Η αντιστασιακή δράση σε αστικό περιβάλλον. Πολιτική διαμαρτυρία και ένοπλη δράση στην κατοχική Αθήνα
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, εμφανίστηκαν αντιστασιακές οργανώσεις σε όλες σχεδόν τις κατεχόμενες από τις δυνάμεις του Άξονα χώρες. Η Αντίσταση έλαβε τρεις κύριες μορφές: τη δημιουργία αντάρτικων στρατών που έδρασαν αποκλειστικά στην ύπαιθρο, τη συγκρότηση ομάδων κατασκοπίας και δολιοφθορών και τη δημιουργία αντιστασιακών κινημάτων που έδρασαν στις πόλεις και εκφράστηκαν κυρίως μέσω των μαζικών απεργιακών κινητοποιήσεων, αναπτύσσοντας παράλληλα ένοπλα τμήματα που δρούσαν ενάντια στους κατακτητές και κυρίως τους συνεργάτες τους. Η Ελλάδα υπήρξε ουσιαστικά η μοναδική ευρωπαϊκή κατεχόμενη χώρα στην οποία και οι τρεις μορφές της Αντίστασης αναπτύχθηκαν σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Η ανάπτυξη της Αντίστασης στις πόλεις αποτελούσε τη δυσκολότερη και πλέον επικίνδυνη μορφή της αντιστασιακής δράσης. Οι πόλεις και κυρίως οι πρωτεύουσες, βρίσκονταν κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο των κατακτητών, αποκομμένες σε μεγάλο βαθμό από την επαρχία, ενώ παράλληλα, ως οικονομικά και διοικητικά κέντρα, υφίσταντο με τον πλέον σκληρό τρόπο τις συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής. Στις πόλεις έγινε περισσότερο αισθητή η πλήρης αποδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού, η κατάρρευση της οικονομίας, η σκληρή εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και το καθεστώς τρομοκρατίας που επέβαλαν οι κατακτητές. Με λίγα λόγια, οι πόλεις στερούνταν ελεύθερων πεδίων δράσης και οι κάτοικοί τους ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στις συνέπειες της στρατιωτικής κατοχής.
Η Αθήνα ήταν η πρώτη κατεχόμενη πρωτεύουσα που βίωσε με απόλυτους όρους την τρομοκρατία της στρατιωτικής κατοχής. Η ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε από τον λιμό τον χειμώνα του 1941, έφερε άμεσα, μόλις έξι μήνες μετά την κατάληψη της πόλης, τους κατοίκους της αντιμέτωπους με τον τρόμο του θανάτου από την πείνα. Η απώλεια περίπου 50.000 ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στην Αθήνα από τον λιμό, δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο συλλογικό τραύμα και παράλληλα μια ξεκάθαρη εικόνα: ακόμη και η υπακοή στο νέο καθεστώς δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την επιβίωση.
Το επισιτιστικό πρόβλημα υπήρξε η αφετηρία για την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Η ψυχολογία της Αντίστασης, μια διάσταση που έχει υποτιμηθεί από την έρευνα, ήταν η κύρια παράμετρος που από κοινού με το πατριωτικό αίσθημα αποτέλεσαν την απαρχή για τη δημιουργία ενός μαζικού αντιστασιακού κινήματος, που δύο χρόνια μετά είχε τη δύναμη να αμφισβητήσει ευθέως την πολιτική κυριαρχία των δυνάμεων κατοχής και των δωσίλογων ελληνικών κυβερνήσεων. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι δεν ήταν η εξαθλίωση, η απίστευτη ανθρωπιστική κρίση που οδήγησε μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην Αντίσταση, αλλά το γεγονός ότι η οργανωμένη αντίσταση αποτελούσε τη μοναδική ελπίδα για κοινωνική, ηθική και πολιτική ανασυγκρότηση. Η επιλογή της δράσης από την απραξία οφειλόταν πολλές φορές στη δυνατότητα που παρείχε η Αντίσταση στα μέλη της να ξεπεράσουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις που ασκούσε πάνω τους η τρομοκρατία της πείνας και η άσκηση βίας από τις δυνάμεις κατοχής. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα τεσσάρων Ελλήνων ψυχιάτρων, βάσει στοιχείων που συνέλεξαν από την παρακολούθηση ασθενών κατά τη διάρκεια της Κατοχής:
«Έτσι πρέπει να νοηθεί ο ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης. Η προσωπικότητα διέγραφε ένα μέλλον, ξεφεύγοντας από το δεσποτισμό του αγνώστου και την περίσφιξη του άγχους. Αν στην οπισθοδρόμηση βλέπουμε μια πορεία απώλειας του “ανθρώπινου”, στην αντίσταση αντίθετα πιστοποιούμε μια αντίθετη κίνηση, ένα προοδευτικό “εξανθρωπισμό”. Με την ψυχολογία της αντίστασης ξεπερνιότανε η ψυχολογική τυραννία του άγχους κι η ανήκουστη οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την αδυσώπητη δράση της τρομοκρατίας και της πείνας. Ήταν μια πηγή ανακούφισης, ελπίδας και ανασύνταξης, που επέτρεπε στην ανθιστάμενη προσωπικότητα να αντεπεξέρχεται στη διαλυτική δράση του άγχους […] Η δυσάρεστη, αγχώδης συναισθηματική τάση ελαττωνότανε όσο μεταμορφωνότανε σε συνειδητοποιημένη δράση.»[1]
Συνεπώς, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κατοχικής πραγματικότητας στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα, ήταν η πλήρης ανατροπή των δεδομένων που καθόριζαν την καθημερινότητα των πολιτών. Οι επιπτώσεις της στρατιωτικής κατοχής δεν περιορίστηκαν στην ψυχολογική και βιολογική τους διάσταση. Παράλληλα με το ξέσπασμα του λιμού, η διάλυση του κρατικού μηχανισμού και της οικονομικής λειτουργίας της πόλης, η απουσία κάθε προνοιακής πολιτικής, είχαν ως αποτέλεσμα την είσοδο της παρανομίας στην καθημερινότητα των κατοίκων. Η αντικατάσταση της νόμιμης από τη μαύρη αγορά, η απουσία τροφίμων αλλά και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, το κλείσιμο επιχειρήσεων και καταστημάτων, οδήγησαν τους κατοίκους στην υιοθέτηση παράνομων πρακτικών που αποτελούσαν παράλληλα στρατηγικές επιβίωσης. Η κλοπή υλικών στις μονάδες παραγωγής που λειτουργούσαν για λογαριασμό των κατακτητών, οι παράνομες αγοραπωλησίες κινητών και ακίνητων περιουσιών, η μαύρη αγορά στα τρόφιμα, τα φάρμακα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ακόμη και οι εκβιασμοί από τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας προς εξασφάλιση των πολυπόθητων χρυσών λιρών, χαρακτήριζαν την καθημερινότητα στην κατεχόμενη Αθήνα.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα της κοινωνικής και ηθικής κατάρρευσης που οφείλονταν στο πολιτικό και διοικητικό κενό λόγω της στρατιωτικής κατοχής, οι αντιστασιακές οργανώσεις υπήρξαν φορείς κοινωνικής ανασυγκρότησης. Ουσιαστικά το αντιστασιακό κίνημα, εκφραζόμενο στη μεγάλη του πλειοψηφία από το ΕΑΜ, πολιτικοποιεί τη δράση του αμέσως μετά την ύφεση του λιμού και όταν πλέον οι συστηματικές αφίξεις επισιτιστικής βοήθειας από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, είχαν δημιουργήσει ένα διατροφικό απόθεμα στην Αθήνα. Η δράση της Αντίστασης επικεντρώθηκε στη δίκαιη διανομή του αποθέματος αυτού. Κύριος αντίπαλος ήταν τα εκτεταμένα δίκτυα της μαύρης αγοράς που λειτουργούσαν σε συνεργασία με τους κατακτητές και τις δωσίλογες κυβερνήσεις. Τα δίκτυα αυτά υπεξαιρούσαν μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας και μέσω της συσσώρευσής του κερδοσκοπούσαν δημιουργώντας τεχνητή άνοδο των τιμών.
Η δημιουργία συλλογικοτήτων στη βάση του αγώνα για την επιβίωση αποτέλεσε την πρώτη φάση στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα. Μέσα από την προνοιακού χαρακτήρα δράση της Εθνικής Αλληλεγγύης στις συνοικίες, του ΕΑΜ Νέων και της ΟΚΝΕ στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και του Εργατικού ΕΑΜ στους χώρους εργασίας, οι εαμικές οργανώσεις συγκρότησαν τις πρώτες αντιστασιακές συλλογικότητες. Οι κινητοποιήσεις του 1942 με αποκλειστικό αίτημα την επίλυση του επισιτιστικού, δοκίμασαν στην πράξη την οργανωτική επάρκεια της συλλογικής δράσης, στοχεύοντας παράλληλα στο ανοργάνωτο τμήμα της κοινής γνώμης. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η πρώτη μεγάλη απεργία τον Απρίλη του 1942. Η βαρύτητα αυτής της απεργίας είχε να κάνει με το γεγονός ότι η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση που υλοποιήθηκε στην πρωτεύουσα, δεν πραγματοποιήθηκε στους συνήθεις χώρους κοινωνικής αναταραχής (εργοστάσια ή πανεπιστήμια) αλλά στο εσωτερικό του νομοταγούς και πειθαρχημένου έως τότε κρατικού μηχανισμού. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων στις 12 Απριλίου του 1942, κατάφερε ισχυρό πλήγμα στο κύρος της κυβέρνησης Τσολάκογλου, κάτι που πιστοποιείται και από τη σφοδρή αντίδραση του πρωθυπουργού ο οποίος την κήρυξε παράνομη, απειλώντας παράλληλα τους υπαλλήλους όχι μόνο με οριστική απόλυση αλλά και με βαριές ποινές φυλάκισης.
Με αυτή την πρώτη μεγάλη κινητοποίηση ως αφετηρία, οι εαμικές οργανώσεις, αντιγράφοντας ουσιαστικά τις πρακτικές των προπολεμικών κομμουνιστών στην οργάνωση και εκδήλωση της παράνομης δράσης, πραγματοποίησαν το πρώτο τους «άνοιγμα» στη δοκιμαζόμενη κοινωνία. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε από το Εργατικό ΕΑΜ και το ΕΑΜ Νέων μια καλά σχεδιασμένη γενική απεργία που έληξε τέσσερεις ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με έκθεση επιτελάρχη της στρατιωτικής διοίκησης Νοτίου Ελλάδος, οι «κομμουνιστές υποκινητές εκμεταλλεύτηκαν την πολύ άσχημη οικονομική και χρηματική κατάσταση του πληθυσμού για να τον φανατίσουν» καθώς και τη «γενική αντιπάθεια προς τον υπουργό Επισιτισμού και Οικονομικών Γκοτζαμάνη». Ο συντάκτης της έκθεσης επεσήμανε με ανησυχία ότι αυτή η απεργία έλαβε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από την προηγούμενη του Απριλίου, έχοντας σημαντική επιτυχία ακόμη και στις επιταγμένες από τις κατοχικές δυνάμεις παραγωγικές μονάδες, καθώς «στον τομέα του Γερμανικού Ναυτικού από τους 12.000 εργάτες απήργησαν πάνω από τους μισούς» και στα επιταγμένα εργοστάσια «όπως το εργοστάσιο τσιμέντων, το εργοστάσιο λιπασμάτων στον Πειραιά με 2.500 εργάτες προσχώρησαν στο απεργιακό κίνημα».[2]
Μέσα από τις απεργίες στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, τη δράση στους προμηθευτικούς συνεταιρισμούς που γνώρισαν τεράστια άνθηση λόγω του επισιτιστικού προβλήματος ή τη δράση στις πολυάριθμες επιτροπές κατοίκων και εργαζομένων που διαμαρτύρονταν σε υπουργεία και υπηρεσίες, οι αντιστασιακές οργανώσεις δοκίμαζαν στην πράξη τις οργανωτικές τους πρακτικές και παράλληλα στρατολογούσαν τα πλέον δυναμικά άτομα που συμμετείχαν σε αυτές. Η ωρίμανση των οργανωτικών πρακτικών αλλά και η διάδοση του αντιστασιακού πνεύματος, αποτυπώθηκαν στην τελευταία κινητοποίηση του 1942.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 μια νέα γενική απεργία, υπό την καθοδήγηση των εαμικών οργανώσεων, έλαβε τη μορφή διαδήλωσης περίπου 30 χιλιάδων ατόμων στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, όπου για πρώτη φορά συμμετείχαν από κοινού φοιτητές, μαθητές, δημόσιοι υπάλληλοι και εργάτες.[3] Η καινοτομία της συγκεκριμένης αντιστασιακής ενέργειας δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό. Για πρώτη φορά το κεντρικό αίτημα της επίλυσης του επισιτιστικού, πλαισιώθηκε από αμιγώς πολιτικά αιτήματα κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων Ελλήνων πολιτών από τις δυνάμεις κατοχής. Η συνθηματολογία αυτή υποδήλωνε το μετασχηματισμό που συντελούνταν στο εσωτερικό του μαζικού διεκδικητικού κινήματος και το σταδιακό πέρασμα στην αμιγώς πολιτική δράση. Όμως το γεγονός που χαρακτήρισε την κινητοποίηση αυτή ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος νεκρός του μαζικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα, ο φοιτητής Μήτσος Κωνσταντινίδης. Το κίνημα αποκτούσε πλέον τους μάρτυρές του, που καταδείκνυαν ότι όσο διευρυνόταν η πολιτική του επιρροή, τόσο πιο βίαιη γινόταν η αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων.
Το πρώτο τρίμηνο του 1943, η ωρίμανση των οργανωτικών πρακτικών του ΕΑΜ, τα ενθαρρυντικά νέα από τα μέτωπα του πολέμου, στις 2 Φεβρουαρίου ο στρατάρχης Πάουλους συνθηκολόγησε στο Στάλινγκραντ ενώ παράλληλα ήταν ορατή η ήττα του στρατάρχη Ρόμμελ στη Βόρειο Αφρική και η δημιουργία της ΕΠΟΝ, της οργάνωσης που άμεσα μετατράπηκε στο μαζικότερο εαμικό σχήμα, άλλαξαν τα δεδομένα στην κατοχική Αθήνα. Όμως, εκτός από αυτές τις αισιόδοξες εξελίξεις, ένας νέος κίνδυνος καθιστούσε εξαιρετικά κρίσιμη την κατάσταση. Η δυσμενής τροπή που λάμβανε ο πόλεμος για τις δυνάμεις του Άξονα έφερε τους κατοίκους των κατεχόμενων ευρωπαϊκών κρατών αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του γερμανικού στρατού σε έμψυχο δυναμικό, είχαν ως αποτέλεσμα την αποστολή όλο και περισσότερων Γερμανών εργατών στα πολεμικά μέτωπα. Οι θέσεις αυτές έπρεπε να καλυφθούν από τους πολίτες των κατεχόμενων χωρών, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης.
Στις 24 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε μια ακόμη γενική απεργία στην Αθήνα, η οποία συνοδεύτηκε με τη διαδήλωση χιλιάδων Αθηναίων στο κέντρο της πόλης.[4] Σύμφωνα με το στέλεχος της ΕΠΟΝ Πέτρο Ανταίο, οι βίαιες συγκρούσεις είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τριών και τον τραυματισμό 59 διαδηλωτών.[5] Την ίδια ημέρα, ο πρωθυπουργός Κων/νος Λογοθετόπουλος προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα στο οποίο ζητούσε από τον ελληνικό λαό να αποφύγει τους «ψευδοϊδεολόγους του κομμουνισμού» σε μια περίοδο όπου «ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δια να διασώση την κληρονομίαν χιλιετηρίδων αγωνίζεται» για να εμποδίσει «τον κατακλυσμόν της Ευρώπης υπό των ορδών του Στάλιν.»[6] Το μέγεθος και η μαχητικότητα της διαδήλωσης προκάλεσε την άμεση αντίδραση των δυνάμεων κατοχής. Η Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα, με ανακοίνωσή της απειλούσε υπαλλήλους και εργάτες με ποινές φυλάκισης έως και 12 έτη, σε περίπτωση που εγκατέλειπαν ομαδικά την εργασία τους.[7]
Οι απειλές αυτές δεν εμπόδισαν τη συνέχιση των κινητοποιήσεων τις επόμενες ημέρες, οι οποίες κορυφώθηκαν στις 5 Μαρτίου 1943, ημέρα γενικής απεργίας στην Αθήνα. Σύντομα, η κάθοδος χιλιάδων ανθρώπων από τις συνοικίες, μετέτρεψε την απεργία σε μια τεράστια διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση. Η κινητοποίηση αυτή, που υπήρξε η μαζικότερη έως τότε, έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μέρος των διαδηλωτών, παρά την επέμβαση Ιταλών καραμπινιέρων, κατάφερε να εισβάλει στο Υπουργείο Εργασίας και να κάψει τις καταστάσεις «των 80.000 επιστράτων και των χιλιάδων των ανέργων του Εργατικού Κέντρου.»[8] Και σε αυτή την κινητοποίηση, οι συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας στοίχισαν τη ζωή σε τουλάχιστον τρεις διαδηλωτές, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε αρκετές δεκάδες.[9] Η έκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα οδήγησε τις δυνάμεις κατοχής να ζητήσουν τη μεσολάβηση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, ο οποίος μετέφερε στον ελληνικό λαό τη διαβεβαίωση της απόσυρσης του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσαν στην κυβέρνηση οι κινητοποιήσεις των Αθηναίων είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των διαδικασιών αντικατάστασης του πρωθυπουργού Κων/νου Λογοθετόπουλου από τον Ιωάννη Ράλλη, στις 7 Απριλίου 1943.
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση υπήρξαν ένα πραγματικό σημείο καμπής στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Σε οργανωτικό επίπεδο, παρήγαγαν νέες αντιστασιακές πρακτικές, που έδωσαν την ευκαιρία στην εαμική καθοδήγηση να αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία στη διαχείριση τέτοιου μεγέθους κινητοποιήσεων. Σε πολιτικό επίπεδο, η επιτυχία τους προσέδωσε κύρος στην εαμική αντίσταση, νομιμοποιώντας την στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας των Αθηναίων. Το ΕΑΜ αποτελούσε πλέον την κύρια δύναμη που αμφισβητούσε ευθέως την πολιτική κυριαρχία της κυβέρνησης και των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα.
Παράλληλα όμως, τα γεγονότα της 5ης Μαρτίου 1943 ανέδειξαν και μια άλλη διάσταση, που σταδιακά και ιδιαίτερα από το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και μετά, χαρακτήρισε την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα. Την ημέρα αυτή κατά την προσπάθεια καταστολής των κινητοποιήσεων στο κέντρο της Αθήνας, καταγράφεται για πρώτη φορά η άσκηση ένοπλης βίας από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα. Η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων στην καταστολή της διαδήλωσης, «άνοιξε» το εσωτερικό μέτωπο των εμφύλιων ένοπλων συγκρούσεων, εξέλιξη που υποκινήθηκε από τις γερμανικές Αρχές κατοχής. Αν και επίσημα η Ιταλία συνθηκολόγησε τον Σεπτέμβριο του 1943 (η Αθήνα βρισκόταν διοικητικά υπό τον έλεγχο του ιταλικού στρατού κατοχής) ήδη από την άνοιξη οι γερμανικές Αρχές σε συνεργασία με την ελληνική δωσίλογη κυβέρνηση, προωθούσαν την επιλογή της εμφύλιας σύγκρουσης. Ο διορισμός του Ιωάννη Ράλλη ως πρωθυπουργού, συνοδεύτηκε από τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και από την αλλαγή του χαρακτήρα δράσης των Σωμάτων Ασφαλείας, τα οποία μετατράπηκαν σε αντιεαμικές ομάδες κρούσης, με εξαίρεση την Αστυνομία Πόλεων.
Η αλλαγή αυτή έγινε ορατή το καλοκαίρι του 1943. Στις 22 Ιουλίου, στη μεγαλύτερη κινητοποίηση που έγινε στην κατοχική Ελλάδα, δεκάδες χιλιάδες πολιτών διαδήλωσαν κατά της επέκτασης της ζώνης κατοχής του βουλγαρικού στρατού στην κεντρική Μακεδονία. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Γρήγορα, οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν στους γύρω δρόμους. Οι περισσότεροι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο Αθηνών, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά. Η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης άφησε 59 νεκρούς και τραυματίες στους δρόμους της Αθήνας.[10]
Το ΕΑΜ βλέποντας τον κίνδυνο κάμψης του αντιστασιακού κινήματος λόγω της ωμής ένοπλης βίας που τρομοκρατούσε τους Αθηναίους, άλλαξε την αντιστασιακή του τακτική. Η λύση βρέθηκε για άλλη μια φορά μέσω αυτού που πιστεύω ότι ήταν ο καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην Αθήνα: της εξαιρετικής ευελιξίας που εμφάνισε προσαρμόζοντας διαρκώς τη δράση του στις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Έτσι το φθινόπωρο του 1943, οι εαμικές οργανώσεις εισήλθαν σε μια διαδικασία μετασχηματισμού της αντιστασιακής τους δράσης, μεταφέροντας το κύριο βάρος της από τους εκτεθειμένους μαζικούς χώρους και το κέντρο της Αθήνας, στις συνοικίες όπου είχαν δημιουργήσει στέρεες βάσεις τα δύο προηγούμενα χρόνια. Την ίδια περίοδο ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ της Αθήνας με το στρατιωτικό υλικό των αποχωρούντων Ιταλών μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, επέτρεψε την ανάπτυξη του ένοπλου σκέλους της εαμικής αντίστασης. Έτσι, τον χειμώνα του 1943 η εαμική αντιστασιακή δράση άλλαξε χαρακτήρα: από την αμιγώς πολιτική διαμαρτυρία που εκδηλωνόταν στο κέντρο της πόλης, πέρασε και στην ένοπλη στις συνοικίες της.
Αυτή η εξέλιξη έφερε μια κομβικής σημασίας αλλαγή στο χαρακτήρα του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Αν στους μαζικούς χώρους κυριαρχούσε μια συνδικαλιστικού τύπου οργάνωση, στις συνοικίες η ενεργοποίηση των οργανώσεων προκάλεσε αυτό που ονομάζω «κοινωνικοποίηση» του ΕΑΜ. Η ενσωμάτωση των εκτεταμένων συγγενικών, φιλικών, ακόμη και επαγγελματικών δικτύων στα τοπικά εαμικά οργανωτικά σχήματα, δημιούργησε νέα δεδομένα στην οργάνωση και υλοποίηση του αντιστασιακού αγώνα. Η σχέση αλληλόδρασης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στο ΕΑΜ και τις τοπικές κοινωνίες, δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα: πλέον οι εαμικές οργανώσεις δεν δρούσαν απλά στις συνοικίες, αλλά διαμόρφωναν από κοινού με αυτές μια νέου είδους καθημερινότητα που είχε αμιγώς αντιστασιακό και άρα πολιτικό προσανατολισμό. Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής δίπλα και παράλληλα με την ουσιαστικά αδρανή εξουσία της δωσίλογης κυβέρνησης, λειτουργούσε η νέα μορφή εξουσίας, που εισήγαγαν οι εαμικές οργανώσεις. Οι εαμικές Λαϊκές Επιτροπές υποκατέστησαν σε μεγάλο βαθμό την τοπική αυτοδιοίκηση που είχε καταρρεύσει, ενώ ο ΕΛΑΣ και η Πολιτοφυλακή είχαν αναλάβει την τήρηση της τάξης και τον έλεγχο των συνοικιών, τουλάχιστον στις συνοικίες όπου τα τοπικά αστυνομικά τμήματα είχαν αδρανοποιηθεί.
Δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στη μαζική ανάπτυξη των εαμικών οργανώσεων στις συνοικίες: η δημιουργία ελεύθερων πεδίων δράσης και κυρίως η υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού. Όπως εισαγωγικά αναφέρθηκε, οι κατεχόμενες πρωτεύουσες βρίσκονταν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των δυνάμεων κατοχής. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη δυνατότητα ανάπτυξης οποιασδήποτε μορφής αντιστασιακής δράσης στην πόλη, είναι η ύπαρξη ή δημιουργία ελεύθερων πεδίων. Αν τα πρώτα δύο χρόνια της Κατοχής, με το έργο των προνοιακών του μηχανισμών, το ΕΑΜ είχε κερδίσει την υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών, η αποχώρηση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του 1943, του έδωσε την ευκαιρία να αξιοποιήσει αυτή την υποστήριξη. Οι γερμανικές Αρχές κατοχής δεν είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν τα κενά που άφησαν οι Ιταλοί σύμμαχοί τους αποχωρώντας από τα δεκάδες τοπικά σημεία ελέγχου που είχαν εγκαταστήσει στις συνοικίες. Η διάλυση των «Κομμάντο-Τάπα», όπως ήταν γνωστά στους κατοίκους, δημιούργησε τα πολυπόθητα ελεύθερα πεδία. Ουσιαστικά όλες οι παράνομες δράσεις, συνεργεία αναγραφής συνθημάτων και διανομής παράνομου Τύπου, εκφωνήσεις με το χωνί, παράνομα τυπογραφεία, αποθήκες οπλισμού, άνοιγμα αποθηκών μαυραγοριτών κ.λπ. γνωρίζουν τεράστια ανάπτυξη αμέσως μετά την υποχώρηση των Ιταλών.
Η αντιστασιακή δράση και η υποστήριξή της από τις τοπικές κοινωνίες ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ήταν η διαδικασία που εκτόξευσε την πολιτική επιρροή του ΕΑΜ στις συνοικίες, εδραίωσε την εαμική εξουσία και ανέτρεψε πλήρως προπολεμικές αντιλήψεις και νοοτροπίες. Ήταν με άλλα λόγια, μια διαδικασία που απειλούσε την ύπαρξη του ίδιου του αστικού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος που επεδίωκε την επαναφορά του μετά τη λήξη του πολέμου. Η ενσωμάτωση των εκτεταμένων συγγενικών, φιλικών και επαγγελματικών δικτύων στις εαμικές οργανωτικές πρακτικές, εισήγαγε την αντιστασιακή δράση στην καθημερινότητα των κατοίκων. Ανοργάνωτες γυναίκες ήταν υπεύθυνες για τη σίτιση μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ και για την απόκρυψη των όπλων τους. Ανοργάνωτοι επαγγελματίες συγκέντρωναν πληροφορίες μέσω των όσων άκουγαν στα περίπτερα, τα μπακάλικα ή τα κουρεία τους. Μικρά παιδιά είχαν μετατραπεί σε συνδέσμους και πληροφοριοδότες των τοπικών εαμικών οργανώσεων.
Συνεπώς, στην πόλη έχουμε την εισαγωγή νέων τρόπων πολιτικής δράσης σ’ ένα οικείο περιβάλλον. Αυτό που κάνει η Αντίσταση είναι ότι χρησιμοποιεί με διαφορετικό τρόπο το χώρο και τα κοινωνικά δίκτυα που ενεργοποιούνται εντός του, παράγοντας μια νέα εμπειρία. Αυτή η διάσταση είναι κεντρική: οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι, μπαίνουν σε μια πρωτόγνωρη διαδικασία πολιτικοποίησης, σε μια εμπειρία που τους αλλάζει τη ζωή, μια διαδικασία όμως που υλοποιείται σε γνώριμο και οικείο περιβάλλον. Η ενσωμάτωση της παρέας, της γειτονιάς και των συγγενικών δικτύων στην αντιστασιακή δράση, αποτέλεσε την κύρια δίοδο επικοινωνίας της οργανωμένης αντίστασης με τη δοκιμαζόμενη κοινωνία.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η απάντηση της δωσίλογης κυβέρνησης του Ιωάννη Ράλλη με την υποστήριξη των γερμανικών Αρχών κατοχής, ήταν η βίαιη διάρρηξη της σχέσης που συνέδεε την εαμική αντίσταση και τις τοπικές κοινωνίες. Η χρήση ωμής και αδιάκριτης ένοπλης βίας απέναντι στις συνοικίες, είχε ως στόχο την τρομοκράτηση του πληθυσμού και κατ’ επέκταση την εξασθένηση του εαμικού κινήματος. Το καλοκαίρι του 1944, η κορύφωση της τρομοκρατίας εκδηλώθηκε μέσα από τη διενέργεια των περίφημων κατοχικών μπλόκων. Σε μια λογική συλλογικής ευθύνης, ολόκληρες συνοικίες βρέθηκαν στο στόχαστρο της δράσης των Σωμάτων Ασφαλείας. Η ταξική και πολιτισμική γεωγραφία των μπλόκων αντανακλά τις κύριες εστίες ανάπτυξης του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Όλα τα μεγάλα μπλόκα που σχεδιάστηκαν από αξιωματούχους του Υπουργείου Εσωτερικών και της Χωροφυλακής και υλοποιήθηκαν από τα Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας υπό την εποπτεία Γερμανών αξιωματικών, πραγματοποιήθηκαν σε προσφυγικές και παράλληλα εργατικές συνοικίες το καλοκαίρι 1944: σε Νέα Ιωνία, Γούβα, Περιστέρι, Βύρωνα, Κατσιπόδι, Δουργούτη, Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά και Καλλιθέα, σε διάστημα μόλις δύο μηνών θα συλληφθούν περίπου 10.500 και θα εκτελεστούν επιτόπου περίπου 430 άτομα.
Η κλιμάκωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κατοχική κυβέρνηση, είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση του χάσματος που χώριζε τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα και όσους εκφράζονταν πολιτικά από αυτά. Όσο λοιπόν πλησίαζε η ημέρα της απελευθέρωσης, οι εντεινόμενες ένοπλες συγκρούσεις, υπέσκαπταν τα θεμέλια της αναγκαίας, για τη συντομότερη επιστροφή στη μεταπολεμική ομαλότητα, πολιτικής ενότητας. Διότι μπορεί σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας η εθνική ενότητα να επιτεύχθηκε μετά τις συμφωνίες στο Λίβανο και την Καζέρτα, όμως η πραγματικότητα που βίωναν οι κάτοικοι της Αθήνας και ιδιαίτερα αυτοί των συνοικιών, την καθιστούσε εξαιρετικά εύθραυστη.
Το πλήγμα που δέχθηκε η κοινωνική συνοχή από τη δράση των Ελλήνων συνεργατών του κατακτητή, δεν μπορούσε να επισκιαστεί από το πανηγυρικό κλίμα των τελευταίων ημερών της στρατιωτικής κατοχής. Οι τραυματικές εμπειρίες των μπλόκων, των μαζικών εκτελέσεων, των φυλακίσεων και των βασανισμών, της εκμετάλλευσης των έκτακτων συνθηκών με στόχο τον πλουτισμό μέσω της μαύρης αγοράς, υπήρξαν μερικά από τα στοιχεία που τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή. Στη βάση της ελληνικής κοινωνίας, οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση της ένοπλης σύγκρουσης του Δεκέμβρη, είχαν τεθεί πολύ πριν από την αιματηρή καταστολή της εαμικής διαδήλωσης της 3ης Δεκεμβρίου στο Σύνταγμα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμος, Α. Καλούτσης και, Γ. Παπαδημητρίου, Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους. Νευρώσεις και ψυχονευρώσεις, σειρά Τρίαψις Λόγος 3, Οδυσσέας, Αθήνα 1991, σ. 267. Πρώτη έκδοση το 1947.
[2] Διοικητική έκθεση του συνταγματάρχη Βάλτερ Βάιγκολντ, επιτελάρχη στη στρατιωτική διοίκηση Νότιας Ελλάδας, για το διάστημα Ιούλης-Σεπτέμβρης 1942 με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1942, παρατίθεται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σ. 143. Σύμφωνα με την έκθεση, η συμμετοχή στην απεργία ήταν μαζική και μάλιστα από το σύνολο των επαγγελματικών και υπαλληλικών κλάδων, καθώς απέργησαν 600 λιμενεργάτες του Πειραιά, υπάλληλοι υπουργείων, τραπεζών και κρατικών ασφαλιστικών εταιρειών, υπάλληλοι των κατώτερων δικαστηρίων και της εισαγγελίας, υπάλληλοι του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς και του τραμ του Περάματος.
[3] Για μια αναλυτική περιγραφή της διαδήλωσης αυτής, Κώστας Λιναρδάτος, «Η μεγάλη διαδήλωση του λαού της Αθήνας στις 22 του Δεκέμβρη 1942», Εθνική Αντίσταση, Δεκέμβριος 1962, σ. 250-252.
[4] Ο Βασίλης Μπαρτζιώτας κάνει λόγο για 60-70 χιλιάδες, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα. Μερικοί βασικοί σταθμοί στην ιστορία της ΚΟΑ του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, σ. 122, ενώ ο Πέτρος Ανταίος για 100 χιλιάδες διαδηλωτές, Πέτρος Ανταίος, Συμβολή στην ιστορία της ΕΠΟΝ, τόμος Β΄, Καστανιώτης, Αθήνα 1977, σ. 26.
[5] Στο ίδιο, σ. 28. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, στη διαδήλωση της 24ης Φεβρουαρίου σκοτώθηκαν τουλάχιστον τρία άτομα: ο Διονύσης Δημακόπουλος, ανάπηρος πολέμου, μέλος του ΚΚΕ, Προκήρυξη ΕΑΜ Αναπήρων της 25-2-1943, Αρχείο ΕΔΑ, κουτί 244, φακ. «ΕΑΜ Αθήνας», ΑΣΚΙ, ο Νικόλαος Κουκουβάς ή Κουκουράβας, ζαχαροπλάστης, μέλος του ΕΑΜ Κουκακίου και ο Ιωάννης Δρακόπουλος, μαθητής του Ε΄ γυμνασίου Αθηνών από πυρά καραμπινιέρου στις κινητοποιήσεις των μαθητών στο Παγκράτι, Κούλα Ξηραδάκη, Κατοχικά. Κατάλογοι εκτελεσθέντων – φωτογραφίες – ντοκουμέντα – ενθύμια απ’ τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-44, τ. Β΄, Αθήνα, αυτοέκδοση, 1979, σ. 25.
[6] Πρωία, 25 Φεβρουαρίου 1943.
[7] Στο ίδιο.
[8] Μαρτυρία του Νικηφόρου Βρεττάκου στο Κ. Ν. Χατζηπατέρας – Μ. Φαφαλιού Δραγώνα (επιμ.), Μαρτυρίες 41-44, τόμος Α΄, Αθήνα, Κέδρος, 2002, σ. 263.
[9] Στις συμπλοκές που ακολούθησαν τη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μαρτίου 1943, σκοτώθηκαν τουλάχιστον τρία άτομα: ο Γιώργος Μαρινάκης, επικεφαλής λόχου του ΕΛΑΣ, ο επονίτης Ανδρέας Μουρκούσης και ο Εδμόνδος Τορόν, σπουδαστής ΕΜΠ και μέλος της ΕΠΟΝ, προκήρυξη του 4ου Τομέα ΕΑΜ Αθήνας, Αρχείο ΕΔΑ, κουτί 244, φακ. ΕΑΜ Αθήνας, ΑΣΚΙ και Ξηραδάκη, Κατοχικά, τ. Β΄, σ. 25.
[10] Διεύθυνση Ειδικής Ασφαλείας του Κράτους, Κατάστασις ονομαστική των φονευθέντων και τραυματισθέντων κατά την απεργίαν της 22 Ιουλίου 1943, ΓΑΚ, Αρχείο Ηρακλή Πετιμεζά, «Μικρές Συλλογές», Κ163. Σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποίησα, οι νεκροί της ημέρας εκείνης ήταν τουλάχιστον εννέα: ο Ιωάννης Κατσαρός, μέλος του ΕΑΜ Αθήνας, ο Δημήτρης Δουκάκης, ξυλουργός, κάτοικος Καισαριανής, ο Θανάσης Τεριακής, σπουδαστής του τμήματος Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων ΕΜΠ, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Παγκρατίου, ο Θωμάς Χατζηθωμάς, σπουδαστής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ, μέλος του ΚΚΕ, μέλος της ΕΠΟΝ Σπουδάζουσας, Θεωνάς Μαυρομματίδης, φοιτητής Ανωτάτης Εμπορικής, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Κολωνού, η Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, μέλος της ΕΠΟΝ, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, εργάτρια, μέλος της ΕΠΟΝ, κάτοικος Γκύζη, ο Αλέξανδρος Δεσύπρης, εφαρμοστής και ο Χρήστος Κοντός, επιπλοποιός. Ο τελικός αριθμός των νεκρών πρέπει να φτάνει τους 15, Αρχείο Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
πίσω στα περιεχόμενα: