τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , ,


Έλληνες εθνικιστές και Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές


Στις 10 Μαΐου 1941 ο Ρούντολφ Ες, υπ’ αριθμόν δύο του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, υπαρχηγός και διάδοχος του Άντολφ Χίτλερ, επιβιβάστηκε κρυφά σε αεροπλάνο της Λουφτβάφε και, μετά από περιπετειώδη πτήση, έπεσε με αλεξίπτωτο σε αγροτική περιοχή της Σκωτίας. Ένα απροσδόκητο γεγονός για την ερμηνεία του οποίου, ήδη από την επομένη της μυστηριώδους πτήσης, έχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες. Η πιο ενδιαφέρουσα για μας είναι εκείνη που συνδέει άμεσα την πτήση του Ες με την ανάδειξη του νεοναζισμού στη χώρα μας.

Η αντίδραση του ναζιστικού καθεστώτος στην είδηση της μυστικής πτήσης στη Βρετανία του Ες υπήρξε ασυντόνιστη και αντιθετική. Η πρώτη ανακοίνωση εκδόθηκε το βράδυ της 12ης Μαΐου, δυο ημέρες μετά την πτήση και αναφερόταν στην «παραβίαση» από μέρους του Ες της απαγόρευσης που του είχε επιβάλει ο ίδιος ο Χίτλερ να πιλοτάρει αεροπλάνο. Η ανακοίνωση υπονοούσε και μια κρίση παραφροσύνης του ναζιστή ιθύνοντος, παραπέμποντας στο «συγκεχυμένο περιεχόμενο» της επιστολής που ο ίδιος είχε αφήσει να βρεθεί μετά τη μυστηριώδη φυγή του.

Η δεύτερη ανακοίνωση, εκείνη της 13ης Μαΐου, εμβαθύνει το θέμα της υγείας του Ες, αποκαλύπτοντας ότι υπέφερε από φθίση και ότι τους τελευταίους μήνες είχε καταφύγει στις πιο ανορθόδοξες θεραπείες, μέσω μαγνητισμού και αστρολογίας. Προσθέτει όμως ότι είχε «εμμονές» που ενδέχεται να τις εκμεταλλεύτηκαν οι Βρετανοί, όπως η βούληση να πείσει το Λονδίνο για τις «βαθιά φιλειρηνικές προθέσεις» του Χίτλερ.

Η τρίτη ανακοίνωση, της 14ης Μαΐου είναι πιο λεπτομερής: διευκρινίζει ότι ο Ες ήταν πεπεισμένος πως ήταν σε θέση να αναλάβει προσωπική πρωτοβουλία για να επιτευχθεί ειρήνη ανάμεσα στη Γερμανία και τη Βρετανία στη βάση «αμοιβαίων συμφωνιών». Βεβαίως, ο υπαρχηγός του Χίτλερ «αγνοούσε πλήρως» τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου του Ράιχ, αλλά είχε την «απαραίτητες πληροφορίες» ώστε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι «η παράταση των εχθροπραξιών θα οδηγούσε στην πλήρη εκμηδένιση και καταστροφή της Βρετανίας». Ως επιβεβαίωση, η ανακοίνωση υπενθυμίζει παλαιότερο κείμενο του ιδίου του Ες που στρέφεται εναντίον του Τσόρτσιλ και της «κλίκας του», τους οποίους θεωρούσε τους «μοναδικούς υπεύθυνους για την επικράτηση λύσεων αντίθετων προς την ειρήνη». Η ανακοίνωση συνεχίζει προσθέτοντας ότι ο Ες θεωρούσε «εφικτό» να πείσει τους Βρετανούς ότι η κυβέρνησή τους ακολουθούσε ένα «παράλογο και αδιέξοδο μονοπάτι» εάν του δινόταν η ευκαιρία να εξηγήσει την «πραγματική κατάσταση» σε «προσωπικότητες της Αγγλίας». Η ανακοίνωση κατονομάζει μάλιστα ποιον ο Ες θεωρούσε τον κυριότερο συνομιλητή του: τον λόρδο Τζαίημς Ντάγκλας Χάμιλτον, κοντά στον πύργο του οποίου είχε πέσει με το αλεξίπτωτό του. Ο λόρδος Χάμιλτον ήταν επικεφαλής του βρετανικού φιλειρηνικού κινήματος και είχε προσωπικές επαφές με κορυφαία στελέχη της γερμανικής ηγεσίας.

Η τρίτη αυτή εκδοχή είναι και εκείνη που φαίνεται να πλησιάζει περισσότερο στην πραγματικότητα και η δημοσιοποίησή της πρέπει να ερμηνευτεί σαν ένα έμμεσο μήνυμα του Βερολίνου προς τους Βρετανούς ότι δεν επρόκειτο για προσωπική πρωτοβουλία του υπαρχηγού του καθεστώτος. Ο Γερμανός υπουργός Εξοπλισμών Άλμπερτ Σπέερ στα ημερολόγιά του[1] μας περιγράφει τις σκηνές αλλοφροσύνης και πανικού που επικρατούσαν στο επιτελείο του Χίτλερ όταν έφθασε η είδηση της φυγής του Ες. Η κυριότερη έγνοια του Χίτλερ είναι μην εκμεταλλευτεί την κατάσταση ο Τσόρτσιλ και παρουσιάσει την πτήση στην Σκωτία σαν γερμανική πρόταση ειρήνης: «Ποιος είναι διατεθειμένος να πιστέψει ότι ο Ες πέταξε στον εχθρό με δική του κι όχι δική μου απόφαση;», αναρωτιόταν ο Χίτλερ, σύμφωνα με τον Σπέερ. Από τα ημερολόγια του Γκαίμπελς πληροφορούμαστε και την εξέλιξη των συναισθημάτων του υπουργού Προπαγάνδας. Η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ήταν προγραμματισμένη για τις 22 Μαΐου (οι εξελίξεις στα Βαλκάνια και κυρίως η ιταλική ήττα στην Αλβανία θα την αναβάλουν για τις 22 Ιουνίου), αλλά μέσα σε μια εβδομάδα γίνεται εμφανές ότι δεν υπάρχει από συμμαχικής πλευράς καμία πρόθεση να εκμεταλλευτούν την υπόθεση Ες για προπαγανδιστικούς λόγους. Απεναντίας, γρήγορα η μυστηριώδης πτήση του υπαρχηγού του Χίτλερ εξαφανίζεται από την ειδησεογραφία των αγγλοσαξονικών εφημερίδων. Και ο σχετικός φάκελος της βρετανικής αντικατασκοπίας παραμένει απόρρητος έως το 2017.

Αντιθέτως, το 1991 η Κα Γκε Μπε παρέδωσε στον Βρετανό ιστορικό Τζων Κοστέλο τον φάκελο υπ. Αριθμόν 28889 αφιερωμένο στον Ες, στον οποίο είχαν δώσει την χαρακτηριστική επωνυμία «Μαύρη Μπέρτα», όπως το ψευδώνυμο με το οποίο ήταν γνωστός ο Ες στα ομοφυλοφιλικά περιβάλλοντα του Βερολίνου. Η εκδοχή των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών[2] επιβεβαιώνει την εικόνα που από καιρό είχαν σχηματίσει οι ιστορικοί: η συνάντηση του Ες με τον Χάμιλτον έγινε υπό την επιτήρηση της βρετανικής αντικατασκοπίας, η οποία ήταν πλήρως ενημερωμένη για τις επαφές του. Ο λόρδος Χάμιλτον ήταν απλώς ένας μεσολαβητής. Οι πραγματικοί συνομιλητές του Ες στη Βρετανία ήταν άλλοι.

Ο Ες ήταν ένα από τα επιφανή μέλη της εταιρείας Θούλη, μαζί με τον Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ, τον θεωρητικό του γερμανικού ζωτικού χώρου, τον Χανς Φρανκ, τον μετέπειτα αιματοβαμμένο κυβερνήτη της κατεχόμενης Πολωνίας και άλλα κορυφαία στελέχη του ναζιστικού κόμματος.

Ποιοι ήταν οι συνομιλητές του Ες στη Βρετανία παραμένει μέχρι και σήμερα το μεγάλο μυστήριο της πτήσης του στην Σκωτία. Και η ταυτότητα των συνομιλητών αυτών είναι που καλύπτει το ασυνήθιστο για τα βρετανικά δεδομένα απόρρητο στον φάκελο της υπόθεσης Ες. Όπως επίσης δεν είναι σαφές ποιος ήταν ακριβώς ο ρόλος του Χίτλερ σε αυτή την υπόθεση. Ο Γερμανός δικτάτορας είχε επανειλημμένα διατυπώσει την πεποίθησή του ότι το Ράιχ έπρεπε να μοιραστεί την παγκόσμια εξουσία με τους Αγγλοσάξονες, ενώ το γερμανικό επιτελείο μέχρι τις αρχές του 1941 είχε ρητές διαβεβαιώσεις από μέρους του ότι θα έκανε τα πάντα να αποφύγει έναν πόλεμο σε δυο μέτωπα, με τους Βρετανούς δυτικά και τους Σοβιετικούς ανατολικά.

 

Η Χρυσή Αυγή του Χίτλερ

Ο Ιταλός ιστορικός Τζόρτζο Γκάλι[3] διετύπωσε την υπόθεση ότι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της ναζιστικής ηγεσίας και συγκεκριμένων κύκλων της βρετανικής άρχουσας τάξης ήταν η Χρυσή Αυγή. Και πιο συγκεκριμένα, η αποκρυφιστική αίρεση που έγινε πιο γνωστή με τη βρετανική της επωνυμία Golden Down.

Η βρετανική Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον μασόνο και ροδόσταυρο Ρόμπερτ Γουέντγουορθ Λιτλ και γρήγορα πέρασε υπό τον έλεγχο του ρομαντικού συγγραφέα Άρθουρ Μάχεν, το πιο γνωστό βιβλίο του οποίου είναι η συλλογή διηγημάτων Ο Μέγας Θεός Παν.[4] Η αίρεση δημιουργήθηκε στα πλαίσια της βρετανικής παράδοσης των ροδόσταυρων και της μασονίας και αρχικά ήταν μια από τις δεκάδες γνωστικές ομάδες που ανθούσαν στα περιβάλλοντα της βρετανικής αριστοκρατίας. Η Golden Dawn είχε έντονα αντιχριστιανικά στοιχεία κι επεδίωξε μια επανασύνδεση με την αρχαία αντίληψη περί φύσης, με ιδιαίτερη επιμονή στη μαγεία της ελεύθερης σεξουαλικότητας. Μεταξύ των μελών της αναφέρονται μεγάλα ονόματα της βρετανικής λογοτεχνίας, όπως ο Έντουαρντ Μπάλγουερ Λίτον, ο συγγραφέας των Τελευταίων Ημερών της Πομπηίας, οι ποιητές Ουίλιαμ Γέιτς, Τόμας Έλιοτ και πολλοί άλλοι.

Η ανάδειξη της βρετανικής Χρυσής Αυγής έφτασε στο απόγειό της στους εσωτεριστικούς κύκλους της Βόρειας Ευρώπης με την επικράτηση στους κόλπους της του πιο γνωστού εκπροσώπου. Του ανθρώπου που οποιοσδήποτε άκουσε στα νιάτα του τους Led Zeppelin, τους Black Sabbath και πολλά άλλα ροκ συγκροτήματα της εποχής (ακόμη και οι Rolling Stones δεν ξέφυγαν από την «σατανιστική» μόδα) γνωρίζει πολύ καλά: τον μάγο Άλιστερ Κρόουλι.

Ο Άλιστερ Κρόουλι είναι η μορφή που κυριάρχησε στα αποκρυφιστικά ευρωπαϊκά περιβάλλοντα της Δυτικής Ευρώπης στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Η επιρροή του υπήρξε, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, καθοριστική στην ανάδειξη και τον στρατηγικό προσανατολισμό της Εταιρείας Θούλη στη Γερμανία, της εσωτεριστικής οργάνωσης που έλαβε ενεργό ρόλο στην καταστολή του κομμουνιστικού κινήματος αμέσως μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και αμέσως μετά θα προχωρήσει στη δημιουργία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και θα επιλέξει το Άντολφ Χίτλερ ως ηγέτη του.

Η Χρυσή Αυγή του Κρόουλι αποτελεί σημαντικό σταυροδρόμι στο υπόγειο ρεύμα των ετερόδοξων ιδεών που αναδεικνύονται περιοδικά, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και σύγχυσης. Η κεντρική, «σατανιστική» ιδέα ήταν εκείνη της απόλυτης ελευθερίας, χωρίς κανενός είδους ηθικούς φραγμούς και κοινωνικούς περιορισμούς. Η «ελευθερία» αυτή προσφερόταν να ερμηνευτεί ως ιδεολογική κάλυψη της απόλυτης εξουσίας μιας κάστας «εκλεκτών ιπποτών», που έπρεπε με τη φωτιά και το σπαθί να σημάνουν τη «χρυσή αυγή» της ανώτερης φυλής. Αλλά χρησιμοποιήθηκε και από τα νεανικά κινήματα της δεκαετίας του ᾿60 και του ᾿70 με τη μορφή του ελευθεριακού μηνύματος “do it”. Αυτή είναι και η ανάγνωση του Κρόουλι και της Χρυσής Αυγής που έδωσαν όχι μόνον οι προαναφερθέντες κορυφαίοι εκπρόσωποι της ροκ μουσικής, αλλά και κινήματα και ομάδες που ήταν εντός (κι όχι εκτός) του κινήματος αμφισβήτησης, όπως η «οικογένεια» του Τσαρλς Μάνσον, η οποία ευθύνεται για τη σφαγή της ηθοποιού Σάρον Τέιτ κι άλλων 6 ατόμων το καλοκαίρι του 1969 στο Λος Άντζελες.

Στο πολύ καλό βιβλίο του Δημήτρη Ψαρά Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής[5] γίνεται εκτενής αναφορά στο ερωτηματικό της προέλευσης της ονομασίας της νεοναζιστικής οργάνωσης του Νικόλαου Μιχαλολιάκου. «Με το ιδιότυπο χιούμορ του ο πατέρας του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού είχε αναρωτηθεί μήπως πρόκειται για τη Χρυσαυγή, την ερωμένη του Αλή Πασά», αναφέρει ο Ψαράς, που παραπέμπει σε συνέντευξη του Κωνσταντίνου Πλεύρη στο Telecity το μακρινό 1994. Επίσης κωμική είναι και η εξήγηση που ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος έχει δώσει για την ονομασία της οργάνωσής του: αφού διαψεύδει κάθε σχέση με τον «σατανιστή» και «μασόνο» Κρόουλι, παραθέτει μια συγκεχυμένη ιστορία περί της «ομηρικής λέξης Ηώς» με την οποία είχε σκεφτεί αρχικά να βαπτίσει την ομάδα του, αλλά επειδή έπρεπε να τη μεταφράσει κατά τον Καζαντζάκη σε «ροδοδάκτυλη αυγή», τότε επιλέχτηκε η «Χρυσή Αυγή του ελληνισμού».

Έχει ενδιαφέρον όμως το γεγονός ότι ο θεωρητικός του φασισμού εν Ελλάδι παραπέμπει σε μια λησμονημένη παλλακίδα του Αλή Πασά και όχι στην πασίγνωστη αποκρυφιστική εταιρεία, προς την οποία ο τεταρταυγουστιανός ηγέτης μάλλον θρέφει αντικρουόμενα συναισθήματα. Η μυστικιστική και μαγική πτυχή του εθνικοσοσιαλισμού αποτελεί πράγματι αντικείμενο έντονης διαμάχης, έως και ρήξης, μεταξύ των ευρωπαϊκών νεοφασιστικών κινημάτων, ανάμεσα στα οποία υπερισχύει κατά κανόνα μια φονταμενταλιστική ερμηνεία του χριστιανισμού. Εξάλλου, ήδη την εποχή που το μήνυμα του Κρόουλι βρισκόταν στο απόγειό του στη δυτική Ευρώπη, ο Μπενίτο Μουσολίνι δεν δέχτηκε κανένα συμβιβασμό μαζί του. Το 1923, μόλις το φασιστικό καθεστώς είχε σταθεροποιηθεί, ο Ντούτσε φρόντισε να απελάσει τον Βρετανό μάγο από τη Σικελία, όπου το 1920 είχε εγκατασταθεί μαζί με τους οπαδούς του. Η σικελική κατοικία του ήταν μια αγροικία που ο ίδιος αποκάλεσε με την ελληνική λέξη «Αβαείο Θέλημα» έξω από την πόλη Τσεφαλού (την αρχαία Κεφαλοίδιον). Η παρουσία και η δράση ενός σατανιστή σε ιταλικό έδαφος αποτελούσε πρόκληση για ένα κίνημα, όπως το φασιστικό, ευθύς εξαρχής στενά συνδεδεμένο με το καθολικό εκκλησιαστικό κατεστημένο, όπως αποδείχτηκε με την υπογραφή του κονκορδάτου ανάμεσα στο καθεστώς και το Βατικανό το 1929.

Η επιλογή της Χρυσής Αυγής να παραπέμπει ήδη από την ονομασία της στις βαθύτερες αποκρυφιστικές ρίζες του εθνικοσοσιαλισμού είναι σε απόλυτη συνέπεια με το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Η επίγνωση του γεγονότος ότι ο εθνικοσοσιαλισμός έχει αφήσει ολέθριες αναμνήσεις στη χώρα μας, εξανάγκασε στα τελευταία χρόνια τους εκπροσώπους της οργάνωσης να αποκρύπτουν, μάλλον κακότεχνα, την ιδεολογική τους ταυτότητα πίσω από εκείνη των «εθνικιστών», στη βάση μιας σοφιστείας πλευρικής επινόησης: οι φασίστες είναι οι Ιταλοί εθνικιστές, οι ναζιστές είναι οι Γερμανοί εθνικιστές, οι ίδιοι τυχαίνει να είναι Έλληνες, άρα δεν μπορούν να είναι ούτε φασίστες ούτε ναζιστές, παρά μόνον «Έλληνες εθνικιστές». Με την ίδια λογική, που αγνοεί ότι κάποια ιδεολογικά σχήματα έχουν την κακή συνήθεια να διαπερνούν τα σύνορα και να αποκτούν οπαδούς παγκοσμίως, οι κομμουνιστές δεν θα μπορούσαν παρά να είναι Ρώσοι, οι φιλελεύθεροι Βρετανοί και ούτω καθ’ εξής. Είναι εμφανές ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας απόπειρας απόκρυψης της πραγματικής φύσης της οργάνωσης, ανάλογη με τα αυθεντικά ψεύδη που κατά καιρούς η Χρυσή Αυγή διαδίδει, προκειμένου να τεκμηριώσει κάποια υποτιθέμενη «ελληνική ταυτότητά» της: όπως, επί παραδείγματι, ότι ο φασιστικός χαιρετισμός είναι στην πραγματικότητα «δωρικός» ή ότι το παλαιότερο σύμβολο της οργάνωσης, το ναζιστικό Wolfsangel, είναι στην πραγματικότητα «το αρχαίο ξι της γραμμικής Β».[6]

 

Blut, Ehre, Goldene Morgenroete

Από τα πολυάριθμα τεκμήρια που προκύπτουν από τη συνολική δράση και θεωρητική παραγωγή της οργάνωσης από την ίδρυσή της το 1980 και δώθε, αποδεικνύεται χωρίς κανένα περιθώριο αμφιβολίας ο εθνικοσοσιαλιστικός χαρακτήρας της Χρυσής Αυγής. Αυτό το στοιχείο όμως από μόνον του δεν αρκεί για την απόκρουση και τον περιορισμό της απήχησής της σε ευρεία λαϊκά στρώματα. Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι να τεκμηριωθεί η απόλυτη απόσταση που διαχωρίζει τη γερμανικής εμπνεύσεως εθνικοσοσιαλιστική θεωρία της Χρυσής Αυγής από τον ελληνικό εθνικισμό, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά. Με άλλα λόγια, υιοθετώντας πλήρως το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό δόγμα, η Χρυσή Αυγή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ιστορική αντίληψη περί ελληνικού έθνους, σε όλες τις θεωρητικές αποχρώσεις που την χαρακτήρισαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Η Χρυσή Αυγή, πράγματι, ακόμη και στο πιο γνωστό σύνθημά της, μιλά για «αίμα» και «τιμή» (μετάφραση του Blut und Ehre της Χιτλερικής Νεολαίας) και παραπέμπει σε πρότυπα εντελώς ξένα και ασύνδετα με την ελληνική παράδοση. Το «αίμα» είναι σαφώς εκείνο της «αρίας φυλής» που προορίζεται να κυριαρχήσει τον πλανήτη, στη βάση των σκοτεινών αποκρυφιστικών προφητειών των οποίων ο Χίτλερ ήταν φορέας κι εκφραστής. Η θεωρία του αίματος αποκορυφώθηκε τον 19ο αιώνα στην πρώτη συγκροτημένη φυλετική θεωρία διατυπωμένη από τον Αρθούρ ντε Γκομπινώ, αλλά οι ρίζες της βρίσκονται στο φεουδαρχικό κοινωνικό πρότυπο που αναπτύχτηκε στη Δυτική Ευρώπη από τον 5ο αιώνα. Το φεουδαρχικό σύστημα βασιζόταν στην αυστηρή ιεράρχηση των τιτλούχων και των φεουδαρχών, καθώς και στην κληρονομική μετάδοση του τίτλου και του αξιώματος, όπως διαφαίνεται από τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή εμμονή στα γενεαλογικά δέντρα των φεουδαρχικών οικογενειών. Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, λοιπόν, το αίμα είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και την ταυτοποίηση της άρχουσας τάξης, και ευρύτερα, των υπηκόων, του κοινωνικού συνόλου, και κατ’ επέκταση του ίδιου του λαού και του έθνους.

Στον ελληνικό κόσμο όμως η αντίληψη περί «αίματος» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά τα πρότυπα. Στον δικό μας χώρο η έννοια του «αίματος» ποτέ δεν ξεπέρασε τη στενή αντίληψη του οικογενειακού πλαισίου: ο Έλληνας χαρακτηρίζει ως «αίμα του» μόνον τους συγγενείς πρώτου βαθμού. Η εξήγηση είναι απλή: στην ιστορία του ελληνικού χώρου το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα δεν απέκτησε ποτέ βαθιές ρίζες. Τόσο επί Βυζαντίου όσο και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι τοπικοί άρχοντες ήταν πάντα κρατικοί αξιωματούχοι που διορίζονταν από την αυτοκρατορική Αυλή. Όλες οι προσπάθειες των αξιωματούχων αυτών να επιβάλουν την κληρονομική διαδοχή του τίτλου απέτυχαν. Άρα η πολιτική σημασία του «αίματος» παρέμεινε περιορισμένη στα στενά πλαίσια της οικογενειακής πιστοποίησης, χωρίς καμία πολιτική σημασία. Το ίδιο συνέβη και με τους τιμαριούχους, η πολιτική επιρροή των οποίων ήταν έμμεση, δηλαδή εκείνη μιας πλούσιας άρχουσας τάξης, που, σε αντίθεση με τους φεουδάρχες, δεν εντασσόταν δικαιωματικά ως τάξη καθεαυτή στο πολιτικό σύστημα της Αυτοκρατορίας.

Η ελληνική αντίληψη περί «αίματος» πηγάζει από τη νομική και πολιτιστική κληρονομιά που επέβαλε στο χώρο αυτό η ρωμαϊκή διοίκηση και η αρχαιοελληνική πρώτα κι ελληνιστική αργότερα κληρονομιά, όταν το πολιτιστικό στοιχείο επικράτησε πλήρως στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Ήδη η χιτλερική προπαγάνδα είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια στην προβολή μιας υποτιθέμενης αρχαιοελληνικής «φυλετικής αντίληψης» του κράτους στη βάση του ορισμού της «φυλής» από μέρους του Ηρόδοτου ως «το όμαιμον, το ομόγλωσσον, τα κοινά ιερά και αι θυσίαι». Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι αναφέρονταν στους όρους «φυλή» και «αίμα» αποδίδοντάς τους περιεχόμενο που προσδιορίζει συγγενικές σχέσεις φατρίας (tribu, klan) και όχι φυλετικές διαφορές. Ο ίδιος ο υποτιθέμενος «ρατσισμός» των Σπαρτιατών, που τόσο φαίνεται να ενθουσίασε τον Χίτλερ, οφειλόταν στην αναγκαιότητα πολιτικής και κοινωνικής επιβολής τους έναντι των ειλώτων και όχι στο γεγονός ότι τους θεωρούσαν «κατώτερη φυλή». Είναι χαρακτηριστικό ότι διάκριση μεταξύ φύλων/φατριών εντός της αρχαίας πόλεως χρησιμεύει πάντα για την ταξική διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της πόλης, ιδιαίτερα σε δημοκρατικό καθεστώς, και ποτέ δεν καθόρισε την εξωτερική πολιτική της, όπως, επί παραδείγματι, μια προνομιακή σχέση μεταξύ δωρικών ή ιωνικών πόλεων. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι αρχαίοι συγγραφείς σπανίως αναφέρονται σε κάποιον με εξωτερικά «φυλετικά» χαρακτηριστικά του, όπως επί παραδείγματι, το χρώμα της επιδερμίδας. Ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος ήταν πολύ πιθανώς μαύρος το υποθέτουμε διότι στα νομίσματά του απεικονίζεται με μέταλλο πιο σκούρο σε σχέση με εκείνο των προσώπων της οικογένειάς του. Κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν θεώρησε σημαντικό να καταγράψει την πληροφορία αυτή. Ήδη κατά την ελληνιστική περίοδο εξάλλου το πολιτιστικό στοιχείο είχε ευρέως κυριαρχήσει στον προσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας, με ρητή εντολή του Αλεξάνδρου στους αξιωματικούς και στρατιώτες του για μικτούς γάμους. Τόσο που οι διάφοροι συγγραφείς της εποχής χαρακτηρίζουν «Έλληνες» tout court όλους όσους μιλούν την ελληνική γλώσσα και θυσιάζουν στους ελληνικούς θεούς. Η ίδια παράδοση συνεχίστηκε στο Βυζάντιο με την χριστιανική οικουμένη που χαρακτήριζε τους «Ρωμαίους» πολίτες, ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνικής καταγωγής. Έτσι εξηγείται η αναρρίχηση στην εξουσία αυτοκρατόρων Σύριων, Αρμενίων ή καταγόμενων από άλλους λαούς, χωρίς αυτό να προκαλεί σκάνδαλο σε εκείνη που ήδη από τους πρώτους αιώνες έτεινε να χαρακτηριστεί ως ελληνική (ως προς τη γλώσσα και την παιδεία) αυτοκρατορία.

Ενδεικτικό της αδυναμίας του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού να συνδυάσει τα φυλετικά του κηρύγματα με την ιστορική παράδοση του ελληνικού έθνους είναι το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή απλώς αγνοεί το Βυζάντιο, όταν δεν εκτοξεύει μύδρους εναντίον της «εβραϊκής καταγωγής» χριστιανικής θρησκείας, υπεύθυνης, κατά τα λεγόμενά τους, για την «παρακμή του ελληνισμού». Επίσης ενδεικτικό του ευτελούς χαρακτήρα της χρυσαυγίτικης προπαγάνδας είναι το γεγονός ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί, θεωρώντας προφανώς ότι απευθύνεται σε κοινό χαμηλότατης μορφωτικής στάθμης, την πολεμική των βυζαντινών εναντίον των «Ελλήνων», αποκρύπτοντας ότι στον ελληνικό Μεσαίωνα η λέξη αυτή χαρακτήριζε τους «εθνικούς», δηλαδή τους ειδωλολάτρες της αρχαίας θρησκείας.

Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στο στοιχείο αυτό, διότι όλη η νεοελληνική λογοτεχνία, από τον Διγενή Ακρίτα και δώθε αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία του πολιτιστικού και όχι φυλετικού (του «αίματος» δηλαδή) προσδιορισμού του λαού και του έθνους. Ο ίδιος ο κορυφαίος εκπρόσωπος του ελληνικού εθνικισμού, ο Περικλής Γιαννόπουλος, επέκτεινε το πολιτιστικό στοιχείο στον τομέα της αισθητικής, αγνοώντας πλήρως κάθε φυλετικό προσδιορισμό.

Αξίζει όμως να προσθέσουμε ότι οι Έλληνες, ακριβώς ενώ έδιναν τη μάχη για την ανεξαρτησία τους, έπεσαν οι ίδιοι θύματα των γερμανικής προέλευσης θεωριών περί αίματος. Αναφερόμαστε στην πασίγνωστη περίπτωση του Γιάκομπ Φαλμεράγιερ, ο οποίος προσπάθησε να αποδείξει ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν, από φυλετικής άποψης, Σλάβοι ή Αλβανοί: «Ούτε μία απλή σταγόνα αίματος, γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας. Μια τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε έως την πιο απόμακρη γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή, συγγενή προς την μεγάλη φυλή των Σλάβων. Οι Σκύθες-Σλάβοι, οι Ιλλυριοί-Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί, είναι εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες. Ένας λαός με σλαβικά χαρακτηριστικά, τοξοειδείς βλεφαρίδες και σκληρά χαρακτηριστικά Αλβανών βοσκών του βουνού, που φυσικά δεν προέρχεται από το αίμα του Νάρκισσου, του Αλκιβιάδη και του Αντίνοου. Μόνο μια δυνατή ρομαντική φαντασία μπορεί να ονειρεύεται ακόμα μια αναγέννηση των αρχαίων Ελλήνων», έγραψε στο Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων.[7] Το γεγονός ότι αυτοί οι (υποτιθέμενοι) Σλάβοι κι Αλβανοί γρήγορα υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα και θρησκεία και εκείνη ακριβώς την περίοδο αγωνίζονταν υπέρ του ελληνισμού δεν προβλημάτισε τον Γερμανό λόγιο: εκείνος, όπως και οι ναζιστές έναν αιώνα αργότερα, που θα ασπαστούν άκριτα τις θεωρίες του, ενδιαφερόταν μόνο για την «καθαρότητα του αίματος».

 

Ο ναζισμός και το Ισλάμ

Η κατάληξη δεν μπορεί παρά να είναι μια και μοναδική. Η Χρυσή Αυγή δεν έχει καμία σχέση με τον ελληνικό εθνικισμό ή το εθνικό κίνημα, όπως διαγράφηκε ιστορικά. Η Χρυσή Αυγή αποτελεί προσπάθεια μονοκόμματης και καθόλου επεξεργασμένης εισαγωγής των εθνικοσοσιαλιστικών θεωριών στη χώρα μας. Η κοσμοθεωρία της είναι εξ ολοκλήρου δάνειο των επεξεργασιών και των πρακτικών που χαρακτήρισαν το Τρίτο Ράιχ, ακόμη και στις λιγότερο γνωστές αποκρυφιστικές και μαγικές πτυχές του. Στις οποίες όχι μόνο δεν υπάρχει τίποτα το ελληνικό, αλλά απεναντίας είναι βαθιά διαποτισμένες από εκείνα τα ισλαμικά στοιχεία που η Χρυσή Αυγή υποτίθεται πως «καταπολεμά», ξυλοκοπώντας στο δρόμο μετανάστες και πυρπολώντας τζαμιά.

Ο ιδρυτής της εταιρείας Θούλη ήταν ένας Γερμανός μετανάστης στην Τουρκία, ο Ρούντολφ Γκλάουερ, ο οποίος θα αλλάξει αργότερα το όνομά του σε Ρούντολφ φον Σεμποτέντορφ, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, υιοθετήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον μονίμως εγκατεστημένο εκεί βαρόνο Χάινριχ φον Σεμποτέντορφ. Ο Ρούντολφ απέκτησε την οθωμανική υπηκοότητα, πολέμησε στις τάξεις του τουρκικού στρατού στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, έγινε μουσουλμάνος και μυήθηκε σε διάφορες αδελφότητες σούφι που, κατά τα λεγόμενά του, είχαν επηρεάσει σε βάθος την τουρκική μασονία. Το 1916 επέστρεψε στη Γερμανία και ίδρυσε στη Βαυαρία τη Θούλη, τη μυστική εταιρεία που κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να υπερισχύσει έναντι των πολυάριθμων μυστικιστικών ομάδων που δρούσαν τότε στη χώρα. Το 1918 ο Τούρκος- Γερμανός ίδρυσε το Κόμμα των Γερμανών Εργαζομένων, στο οποίο θα ενταχθεί το επόμενο έτος ο Χίτλερ, ο οποίος θα αλλάξει την ονομασία του στο πιο γνωστό Εργατικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας. Ο φον Σεμποτέντορφ όμως ήδη είχε εκδιωχτεί από το πρωτο-ναζιστικό αυτό μόρφωμα, όχι για ιδεολογικές διαφορές, αλλά διότι, κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τους επαναστατημένους κομμουνιστές, κατηγορήθηκε ότι είχε αφήσει από αμέλεια να πέσουν στα χέρια των αντιπάλων οι κατάλογοι των μελών της Θούλης, προκαλώντας τον τουφεκισμό επτά μυημένων. Ο ιδρυτής της οργάνωσης θα εγκαταλείψει τη χώρα και θα επιστρέψει στην Τουρκία. Ξαναγύρισε όμως στη Γερμανία το 1933 και προσπάθησε να ανακτήσει κάποια επιρροή στο ναζιστικό καθεστώς δημοσιεύοντας ένα βιβλίο με αποκαλύψεις γύρω από την ιστορία της Θούλης. Στον Χίτλερ οι αποκαλύψεις αυτές δεν άρεσαν, το βιβλίο κατασχέθηκε, ο φον Σεμποτέντορφ συνελήφθη, αλλά γρήγορα απόδρασε και κατέφυγε πάλι στην Τουρκία. Εκεί φαίνεται να συνεργάστηκε ταυτόχρονα ως διπλός πράκτορας για τη γερμανική και τη βρετανική αντικατασκοπία, ώσπου το 1945 αυτοκτόνησε βουτώντας στα νερά του Βοσπόρου.

Οι ισλαμικές αποκρυφιστικές ρίζες όμως άφησαν εμφανή ίχνη στις αντιλήψεις του Χίτλερ και του ναζιστικού επιτελείου, κυρίως του Χίμλερ. Το ναζιστικό καθεστώς προώθησε συγκεκριμένες ενέργειες υπέρ των μουσουλμάνων: φιλοξένησε στο Βερολίνο και συνεργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα με τον Μέγα Μουφτή της Ιερουσαλήμ και κατά τη διάρκεια του πολέμου στρατολόγησε μαζικά μουσουλμάνους στα Βαλκάνια, τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και μεταξύ Αράβων: υπολογίζεται ότι εντάχτηκαν στα Ες Ες (και όχι στον τακτικό στρατό) περίπου 60.000 μουσουλμάνοι των Βαλκανίων, 350.000 του Καυκάσου και 13.000 Άραβες.[8] Δεν ήταν μόνον τακτικές κινήσεις. «Αν ο Κάρολος Μαρτέλος έχανε στη μάχη του Πουατιέ[9] ο κόσμος θα άλλαζε όψη. Ο κόσμος είχε ήδη καταδικαστεί να υποπέσει κάτω από την ιουδαϊκή επιρροή (και το παράγωγό της, το χριστιανισμό, αυτό το τόσο άνοστο πράγμα!), καλύτερα θα ήταν να είχε θριαμβεύσει το Ισλάμ. Η θρησκεία αυτή ανταμείβει τον ηρωισμό, υπόσχεται στους πολεμιστές τις χαρές του έβδομου ουρανού. Με ένα τέτοιο πνεύμα, οι Γερμανοί θα μπορούσαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Ο χριστιανισμός τους εμπόδισε», έγραψε ο Χίτλερ στο δεύτερο βιβλίο του, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του.

Γύρω από τις στενές σχέσεις μεταξύ ναζιστικού καθεστώτος και Ισλάμ υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία. Όπως είναι επίσης γνωστό ότι οι επιρροές ναζιστικών θεωριών είναι ακόμη ισχυρές στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, ακόμη και στις πιο προωθημένες εκφράσεις του, όπως είναι η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Συχνά οι επιρροές αυτές οφείλονται στην παρουσία πρώην ναζιστών εγκληματιών πολέμου που κατέφυγαν στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και αφορούν κυρίως τον παναραβισμό και το αραβικό εθνικισμό. Πριν από μερικά χρόνια όμως ο αμφιλεγόμενος ιστορικός Ενστ Νόλτε διετύπωσε την άποψη ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία στη θεωρητική αντίληψη του ναζισμού και του ισλαμικού φονταμενταλισμού, κυρίως σε ό,τι αφορά την «επαναστατική απόρριψη του σύγχρονου κόσμου». Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι στην Ιταλία νεοφασίστες πρώτου μεγέθους, όπως, επί παραδείγματι, ο Κλάουντο Μούτι, ασπάστηκαν το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Ίσως να μην είναι τυχαίος ούτε ο θαυμασμός προς τη Χεζμπολάχ που εξέφρασε ο Ηλίας Παναγιώταρος σε συνέντευξή του σε τηλεόραση της Αυστραλίας. Μια χαραμάδα που ίσως να ρίχνει λίγο φως στις πραγματικές προθέσεις και στα απόκρυφα σχέδια του «μαγικού κύκλου» που κατευθύνει τη Χρυσή Αυγή.

Εν κατακλείδι, ο «εθνικισμός» που ευαγγελίζεται η Χρυσή Αυγή είναι η ίδια εκείνη εθνικοφροσύνη που λειτούργησε ως άλλοθι προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνεργασία με τους ξένους κατακτητές κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Μια ψευδεπίγραφη θεωρία που οδήγησε το πραγματικό και όχι ιδεατό έθνος στη συστηματική υποτέλεια προς τις ξένες δυνάμεις. Είναι καλό να το γνωρίζουν οι καλόπιστοι ψηφοφόροι του κόμματος αυτού, που ενδεχομένως να το προσέγγισαν ως αντίδραση όχι μόνο για το ξεπούλημα της χώρας που συστηματικά προώθησαν τα δυο κυβερνητικά κόμματα της μεταπολίτευσης, αλλά και εξαιτίας μιας αδικαιολόγητης υποβάθμισης του εθνικού και πατριωτικού παράγοντα από μέρους ενός συγκεκριμένου τομέα της ελληνικής Αριστεράς.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Albert Speer, Spandau: The Secret Diaries, Macmillan, 1976.
[2] John Costello, Ten Days to Destiny.
[3] Giorgio Galli, Hitler e il nazismo magico, εκδ. Rizzoli, Μιλάνο 1999.
[4] Ελληνική μετάφραση Θάνος Σακκέτας, εκδ. Αίολος 1989. Με το ίδιο τίτλο υπάρχει ευγενής ποιητική σύνθεση του Νικόλαου Μιχαλολιάκου.
[5] Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2012.
[6] Ο φασιστικός χαιρετισμός αποτελεί μετεξέλιξη του χαιρετισμού των λεγεωνάριων του ποιητή Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, που όμως κρατούσαν στο χέρι τους λόγχη. Ο γραμματέας του φασιστικού κόμματος Ακίλε Σταράτσε τον υιοθέτησε στη σημερινή του μορφή βαφτίζοντάς τον «ρωμαϊκό χαιρετισμό». Ορισμένοι υπέθεσαν ότι η πεποίθηση της αρχαίας ρωμαϊκής προέλευσης προέκυψε από τη λανθασμένη ερμηνεία κάποιων απεικονίσεων στη στήλη του Αδριανού, αλλά όλοι οι αρχαιολόγοι είναι απόλυτοι στη διαβεβαίωση ότι παρόμοιος χαιρετισμός ουδέποτε υπήρξε στην αρχαιότητα, ούτε μεταξύ των Ρωμαίων ούτε μεταξύ των Δωριέων. Αναφορικά με το Wolfsangel, που στην πραγματικότητα είναι ρούνος, βλ. Δημήτρης Ψαρράς, όπ.π. σελ. 319.
[7] Μετάφραση Κωνσταντίνου Ρωμανού, εκδόσεις Νεφέλη, 1984.
[8] Τα στοιχεία στο Stefano Fabei, Il fascio, la svastica e la mezzaluna, εκδ. Mursia 2003.
[9] Πρόκειται για τη μάχη που δόθηκε στη νότια Γαλλία το 732 μεταξύ των Αράβων της Ανδαλουσίας και των Φράγκων υπό την αρχηγία του Κάρολου Μαρτέλου. Οι Φράγκοι υπερίσχυσαν και γι’ αυτό η μάχη θεωρείται σταθμός στον περιορισμό της εξάπλωσης του Ισλάμ στην Ευρώπη.



πίσω στα περιεχόμενα: