τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , ,


Η ξεχωριστή θέση της γκραμσιανής σκέψης στη συνολική μαρξιστική θεωρία


Χαίρω ιδιαιτέρως που διαδέχομαι στο βήμα τον Αλέξη Τσίπρα, που, σ’ αυτή την πολύ δύσκολη για τον τόπο μας συγκυρία, επωμίζεται πρωταγωνιστικά το βάρος της ευθύνης, ως ηγέτης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, για να βγούμε απ’ το βαθύ τροϊκανό χαντάκι που έχουμε «πέσει». Τα όσα μάλιστα μας είπε είναι επ’ αυτού πολλαπλώς ελπιδοφόρα. Γιατί η ποιοτική θεωρητική παιδεία και σκέψη ενός αριστερού ηγέτη, ως προέκταση προφανώς της γενικής του παιδείας, είναι απ’ τα θεμελιακά προαπαιτούμενα για να ανταποκριθεί στο ρόλο του. Προπαντός στην ομιχλώδη και δυσανάγνωστη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο πραγματικότητα των καιρών μας.

Κι είναι, αγαπητοί φίλοι, για να έρθω στο θέμα μας, η παιδεία με την ευρεία αρχαιοελληνική της έννοια, η κουλτούρα κατά Γκράμσι, που βρίσκεται στο επίκεντρο της θεωρητικής του σκέψης, διευρύνοντας τις διαστάσεις και καλύπτοντας εξ αντικειμένου κρίσιμα κενά της μαρξιστικής θεωρίας.

Πριν όμως προχωρήσω στην ανάδειξη των όσων κομίζουν τα δύο βιβλία του «Στοχαστή», που παρουσιάζουμε απόψε, και δι’ αυτών στο τι κομίζει η σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι, θα ήθελα να προτάξω, με προφανή την υπαινικτικότητά της, την επισήμανση για τα πολύ κρίσιμα ελλείμματα ουσιαστικής μαρξιστικής παιδείας στον τόπο μας, εν πολλοίς συναρτημένα απ’ τον χρόνιο αναμηρυκαστικό ετερoκαθορισμό της ελληνικής Αριστεράς από τα μεγάλα (αλλά και τα μικρότερα) ιδεολογικά κέντρα του κόσμου μας. Χωρίς, εννοείται, αυτή η ένδεια να μας κάνει να ξεχνάμε τις υπαρκτές νησίδες γηγενούς ποιοτικής (αριστερό) μαρξιστικής σκέψης, έστω κι αν αυτές δεν συνιστούν επαρκές αντιστάθμισμα των προειρημένων ελλειμμάτων. Μέσα απ’ αυτή την επισήμανση, που αναπέμπει και σε αντίστοιχες προσαρτηματικές λειτουργίες της άρχουσας τάξης μας, θέλω να τονίσω πως η κάπως καθυστερημένη, γνωριμία μας με τον Γκράμσι, που μόνο, όπως μας την ιστορεί ο Λουκάς Αξελός, άνευ πολιτικής σημασίας δεν είναι, δεν πρέπει να επιβαρυνθεί με τις γνωστές νοσηρότητες της αναμηρυκαστικής, εικονισματικής και τσιτατολογικής πρόσληψης. Που θα ήταν, εκτός των άλλων, και μια τραγική κακοποίηση αλλά και μια ακόμα και πιο τραγική ακύρωση των όσων η υποδειγματικά διαλεκτική του σκέψη διδάσκει.

Με αυτά ως προσημείωση περνώ στα δύο βιβλία του «Στοχαστή» και διαμέσου αυτών στη διαρκή επικαιρότητα της γκραμσιανής σκέψης τόσο στη γενικότερη διάστασή της όσο και σε μια ειδικότερη, αυτή δηλαδή που βοηθάει στην καλύτερη δυνατή ανάγνωση αλλά και αντιμετώπιση της οδυνηρά βιούμενης μεταπολιτευτικής μας χρεοκοπίας.

Στο πρώτο βιβλίο με τίτλο: Ξαναδιαβάζοντας τον Γκράμσι, ο Λουκάς Αξελός, απ’ τους έγκριτους μελετητές του «υποδειγματικού επαναστάτη διανοούμενου», όπως χαρακτηρίζει τον μεγάλο Ιταλό στοχαστή, καταθέτει μια θεωρητική ιχνηλασία των κορυφώσεων της γκραμσιανής σκέψης, που όχι μόνο μας διευκολύνει στην ουσιαστική της πρόσληψη, αλλά και απαντάει με τον πιο πειστικό τρόπο στο γιατί αυτή η σκέψη είναι εξακολουθητικά και ανεκτίμητα επίκαιρη. Ενώ στο δεύτερο, με τίτλο: Για την αλήθεια – ή για το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική, μας προσφέρει, μαζί με δυο εισαγωγικά του δοκίμια, μια εξαιρετική ανθολόγηση των καλύτερων έργων του Αντόνιο Γκράμσι, μεταξύ των οποίων τα κορυφαία του: Παρελθόν και παρόν, Οι διανοούμενοι και η οργάνωση της κουλτούρας, Il Risorgimento, Για τον Μακιαβέλι. Κι είναι το βιβλίο αυτό ο όγδοος τόμος στην πολύ σημαντική για την ποιοτική αριστερή μας παιδεία εκδοτική σειρά του «Στοχαστή» για τον Γκράμσι, που καθώς έρχεται σαράντα χρόνια απ’ την έκδοση του πρώτου τόμου, των Διανοουμένων, είναι για τον επιμελητή του ένας «τόμος μνήμης, επαναστοχασμού και κριτικής επαναθεμελίωσης με στόχο το μέλλον», όπως ο ίδιος σημειώνει.

 

Α. Η γενική επικαιρότητα του Γκράμσι

Στηριζόμενος στην προειρημένη ιχνηλασία των κορυφώσεων της γκραμσιανής σκέψης, θα αναφερθώ, κατ’ ανάγκην επιλεκτικά και χωρίς αξιολογική σειρά, σ’ αυτές που αναδεικνύουν τη διαρκή της επικαιρότητα και που ταυτοχρόνως της προσδίδουν την πολύ ξεχωριστή της θέση στη συνολική μαρξιστική θεωρία. Τέτοιες χαρακτηριστικές κορυφώσεις είναι:

Πρώτον: η σχέση πολιτικής και ηθικής, που στην γκραμσιανή σκέψη και φιλοσοφία λογίζονται αρρήκτως συνδεδεμένες, χωρίς κανένα παράθυρο σε αμοραλιστικές εκτροπές στη λογική της μακιαβελικής αρχής που θέλει το σκοπό να αγιάζει τα μέσα. Η αφοριστική του φράση: «το να λέμε την αλήθεια στη μαζική πολιτική, είναι οπωσδήποτε πολιτική αναγκαιότητα» δεν αφήνει περιθώρια ελαστικών ερμηνειών.

Δεύτερον: η σχέση θεωρίας και πράξης, ομόλογη με την προηγούμενη, με την οποία συναποτελούν διαλεκτική ενότητα, επίσης χωρίς περιθώρια βολικού κατά περίπτωση διαχωρισμού τους. Η προσωπική του ζωή το επιβεβαίωσε με αδιαμφισβήτητο τρόπο: «για τις ιδέες μου θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα», γράφει απ’ τη φυλακή σ’ εκείνο το γράμμα-ντοκουμέντο προς την μητέρα του.

Τρίτον: η πολύ κρίσιμη συμβολή του στη σχέση του εθνικού με το διεθνιστικό, όπου, κατά την προωθημένη σκέψη του, για την Αριστερά η αφετηρία είναι εθνική και η προοπτική διεθνιστική. Η φράση του απ’ το δοκίμιο Για τον Μακιαβέλι είναι αρκούντως διαφωτιστική: «Ασφαλώς,» γράφει, «η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι “εθνικό” και απ’ αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε». Με τον Λουκά Αξελό, προφανώς με τη ματιά του (και) στα καθ’ ημάς, να θεωρεί πολύ εύστοχα αυτή τη θέση ως γκραμσιανή παρακαταθήκη.

Τέταρτον: η λογική του μπλοκ εξουσίας που, μέσα από μια σύγχρονη καινοτόμα προσέγγιση όπου ο Γκράμσι εκφράζει τη συνέχεια αλλά και την τομή στη λενινιστική οπτική, συνιστά μια απ’ τις πολύ σημαντικές συνεισφορές του στη μαρξιστική θεωρία. Ο Κώστας Φιλίνης, απ’ τους πρώτους μελετητές του Γκράμσι και μεταφραστής των Σημειώσεων για τον Μακιαβέλι, παρατηρεί επ’ αυτού: «Ο Γκράμσι βλέπει αυτό το μπλοκ σαν σύνθεση ανάμεσα στη “βάση” και στο “εποικοδόμημα” ξεπερνώντας έτσι το διαχωρισμό τους. Αυτό συνεπάγεται μια αντίληψη του “μπλοκ” που ξεπερνάει τη μηχανική συνεργασία ταξικών υποκειμένων και που προϋποθέτει τη δημιουργία μιας ιδεολογίας που παίζει το ρόλο της συνδετικής ουσίας μέσα στα ταξικά υποκείμενα αυτού του μπλοκ».

Πέμπτον: η θεμελιακή θέση του περί ηγεμονίας, σε λειτουργική πάντοτε σχέση με τη λογική του μπλοκ εξουσίας και ως οργανική προϋπόθεση της υπεροχής του, οι όροι της οποίας στη σκέψη και φιλοσοφία του είναι πρωτίστως ιδεολογικοί. Κατά τον Λουκά Αξελό: «Οι όροι ηγεμονίας που επιζητούσε ο Γκράμσι ήταν όροι πρώτιστα ηθικής και διανοητικής – ιδεολογικής υπεροχής… Ως εκ τούτου η έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα, αν και μπορεί να γίνει, είναι ανεπαρκής».

Έκτον: οι πολύ κρίσιμες, τέλος, απόψεις του για τους διανοούμενους, τη λογοτεχνία και την κουλτούρα, που διευρύνουν τα πεδία της μαρξιστικής θεωρίας και που, προπαντός, συνδέουν κουλτούρα (πνευματικό πολιτισμό) και σοσιαλισμό, έτσι που να μην νοείται σοσιαλισμός χωρίς κουλτούρα. Αλλά και που αναδεικνύουν τη σημασία της πολιτιστικής (ιδεολογικής) ηγεμονίας στη συσχέτισή της με την οργανωτική ηγεμονία, που ήταν (και είναι) κυρίαρχη στην παραδοσιακή μαρξιστική λογική.

 

Β. Η ειδική επικαιρότητα του Γκράμσι

Πέραν όμως της γενικώς διαπιστούμενης διαρκούς επικαιρότητας αυτών των θεωρητικών κορυφώσεων, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για μια πολύ ειδική επικαιρότητα ως προς τα καθ’ ημάς, που αυτή και υπαγόρευσε, είναι βέβαιον, την έκδοση των δύο βιβλίων απ’ τον «Στοχαστή» τούτη την πολύ δύσκολη για τον τόπο μας περίοδο. Κι εννοώ πως κυρίως οι γκραμσιανές θέσεις: για τη σχέση πολιτικής και ηθικής, θεωρίας και πράξης, εθνικού και διεθνιστικού, για το μπλοκ εξουσίας και την πολιτιστική (ιδεολογική) ηγεμονία, καθώς αναπέμπουν και στη σοφία του εαμικού μας κινήματος, συναποτελούν θεωρητικό προααπαιτούμενο και ανεκτίμητη πυξίδα προσανατολισμού για τη Ριζοσπαστική Αριστερά (ΣΥ.ΡΙΖ.Α), που είναι χρεωμένη να πρωταγωνιστήσει για να βγούμε από το βαθύ τροϊκανό χαντάκι που μας έχει ρίξει η δικομματική μεταπολιτευτική αφροσύνη και μας καθηλώνει εκεί, ως τραγικός μεταπολιτευτικός επίλογος, η τρικομματική συγκυβέρνηση της μνημονιακής συνενοχής.

Γιατί, αν το μέγα ζητούμενο, όπως αυτό αμείλικτα και ανελαστικά υπαγορεύεται απ’ την εφιαλτική πραγματικότητα που ζει ο λαός μας, είναι το να βγούμε σε μετα-τροϊκανό ξέφωτο, αυτό ορίζει και τη στρατηγική λογική της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που, αν θέλει να μη βάλει το κάρο μπροστά απ’ το άλογο, πρέπει να πρωταγωνιστήσει στη συγκρότηση ενός πατριωτικού, δημοκρατικού και ριζοσπαστικού μετώπου εθνικής εμβέλειας, σε αναθεμελιωτική, ανορθωτική και αναγεννητική για τον τόπο μας κατεύθυνση. Καθώς, αυτονοήτως, όταν τα προβλήματα είναι εθνικά, δεν μπορεί παρά κι οι λύσεις να είναι εθνικές. Κι οι εθνικές λύσεις είναι στη βαθύτερη λογική και προοπτική τους αυτόχρημα και αριστερές λύσεις. Αυτές όμως οι λύσεις προϋποθέτουν, μιας και μιλάμε για τον Γκράμσι, την πολιτιστική και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς.

Φίλε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, η συνολική γκραμσιανή σκέψη, όπως αναδεικνύεται μέσα από τις θεωρητικές κορυφώσεις της, ιδιαίτερα μέσα από την λογική που διαπερνά το Il Risorgimento, σε συνδυασμό με τη σοφία του Γληνού στο Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ., είναι επ’ αυτών, τηρουμένων προφανώς των αναλογιών, αρκούντως διδακτική, με δεδομένο πάντοτε πως δεν υπάρχει ο τόπος για την Αριστερά αλλά η Αριστερά για τον τόπο και πως μια Αριστερά που δεν πατάει στέρεα και σωστά στον τόπο της είναι μια καθ’ όλα άτοπη Αριστερά.



πίσω στα περιεχόμενα: