τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , ,


Κρίση, συσσώρευση και κοινωνική ανατροπή


Η κρίση στην οποία έχει περιέλθει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα διεθνώς από το 2008, και η οποία πλήττει με ιδιαίτερη οξύτητα τις πιο εξελιγμένες κεφαλαιοκρατικά χώρες και περιοχές του κόσμου, δεν έχει συγκυριακό χαρακτήρα αλλά δομικό. Πρόκειται για μια κρίση η οποία μπορεί μεν να εκδηλώνεται στο χρηματοπιστωτικό και δημοσιονομικό τομέα αλλά έχει τις ρίζες της στον τομέα της παραγωγής.

Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής και της συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ασία και σε άλλες αναδυόμενες οικονομικά περιοχές του πλανήτη έχει άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Το γεγονός αυτό προκαλεί την αποβιομηχάνιση των εξελιγμένων κεφαλαιοκρατικά χωρών και την επικράτηση σε αυτές του χρηματιστικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η μεταφορά της αναπτυξιακής διαδικασίας και της παραγωγής υπεραξίας, κυρίως, στις αναδυόμενες οικονομικά περιοχές της πρώην περιφέρειας, σηματοδοτεί το τέλος της αποκλειστικής ηγεμονίας του δυτικού κόσμου και την αφετηρία της παρακμής του.[1] Οι εξελίξεις αυτές εντείνουν την κρίση του εξελιγμένου κεφαλαιοκρατικά κόσμου (Η.Π.Α., Ε.Ε., Ιαπωνία) με αποτέλεσμα να δοκιμάζονται ιδιαίτερα οι πιο αδύνατες οικονομικά περιοχές του, όπως οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Στο πλαίσιο αυτό επιδεινώνονται οι σχέσεις ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και του ευρωπαϊκού Βορρά, διότι οι χώρες που τον απαρτίζουν, με επικεφαλής τη Γερμανία, επιχειρούν να μεταφέρουν το κόστος της διεθνούς κρίσης και του εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κέντρων οικονομικής δύναμης στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η σημερινή διεθνής δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με την επιβολή από τις κυρίαρχες τάξεις του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης του κεφαλαίου και διανομής του πλούτου μετέτρεψε την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία σε ανοιχτό κοινωνικό πόλεμο κατά των δυνάμεων της εργασίας. Ένας πόλεμος που εντείνεται και βαθαίνει όλο και περισσότερο με τη συνεχή αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας και την όλο και μεγαλύτερη μεταφορά πόρων από το δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό, οδηγώντας με γρήγορους ρυθμούς στην κοινωνία του ενός τετάρτου. Ήδη, το πρόβλημα της ανεργίας έχει προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με επακόλουθο μεγάλα τμήματα των ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων και του εργασιακού δυναμικού να περιθωριοποιούνται κοινωνικά. Συνεπώς πρόκειται για μία κρίση που έχει προσλάβει γενικευμένο δομικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αντιμετώπισή της με συμβατικό τρόπο, όπως μιας συνηθισμένης περιοδικής κυκλικής κρίσης.

Ο κυριότερος παράγοντας που οδήγησε στη σημερινή δομική κρίση πρέπει να αναζητηθεί στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους η οποία χαρακτηρίζει και προσδιορίζει τη λειτουργία και την εξέλιξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, όπως έχει αναλύσει ο Marx στο Κεφάλαιο, χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, η οποία συνδέεται με μια όλο και μεγαλύτερη, αναλογικά, χρήση του σταθερού του τμήματος σε σχέση με το μεταβλητό του τμήμα. Με την εξέλιξη, δηλαδή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος μεταβάλλεται δραστικά η σχέση ανάμεσα στη νεκρή και τη ζωντανή εργασία υπέρ της πρώτης. Η εξέλιξη αυτή έχει άμεσες επιπτώσεις στη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και στη διεξαγωγή της πάλης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Επισημαίνεται σχετικά ότι η συσσώρευση αποτελεί μια διαδικασία η οποία διακόπτεται από κρίσεις, μερικές φορές δομικές, οι οποίες, στην περίπτωση αυτή, παρέχουν τη δυνατότητα μετατροπής της ταξικής πάλης σε αγώνα για τη μετάβαση σε άλλη κοινωνικοοικονομική οργάνωση. Εξάλλου, οι ρίζες της ταξικής πάλης βρίσκονται στο ίδιο το προτσές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, άμεσος σκοπός και ειδικό προϊόν του οποίου είναι η υπεραξία και η μετατροπή της σε πρόσθετο κεφάλαιο.

Σχετικά με τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη δομική κρίση και τη δυνατότητα πραγματοποίησης της κοινωνικής αλλαγής ο Ανρί Λεφέβρ (Henri Lefebvre) τονίζει ότι: «Ο καπιταλισμός έχει τη δυναμική του, που αν δεν αναπαραχθεί, ο ίδιος εξαφανίζεται. Σε τι συνίσταται η εσωτερική κίνηση αυτού του τρόπου παραγωγής; Στο ό,τι πραγματοποιείται μέσα από μετασχηματισμούς που κι αυτοί προκλήθηκαν από τις αντιφάσεις του. Για να διατηρηθεί ο τρόπος παραγωγής, για να αναπαραχθούν οι σχέσεις παραγωγής, καθώς και οι θεσμοί με τους οποίους λειτουργεί η κοινωνία που στηρίζεται σ’ αυτές τις σχέσεις, πρέπει να συνεχιστεί η συσσώρευση του κεφαλαίου, η παρακράτηση δηλαδή της υπεραξίας, επομένως ο εγγενής στον καπιταλισμό αγώνας κατά της τάσης για μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους (…). Με δυο λόγια, υπάρχουν για τον Μαρξ, ευνοϊκές στιγμές βαθιάς κρίσης, άρα στιγμές κοινωνικής αλλαγής και εφικτής επανάστασης. Αλλά η επανάσταση (προλεταριακή, σοσιαλιστική, κομμουνιστική) δεν είναι παρά μία από τις δυνατότητες. Μια άλλη δυνατότητα είναι, αντίθετα, η «πρόοδος» μέσα στο πλαίσιο του ήδη υπάρχοντος τρόπου παραγωγής (…). Υπάρχουν και άλλες δυνατότητες: η αποσύνθεση, η εξάρθρωση (κάποιας χώρας, κάποιου κράτους), ο πόλεμος – ή ακόμη η άγρια καταπίεση».[2]

Επομένως, το κρίσιμο ζήτημα που προβάλλει, είναι ο εντοπισμός του τι ακριβώς συμβαίνει στο σκληρό πυρήνα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, δηλαδή στην παραγωγή υπεραξίας, ιδιαίτερα στις εξελιγμένες κεφαλαιοκρατικά χώρες και περιοχές (Η.Π.Α., Ε.Ε., Ιαπωνία) στις οποίες η κρίση έχει προσλάβει γενικευμένο δομικό χαρακτήρα. Το ζήτημα αυτό είναι κεντρικής σημασίας διότι η συσσώρευση του κεφαλαίου έχει τη βάση της στην παραγωγή και την πραγματοποίηση της υπεραξίας. Έτσι, η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν είναι παρά η μετατροπή της υπεραξίας σε πρόσθετο κεφάλαιο. Για το λόγο, άλλωστε, αυτόν η συσσώρευση του κεφαλαίου αποτελεί την κινητήρια δύναμη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, οπότε κάθε παρατεταμένη αναστολή της ανοίγει δυνατότητες ανατροπής του.

Σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της παραγωγής και της απόσπασης υπεραξίας και των επιπτώσεων που έχει στη συσσώρευση του κεφαλαίου στον εξελιγμένο, ειδικότερα, κεφαλαιοκρατικό κόσμο είναι χρήσιμο να παραθέσουμε ορισμένα σημεία από κύριο άρθρο της εφημερίδας Le Monde.[3] Στο άρθρο αυτό, που έχει ως τίτλο «Το μοιραίο σφάλμα της αποβιομηχάνισης», αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όχι και τόσο μακριά που στην Ουάσιγκτον ο Ρόναλντ Ρίγκαν και το Λονδίνο η Μάργκαρετ Θάτσερ μας έδιναν μαθήματα οικονομίας. Ο τίτλος των μαθημάτων ήταν: οι νέοι δρόμοι του νεοφιλελευθερισμού, ή πώς υποβαθμίζεται η βιομηχανία. Το μέλλον-μας έλεγαν-ανήκε πια στις υπηρεσίες και την υψηλή τεχνολογία. (…). Καθώς οι δύο αρχιερείς του φιλελεύθερου προτύπου δίδασκαν το δόγμα των ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών, ένας νέος γεωοικονομικός χάρτης ξεδιπλωνόταν. Ένας σημαντικός αριθμός βιομηχανιών του Βορρά μεταφέρθηκε στο Νότο. Περισσότερο από άλλες περιοχές επωφελήθηκε η Ασία (…). Ωστόσο, ο Βορράς προχωρούσε στο δρόμο της αποβιομηχάνισης».

Ποια ήταν, όμως, η βαθύτερη αιτία άσκησης αυτής της πολιτικής; Αυτή η βαθύτερη αιτία πρέπει να αναζητηθεί στην προσπάθεια του κεφαλαίου να αντισταθμίζει τις συνέπειες της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Όπως γίνεται γενικότερα αποδεκτό[4] στη δεκαετία του 1970 σημειώθηκε σημαντική πτώση του ποσοστού κέρδους. Πτώση, η οποία οδήγησε σε μεγάλη επιβράδυνση της συσσώρευσης. Η μεγάλη πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη από την κυρίαρχη τάξη του φορντικού-κεϊνσιανού καθεστώτος συσσώρευσης του κεφαλαίου και διανομής πλούτου, που είχε εξαντλήσει τη δυναμική του, και τη διαμόρφωση κατά των εργαζομένων μιας επιθετικής στρατηγικής και πολιτικής, οι οποίες αποτελούν θεμελιακό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης του κεφαλαίου και διανομής του πλούτου. Ένα καθεστώς συσσώρευσης το οποίο καθιερώνει τον ανοιχτό κοινωνικό πόλεμο του κεφαλαίου κατά της εργασίας με ολέθριες συνέπειες για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τη νεολαία και γενικότερα για τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα που προλεταριοποιούνται και περιθωριοποιούνται.

Στον πυρήνα των μεγάλων αυτών αλλαγών που γνωρίζει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα βρίσκεται η διεθνοποίηση της παραγωγής σε συνθήκες κυριαρχίας του χρηματιστικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Κεντρικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζουν οι μεγάλες επιχειρήσεις που η εμβέλειά τους υπερβαίνει το πλαίσιο της εθνικής αγοράς. Από τις μεγάλες αυτές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τον κυριότερο «μηχανισμό μεγιστοποίησης του κέρδους και συσσώρευσης του κεφαλαίου»,[5] δύο τύποι τους επιδρούν καθοριστικά στη διαδικασία παγκοσμιοποίησης της οικονομίας: οι επιχειρήσεις που επικεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της παραγωγής και οι επιχειρήσεις που επικεντρώνουν τη δραστηριότητά τους στο χρηματιστικό και χρηματοπιστωτικό τομέα.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να αντισταθμίζουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους διεθνοποιούν την παραγωγή τους προβαίνοντας ταυτόχρονα σε αναδιαρθρώσεις μεγάλης κλίμακας με άξονα τις εξαγορές και συγχωνεύσεις. Στη διαδικασία παγκοσμιοποίησης της οικονομίας σε νεοφιλελεύθερη βάση, εκτός από τους Διεθνείς Οικονομικούς Οργανισμούς, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα ίδια τα εθνικά κράτη ή και οι ενώσεις τους (λ.χ. Ε.Ε.), ώστε ο χώρος τους να γίνεται ανταγωνιστικός και ανοιχτός στις πραγματοποιούμενες διεθνώς αλλαγές.[6]

Στο πλαίσιο αυτό το εθνικό κράτος, εκτός από τις κυρίαρχες επιλογές του ως μηχανισμός έκφρασης και διασφάλισης των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, βρίσκεται, επίσης, αντιμέτωπο με τον ανταγωνισμό, τις στρατηγικές και τις πολιτικές των φορέων που εμπλέκονται στην παγκοσμιοποιητική διαδικασία, όπως των πολυεθνικών επιχειρήσεων, των διεθνών οικονομικών οργανισμών, των διεθνών μη κυβερνητικών οργανώσεων και των εναλλακτικών κινημάτων κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με αποτέλεσμα να δέχεται την πίεση και τους περιορισμούς που προκύπτουν από τη δράση τους. Έτσι, το εθνικό κράτος, κατά βάση, δεν θέλει ή δεν μπορεί να ελέγχει, όπως στο παρελθόν, τις κινήσεις του κεφαλαίου, ιδιαίτερα του πολυεθνικού, και να διαμορφώνει ή να επηρεάζει τις βασικές οικονομικές ισορροπίες στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας. Η ενίσχυση, όμως, της θέσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα εθνικά κράτη χάνουν ή θα χάσουν στο εγγύς μέλλον κάθε έλεγχο και κυριαρχία πάνω στην εθνική οικονομία τους και στον εθνικό τους χώρο. Τα εθνικά κράτη, όπως αναφέραμε, με τις πολιτικές τους και τα μέτρα που εφαρμόζουν, επιδιώκουν να καταστήσουν τον οικονομικό τους χώρο ελκυστικό, ιδιαίτερα, στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθιστάμενα με τον τρόπο αυτόν ενεργοί παράγοντες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας διευκολύνοντας ή εξυπηρετώντας τους στόχους και τη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων.[7]

Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί ότι η πολυεθνικοποίηση και διεθνοποίηση των επιχειρήσεων προξένησε την άρση όλων των εμποδίων και περιορισμών που υπήρχαν σχετικά με τη διακίνηση των κεφαλαίων ώστε να εξασφαλίζονται απρόσκοπτα τα απαιτούμενα κεφάλαια για την πραγματοποίηση μεγάλης κλίμακας άμεσων ξένων, ή διεθνών, επενδύσεων. Έτσι, ο ρόλος των διεθνών επενδύσεων και της χρηματοδότησής τους υπήρξε και είναι καθοριστικός σε ό,τι αφορά την αναδιάρθρωση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των προεκτάσεων και των επιπτώσεών της στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν μια χωρίς προηγούμενο ενίσχυση του χρηματιστικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο με τη δυνατότητα που έχει να μετακινείται εύκολα μπορεί να κερδοσκοπεί ιδιοποιούμενο μέσα από τους μηχανισμούς και τις πρακτικές που χρησιμοποιεί όλο και μεγαλύτερο μέρος του υπερπροϊόντος που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής.[8] Έτσι, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των γεωοικονομικών ανακατατάξεων που προκαλεί, βρισκόμαστε μάρτυρες ενός οξύτατου ανταγωνισμού ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον κόσμο της εργασίας σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, ο οποίος γίνεται αντικείμενο μιας πρωτοφανούς εκμετάλλευσης στην προσπάθεια των δυνάμεων του κεφαλαίου να υπερβούν τη δομική κρίση του συστήματος.

Συνεπώς, μια προοδευτική έξοδος από τη σημερινή δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος διέρχεται αναγκαστικά μέσα από τη ριζική αμφισβήτηση και ανατροπή του. Το διακύβευμα είναι πλέον κοινωνικοπολιτικό, και όχι μόνον οικονομικό, λόγω της μετατροπής της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας σε ανοικτό κοινωνικό πόλεμο. Δηλαδή, σε ένα ταξικό πόλεμο που καθιστά τις εξελιγμένες κεφαλαιοκρατικά χώρες, και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού Νότου,  στον πιο αδύνατο κρίκο του συστήματος από τον οποίο μπορεί και πρέπει να ξεκινήσει η διαδικασία της κοινωνικής ανατροπής[9] του, ως διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. Ηλίας Ι. Νικολόπουλος, «Κρίση, παραγωγική ανασυγκρότηση και ανατροπή», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Απριλίου 2013, σ. 8.
[2] Βλ. Ανρί Λεφεβρ, Μια σκέψη που έγινε κόσμος, εκδόσεις Κένταυρος, Αθήνα 1987, σ.197-198 και 200-201.
[3] Βλ. Εφημερίδα Le Monde, 5 Νοεμβρίου 2011, σ.1. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Η Εποχή στις 13 Νοεμβρίου 2011, σ.31.
[4] Βλ. Χρήστος Λάσκος, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Χωρίς επιστροφή, εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2011, σ.48.
[5] Βλ. Paul Baran, Paul Sweezy, Le capitalisme monopoliste, εκδόσεις  Fr.Maspero, Paris 1970, p. 57 και 59.
[6] Βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, «Κρίση και κοινωνικός μετασχηματισμός», π. Τετράδια, τχ. 61 (Χειμώνας-Άνοιξη 2012), Αθήνα, σ.48-49.
[7] Βλ. Ηλίας Νικολόπουλος, Σταυριανή Σπυριούνη, Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις. Οικονομία και θεσμοί την εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2008, σ.59-62 και 575-587.
[8] Βλ. επίσης, Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Γιάννης Μηλιός, Σπύρος Λαπατσιώρας, «Χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο: παραγωγικό ή “παρασιτικό;”», π. Θέσεις, τχ.123 (Απρίλιος-Ιούνιος 2013), Αθήνα, σ.15-39.
[9] Βλ. Ηλίας Ι. Νικολόπουλος, «Κρίση, αλληλέγγυα οικονομία και κοινωνική χειραφέτηση», π.Θέσεις, τχ. 123 (Απρίλιος-Ιούνιος 2013), Αθήνα, σ.57-71.



πίσω στα περιεχόμενα: