τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: ,


Το ΕΑΜ και το «Εθνικό»


Το εύρος της εαμικής συμμαχίας

Το ΕΑΜ ήταν μια καθοριστική πολιτική τομή στη σύγχρονη ιστορία. Καθοριστική γιατί αποτέλεσε το πεδίο συγκρότησης μιας πρωτοφανούς, για τα δεδομένα της ιστορίας της χώρας, κοινωνικο-πολιτικής συμμαχίας των εργαζόμενων στρωμάτων του πληθυσμού, τέτοιας που έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί μια μεγαλειώδης Εθνική Αντίσταση, να ηττηθούν οι κατακτητές και να τεθεί de facto ακόμα και ζήτημα εργατικής εξουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Χωρίς μια εκτεταμένη κίνηση μαζών, που εκδηλώθηκε με πολλαπλές μορφές αντίστασης και εκτεταμένες πολιτικές συνθέσεις, ήταν αδύνατα τα κοινωνικά και πολιτικά αυτά αποτελέσματα, όσο και η διάρκειά τους, που γέννησαν η Κατοχή και η Αντίσταση.

Αν και δεν είναι εύκολος ο προσδιορισμός του αριθμητικού του εύρους, η συνολική δύναμη όσων μετείχαν στις εαμικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπερέβαινε, σύμφωνα και με τις υπάρχουσες ιστορικές εκτιμήσεις, τα 1.500.000 μέλη. Το ίδιο το ΚΚΕ απέδιδε στο ΕΑΜ, στις αρχές του 1944, μόνο στη Μακεδονία, πάνω από 450.000 οργανωμένα μέλη.[1] Σύμφωνα, μάλιστα, με την Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ που συγκλήθηκε στο Νεοχώρι Ευρυτανίας, την 1η Σεπτεμβρίου 1944, από τα μέλη αυτά, περίπου 700.000 ανήκαν στις νεανικές οργανώσεις ΕΠΟΝ και Αετόπουλα.[2]

Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν, τον Απρίλιο του 1944, όταν οργανώθηκαν σε όλη την Ελλάδα εκλογές για την ανάδειξη Εθνικού Συμβουλίου, στα πλαίσια της ΠΕΕΑ. Χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ο αριθμός των ψηφοφόρων, ήταν πιθανό στη διαδικασία να μετείχαν πολλοί περισσότεροι από τους 1.200.000 εκλογείς του 1936. Αν και τα μεγέθη αυτά εξηγούνται και από το γεγονός ότι δόθηκε δικαίωμα ψήφου και στους νέους από 18 ετών αλλά και στις γυναίκες- που δεν ψήφισαν στις εκλογές του 1936- εντούτοις, εκλογές υπό Κατοχή, και μάλιστα όχι σε όλη τη χώρα, με τέτοια επίπεδα συμμετοχής δικαιολογούν απόλυτα το πρωτοφανές στην κοινωνική απήχηση της εαμικής συμμαχίας.[3]

Άλλωστε, η απήχηση αυτή αποτυπώθηκε και στο κοινωνικό πλάτος των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Από τους 180 Εθνοσυμβούλους που εκλέχθηκαν, εργάτες ήταν μόνο κατά 12,8% και αγρότες στο ίδιο περίπου ποσοστό, ενώ το υπόλοιπο 75% ήταν μικροαστικής προέλευσης, αλλά και με ποσοστά της τάξης του 15% για επαγγελματίες και βιομήχανους. Το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελούνταν από δημοσίους υπαλλήλους, δικηγόρους και γιατρούς, δικαστές και εκπαιδευτικούς, αλλά και σε σημαντικό ποσοστό από στρατιωτικούς και κληρικούς.

Αλλά και εκεί που τα δεδομένα αυτά γίνονται ακόμα πιο σαφή, ήταν ως προς το ίδιο το ΚΚΕ, του οποίου η ανάπτυξη παρακολούθησε κατά πόδας όλη αυτή την ευρεία κοινωνική και πολιτική κινητικότητα. Τον Δεκέμβριο του 1942 τα μέλη του έχουν γίνει 15.000 από λίγες εκατοντάδες το 1940, ενώ το 1943 περίπου τετραπλασιάζονται. Τον Ιανουάριο του 1944, στη 10η Ολομέλειά του, το κόμμα διαπιστώνει ότι δεκαπλασίασε τα μέλη του, και όπως αναφέρει στην εισήγησή του ο Γ. Ζεύγος μετατρέπεται στο μεγαλύτερο πολιτικό οργανισμό στην ιστορία της χώρας.[4] Στα τέλη του 1944 αγγίζει πλέον τα 300.000 μέλη. Τέτοιου επιπέδου στελέχωση, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε μια ραγδαία μεταβολή στην κοινωνική σύνθεση των μελών του κόμματος, αφού, ενώ το 1942 το 70% των μελών του ήταν εργάτες, τουλάχιστον στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 1944 τα εργατικής προέλευσης μέλη είναι τα μισά του συνόλου, σύμφωνα με την εκτίμηση του ίδιου του Πολιτικού του Γραφείου.[5]

Με άλλα λόγια, μια διαρκής κίνηση κοινωνικών δυνάμεων συντελέστηκε επί ΕΑΜ, με κεντρομόλο δύναμη την εργατική τάξη της χώρας, μια διαδικασία που συνέθεσε τα συμφέροντα, αλλά και τις κοινωνικές πρακτικές ευρύτερων δυνάμεων, δημιουργώντας όρους μιας ευρείας ταξικής συμμαχίας. Ο απομονωμένος κοινωνικά χώρος των αγροτών, σε μια διαδικασία διαρκούς μετασχηματισμού των χαρακτηριστικών του, κατέστη, ελέω των λαϊκών εξουσιών στο βουνό, κοινωνική δύναμη, συγκροτώντας ένα πολιτικό μέτωπο με την εργατική τάξη που όρισε νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Μορφές που συνδύαζαν, μέσω κυρίως των λειτουργιών της κυβέρνησης του βουνού, δομές κοινοτικής οργάνωσης αγροτικού τύπου, στον συνδυασμό τους με το συμβουλιακό χαρακτήρα των πολιτικών μορφών που ιστορικά συγκρότησε η εργατική τάξη στις οργανώσεις της.[6] Μάλιστα, με άξονα τις δυνάμεις της διανοητικής εργασίας, καταργήθηκε de facto η διάκριση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εξασφαλίζοντας τη διάχυση του πολιτισμού της πόλης στους αγροτικούς πληθυσμούς της Ελεύθερης Ελλάδας, συνθέτοντας μαζί με τις πόλεις ένα νέο ευρύ πεδίο πολιτιστικής αναπαραγωγής.

Από την άποψη αυτή το ΕΑΜ συνιστούσε μια πραγματική ιστορική τομή που αναπαρήγε και αντανακλούσε την εργατική ηγεμονία στο εσωτερικό του, όπως αυτή προσδιοριζόταν από το είδος των πολιτικών αγώνων που έδινε (διαδηλώσεις, καταλήψεις παραγωγικών μονάδων, δολιοφθορές), αλλά και του τρόπου που συγκροτούσε τις πολιτικές του λειτουργίες (οι «λαϊκές εξουσίες του βουνού» ήταν, στην ουσία, μια, επί το ειδικότερο, αναπαραγωγή των δομών λειτουργίας των εργατικών οργανώσεων – λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνική συμμετοχή, άρση των ιεραρχήσεων, διαρκής λαϊκός έλεγχος, αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες, ανακλητότητα αντιπροσώπων κ.λπ. –). Ακόμη περισσότερο, οι ένοπλες οργανώσεις του ΕΑΜ, τόσο ο ΕΛΑΣ, όσο και η ΟΠΛΑ και η Εθνική Πολιτοφυλακή, ήταν ο καθεαυτό «ένοπλος λαός» του Μαρξ της Παρισινής Κομμούνας,[7] αναπαράγοντας αφεαυτού τις ιστορικές πρακτικές των ένοπλων μαζικών εργατικών αγώνων, χωρίς, εντούτοις, να αναπαράγονται και δομές στρατιωτικοποίησης αντίστοιχες ενός αστικού στρατού.[8]

Προφανώς, στη συγκρότηση του ΕΑΜ ακρογωνιαίος λίθος ήταν το γεγονός ότι κατόρθωσε μέσα από τα συσσίτια, την παροχή αστυνόμευσης στην ύπαιθρο, την προστασία της παραγωγής των αγροτών, την επιβολή τάξης στις συναλλαγές και τη δραστική αντιμετώπιση της μαύρης αγοράς, να εξασφαλίσει την πλαισίωση των μαζών. Όμως, στην εξέλιξη της αντιστασιακής προσπάθειας η ιδεολογική ηγεμονία αποτέλεσε τον καταλύτη εδραίωσης και επέκτασης της συμμαχίας αυτής μέσω του δημοκρατικού αιτήματος που έθεσε, του αντιφασιστικού λόγου που συγκρότησε, αλλά κυρίως της επιτυχίας του να κινηθεί με άνεση εκεί που σε όλη τη μεσοπολεμική περίοδο μειονεκτούσε: στο «εθνικό». Στο πεδίο αυτό κατόρθωσε, δυνάμει προσεκτικών επεξεργασιών, να συνθέσει με κάποια επάρκεια τον τρόπο που η εθνική ιδεολογία είχε διαμορφώσει συνειδησιακά τον μέσο άνθρωπο με πρωτόγνωρα γι’ αυτόν ταξικά στοιχεία πολιτικής, να τον απεμπλέξει από τη λογική μιας πλαστής εθνικής ενότητας, να καλλιεργήσει μέσω αυτής το αίτημα της διεθνούς αντιφασιστικής αλληλεγγύης και να περιθωριοποιήσει εντελώς στην κοινωνική συνείδηση τις παραδοσιακές εθνικιστικές εγκλήσεις.

 

Ηγεμονία και «εθνικό»

Για να πετύχει αυτό το ΕΑΜ υλοποίησε αποτελεσματικά αυτό για το οποίο επέμενε ο Λένιν αναφορικά με το «εθνικό»: να μην αντιμετωπίζεται γενικόλογα, αλλά σε αναφορά με το κάθε φορά ιστορικά συγκεκριμένο, με διαφορετικό, δηλαδή, τρόπο δοθείσης της συγκυρίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του.[9] Διαφορετικά να αντιμετωπίζεται ο εθνικισμός του μικρού κράτους που καταδυναστεύεται, με άλλη λογική αυτός του συντηρητικού εθνικισμού που οδηγεί στην περιχαράκωση και τον αποκλεισμό οτιδήποτε «ξένου», με άλλο τρόπο ό,τι αφορούσε μια διαδικασία εθνογένεσης, με διαφοροποιημένο σχήμα όσοι στοιχίζονταν πίσω της, με άλλη αντίληψη όταν αυτός ο εθνικισμός συνδυαζόταν με μια ανάγκη ενοποίησης σε μέτωπα αντίστασης έναντι μιας ιμπεριαλιστικής επίθεσης.

Με την έννοια ακριβώς αυτή, και δεδομένου ότι στο ΕΑΜ υπήρχε σαφής συνείδηση ότι ο ιμπεριαλισμός των διαφορετικών διεθνών επιπέδων συσσώρευσης δεν θα καταργούσε το εθνικό κράτος αλλά θα το προϋπέθετε, δεν επιχείρησε να εθελοτυφλήσει, διαγράφοντας τις εμπειρίες των μαζών από τις χρόνιες εθνικιστικές εντάσεις στην περιοχή. Αντίθετα τις αξιοποίησε για να αναδείξει το πώς οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε ενεργούμενα εμπλεκόμενοι σε εθνικές «θυσίες», κατασκευάζεται η συλλογική τους μνήμη και συνείδηση και ως εκ τούτου αντιμετώπισε τα φαινόμενα αυτά στην υπαρκτή τους διάσταση και, θέτοντας, ταυτόχρονα, θέμα ενοποίησης των αντι-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων-και επομένως και ζήτημα εξουσίας-, παρήγαγε ένα λόγο που καταργούσε από τον πατριωτισμό μόνο ό,τι παρεμπόδιζε τα αντικαπιταλιστικά μέτωπα: την ψευδεπίγραφη ενοποίηση των τάξεων προς όφελος του «εθνικού σκοπού».

Υπό την έννοια αυτή το ΕΑΜ δεν έσπευσε εκ προοιμίου να αρνηθεί ότι αντλούσε δεδομένη πολιτική και ταξική νομιμοποίηση ο εθνικισμός μικρών κρατών που καταπιέζονται και αναπτύσσουν μια αιτηματολογία περί εθνικής αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας, διατυμπανίζοντας τους αντιφασιστικούς αγώνες και τα αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα, ακόμα και με πρόσημα εθνικής αναφοράς. Για αυτό στο θεωρητικό υπόστρωμα των αναλύσεων του ΕΑΜ για το «εθνικό», τονιζόταν ως υπόδειγμα η περίοδος του εθνικισμού της εποχής των εθνογενέσεων – του στόχου, δηλαδή, της «εθνικής απελευθέρωσης» ( Risorgimento και G. Mazzini, κίνημα ανεξαρτησίας του S. Bolivar κ.λπ.). Κυρίως, όμως, ως πρότυπο εμφανιζόταν η ελληνική επανάσταση του 1821, που για τη λογική του ΕΑΜ αποτελούσε το απαύγασμα του ιστορικού δικαιώματος του πολιτιστικού και εθνολογικού αυτοπροσδιορισμού.

Αυτού του τύπου ο αριστερός «εθνικισμός», ταυτόχρονα επιχειρούσε να αυτο-οριοθετηθεί από τον αστικό εθνικισμό, την καταδίκη του οποίου προϋπέθετε. Γιατί ήταν, όπως διατυμπάνιζε το ΕΑΜ, η καταπίεση που ασκούσε ο επιθετικός εθνικισμός των εδραιωμένων εθνικών κρατών, στα πλαίσια των διαδικασιών αξιοποίησης του διεθνούς κεφαλαίου στο εσωτερικό του αστικού καταμερισμού εργασίας, αυτό που δημιουργούσε τον εσωστρεφή εθνικιστικό απομονωτισμό και καλλιεργούσε τη φασιστική ιδεολογία και υποδαύλιζε τους πολέμους.

Ήταν μια λογική ευθέως συνδεδεμένη με τη αντίληψη του Λένιν περί ιμπεριαλισμού ως συνάρθρωση κρατών στο πλαίσιο της ανισομερούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, με την ύπαρξη εθνικών αστικών τάξεων εγγενών στο σύστημα αυτό, στα πλαίσια κατανομών σε επίπεδο διαφορετικών επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας και ποσοστών του κέρδους.[10] Στα πλαίσια αυτά αναπτύσσονται πολύμορφες διαδικασίες διεθνούς καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε μια διαδικασία διαβαθμίσεων ανάλογα με την ισχύ των περιφερειακών και τοπικών αστικών τάξεων, πραγματικότητα που ήταν – και είναι – στενά και μόνιμα συνδεδεμένο με την παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Αυτές οι διαδικασίες δεν ήταν προφανώς της μορφής μιας μονογραμμικής δισυπόστατης σχέσης εξάρτησης με ένα παγκόσμιο κέντρο εξουσίας που θα επέτρεπε, σύμφωνα με μια εκδοχή της παγκόσμιας αριστερής στρατηγικής, αυτονόητα τη διαμόρφωση ενός μετώπου των φτωχών χωρών ενάντια στο καπιταλιστικό υπερ-κέντρο, ένα παγκόσμιο στρατόπεδο εργαζομένων, στη συγκρότηση του οποίου αντίπαλο δέος ήταν ο εθνικισμός κάθε είδους.[11]

Αντιθέτως, αυτό που προσπαθούσε να καταστήσει ο Λένιν σαφές και αφομοίωσε το ΕΑΜ έναντι των απόψεων του Ν. Μπουχάριν[12] και της Ρόζας Λούξεμπουργκ,[13] ήταν ότι η λογική περί παγκοσμιοποίησης και παγκόσμιας αστικής τάξης, όπου ο καπιταλισμός διαμορφώνεται ως ενιαία παγκόσμια οικονομική δομή και το εθνικό κράτος παίζει βαθμηδόν ολωσδιόλου περιθωριακό ρόλο, δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές κινήσεις του διεθνούς κεφαλαίου. Αποστασιοποιούνταν, δηλαδή, από τις αντιλήψεις με βάση τις οποίες ο τόπος λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι το εθνικό κράτος, όπου η συνοχή που το «εθνικό» του εξασφαλίζει, του επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία των καπιταλιστικών δομών (ως σύμπραξη πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών παραγόντων).

Με άλλα λόγια, η ουσία του θεωρητικού προβλήματος ήταν αυτό που αντανακλούσε μια δομική διαφοροποίηση ανάμεσα στον Λένιν και σε εκείνους που ανέπτυσσαν κατά τον ίδιο έναν «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»: την αντίληψη δηλαδή ότι για να λειτουργήσουν οι καπιταλιστικές δομές δεν είναι απαραίτητη η ταξική πάλη και οι αντανακλάσεις της στο «εθνικό»,[14] οι επικαθοριστικοί παράγοντες κατά τον Αλτουσέρ,[15] ούτε, βέβαια, η παραγωγή της λογικής ενός ενιαίου καπιταλιστικού συμφέροντος, η ομογενοποίηση, δηλαδή, που συνίσταται όπως έλεγε ο Ν. Πουλαντζάς στην παραγωγή μιας εθνικής παράδοσης και ενός εδάφους υλοποιημένη στο κράτος, διαδικασία στην οποία η ιστορία του κοινωνικού σχηματισμού παίζει καθοριστικό ρόλο.[16]

Πρόκειται για την αντίθεση σε μια αντίληψη, υπαρκτή στο πλαίσιο του διεθνούς σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αν και με πολλαπλές παραλλαγές, όπου κράτος, έθνος και κεφάλαιο υποτίθεται ότι βαθμιαία αποχωρίζονται, όπου δεν υπάρχει ο κοινωνικός σχηματισμός ως συνάρθρωση τρόπων παραγωγής, κεφαλαίων, ιστορίας και ταξικής πάλης, όπου εκλείπει ο ανταγωνισμός επιμέρους εθνικών κεφαλαίων στη διεθνή αγορά. Οι αντιλήψεις αυτές, που εξοβελίζουν πλήρως την αναγκαιότητα να αρθρωθεί η πολιτική της εργατικής τάξης και σε αναφορά με τις συνθήκες και τους συσχετισμούς που έχει γεννήσει το «εθνικό», μπορεί να συνοψιστούν στη λογική ότι η σοσιαλιστική επανάσταση τείνει νομοτελειακά προς την εγκαθίδρυση ενός πολυεθνικού παγκόσμιου καθεστώτος, πορεία που δεν μπορεί να συνυπάρξει με τη λογική της εθνικής αυτοδιάθεσης ούτε ως ενδιάμεσης συνθήκης και που θεωρεί τα εθνικά κράτη ως μορφή «καθυστέρησης» στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλισμού και τα πολεμά ως αντιστρατευόμενα την ιστορική εξέλιξη.

Όμως, σε αντιπαράθεση με τη λογική αυτή, αυτό στο οποίο επιχείρησε να δώσει έμφαση το ΕΑΜ της Κατοχής ήταν να αποκηρυχθεί η έννοια του έθνους όχι ως παράγοντας ιστορικής «καθυστέρησης» αλλά ως μηχανισμός εγγεγραμμένος μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας, ως αναγκαίο στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλισμού που τον γεννά, ως μια φανταστική κοινότητα-συλλογικότητα που επιχειρεί να συγκαλύψει τις σχέσεις κοινωνικής ανισότητας, να στηριχθεί σε πλαστές ενότητες λόγω «αίματος» και φυλής και να κατασκευάσει «εθνικούς στόχους». Αυτή την υπαρκτή παραμόρφωση του ταξικού αγώνα επιχείρησε να συρρικνώσει το ΕΑΜ, χωρίς, όμως, να εγκαταλείψει πλήρως το πεδίο των πατριωτικών εγκλήσεων, χωρίς, δηλαδή, να αρνηθεί το γεγονός μιας παρατεταμένης ιστορικής διαμόρφωσης των ανθρώπων στη βάση του «ανήκειν» σε ένα έθνος, που υποδαυλίστηκε από τις αντιθέσεις που προέκυψαν στα πλαίσια των επιδιώξεων των αστικών τάξεων της περιοχής, συγκροτώντας μια συλλογική κοινωνική εμπειρία βίας, βαναυσότητας, μίσους και πολέμων.

Η πραγματικότητα των αντιθέσεων αυτών προκάλεσε μια γενικευμένη κοινωνική ανασφάλεια και φοβία, ιδίως στις περιοχές δράσης πάσης φύσεως κομιτατζήδων και «πατριωτών». Αυτή ακριβώς η φοβία με τη σειρά της υποδαύλισε και το φαινόμενο των δεσμών πατριωτισμού, αφού έτσι επιχειρήθηκε να αποκατασταθεί το αίσθημα ασφάλειας που κατέστρεφε η ιμπεριαλιστική εξάπλωση, γεννώντας μια ιδιότυπη υπερταξική αλληλεγγύη σε ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού. Ήταν, παράλληλα, το αίσθημα κοινότητας που επέτρεπε η ιστορία μιας κοινής πολιτιστικής αναφοράς και η αναπαραγωγή των δομών λειτουργίας των μικρών κοινωνιών σε εθνικό επίπεδο εκείνα που γέννησαν τη νομιμοφροσύνη προς το κράτος ως αφοσίωση στο έθνος και καλλιέργησαν το φαινόμενο μιας πανταχού παρούσας οικογενειοκρατίας (στους κρατικούς μηχανισμούς, στα συνδικάτα στις εργοδοτικές οργανώσεις), το οποίο πήρε, με την παρέμβαση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, τη μορφή του «δεσμού αίματος», αποτελώντας τον άξονα του εθνικιστικού λόγου.

Το να αρνηθεί κανείς αυτές τις ορίζουσες ως ενδιάμεσους συντελεστές της ταξικής πάλης μπορούσε να προκαλέσει πολιτική καταστροφή όταν τα ταξικά μέτωπα αναπτύσσονταν σε περιοχές με βεβαρημένο παρελθόν σε εθνικισμούς, όπως στη Μακεδονία, όπου το ΕΑΜ είχε αναπτύξει το 1/3 της κοινωνικής του απήχησης. Άλλωστε, σε όλες τις περιπτώσεις όπου το «εθνικό» διαγράφηκε πλήρως ως πεδίο συμβιβασμού στο εσωτερικό του ταξικού αγώνα, τα κινήματα έχασαν την υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων και ηττήθηκαν, όπως έδειξαν και μεταγενέστερα ιστορικά φαινόμενα (το ΜIR στη Χιλή, ο Α. Σαντούτσο στην Αργεντινή, ο Λαμάρκα και ο Μαριγκέλα στη Βραζιλία, και από μια άποψη και ο ίδιος ο Τσε στη Βολιβία). Όσα πέτυχαν, το έκαναν επειδή χειρίστηκαν το «εθνικό» με τρόπο που σταδιακά το απορροφούσε, πολλές φορές ανεπαρκώς, μέσα στην αντικαπιταλιστική στρατηγική (οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα, το Φαραμπούντο Μαρτί στο Σαλβαδορ, ακόμα και οι Ζαπατίστας στην Τσιάπας κ.λπ.).

Αυτή ακριβώς η προσοχή στον παράγοντα αυτό επέτρεψε το φαινόμενο του ΕΑΜ, όταν το ΚΚΕ επιχείρησε την οργάνωση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης και της κατάληψης σημαντικών θέσεων (στον πόλεμο θέσεων του Γκράμσι) στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα. Γιατί ένας τυφλός διεθνισμός απέκλειε πλήρως τις κοινωνικές συμμαχίες και εθελοτυφλούσε στις αντιθέσεις που προσελάμβαναν ιδιαίτερη ένταση ειδικά όταν ετίθετο έστω και έμμεσα θέμα εξουσίας, όπως κατά την Απελευθέρωση. Αντίθετα, το εγχείρημα να ισοπεδωθεί άπαξ και μέσω διατάγματος το υπάρχων αίσθημα «ταυτότητας» που γέννησε η ιστορία των εθνικισμών στην Ελλάδα υπό την μακραίωνη καθοδήγηση της κυρίαρχης ιδεολογίας, το να αρνηθεί κανείς κύριους μηχανισμούς κοινωνικής λειτουργίας, όπως το ρόλο της ομάδας και της συνοχής της στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση, τον ψυχολογικό αντίκτυπο που είχαν δημιουργήσει οι εθνικιστικές προστριβές και τα εγκλήματά τους, όλα αυτά θα συρρίκνωναν αποφασιστικά τη δυνατότητα ενοποίησης της εργατικής τάξης σε μια στιγμή όπου μόνο ένας σύμπας λαός θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί με το συγκρότημα εξουσίας των κατακτητών.

Πολύ περισσότερο μια τέτοια αντίληψη δυσκόλευε την προσπάθεια να απεμπλέξει κανείς αριστερές δυνάμεις από τη λογική της μονοδιάστατης διεκδίκησης του «ταξικού συμφέροντος» που οδηγούσε σε περιχαρακώσεις και απομονωτισμό, να καλλιεργήσει δεσμούς κοινωνικής και πολιτικής αλληλεγγύης, να καταπολεμήσει την κοινωνική φοβία και τους εκ προοιμίου αποκλεισμούς και να παραγάγει όρους βαθμιαίας πολιτικής διαπαιδαγώγησης των μαζών, εξασφαλίζοντας ιδεολογική ηγεμονία. Γιατί οι επιβιώσεις του παρελθόντος ήταν εξαιρετικά ισχυρές και ο συνειδησιακός μετασχηματισμός των μαζών απαιτούσε μια επίπονη, μακροχρόνια και ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, που απειλούνταν πάντα από απότομες και έντονες ανατροπές. Ωστόσο, η γειωμένη πολιτική πάλη είναι μονόδρομος και απαιτούσε να υπερκεραστούν οι συσσωρευμένες αντιφάσεις που αντανακλούν διαλυτικά στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, προκειμένου να υποκινηθεί μια διαδικασία ώστε οι λαϊκές μάζες (προλετάριοι, αγρότες, μικροαστοί) να συνενωθούν σε μια απόλυτα μοναδική ιστορική κατάσταση, όπου αντιθετικά ρεύματα, εντελώς ανομοιογενή ταξικά συμφέροντα, αντιφατικές πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις να συγχωνευτούν, όπως έλεγε ο Λένιν, με τον πλέον επαρκή τρόπο, ώστε να ανατρέψουν το αντίπαλο ταξικό καθεστώς.[17]

 

Ο εαμικός πατριωτισμός

Αυτή ακριβώς η επίγνωση αποτέλεσε και το πλεονέκτημα του ΕΑΜ στη συγκρότηση της συμμαχίας του. Γιατί το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν αρνήθηκε ότι το εθνικό συν-προσδιόριζε όλες τις πολιτικές διαδικασίες, όπως έγραφε στον πρόλογό του το φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στα μέσα του 1943 από το ΚΚΕ για το εθνικό ζήτημα, ότι ήταν αυτό που στάθηκε το «πιο φοβερό και αγωνιώδες πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας». «Αν ο λαός έχει αποφασίσει να θυσιαστεί στον φοβερό αντικατοχικό αγώνα ήταν απαραίτητο να διαφωτιστεί πλήρως για το εθνικό πρόβλημα, αν ήθελε να μην δώσει τελικά έδαφος εκμετάλλευσης στους πολεμοκάπηλους, που θα διασπούσαν τον αγώνα αυτό».[18]

Σε αυτή τη βάση ήταν απολύτως θεμιτή για το ΕΑΜ η νομιμότητα του συνθήματος της εθνικής αυτοδιάθεσης.[19] Από την εποχή του Ρήγα, όπως πληροφορούσε ο Ριζοσπάστης τους αναγνώστες του, το εργαζόμενο έθνος «ποθεί να ενωθεί, να ολοκληρώσει την εθνική του αποκατάσταση σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών». Αυτή ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για να τεθεί και το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο είχαν υποσκελίσει οι συνθήκες της ξένης εισβολής.[20] Αλλά μαζί με την εθνική αυτοδιάθεση, όφειλε κανείς να διαχωριστεί από τον τυπικό πεφωτισμένο εθνικισμό[21] και να αναδείξει την ταξική αναφορά, όπως συνοψίζονταν στο παράλληλο αίτημα της ταυτόχρονης επίλυσης και των άλλων «δημοκρατικών προβλημάτων», «μαζί με την εθνική σκλαβιά να γκρεμιστεί και η εσωτερική, την πολιτική τυραννία, να γλυτώσει ο λαός από τη φτώχεια, την αμορφωσιά, τις αρρώστιες». [22]

Σύμφωνα με τις διακηρύξεις του ΚΚΕ του 1944 το κόμμα αγωνιζόταν για την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας, για το σεβασμό των εθνικών δικαίων του λαού, μισούσε και καταπολεμούσε κάθε είδος ξενοδουλείας και ραγιαδισμού και ήταν περήφανο για ό,τι «λαμπρό και υψηλό μας κληροδότησαν οι πρόγονοι μας». Γι’ αυτό καλλιεργούσε και στον τελευταίο Έλληνα «το αίσθημα της εθνικής αξιοπρέπειας και περηφάνιας γιατί μόνο λαός ανεξάρτητος δημιουργεί πραγματικό εθνικό πολιτισμό».[23]

Όμως, την ίδια στιγμή υπήρχε συνείδηση του γεγονότος ότι έπρεπε να αποφευχθεί η σιωπηλή διολίσθηση στον εθνικισμό των «εθνικών διεκδικήσεων». Γι’ αυτό ήταν απαραίτητο να στοιχειοθετηθεί μια καλά επεξεργασμένη εκδοχή πατριωτισμού, διάφορη του παραδοσιακού εθνικισμού, ώστε να προσελκύσει σε αυτήν μέρος των συμμάχων του ΚΚΕ στο ΕΑΜ, όπως ο πρόεδρος της ΠΕΕΑ Αλ. Σβώλος, που ερωτοτροπούσε με πολλούς άλλους εαμικούς με τις παραδοσιακές εθνικιστικές εγκλήσεις.[24] Έτσι, για το ΚΚΕ, ο πόθος της εθνικής αποκατάστασης γινόταν ένας «πόθος προοδευτικός, δημοκρατικός … που γυρεύει να τον εκμεταλλευτεί η μοναρχία και η πλουτοκρατική ολιγαρχία», αφού οι αστοί πάντα «παράσταιναν το μεγαλοϊδεάτη, τον υπερεθνικιστή και το ζητωπόλεμο, για να ξεγελούν και να σέρνουν μαζί τους τον υπάκουο, καλόβουλο, λαό που πάντα πρόδιναν».

Η ίδια η επανάσταση του 1821 για την αντίληψη του ΚΚΕ δεν ολοκλήρωσε ποτέ τους στόχους της γιατί ο ελληνικός λαός δεν είχε αρχηγό και καθοδηγητή, παρά μια αστική τάξη «ανίκανη να εκπληρώσει τον ιστορικό της προορισμό».[25] Αυτή και την περίοδο της Κατοχής, προσπαθούσε να εκφυλίσει την Αντίσταση σε μια απλή συμβολή στη νίκη των Βρετανών και των συμμάχων τους.[26] Με τον ίδιο τρόπο διαφήμισε στιγμές της ελληνικής ιστορίας, όπως ο «εικονικός πόλεμος του 1897», η εκστρατεία της Ουκρανίας στα 1919, η συμφορά του 1922, η προδοσία του ελληνο-αλβανικού μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, που ήταν απαράδεκτες. Ένας συνεπής πατριώτης όφειλε να αποστασιοποιηθεί ρητά και σαφώς από αυτές.[27]

Εκεί που αναδείχθηκαν πιο χαρακτηριστικά τα επιχειρήματα αυτά ήταν στα Αναγνωστικά των σχολείων της Ελεύθερης Ελλάδας, που συντάχθηκαν στο Βουνό. Τα βιβλία, που απευθύνθηκαν στους μικρούς μαθητές, αλλά μέσω αυτών και σε ένα πολύ ευρύτερο ηλικιακά αναγνωστικό κοινό, ομογενοποίησαν την ιστορία της χώρας από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι της εποχή της Αντίστασης κατά του φασισμού με άξονα την έννοια της αντίστασης. Ήταν αυτό που αποτυπώθηκε στο στίχο του ύμνου του ΕΛΑΣ: «χίλια ονόματα μια χάρη, ακρίτας είτε αρματολός, αντάρτης, κλέφτης παλικάρι πάντα είναι ο ίδιος ο λαός».

Γι’ αυτό το λόγο απουσίαζε από αυτά εντελώς η περίοδος του αστικού εθνικισμού, η ενδιάμεση δηλαδή από την εποχή της εθνικής ανεξαρτησίας μέχρι και την Αντίσταση του 1941-44. Στην θεματολογία τους δεν υπάρχει καν ο Μεσοπόλεμος, ούτε η ιστορία της Ελλάδας του 19ου αιώνα. Από τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη γινόταν απευθείας άλμα στα χωνιά της Αντίστασης και στα μπλόκα της Καισαριανής. Υπό την έννοια αυτή, καταστρατηγούνταν, τρόπον τινά, και η αντίληψη της εθνικής «συνέχειας», αφού αυτή διακοπτόταν με βάση τη λογική του ΕΑΜ, ιδίως την περίοδο του Μεσοπολέμου. Βεβαίως οι αδυναμίες διαχείρισης του μοντέλου αυτού είναι εμφανείς: σε πολλές περιπτώσεις εμφιλοχωρεί το στοιχείο της «συνέχειας», εστιασμένο συνήθως στον θρησκευτικό παράγοντα[28] και τη «λαϊκή ζωή», που επιβεβαίωνε την ύπαρξη μιας εθνικής ψυχής από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.[29]

Εντούτοις, ο λόγος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν απέστη ποτέ της διαρκούς απαίτησης να αναδείξει την βαθύτερη βάση όλων των εθνικισμών και της ιστορικότητάς τους. Με προπαγανδιστικά φυλλάδια, δοθείσης ευκαιρίας, διευκρίνιζαν ότι ο εθνικισμός ήταν ιστορικό προϊόν, ένα ζήτημα που συνδεόταν με το καπιταλιστικό συμφέρον. Όσο δε ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν, τόσο μεγάλωνε και η ανάγκη του για κατακτήσεις, και γι’ αυτό πολεμούσε ανηλεώς την αυτοδιάθεση των λαών. Η «πλουτοκρατία» για το ΚΚΕ, ανεπαρκής να ολοκληρώσει το αίτημα αυτοδιάθεσης, απλά εκμεταλλευόταν ένα αίσθημα αυτοκαθορισμού και το μετέτρεπε σε προωθητή των συμφερόντων της, πείθοντας τους λαούς ότι είναι «οι πιο διαλεκτοί του κόσμου, ότι οι άλλοι λαοί είναι κατώτεροι, καλλιεργεί τα μίση και έτσι παρουσιάζει και τον πιο κατακτητικό πόλεμο σαν πόλεμο εθνικό…όπως κάνει και ο φασισμός».[30]

Επομένως, η Αντίσταση χρειαζόταν να πολεμήσει και τον αστικό εθνικισμό. Ο κατακτητής και οι συνεργάτες του τον χρησιμοποιούσαν κατά των αντιστασιακών δυνάμεων της χώρας για να προκαλέσουν σύγχυση στο εσωτερικό τους, επανερχόμενοι στον παλιό μεγαλο-ιδεατισμό, καταδικάζοντας το ΚΚΕ για βουλγαροφιλία, αναρχική νοοτροπία, φιλοσλαβισμό, κυκλοφορώντας χάρτες και προγράμματα που διεκδικούσαν τη μισή Βαλκανική, κ.λπ.[31] Προφανής σκοπός ήταν να συρρικνώσουν την πολιτική απήχηση του ΕΑΜ και να θέσουν ανυπέρβλητα εμπόδια στη γραμμή της εθνικής ενότητας που αυτό προωθούσε.[32]

Το ίδιο το ΚΚΕ δεν φείδονταν να διαβεβαιώνει ότι πρόβλημα εθνικό «υπάρχει και παρα-υπάρχει στην Ελλάδα». Η λύση του, όμως, συνδεόταν πρωτίστως με την απαίτηση να διωχθούν οι κατακτητές και μετά να διεκδικήσει μια βελτίωση στη διαρρύθμιση των συνόρων – που ήταν για την Ελλάδα μειονεκτική – στο συνέδριο Ειρήνης, χωρίς, εντούτοις, να δημιουργηθούν ζητήματα κατακτήσεων και πολέμου, αλλά μέσω της συνεννόησης με τους γείτονες να επιχειρηθούν λύσεις στα πλαίσια της λογικής. Αναγκαία προϋπόθεση, όμως, αυτών των διεκδικήσεων θα ήταν να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία της χώρας έναντι του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ώστε αυτή να αποτινάξει κάθε μορφής εξάρτηση. Τότε θα γινόταν και απολύτως εφικτός ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ξένων πληθυσμών που βρίσκονταν στη χώρα (Αρβανίτες, Σλάβοι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι) και θα εξασφαλιζόταν η πλήρης ισοτιμία τους.[33]

Ειδικά στο πολύ σύνθετο ζήτημα της σλαβομακεδονικής μειονότητας και της βουλγαρικής επεκτατικής νοοτροπίας που επηρέαζαν και τα ίδια τα ΚΚ των γειτονικών χωρών, το ΕΑΜ πολέμησε την βουλγαρική κατοχή στη Μακεδονία και, πέρα από τα συλλαλητήρια που διοργάνωνε, ο ΕΛΑΣ κτυπούσε ανηλεώς το βουλγαρικό στρατό.[34] Επιπλέον, το ΚΚΕ στα μέσα του 1943 δεν δίστασε να απορρίψει την προτεινόμενη αντιστασιακή συνεργασία από τη γιουγκοσλαβική πλευρά που θα ήγειρε αιτιάσεις πρόσδεσης στον σερβικό εθνικισμό, αφού ήταν και αυτός υπαρκτός ακόμα και στις τάξεις των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων,[35] ενώ και ο ΕΛΑΣ δεν δίστασε να στραφεί ένοπλα, ακόμα και κατά των δικών του σλαβομακεδονικών μονάδων, που επεδείκνυαν αυτονομιστικές πρακτικές.[36]

Ήταν προφανές ότι το ΚΚΕ βρισκόταν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση να διαχειριστεί, εκτός των άλλων, τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς των κομμουνιστικών κομμάτων των δύο γειτονικών χωρών, δεδομένου ότι είχε αποκλειστεί από τις συνεννοήσεις που επιχειρούσαν και μάλιστα επικαλούμενοι τις αρχές του σοσιαλιστικού διεθνισμού για να προωθήσουν τις θέσεις τους. Τη δεύτερη εβδομάδα του Οκτωβρίου του 1944 το ΠΓ του ΚΚΕ πληροφορήθηκε ότι στο χωριό Σέρβια στην Κοζάνη έγινε συνεδρίαση Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων κομμουνιστών για τη μεσοπρόθεσμη διευθέτηση του εθνολογικού καθεστώτος της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, για την οποία η ελληνική πλευρά ειδοποιήθηκε πολύ καθυστερημένα και μόνο από την Περιφερειακή Επιτροπή Σερρών του κόμματος. Ένας Έλληνας αντιπρόσωπος που στάλθηκε προς το τέλος της διάσκεψης για να πληροφορηθεί τι συζητήθηκε, και όταν ανέπτυξε τις θέσεις του κόμματος, κατηγορήθηκε από τους γείτονες για καιροσκοπισμό, εθνικισμό και πολιτικό τυχοδιωκτισμό.[37]

 

Η μεταπολεμική εμπλοκή της Αριστεράς στο εθνικιστικό κλίμα

Τα ζητήματα αυτά επανατέθηκαν με ιδιαίτερη ένταση μεταπολεμικά τόσο εν σχέσει με διεκδικήσεις από την πλευρά των γειτόνων, με προεξάρχουσα την πίεση του Τίτο, όσο και αναφορικά με την προσχηματική υστερία της ελληνικής Δεξιάς, που διεκδικούσε σε ανταπόδοση συμμαχικών υπηρεσιών ακόμα και τη Λιβύη ή της «ευθυγράμμιση» των βορείων συνόρων (με ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου). Για τους τότε ιθύνοντες του ΚΚΕ, και ιδίως τον Ν. Ζαχαριάδη, έπρεπε να αποφευχθεί πάσει θυσία η απομόνωση του κόμματος που περικλειόταν στην επιχειρηματολογία των αστικών κομμάτων περί των «εθνικών δικαίων».[38] Πολύ δε περισσότερο όταν η απειλή αυτή αφορούσε τον ίδιο τον άξονα πάνω στον οποίο στηρίχθηκε το ΕΑΜ, δηλαδή τον πατριωτικό του προσανατολισμό. Γιατί, εκτός των άλλων, είχαν ήδη από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης σε όλες τις βαλκανικές χώρες ανακύψει συνοριακά επεισόδια, (ιδίως διεισδύσεις μονάδων του γιουγκοσλαβικού στρατού σε ελληνικό έδαφος), διαψεύδοντας το επιχείρημα του ΕΑΜ ότι η απελευθέρωση των Βαλκανίων από το φασισμό θα επέλυε ταυτόχρονα και τα συνοριακά προβλήματα, στα πλαίσια ενός πνεύματος καλής γειτονίας μεταξύ των αντιφασιστικών δυνάμεων της περιοχής.[39]

Σε αυτό το επίπεδο, και προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αναβαπτιστεί το πλέγμα των εθνικιστικών ζευγμάτων του τύπου «εθνικές» και «αντεθνικές» δυνάμεις, κομμουνιστές και εθνικόφρονες, ο Ζαχαριάδης επέλεξε να κινηθεί στα όρια της επιχειρηματολογίας των αντιπάλων του, να καταδείξει την αναξιοπιστία τους και να αποδείξει με αδιάψευστο τρόπο την προσήλωσή του κόμματος στα εθνικά ιδεώδη.[40] Γι’ αυτό και επί της ουσίας, το ΚΚΕ, σύμφωνα με τον Ζαχαριάδη, αποδεχόταν όλους τους εθνικούς στόχους που επέβαλλε η λογική, η «καλώς εννοούμενη αντίληψη περί πατριωτισμού», αλλά και οι διεθνείς ανάγκες της χώρας. Διακήρυσσε δε ότι επιδίωκε να διασφαλίσει όρους συνεργασίας των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, πέρα από τα διαιρετικά σύνδρομα του εθνικισμού, ώστε να επιτευχθεί η συγκρότηση του πανεθνικού εκείνου μετώπου που θα βοηθούσε και στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων σε διεθνές επίπεδο. [41]

Είναι χαρακτηριστικό ότι επειδή το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα στην Ελλάδα που έθετε και θέμα Ανατολικής Ρωμυλίας, η τουρκική κυβέρνηση αλλά και σύμπας ο Τύπος της χώρας αυτής καταφέρονταν με ιταμό τρόπο έναντι του «πουλημένου» Ζαχαριάδη, που ήθελε να αποκόψει την Ελλάδα από τη σύμμαχό της Αγγλία και Τουρκία. Κατά τις τουρκικές εφημερίδες, ο Ζαχαριάδης έθετε θέμα Ανατολικής Θράκης γιατί ήταν φίλος των Βουλγάρων.[42]

Είναι, επίσης, ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο τρόπος που το ΚΚΕ άρθρωσε λόγο αναφορικά με το θέμα της Βορείου Ηπείρου. Δεν στηρίχθηκε απλά στην επίκληση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών, αλλά ζητούσε ένα δημοψήφισμα στους κόλπους της ελληνικής μειονότητας που στην ουσία αποτελούσε τον εύσχημο τρόπο να υιοθετηθεί η πολιτική του επίσημου ελληνικού κράτους για την ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Ακόμη χειρότερα, με δήλωση του ίδιου του Ζαχαριάδη, σε περίπτωση που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού αποφαινόταν για μια στρατιωτική κατάληψη της περιοχής, το ΚΚΕ, αν και με αντιρρήσεις, θα πειθαρχούσε.[43]

Αλλά και για το θέμα της Κύπρου και της Θράκης το ΚΚΕ ισχυριζόταν ότι μόνο μια αντιπροσωπευτική κυβέρνηση απαλλαγμένη από τον ασφυκτικό βρετανικό έλεγχο μπορούσε να δώσει τις αναγκαίες απαντήσεις.[44] Μιλούσε για πιθανή ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα,[45] ενώ σε συνεργασία με το, κομμουνιστικών αναφορών, κυπριακό ΑΚΕΛ είχε επιδοθεί σε μια διεθνή προσπάθεια να εκθέσει τα κυπριακά αιτήματα για αποτίναξη της βρετανικής αποικιοκρατίας καθιστώντας τα ως τον κατεξοχήν εθνικό στόχο.[46]

 

Επίλογος

Στην πραγματικότητα το ΕΑΜ πέτυχε να συντελεστεί μια ραγδαία μεταστροφή του κοινωνικού φρονήματος πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της χώρας, και μάλιστα εν τω μέσω μερικής αναπαραγωγής του κλίματος των εθνικών και εθνοτικών συγκρούσεων, σε συνάρτηση και με τον τρόπο που αξιοποίησαν αυτές τις αντιθέσεις οι κατακτητές. Αντιμετώπισε πειστικά την ιδεολογική επίθεση που δεχόταν, το κλίμα δυσπιστίας εναντίον του αναφορικά με το «εθνικό» αλλά και τους ιδεολογικούς σκοπέλους που του έθετε το μεγαλύτερο τμήμα του αντιστασιακού κινήματος των άλλων βαλκανικών χωρών, που προωθούσαν συγκαλυμμένα εθνικιστικές στρατηγικές.

Υπό την έννοια αυτή το ΕΑΜ κατόρθωσε να συνθέσει με επάρκεια την εθνική ιδεολογία με ταξικά στοιχεία πολιτικής, ανέδειξε τα στοιχεία αυτά ως υπόστρωμα των εθνικιστικών αντιθέσεων και μάλιστα αποσυναρθρώνοντας την παραδοσιακή κυρίαρχη ιδεολογία. Σε αυτή την σχετικά επιτυχή διαχείριση του ζητήματος καθοριστικός θεωρητικός παράγοντας ήταν το γεγονός ότι το ΕΑΜ αντιμετώπιζε το θέμα όχι ως συνεκτικό φαινόμενο αλλά ως σειρές «εθνικισμών», δηλαδή ως μορφώματα και συμπλέγματα που διαμορφώνονται σε συνάρτηση με τις ιστορικές περιστάσεις, τις ιδεολογικές τους χρήσεις, με τους ανταγωνισμούς άλλων εθνικισμών, αλλά και με τον πολιτικό ρόλο (του οποίου τμήμα είναι ο πολιτιστικός) που αποδίδουν οι εκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες στο «έθνος» και τις συνθήκες κοινωνικής διάρθρωσης και οικονομικών σχέσεων που κάθε φορά επικρατούν.

Ήταν, όμως, ένα εγχείρημα εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολο. Έναντι μιας εκτεταμένης ιδεολογικής συσκότισης δυνάμει οργανωμένων και πολύπλευρων ιδεολογικών μηχανισμών, όπου πολιτιστικές αναφορές επιλέγονται, κατασκευάζονται και αναπαράγονται, ώστε να νομιμοποιήσουν τον «εθνικό στόχο», η Αριστερά της εποχής επιχείρησε να αντισταθεί στην ατέρμονη αντιδραστική προσπάθεια να απο-ιστορικοποιηθεί η όλη διαδικασία, να καταστεί ως μεταφυσικό υπερχρονικό στοιχείο και να εξοριστεί εντελώς το πραγματικό: ο κοινωνικός ανταγωνισμός, με τις μορφές που κάθε φορά προσλαμβάνει, στο πλαίσιο του οποίου ο εθνικισμός παίζει πάντα καταλυτικό ρόλο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 1940-1945, τόμ. 5, εκδ ΚΚΕ εσ., Αθήνα 1974, σ.87.
[2] Π. Ανταίος, Συμβολή στην Ιστορία της ΕΠΟΝ, τόμ. Β΄, Αθήνα 1979, σ. 384-387.
[3] L. Baerentzen, «Η λαϊκή υποστήριξη του ΕΑΜ στο τέλος της Κατοχής», Μνήμων 9, 1984, σ. 16.
[4] Γ. Ζεύγος, Εισήγηση στη Δεκάτη Ολομέλεια, 1/ 1944, Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, ό.π., σ. 199.
[5] Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. τεύχ.43, Νοέμβριος του 1945, σ.34-35.
[6] Βλ και Λ. Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τόμ. 2, Λάρισα, σ. 219-227.
[7] Κ. Μαρξ, Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1976, μετάφραση Επιτροπής Ελλήνων του Εξωτερικού, σ. 67-73.
[8] Μ. Λυμπεράτος, Οι Οργανώσεις της Αντίστασης, Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Γ2, Αθήνα 2007, σ. 14-16.
[9] Β. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 45, Μάρτης 1922-Μάρτης 1923, Αθήνα, σ. 358-359.
[10] Β. Λένιν, Ο Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Kαπιταλισμού, Αθήνα 1970, passim.
[11] Βλ και Γ. Μηλιός, Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός, Αθήνα 1988, σ. 78-80.
[12] Βλ. Ν. Μπουχάριν, Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία, Αθήνα 2004, passim και Ν. Bukharin, “Imperialism and War”, Classic Writings by V.I. Lenin and Nikolai Bukharin Edited by Phil Gasper, Haymarket Books, 2009, σ. 39-55.
[13] R. Luxemburg, The National Question: Selected Writings, New York 1976, σ. 48-89.
[14] Για τη Λούξεμπουργκ ένα από τα βασικά σφάλματα της ρωσικής επανάστασης ήταν η επιμονή του στο αίτημα του Λένιν περί εθνικής ανεξαρτησίας, Ρ. Λούξεμπουργκ, «Κριτική της Ρωσικής Επανάστασης», στο Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, Αθήνα, Διεθνής Βιβλιοθήκη, σ. 101-108.
[15] L. Althusser, For Marx, London 2004, σ.89-128.
[16] Ν. Πουλαντζάς, Το Κράτος, Η Εξουσία, Ο Σοσιαλισμός, Αθήνα, σ. 146-156.
[17] Β. Λένιν, Αριστερισμός, Η Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού, Αθήνα χ.χ., εκδ. Θεμέλιο, σ. 56-57, 112-113, 119-126.
[18] ΚΚΕ, Το Εθνικό μας πρόβλημα και το ΚΚΕ, εκδ. ΚΟΜΕΠ, αρ. 4, Αθήνα 1943, σ. 2-3.
[19] Δ. Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, Αθήνα 1944, σ. 38.
[20] Εισήγηση Γ. Σιάντου στην Β΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Δέκα Χρόνια Αγώνες 1935-1945, ανατ. 1977, σ. 145-147.
[21] ΚΚΕ, Η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Γενάρης 1944, Πολιτική Απόφαση, ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, 1940-1945, τόμ. 5, Αθήνα 1984, σ.201.
[22] «Η Νέα Μορφή του Μεγαλο-ιδεατισμού», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, αρ. φύλ.8, Δεκέμβριος 1942, σ. 3-7.
[23] ΚΚΕ, Διακήρυξη, 24 Μαρτίου 1944, Πέντε Χρόνια Αγώνες, 1931-1936, Αθήνα 1946, σ. 445-447.
[24] Βλ. Α. Σβώλος, Για τη Μακεδονία και τη Θράκη, Αθήνα 1945, σ. 45-56.
[25] ΚΟΜΕΠ, Προς την Ολοκλήρωση του 1821, Απρίλιος 1943, αρ. φύλ. 12, σ. 4.
[26] Π. Ρούσος, Η μεγάλη Πενταετία, τόμ. Α΄, Αθήνα. σ. 14-19.
[27] ΚΚΕ, Το Εθνικό μας πρόβλημα, ό.π., σ. 3 και 11-14.
[28] Β. Γεωργίου, Ιστορία της Αντίστασης, 1940-1945, τόμ. Α΄, Αθήνα 1979, σ. 105.
[29] Γ. Βελουδής, «Η Ελληνική Λογοτεχνία στην Αντίσταση (1940-1944)», Η Ελλάδα 1936-1944, ό.π., σ. 522-524.
[30] ΚΚΕ, Το Εθνικό μας πρόβλημα και το ΚΚΕ, ό.π., σ.4-5.
[31] Βλ. Γ. Λεβέντης, Η κατά της Μακεδονίας Επιβουλή, Αθήνα 1966, σ. 113-137.
[32] Βλ και Θ. Χατζής, Νικηφόρα Επανάσταση που Χάθηκε, τόμ. Β΄, Αθήνα 1983, σ. 353-363.
[33] ΚΚΕ, Το Εθνικό μας πρόβλημα και το ΚΚΕ, εκδ. ΚΟΜΕΠ, αρ. 4, Αθήνα 1943, σ. 14-15.
[34] Αρχείο ΕΔΑ, Φάκελος Εθνική Αντίσταση (1), Έκθεση της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, 26ο Σύνταγμα, 27 Ιουλίου 1944, ΑΣΚΙ.
[35] Για το λόγο αυτό επέσπευσε την ένταξη του ΕΛΑΣ στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στα 1943. Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 570 Έκθεση Τζήμα, 1 Δεκεμβρίου 1950 και κουτί 570, Φ 28.38.19, Έκθεση Μακρίδη προς Ζαχαριάδη, 16 Αυγούστου 1946, ΑΣΚΙ.
[36] Μ. Π. Λυμπεράτος, «ΚΚΕ και Σλαβομακεδονική Μειονότητα στην Κατεχόμενη Δ. Μακεδονία», Μνήμων, Αθήνα 1988, σ. 80-108.
[37] ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κουτί 408, Φ 23/1/90, Έκθεση Γραφείου Περιοχής Μακεδονίας προς Π.Γ. του ΚΚΕ, 15-10-44.
[38] Μ. Λυμπεράτος, «Εθνικές Διεκδικήσεις και Πολιτικοί Αποκλεισμοί, Η Διαμόρφωση του Ιδεολογικού Υποστρώματος του Εμφυλίου Πολέμου», Τα Ιστορικά, τεύχ. 34, Ιούνιος 2001, σ. 202-215.
[39] ΥΠΕΞ, Αρχείο, 1946, κατάταξη, 1.2, τηλεγραφήματα για κίνηση κομμουνιστών στην μεθόριο προς ΥΠΕΞ.
[40] Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕ επικαλούνταν το εθνικό ακόμη και όταν αποφάσιζε την εμπλοκή σε εμφύλιο πόλεμο. Όταν ανακοίνωσε τις αποφάσεις της 3ης Ολομέλειας (11-12 Σεπτεμβρίου 1947), συν τοις άλλοις, επικαλέστηκε τον κίνδυνο ακρωτηριασμού της χώρας εξαιτίας των διεθνών διαπραγματεύσεων των Αμερικανών να επιτρέψουν την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Δυτική Θράκη για να κτυπήσει το Δημοκρατικό Στρατό, Ριζοσπάστης 8 Οκτωβρίου 1947.
[41] Ν. Ζαχαριάδης, Ριζοσπάστης 25 Ιουλίου 1945.
[42] ΥΠΕΞ, Αρχείο, 1946, κατ.25.4, Πρεσβεία στην Άγκυρα, εφημερίδα Τασβίρ, πρωτ. 1346, 25 και 30 Απριλίου 1946.
[43] ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα 1945-1949, Αθήνα 1987, σ. 16-18.
[44] Ελεύθερη Ελλάδα, 21 Σεπτεμβρίου 1945.
[45] ΥΠΕΞ, Αρχείο, 1946, κατ. 25.4, Πρεσβεία στην Άγκυρα, εφημερίδα Τασβίρ και Τζιχάτ Μπαμπάν, αρ, πρωτ. 1346, 25 και 30 Απριλίου 1946.
[46] “Cyprus Asking for Justice”, άρθρο του γραμματέα του ΑΚΕΛ Ε. Παπαϊωάννου και Προκηρύξεις του ΑΚΕΛ, ΥΠΕΞ, Αρχείο, 1945, κατάταξη 38.2 και 38.6.



πίσω στα περιεχόμενα: