τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , ,


Ιστορικές καταβολές του φασισμού στην Ελλάδα


Πιάνοντας το νήμα της συζήτησης από εκεί που το άφησαν οι προηγούμενοι ομιλητές, και ιδίως ο Στέφανος Δημητρίου, θα συνεχίσω προχωρώντας προς το σήμερα. Θα ήθελα να εκθέσω, λοιπόν, μερικές σκέψεις για το πώς συνδέεται το χθες με το σήμερα, το παρελθόν με το παρόν, η ιστορία με την πολιτική. Σε αντίθεση όμως με τους προηγούμενους ομιλητές, θα εστιαστώ στην άλλη πλευρά: όχι στον αντιφασισμό, αλλά στον φασισμό και την άκρα Δεξιά. Όχι, βέβαια από κάποια έλξη για την πλευρά αυτή. Αλλά επειδή θεωρώ απαραίτητο, όταν μιλάμε για τον αντιφασισμό και τον αντιναζισμό, να γνωρίζουμε την ιστορική διαδρομή του φασισμού και του ναζισμού στη χώρα μας. Και ενώ ξέρουμε πολλά για τον αντιφασισμό, την εποποιία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τους πρωτεργάτες της Αντίστασης –και κάνουμε άριστα, υπήρξαν σπουδαίες μορφές, από κάθε άποψη– την ίδια στιγμή ξέρουμε πολύ λιγότερα, ίσως και ελάχιστα, για τις φασιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου, τους δωσίλογους ή τον γαλαξία των ακροδεξιών οργανώσεων στη μεταπολίτευση.

Θα κάνω λοιπόν, κατ’ ανάγκην επιγραμματικά, ορισμένες συνολικές παρατηρήσεις, ξετυλίγοντας το νήμα αντίστροφα, από το σήμερα προς το παρελθόν, από τη Χρυσή Αυγή προς τους πάσης φύσεως προγόνους της.

1. Η Χρυσή Αυγή εντάσσεται με απόλυτη σαφήνεια στην παράδοση της Aκροδεξιάς στην Ελλάδα. Είναι συνεχιστής και κληρονόμος της παράδοσης αυτής, μιας παράδοσης μακράς και ισχυρής, από τις αρχές του 20ού αιώνα, που περιλαμβάνει τις φασιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου όπως η διαβόητη «τρία Έψιλον» (Εθνική Ένωση Ελλάς), το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, τους ταγματασφαλίτες και τους δωσίλογους, τις παρακρατικές οργανώσεις των μετεμφυλιακών χρόνων, τη Χούντα και μια πανσπερμία οργανώσεων στα χρόνια της μεταπολίτευσης (από την 4η Αυγούστου του πατρός Πλεύρη μέχρι την ΕΠΕΝ και το Ελληνικό Μέτωπο), πολλές από τις οποίες είναι και ευθέως πρόδρομοι της Χρυσής Αυγής. Η Χρυσή Αυγή εντάσσεται πλήρως στην παράδοση αυτή: το δείχνουν οι ομοιότητες στον λόγο και τις πρακτικές, οι συνέχειες σε επίπεδο όχι μόνο ιδεολογίας και πρακτικής, αλλά και προσώπων. Εκτός αυτών, η ίδια η Χρυσή Αυγή ως οργάνωση, οι ίδιοι οι Χρυσαυγίτες διεκδικούν την παράδοση αυτή μαχητικά, προσπαθώντας μάλιστα να επιβληθούν ως γνήσιοι και κύριοι, αν όχι μοναδικοί, κληρονόμοι της. Η εμφάνιση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Χρυσής Αυγής Χρήστου Παππά, σημαιοφόρου (με τη σημαία με το πουλί της Χούντας) σε εκδήλωση στο Ηράκλειο της Κρήτης και, επίσης, η μαζική έφοδος της Χρυσής Αυγής στην επέτειο του Μελιγαλά, όπου προπηλάκισαν τους λοιπούς συμμετέχοντες, το 2013, είναι εύγλωττες επ’ αυτού.

Μεγάλο ενδιαφέρον, από την άποψη αυτή θα είχε μια συστηματική συγκριτική μελέτη των εκλογικών αποτελεσμάτων από το 1946 μέχρι σήμερα. Μια πρώτη, τουλάχιστον, εξέταση δείχνει ότι σε περιοχές όπου η παρουσία της Ακροδεξιάς είναι διαχρονικά ισχυρή, καθώς και σε περιοχές με υψηλά ποσοστά υπέρ της μοναρχίας στο δημοψήφισμα 1974, η Χρυσή Αυγή καταγράφει υψηλά ποσοστά στις πρόσφατες εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2013. Αυτός λοιπόν ο πολιτικός χώρος, της άκρας Δεξιάς, αποτελεί μια μεγάλη δεξαμενή, από την οποία αντλεί ψήφους και επιρροή η Χρυσή Αυγή.

2. Κοιτάζοντας ιστορικά, χρειάζεται να διακρίνουμε και μια δεύτερη, ευρύτερη δεξαμενή από την οποία τρέφεται η Χρυσή Αυγή. Και αυτή είναι η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η ομοφοβία, ο αντισημιτισμός, ο ακραίος εθνικισμός. Όλα αυτά τα στοιχεία υπήρχαν, διάχυτα αλλά και ισχυρά, στην ελληνική κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια (μαζί, βέβαια, με την αλληλεγγύη, τη φιλοξενία, το δημοκρατικό πνεύμα – γιατί οι κοινωνίες δεν είναι «άσπρο-μαύρο», μέσα τους συνυπάρχουν αντιφατικές τάσεις και στάσεις). Η Χρυσή Αυγή αρδεύεται από τη δεξαμενή αυτή, αλλά ταυτόχρονα η ύπαρξή της συνιστά ποιοτική τομή. Και είναι λάθος να παραβλέψουμε τη βαρύτητα και τη σημασία αυτής της τομής που συνιστά η ύπαρξή της, να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Είναι μια άποψη που την έχω ακούσει και διαβάσει αρκετές φορές: η ελληνική κοινωνία πάντα είχε πολλή «μαυρίλα» μέσα της, απλώς τώρα, στη συγκυρία της κρίσης, που άλλαξαν πολλά (κατέρρευσε λ.χ. το πελατειακό σύστημα, διερράγησαν πολιτικοί δεσμοί χρόνων) πήρε τη σκυτάλη η Χρυσή Αυγή και η μαυρίλα φάνηκε περισσότερο.

Το λάθος έγκειται, πρωτίστως, στο ότι δεν υπάρχει ένα αδιατάρακτο ιστορικό και ιδεολογικό συνεχές. Σε κάποιες κρίσιμες στιγμές, ορισμένα ρεύματα γίνονται ηγεμονικά — και μετά δεν ξεμπερδεύεις εύκολα μαζί τους: κατεξοχήν παράδειγμα, οι αριστερές ιδέες στα χρόνια της Αντίστασης. Έτσι, οι ρατσιστικές ή ξενοφοβικές ιδέες προσλαμβάνουν εντελώς άλλη δυναμική όταν παύουν να είναι διάχυτες και αποκτούν συγκεκριμένο πολιτικό, ιδεολογικό, πρακτικό οργανωτή: μια νεοναζιστική-εγκληματική συμμορία με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και ευρεία απήχηση. Με λίγα λόγια, το 7% που ψήφισε τον Ιούνιο του 2013 Χρυσή Αυγή δεν είναι (όλοι) φασίστες, μπορεί όμως κάλλιστα να γίνουν. Αυτό, άλλωστε, είναι το στοίχημα, και για τη Χρυσή Αυγή και για τους αντιφασίστες: όχι μόνο αν οι τετρακόσιες χιλιάδες ψηφοφόροι γίνουν πεντακόσιες, εξακόσιες ή εννιακόσιες χιλιάδες, αλλά και αν αυτές οι χιλιάδες μετατραπούν σε ακροδεξιούς, Χρυσαυγίτες, φασίστες, νεοναζί (και δεν το εννοώ κυρίως οργανωτικά). Η Χρυσή Αυγή επιδιώκει, με κάθε τρόπο, να αποκτήσει δεσμούς μ’ αυτό τον κόσμο, κι εμείς, από την πλευρά μας, πρέπει, επίσης με κάθε τρόπο, να τους διαρρήξουμε.

3. Διατρέχοντας την παράδοση της ελληνικής Ακροδεξιάς, μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένα κοινά στοιχεία που τη διαπερνούν σε όλη τη διαδρομή της.

Πρώτον, η Ακροδεξιά είχε πάντα στενές, στενότατες σχέσεις με το κράτος, σε πολλαπλά επίπεδα: οργανωτικό, ιδεολογικό, οικονομικό, προσώπων. Δεν θα συναντήσουμε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αυτόνομη, αυτοτελή, ανεξάρτητη από το κράτος ακροδεξιά οργάνωση. Αντιθέτως, σε μερικές εποχές μάλιστα, όπως στο Εμφύλιο ή στη Χούντα, η Ακροδεξιά καταλαμβάνει το κράτος, κυριαρχεί σε αυτό. Η σύνδεση και η σχέση αυτή με το κράτος αποτελεί όχι μόνο χαρακτηριστικό της ελληνικής Ακροδεξιάς, αλλά συνιστά δεσμό από τον οποίο η δεύτερη τρέφεται και αντλεί ισχύ.

Δεύτερον, από τις μεσοπολεμικές επιδρομές των «τριεψιλιτών» εναντίον των Εβραίων στον συνοικισμό Κάμπελ της Θεσσαλονίκης μέχρι τη δολοφονία του Λαμπράκη, το τσεκούρι του Μάκη Βορίδη και τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, με διαφορετικές μορφές και τρόπους, η βία, και μάλιστα η δολοφονική βία, αποτελεί σταθερό γνώρισμα των οργανώσεων και των σχηματισμών της άκρας Δεξιάς. Στοιχείο βασικό, δομικό, με ρόλο συγκροτητικό για τη δράση, την εξωστρέφεια και τη στρατολόγηση νέων μελών στις οργανώσεις αυτές.

Τρίτον, στην ελληνική πάντα περίπτωση, ο ιδεολογικός κορμός της Ακροδεξιάς και της mainstream, ας το πούμε έτσι, Δεξιάς είναι κοινός. Με άλλα λόγια, καθώς η φιλελεύθερη Δεξιά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στον ελληνικό χώρο, το Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια αποτελεί διαχρονικά την κοινή ιδεολογική μήτρα Ακροδεξιάς και Δεξιάς. Ασφαλώς, στον λόγο της Ακροδεξιάς τα στοιχεία αυτά οξύνονται και προστίθενται και άλλα (όπως ο αντισημιτισμός), ωστόσο (με την εξαίρεση του αντισημιτισμού) πρόκειται κυρίως για ποσοτικές και όχι ποιοτικές διαφορές και προσμίξεις.

4. Η Χρυσή Αυγή εντάσσεται σε όλη αυτή τη μακρά και σκοτεινή παράδοση, ταυτόχρονα όμως, και πρωτίστως, αποτελεί φαινόμενο του σήμερα. Και σε αυτή, τη συγχρονική διάσταση, πρέπει να εστιάσουμε, πιστεύω την προσοχή μας – και για να την κατανοήσουμε και για να αντιμετωπίσουμε τη δυναμική επανεμφάνιση του νεοναζισμού. Θα δώσω ένα παράδειγμα, που μάλλον μας είναι πιο οικείο. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κληρονόμος της μεγάλης παράδοσης του αριστερού κινήματος. Ωστόσο, η ιστορία του ΣΕΚΕ και του ΕΑΜ, παρ’ ότι η μελέτη της είναι και αναγκαία και συναρπαστική, δεν μας βοηθάει να κατανοήσουμε τους λόγους της σημερινής του ανόδου και ισχύος. Αντίστοιχα λοιπόν, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή», το καθοριστικό δεν είναι να μελετήσουμε την 4η Αυγούστου ή την παρακρατική οργάνωση «Καρφίτσα». Το καθοριστικό είναι το σήμερα: η Χρυσή Αυγή εντάσσεται στην παράδοση που αναφέραμε παραπάνω, αποτελεί όμως νέο φαινόμενο – και ως τέτοιο πρέπει να το μελετήσουμε.

Είναι βέβαιο ότι ο καταλύτης για την εκλογική – και όχι μόνο – έκρηξη του νεοναζισμού στη χώρα μας είναι η κρίση και η συγκεκριμένη μνημονιακή διαχείρισή της. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιμείνω στο σημείο αυτό. Η Χρυσή Αυγή υπάρχει από τη δεκαετία του 1980, κι ωστόσο για τρεις δεκαετίες παρέμεινε καθηλωμένη σε ποσοστά σχεδόν μηδενικά. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την περιθωριακή αυτή θέση παρά τις άοκνες προσπάθειές της ούτε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί με κάθε τρόπο την έξαρση του εθνικισμού και την έντονη αλβανοφοβία. Τα κατάφερε μόνο με το ξέσπασμα της κρίσης.

Αν η διαπίστωση αυτή μοιάζει σχεδόν κοινός τόπος, μεγαλύτερη συζήτηση χρειάζεται το ποια ακριβώς είναι τα στοιχεία της συγκυρίας της κρίσης, στα οποία πάτησε η Χρυσή Αυγή. Κατά τη γνώμη μου, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τέσσερα.

α) Το πρώτο είναι ο φόβος, η ανασφάλεια, η συντριβή των βιοτικών προοπτικών, η απελπισία που γεννάει στους Έλληνες πολίτες η κρίση. Μια κατάσταση την οποία όχι μόνο δεν άμβλυνε η ακολουθούμενη μνημονιακή πολιτική, αλλά την όξυνε και τη βάθυνε σοβαρά, καθώς ενέτεινε τον φόβο, τον πόνο, την ανασφάλεια. Το περιβάλλον αυτό, και σε ψυχολογικό επίπεδο, όπως μας έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, αποτελεί κατάλληλο υπόστρωμα για την ανάπτυξη φασιστικών μορφωμάτων, για την αναζήτηση του ισχυρού σωτήρα-φύρερ-τιμωρού, την κατασκευή του αποδιοπομπαίου τράγου μετανάστη κ.λπ.

β) Το δεύτερο είναι ότι η συγκυβέρνηση Σαμαρά συνειδητά και συστηματικά καλλιέργησε την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τον φόβο για τον Άλλο και με λόγια (βλ. λ.χ. τις δηλώσεις Σαμαρά για «ανακατάληψη» του κέντρου των πόλεών μας από τους «λαθρομετανάστες»), αλλά και με έργα (Ξένιος Δίας, επιχείρηση Θέτις). Και το έκανε γιατί είναι ένα από τα λίγα πεδία στα οποία μπορεί πια να αποσπά συναινέσεις στην κοινωνία, αφού η δυνατότητα θετικών υποσχέσεων εκ μέρους της έχει εξανεμιστεί.

γ) Το τρίτο είναι η απαξίωση της κατεστημένης πολιτικής, αλλά και της πολιτικής γενικότερα, καθώς και η γενικευμένη αίσθηση ασυδοσίας των πολιτικών και των ισχυρών, τη στιγμή που πλατιές μάζες βιώνουν την αδικία. Όταν η λίστα Λαγκάρντ έμενε προκλητικά αναξιοποίητη και το ΣΔΟΕ επέβαλε πρόστιμο σε έναν φούρναρη στη Λάρισα επειδή στο φορτηγάκι του βρέθηκαν δύο τυρόπιτες χωρίς παραστατικά (δεν είναι σχήμα λόγου, το περιστατικό είναι πραγματικό), το αίσθημα αδικίας εμπεδώνεται και μετατρέπεται σε απογοήτευση, αγανάκτηση και οργή – μια οργή στην οποία πατάει η Χρυσή Αυγή, η οποία εμφανίζεται ως τιμωρός.

δ) Η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται ως αντισυστημική, τη στιγμή που είναι βαθύτατα συστημική. Δεν αναφέρομαι μόνο στη γνωστή στάση της και την ψήφο της στη Βουλή υπέρ των εφοπλιστών, υπέρ του ξεπουλήματος της Αγροτικής Τράπεζας κ.λπ., αλλά και σε κάτι πολύ βαθύτερο: τα όσα επικαλείται είναι βαθύτατα συστημικά. Όλος ο κώδικας αξιών, ο πολιτικός λόγος, τα συνθήματά της προβάλλουν, διογκώνοντας και οξύνοντας βέβαια, αξίες, στερεότυπα και ιδεολογήματα που διατρέχουν τον κυρίαρχο λόγο στην Ελλάδα, από τα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι σήμερα. Η Χρυσή Αυγή δεν λέει τίποτα το ριζοσπαστικό ή το καινοφανές –και φυσικά απολύτως τίποτα αντισυστημικό– όταν ωρύεται κατά των μεταναστών που αλώνουν και δηώνουν τη χώρα μας ή όταν διακηρύσσει ότι οι Έλληνες είναι ο περιούσιος και εκλεκτός λαός που έχει πέσει στα δίχτυα μιας διεθνούς συνωμοσίας των ξένων: ανακυκλώνει ιδεολογήματα και στερεότυπα εξαιρετικά οικεία και προσφιλή, σε πιο ήπια μορφή, σε ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, στον δημόσιο λόγο, καθώς και στα ΜΜΕ, ιδίως τα τηλεοπτικά, καθώς και στα social media.

Θα κλείσω με ένα γενικότερο ερώτημα. Ποια αξία έχει σήμερα, για τον πολιτικό αγώνα του σήμερα, η μελέτη της ιστορίας; Θα αναφερθώ, με συντομία, σε τρία σημεία – και τα παραδείγματα που θα δώσω δεν θα προέρχονται, αυτή τη φορά, από την ιστορία της Ακροδεξιάς, αλλά από τη δική μας ιστορία, του αριστερού κινήματος.

Το πρώτο είναι η γνωστή ρήση του Μίλαν Κούντερα: Ο αγώνας ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας ενάντια στη λήθη, ο αγώνας για τη διατήρηση και υπεράσπιση της μνήμης. Και αυτός είναι ο αγώνας της ιστορίας. Έχει μεγάλη σημασία, ζωτική σημασία, πολιτική και αξιακή σημασία να θυμόμαστε και να αναδεικνύουμε ότι δεν ήταν όλα ίδια και ομοιόμορφα, λ.χ. ότι στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξαν αυτοί που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή και αυτοί που αντιστάθηκαν, και μάλιστα οι δεύτεροι έδωσαν μάχη ανυπέρβλητη, με κόστος τη ζωή τους συχνά, για την ελευθερία, την εθνική απελευθέρωση, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια. Και έχει επιστημονική και πολιτική και ηθική αξία να το θυμόμαστε, ενάντια στις απόπειρες «αναθεώρησης» και σχετικοποίησης, ωραιοποίησης των ταγμάτων ασφαλείας λ.χ., που παρακολουθούμε όλα τα τελευταία χρόνια.

Το δεύτερο είναι ότι το παρελθόν μπορεί να μας εμπνεύσει, να μας εμψυχώσει, να νοηματοδοτήσει ηθικά και αξιακά τους σημερινούς αγώνες. Μελετώντας, για παράδειγμα, την εποποιία της Αντίστασης, τη θυσία χιλιάδων αριστερών στις φυλακές, στις εξορίες, στο εκτελεστικό απόσπασμα – στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου – είναι σίγουρο ότι μπορούμε να αντλήσουμε ηθικά πρότυπα, να εμπνευστούμε, να νιώσουμε κάτι από την ανάταση και την υπεροχή των ανθρώπων και των εποχών εκείνων. Η εναντίωση στην καταπίεση και την αδικία, η εξέγερση ενάντια στην τυραννία, η αντίσταση στον ναζισμό είναι υπέρτατο δικαίωμα και αξία που σημαδεύει τις ζωές μας, που πρέπει να διατηρήσουμε και να κληροδοτήσουμε στους επόμενους.

Το τρίτο είναι ότι η μελέτη του ιστορικού παρελθόντος μπορεί να μας προσφέρει εξαιρετικά χρήσιμες ιδέες και συμπεράσματα για τον πολιτικό αγώνα του παρόντος. Και, στο σημείο αυτό δεν εννοώ τις λεγόμενες «ιστορικές αναλογίες», που μπορεί να είναι ελκυστικές, είναι πολλές φορές εντυπωσιακές, αλλά είναι αμφίβολο πόσο χρήσιμες και γόνιμες είναι. Νομίζω, λ.χ., ότι η αναλογία και η σύγκριση της Ελλάδας του 21ου αιώνα με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης –για να αναφερθώ σε μια εξαιρετικά δημοφιλή και διαδεδομένη αναλογία– μας οδηγεί σε ένα κυνήγι «ομοιοτήτων» και «διαφορών» (και κυρίως των πρώτων), που απλουστεύει σύνθετες καταστάσεις χωρίς να μας βοηθάει, κατά τη γνώμη μου, να καταλάβουμε σε βάθος ούτε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ούτε τη σημερινή Ελλάδα.

Η μελέτη του ιστορικού παρελθόντος μπορεί να είναι γόνιμη, πιστεύω, αν είναι απαλλαγμένη από τέτοιες αναζητήσεις, αν γίνεται ολοκληρωμένα και σοβαρά, με τη μέριμνα να κατανοήσουμε τις πραγματικότητες του παρελθόντος στη συνθετότητα και την ιστορικότητά τους. Δεν χρειάζεται – αντιθέτως, πρέπει να αποφύγουμε με κάθε τρόπο, πιστεύω – να πούμε ότι όπως το 1941-1944 η Ελλάδα έζησε μια γερμανική Κατοχή και σήμερα ζούμε μια νέα Κατοχή, οικονομική και πολιτική αυτή τη φορά, ότι ένα νέο κίνημα αντίστασης γεννιέται κ.λπ. κ.λπ. Τέτοιες συγκρίσεις μόνο παραπλανητικές είναι.

Ωστόσο, η μελέτη της ιστορίας μπορεί να μας προσφέρει πολλά. Το αντιστασιακό φαινόμενο, το αντιφασιστικό κίνημα που διαπέρασε τη ευρωπαϊκή ήπειρο, υπήρξε ολοπαγές γεγονός που καθόρισε τις ιδεολογικές, πολιτικές, πολιτισμικές και κοινωνικές εξελίξεις, ενώ τα ίχνη του διάρκεσαν πολύ στο μέλλον, σφραγίζοντας τον 20ό αιώνα. Πρέπει λοιπόν να το μελετήσουμε στην ευρωπαϊκή αλλά και στην ελληνική του διάσταση. Να μελετήσουμε λ.χ. το πώς η Αριστερά καταφέρνει να κατακτήσει την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία στα χρόνια της Κατοχής μέσα από το κίνημα της Αντίστασης· αν μελετήσουμε πώς το κίνημα αυτό, που εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα, φέρνει τα πάνω κάτω στα μυαλά των ανθρώπων· αν μελετήσουμε πώς καταφέρνει να αποκτήσει γερές κοινωνικές ρίζες. Αν μελετήσουμε όλα αυτά, και πολλά άλλα, είναι σίγουρο ότι από τη σπουδή αυτή όχι μόνο θα μάθουμε για ένα πολιτικό φαινόμενο με εξαιρετική επιστημονική σημασία και ενδιαφέρον, αλλά και ότι σίγουρα θα γίνουμε κατά πολύ πολιτικά σοφότεροι, αντλώντας ιδέες και σκέψεις εξαιρετικά χρήσιμες για τον πολιτικό αγώνα που δίνουμε σήμερα.



πίσω στα περιεχόμενα: