τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες:


Προς μια νέα Γενική Διάνοια


Τι μας λέει ο Αντόνιο Γκράμσι σήμερα; Νομίζω ότι η πιο γόνιμη αναφορά στην γκραμσιανή σκέψη και το νοητικό του παράδειγμα θα ήταν ένας ενοφθαλμισμός τους στο εδώ και τώρα. Δηλαδή, στην πτωχευμένη και πολιτικά ασταθή Ελλάδα του 2013. Από την γκραμσιανή σκέψη θα παίρναμε μερικά αναλυτικά μοτίβα, για να κατανοήσουμε την παρούσα κατάσταση και να συνθέσουμε τη βούλησή μας. Τις αναλύσεις του της ηγεμονίας, τη σύνδεση ηθικού και πολιτικού, τη σύνδεση του εθνικού με το διεθνές, τη βούληση για την κατάρτιση ενός προγράμματος υπέρβασης. Και θα αποτολμούσαμε να συνδέσουμε αυτές τις αναλυτικές επεξεργασίες του Γκράμσι με τις θεωρητικές επεξεργασίες άλλων στοχαστών, πριν και μετά απ’ αυτόν, λίγο-πολύ στην ίδια παράδοση: τον πρωτομοντέρνο Καρλ Μαρξ, των Χειρογράφων 1848, και τον υστερομοντέρνο Ιταλό Πάολο Βίρνο, της Γραμματικής του Πλήθους.

Όλα αυτά αντλούμενα από και εφαρμοσμένα εις το Ελληνικό Παράδειγμα, παράδειγμα οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, σαν προοίμιο σε μια αλλαγή του Ευρωπαϊκού Παραδείγματος.

 

Αλλαγή Παραδείγματος

Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι η ελληνική κρίση είναι απαρχή βαθέος μετασχηματισμού, και εκδηλώνεται ως καταστροφή. Η κρίση είναι παροδική, τα αποτελέσματά της είναι αναστρέψιμα· η καταστροφή αφήνει πίσω της ερείπια, μη αναστρέψιμα. Βλέπουμε μπροστά μας έναν  βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό που τον προκαλούν η μακρόχρονη ύφεση και ανεργία, η οριστική πτώση των αδύναμων στρωμάτων κάτω από το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, η δομική φτώχεια και η απελπισία.

Η διαπίστωση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, τουλάχιστον στο πολιτικό-κοινωνικό πεδίο. Στην αγωνιώδη έκκληση δώδεκα επιφανών Ευρωπαίων συγγραφέων[1] διαβάζουμε ότι η Ευρώπη δεν περνά κρίση, αλλά πεθαίνει όπως την ξέραμε, ότι απειλείται η δημοκρατία και ο πολιτισμός της. Σε διαφορετικό τόνο, παρόμοια επισημαίνουν οι Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα- Ρίμελιν.[2]

Από την αρχή της ελληνικής κρίσης διακρίναμε την βαθύτατα πολιτική φύση της, τα ηθικά και πνευματικά αίτια που μας οδήγησαν στο οικονομικό ρήγμα. Άλλωστε δεν είναι μόνο ελληνική, είναι κρίση αξιακή στον πυρήνα των δημοκρατικών κρατών της Δύσης, είναι κρίση της δημοκρατίας και κρίση της πολιτικής, και είναι κρίση ανθρωπολογική, στο μέτρο που οι πολίτες-παραγωγοί εξέπεσαν σε υπερχρεωμένους πελάτες και καταναλωτές, χειραγωγούμενοι και τρομοκρατούμενοι. Στο φόντο πάντα υπέβοσκε η σύγκρουση για την κυριαρχία· η κρίση κατέδειξε τη σύγκρουση και μαζί έδειξε το αποκρουστικό πρόσωπο της ανισότητας: η διαρκώς μεγεθυνόμενη ανισότητα υπονομεύει την ελευθερία και τη δημοκρατία, αλλά και την ιστορική μοίρα της Δύσης.

Η πνευματική παρακμή είναι φανερή και στο ελληνικό παράδειγμα, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα της συντελούμενης καταστροφής. Οι Έλληνες στον εικοστό αιώνα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου: αλλεπάλληλοι πόλεμοι, εμφύλιοι, μαζική προσφυγιά και μαζική μετανάστευση, πτωχεύσεις. Έμειναν όρθιοι παρ’ όλ’ αυτά, επειδή ταυτόχρονα σφυρηλατούσαν ταυτότητα, συνείδηση, γλώσσα, τέχνη, πολιτικές στρατηγικές – με έναν λόγο: πολιτισμό. Λαϊκό και λόγιο, εν παραλλήλω και εν συνθέσει. Η αλληλουχία ταπεινώσεων, θριάμβων και καταστροφών έως το ’22 οδήγησε στη μεγάλη σύνθεση της γενιάς του ’30, η οποία επηρέασε βαθιά τις τέχνες και τα γράμματα στον καιρό της, αλλά κυρίως έδωσε ιδεολογικούς καρπούς στη μεταπολεμική περίοδο, όταν εσίγασαν τα τουφέκια του εμφυλίου. Tότε, μέσα απ’ τις στάχτες εμπεδώθηκε το λαϊκό τραγούδι, το εκ του ρεμπέτικου καταγόμενο, απενοχοποιημένο και ενωτικό, και τότε η υψηλή τέχνη της γενιάς του ’30 μπήκε στα χείλη των μαζών, ενοποιητικά και ανυψωτικά, παρ’ ότι εν περιλήψει. Η άνοιξη του ’60 σηματοδότησε την εν τω βάθει αναχώνευση των αισθητικών και ιδεολογικών συνθέσεων που είχαν αρχίσει ήδη απ’ τη δεκαετία του ’20, και απ’ αυτή την πλούσια ύλη εξακολούθησε να τρέφεται ο ελληνισμός έως και σχετικά πρόσφατα.

Έως ότου το ήθος του νεόπλουτου και του σκυλάδικου, αυτό που είχε ξεμυτίσει μες στην χουντική επταετία, ανέλαβε αυτό να συνδέσει τα μικροαστικά και εργατικά στρώματα με την ελίτ του πλούτου. Λίγο πριν μας χτυπήσει η καταστροφή, λαός και Κολωνάκια συναγελάζονταν εν κραιπάλη στα ίδια διασκεδαστήρια: ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος συγκεφαλαίωσε τον εξισωτισμό της σκυλοπόπ κραδαίνοντας γαρδένιες και κυλότες, οι δε ιδεολογικοί μηχανισμοί είχαν μετεγκατασταθεί στα γκλόσι περιοδικά και κανάλια. Με αυτή την πνευματική και αισθητική σκευή, με αυτή τη βιοθεωρία οικοδομούσαμε vita activa. Και το απόθεμα της γενιάς του ’30, εν τω μεταξύ, το τολμηρό ζεύγμα λαϊκού και μοντέρνου, εντόπιου και διεθνούς, εξανεμίστηκε και θάφτηκε. Η ελληνική ιδιοπροσωπία εξέπεσε σε χυδαία αυταρέσκεια και πνευματική οκνηρία, σε ακηδία και απάθεια, σε βαθύ επαρχιωτισμό και εθελοδουλία. Πολύ πριν την πτώχευση.

Επειδή λεφτά δεν υπάρχουν ούτε θα εμφανιστούν σύντομα και άφθονα. Επειδή η υλική καταστροφή θα πολλαπλασιάζει τη σύγχυση και την αμάθεια, επειδή η παιδεία γίνεται πιο ταξική και από τα χρόνια του ’50, επειδή κανείς εξωχώριος δεν θα μας σώσει, μόνη ελπίδα είναι ένα σχέδιο πνευματικής ανασυγκρότησης απολύτως συγχρονισμένο με την ανάσχεση της ένδειας. Χρειαζόμαστε ιδέες, ταυτότητα, σκελετό, χρειαζόμαστε σύνδεση με την παράδοση, μια επανερμηνεία που να μπολιάζει το ζοφερό παρόν, επινόηση του μέλλοντος. Χρειαζόμαστε υπερβάσεις. Ας μην είναι Το Σχέδιο – μεγάλες κουβέντες. Ας είναι σκέψη και πράξη, διαρκείς, αγωνιώσες. Αρετή και τόλμη.

 

Η νέα Γενική Διάνοια

Το μακρόπνοο σχέδιο δεν φαίνεται ικανή να το προμηθεύσει καμία κυβέρνηση, υπό τους τρέχοντες όρους πολιτικής. Το πολιτικό προσωπικό φαίνεται, και είναι, τόσο κουρασμένο, τόσο κενό, τόσο μακριά νυχτωμένο… Η παρούσα, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αφίσταται θεαματικά από τον μέσο όρο ευφυΐας και ευθυκρισίας της κοινωνίας. Τούτη η διαπίστωση δεν αθωώνει την κοινωνία, το αντίθετο. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, οι ευφυείς και ικανότατοι επιβιωτές Έλληνες επιλέγουν για ηγέτες τους πρόσωπα χαμηλών προσόντων και χαμηλών προσδοκιών. Σαν να μη θέλουν να προκόψει ο δημόσιος χώρος, ο δημόσιος βίος. Σαν να θέλουν πολιτικούς του χεριού τους, ούτε καν στο μπόι τους… Κι ενώ στο ατομικό πεδίο η ευφυΐα, η μέριμνα και η εργασία προσφέρονται απλόχερα και δίνουν καρπούς, στο δημόσιο πεδίο όλα καρκινοβατούν, ακριβώς διότι αυτές οι αρετές λείπουν σε βαθμό απελπιστικό. Ο Έλληνας της μαζικής δημοκρατίας σιχαίνεται πάντα τα δημόσια.

Ακούγονται καφενειακά όλα αυτά, και ως ένα βαθμό είναι, αλλά συχνά η θυμοσοφία συμπυκνώνει παράδοξες αλήθειες, τις οποίες οι τυπικοί συλλογισμοί και η τεχνοκρατία δεν μπορούν να πλησιάσουν καν. Πίσω από αυτή την «εκλογή των χαμηλών», ας πούμε, φωλιάζει η περίφημη πελατειακή σχέση πολίτη-κράτους, σχέση αμφίδρομης εξυπηρέτησης ηγετών και υπηκόων, και ταυτοχρόνως σχέση αμφίπλευρης εξαχρείωσης του κοινού δημόσιου χώρου. Ως δημόσιος χώρος εννοείται το παν: σπασμένα ρείθρα, κατειλημμένα πεζοδρόμια, ξεχειλισμένοι κάδοι απορριμμάτων, φοροδιαφυγή, ακραίος συντεχνιασμός, «λαϊκή» διαφθορά. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω από το διαμέρισμα, πολυκατοικία, μεζονέτα, κτήμα, είναι εχθρικό τερέν.

Αυτός ο εξαχρειωμένος και συρρικνούμενος δημόσιος χώρος απολήγει σε μια αναλόγως ρικνή και αχρεία παραγωγική δομή, στην οποία λίγοι παράγουν, λίγοι φορολογούνται και όλοι κλέβουν τον διπλανό τους. Από τη μια τσέπη στην άλλη. Ένα μανιακό ντάρε ε άβερε γύρω από real estate και υπερτιμολογημένες υπηρεσίες.

Μας αξίζει αυτή η εξαχρείωση; Όχι. Βασικό προϊόν μας θα έπρεπε να είναι η ευφυΐα. Αλλά για να την αντιληφθουμε και να την αξιοποιήσουμε, χρειάζεται ειλικρίνεια, ταπεινότητα, πρακτικότητα, μετριοπάθεια. Συνεργασία. Θάρρος.

Η παρακμή, αφού κατέφαγε τον δημόσιο βίο, τώρα απειλεί τις υλικές προϋποθέσεις του ατομικού ευδαιμονισμού. Ο Μοναδικός, ο Ένας, ο Αυτοπραγματωνόμενος, είναι στο χείλος της κατεδάφισης. Μόνο πολλοί μαζί, αλληλοτροφοδοτούμενοι και συνεκτικοί, αλληλέγγυα και αυτόνομα πρόσωπα, κοινότητες και κοινωνία, μπορούμε να καταρτίσουμε το σχέδιο που λέγαμε, τη νέα γενική διάνοια. Η κρίση είναι ευκαιρία να μας ξαναδούμε αλλιώς, ως ατομικά και συλλογικά υποκείμενα, δηλαδή ως ιστορικούς ανθρώπους.

 

Η φενάκη της προόδου

Ξανά: Το ζητούμενο δεν είναι να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε εις το διηνεκές, να σπαταλάμε, να σωρεύουμε, να δανειζόμαστε εν απληστία και εν αφροσύνη. Το ζητούμενο είναι να απαλλαγούμε απ’ όλο αυτό το υπόδειγμα βίου, που στηρίζεται σε παλαιές βεβαιότητες, στις βεβαιότητες της διαρκούς προόδου, της διαρκώς διαστελλόμενης ανάπτυξης, της διαρκούς επέκτασης, της αυτοτροφοδούμενης κερδοφορίας. Αυτές οι βεβαιότητες, καταγόμενες εκ της Βιομηχανικής Επανάστασης και του ντετερμινισμού του 18ου-19ου αιώνα, έχουν κλονιστεί καίρια και από την επιστήμη και από τον ιστορικό-επιστημομολογικό στοχασμό – προ πολλού. Δεν είναι καν βεβαιότητες, είναι δοξασίες, στις οποίες εναποθέτουν τη μοίρα τους οι μάζες· ενόσω κάποιοι illuminati σωρεύουν πλούτο και εξουσία.

Ο πλούτος δεν παράγεται από τον εαυτό του. Οι πηγές και η ενέργεια δεν είναι ανεξάντλητες. Ο κόσμος δεν είναι άπειρος. Ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος και κλειστός, μια μοναχική μπλε σφαίρα στο απροσπέλαστο (προς το παρόν) διάστημα. Η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτρέπει τον πόλεμο – το αντίθετο, ίσως. Το κυριότερο: ζούμε σε έναν κόσμο όπου αυτές οι γνώσεις μπορούν να γίνουν κτήμα του καθενός· οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική αναπτύχθηκαν από το στρατιωτικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για δικά τους οφέλη, αλλά η διασπορά τους στις κοινωνίες άλλαξε ραγδαία τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και τον χρόνο, δημιούργησε φαντασιακές κοινότητες, μετασχημάτισε τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, επιτάχυνε την ιστορία, περισσότερο ίσως και από την τυπογραφία ή την ατμομηχανή.

Αυτή η νέα επίγνωση της ανθρώπινης κατάστασης αναδύεται δραματικά με την παγκοσμιοποίηση, παράλληλα με την κατίσχυση της ιδεολογίας της απληστίας, ιδεολογίας της ακατάσχετης συσσώρευσης πλούτου με κάθε τίμημα, της βιοπολιτικής και της κοινωνικής μηχανικής. Μια νέα γενική διάνοια, General Intellect, σκέψη που επιθυμεί και επιθυμία που σκέφτεται, όπως την εισηγήθηκε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του Παρισιού, και όπως πριν απ’ αυτόν είχαν περιγράψει τη Γενική Βούληση (volonté générale) ο Ζαν Ζαν Ρουσώ και τον Ποιητικό Νου ο Αριστοτέλης, στο Περί Ψυχής.

Μια νέα γενική διάνοια κυοφορείται δύσκολα, επώδυνα, στα έγκατα της κοινωνίας, βουβά, με πρόδρομες αναταράξεις, σαν αχνές αναγγελίες σεισμού. Οι νέοι, γεννημένοι με ίντερνετ και κινητά, καλωδιωμένοι από τα γεννοφάσκια τους, γαλακτισμένοι στο κυβερνοσύμπαν, αφουγκράζονται εναργέστερα αυτό το επερχόμενο κύμα. Είναι οι μόνοι άλλωστε που μπορούν να ζουν στις φαντασιακές κοινότητες του Δικτύου – Έλληνες, Αργεντίνοι και Νεοζηλανδοί συμβιώνουν στην ίδια guild του Warcraft ή βελτιώνουν τον κώδικα του Firefox – και ταυτοχρόνως να βγαίνουν στον φυσικό χώρο, στην ένυλη πραγματικότητα, με άνεση, φυσικοί και χαλαροί, νεοχίππυς, τοπικοί σαμάνοι και πολίτες του κόσμου μαζί, glocal υποκείμενα.

Ο παλιός κόσμος, αγκυλωμένος ακόμη στο παλαιό παράδειγμα της διαρκούς υλικής συσσώρευσης, της υλικής κυριαρχίας και της υποταγής, πλέει μέσα στην άγνοια, την αδράνεια, την αδιαφορία. Έτσι κινούνται η Ελλάδα, η Ευρώπη: μέσα σε ένα κλειστό αυτοαναφορικό σύμπαν, περίκλειστες και αδρανείς, με βραχεία όραση, αντλώντας από στερεότυπα του παρελθόντος. Έτσι κινούμαστε, και τούτη την ώρα της κρίσης. Διψώντας για περισσότερο δανεικό χρήμα, για περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα γκάτζετ με μπαταρίες, ενέργεια, νερό, χώρο, δημητριακά, βοδινό, υβρίδια, μεταλλαγμένα, υπηρέτες, λαθρομετανάστες, τοξικά, χωματερές, αστυνομίες, κάμερες επιτήρησης, γκέτο, φαβέλες, μίσος.

Less is more: Τη σοφία τούτη, σοφία των αρχαίων μυστικών, μας την ξαναπρόσφερε ο μοντερνισμός στον 20ό αιώνα· ο αρχιτέκτων Mies van der Rohe την διατύπωσε σε λόγια, και την εφάρμοσε υπέροχα στη Neue Nationalgalerie του Βερολίνου. Το λιγότερο είναι περισσότερο – θα μπορούσε να το ’χει πει ο Ηράκλειτος. Να τι μπορεί να βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ευαισθησίας για τις κοινωνίες, τις ζωές μας, το οικοσύστημα, τον μικρό μπλε πλανήτη.

Η Ελλάδα δυο φορές σε έναν χρόνο βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος υπερμοντέρνα, δραματικά: τον Δεκέμβρη ’08, με το βίαιο ξέσπασμα του φαντασιακού, και τώρα, με την καινοφανή κατάρρευση μιας ευημερούσας χώρας του ευρώ. Και τις δύο φορές η Ευρώπη και όλοι είδαν στην ελληνική περίπτωση τα σημάδια ενός κόσμου που αναδύεται, τρομερός και καινούργιος. Αυτό τον κόσμο οφείλουμε να αναστοχαστούμε· εμάς.

 

Η κρίση της πατρίδας

Η πατρίδα εν κινδύνω επανέρχεται όλο και συχνότερα στον λόγο των κυβερνώντων της πτώχευσης. Ποτέ άλλοτε στους μεταπολιτευτικούς χρόνους, οι Έλληνες πολιτικοί δεν κατέφυγαν με τέτοια σπουδή στην έννοια «πατρίδα» – και ποτέ άλλοτε δεν έγιναν λιγότερο πιστευτοί. Είναι προφανές ότι η υπερβατική πατρίδα χρησιμοποιείται σαν καταφύγιο, για να αποκρυβεί η χρεοκοπία της πολιτικής. Η λογόρροια σημαίνει την έκλειψη του λόγου. Αλλά η επίκληση της πατρίδας σημαίνει επίσης υπαρκτούς κινδύνους: όσο περισσότερο μιλιέται από τους ηγέτες η πατρίδα σε αυτό το συγκείμενο, τόσο περισσότερο συρρικνώνεται, τόσο περισσότερο απειλείται. Ο κυβερνητικός λόγος πλημμυρίζει πατρίδα σε μια συγκυρία κατά την οποία ομολογείται, από τους ίδιους τους κυβερνώντες, η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, και βιώνεται καθημερινά η ατομική και εθνική ταπείνωση.

Στις δύσκολες μέρες που έρχονται, η πατρίδα θα χρησιμοποιηθεί από πολλούς, με πολλές αποχρώσεις. Ωστόσο, στην σφοδρή πολύπλευρη κρίση που ζούμε, η πατρίδα, ως υλικότητα, ως πεδίο αυτοαναγνώρισης, ως πεδίο συνάντησης ελεύθερων πολιτών και ως πεδίο δημοκρατίας, θα ήταν ο μόνος κοινός τόπος που θα μπορούσε να ενώσει και να συνεγείρει το κερματισμένο και απογοητευμένο πλήθος. Ποιος πατριωτισμός όμως; Από τον ρομαντικό πατριωτισμό του 19ου αιώνα μέχρι τον συνταγματικό πατριωτισμό του Χάμπερμας, έχει κυλήσει πολλή ιστορία: εν ονόματι της πατρίδας έχουν διαπραχθεί ηρωικές πράξεις ελευθερίας αλλά και φρικαλεότητες.

Η κρίση εντούτοις ξεκαθαρίζει, βασανιστικά έστω, τις έννοιες και τους προσδίδει την ιδιαίτερη υπόστασή τους σήμερα. Πατρίδα εν κινδύνω σήμερα σημαίνει, όλο και περισσότερο, ότι κινδυνεύουν άμεσα η πολιτική ελευθερία και η δημοκρατία, ότι συρρικνώνεται η λαϊκή κυριαρχία, ότι επαπειλείται οικονομικός ανδραποδισμός και αποσάθρωση του κοινωνικού σώματος. Βασανιστικά, επώδυνα, συνειδητοποιούμε ότι η υπερβατική πατρίδα είμαστε εμείς, η φθαρτή μας ύλη και οι ανθρώπινοι φόβοι μας, η ιστορία και το αβέβαιο μέλλον των παιδιών μας, δεν είναι ένας αδρανής στίχος του εθνικού ποιητή. Μάλλον: τώρα νιώθουμε ως τα τρίσβαθα τον εθνικό ποιητή, κάθε ποιητή, από τον Σολωμό και τον Παλαμά, έως τον Καβάφη και τον Ελύτη. Είμαστε μια από τις μεγάλες διάρκειες της Μεσογείου, ρηγματωμένη.

Στη διπλανή μεγάλη διάρκεια της Μεσογείου, την italianità, προ καιρού, λαός, χορός και μαέστρος τραγούδησαν ενωμένοι, δακρυσμένοι «Oh ma patria, si bella e perduta!» – Πατρίδα μου, τόσο ωραία και χαμένη! Οι Ιταλοί τραγουδούσαν την επανένωση της πατρίδας 150 χρόνια πριν, και ανησυχούσαν για τα τωρινά. Έτσι να τραγουδήσουμε κι εμείς στην πλατεία Συντάγματος και στην πλατεία Ομονοίας, λίγο πριν τα 200 χρόνια της Επανάστασης: «Oh mia patria, si bella e perduta!», προτού χαθεί, για να μη χαθεί. Σαν τον πατριώτη Βέρντι και σαν τον Ιερεμία: «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθίσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών. Επί ταις ιτέαις εν μέσω αυτής εκρεμάσαμεν τα όργανα ημών· ότι εκεί επηρώτησαν ημάς οι αιχμαλωτεύσαντες ημάς λόγους ωδών και οι απαγαγόντες ημάς, ύμνον· άσατε ημίν εκ των ωδών Σιών».

Πάντα θα εκβάλλουμε απ’ την αιχμαλωσία μες στη μεγάλη διάρκεια, εν τοιαύτη ή εν ετέρα μορφή.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Ευρώπη ή βαρβαρότητα. Η πολιτική ηγεσία της ΕΕ είναι ανάγκη να αποκτήσει όνειρο και σχέδιο». Των Βασίλη Αλεξάκη, Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, Ουμπέρτο Έκο, Χουάν Λουίς Θεμπριάν, Γιόργκι Κόνραντ, Τζούλια Κρίστεβα, Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, Κλάουντιο Μάγκρις, Χανς Κρίστοφ Μπουχ, Σαλμάν Ρούσντι, Φερνάντο Σαβατέρ, Πίτερ Σνάιντερ. Εφημ. Τα Νέα, 28/01/2013.
[2] Το μανιφέστο των Γιούργκεν Χάμπερμας, Πέτερ Μπόφινγκερ και Γιούλιαν Νίντα-Ρίμελιν. Εφημ. Η Αυγή 19/08/2012.



πίσω στα περιεχόμενα: