τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες:


Ασταθείς πολιτικές ισορροπίες σε εύφλεκτο κοινωνικό τοπίο


Η νέα διαχωριστική γραμμή

 Μπορεί η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά να εμφανίζει μία ιδιότυπη ευστάθεια μέσα στις αντιφάσεις της, αλλά δεν αποκλείονται καθόλου εξελίξεις, οι οποίες θα θέσουν σε δοκιμασία την ίδια την επιβίωσή της. Οι κυβερνητικοί εταίροι επιθυμούν να πάνε όσο πιο μακριά γίνεται, αλλά το φορτισμένο κοινωνικοοικονομικό τοπίο δεν αφήνει περιθώρια για ασφαλείς μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.

Από το τέλος του 2012, το πολιτικό τοπίο εμφανίζει μία ασταθή ισορροπία, χωρίς ακόμα να είναι σαφές πώς τελικώς θα διαμορφωθεί. Στις εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2012, επιβεβαιώθηκε η μετατόπιση της κύριας διαχωριστικής γραμμής από το δίπολο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στο δίπολο μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί. Το δίπολο αυτό εκφράστηκε κυρίως από την αντιπαράθεση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, τότε συγκρούστηκαν δύο ετεροκαθοριζόμενα πολιτικοεκλογικά ρεύματα:

Το πρώτο ήταν το ρεύμα της τιμωρίας του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας που έριξε την Ελλάδα στον γκρεμό. Συγκροτήθηκε κυρίως από ψηφοφόρους που δεν έχουν πολλά να χάσουν. Στην πλειοψηφία τους επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως πλησιέστερο χώρο κι όχι επειδή ασπάστηκαν τις ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του.

Το δεύτερο ήταν το ρεύμα του φόβου, αλλά και της προσδοκίας για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, όπως είχαν προεκλογικά δεσμευτεί οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι. Υπενθυμίζουμε ότι η «παράταξη του Μνημονίου», με την ενεργό εμπλοκή του ευρωιερατείου, είχε τότε εξαπολύσει πρωτοφανή προπαγανδιστική επίθεση με αιχμή τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ισοδυναμούσε με έξοδο από την Ευρωζώνη και εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας.

Η επαναδιαπραγμάτευση αποδείχθηκε επιταγή χωρίς αντίκρυσμα. Η επιβολή, μάλιστα, πρόσθετων επώδυνων μέτρων συρρίκνωσε πολιτικοεκλογικά την «παράταξη του Μνημονίου». Και επειδή συρρικνώνεται γι’ αυτό και συσπειρώνεται γύρω από τον ισχυρότερο πόλο της, τη ΝΔ. Στην «παράταξη του Μνημονίου» παραμένουν μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία πιέζονται, δυσφορούν, αλλά δεν κινδυνεύουν άμεσα με καταστροφή. Αυτά τα στρώματα έχουν ακόμα να χάσουν και γι’ αυτό αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν απειλή για τα συμφέροντά τους. Με άλλα λόγια, συσπειρώνονται γύρω από τη ΝΔ όχι τόσο επειδή την θεωρούν λύση, όσο επειδή την θεωρούν ανάχωμα στο χειρότερο.

Από τις εκλογές έχει παγιωθεί ένα νέο διχαστικό κλίμα, οι πρωτογενείς ορίζουσες του οποίου είναι οικονομικο-κοινωνικές κι όχι κλασικά ιδεολογικο-πολιτικές. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις τείνουν να ρευστοποιηθούν. Γι’ αυτό και ο κυβερνητικός συνασπισμός επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης από το δυσμενές γι’ αυτόν πεδίο της οικονομίας σε ζητήματα όπου οι αντιλήψεις και πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ έρχονται σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Η Κουμουνδούρου έχει δίκιο όταν μιλάει για αποπροσανατολισμό. Δεν είναι, όμως, αθέμιτη η τακτική της κυβέρνησης να υπογραμμίζει τις ιδεοληψίες και τουλάχιστον την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε ανομικά φαινόμενα που φέρουν κινηματικό μανδύα.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι Έλληνες είναι όχι μόνο δυσαρεστημένοι από την πολιτική του Μνημονίου, αλλά και την θεωρούν αδιέξοδη. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη διάχυτη λαϊκή οργή για να διαμορφώσει καθαρό πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή δεν προκύπτει μόνο από τις κατηγορίες ότι υποθάλπει ανομικά φαινόμενα, αλλά κυρίως επειδή δεν έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.

Το αποτέλεσμα είναι εξ αντιδιαστολής αφενός να σταθεροποιείται προσωρινά η κυβέρνηση Σαμαρά κι αφετέρου να ενισχύεται η Χρυσή Αυγή, η οποία είναι το μόνο κόμμα που εμφανίζει σταθερά ανοδική πολιτικοεκλογική δυναμική. Η διάχυτη εντύπωση ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την κοινωνία ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί προς τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και τη ραγδαία ανάπτυξη αντιδημοκρατικών τάσεων.

 

Η δύση του «πράσινου ήλιου»

Με την αντικατάσταση του παραδοσιακού δικομματισμού από το νεοπαγές δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ υποβαθμίστηκε από αυτοδύναμος πόλος σε συνεχώς φθίνουσα ενδιάμεση πολιτική δύναμη. Η κεντροαριστερά δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους. Έπαψε, όμως, να αναγνωρίζει το ΠΑΣΟΚ ως προνομιακό πολιτικό εκφραστή της. Προς το παρόν έχει στραφεί κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως προς τη ΔΗΜΑΡ, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν αυτή η σχέση θα είναι συγκυριακή ή θα προσλάβει μόνιμα χαρακτηριστικά.

Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το άλλοτε κραταιό Κίνημα αποδομείται πολιτικοεκλογικά με τόσο γρήγορο ρυθμό που ορισμένοι φθάνουν στο σημείο να θεωρούν ότι στις επόμενες εκλογές μπορεί ακόμα και να μην καταφέρει να εισέλθει στη Βουλή. Ο τίτλος του μεγάλου κατεδαφιστή ανήκει δικαιωματικά στον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά και ο διάδοχός του Βαγγέλης Βενιζέλος δεν πάει πίσω. Μπορεί οι δύο τους να είναι διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες, αλλά αυτό που μετράει είναι ο κοινός παρονομαστής τους: όχι μόνο η ταύτισή τους με το Μνημόνιο, αλλά ο ενεργός ρόλος τους σ’ αυτό που εκατομμύρια Έλληνες βιώνουν ως ανατροπή των στοιχειωδών σταθερών του βίου τους.

Οι «πράσινοι» πίστευαν ότι η αντικατάσταση του Γιώργου Παπανδρέου από τον Βαγγέλη Βενιζέλο θα λειτουργούσε τουλάχιστον σαν νέα αρχή. Η αισιοδοξία τους, όμως, ήταν πολιτικά αβάσιμη. Θα υπήρχε ελπίδα εάν η αλλαγή ηγεσίας συνοδευόταν από τη ρήξη με τις πολιτικές της κυβέρνησης Παπανδρέου, επειδή σ’ αυτές τις πολιτικές βρίσκονται κυρίως οι αιτίες της αποδόμησης. Ως αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών, όμως, ο Βαγγέλης Βενιζέλος ταυτίστηκε απόλυτα με την πολιτική της Τρόικας. Η ταύτισή του αυτή μπορεί να μην τον «έκαψε» στο εσωκομματικό ακροατήριο, αλλά τον «έκαψε» στο μεγάλο ακροατήριο της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ λειτούργησε και σ’ αυτή την περίπτωση ως κόμμα αξιωματούχων. Δεν κατάφερε να υπερβεί τον εαυτό του και να διασωθεί, έστω ως μεσαίο κόμμα.

Η μετατροπή του ΠΑΣΟΚ σε σταυροφόρο του Μνημονίου το έφερε οριστικά σε μετωπική σύγκρουση με τα μικρομεσαία στρώματα, τα οποία το στήριζαν για δεκαετίες. Η διάψευση της ελπίδας για υπέρβαση της κρίσης και η συσσώρευση οικονομικών-κοινωνικών ερειπίων παροξύνει την κοινωνική οργή και επιταχύνει την αποδόμηση. Οι «πράσινοι» φαντασιώνονταν ότι η εκλογική καθίζησή τους ήταν συγκυριακή, ότι μπόρα είναι και θα περάσει. Η πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύεται πολύ διαφορετική.

Οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι εγκαταλείπουν μαζικά το ΠΑΣΟΚ, επειδή πια δεν τους εκφράζει. Ο κορμός τους έχουν πάει ως ιδιότυποι εκλογικοί πρόσφυγες στον ΣΥΡΙΖΑ, εκτοξεύοντας το ποσοστό του. Το γεγονός ότι οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι συνεχίζουν να θεωρούν τον εαυτό τους κεντροαριστερό δεν σημαίνει ότι η εκλογική απομάκρυνσή τους από το κόμμα του Βαγγέλη Βενιζέλου είναι συγκυριακή. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για διαζύγιο, γεγονός που στερεί την πολιτική βάση ύπαρξης του ΠΑΣΟΚ.

Οι εκλογές του Μαΐου έδειξαν ότι σε τροχιά αποδόμησης έχει εισέλθει και η ΝΔ. Ο μόνος λόγος που ακόμα κρατάει δυνάμεις είναι το γεγονός ότι αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων σε προνομιακό εκφραστή της «παράταξης του Μνημονίου». Αυτήν ακριβώς την τάση αντανακλά η προ καιρού δήλωση Πάγκαλου ότι όλοι πρέπει να συστρατευθούν πίσω από τον Αντώνη Σαμαρά. Η «παράταξη του Μνημονίου» συρρικνώνεται και για να επιβιώσει συσπειρώνεται γύρω από το μεγαλύτερο κόμμα της. Αυτός είναι ο λόγος που από το 20% τον Μάιο του 2012 η ΝΔ έφθασε στο 30% ένα μήνα μετά. Το κόμμα του Αντώνη Σαμαρά σήμερα λειτουργεί σαν το τελευταίο κάστρο των μνημονιακών και ως τέτοιο μπορεί να επιβιώσει. Γι’ αυτό τον λόγο είναι πιθανόν να δούμε και οργανωτικές συγκλίσεις στο όνομα του ευρωπαϊσμού.

Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει προοπτική. Θα ζήσει ακόμα λόγω εκλογικής αδράνειας, αλλά όλα δείχνουν ότι έχει διαβεί το σημείο μη επιστροφής. Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ, μάλιστα, λειτούργησε σαν ένα είδος χαριστικής βολής για τον Βαγγέλη Βενιζέλο, επειδή έπληξε καίρια και την ηθική του υπόσταση. Το ΠΑΣΟΚ αναζητεί σανίδα σωτηρίας, προτείνοντας στη ΔΗΜΑΡ τη συγκρότηση μίας νέας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης. Ο Φώτης Κουβέλης δεν ανταποκρίνεται, επειδή δικαιολογημένα δεν επιθυμεί να ταυτιστεί με τις πολλές πολιτικές και ηθικές αμαρτίες που κουβαλάει ο Βαγγέλης Βενιζέλος και το κόμμα του.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι η ΔΗΜΑΡ δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο μελλοντικά να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, διατηρεί για τον εαυτό της τον ρόλο του ενδιάμεσου κόμματος που μπορεί να συνεργάζεται κυβερνητικά με εκατέρωθεν δυνάμεις. Αντιθέτως, το ΠΑΣΟΚ, ως αμιγώς μνημονιακό κόμμα, αλλά και λόγω της προσωπικής βεντέτας του Βαγγέλη Βενιζέλου με τον ΣΥΡΙΖΑ, έχει στην πράξη μετατραπεί σε δορυφόρο της ΝΔ.

 

Το στρατηγικό δίλημμα του Τσίπρα

Η θεμελιώδης αντίφαση και ταυτοχρόνως το στρατηγικό δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι εάν θα παραμείνει ιδεολογικοπολιτικά (και ως κομματική κουλτούρα) κόμμα διαμαρτυρίας, ή θα μετεξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας με αξιόπιστο σχέδιο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας. Προς το παρόν, ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να κινείται δειλά προς την κατεύθυνση της μετεξέλιξης, αλλά κατά τρόπο έμμεσο κι αντιφατικό. Για την ακρίβεια, παραμένει σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένος σε ιδεοληψίες και όπου αλλάζει, αλλάζει με μικρά βήματα, ενώ η πολιτική συγκυρία απαιτεί άλματα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ πατάει σε δύο βάρκες με αποτέλεσμα να έχει περιέλθει σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, την οποία, βεβαίως, εκμεταλλεύονται προπαγανδιστικά στο έπακρο οι αντίπαλοί του.

Το 3% που απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2009 (εάν αφαιρέσουμε το ποσοστό της αποσχισθείσας ΔΗΜΑΡ) εκτινάχθηκε στο 27% του Ιουνίου 2012, επειδή, υπό την πίεση της κρίσης, κατέρρευσε το προηγούμενο δικομματικό σύστημα. Κεντροαριστεροί που δεν τους εξέφραζε πια το ΠΑΣΟΚ του Μνημονίου, κατέφυγαν μαζικά, όπως προείπα, στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες κι όχι επειδή ασπάστηκαν τις ιδεολογικές αντιλήψεις του. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Ο λόγος, μάλιστα, που κατέφυγαν στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η ΔΗΜΑΡ έδειξε από νωρίς την επαμφοτερίζουσα στάση της έναντι του Μνημονίου.

Η θεμελιώδης αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι καταγραφόμενοι εσωκομματικοί συσχετισμοί αντανακλούν την εκλογική βάση του 3-6% κι όχι του 27%. Το ίδιο ισχύει και για την κομματική μικρογραφειοκρατία της Κουμουνδούρου. Ορισμένα τμήματά της, μάλιστα, δεν θέλουν την εξουσία. Άλλοι, επειδή θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος για να την ασκήσει με επιτυχία κι άλλοι, επειδή με μία αριστερίστικη λογική θεωρούν ιδανικό τον ρόλο του μεγάλου κόμματος διαμαρτυρίας!

Η ηγετική ομάδα και η πλειονότητα των στελεχών, βεβαίως, επιδιώκουν να βρεθούν στο τιμόνι της χώρας. Διστάζουν, όμως, να κάνουν ό,τι απαιτείται ώστε να ανταποκριθούν σε μία ομολογουμένως ακραία πολιτική πρόκληση. Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετεξελιχθεί από μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε μεγάλο κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και στο εξαιρετικά δυσμενές τοπίο μίας πρωτοφανούς κρίσης. Μία τέτοια μετεξέλιξη απαιτεί μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις από τον ίδιο τον Τσίπρα και τους άλλους πρωταγωνιστές. Ακόμα, όμως, κι αν η ηγετική ομάδα τις πραγματοποιήσει, είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει κλυδωνισμούς και πιθανότατα ρήξεις στον πολύχρωμο κομματικό μικρόκοσμο της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Οι αντιφάσεις που παρατηρούνται στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ οφείλονται ακριβώς στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως το κόμμα του 5% και ως κόμμα του 27%. Ο Τσίπρας διαφοροποιείται και μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρητορικής του για να μπορέσει να εκφράσει πολιτικά τους εκλογικούς πρόσφυγες από την κεντροαριστερά και να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Αντιθέτως, άλλα στελέχη εμμένουν στην παραδοσιακή ρητορική, με αποτέλεσμα – συνειδητά ή όχι – να εγείρουν εμπόδια στην πορεία προς την εξουσία.

Οι αντιφάσεις αυτές θα αναβλύζουν συνεχώς όσο ο Αλέξης Τσίπρας δεν δρομολογεί διαδικασίες που θα αποσαφηνίσουν την ιδεολογικοπολιτική φυσιογνωμία του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ». Όσο δεν συμβαίνει αυτό, ο καθένας θα θεωρεί ότι νομιμοποιείται να μιλάει όπως μιλάει και βεβαίως ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός και τα κατεστημένα ΜΜΕ θα φροντίζουν να θέτουν την αξιωματική αντιπολίτευση στη θέση του απολογούμενου.

Το ερώτημα είναι εάν ο Αλέξης Τσίπρας έχει ολοκληρώσει τη δική του υπέρβαση, ώστε να μπορεί να μετεξελίξει ιδεολογικοπολιτικά το κόμμα του. Το γεγονός ότι πράγματι επιδιώκει να βρεθεί στο τιμόνι της χώρας είναι η αναγκαία, αλλά όχι και η ικανή συνθήκη για να κατακτήσει την εξουσία και κυρίως για να την ασκήσει κατά τρόπο που θα απαλλάξει την Ελλάδα από τα δεσμά της Τρόικας και θα την ξαναστήσει στα πόδια της.

Η απουσία ενός ρεαλιστικού εθνικού σχεδίου, που θα πείσει ότι αποτελεί την εναλλακτική λύση στο Μνημόνιο, ερμηνεύει τη δημοσκοπική κόπωση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αντανακλά την πραγματική πολιτικοεκλογική στασιμότητά του. Δεν έχει σημασία εάν είναι μπροστά ή πίσω από τη ΝΔ κατά μία μονάδα. Το κρίσιμο είναι ότι δεν κεφαλαιοποιεί πολιτικοεκλογικά την πρωτοφανή συμπίεση που υφίσταται η μικρομεσαία θάλασσα από την πολιτική του Μνημονίου.

 

Η αχίλλειος πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ

Για προφανείς λόγους, τόσο το ευρωιερατείο όσο και η εγχώρια παράταξη του Μνημονίου ταυτίζουν την παραμονή στην Ευρωζώνη με την απαρέγκλιτη εφαρμογή των εντολών της Τρόικας. Ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται τον απεγκλωβισμό από το Μνημόνιο, αλλά δεν δίνει πειστική απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί μετά. Ο Αλέξης Τσίπρας ισχυρίζεται ότι επειδή η Ελλάδα παραμένει συστημικός κίνδυνος, το ευρωιερατείο θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί ένα βιώσιμο πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση.

Η Ελλάδα πράγματι παραμένει συστημικός κίνδυνος, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι το ευρωιερατείο θα υποχωρήσει εάν βρεθεί απέναντι σε μία αποφασισμένη ελληνική κυβέρνηση. Δεδομένου ότι από τις εδώ εξελίξεις θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό και οι εξελίξεις στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν αποκλείεται καθόλου το Βερολίνο να εξωθήσει την Ελλάδα σε χρεοκοπία και σε έξοδο από την Ευρωζώνη, έστω και αν από αυτή την επιλογή θα ματώσει και το ίδιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, οφείλει να δώσει σαφή απάντηση. Μακάρι η Ευρωζώνη να ήταν αλλιώς. Δυστυχώς, όμως, είναι αυτή που είναι και όλα δείχνουν ότι τουλάχιστον στο ορατό μέλλον δεν πρόκειται να αλλάξει ριζικά. Το δίλημμα για τους Έλληνες είναι επώδυνο: θα συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο, προσδοκώντας αυτό που συνεχώς διαψεύδεται από τα γεγονότα ή θα απεμπλακούν από το Μνημόνιο, έστω και αν αυτό τους θέσει εκτός Ευρωζώνης;

Οι παλαιότερες δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ αντανακλούσαν τέτοιους προβληματισμούς. Οι προπαγανδιστικές επιθέσεις που δέχθηκε από τους σημαιοφόρους του Μνημονίου (για την ακρίβεια ιδεολογική τρομοκρατία), όμως, τον υποχρέωσαν να αφαιρέσει από τη ρητορική του οτιδήποτε μπορούσε να εγείρει αμφισβητήσεις για την προσήλωσή του στο ευρώ.

Το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών (Φεβρουάριος 2013) και κυρίως η πρωτοφανής οικονομική επίθεση του ευρω-ιερατείου εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας λίγο αργότερα επανέφεραν τον προβληματισμό και την αυτονόητη θέση ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, όμως, τα μισόλογα και οι θολές θέσεις μετατρέπονται σε μπούμεραγκ. Ο δημόσιος διάλογος για τις επιλογές της Ελλάδας (όπως και της Κυπριακής Δημοκρατίας) πρέπει επιτέλους να ανοίξει και μάλιστα να διεξαχθεί με αυστηρά ορθολογικούς όρους. Αυτός είναι και ο αποτελεσματικότερος τρόπος να ακυρωθεί το προπαγανδιστικό σχήμα του μονόδρομου και η συναφής κινδυνολογία των σημαιοφόρων του Μνημονίου.

 

Η υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας

Σε μία συνέντευξή του στη ΝΕΤ κι απαντώντας στην ερώτηση με ποιους θα συγκυβερνήσει, ο Αλέξης Τσίπρας είχε ευχηθεί την ανάδυση ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Η δήλωσή του εκείνη μαρτυρεί λάθος ανάγνωση της πολιτικής δυναμικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα αξιωματική αντιπολίτευση, επειδή ακριβώς η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία πνέει τα λοίσθια. Και πνέει τα λοίσθια, επειδή ταυτίστηκε με το Μνημόνιο.

Η ταύτιση αυτή δεν είναι ιδιαιτερότητα του ΠΑΣΟΚ. Αντανακλά μία πανευρωπαϊκή τάση. Η κρίση διέλυσε την ψευδαίσθηση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι συμβατή με το Κοινωνικό Κράτος. Γι’ αυτό και οι ευρωπαϊκές άρχουσες ελίτ επιβάλλουν πολιτικές, οι οποίες τείνουν να το καταλύσουν, «κινεζοποιώντας» την εργασία. Με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να έχει προ πολλού υποκύψει ιδεολογικά στο νεοφιλελευθερισμό και στην παγκοσμιοποίηση, ο εκφυλισμός της ήταν αναπόφευκτος. Απλώς, το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι εικόνα από το δικό της όχι μακρινό μέλλον.

Εκτός κι αν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιδράσουν και υποχρεώσουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να αλλάξουν ρότα και να ηγηθούν της πολιτικής εκστρατείας για επιβολή ρυθμίσεων και περιορισμών στην ασυδοσία του χρήματος και των πολυεθνικών. Η συζήτηση για μία νέα οικονομική τάξη έχει ήδη αρχίσει, αλλά η πείρα πείθει ότι η έγκαιρη προσαρμογή των πολιτικών δυνάμεων είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας στην ιστορία.

 

Η επέλαση της Χρυσής Αυγής

Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι η Χρυσή Αυγή εμφανίζει τον υψηλότερο ρυθμό εκλογικής ανόδου στην Ελλάδα της κρίσης, γεγονός που αντιμετωπίζεται με εμφανή αμηχανία και ενίοτε με σπασμωδικό τρόπο όχι μόνο από το πολιτικό σύστημα, αλλά και από το δημοκρατικό φάσμα της κοινωνίας. Προφανώς, οι Έλληνες δεν έχουν προσβληθεί από κάποιον μυστηριώδη ακροδεξιό ιό. Υπάρχουν αιτίες που μία μέχρι πρότινος περιθωριακή οργάνωση βρίσκει τέτοια απήχηση. Το ποσοστό που η Χρυσή Αυγή απέσπασε στις εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου 2012 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (φθινόπωρο 2010), είχε αποσπάσει στο δήμο Αθηναίων 5,3%, ενώ οι περιοχές που έχουν κατακλυσθεί από παράνομους μετανάστες της είχαν δώσει ποσοστά γύρω στο 20%!

Όσοι νομίζουν ότι με ρητορικές καταγγελίες περί νεοναζισμού θα ανασχέσουν το λαϊκό ρεύμα υπέρ της Χρυσής Αυγής πλανώνται. Είναι αξιοσημείωτο, μάλιστα, ότι ορισμένοι στη ΔΗΜΑΡ και στο ΠΑΣΟΚ έδειξαν με τις δηλώσεις τους ότι σκέφθηκαν σοβαρά να ζητήσουν το κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να τεθεί εκτός νόμου. Και μόνο το γεγονός ότι σκέφθηκαν να λύσουν ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα με απαγορεύσεις καταδεικνύει όχι μόνο αμηχανία, αλλά και καθεστωτική νοοτροπία. Καθεστωτική νοοτροπία που επιβεβαιώθηκε από την υπόθεση του «αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου.

Η πρωταρχική εκλογική συσσώρευση της Χρυσής Αυγής προέκυψε από τα προβλήματα που προκάλεσε η μαζική παράνομη μετανάστευση. Αυτά της έδωσαν την πρώτη ισχυρή πολιτικοεκλογική ώθηση. Εδώ και πολλά χρόνια οι κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας κι όχι μόνο έκαναν δραματικές εκκλήσεις στην Πολιτεία και στα κόμματα. Δεν βρήκαν, όμως, την παραμικρή ανταπόκριση.

Η ευρύτερη Αριστερά και Κεντροαριστερά παραβλέπει τις αρνητικές επιπτώσεις της παράνομης μετανάστευσης στο όνομα της καταπολέμησης της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Ο στρουθοκαμηλισμός της, όμως, στην πράξη τροφοδοτεί αντί να καταπολεμά τον ρατσισμό. Τα λαϊκά στρώματα βιώνουν μία δύσκολη πραγματικότητα κυρίως λόγω της διάσπαρτης εγκληματικότητας και του αθέμιτου ανταγωνισμού που δέχονται από τη «μαύρη εργασία». Γι’ αυτό και η στείρα αντιρατσιστική ρητορική περισσότερο τα προκαλεί παρά τα πείθει. Ουσιαστικά, η Πολιτεία και το πολιτικό σύστημα άφησαν και συνεχίζουν να αφήνουν επικίνδυνα κενά. Η φύση και η ζωή, όμως, απεχθάνονται τα κενά. Η Χρυσή Αυγή δεν κερδίζει έδαφος στην κοινωνία επειδή καλύπτει με τον δικό της βίαιο και απεχθή ακτιβισμό αυτά τα κενά.

Οι επιπτώσεις της παράνομης μετανάστευσης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη μετατροπή μίας οργάνωσης λίγων εκατοντάδων σε ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Το ραγδαία αναπτυσσόμενο πολιτικοεκλογικό ρεύμα της Χρυσής Αυγής, όμως, τροφοδοτείται και από άλλες πηγές. Η πρωτοφανής κρίση απονομιμοποίησε το πολιτικό σύστημα και συρρίκνωσε την πολιτικοεκλογική εμβέλεια των «μνημονιακών» κομμάτων. Η εξέλιξη αυτή δεν φούσκωσε τα εκλογικά πανιά μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Έστειλε και πολλούς ψηφοφόρους στην ακροδεξιά αγκαλιά.

Η αιτία είναι ότι η Χρυσή Αυγή αυτοπροβάλλεται ως το κατεξοχήν αντισυστημικό κόμμα, ως το κόμμα που βρίσκεται στον αντίποδα του αριστερόστροφου ιδεολογικού κλίματος της μεταπολιτευτικής περιόδου, ως το κόμμα που δεν είχε ούτε έμμεση ευθύνη για την κρίση που πλήττει βάναυσα την ελληνική κοινωνία. Η βίαιη ρητορική και συχνά η βίαιη πρακτική της Χρυσής Αυγής βρίσκει απήχηση σε μικρομεσαία στρώματα που υφίστανται με δραματικό τρόπο τις επιπτώσεις της κρίσης. Πληθαίνουν όσοι θεωρούν ότι ψηφίζοντάς την εκδικούνται πιο αποτελεσματικά το κατεστημένο πολιτικό σύστημα. Όλοι αυτοί θεωρούν ότι το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, το οποίο ταυτίζουν με τη δημοκρατία, πρόδωσε την κοινωνία και γι’ αυτό στρέφουν την πλάτη τους στη δημοκρατία.

Ένας τρίτος παράγοντας που τροφοδοτεί το ρεύμα της Χρυσής Αυγής συνδέεται με το γεγονός ότι κάθε κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση έχει την τάση να πιαστεί από τις σταθερές της ύπαρξής της, κυρίως από την εθνική ταυτότητα. Σε αντίθεση με τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις που την είχαν υποβαθμίσει ως ιδεολογικό παράγοντα, είτε στο όνομα ενός αριστερού διεθνισμού είτε στο όνομα ενός μετέωρου ευρωπαϊσμού, η Χρυσή Αυγή έχει κάνει σημαία της μία ακραία και απεχθή εκδοχή του εθνικισμού.

Η εκδίωξη των παράνομων (και όχι μόνο) μεταναστών, η αντισυστημικότητα (ρήξη με το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα) και ο ακραίος εθνικισμός είναι οι ιδεολογικές σημαίες, με τις οποίες η Χρυσή Αυγή προσελκύει μαζικά όχι μόνο κατεστραμμένα και υπό καταστροφή μικρομεσαία στρώματα, αλλά και οργισμένους νέους. Αυτή η κατηγορία νέων έλκεται και από τον παραστρατιωτικό τρόπο οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Η αυστηρή ιεραρχία και η τυφλή πειθαρχία, διαλύουν το Εγώ σε μία συλλογικότητα, η οποία αυτοπροβάλλεται σαν το πολιτικό όχημα για την πραγματοποίηση μιας ιστορικής αποστολής.

Η στράτευσή τους, λοιπόν, δεν είναι απλώς μόνο μια μορφή κοινωνικοποίησης. Την θεωρούν και σαν έναν τρόπο για να συμμετάσχουν σε μια συλλογικότητα, η οποία με κάθε τρόπο αποθεώνει την ισχύ. Για νεαρούς από λαϊκά στρώματα, που βιώνουν την κρίση στο οικογενειακό τους περιβάλλον σαν ταπείνωση των γονιών τους, η στράτευση σ’ ένα κόμμα που αποθεώνει την ισχύ αντιπροσωπεύει εμμέσως πλην σαφώς και μία ευκαιρία εκδίκησης.

Η Χρυσή Αυγή δεν είναι πρόκληση για το πολιτικό σύστημα. Είναι πρόκληση για το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να συμμαχήσουν μαζί της κύκλοι των αρχουσών ελίτ εάν θεωρήσουν ότι απειλείται η εξουσία τους. Στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο, πάντως, το αντίδοτο στην ακροδεξιά πλημμυρίδα είναι το αξιόπιστο κι αποτελεσματικό Κράτος Δικαίου. Όσο η Πολιτεία θα αφήνει κενά κι όσο η κρίση θα απαξιώνει το κατεστημένο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, τόσο το ακροατήριο της Χρυσής Αυγής θα μεγαλώνει παρά τις καταγγελίες των κάθε λογής αντιφασιστών.

 

Η «ασταθής» ευστάθεια της κυβέρνησης Σαμαρά

Το πρόβλημα με την κυβέρνηση Σαμαρά δεν είναι μόνο ότι τρία κόμματα με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές ορίζουσες υποχρεώθηκαν από τις περιστάσεις να σχηματίσουν κυβέρνηση και ως εκ τούτου είναι αναπόφευκτο να προκύπτουν πολιτικές τριβές. Είναι, επίσης, ότι αυτή η κυβέρνηση οικοδομήθηκε κατά τρόπο που να μην εξασφαλίζει την ταχεία και δημιουργική επίλυση των διαφορών. Η πρακτική που κατά κανόνα ακολουθείται στις ευρωπαϊκές χώρες είναι οι αρχηγοί των μικρότερων κυβερνητικών εταίρων να ορίζονται αντιπρόεδροι και να αναλαμβάνουν σημαντικά χαρτοφυλάκια. Αυτό γίνεται κυρίως επειδή η λειτουργική παρουσία των πολιτικών αρχηγών προσφέρει τη δυνατότητα μίας διαρκούς διαβούλευσης εντός των κυβερνητικών οργάνων, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις και να επιτυγχάνεται συντονισμός.

Στην Ελλάδα, ο κανόνας των μονοκομματικών κυβερνήσεων διαμόρφωσε μία αρνητική παράδοση. Στις τρεις φορές, άλλωστε, που μετά το 1974 χρειάστηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας (κυβερνήσεις Τζανετάκη, Ζολώτα και Παπαδήμου) η κυβέρνηση ήταν ειδικού σκοπού και περιορισμένου χρόνου. Γι’ αυτό και ορίστηκε πρωθυπουργός τρίτο πρόσωπο. Και στις τρεις περιπτώσεις τον συντονισμό εξασφάλιζε η παραθεσμική διαβούλευση-διαπραγμάτευση των πολιτικών αρχηγών. Με άλλα λόγια, η πραγματική εξουσία εκπορευόταν από αυτή την άτυπη λειτουργία. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση ήταν διεκπεραιωτές.

Η τρικομματική κυβέρνηση, όμως, δεν είναι κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Είναι κανονική κυβέρνηση με ορίζοντα τετραετίας. Από την μία πλευρά, ο Αντώνης Σαμαράς επιδιώκει να ασκήσει ακέραιες τις προβλεπόμενες πρωθυπουργικές εξουσίες και βολεύεται από το γεγονός ότι οι Βαγγέλης Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης έμειναν εκτός. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορεί να ασκεί την εξουσία, με τον τρόπο που θα την ασκούσε εάν ηγείτο μονοκομματικής κυβέρνησης.

Οι υπουργοί που έχουν υποδειχθεί από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ επισήμως δέχονται εντολές από το μέγαρο Μαξίμου, αλλά ατύπως δέχονται και οδηγίες αντιστοίχως από τον Βαγγέλη Βενιζέλο και τον Φώτη Κουβέλη. Γι’ αυτό και όταν στη διαδρομή εγείρονται προβλήματα, δεν τα επιλύει ο Αντώνης Σαμαράς με τους υπουργούς του εντός των κυβερνητικών οργάνων, αλλά σε μη θεσμικές συσκέψεις με τους δύο άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Περιττό να σημειωθεί ότι τα ίδια ισχύουν για την αξιολόγηση και ενδεχόμενη αντικατάσταση των υπουργών και των άλλων ανώτατων κυβερνητικών στελεχών που ανήκουν στους δύο μικρότερους εταίρους. Η λύση που βρέθηκε, βεβαίως, ήταν η χειρότερη: οι τρεις μοίρασαν αναλογικά το πλήθος των αξιωμάτων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ακυρώνοντας κάθε αξιοκρατικό κριτήριο.

Η άρνηση κυρίως του Φώτη Κουβέλη και δευτερευόντως του Βαγγέλη Βενιζέλου να συμμετάσχει στην κυβέρνηση δεν ευθύνεται για τις όποιες διαφωνίες, αλλά ευθύνεται για το γεγονός ότι αυτές προκαλούν συνήθως τριβές και δυσλειτουργίες. Πιθανότατα, στην απόφασή τους να έπαιξε ρόλο η αβάσιμη σκέψη ότι μένοντας εκτός κυβέρνησης οι ίδιοι και τα κόμματά τους δεν θα εισπράξουν ακέραιο το πολιτικό κόστος από τις κυβερνητικές πράξεις και παραλείψεις. Όπως απέδειξε, όμως, και το αρνητικό δίδαγμα από τα «εντός και εκτός» της ΝΔ στην κυβέρνηση Παπαδήμου αυτό δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα, βασικό ρόλο έπαιξε και η «βλαχοδημαρχίστικη» αντίληψη ότι είναι υποτιμητικό να τεθούν υπό την προεδρία του Αντώνη Σαμαρά.

Η ΔΗΜΑΡ συνηθίζει να προκαλεί ενδοκυβερνητικά ζητήματα, αρνούμενη κάθε τόσο να συμφωνήσει με κάποιο επιμέρους μέτρο. Συνήθως ανεβάζει πολύ τους τόνους, επιτυγχάνει κάποιες μικροαλλαγές ώστε να έχει φύλλο συκής και στη συνέχεια βεβαίως προσαρμόζεται. Στην πραγματικότητα, επιζητεί απεγνωσμένα μία διαπραγματευτική «νίκη» για να την πουλήσει στους ψηφοφόρους. Πρόκειται για μία τακτική, στην οποία ταιριάζει πολύ η ρήση «καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα».

Η ΔΗΜΑΡ έχει ζωτική ανάγκη να εμφανίζεται σαν το κόμμα που εντός του κυβερνητικού συνασπισμού αγωνίζεται για την κατά το δυνατόν προστασία των εισοδηματικά αδύναμων στρωμάτων. Ελπίζει ότι με τα «εντός, εκτός και επί τα αυτά» θα εξισορροπήσει κατά το δυνατόν το κόστος από το γεγονός ότι συμμετέχει στην κυβέρνηση Σαμαρά και συνυπογράφει την πολιτική του Μνημονίου.

Μπορεί το κόμμα του Κουβέλη να μην είναι σε θέση ούτε να απειλήσει την κυβερνητική αυτοδυναμία, αλλά από πολιτικής απόψεως παίζει κομβικό ρόλο. Κι αυτό, επειδή η όποια διαφοροποίησή του ασκεί πίεση στο κόμμα του Βαγγέλη Βενιζέλου και επηρεάζει τη στάση του. Η ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλώς όμορα κόμματα. Στο εκλογικό επίπεδο είναι σ’ ένα βαθμό συγκοινωνούντα δοχεία. Για την ακρίβεια, η βασική ροή ψηφοφόρων είναι από το ΠΑΣΟΚ προς τη ΔΗΜΑΡ.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, όμως, η τρικομματική κυβέρνηση είναι πιο σταθερή απ’ όσο φαίνεται. Οι αλλεπάλληλες τριβές δημιουργούν την εντύπωση ασταθούς ισορροπίας, αλλά κανένας από τους τρεις εταίρους δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και οι κατά καιρούς διαφωνίες είναι λειτουργικά αβαθείς, γεγονός που προσδίδει ευστάθεια στον κυβερνητικό συνασπισμό. Με άλλα λόγια, αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανατραπεί από τις εσωτερικές αντιθέσεις της.

Μόνο εκτεταμένες κοινωνικές αντιδράσεις μπορούν να προκαλέσουν πραγματικά ρήγματα στο χώρο της συμπολίτευσης. Όσο αυτές δεν εκδηλώνονται τόσο η κυβέρνηση θα συνεχίσει να πορεύεται όπως πορεύεται. Ειδικά όταν η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικοεκλογικά την εκτεταμένη και οξύτατη κοινωνική δυσαρέσκεια. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει στον Αντώνη Σαμαρά μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ έναντι των εταίρων του, επειδή ούτε ο Φώτης Κουβέλης ούτε ο Βαγγέλης Βενιζέλος είναι διατεθειμένοι όχι μόνο να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από την κυβέρνηση, αλλά ούτε καν να διαπραγματευθούν αποφασιστικά την ουσία της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής.



πίσω στα περιεχόμενα: