο από αναγκαία για να μην πληρώνουν φόρους, κυρίως, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι και να φοροδιαφεύγουν τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα και τάξεις με αποτέλεσμα να πλήττεται σοβαρά η ελληνική οικονομία και κοινωνία και να υπονομεύεται, σοβαρά, η αναπτυξιακή διαδικασία.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ουσιαστικό τρόπο, από οικονομική και κοινωνική άποψη, το συνταξιοδοτικό ζήτημα με τη θέσπιση ενός ορθολογικού και βιώσιμου συστήματος. Ενός συστήματος το οποίο θα θεραπεύει τις ανισότητες και τις αδικίες που είχαν δημιουργήσει δεκαετίες πελατειακών παρεμβάσεων και ρυθμίσεων, λεηλασιών των αποθεματικών των ταμείων και μνημονιακών πολιτικών με τις οριζόντιες περικοπές που επέβαλαν, με αποτέλεσμα την καθίζηση των κύριων και επικουρικών συντάξεων βυθίζοντας στη δυστυχία το μεγαλύτερο τμήμα των σημερινών συνταξιούχων και το σύνολο των μελλοντικών συνταξιούχων.
δ) Επανάκτηση της νομισματικής αυτονομίας
Η ανάκτηση της νομισματικής αυτονομίας στο νομισματικό τομέα είναι απαραίτητη για να διευκολυνθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Για να επιτευχθεί ο μεγάλος αυτός στόχος και να αποδεσμευθεί η χώρα από τις καταστροφικές συνέπειες των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων επιβάλλεται να έχει κατάλληλη νομισματική πολιτική. Έτσι, η επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα είναι αναγκαία, διότι το ευρώ δεν λειτουργεί ως κοινό νόμισμα που να εκφράζει τη συνισταμένη των δυνατοτήτων και των αναγκών των κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Σχετικά, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε, αφενός, τη βεβιασμένη επιλογή των κυρίαρχων κύκλων για την ένταξή μας στην ευρωζώνη με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες για την παραγωγή και την οικονομία μας και, αφετέρου, ότι το ευρώ με τον τρόπο που καθιερώθηκε και λειτουργεί, παίζει αρνητικό ρόλο για τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης. Η μοναδική, σχεδόν, χώρα που ευνοήθηκε και ευνοείται από το ευρώ είναι η Γερμανία, της οποίας η οικονομία δεν θα μπορούσε να έχει τα οφέλη που έχει εάν είχε το μάρκο σαν νόμισμά της. Το σχετικά αποδυναμωμένο ευρώ σε σχέση με το μάρκο ενισχύει σημαντικά την παραγωγή και το εξωτερικό εμπόριο της Γερμανίας. Σε περίπτωση που η Γερμανία αναγκαζόταν να επιστρέψει στο μάρκο θα έβλεπε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, να εκμηδενίζονται τα αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης που είχε επιβάλει στους Γερμανούς εργαζόμενους και συνταξιούχους[7] να αποδυναμώνεται σημαντικό τμήμα του παραγωγικού της δυναμικού.
Το ευρώ, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζεται από τις κυρίαρχες ελίτ, δεν συνέβαλε στη σύγκλιση των οικονομικών των χωρών της ευρωζώνης αλλά στην απόκλισή τους. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι στην ευρωζώνη επιβάλλεται μία ενιαία πολιτική σε ετερογενείς οικονομίες επιδεινώνοντας τις διαφορές τους, αφού δεν εφαρμόζονται πολιτικές και μηχανισμοί άμβλυνσης και υπέρβασής τους[8].
Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένα κοινό νόμισμα, που να είναι σε θέση να εξυπηρετεί τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες των λαών της ευρωζώνης, η επανάκτηση της νομισματικής αυτονομίας μας, ώστε να μπορούμε να εφαρμόζουμε τις πολιτικές και τα κοινωνικοοικονομικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, είναι επιβεβλημένη.
ε) Εκδημοκρατισμός του κράτους
Για να μπορεί να συμβάλει το κράτος και το δημόσιο στην ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας πρέπει να πάψει να λειτουργεί γραφειοκρατικά και πελατειακά. Η στελέχωση του κράτους και του δημοσίου πρέπει να γίνεται με καταρτισμένο προσωπικό και, αποκλειστικά, με αξιοκρατικά κριτήρια και τρόπο. Με δεδομένο, αφενός, ότι ο χαρακτήρας και η λειτουργία του κράτους προσδιορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής και τις ταξικές σχέσεις που επικρατούν και, αφετέρου, ότι το κράτος εκφράζει τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και τη σχέση που τα συμφέροντα αυτά διαμορφώνουν με τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, όπως η σχέση αυτή διαμορφώνεται μέσα από την ταξική πάλη και τους συσχετισμούς κοινωνικοπολιτικής δύναμης που προκύπτουν από αυτή, η αλλαγή του χαρακτήρα και της λειτουργίας του κράτους αποτελεί κεντρικό στόχο και, ταυτόχρονα, διακύβευμα.
Για το λόγο αυτό στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού, από την πρώτη στιγμή, ο εκδημοκρατισμός του κράτους πρέπει να βασιστεί στην εισαγωγή θεσμών και διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας. Οι θεσμοί και οι διαδικασίες αυτές θα ενεργοποιούν το ανθρώπινο δυναμικό του κρατικού μηχανισμού μετατρέποντάς τον σε αποφασιστικό παράγοντα εξυπηρέτησης, και όχι καταδυνάστευσης, της κοινωνίας και των πολιτών. Ταυτόχρονα, η εισαγωγή και η ανάπτυξη αμεσοδημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών θα παρεμποδίζει τη γραφειοκρατικοποίηση του κράτους και των μηχανισμών του.
Στον ευρύτερο δε δημόσιο τομέα, δηλαδή στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς όπως και στις τράπεζες, επιβάλλεται, άμεσα να καθιερωθούν θεσμοί και διαδικασίες εργατικού και κοινωνικού ελέγχου.
3. Η αναγκαιότητα της ρήξης και της ανατροπής
Η υλοποίηση των αξόνων που εκθέσαμε προηγουμένως, σε γενικές γραμμές, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία υπέρβασης της δομικής κρίσης στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία και η κοινωνία μας. Μία κρίση η οποία θα βαθαίνει ακόμη περισσότερο μετά την αποδοχή ενός βαρύτερου, του τρίτου, μνημονίου[9] εάν δεν σημειωθούν μεγάλης κλίμακας αλλαγές σε όλα τα επίπεδα[10].
Είναι πλέον περισσότερο από φανερό ότι μονάχα με την εισαγωγή και καθιέρωση νέων σχέσεων παραγωγής και διαδικασιών με σοσιαλιστικό προσανατολισμό[11] μπορούν η οικονομία και η κοινωνία να ξεφύγουν από τα κρίσιμα αδιέξοδα στα οποία τις οδήγησαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των εκπροσώπων της κυρίαρχης τάξης σε άμεση συνεργασία με τα ξένα συμφέροντα και με αιχμή τα επαχθή μνημόνια.
Για τους λόγους αυτούς η λύση του γόρδιου δεσμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας απαιτεί ρήξεις και ανατροπές με τη θεσμοθέτηση και εφαρμογή μέτρων και πολιτικών ριζοσπαστικού χαρακτήρα. Σε αντίθετη περίπτωση η κρίση θα επιδεινώνεται με ακόμη πιο καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα και τον εργαζόμενο λαό.
Οι πρόσφατες εκλογές, πάντως, με το υψηλό ποσοστό αποχής που κατέγραψαν δείχνουν την κρίση νομιμοποίησης στην οποία έχει περιέλθει το κυρίαρχο σύστημα καθώς και την ύπαρξη υπόγειων ρευμάτων που δεν ελέγχονται και τα οποία στο βαθμό που θα υλοποιείται το τρίτο μνημόνιο είναι πιθανό να προσλάβουν εξεγερσιακό και ανατρεπτικό χαρακτήρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Σχετικά, βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Κρίση, συσσώρευση και κοινωνική ανατροπή», π. Τετράδια, τχ. 62-63 (Καλοκαίρι- Φθινόπωρο 2013), Αθήνα, σ. 125-130.
[2] Επίσης, βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Κρίση , παραγωγική ανασυγκρότηση και κοινωνικός μετασχηματισμός: Ο ρόλος του κοινωνικού και του δημόσιου τομέα», εφ. Η Εποχή, 6 Ιουλίου 2014, σ. 24.
[3] Βλ. Σαρλ Μπετελέμ, Μελέτες και άρθρα, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα, 1974, σ.16 και 18 .
[4] Σχετικά, βλ. Γιάννης Τόλιος, Κρίση, «απεχθές» χρέος και αθέτηση πληρωμών, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2011, σ.53-77.
[5] Βλ. Gérard de Bernis, “Développement durable et accumulation”, Revue Tiers-Monde, Janvier- Mars 1994, Tome XXXV No 137, P.U.F., Paris, p. 99 και Charles Bettelheim, Planification et croissance accélérée, éditions Fr. Maspero, Paris 1964, p. 97-109.
[6] Βλ. επίσης, G. de Bernis, “Développement durable et accumulation”, ό.π., p. 97, όπου επισημαίνεται, p. 98, ότι καμία ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι διαρκής εάν βασίζεται σε εξωτερική χρηματοδότηση.
[7] Βλ. Fréderic Lordon, “Sortir de l’ euro, mais comment?”, Le Monde diplomatique, Août 2013, p.21.
[8] Βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Κρίση και νομισματική πολιτική» στο Μαρξιστικές προσεγγίσεις σε επίκαιρα θέματα, εκδόσεις ΜΑ.ΧΩ.Μ.Ε., Αθήνα, 2013.
[9] Βλ. Γιάννης Μηλιός, «Κι όμως υπήρχε εναλλακτική λύση», εφ. Εργατική Αριστερά, 22 Ιουλίου 2015, σ.12.
[10] Για το θέμα αυτό ο Λουκάς Αξελός, Ανάμεσα στις συμπληγάδες, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2015, σ. 23, γράφει χαρακτηριστικά: «Ο ταχυδρόμος της ιστορίας αναζητεί παραλήπτη για να του επιδώσει το μήνυμά της. Οι καιροί ευνοούν τις αλλαγές».
[11] Αναλυτικότερα, βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Κρίση, αλληλέγγυα οικονομία και κοινωνική χειραφέτηση», π. Θέσεις, τχ. 123 (Απρίλιος-Ιούνιος 2013), Αθήνα, σ. 65-70 και Τάκης Νικολόπουλος, Δημήτρης Καπογιάννης, Εισαγωγή στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2013, σ. 128-147.
πίσω στα περιεχόμενα: