Η διαχρονική αξία του ηθικοπολιτικού προτάγματος του Αντόνιο Γκράμσι
Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά που παίρνω μέρος στη σημερινή παρουσίαση για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία μιας, ομολογουμένως, σπουδαίας και εργώδους εκδοτικής προσπάθειας και δεύτερον, γιατί αναφέρεται σ’ έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές και πολιτικούς ακτιβιστές του 20ού αιώνα, τον μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι.
Οι εκδόσεις του έργου του Γκράμσι χρονολογούνται από την εποχή της δικτατορίας του ’67. Εδώ ο «Στοχαστής» πρωτοπορεί μαζί με τον «Ηριδανό». Από το 1972 μέχρι σήμερα ο Λουκάς Αξελός συνεχίζει την εμμονική περιπέτειά του με το έργο του μεγάλου Ιταλού στοχαστή. Δεν είναι υπερβολή ότι η συστηματική γνωριμία του ελληνικού κοινού με το γκραμσιανό στοχασμό οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς την περιπέτεια. Έτσι, ως αναγνώστης, που γνώρισε τον Γκράμσι απευθείας μέσω της έκδοσης των Διανοουμένων και συνέχισε να μελετά ό,τι μεταφράστηκε από το έργο του στα ελληνικά (αλλά και ό,τι έβρισκε στις γλώσσες που μπορούσε να παρακολουθήσει) οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ εκείνους που ενεπλάκησαν σ’ αυτήν την ελληνική εκδοχή του γκραμσιανού έργου, που κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Πιο πολύ, όμως, χρωστώ ευχαριστίες στον Αξελό γι’ αυτή τη συγκεκριμένη στοχοπροσήλωσή του.
Ο Αξελός αποτυπώνει και συμπυκνώνει ταυτόχρονα την γκραμσιανή του εμπειρία στο ευσύνοπτο βιβλίο του Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι. Περιγράφει το χρονικό της έκδοσης των έργων του στην Ελλάδα, κάτι ιδιαιτέρως χρήσιμο και για το σημερινό αναγνώστη, κυρίως για το νεανικό κοινό που έχει έτσι την ευκαιρία όχι μόνο να πληροφορηθεί την ελληνική ιστορία του Ιταλού στοχαστή αλλά και να πάρει μια γεύση από την τόσο αντιφατική εκδοτική πραγματικότητα στη χώρα μας. Ας σημειωθεί, ότι ο Αξελός είναι εξαίρετος μελετητής της ελληνικής εκδοτικής ιστορίας, αυτής της τόσο σημαντικής πτυχής του νεοελληνικού πολιτισμού.
Στο προαναφερθέν βιβλίο επιχειρείται μια κριτική επανεκτίμηση της πρόσληψης και, κυρίως πολιτικής, αξιοποίησης του Γκράμσι, τόσο από την πάλαι ποτέ ευρωκομμουνιστική παράδοση όσο και από τις απόπειρες του εγχώριου αστικού εκσυγχρονισμού να παρουσιάσει ένα αφυδατωμένο, «ακίνδυνο» για την καπιταλιστική κυριαρχία ομοίωμα του Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη. Ο Αξελός σωστά επισημαίνει ότι οι πολλαπλές αναγνώσεις του Γκράμσι οφείλουν πάντοτε να υπολογίζουν τρεις σταθερές της γκραμσιανής προβληματικής. Η πρώτη είναι η βαθιά πεποίθηση για τη σύνδεση της ηθικής με την πολιτική. Η δεύτερη αφορά τη σύνδεση θεωρίας και πράξης. Η Τρίτη εντοπίζεται στην απόλυτη και μέχρι τέλους αφοσίωσή του στην υπόθεση της χειραφέτησης των υποτελών τάξεων, στην υπόθεση της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Αυτές οι σταθερές συγκροτούν και το πρίσμα της μελετητικής οπτικής του Αξελού αλλά και καταδεικνύουν την πολιτική του πρόθεση.
Η οπτική αυτή είναι εμφανής στην ανάλυση της γκραμσιανής ηγεμονίας – έννοιας βεβαρημένης με πολλές και αντιφατικές προσεγγίσεις συγκυριακού και άμεσα χρησιμοθηρικού χαρακτήρα. Ο Αξελός ορθά επισημαίνει ότι η «ηγεμονία» δεν πρέπει να εξαντλείται αποκλειστικά στην οργανωτική της εκδοχή, όπως κάνουν διάφορες προσεγγίσεις της σταλινικής και ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς αλλά να κατανοείται πρωτίστως ως βαθύτερη πολιτισμική έκφραση, ως πολιτική, ηθική και ιδεολογική υπεροχή.
Ο όγδοος τόμος των έργων του Γκράμσι από τις εκδόσεις «Στοχαστής» φέρει τον τίτλο Για την αλήθεια ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική. Πρόκειται για χρήσιμο, χρηστικό κι επίκαιρο ανθολόγιο όπου συγκεντρώνονται οι βασικότερες αντιλήψεις του Γκράμσι για το πολιτικό φαινόμενο. Η αλήθεια στην πολιτική υπήρξε κεντρικό ηθικοπολιτικό αίτημα του Ιταλού ηγέτη. Σταθερά προσηλωμένος εναντίον κάθε πραγματιστικής λογικής αντιμετώπιζε την πολιτική πράξη όχι με γνώμονα το συγκυριακό συμφέρον και την υπόκλιση στον τακτικισμό, αλλά κατανοώντας ότι η διαλεκτική στρατηγικής και τακτικής, το μεγάλο δίδαγμα του Λένιν, προϋποθέτει αναγκαία τη θεωρητικοπρακτική αναζήτηση της αλήθειας και τη δημοσιοποίησή της, δίχως όρους και μικροπολιτικούς υπολογισμούς, στις εργαζόμενες μάζες. Ο Γκράμσι είχε πλήρη επίγνωση ότι την εργατική τάξη, το αυθεντικό επαναστατικό υποκείμενο της νεότερης εποχής, τη συμφέρει η αλήθεια, αφού αυτή εκφράζει σε γνωσιολογικό επίπεδο τη δυναμική κίνηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Όπως γράφει: «Το να λέμε την αλήθεια και να φτάνουμε όλοι μαζί από κοινού στην αλήθεια αποτελεί πράξη κομμουνιστική κι επαναστατική». (Σοσιαλισμός και κουλτούρα, σ.310). Και όπως ανθολογείται στον παρόντα τόμο: «Στην πολιτική θα μπορεί κανείς να μιλήσει για επιφύλαξη, όχι για κοροϊδία με την ταπεινή έννοια που πολλοί σκέφτονται: το να λέμε την αλήθεια στη μαζική πολιτική είναι οπωσδήποτε μια πολιτική αναγκαιότητα» (σ.63).
Το πόσο σημαντική είναι αυτή η ηθικοπολιτική στάση του Γκράμσι τεκμαίρεται και από την ιστορική πορεία της Αριστεράς, διεθνώς και στην Ελλάδα. Η αλήθεια πρυτανεύει στο μειοψηφικό αρχικά κομμουνιστικό ρεύμα των Μαρξ και Ένγκελς. Η δίχως ταλαντεύσεις ανάδειξη του κοινωνικοπολιτικά ουσιώδους για την επαναστατική πολιτική, ακόμη και με το κόστος της πρόσκαιρης απομόνωσης από τη συγκυριακή μαζικότητα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο μαρξισμός κυριάρχησε έναντι όλων των άλλων εκδοχών του αριστερού ριζοσπαστισμού. Δεν χρειάζεται να επιμείνει κανείς στην αντίστοιχη στάση του Λένιν. Σε κανένα σημείο της πολιτικής του δεν υποχώρησε από τη στερεότητα του στρατηγικού σκοπού του εργατικού κινήματος, βάσει του οποίου καθόριζε και όλες τις τακτικές κινήσεις στο πεδίο της πολιτικής συγκυρίας. Η αντιπαράθεση στον πραγματισμό – ο οποίος στην φιλοσοφική του εκδοχή ταυτίζει το αληθές με το κάθε φορά συμφέρον – βρίσκεται στον πυρήνα της συνολικότερης παράδοσης του μπολσεβικισμού.
Κι όμως οι τακτικές παλινωδίες και οι πραγματιστικές επιλογές καθόρισαν, εν πολλοίς, την πολιτική των κομμουνιστικών, των εργατικών και αριστερών κομμάτων μέχρι σήμερα. Είτε στην σταλινική και νεοσταλινική τους εκδοχή είτε στη γενικότερη ευρωκομμουνιστική. Οι επιπτώσεις υπήρξαν συχνά ολέθριες για το ίδιο το κίνημα, ιδιαιτέρως εκεί όπου η μαζικότητά του προοιωνιζόταν ριζικές αλλαγές στην κοινωνική και πολιτική δομή. Τα παραδείγματα της Ελλάδας και της Ιταλίας είναι αρκούντως διαφωτιστικά.
Τα δυο βιβλία που παρουσιάζονται σήμερα δείχνουν την επικαιρότητα της γκραμσιανής προβληματικής, την πάντοτε γόνιμη συνεισφορά της στο σώμα της επαναστατικής σκέψης και πράξης. Με μια βασική προϋπόθεση: να βλέπουμε τον Γκράμσι εν συνόλω κι όχι αποσπασματικά – κάτι που διευκολύνεται από την αναγκαστική, λόγω των συνθηκών της μακρόχρονης φυλάκισής του, ελλειπτικότητα των κειμένων του. Να ανασυγκροτούμε την ιστορική συνέχεια της σκέψης του με βάση τόσο τα κοινωνικοπολιτικά αιτήματα της εποχής του όσο και της δικής μας. Πιστεύω ότι ο Γκράμσι, ως ένας από τους σημαντικούς και πρωτότυπους μαρξιστές και ως ο βαθύτερος λενινιστής, έχει πολλά να μας διδάξει και σήμερα. Τολμώ να πω, ιδιαιτέρως σήμερα, που η πολιτική της Αριστεράς σ’ όλες τις εκφράσεις της περνά ίσως τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής της ιστορίας.
Η επικαιρότητα του Γκράμσι συμπυκνώνεται σήμερα, κατά τη γνώμη μου, στην αναγκαιότητα συγκρότησης ενός νέου επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου. Όχι τυχαία νομίζω (θα μπορούσα να το αποδώσω, παραφράζοντας τον Χέγκελ, σε «δόλο του ανθολόγου») οι περισσότερες σελίδες του όγδοου τόμου αναφέρονται ρητά ή υπόρρητα στο ζήτημα αυτό. Ιδίως στην ενότητα «Τα Εργοστασιακά Συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης» το ζήτημα του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου είναι κεντρικό. Εξάλλου ο Γκράμσι θα μας κληροδοτήσει, στη μελέτη του για τον Μακιαβέλι, τις πιο ενδιαφέρουσες μετά τον Λένιν παρατηρήσεις, τους πιο γόνιμους προβληματισμούς για το κομμουνιστικό κόμμα με πυρήνα τους την ανάλυσή του για την πραγματική φύση του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Όπως μάλιστα γράφει (αναφέρεται στον παρόντα τόμο): «Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το εργαλείο και η ιστορική μορφή του προτσές εσωτερικής απελευθέρωσης χάρη στο οποίο ο εργάτης από εκτελεστικό όργανο μετατρέπεται σε άνθρωπο με πρωτοβουλία από μάζα γίνεται ηγέτης και οδηγός κι από μπράτσα γίνεται μυαλό και θέληση. Στο σχηματισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος βρίσκεται συγκεντρωμένο το σπέρμα ελευθερίας που θα λάβει την πλήρη ανάπτυξή του και θα επεκταθεί όταν το εργατικό κράτος θα οργανώσει τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις. Ο σκλάβος ή ο τεχνίτης του κλασικού κόσμου “γνώριζε τον εαυτό του” και πραγματοποιούσε την απελευθέρωσή του, καθώς λάμβανε μέρος σε μια χριστιανική κοινότητα, όπου συγκεκριμένα αισθανόταν σαν ίσος και αδελφός με τους άλλους επειδή ήταν γιος από τον ίδιο πατέρα. Τα ίδια νιώθει κι ο εργάτης όταν έρχεται να συμμετάσχει στο Κομμουνιστικό Κόμμα όπου συνεργάζεται για να “ανακαλύψει” και να “εφεύρει” τρόπους πρωτότυπης ζωής, όπου συμμετέχει “εθελοντικά” στην δραστηριότητα του κόσμου, όπου σκέφτεται, προβλέπει και γίνεται υπεύθυνος, όπου είναι οργανωτής πέρα από οργανωμένος και όπου νιώθει ότι αποτελεί μια πρωτοπορία που τρέχει μπροστά ακολουθούμενος από όλη τη λαϊκή μάζα» (σσ.183-184).
Αυτή η εικόνα του κόμματος είναι περισσότερο ένα κρίσιμο ιστορικό αίτημα δίχως πραγματικό προηγούμενο, τουλάχιστον μετά την δεκαετία του 1920. Σήμερα η βαθιά κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και η ανηλεής επίθεση της αστκής κυριαρχίας σε όλες τις ιστορικές κατακτήσεις των εργαζομένων – στη χώρα μας αυτή η εμπειρία έχει διαστάσεις δραματικές – αλλά και η μαζική μετανάστευση των εξαθλιωμένων μαζών της Ασίας και της Αφρικής καθιστά όλο και πιο αναγκαία τη συζήτηση για το νέο επαναστατικό υποκείμενο το οποίο, απαλλαγμένο από το βάρος αλλά όχι κι από τα διδάγματα του παρελθόντος, θα μελετήσει, θα αξιολογήσει, θα εμπνεύσει, θα οργανώσει τις εργαζόμενες μάζες στη νέα, ελπίζω πιο αυθεντική, περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Απ’ αυτή την άποψη, ο γκραμσιανός στοχασμός αλλά και το παράδειγμα αυτοθυσίας της προσωπικής του ζωής είναι επίκαιρος και αναγκαίος όσο ποτέ. Έτσι χρωστάμε ένα μεγάλο και ειλικρινές ευχαριστώ στις εκδόσεις «Στοχαστής» που, στις σημερινές αντίξοες συνθήκες για κάθε εκδοτική προσπάθεια, επιμένουν στο ηθικοπολιτικό πρόταγμα που έθεσαν από το 1972.
πίσω στα περιεχόμενα: