Οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας και το ενδοελληνοκυπριακό μέτωπο – Ήταν αναπόφευκτο το πραξικόπημα;
Οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας, και κατ’ επέκταση η συνεργασία ανάμεσα στις δυο κυβερνήσεις, έχουν διαχρονικά περάσει από διάφορες φάσεις. Διαφορετικές προσεγγίσεις, διαφορετικές προτεραιότητες, πολιτικές και προσωπικές ατζέντες, αλλά και συμφέροντα έχουν καθορίσει εν πολλοίς τις σχέσεις αυτές. Είναι προφανές πως παρά τις διαφορετικές πολιτικές, που είναι αποτέλεσμα και της μη διαμόρφωσης μιας ενιαίας στρατηγικής του Ελληνισμού, στα μεγάλα θέματα και στην αντιμετώπιση κρίσεων, υπήρξε σε κάποιες, πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, ενεργοποίηση αντανακλαστικών. Την ίδια ώρα, σε αρκετές των περιπτώσεων, υπήρξε απουσία κοινής στρατηγικής που ενδεχομένως να ήταν και πολιτική επιλογή που προέκυπτε ακριβώς από την έλλειψη συνειδητοποίησης των κινδύνων αλλά και των δυνατοτήτων που διαθέτει ο Ελληνισμός.
Από το 1960 και εντεύθεν, όταν δηλαδή δημιουργήθηκε το κυπριακό κράτος, αναπόφευκτα οι σχέσεις εισήλθαν σε μια νέα φάση, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσα από μια κολοβωμένη ανεξαρτησία, κληρονόμησε πολλά προβλήματα, τα οποία έπρεπε να τύχουν κοινής αντιμετώπισης και διαχείρισης από Αθήνα και Λευκωσία. Η Ελλάδα καλείτο, και με την ιδιότητα πλέον της εγγυήτριας δύναμης, αλλά πρωτίστως ως το κέντρο του Ελληνισμού, να χειριστεί και ζητήματα, που αφορούσαν την ασφάλεια του νεοσύστατου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’60, το Κυπριακό αντιμετωπιζόταν στα πλαίσια των ελλαδοτουρκικών σχέσεων. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπιζόταν το πρόβλημα από Αθήνα και Άγκυρα, όπως και από τους Αμερικανούς. Το Κυπριακό βρέθηκε στη μέση του ψυχρού πολέμου και η προσπάθεια διατήρησης της ομαλότητας στο ΝΑΤΟ, η αποφυγή σύγκρουσης μεταξύ δυο συμμάχων, της Ελλάδος και της Τουρκίας, σε μια τόσο ιδιαιτέρως σημαντική περιοχή όπως η Ανατολική Μεσόγειος, προδιέγραψε την πορεία του. Είναι εδραιωμένη η αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σχεδιάσει και την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η διχοτόμηση της Κύπρου, θα απομάκρυνε τη σύγκρουση Ελλάδος-Τουρκίας και θα διατηρούσε τις ισορροπίες στο ΝΑΤΟ.
Στη μετανεξαρτησιακή περίοδο, η πρώτη σύγκρουση σημειώθηκε με αφορμή τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου. Οι συμφωνίες αυτές «φορτώθηκαν» από την κυπριακή ηγεσία στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος θεωρήθηκε ως υπεύθυνος για τον ενταφιασμό της ένωσης. Ο Καραμανλής, ο οποίος ουδέποτε επισκέφθηκε την Κύπρο υποστηρίζοντας μάλιστα ότι ουδέποτε προσκλήθηκε από τον Μακάριο, έλεγε συχνά στο στενό του περιβάλλον ότι «μαζί με τον Μακάριο κάναμε τις συμφωνίες. Εγώ θεωρήθηκα προδότης και εκείνος ήρωας». Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο, πως ο στενός του συνεργάτης, Πέτρος Μολυβιάτης, μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών του ανιψιού του, Κώστα Καραμανλή, είχε προειδοποιήσει τον τελευταίο στο Μπούργκερνστοκ, το Μάρτιο του 2004, «να μην πάθει τα ίδια με τον θείο του».
Το 1960-1963, οι κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή, είχαν ως στόχο «την ομαλή εφαρμογή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, καθώς και την αποφυγή μίας νέας σύγκρουσης στην Κύπρο»[1]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευάνθη Χατζηβασιλείου, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν αποδεχόταν το δόγμα του «εθνικού κέντρου», σύμφωνα με το οποίο η Αθήνα, ως κέντρο του Ελληνισμού, είχε δικαίωμα επιβολής των απόψεών της στην Λευκωσία. Αντίθετα, προέβαλλε τη θεωρία των «δυο ανεξαρτήτων κρατών», σύμφωνα με την οποία η Αθήνα μπορούσε να μεριμνά για την Κύπρο, να προσφέρει συμβουλές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε το δικαίωμα να τις επιβάλλει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση, ούτε και η Λευκωσία είχε το δικαίωμα να επιβάλλει τις απόψεις της στην Αθήνα. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η διαφωνία των δυο κυβερνήσεων το 1963 όταν ο Μακάριος προωθούσε την αναθεώρηση του συντάγματος. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή, Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας, με επιστολή του στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο είχε ξεκαθαρίσει πως όχι μόνο διαφωνεί με τις προθέσεις της Λευκωσίας, αλλά και δεν θα την υποστήριζε. Οι διακοινοτικές ταραχές τα Χριστούγεννα του 1963 ξέσπασαν όταν στην Ελλάδα, η Βουλή είχε διαλυθεί και είχαν προκηρυχθεί εκλογές.
Η άνοδος του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία στην Αθήνα δημιούργησε νέα δεδομένα. Ο Παπανδρέου είχε εντελώς διαφορετική προσέγγιση από τον Καραμανλή ως προς τις σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας. Ως ένθερμος θιασώτης της πολιτικής του εθνικού κέντρου, σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο του καθιστούσε σαφές πως τις αποφάσεις πολέμου ή ειρήνης θα τις λαμβάνει η Αθήνα.
Το 1964, ενώ συνεχίζονταν οι διακοινοτικές ταραχές στην Κύπρο, ο Αμερικανός πρόεδρος, Λύντον Τζόνσον, ανέθεσε σε ένα πρώην υπουργό Εξωτερικών, τον Ντιν Άτσεσον να αναλάβει πρωτοβουλία για εξεύρεση λύσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Αμερικανός απεσταλμένος υπέβαλε δύο σχέδια προς τις εμπλεκόμενες πλευρές. Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι συγκεκριμένων ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτόμηση και εμμένοντας στην άνευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και παραχώρηση του Καστελορίζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε μόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγμα.
Στα τέλη Ιουλίου 1964 ο Μακάριος επισκέφθηκε την Αθήνα και σε συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό οι δύο άντρες θα συμφωνήσουν στην απόρριψη των εισηγήσεων του Αμερικανού μεσολαβητή και της προώθησης λύσης του κυπριακού μέσα στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Ο Μακάριος με δηλώσεις του από την Αθήνα στις 30 Ιουλίου 1964 θα σημειώσει ότι «αυτόκλητοι μεσολαβητές ανέπτυξαν πρόσφατα στα παρασκήνια της Γενεύης έντονη δραστηριότητα προς εκτροχιασμόν του Κυπριακού από την ακολουθητέα γραμμή» έτσι ώστε να μετατοπισθεί το Κυπριακό από τη διεθνή του βάση. Την ίδια στιγμή ο Μακάριος εξέφραζε την ικανοποίησή του που τα Σχέδια αυτά προσέκρουαν στη σθεναρή αντίσταση και της ελληνικής κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα δεν θα εγκαταλείψει την προσπάθεια επίτευξης λύσης με βάση τις συνομιλίες στη Γενεύη και το γενικότερο πλαίσιο των ιδεών Άτσεσον. Σε νέα συνάντηση που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, στις 31 Ιουλίου 1964, ο Παπανδρέου θα εκφράσει την έντονή του δυσφορία για τις δημόσιες τοποθετήσεις Μακαρίου ενάντια στην πρωτοβουλία Άτσεσον σημειώνοντας ότι είναι αδύνατο για την ελληνική κυβέρνηση να χειριστεί τον Μακάριο[2]. Σημειώνεται ότι λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Αυγούστου, ξεκινούσαν στο νησί τα επεισόδια της Τυλληρίας που εκλήφθηκαν από την Αθήνα ως προσχεδιασμένη κίνηση του Μακαρίου με σκοπό την άσκηση πιέσεων προς την Αθήνα με αφορμή τις θέσεις της έναντι των προτάσεων Άτσεσον για επίλυση του κυπριακού. Ο Παπανδρέου, που θεωρούσε ότι η ενέργεια Μακαρίου αποσκοπούσε στην υπονόμευση των συνομιλιών στη Γενεύη, με μήνυμά του προς το Μακάριο, ημερομηνίας 8 Αυγούστου 1964, εξέφραζε την λύπη και δυσαρέσκειά του για τα γεγονότα της Τυλληρίας υπογραμμίζοντας ότι «Άλλα συμφωνούμε και άλλα πράττετε». Εν τω μεταξύ, στις 9 Αυγούστου τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα θα έπλητταν ελληνοκυπριακά χωριά στην περιοχή της Τυλληρίας, εν μέσω απειλών της Τουρκίας για απόβαση στην Κύπρο. Με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο, η Σοβιετική Ένωση, μετά από σχετικό αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα αντιδρούσε εκφράζοντας τη στήριξή της προς τον Μακάριο. Των δραματικών εξελίξεων στο νησί, θα ακολουθήσει απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις 9 Αυγούστου η οποία και θα είχε ως αποτέλεσμα των τερματισμό των εχθροπραξιών.
Η απουσία ουσιαστικής αντίδρασης από την Αθήνα στους τουρκικούς βομβαρδισμούς στην Τυλληρία τον Αύγουστο του 1964 προκάλεσε αντιδράσεις στη Λευκωσία, κυρίως μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού. Ήταν εμφανές ότι η Αθήνα δεν επιθυμούσε σύγκρουση με την Τουρκία.
Η Μεραρχία
Τον Ιούνιο του 1964 συγκροτήθηκε η Εθνική Φρουρά, η οποία στελεχώθηκε από Ελλαδίτες αξιωματικούς καθώς επίσης Ελληνοκύπριους αξιωματικούς και άνδρες που υπηρετούσαν στον κυπριακό στρατό. Την ίδια περίοδο, με απόφαση του πρωθυπουργού της Ελλάδας Γεωργίου Παπανδρέου, εγκαταστάθηκε σταδιακά στην Κύπρο η Ελληνική Μεραρχία «για να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη υλοποίηση από την Τουρκία της απόφασης για εισβολή. Η Μεραρχία αριθμούσε περίπου 8.500 άνδρες (3 Συντάγματα Πεζικού, 2 Μοίρες Καταδρομών, 2 Ίλες Αρμάτων). Επιπλέον η ΕΛΔΥΚ αριθμούσε 1.200 άνδρες. Η πρώτη αποστολή έφθασε στην Κύπρο στις 7/5/1964 και ολοκληρώθηκε στις 20/10/1964. Την ηγεσία είχε ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ δημιουργώντας μια διαρχία. Σε επιστολή του ο στρατηγός Γρίβας προς τον Έλληνα πρωθυπουργό στις 30/6/1964, αναφέρει σχετικά: «Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι υπάρχουν στρατιωτικοί λόγοι υπαγορεύσαντες την λήψιν των μέτρων τούτων και την δημιουργίαν του εξαμβλώματος αυτού των αρμοδιοτήτων των διοικήσεων εις μίαν νήσον ευρισκομένην υπό την απειλήν εισβολής και δι’ ων δεν γνωρίζει τις ποίος είναι ο υπεύθυνος δια την άμυναν, διότι υπάρχουν δύο Διοικήσεις έχουσαι εκάστη ιδίαν αποστολήν και μεταξύ των οποίων ουδεμία συνεργασία υπάρχει»[3]. Σε επιστολή του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη προς τον υπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας Πέτρο Γαρουφαλιά, ημερομηνίας 21 Ιουνίου 1964, επισημαίνει τα προβλήματα που προκύπτουν από την απόφαση για την ανάθεση της διοίκησης στο διοικητή της ΕΛΔΥΚ και όχι στον αρχηγό της ΣΔΙΚ, καθώς και το γεγονός ότι ικανός αριθμός των τμημάτων της Μεραρχίας συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Λευκωσίας και δεν υπήρξε ικανοποιητική διασπορά σύμφωνα με τις ανάγκες άμυνας και απόκρουσης τουρκικής εισβολής.
Το πόρισμα του «Φακέλου της Κύπρου» της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων, είναι σαφώς ενισχυτικό των ανησυχιών περί της επιχειρησιακής και άλλης αποστολής της Μεραρχίας, πέραν της αντιμετώπισης τουρκικής εισβολής. Ενισχυτικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι και το απόρρητο τηλεγράφημα το οποίο απέστειλε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Μπώλ στις 22 Αυγούστου 1964 προς τον Ντιν Άτσεσον: «Το αρχηγείο της CAS μας ενημέρωσε ότι ο ελληνικός στρατός διαθέτει την ισχύ στο νησί για να κανονίσει τον Μακάριο, αν δοθεί η εντολή. Έτσι το μπαλάκι της απόφασης ρίχνεται πίσω στην Αθήνα και πιστεύω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή είναι και η δική μας αντίληψη της κατάστασης». Επιπρόσθετα, στο ίδιο τηλεγράφημα αναφέρεται ότι «μετά την ανάγνωση των τηλεγραφημάτων απόψε διαφαίνεται ότι ο Μακάριος έχει το επάνω χέρι στη σχέση με την ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, η Αθήνα φοβάται να κινηθεί εναντίον του, εκτός και αν ο στρατηγός Γρίβας είναι διατεθειμένος να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Αυτό υποδηλώνει ότι θα πρέπει να κινηθούμε προς την κατεύθυνση επηρεασμού του στρατηγού Γρίβα κάτι που δεν κάναμε ακόμη».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της επιτροπής για το «Φάκελο της Κύπρου» της Βουλής των Αντιπροσώπων, το πρώτο σχέδιο πραξικοπήματος για ανατροπή του Μακαρίου σχεδιάστηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1965 και ως εγκέφαλος φέρεται ο τότε διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, Ιωάννης Σωσσίδης, συνεργάτης των Αμερικανών και φανατικός αντιμακαριακός.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «όλες οι κυβερνητικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965 μέχρι και το 1973, είχαν υποκινηθεί από τους Αμερικανούς και είχαν ως επίκεντρο τη λύση του κυπριακού με τρόπο ώστε να διασφαλισθούν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή σε μια περίοδο όπου η Μ. Ανατολή αποτελούσε το επίκεντρο της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις»[4].
Χούντα και Κύπρος
Για το πραξικόπημα της χούντας της 21ης Απριλίου 1967 στην Ελλάδα υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση για διενέργεια και επιβολή του. Μια προσέγγιση υποστηρίζει ότι οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και τα παιχνίδια εξουσίας για επικράτηση στην ελληνική πολιτική σκηνή οδήγησαν τους στρατιωτικούς, τους συνταγματάρχες, στην απόφαση να προχωρήσουν με το πραξικόπημα. Μια δεύτερη προσέγγιση αναφέρει πως η χούντα επιβλήθηκε από έξωθεν στην Ελλάδα, όχι για να αποτρέψει «κομμουνιστικό κίνδυνο», που μετά τον εμφύλιο δεν υφίστατο κάτι τέτοιο, ούτε και για να περιορίσει την κυριαρχία της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές που θα διεξάγονταν εκείνη τη χρονιά στην χώρα. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, είχε, κατά την προσέγγιση αυτή, στους σχεδιασμούς του, ψηλά στην ατζέντα των πρωτεργατών του, να «τελειώσει» με την Κύπρο. Η Ουάσινγκτον, ως γνωστό είχε αναγνωρίσει τη χούντα του Παπαδόπουλου, τον οποίο οι Αμερικανοί γνώριζαν πολύ καλά, μιας και ήταν ο σύνδεσμος των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών με τη CIA, πριν από το πραξικόπημα του 1967. Όπως προκύπτει από αμερικανικές πηγές και έγγραφα, η περιβόητη CIA γνώριζε όλες τις συνωμοτικές κινήσεις των συνταγματαρχών από τον Ιανουάριο του 1967, λίγους δηλαδή, μήνες πριν από το χουντικό πραξικόπημα. Ενδεικτικό της αμερικανικής στάσης ήταν και τα όσα ειπώθηκαν στις 23 Ιανουαρίου 1968 σε συνεδρίαση του αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας υπό τον πρόεδρο Τζόνσον, κατά την διάρκεια του οποίου είχε συζητηθεί για μια ακόμη φορά και το Κυπριακό. Κατά την διάρκεια της σύσκεψης, ο Σάιρους Βανς, είχε αναφέρει πως «δεν θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε την Τουρκία για τρίτη φορά, αν σημειωθεί ανάφλεξη στο νησί. Ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε την ανάφλεξη είναι να προσπαθήσουμε να λύσουμε το πραγματικό Κυπριακό πρόβλημα»[5]. Ήταν ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ δεν θα απέτρεπαν την Τουρκία, να εισβάλει στο νησί γιατί δεν ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα στις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση για την αναφορά Βανς για λύση «του πραγματικού Κυπριακού», πλην όμως εκ των υστέρων μπορεί κανείς να αντιληφθεί τι εννοούσε ο Αμερικανός αξιωματούχος.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, οι χουντικοί επεδίωξαν να συνδέσουν τη δικτατορία με μια εθνική επιτυχία. Προς επίτευξη αυτού του στόχου, επιλέχθηκε το Κυπριακό. Μελετώντας το αρχείο στο Υπουργείο Εξωτερικών, η χούντα ενημερώθηκε για τον ελλαδοτουρκικό διάλογο, που πραγματοποιείτο τα προηγούμενα χρόνια μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας. Προτού προχωρήσω με την πολιτική που επέλεξε η χούντα, αξίζει αναφοράς το γεγονός ότι μια από τις πιο σημαντικές τέτοιες συναντήσεις, πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1966 σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Κατά την διάρκεια εκείνης της συνάντησης, η Ελλάδα υποστήριξε λύση ένωσης στο Κυπριακό με εδαφικά ανταλλάγματα προς την Τουρκία. Για τον σκοπό αυτό επεδίωξε και εξασφάλισε από την βρετανική κυβέρνηση δέσμευση ότι σε περίπτωση που Ελλάδα και Τουρκία κατέληγαν σε συμφωνία για το Κυπριακό, την οποία θα ενέκρινε και η κυβέρνηση της Κύπρου και οι Τουρκοκύπριοι, η Βρετανία θα εξέταζε με συμπάθεια κάθε πρόταση για το μέλλον της βάσης της Δεκέλειας, που θα υπέβαλλαν από κοινού τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Έχοντας λοιπόν ως βάση την πρόταση αυτή, πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966, συνάντηση στο Παρίσι των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας. Ο Έλληνας υπουργός αφού αναφέρθηκε στην θέση της Ελλάδας για ένωση, πρόσφερε στον Τούρκο ομόλογό του ως αντάλλαγμα τουρκική παρουσία στην βρετανική βάση της Δεκέλειας, που θα μετατρεπόταν σε βάση του ΝΑΤΟ. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αν και δεν τοποθετήθηκε αρνητικά στην συγκεκριμένη πρόταση για την Δεκέλεια, σημείωσε ότι η Άγκυρα δεν αποδέχεται την ένωση ως λύση, και πρότεινε λύση συγκυριαρχίας Ελλάδας και Τουρκίας. Οι συζητήσεις κατέληξαν σε ναυάγιο. Άγνωστο γιατί, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έμεινε με την εντύπωση ότι η Τουρκία αποδεχόταν την ελληνική πρόταση αναφορικά με την βάση Δεκέλειας. Στην ουσία, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών αποδέχθηκε την ελληνική πρόταση αλλά όχι σε καθεστώς ένωσης, που ήταν κάθετα αντίθετος, αλλά με καθεστώς ομοσπονδίας. Δηλαδή για τον Τούρκο υπουργό η βάση της Δεκέλειας ήταν αντάλλαγμα για λύση ομοσπονδίας και όχι ένωσης. Για το διάλογο Τούμπα – Τσακλαγιαγκίλ, που ξεκίνησε στις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του 1966 διεξαγόταν στο πλαίσιο της «ένωσης με ανταλλάγματα» μέχρι το Δεκέμβρη 1966, έχουν γραφτεί πολλά. Για τις συζητήσεις αυτές χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Μνημονίου των Παρισίων της 17ης Δεκεμβρίου 1966. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση είχε ανασύρει και πάλι το νήμα που είχε κοπεί με την απόρριψη των σχεδίων Άτσεσον. Οι Τούρκοι, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αποδέχονταν στη διερευνητική φάση των νέων αυτών συνομιλιών ως βάση για συζήτηση την παραχώρηση της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας και κάποιας μορφής αυτοδιοίκηση για τους Τουρκοκύπριους[6]. Η ουσία όμως παρέμενε και αυτή ήταν πως οι Τούρκοι δεν συζητούσαν θέμα ένωσης. Εξάλλου, από το 1964 δεν συζητούσαν ούτε και θέμα διχοτόμησης και ξεκάθαρος στόχος τους ήταν ο πλήρης στρατηγικός έλεγχος του νησιού.
Μελετώντας, λοιπόν, οι χουντικοί τους φακέλους για τα ελλαδοτουρκικά και το Κυπριακό ζήτησαν από την Τουρκία να γίνει συνάντηση κορυφής. Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ξεκάθαρα ότι δεν υπήρξε καμία διπλωματική προπαρασκευή. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 1967 στο Κεσάν της Τουρκίας (την πρώτη μέρα) και στην Αλεξανδρούπολη (την δεύτερη μέρα). Ήταν η συνάντηση που έμεινε στην ιστορία ως «η συνάντηση του Έβρου». Οι χουντικοί είχαν εξ ολοκλήρου στηριχθεί στις εκτιμήσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών κατά τη συνάντηση του Παρισιού και απεκόμισαν την εντύπωση πως οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να συζητήσουν το πακέτο της ένωσης με ανταλλάγματα. Στη συνάντηση αποδείχθηκε ακριβώς το αντίθετο. Δεν υπήρχε πεδίο συζήτησης. Ως εκ τούτου, η συνάντηση οδηγήθηκε σε αποτυχία και έμεινε γνωστή ως το «Φιάσκο του Έβρου». Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί αυτό το φιάσκο; Προχειρότητα, βλακεία ή σκόπιμη κίνηση ξεκαθαρίσματος του τοπίου;
Δεν άργησαν, πάντως, οι χουντικοί να προχωρήσουν σε ένα δεύτερο φιάσκο. Πιο μεγάλο και ζημιογόνο. Το δεύτερο φιάσκο ήταν η απόφαση για αποχώρηση της Μεραρχίας αφού η συγκεκριμένη ενέργεια ουσιαστικά άνοιγε το δρόμο για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, μιας και άφηνε γυμνή την άμυνα της Κύπρου, στο έλεος των τουρκικών σχεδιασμών για κατάληψη του νησιού. Πώς φθάσαμε όμως στην απόφαση αυτή;
Η στρατιωτική επιχείρηση κατάληψης των θέσεων των Τουρκοκυπρίων στα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος, πραγματοποιήθηκε την 15η Νοεμβρίου 1967. Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί η σύλληψη και απέλαση του Ραούφ Ντενκτάς στην Τουρκία, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου αντίστοιχα, λίγες ημέρες πριν τα επεισόδια. Μια εξέλιξη που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τυχαία. Η επιχείρηση είχε σαν στόχο την εκκαθάριση των ένοπλων ομάδων των Τουρκοκυπρίων που είχαν εγκατασταθεί στα παραπάνω δύο χωριά και διάλυσης του θύλακα. Ποιοι οι λόγοι που οδήγησαν την ηγεσία της ΑΣΔΑΚ στη λήψη της απόφασης για την διενέργεια της επιχείρησης; Στο πόρισμα για το «φάκελο της Κύπρου» της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων σημειώνεται πως το σχέδιο της επιχείρησης είχε υποβληθεί για έγκριση στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) της Ελλάδας, το οποίο αφού το διαμόρφωσε στην τελική του μορφή το επέστρεψε στην ΑΣΔΑΚ για εφαρμογή[7].
Σύμφωνα με τις καταθέσεις παρευρισκομένων στη σύσκεψη του Προεδρικού, που πραγματοποιήθηκε πριν την επιχείρηση, οι τελικές οδηγίες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου προς την στρατιωτική ηγεσία ήσαν συγκεκριμένες. Η Εθνική Φρουρά να περικυκλώσει την περιοχή για να μη δημιουργηθεί καντόνιο, αλλά να μην εισέλθει μέσα στην κατοικημένη περιοχή και να μην πυροβολήσει, εκτός εάν υπάρξουν πυροβολισμοί μέσα από την Κοφίνου[8]. Η επιχείρηση εκκαθάρισης δηλαδή θα πραγματοποιείτο μόνον εφόσον υπήρχε σοβαρή πρόκληση από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων[9] και ως εκ τούτου να ληφθούν μέτρα ώστε να μην είναι εμφανής η συμμετοχή της Εθνικής Φρουράς, και να μην χρησιμοποιηθούν ελληνικά στρατεύματα[10].
Την ίδια ώρα, η κατάσταση στην Κύπρο θα επιδεινωθεί, και όπως προαναφέρθηκε το Νοέμβριο του 1967 τα επεισόδια της Κοφίνου θα επισπεύσουν τις εξελίξεις. Τα γεγονότα αξιοποιήθηκαν πλήρως από την Τουρκία ενώ θα δυσχεράνουν ακόμη περισσότερο τις τεταμένες σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Ως αποτέλεσμα των επεισοδίων, η Τουρκία ζήτησε, μεταξύ άλλων, (α) την ανάκληση του Γρίβα (β) τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και (γ) την αναγνώριση στους Τουρκοκύπριους του δικαιώματος να ιδρύσουν δικές τους τοπικές διοικήσεις στις περιοχές των τουρκοκυπριακών θυλάκων. Η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε, προκάλεσε την έντονη ανησυχία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Αφού λοιπόν προηγήθηκε πρόταση, από πλευράς ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά ενός διακανονισμού που στην ουσία θα εξυπηρετούσε τα αιτήματα της Άγκυρας, πρωταγωνιστικό ρόλο για εξομάλυνση της κρίσης ανέλαβε ο πρώην υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών, Σάιρους Βανς. Είχε διοριστεί ως ειδικός απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον και ξεκίνησε τις προσπάθειές του για εξομάλυνση της κατάστασης[11].
Μια άλλη εκδοχή για τα γεγονότα της Κοφίνου, η οποία αναφέρεται στο πόρισμα για το «φάκελο της Κύπρου», είναι πως η αποχώρηση της Μεραρχίας ήταν ειλημμένη απόφαση της χούντας. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένοι. Συμπεραίνεται ότι στην προσπάθειά της να ανακτήσει και να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο στο εσωτερικό της χώρας, φοβόταν ότι ένα σημαντικό τμήμα του στρατού το οποίο βρισκόταν στην Κύπρο θα μπορούσε να ήταν εκτός ελέγχου και να ενεργήσει σαν αποσταθεροποιητικός παράγοντας. Ως εκ τούτου, αποφάσισε την αποχώρηση της Μεραρχίας από την Κύπρο.
Ο δεύτερος και πιθανότερος λόγος αφορά ενδεχόμενη απόφαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού στη βάση του σχεδίου Άτσεσον το οποίο είχε απορριφθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Για την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου θα έπρεπε να αποχωρήσει η Ελληνική Μεραρχία για να προωθηθεί το σχέδιο της μερικής και ελεγχόμενης ένοπλης σύρραξης Ελλάδας – Τουρκίας, ώστε να δικαιολογηθεί η λύση της διπλής ένωσης και ο πλήρης νατοϊκός έλεγχος, σχέδιο το οποίο τελικά επιχειρήθηκε να εφαρμοσθεί το 1974. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το ακόλουθο γεγονός: Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 22 Δεκεμβρίου 1967, ο γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών, πραγματοποίησε σειρά επαφών με τις δυο κοινότητες με στόχο την έναρξη μιας νέας διαδικασίας συνομιλιών, το Ιανουάριο του 1968. Παρά τις αντιδράσεις της Άγκυρας, οι ενστάσεις της είχαν αρθεί μετά από συζητήσεις που διεξήχθηκαν μεταξύ του Κύπριου υπουργού Εξωτερικών, Σπύρου Κυπριανού με τον Τούρκο ομόλογό του στον Στρασβούργο. Η Τουρκία δεν επιθυμούσε διεθνοποίηση του Κυπριακού και μια διαδικασία στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Η πρώτη συνάντηση των Κληρίδη και Ντενκτάς έγινε στη Βηρυτό στις 11 Ιουνίου 1968 και ακολούθησαν άλλες στη Λευκωσία. Η Αθήνα πίεζε τη Λευκωσία να προβεί σε υποχωρήσεις στο συνταγματικό, για να ανοίξει ο δρόμος προς την επίτευξη συμφωνίας. Ήταν προφανές πως η χούντα των Αθηνών εξυπηρετούσε πρωτίστως τα συμμαχικά συμφέροντα και όχι τα εθνικά.
Η κυβέρνηση της χούντας έκανε αποδεκτό το τουρκικό αίτημα για ανάκληση της Μεραρχίας και στις 29 Νοεμβρίου 1967 ανακοίνωσε την απόφασή της, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί οποιαδήποτε μορφή διαβούλευσης με την κυπριακή κυβέρνηση. Την απόφαση της Αθήνας είχε ανακοινώσει ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης. Την κρίση στις σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία που προχώρησε στις 29 Δεκεμβρίου 1967 στην εξαγγελία της απόφασής της για εγκαθίδρυση «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης» στο νησί. Η ενέργεια αυτή, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πρώτη επίσημη κίνηση της Τουρκίας για ανακήρυξη τουρκοκυπριακού κράτους στην Κύπρο, είχε ως πρώτο στόχο να θέσει κάτω από τον ενιαίο έλεγχό της όλους τους τουρκοκυπριακούς θύλακες στο νησί, να πετύχει δηλαδή γεωγραφικό διαχωρισμό, και με την πάροδο του χρόνου να προχωρήσει στην σύσταση οργάνων διοικητικής δομής. Ήταν το πρώτο διοικητικό μέτρο για τη διχοτόμηση της Κύπρου, που λειτούργησε και ως μοχλός πίεσης προς την ελληνική πλευρά για επιστροφή στις διαπραγματεύσεις με βάση τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου.
Οι εξελίξεις διαμόρφωσαν νέα δεδομένα στο Κυπριακό. Πρώτον, στις 12 Ιανουαρίου 1968, με διάγγελμά του προς τον κυπριακό λαό, ο Μακάριος, επίσημα πλέον, εγκαταλείπει την ένωση ως επιλογή λύσης. Ήταν μια κίνηση αναπροσαρμογής της πολιτικής που ακολουθείτο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεύτερο, ως αποτέλεσμα της νέας πολιτικής, ο Μακάριος τόνισε την ανάγκη διεξαγωγής διακοινοτικών συνομιλιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου στα πλαίσια των καλών υπηρεσιών του γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών. Τρίτο, για να ενισχύσει και θωρακίσει και εσωτερικά τη στροφή αυτή ο Μακάριος, προκήρυξε πρόωρες προεδρικές εκλογές. Στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Φεβρουαρίου 1968, ο Μακάριος έλαβε ποσοστό 95,5%.
Στις 24 Ιουνίου 1968 ξεκίνησαν δικοινοτικές συνομιλίες. Οι συνομιλίες αυτές διεξήχθησαν σε δυο περιόδους. Η πρώτη διάρκεσε από τον Ιούνιο του 1968 έως τον Σεπτέμβρη του 1971 (και πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις γύροι συνομιλιών), και ακολούθως η δεύτερη περίοδος που διήρκεσε από τον Ιούνιο του 1972 έως τον Ιούλιο του 1974, και σε αυτούς συμμετείχαν πέρα από τους συνομιλητές των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, και δύο συνταγματολόγοι, ένας από την Ελλάδα και ένας από την Τουρκία (Δεκλερής και Αλτίκαστι). Επισήμως, η χούντα υποστήριζε τον δικοινοτικό διάλογο. Όμως μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας υπήρχε μόνιμα μια καχυποψία. Στη Λευκωσία αξιολογούσαν συνεχώς τις πληροφορίες ότι Αθήνα και Άγκυρα επιθυμούσαν το κλείσιμο του Κυπριακού για εξυπηρέτηση δικών τους σκοπιμοτήτων. Στην Αθήνα οι χουντικοί θεωρούσαν πως ο Μακάριος, εξυπηρετώντας πολιτικές και προσωπικές σκοπιμότητες και ευνοώντας τη συνέχιση της κατάστασης που επικρατούσε στο νησί, δεν επιθυμούσε την επίλυση του Κυπριακού, και για αυτό το λόγο δεν είχε πρόθεση να συμμορφωθεί με τις προτροπές της για παραχωρήσεις προς τους Τουρκοκυπρίους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε έγγραφο που διαβίβασε η Αθήνα στον Μακάριο, με ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 1968 (έξι μήνες μετά την έναρξη των συνομιλιών), κατηγόρησε την κυπριακή κυβέρνηση για αναβλητικότητα και απροθυμία να προχωρήσει σε παραχωρήσεις, κυρίως στον τομέα της τοπικής αυτοδιοίκησης[12]. Η κυπριακή ηγεσία απέρριψε την επιχειρηματολογία των Αθηνών, σημειώνοντας ότι τα δεδομένα στο νησί ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκά για τους Ελληνοκύπριους. Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος Μακάριος, σε συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, στις 3 Σεπτεμβρίου 1968, υπέδειξε πως «αν η λύση που θα προταθεί μέσω των ενδοκυπριακών συνομιλιών είναι δυσμενής, προτιμώ τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων. Σήμερα ο έλεγχος της κυβέρνησης βρίσκεται στα χέρια της πλειοψηφίας και γι’ αυτό δε νομίζω ότι πρέπει να βιαζόμαστε. Όπως ξέρετε, σε οποιαδήποτε λύση καταλήξουμε, η τελική μορφή της θα υποβληθεί στην έγκριση του κυπριακού λαού». Είναι σαφές εδώ πως ο Μακάριος θα αντλούσε τη δύναμη για έγκριση ή απόρριψη από το λαό με ένα δημοψήφισμα. Ήταν, όμως, σαφές πως ήθελε να αποτρέψει κακή λύση μέσα από το λαό.
Μπροστά στην επιμονή του Μακάριου, η Αθήνα επιχείρησε να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους. Τις μεθόδους του εκβιασμού και των απειλών. Σε νέα συνάντηση του Μακάριου με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, στις 5 Ιανουαρίου 1969, ο Έλληνας πρωθυπουργός του ανέφερε πως σε περίπτωση κρίσης στην Κύπρο, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να στείλει στρατιωτική βοήθεια στο νησί και να της παράσχει οποιασδήποτε υποστήριξη. Για το λόγο αυτό, είπε, θα έπρεπε σύντομα οι δυο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία. Ήταν πρόδηλο πως σε περίπτωση ναυαγίου η ελληνική κυβέρνηση θα επέρριπτε όλες τις ευθύνες στην ελληνοκυπριακή πλευρά, ενώ ήταν διατεθειμένη να αναγνωρίσει ειλικρινής προθέσεις στους Τουρκοκύπριους[13]. Ήταν εμφανές ότι η χούντα πίστευε ότι το εμπόδιο ήταν ο Μακάριος και έβαλε ως στόχο να τον υπονομεύσει και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια να τον ανατρέψει.
Εν τω μεταξύ, το 1969 ιδρύθηκε η μυστική οργάνωση «Εθνικό Μέτωπο», η οποία δρούσε με τη στήριξη Ελλήνων αξιωματικών. Το Εθνικό Μέτωπο, συνέδεσε τη δράση του με τρομοκρατικές δράσεις ενώ στις 4 Μαρτίου 1970 οργάνωσε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Μακάριου με την απόπειρα κατάρριψης του ελικοπτέρου στην Αρχιεπισκοπή.
Στο περιθώριο συνόδου του ΝΑΤΟ στη Ρώμη, τον Ιούνιο του 1970, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τσαγκλαγιανκίλ πρότεινε στον Έλληνα ομόλογό του, Πιπινέλη, όπως σε περίπτωση πραξικοπήματος στην Κύπρο, επέμβουν και οι δυο χώρες στο νησί. Ο διάδοχος του Πιπινέλη, Ξανθόπουλος Παλαμάς, σε μια συνάντηση που είχε εκπροσώπους της κυπριακής ηγεσίας (Δεκέμβριος 1970), ανέφερε πως «εάν Ε/Κ και Τ/Κ δεν καταλήξουν σε συμφωνία, θα επακολουθήσει κρίση, την οποία θα πληρώσει η Ελλάδα. Η Κύπρος θα πρέπει να αποφύγει να σύρει την Ελλάδα σε περιπέτειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο με μια από τους συμμάχους της, την Τουρκία… Οι Κύπριοι θα πρέπει ακόμη να λάβουν υπόψη τους τη διεθνή θέση της Ελλάδας, τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας και τα συμφέροντα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Η Κύπρος βρίσκεται κοντά στην Τουρκία και η θέση της Τουρκίας είναι διεθνώς ισχυρότερη». Είπε ακόμη στους Κύπριους αξιωματούχους ότι το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ πίεζαν την Ελλάδα για έναν διακανονισμό. Επικαλέστηκε και τα όσα του είπε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρότζερς στην τελευταία σύνοδο του ΝΑΤΟ, το Δεκέμβριο του 1970 στις Βρυξέλλες. Του είπε πως η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει να τακτοποιήσουν το συντομότερο τις διαφορές τους στην Κύπρο. Ο Σπύρος Κυπριανού, ο οποίος ήταν στη συνάντηση με τον Παλαμά ανέφερε στον Έλληνα ομόλογό του ότι τυχόν υποχωρήσεις θα οδηγούσαν σε ένα τουρκικό κράτος εν κράτει.
Αναφορικά τώρα με την ουσία των συζητήσεων κατά την διάρκεια των διακοινοτικών συνομιλιών, αξίζει αναφοράς ότι κατά την διάρκεια της πρώτης περιόδου, οι δύο πλευρές αντάλλαξαν απόψεις και προτάσεις για θέματα που αφορούσαν την εσωτερική δομή του κράτους, και ιδιαίτερα το σύνταγμα. Οι Τουρκοκύπριοι αποδέχτηκαν αρκετά από τα γνωστά 13 σημεία που ο Μακάριος υπέβαλε το 1963. Πιο συγκεκριμένα αποδέχονταν:
(α) την κατάργηση του δικαιώματος αρνησικυρίας του Τουρκοκύπριου αντιπροέδρου σε συγκεκριμένους τομείς, καθώς και των Τουρκοκύπριων βουλευτών σε θέματα φορολογίας,
(β) μείωση της αντιπροσώπευσης (από 30% σε 20%) των Τουρκοκυπρίων στην Βουλή των Αντιπροσώπων, στην δημόσια υπηρεσία και στην αστυνομία,
(γ) εκλογή του προέδρου και αντιπροέδρου της Βουλής από το σύνολο των βουλευτών.
Τα πιο πάνω γίνονταν αποδεκτά από τους Τουρκοκύπριους υπό δύο όρους:
(α) το κυπριακό κράτος θα αναλάμβανε τις εκπαιδευτικές δαπάνες της τουρκοκυπριακής κοινότητας, και
(β) θα είχαν ευρεία αυτονομία σε θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης με την δημιουργία αυτόνομης τουρκοκυπριακής διοίκησης που να μην ελέγχεται από την κεντρική κυβέρνηση. Οι εξουσίες της διοίκησης αυτής θα κατοχυρώνονταν από το Σύνταγμα και θα εκτείνονταν στους τουρκικούς τομείς των πόλεων και σε τουρκοκυπριακές περιοχές που θα σχηματίζονταν με την ομαδοποίηση τουρκοκυπριακών χωριών. Είναι σημαντικό να επισημανθεί, ότι η προαναφερθείσα απαίτηση των Τουρκοκυπρίων για ευρεία αυτονομία εντασσόταν στην μόνιμη πολιτική τους, σύμφωνα με την οποία το κυπριακό κράτος θα έπρεπε να ήταν συνεταιρικό, ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, με δύο δηλαδή ισότιμες κοινότητες[14].
Ο Μακάριος, που δεν επιθυμούσε με τίποτα να παραχωρήσει στους Τουρκοκύπριους δικαιώματα που ενδεχομένως να δημιουργούσαν την δυνατότητα να θέσουν σε αμφισβήτηση την ενότητα του κράτους και να οδηγήσουν στον διαμελισμό της, απέρριψε την τουρκοκυπριακή πρόταση για ομαδοποίηση των χωριών λόγω του ότι οι περιοχές που θα δημιουργούνταν, θα έδιδαν την εντύπωση ύπαρξης καντονιών σε ένα ομόσπονδο κράτος. Ταυτόχρονα, ο Μακάριος, πέραν των γνωστών 13 σημείων του 1963, έθεσε θέμα εκλογής από κοινούς εκλογικούς καταλόγους τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, καθώς επίσης κατάργηση του αξιώματος του αντιπροέδρου, που σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960 έπρεπε να ήταν Τουρκοκύπριος. Αργότερα, και μετά από πιέσεις, ο Μακάριος απέσυρε τις δύο του προτάσεις αυτές, και αποδέχτηκε τον σχηματισμό διοικητικών ενοτήτων που θα προέκυπταν από ομαδοποίηση τουρκοκυπριακών χωριών, που θα διοικούνται από περιφερειακά συμβούλια που θα είναι όμως κάτω από κρατικό έλεγχο και σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας.
Και ενώ ο δικοινοτικός διάλογος συνεχιζόταν, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, σε μια προσπάθειά του να ασκήσει πίεση και προς τον Μακάριο, σε συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα Μιλιέτ ημερομηνίας 29 Μαΐου 1971, είχε αναφέρει πως η κυπριακή κρίση εμποδίζει την Ελλάδα και την Τουρκία να συσφίξουν περαιτέρω τις σχέσεις τους. Στην ίδια συνέντευξη, που προκάλεσε μέχρι και διάβημα της Λευκωσίας προς την Αθήνα, ο Παπαδόπουλος υποστήριξε πως πίστευε σε μια ομοσπονδία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Εν τω μεταξύ, η μη αποδοχή των τουρκοκυπριακών προτάσεων στα θέματα τοπικής αυτοδιοίκησης οδήγησε σε διάσταση απόψεων ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία, αφού η κυβέρνηση των συνταγματαρχών κατηγορούσε τον Μακάριο ότι εσκεμμένα καθυστερεί την επίτευξη προόδου στις συνομιλίες, και τον πίεζε να αποδεχθεί τις τουρκοκυπριακές προτάσεις για την τοπική αυτοδιοίκηση. Για το θέμα πραγματοποιήθηκε και συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας στην Λισαβόνα, οι οποίοι συμφώνησαν (στην ουσία η Αθήνα υιοθέτησε τις απόψεις των Τούρκων) αλλά ο Μακάριος δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της Αθήνας. Η στάση Μακαρίου οδήγησε τον Παπαδόπουλο στο να του αποστείλει επιστολή προειδοποιώντας τον για λήψη μέτρων αν δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Αθήνας[15].
Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Λισαβόνα μεταξύ 3-4 Ιουνίου 1971, οι υπουργοί Εξωτερικών της συμμαχίας συμφώνησαν σε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, δηλαδή μια μορφή διπλής ένωσης. Η χούντα ανέλαβε να πιέσει τον Μακάριο προς αυτή την κατεύθυνση ο οποίος όμως αρνήθηκε. Ως εκ τούτου, η χούντα έλαβε την απόφαση για ανατροπή του και εργάστηκε συστηματικά προς την κατεύθυνση αυτή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και η απειλητική επιστολή Παπαδόπουλου προς τον Μακάριο, ημερομηνίας 18 Ιουνίου 1971, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι «Ἡ ὀρθοφροσύνη ἡ ὁποία Σας χαρακτηρίζει μου δίδει τὴν ἐλπίδα ὅτι, ἔστω καὶ τὴν ὑστάτην ὥραν, θὰ θελήσητε νὰ ἀναθεωρήσητε τὰς ἀποφάσεις Σας. Ἐὰν συμβῆ τὸ ἀντίθετον, ἐὰν ἐπιμείνητε νὰ διασπάσητε τὸ κοινόν μας μέτωπον, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ Σᾶς εἴπω ὅτι ἀναλαμβάνετε βαρυτάτην εὐθύνη ἔναντι τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἔναντι τοῦ Ἔθνους γενικώτερον καὶ ἔναντι τῆς Ἱστορίας. Εἰς μίαν τοιαύτην περίπτωσιν, ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνησις θὰ εὑρεθῆ εἰς τὴν σκληρᾶν ἀνάγκην νὰ λάβη τὰ μέτρα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπιτάσσει τὸ ἐθνικὸν συμφέρον καὶ τὸ καλῶς νοούμενον συμφέρον τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁσονδήποτε πικρὰ καὶ ἂν εἶναι ταῦτα». Ταυτόχρονα με τις πιέσεις της προς τον Μακάριο για υποχωρήσεις στο τραπέζι των συνομιλιών, η χούντα, μέσω των Ελλαδιτών στρατιωτικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο και την δραστηριοποίηση της οργάνωσης «Εθνικού Μετώπου», αποσκοπούσε, με σύνθημα την ένωση, να προκαλέσει εσωτερική αποσταθεροποίηση, ολοκληρωτική παράλυση του κράτους και κατ’ επέκταση ανατροπή του Μακαρίου. Ήταν μέσα σε αυτό το πλαίσιο που εκδηλώθηκε και η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου τον Μάρτιο του 1970, η δολοφονία του πρώην υπουργού Εσωτερικών Πολύκαρπου Γιωρκάτζη λίγες μέρες αργότερα και η επιστροφή το καλοκαίρι του 1971 στην Κύπρο του Γρίβα, ο οποίος και ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β΄.
Οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας και η προσπάθεια αμφισβήτησης του Μακαρίου στο εσωτερικό, αξιοποιήθηκε πλήρως από τουρκοκυπριακής πλευράς οι οποίοι, επικαλούμενοι τις εξελίξεις, ζητούσαν, στο πλαίσιο των δικοινοτικών συνομιλιών, ξεχωριστή αστυνομία για την κάθε κοινότητα στο πλαίσιο της ξεχωριστής τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το Σεπτέμβριο του 1971 η ελληνική κυβέρνηση εισηγήθηκε στην Άγκυρα τη διεύρυνση της μορφής των συνομιλιών με τη συμμετοχή ενός Έλληνα και ενός Τούρκου συνταγματολόγου, καθώς επίσης και του αντιπροσώπου του γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών στο νησί ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια που είχε ξεκινήσει με τους Κληρίδη και Ντενκτάς το 1968. Συμφωνώντας με την ελληνική εισήγηση ο γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών επέλεξε να την παρουσιάσει ως δική του και έπειτα να την προτείνει στην κυπριακή κυβέρνηση. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του Μακαρίου για μια τέτοια διευρυμένη μορφή συνομιλιών, τελικά αποδέχτηκε την «εισήγηση» του γ.γ. Η δεύτερη φάση των ενισχυμένων πλέον διακοινοτικών συνομιλιών ξεκίνησε στις 8 Ιουνίου 1972 με τη συμμετοχή των Κληρίδη, Ντενκτάς, Οζόριο Ταφάλ ως ειδικού αντιπροσώπου του γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο και των συνταγματολόγων Μιχάλη Δεκλερή και Ορχάν Αλτικατσιή, που θα είχαν ρόλο συμβουλευτικό. Στην πρώτη μάλιστα συνάντηση έδωσε το παρών του και ο νέος γ.γ. των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ.
Τον Ιανουάριο του 1972 η χούντα απαίτησε από τον Μακάριο να αποχωρήσει από την προεδρία της Δημοκρατίας και την ενεργό πολιτική.
Και ενώ οι συνομιλίες συνεχίζονταν, η χούντα ενέτεινε τις προσπάθειές της για αμφισβήτηση του Μακαρίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Φεβρουάριο του 1972 λήφθηκε η απόφαση, από πλευράς χούντας, ανατροπής Μακαρίου, χρησιμοποιώντας δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς. Πρωταγωνιστές στην εκτέλεση του πραξικοπήματος ήταν ο κουμπάρος του ηγέτη της χούντας Δημήτρη Ιωαννίδη και τότε διοικητής της ΕΛΔΥΚ, Παύλος Παπαδάκης καθώς επίσης ο Ανδρέας Κονδύλης. Η προσπάθεια περιήλθε σε γνώση του Μακαρίου και της κυπριακής κυβέρνησης από υποκλοπή τηλεφωνήματος μεταξύ της ελληνικής πρεσβείας στη Λευκωσία και του Υπουργείου Εξωτερικών στην Αθήνα. Τις πρωινές ώρες της 14ης Φεβρουαρίου 1972 ο Έλληνας πρέσβης στην Λευκωσία Παναγιωτάκος ζήτησε από την Αθήνα το πράσινο φως για την διενέργεια του πραξικοπήματος. Το αίτημα επανέλαβε αργότερα και ο διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου του ΓΕΕΦ Παντελής Λαλαούνης προς την ελληνική ΚΥΠ στην Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο των υποκλαπέντων τηλεφωνημάτων (από την κυπριακή ΚΥΠ) στις 14 Φεβρουαρίου 1972 μεταξύ του πρέσβη Παναγιωτάκου και των Αλεξανδρή και Ξένου στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, επιβεβαιώνονται τα ακόλουθα:
Στις 13 Φεβρουαρίου 1972, οι ΗΠΑ έδωσαν προφορικά τη συγκατάθεσή τους για τη διενέργεια του πραξικοπήματος. Ο Αλεξανδρής ανέφερε επί λέξει “ο κος υπουργός είχε υπόψη του και το ότι από την πλευρά της άλλης, της υπέρ του Ατλαντικού είχε δοθεί προφορικώς χθες δια του συμβούλου, του ΟΚ”. Ο Παναγιωτάκος συμπλήρωσε “Το GREEN LIGHT επομένως”. Δεν έχει επιβεβαιωθεί εάν η προφορική συγκατάθεση δόθηκε από αξιωματούχο της αμερικανικής κυβέρνησης ή του Υπουργείου Εξωτερικών ή της CΙΑ. Ο Παναγιωτάκος επιμένει για την ανάγκη να δοθεί η εντολή διενέργειας του πραξικοπήματος και απευθυνόμενος προς τον Αλεξανδρή αναφέρει. “Δεν ξέρω πάντως αν δεν γίνει σήμερα θα χάσουμε το λεωφορείο”. Σε στιχομυθία του με τον Ξένο, ο Παναγιωτάκος αναφέρει:
“Πες του (του υπουργού), φοβούμαι αν δεν γίνει θα έχουμε περιπλοκές”.
“Εντάξει κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε αλλά γρήγορα πρέπει να γίνει ό,τι γίνει”.
“Εφόσον την στιγμή κατά την οποία εδόθη το GREEN LIGHT από αλλού”.
Κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος του Παναγιωτάκου με τον Ξένο, στο γραφείο του στην ελληνική πρεσβεία, παρών ήταν και ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου Άνθιμος.
Για την πληροφορία αυτή, ο Μακάριος ενημέρωσε τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη, από τον οποίο ζήτησε να μεταφέρει την πληροφορία στον Αμερικανό πρέσβη στην Λευκωσία. Το μεσημέρι της 14ης Φεβρουαρίου 1972 ο Κληρίδης συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρέσβη Ππόπερ και τον ενημέρωσε για την πληροφορία της κυβέρνησης για το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα. Ο Ππόπερ δεσμεύθηκε να μεταφέρει την πληροφορία στην κυβέρνησή του. Σύμφωνα με στοιχεία από το αρχείο της ΚΥΠ, την ίδια χρονική περίοδο, τις παραμονές εκδήλωσης του σχεδιαζόμενου πραξικοπήματος ανατροπής του Μακαρίου, ο Γρίβας είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με τους φερόμενους ως πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος. Πιο συγκεκριμένα, στις 10 Φεβρουαρίου 1972, ο Γρίβας είχε μεταβεί στη Λευκωσία, όπου και είχε συνάντηση με τον Έλληνα πρέσβη Παναγιωτάκο, με στελέχη του κλιμακίου της ελληνικής ΚΥΠ, τον Σωκράτη Ηλιάδη και άλλους παράγοντες, ενώ στη συνέχεια είχε μεταβεί στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Τελικά το πραξικόπημα ματαιώθηκε. Πιθανοί λόγοι για την ματαίωσή του να ήταν η παρέμβαση των ΗΠΑ προς το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών μετά τη διαρροή του εγχειρήματος, αλλά και η μαζική κινητοποίηση του λαού ο οποίος διανυκτέρευσε στην πλατεία της Αρχιεπισκοπής. Την επομένη (15 Φεβρουαρίου 1972) πραγματοποιήθηκε ογκώδης συγκέντρωση υποστήριξης του Μακαρίου[16].
Και ενώ αυτή ήταν η κατάσταση πραγμάτων στο εσωτερικό του νησιού και στις σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας, τον Οκτώβριο του 1973 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στην Τουρκία, ενώ ένα μήνα αργότερα, και με αφορμή τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973, είχαμε την πτώση του Γεώργιου Παπαδόπουλου στην Αθήνα και την ανάδειξη του Δημήτριου Ιωαννίδη ως ισχυρότερου άνδρα της χούντας. Μετά και τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974, ο Ιωαννίδης έθεσε από τον πλήρη έλεγχό του την ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο, δείχνοντας πλέον ξεκάθαρα τις προθέσεις του για να προχωρήσει με την ανατροπή του Μακαρίου και την ανακήρυξη της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα.
Εν τω μεταξύ, στο πλαίσιο του δικοινοτικού διαλόγου που συνεχιζόταν, ένα από τα σοβαρότερα θέματα διαφωνίας των συζητήσεων, τους πέντε μεγαλύτερους δήμους της Κύπρου, επήλθε συμφωνία στις 13 Ιουλίου 1974. Δύο μέρες αργότερα, στις 15 Ιουλίου έγινε το πραξικόπημα που αποτέλεσε και την αρχή του τέλους για την Κύπρο και το Κυπριακό. Η τουρκική εισβολή που επακολούθησε είχε πλέον δημιουργήσει νέα δεδομένα.
Επίλογος
Επιχειρώντας να συνοψίσουμε την κατάσταση όπως είχε δημιουργηθεί μετά την ανάληψη της εξουσίας από την χούντα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Αθήνα είχε ως πρωταρχικό, στρατηγικό στόχο να διατηρηθεί στην εξουσία. Για να επιτευχθεί αυτός ο στρατηγικός στόχος υπήρχαν κάποιες προϋποθέσεις και θυσίες, και χωρίς αμφιβολία η Κύπρος ήταν μεταξύ των θυσιών που έπρεπε να γίνουν. Αυτό φάνηκε εξάλλου εκ του αποτελέσματος. Με την Τουρκία οι σχέσεις της χούντας είχαν περάσει από διάφορες φάσεις. Η Άγκυρα είχε διαπιστώσει εξαρχής ότι το χουντικό καθεστώς δεν είχε την ικανότητα να αντικρούσει με επιτυχία τις επιδιώξεις της στην Λευκωσία. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης πραγμάτων ήταν οι εξελίξεις σε σχέση με την Κύπρο την περίοδο 1967-1974:
– Απέσυρε τη μεραρχία από την Κύπρο, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την άμυνα έναντι ενδεχόμενης τουρκικής επιβουλής (εάν όντως ο αντικειμενικός σκοπός της αποστολής της στο νησί ήταν η άμυνα της Κύπρου).
– Επεδίωξε τη διαίρεση του λαού σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, σε εθνικόφρονες και κομμουνιστές συνοδοιπόρους.
– Στήριξε τη δράση της παράνομης οργάνωσης Εθνικό Μέτωπο.
– Οργάνωσε τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Μακαρίου το Μάρτιο του 1970, στο πλαίσιο πραγματοποίησης πραξικοπήματος (το γνωστό σχέδιο ΕΡΜΗΣ).
– Οργάνωσε και εκτέλεσε τη δολοφονία του Γιωρκάτζη.
– Στήριξε την ίδρυση και τη δράση της ΕΟΚΑ Β΄, την οποία χρησιμοποίησε για την πρόκληση αστάθειας και αποδυνάμωσης του Μακαρίου ώστε να δικαιολογηθεί η διενέργεια του πραξικοπήματος. Ταυτόχρονα, απέτρεψε την πολιτικοποίηση της οργάνωσης και κατά την περίοδο πριν από το πραξικόπημα την εξώθησε σε έξαρση της εμφύλιας διαμάχης.
– Αξιοποίησε τον πόθο των Κυπρίων για ένωση, ενώ η επιλογή της ήταν η διπλή ένωση την οποία και επιμελώς απέκρυπτε.
– Χρηματοδότησε και καθοδήγησε μερίδα του κυπριακού Τύπου σε μια πρωτοφανή προπαγάνδα, εναντίον του Μακαρίου και υπέρ των επιλογών της.
– Παρακίνησε τους τρεις μητροπολίτες να προχωρήσουν σε αντικαταστατική καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, προκαλώντας μείζονα εκκλησιαστική κρίση και περαιτέρω διχασμό του λαού.
– Είχε προβεί σε απειλητική υπόδειξη προς τον Μακάριο (Ιανουάριος 1972) να αποχωρήσει από την προεδρία της Δημοκρατίας και από την ενεργό πολιτική.
– Σχεδίασε την πραγματοποίηση το Φεβρουάριο του 1972 πραξικοπήματος σε βάρος του Μακαρίου, το οποίο ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω αποκάλυψης του σχεδίου στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
– Προχώρησε σε άτυπη συμφωνία συνεργασίας με την Τουρκία για την ανατροπή του Μακαρίου και επιβολή λύσης αρεστής στις δύο χώρες και τους συμμάχους τους. Από επίσημο έγγραφο του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών επιβεβαιώνεται ότι Ελλάδα και Τουρκία, με τη σύμφωνη γνώμη ίσως και την υποστήριξη και προτροπή των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο συνεργασίας τους, με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την επιβολή ΝΑΤΟικής λύσης στο Κυπριακό. Χαρακτηριστική αυτής της πολιτικής ήταν η σύνοδος των υπουργών Εξωτερικών της συμμαχίας στη Λισαβόνα τον Ιούνιο του 1971 που φαίνεται ότι απετέλεσε κρίσιμης σημασίας γεγονός για τα όσα επακολούθησαν για το Κυπριακό.
– Είχε προχωρήσει σε σταδιακή αλλαγή του βασικού προσανατολισμού της Εθνικής Φρουράς. Από μηχανισμό άμυνας της Κύπρου έναντι τουρκικής επιβολής την μετέτρεψε σε μηχανισμό εσωτερικού ελέγχου της Δημοκρατίας[17].
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, μπορούσε να αποτραπεί το πραξικόπημα στην Κύπρο; Το ερώτημα αυτό συνδέεται με ένα άλλο: Μπορούσαν να αποτραπούν οι σχεδιασμοί για διχοτόμηση;
Εάν δεν απέστελλε την επιστολή ο Μακάριος στον Γκιζίκη για την ανάγκη τερματισμού των παρεμβάσεων από πλευράς Αθηνών στα εσωτερικά της Κύπρου, θα προχωρούσε η χούντα σε ανατροπή του Μακαρίου;
Οι εξελίξεις μας οδηγούν αναμφισβήτητα στο συμπέρασμα ότι ασφαλώς και θα προχωρούσε, είτε υπήρχε η αφορμή είτε όχι αφού η χούντα θα δημιουργούσε την αφορμή. Από την πλευρά της η Τουρκία αναζητούσε την αφορμή και ανέμενε υπομονετικά για να επιβάλει την στρατηγική της στο Κυπριακό που από το 1956 είχε σχεδιάσει και πρωτοαναφέρει ο Νιχάτ Ερίμ. Χωρίς σε καμία περίπτωση να υποτιμούνται ή να παραβλέπονται οι τουρκικές ευθύνες, οι ευθύνες της χούντας είναι βαρύτατες. Η Κύπρος έπρεπε να θυσιαστεί και προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε συστηματικά μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Όταν επιτεύχθηκε, εξέλειπε και ο λόγος ύπαρξης της χούντας. Τυχαίο; Είναι πιστεύω κάτι που πρέπει να προβληματίσει όλους μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόμος 1, σελ. 177-178.
[2] Νίκος Χριστοδουλίδης, Τα σχέδια λύσης του Κυπριακού, 1948-1978.
[3] Σπύρος Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα Ντοκουμέντα του Κυπριακού, 1959-1967, Τόμος Β΄, σελ. 73-74.
[4] Ομιλία για το Πολυτεχνείο, Λευκωσία 17 Νοεμβρίου 2014.
[5] Αλέξης Παπαχελάς, Ο βιασμός της ελληνικής Δημοκρατίας, σελ. 418, εκδόσεις Εστία.
[6] Θέσεις, Τεύχος 28, περίοδος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1989, «Το Κυπριακό μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: Η ελληνική και η ελληνοκυπριακή στρατηγική. Μέρος Γ΄ 1965-1974», των Τάσου Κυπριανίδη και Γιάννη Μηλιού.
[7] Καταθέσεις Κώστα Αχιλλείδη 24/9/2008, σελ. 39-41, Γιώργου Αγγελίδη 11/9/2008, σελ. 18-19.
[8] Κατάθεση Γλαύκου Κληρίδη, 25 Απριλίου 2007, σελ. 13.
[9] Κατάθεση Τάσσου Παπαδόπουλου, 25 Ιουνίου 2008, σσ. 28-29.
[10] Κατάθεση Γλαύκου Κληρίδη.
[11] Νίκος Χριστοδουλίδης, Σχέδια λύσης του Κυπριακού, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 181.
[12] Γ. Κρανιδιώτης, 192-193, Το Κυπριακό πρόβλημα 1960-1974.
[13] Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό πρόβλημα 1960-1974.
[14] Νίκος Χριστοδουλίδης.
[15] Νίκος Χριστοδουλίδης.
[16] Πόρισμα Βουλής για το φάκελο της Κύπρου.
[17] Πόρισμα της Βουλής για το φάκελο της Κύπρου.
πίσω στα περιεχόμενα: