Από την μεταπολίτευση στο μνημόνιο
Σύμφωνα με τη μαρξική μέθοδο ανάλυσης η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων. Οι κοινωνικές τάξεις αρθρώνονται οργανικά σ’ έναν τρόπο παραγωγής. Οι τρόποι παραγωγής όμως δεν υπάρχουν και δεν αναπαράγονται σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο αφ’ εαυτών, αλλά ως συγκεκριμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί εντός των οποίων αλλά και στην ιεραρχημένη σχέση μεταξύ των οποίων συναρθρώνονται οι διάφοροι τρόποι και μορφές παραγωγής, υπό την κυριαρχία ενός τρόπου παραγωγής, αποτέλεσμα της κίνησης των κοινωνικών τάξεων, δηλαδή της πάλης τους. Με την έννοια αυτή οι κοινωνικοί σχηματισμοί είναι ιστορικά καθορισμένοι και πρωτότυποι, ενταγμένοι σ’ ένα εξελισσόμενο ιστορικά διαμορφωμένο πλαίσιο, στη σύγχρονη εποχή τον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας.[1] Με άλλα λόγια η ταξική πάλη είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία που στον πυρήνα της περιλαμβάνει την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και στην εποχή του ιμπεριαλισμού ή της κορύφωσης των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα (παγκοσμιοποίηση) πλαισιώνεται και διαμεσολαβείται από τον εθνικό αγώνα, άλλοτε με τη μορφή του αντιιμπεριαλιστικού-εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, άλλοτε με τη μορφή ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, άλλοτε με τη μορφή εθνικιστικών ή θρησκευτικών συγκρούσεων.[2] Μ’ αυτήν την έννοια ο αγώνας είναι εθνικός ως προς τη μορφή, κοινωνικός ως προς το περιεχόμενο. Κρίσιμα στοιχεία είναι η θέση του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και η τάξη, στρώμα ή μερίδα που ηγεμονεύει στο κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων.
Η κίνηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η εξέλιξη δηλαδή της πάλης των κοινωνικών τάξεων, από τη μεταπολίτευση στο μνημόνιο, διαμορφώθηκε μέσα από μια διπλή διαδικασία. Αφενός την εξωστρεφή διαδικασία διεθνούς ενσωμάτωσης του εθνικού σχηματισμού στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, που είχε ήδη ξεκινήσει μετά τον εμφύλιο πόλεμο και ως αποτέλεσμα αυτού, έχοντας όμως στη μεταπολιτευτική συγκυρία τα ειδικότερα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της οργανικής ένταξης της χώρας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, της ΕΟΚ. Αφετέρου τη διαδικασία εσωτερίκευσης των συγκεκριμένων σχέσεων ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και άρθρωσής τους με τους εσωτερικούς παράγοντες συγκροτώντας τον εγχώριο συνασπισμό εξουσίας.[3] Η στρατηγική της εγχώριας άρχουσας τάξης στη μεταπολίτευση ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ως σταθεροποιητικού παράγοντα αφενός της κοινωνικής της εξουσίας, αφετέρου της προστασίας έναντι του επεκτατισμού της τουρκικής άρχουσας τάξης όπως εκδηλωνόταν με την εισβολή στην Κύπρο και την έμπρακτη αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου. Η αποδοχή της προοπτικής του ανισότιμου Ευρωπαίου εταίρου αντανακλούσε τη μεταπρατική φύση των κυρίαρχων μερίδων της (εφοπλισμός, βιομηχανική αστική τάξη), απέναντι στον κίνδυνο που εκπροσωπούσε η άνοδος του λαϊκού κινήματος και οι κυρίαρχοι εθνικοανεξαρτησιακοί και σοσιαλιστικοί του προσανατολισμοί στην πρώτη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ο συσχετισμός μεταξύ των ανταγωνιστικών κοινωνικών μπλοκ αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του ’75, με τρία βασικά χαρακτηριστικά. Τον πολιτειακό αυτοκαθορισμό αντανακλώντας τη θεσμική μνήμη και άρνηση της περιορισμένης δημοκρατίας και του δρώντος παρασυντάγματος της προδικτατορικής περιόδου· τις βάσεις του κοινωνικού συμβολαίου και του κράτους δικαίου αναγνωρίζοντας το βασικό έλλειμμα της μεταπολεμικής Ελλάδας σε σχέση με τους δυτικοευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς· την προοπτική ένταξης στην ΕΟΚ και μέσω αυτής τη διασφάλιση και διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Ήδη από την προδικτατορική περίοδο η Ελλάδα έχει σταματήσει να στηρίζεται κατά βάση στην αγροτική οικονομία, διατηρώντας αρχικά σχετικά υψηλά ποσοστά (αυτο)απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, τα οποία σταδιακά φθίνουν. Ο δευτερογενής τομέας εμφάνισε σημεία δυναμισμού μια περίοδο (1965-1973) αλλά στη συνέχεια υποχώρησε, ενώ κυρίαρχος τόσο από την άποψη της απασχόλησης επί του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού (ΟΕΠ), όσο και από την άποψη της συνεισφοράς επί του ΑΕΠ είναι ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες-εμπόριο).[4] Κυρίαρχη δομή απασχόλησης είναι η μισθωτή εργασία σε επιχειρήσεις με κατά βάση χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού ή στο Δημόσιο και ευρύτερο Δημόσιο, όπου εκεί παρουσιάζεται σημαντικός βαθμός συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού και ισχυρότερη συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Παραμένει πολύ υψηλό σε σύγκριση με τους κοινωνικούς σχηματισμούς της Δυτικής Ευρώπης το ποσοστό αυτοαπασχόλησης επί του ΟΕΠ, με υλική βάση την εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία και μικροπαραγωγή.[5] Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, το 1981, το ποσοστό αυτοαπασχολουμένων επί του ΟΕΠ είναι 33%, όταν ο μέσος όρος των κρατών-μελών της ΕΟΚ-9 δεν υπερβαίνει το 9%.
Κρίσιμο στοιχείο για την κίνηση των κοινωνικών τάξεων είναι η εξαιρετικά εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία. Οι βάσεις της μικροϊδιοκτησίας στον αγροτικό χώρο ανάγονται στο συγκεκριμένο τρόπο επίλυσης του ζητήματος των εθνικών γαιών (Παλαιά Ελλάδα) και της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών (Θεσσαλία-Νέες Χώρες).[6] Στον αστικό χώρο η μικροϊδιοκτησία έχει την αφετηρία της στη μεσοπολεμική αποκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών και κυρίως στη μεταπολεμική συμπυκνωμένη χρονικά διαδικασία εσωτερικής μετανάστευσης και αστικοποίησης του αγροτικού πληθυσμού, ιδιαίτερα μέσω του θεσμού της αντιπαροχής, της συσσώρευσης κεφαλαίου στον κατασκευαστικό κλάδο και στην οικοδομή, που δημιούργησε τη σημερινή Αθήνα.[7] Η διευρυμένη αναπαραγωγή της μικροϊδιοκτησίας-μικροπαραγωγής-αυτοαπασχόλησης, σε συνδυασμό με το μόνιμα χαμηλό ποσοστό άμεσης φορολογίας επί του συνόλου των φορολογικών εσόδων, αποτελούν τις δύο βασικές μορφές εξωθεσμικής συναίνεσης των (παραδοσιακών) μικροαστικών στρωμάτων στην άρχουσα τάξη, που αναπληρώνει το λειψό κοινωνικό κράτος.
Ο μισθωτός δεν είναι προλετάριος με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Δηλαδή απογυμνωμένος πλήρως από λοιπά περιουσιακά στοιχεία πέραν της εργατικής του δύναμης. Ο κυρίαρχος ταξικός δομικός προσδιορισμός προκύπτει από τη θέση του στην παραγωγική διαδικασία και με την έννοια αυτή ο μισθωτός ανήκει στην εργατική τάξη ή νέα μικροαστική τάξη, πλην όμως όντας πολύ συχνά ο ίδιος ιδιοκτήτης ακινήτου, έχει τη δυνατότητα της εναλλακτικής πηγής εισοδήματος. Παρατηρείται λοιπόν πολύ συχνά στο πρόσωπο του μισθωτού να συμπυκνώνονται και ιδιότητες του παραδοσιακού μικροαστού, ακριβώς λόγω του εκτεταμένου φαινομένου της μικροϊδιοκτησίας, με συνέπειες στην ταξική τοποθέτηση στη συγκυρία.[8]
Μια άλλη εκδοχή συμπύκνωσης ιδιοτήτων μισθωτού/ παραδοσιακού μικροαστού στο ίδιο πρόσωπο, μπορεί να προκύψει και μέσα από το ίδιο του το επάγγελμα. Ειδικότερα στο χώρο των ελεύθερων επαγγελμάτων/επιστημόνων που καταλαμβάνει ένα διαρκώς ισχυροποιούμενο μέρος του ΟΕΠ – πέραν της εσωτερικής κοινωνικής διαφοροποίησης της οργάνωσης των ελεύθερων επαγγελμάτων που είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται στην Ελλάδα εκτεταμένα μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και κυριαρχεί από τη δεκαετία του ’90 και μετά – είναι έντονο το φαινόμενο την ίδια στιγμή που ο επιστήμονας ασκεί το ελεύθερο επάγγελμα, να είναι και μισθωτός ή με πάγια αντιμισθία, είτε στο δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα (λ.χ. δικηγόροι, ιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, λογιστές κ.ά.). Στην περίπτωση αυτή έχουμε συμπύκνωση του ιδιοτήτων παραδοσιακής μικροαστικής τάξης και νέας μικροαστικής τάξης, με κυρίαρχη ιδιότητα εκείνης του παραδοσιακού μικροαστού λόγω του ότι συνήθως το εισόδημα από το ελεύθερο επάγγελμα είναι υψηλότερο από το εισόδημα από μισθό, που έχει τις περισσότερες φορές συμπληρωματικό ρόλο.[9]
Συνοψίζοντας, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός κατά την περίοδο 1974-2010 χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη και κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με παράλληλη διευρυμένη αναπαραγωγή της μικροϊδιοκτησίας ως ειδικού τύπου συνάρθρωσης καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και απλής εμπορευματικής παραγωγής, η οποία δεν είναι προκαπιταλιστικό υπόλειμμα αλλά μορφή παραγωγής ενσωματωμένη και αναπαραγώμενη στη διαδικασία καπιταλιστικής ανάπτυξης.[10] Ειδικότερα μετά το 1990 παρατηρείται ένταση των ρυθμών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου, καθώς και ανόδου του ποσοστού μισθωτής εργασίας, η οποία πλησιάζει πλέον το 64% του ΟΕΠ, από 48% που ήταν το 1981. Παράλληλα αναπαράγεται διευρυμένα το καθεστώς μικροϊδιοκτησίας, με κυρίαρχη συμμετοχή του τραπεζικού κεφαλαίου.
Η κοινωνική πάλη τη δεκαετία του ’80, η ένταξη στο σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο των στρωμάτων της μισθωτής εργασίας χωρίς ρήξη με τους μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής και εξωθεσμικής συναίνεσης των αστικών και παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, η συγκεκριμένη συνάρθρωση εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, η αναπαραγωγή των συγκεκριμένων συνθηκών καπιταλιστικής συσσώρευσης όπως εγγράφηκε στις κυρίαρχες κρατικές πολιτικές και την κίνηση των κομμάτων της Αριστεράς εκείνης της περιόδου, οδήγησε τελικά στην καθολική αποδοχή της γραμμής της άρχουσας τάξης αναφορικά με την οργανική ένταξη και συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μάλιστα στην ακραία νεοφιλελεύθερη μετεξέλιξή της όπως εδραιώνεται με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) αρχικά και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στη συνέχεια (1992).[11] Η ενσωμάτωση των κομμάτων της Αριστεράς στη στρατηγική της άρχουσας τάξης, πέραν της βαρύνουσας σημασίας της διεθνοπολιτικής εξέλιξης της περιόδου 1986-1991, επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη διαδικασία κρατικοποίησης των κομμάτων, κυρίως του ΠΑΣΟΚ,[12] αλλά όχι μόνον. Η τάση κρατικοποίησης ως αντικειμενική διαδικασία, λόγω της συγκεκριμένης θεσμικής υλικότητας του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, οδηγεί στην κυριαρχία των σχέσεων νομιμοποίησης του καπιταλιστικού κράτους εντός του πολιτικού σχηματισμού σε βάρος των σχέσεων εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων.[13] Αποτέλεσμα της διαδικασίας κρατικοποίησης, μέσα από την «επιλογή» ενσωμάτωσης στο κράτος είναι η σταδιακή μεταμόρφωση κομματικών σχηματισμών-φορέων κοινωνικής αλλαγής σε κόμματα εκφραστές της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής.[14] Το συγκυριακό αποτέλεσμα ήταν το πολιτικό ’89. Ορόσημο της νέας εποχής είναι αφενός η «απελευθέρωση»/ιδιωτικοποίηση των τηλεοπτικών συχνοτήτων που ψηφίζεται από τη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη (ν. 1866/89, αρ. 4)[15] και αφετέρου η σταδιακή ενσωμάτωση των κοινοτικών οδηγιών για την κατάργηση των διακρατικών εμποδίων στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2η Τραπεζική Οδηγία 89/646/ΕΟΚ κλπ).[16] Το δομικό πολιτικό αποτέλεσμα ήταν η ανάδυση της εστίας ενιαίου κόμματος[17] αρθρωμένη μέσα από την παγίωση ενός μόνιμου πλέγματος σύνθετων κυκλωμάτων, οικονομικών μονοπωλιακών δυνάμεων και πολιτικού προσωπικού των κομμάτων εξουσίας κυρίως, αναπαραγόμενη από την υφιστάμενη οργανική σχέση της με το κράτος, τους κεφαλαιοκρατικούς ομίλους (διεθνείς και εγχώριους), την ΕΕ.
Η νέα ηγεμονική αστική στρατηγική της περιόδου 1990-2010, στη βάση της οποίας δομείται η εστία ενιαίου κόμματος, συνίσταται στην υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνθήκες κορύφωσης της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα και κυριαρχίας του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, όπως αποτυπώνεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη συγκρότηση της ΟΝΕ. Ειδικότερα επιβάλλεται η απελευθέρωση κίνησης κεφαλαίου-εργασίας-αγαθών-υπηρεσιών εντός του ενιαίου πανευρωπαϊκού χώρου αίροντας ή απαγορεύοντας πολιτικές προστατευτισμού και εθνικής διακριτότητας ή διαφορετικής αντιμετώπισης λόγω άνισης ανάπτυξης ή διαφοράς παραγωγικότητας, εκθέτοντας όλους τους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις συνθήκες «ανόθευτου» ανταγωνισμού, αναπαράγοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση κέντρου/περιφέρειας εντός ΕΕ, αλλά και ΟΝΕ.[18] Ο κεϋνσιανισμός της ενεργού ζήτησης, πόσο μάλλον ο σοσιαλισμός, τίθεται εκτός νομιμότητας σε επίπεδο θεσμών, λειτουργιών και πολιτικών ΕΕ. Επιβάλλονται βασικές αλλαγές στη λειτουργία του κράτους, κυρίως μέσα από τις διαδικασίες απόσυρσής του από τον παρεμβατικό-αναπτυξιακό τομέα και την τραπεζική πίστη, καθώς και τις αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις βασικών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών. Αποεθνικοποιούνται οι νομισματικές πολιτικές με τη δημιουργία του ευρώ και τη θεσμική ανεξαρτησία από τον πολιτικό-δημοκρατικό έλεγχο της ΕΚΤ. Συγκροτείται ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός συμπίεσης των μισθών και διαρκούς εσωτερικής υποτίμησης, συνεχούς ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων στη βάση της άκρως ανταγωνιστικής κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, όπως ρητώς διακηρύσσεται στην Ευρωσυνθήκη της Λισαβώνας (2007). Συρρικνώνεται το κοινωνικό κράτος και οι υπηρεσίες του ως παράγοντας δημιουργίας δημοσίων ελλειμμάτων και αποσταθεροποίησης δημοσιονομικών πολιτικών. Μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές στα νομικά πρόσωπα και στα κέρδη των επιχειρήσεων. Διαμορφώνεται μια ειδικού τύπου νομοθεσία για ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας σε βάρος των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Στο ΠΑΣΟΚ, στη ΝΔ και με έναν ιδιόμορφο τρόπο σε τμήματα της ανανεωτικής Αριστεράς, μορφοποιείται σε ιδεολογικό πεδίο και σε επίπεδο θεσμικής υλικότητας η εστία ενιαίου κόμματος. Η τομή του ’89-’90, συνίσταται στη νέα δομή εξουσίας, το οργανικό τρίγωνο μεταξύ ιδιωτικοποιημένου τραπεζικού συστήματος-ΜΜΕ-εστίας ενιαίου κόμματος. Πρόκειται για τη λεγόμενη οριζόντια τομή στα κόμματα, όπως χαρακτηριζόταν τη δεκαετία του ’90, μεταξύ εκσυγχρονιστών-λαϊκιστών, σύμφωνα με την ορολογία των οργανικών διανοούμενων της εξουσίας εκείνης της περιόδου.[19] Ειδικότερα στο ιδεολογικό επίπεδο η εστία ενιαίου κόμματος διαμορφώνει έναν θεωρητικό λόγο περί φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και ουδετεροποιημένου τεχνοκρατισμού.[20] Στο πολιτικό επίπεδο η εστία ενιαίου κόμματος υλοποιεί την κεντρική αστική στρατηγική της συγκυρίας που είναι ο εξευρωπαϊσμός, δηλαδή η διαδικασία ενσωμάτωσης του εθνικού σχηματισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπό τους συγκεκριμένους υλικούς και θεσμικούς νεοφιλελεύθερους όρους που έχει η εξέλιξη της ευρωπαϊκής περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, σε βάρος των στρωμάτων της μισθωτής εργασίας, της αγροτιάς, αλλά και τμήματος των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων. Στο κοινωνικό επίπεδο η εστία ενιαίου κόμματος εκπροσωπεί τον κυρίαρχο κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας, με ηγεμονική μερίδα στο εσωτερικό του το ιδιωτικοποιημένο τραπεζικό κεφάλαιο στην οργανική εξάρτησή του από τα αποεδαφοποιημένα χρηματιστικά κεφάλαια και την ΕΚΤ. Η ίδια η εστία ενιαίου κόμματος, κρυσταλλώνεται ως γραφειοκρατικοποιημένο κοινωνικό στρώμα με συγκεκριμένες υλικές πρακτικές και προσδοκίες. Οργανικό τμήμα της εστίας ενιαίου κόμματος με ποικίλες εξαρτήσεις και ελάχιστες εξαιρέσεις είναι οι γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες της εξασφαλισμένης μισθωτής εργασίας, πλήρως ενσωματωμένες στις αστικές ηγεμονικές στρατηγικές. Η άρνηση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να προκηρύξουν απεργία για να υποστηρίξουν τους επιστρατευμένους απεργούς καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι απλά η πιο πρόσφατη περίπτωση.[21]
Στο επίκεντρο της εστίας ενιαίου κόμματος βρίσκονται οι ηγετικές-επαγγελματοποιημένες[22] πολιτικές τάξεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, που καθ’ όλο το χρονικό διάστημα 1990-2010, λειτουργούν καρτελοποιημένα σε επίπεδο κομματικού ανταγωνισμού,[23] αναπαραγόμενες μέσα από την απολύτως υφιστάμενη και εξαρτησιακή σχέση με διεθνείς παράγοντες (έκφραση αντιθέσεων αμερικάνικου/ευρωγερμανικού ιμπεριαλισμού), κεφαλαιοκρατικούς ομίλους και ιδιωτικά ΜΜΕ. Ο ρόλος των τελευταίων στην παγίωση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εστίας ενιαίου κόμματος, στην ηγεμονία της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής και πρόσληψής της ως «εθνικής» και «γενικού συμφέροντος», στη μονόδρομη σκέψη και στην παθητική συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων είναι κομβικός και παράλληλα συμβάλλει στην τάση ομογενοποίησης της εστίας ενιαίου κόμματος, όπως θα εκδηλωθεί στη μνημονιακή περίοδο.
Χαρακτηριστικές πολιτικές συγκρούσεις της περιόδου 1996-2008,[24] που αποτυπώνουν την τάση ομογενοποίησης των επιμέρους συνιστωσών της εστίας ενιαίου κόμματος και την πάλη τους ενάντια στο λαϊκό κίνημα είναι η παράδοση από την κυβέρνηση Σημίτη του Οτσαλάν στους διώκτες του (1999) και οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία (1999), το ασφαλιστικό Γιαννίτση (2001), το σχέδιο Ανάν (2004), το Ευρωσύνταγμα (2005) και η Ευρωσυνθήκη (2008), το ν/σ Γιαννάκου για τα ΑΕΙ (2006) και το άρθρο 16 του Συντάγματος (2006-2007),[25] ο μαζικός αγώνας υπεράσπισης του οποίου οδήγησε στην ανατροπή των πολιτικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών που ήταν συντριπτικά υπέρ της αναθεώρησης, η κοινωνική έκρηξη της νεολαίας (Δεκέμβριος 2008).[26] Αξίζει να σημειωθεί την ίδια περίοδο και η σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού τμήματος της ανανεωτικής Αριστεράς, τα κινηματικά χαρακτηριστικά και η οργανωτική μορφοποίηση της κίνησης αυτής αποτυπώνονται αρχικά στο χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς (2001), στη συνέχεια με τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών (2004) και τέλος στο 4ο συνέδριο του Συνασπισμού, γνωστό και ως συνέδριο της αριστερής στροφής (2004).
Τελικά, το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης την περίοδο 2007-2008, βρίσκει τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό με ελλειμματικό πρωτογενή τομέα, αποδιαρθρωμένο τον δευτερογενή τομέα, με διευρυμένο το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών, με αυξημένο δημόσιο χρέος και κυρίως αλλαγή της δομής του – κατά 2/3 εξωτερικό – με αυξημένο ιδιωτικό χρέος, ως αποτέλεσμα της οικονομικής φούσκας της περιόδου 1996-2007 της ισχυρής Ελλάδας, που αποτέλεσε μέρος της υλικής βάσης για την παθητική συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων. Εμβληματικά σημεία της «ισχυρής Ελλάδας» και της εστίας ενιαίου κόμματος γύρω από την «ισχυρή Ελλάδα», το Χρηματιστήριο και οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που εκδηλώνεται ως κρίση χρέους στην Ελλάδα το 2010, οδηγεί την κυρίαρχη μερίδα του συνασπισμού εξουσίας, το τραπεζικό κεφάλαιο και την ηγετική πολιτική τάξη του ΠΑΣΟΚ στο σύνολό της,[27] στην υπογραφή του μνημονίου και της δανειακής σύμβασης της χώρας με τους διεθνείς πιστωτές και τη θεσμική τους έκφραση (Τρόικα), επιβάλλοντας τόσο στη βάση, όσο και στο εποικοδόμημα ένα ειδικό νεοαποικιακό καθεστώς νεοφιλελεύθερης οικονομικής δικτατορίας του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου.[28] Η εστία ενιαίου κόμματος δείχνει σε πρώτη φάση να κλονίζεται, καθώς η ΝΔ δεν ψηφίζει το μνημόνιο, εκδήλωση της πάλης μεταξύ λαϊκής και φιλελεύθερης Δεξιάς, ως αποτέλεσμα της μαζικής κινητοποίησης των νεοδημοκρατικών μαζών κατά την εσωκομματική ανοιχτή εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη ηγεσίας και του «ταυτοτικού» ζητήματος που για πρώτη φορά τέθηκε με τέτοια ένταση στο χώρο της κομματικής Δεξιάς. Η αποχώρηση μέρους της φιλελεύθερης ελίτ του κόμματος στη συγκυρία της ψήφισης του 1ου μνημονίου και συγκρότησης του – θνησιγενούς – σχήματος της Δημοκρατικής Συμμαχίας, καθώς και της αποχώρησης από τον Συνασπισμό[29] της ανανεωτικής πτέρυγας και συγκρότησης του κομματικού σχηματισμού της Δημοκρατικής Αριστεράς προδιέγραφαν την τάση ανασύνταξης της εστίας ενιαίου κόμματος, με τη συγκεκριμένη μορφή του μνημονιακού μπλοκ. Η άνοδος της λαϊκής και σε μεγάλο βαθμό αδιαμεσολάβητης πάλης με κορύφωση το κίνημα των πλατειών (Ιούνιος 2011) ενάντια στο μεσοπρόθεσμο, τις απεργιακές κινητοποιήσεις (Οκτώβριος 2011), τις διαδηλώσεις της 28ης Οκτωβρίου 2011, οδηγούν στην πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, στη διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης κοινωνικής βάσης και ηγετικής πολιτικής τάξης του ΠΑΣΟΚ, σε ενοποίηση-αναδιάταξη της εστίας ενιαίου κόμματος με τη μορφή της συγκυβέρνησης Παπαδήμου, σε όξυνση της κρίσης εκπροσώπησης και στο χώρο της ΝΔ, ως αποτέλεσμα της αντιφατικής κίνησης μεταξύ αντιμνημονιακής ρητορείας και μνημονιακής πρακτικής, με αποτέλεσμα τη διάσπαση ενός μέρους της και τη συγκρότηση του κομματικού σχηματισμού των Ανεξάρτητων Ελλήνων.[30]
Η όξυνση της ταξικής πάλης, η κίνηση της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της, υπό την πίεση του λαϊκού αντιμνημονιακού μπλοκ οδήγησε στην ενοποίηση του κόμματος του μνημονίου και στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά. Η κίνηση των κυριαρχούμενων στρωμάτων, η καθημερινή δράση των ανθρώπων συνειδητή ή ασυνείδητη κατά τη διετή μνημονιακή περίοδο, με τα ειδικότερα ζητήματα που ανέδειξε (εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, επιβίωση) και τις μορφές που πήρε (πλατείες, μαχητικές απεργίες, διαδηλώσεις, ατομικές δράσεις) και με σημαντικές στιγμές τις μαζικές διαδηλώσεις της 5ης Μαΐου 2010 (ψήφιση 1ου μνημονίου, ν. 3845/2010) και της 12ης Φεβρουαρίου 2012 (ψήφιση 2ου μνημονίου, ν. 4046/2012), τους Αγανακτισμένους (Ιούνιος 2011) και την 28η Οκτωβρίου 2011, συγκρότησε το αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων αγκυρωμένο στο χώρο της μισθωτής εργασίας σ’ όλες τις διαστάσεις της (δημόσιο/ιδιωτικό τομέα, δευτερογενής/υπηρεσίες, σταθερή εργασία/επισφάλεια κ.λπ.) και πολιτικά διαμεσολαβήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, όπως αποτυπώθηκε στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 και 17ης Ιουνίου 2012.[31] Πρόδρομος του συμμαχικού σχήματος ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και της σύμπραξης τμήματος της ριζοσπαστικής, ανανεωτικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς αποτέλεσε το αυτοδιοικητικό περιφερειακό σχήμα Αττική Συνεργασία-Όχι στο μνημόνιο (2010).[32]
Το αντιμνημονιακό μπλοκ μετά τις εκλογές μετεξελίσσεται. Οι κοινωνικοί αγώνες βρίσκονται σε ύφεση. Η απογοήτευση για την παραμονή των μνημονιακών δυνάμεων στην κυβέρνηση είναι διάχυτη. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί και να λάβει τα χαρακτηριστικά του ενιαίου κόμματος. Η κατεύθυνση πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός σοσιαλιστικού κόμματος μαζών και όχι ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος.[33] Η κρίση και η καταστροφή σημαντικού μέρους των μικροαστικών στρωμάτων, πολώνει τα στρώματα αυτά προς τις λαϊκές τάξεις. Τα κοινωνικά αυτά στρώματα δεν καλύπτονται από έναν πολυσυλλεκτικό λόγο. Δεν υπάρχουν οι υλικοί όροι για ένα κοινωνικό συμβόλαιο, στηριζόμενο σε ηγεμονικό σοσιαλδημοκρατικό πολυσυλλεκτικό κόμμα, όπως ήταν η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία μετά τον αναθεωρητισμό της,[34] που βασίστηκε στους πρωτοφανείς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης των μεταπολεμικών τριάντα ένδοξων χρόνων. Η πολιτική γραμμή πρέπει να είναι αταλάντευτα αντιμνημονιακή, να ορίζεται και να οριοθετείται απέναντι στους κοινωνικούς και πολιτικούς αντιπάλους, να συγκροτεί ενότητα λόγων και έργων και η καθημερινή πρακτική βίου και πολιτείας να αποτελεί παράδειγμα. Γιατί αυτό ειδικά έλειψε στο μεταπολιτευτικό κύκλο.
Στο μνημονιακό μπλοκ μετά τις εκλογές ηγεμονεύει η ΝΔ ως έκφραση της ταξικής Δεξιάς. Το λεγόμενο ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, οργανικά τμήματα του μνημονιακού κατεστημένου, είτε συγχωνευόμενα, είτε διατηρώντας την οργανωτική τους αυτοτέλεια, μαζί με τα υπόλοιπα σχήματα και συσσωματώσεις που δραστηριοποιούνται γύρω από τη συζήτηση της ψευδεπίγραφης Κεντροαριστεράς αποτελούν ήδη απόφυση ή δορυφορικά σχήματα της Δεξιάς[35]. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο κομβικά πρόσωπα των μνημονιακών κυβερνήσεων, με προφανείς διασυνδέσεις με την ΕΕ, προέρχονται από τον πυρήνα του εκσυγχρονιστικού ρεύματος (Παπαδήμος, Στουρνάρας),[36] που εκφράζει την κυρίαρχη κρατική πολιτική.
Η στρατηγική του μνημονιακού μπλοκ, όπως εκδηλώνεται καθημερινά με τις πολιτικές της τρικομματικής κυβέρνησης όπως λ.χ. βίαιη εσωτερική υποτίμηση, θέσπιση της εργασιακής βαρβαρότητας, επιστρατεύσεις απεργών κ.λπ., κυρίως όμως με τις ακραία επιθετικές κινήσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στα πλαίσια της υπό τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία του ομοσπονδιακής μετεξέλιξης της ΕΕ, όπως φάνηκε με την οικονομική νεοαποικιακού χαρακτήρα εισβολή στην Κύπρο, έχει δύο βασικές στοχεύσεις. Αφενός την ολοκληρωτική μετατροπή της ελληνικής δημοκρατίας σε προτεκτοράτο μιας ομοσπανδιακής νεοφιλελεύθερης Ευρώπης υπό την κυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, πλούτου και γης, τη μαζική κοινωνική εξαθλίωση του ελληνικού λαού, από τη μια με την κινεζοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τη βουλγαροποίηση των μισθών, από την άλλη με το χτύπημα μέσω της εξελισσόμενης διαδικασίας απαλλοτρίωσης της μικροϊδιοκτησίας που στην Ελλάδα αποτελεί πλειοψηφικό κοινωνικό φαινόμενο. Αφετέρου, στα πλαίσια αυτά και για την εξυπηρέτηση αυτής της στρατηγικής ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, με τους διεθνείς και εγχώριους κοινωνικούς συμμάχους του επιχειρεί να ανασυγκροτήσει το πολιτικό σύστημα και τη θεσμική και πολιτειακή δομή του, σε αντίθεση με τη μεταπολιτευτική δημοκρατία, θεμελιακά χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ο θεσμικός αυτοκαθορισμός της, η κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα του εθνικού πλούτου της χώρας, το κοινωνικό κράτος δίκαιου. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η συζήτηση περί αναθεώρησης του Συντάγματος, με στόχο να αποτυπώσει οργανικά τη νέα συνθήκη ένταξης του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, ως κοινωνικά εξαθλιωμένου και θεσμικά αντιδημοκρατικού προτεκτοράτου στη σύγχρονη ομοσπονδιακού τύπου νεοφιλελεύθερη Ευρώπη υπό την επικυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν οικοδομήθηκε στη μεγάλη αντιφασιστική νίκη των λαών το 1945, κοινή αγωνιστική κληρονομιά φιλελεύθερων, σοσιαλιστών, κομμουνιστών. Παρ’ όλο που οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν επιλέξει – και όχι τυχαία – ως ημέρα εορτασμού της ΕΕ την 9η Μαΐου, που είναι η ημερομηνία της αντιφασιστικής νίκης των λαών και του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αντιφασιστική ιδεολογία ενδεχομένως να ήταν το θεμέλιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν την πρωτοβουλία για την ενοποίηση είχαν οι κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις, οι δυνάμεις της εργασίας. Οι διαδικασίες όμως ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης θεμελιώνονται στην κυρίαρχη τάση διεθνοποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η κίνηση των λαϊκών και μικροαστικών τάξεων στους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς συνασπισμούς θεμελιώνει το κοινωνικό κράτος ως προϊόν του παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας. Το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν κέρδισε την καρδιά και το μυαλό των μαζών, δεν έγινε μια ηγεμονική λαϊκή ιδεολογία.[37]
Η ΕΕ στη συγκυρία της κρίσης εξελίσσεται σ’ ένα υπεριμπεριαλιστικό μόρφωμα υπό την επικυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού, σε κίνηση ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού/συνεργασίας με άλλα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, εκδήλωση της οργανικής αντίφασης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος μεταξύ της τάσης διεθνοποίησης και της τάσης εθνικοποίησης του κεφαλαίου.[38] Χαρακτηριστική εκδήλωση της οργανικής αντίφασης της κίνησης κεφαλαίου είναι οι πολυεθνικές εταιρείες με την εθνική – ακόμα (;) – βάση συσσώρευσης και πολιτικής υποστήριξης.[39] Η κυριαρχία του γερμανικού ιμπεριαλισμού, έκφραση ηγεμονίας της γερμανικής αστικής τάξης και της συντριπτικής ήττας της γερμανικής εργατικής τάξης, αποτυπώνεται στην τάση μετασχηματισμού της ΕΕ σε Ένωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα είτε με τη μορφή της οργανικής ενσωμάτωσης κρατιδίων, είτε της νεοαποικιακής εξάρτησης. Σε κάθε περίπτωση ο γερμανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του μετατρέπουν τα κράτη-μέλη της περιφέρειας της ΕΕ και της ΟΝΕ σε κοινωνικά εξαθλιωμένα προτεκτοράτα μειωμένης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, σε σύγχρονες αποικίες χρέους που αιμοδοτούν το πλασματικό-χρηματιστικό κεφάλαιο. Η στρατηγική αυτή συμπυκνώνεται στις μνημονιακές πολιτικές. Στόχος η μετατροπή του ευρωπαϊκού Νότου σε ειδική οικονομική ζώνη αντίστοιχη της Ανατολικής Ευρώπης, με αρπαγή των εθνικών δημόσιου χαρακτήρα πλουτοπαραγωγικών πηγών, κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας για την υπερεκμετάλλευση ενός εκπαιδευμένου παραγωγικού δυναμικού με τη «ρήτρα ανταγωνιστικής υποτίμησης» και συγκρότηση πολιτικής τάξης που θα υπηρετεί και δομικά θα αναπαράγεται μέσα από αυτή τη διαδικασία.[40] Τα κυρίαρχα μπλοκ στον ευρωπαϊκό Νότο με διαφορετικούς ρυθμούς – έκφραση του βαθμού υλικής αυτονομίας και εξάρτησης των επιμέρους αστικών τάξεων από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό και το ευρωπαϊκό διευθυντήριο – ενσωματώνονται οργανικά στην κυρίαρχη τάση μετεξέλιξης της ΕΕ, διεκδικώντας μερίδιο στην εκμετάλλευση της εργασίας και στην απαλλοτρίωση του δημόσιου πλούτου. Οι αντιστάσεις των λαϊκών τάξεων και των συμμάχων τους σε επίπεδο εθνικό και διεθνικό ολοένα και περισσότερο θα στρέφονται και θα ενοποιούνται στην πάλη τους για ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, σοσιαλισμό, σε μια άλλη δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη.
Η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, η σύγκρουση με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, τους κοινωνικούς και πολιτικούς συμμάχους του, από τη σκοπιά των δυνάμεων της εργασίας, δεν οδηγεί σε εθνικό απομονωτισμό, αλλά αποτελεί – εκτός από πατριωτικό – και διεθνιστικό καθήκον της ελληνικής Αριστεράς απέναντι στους λαούς της Ευρώπης.[41] Η ανατροπή της εξελισσόμενης στρατηγικής της νεοφιλελεύθερης ομοσπονδιακής Ευρώπης υπό γερμανική επικυριαρχία, δεν οδηγεί στην ακύρωση του οράματος για την Ενωμένη Ευρώπη, αλλά αποτελεί το αναγκαίο βήμα πίσω, για να πάμε δύο βήματα μπροστά, για τις Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
Διεθνείς θεσμοί, όπως ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ κ.λπ., θεματοφύλακες της συσσώρευσης κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, μαζί με υπερεθνικές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις όπως η ΕΕ, αλλά και παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, μέσω της εσωτερίκευσης των σχέσεων εξάρτησης και συνάρθρωσής τους με εσωτερικούς παράγοντες, οδηγούν τα κράτη στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών τους, που συνεπάγεται την κατάργηση κοινωνικών ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων.[42]
Μια κυβέρνηση λαϊκής ενότητας με πυρήνα την Αριστερά στην πάλη της ενάντια στα μνημόνια και τον τροϊκανό ιμπεριαλισμό, οφείλει να λάβει υπόψη της, τους όρους και τους μηχανισμούς της διεθνοποιημένης κίνησης κεφαλαίου, τα συγκεκριμένα δεσμά της τριετούς μνημονιακής εξάρτησης όπως ξεφόρτωμα ελληνικών ομολόγων από τις γαλλογερμανικές τράπεζες, ανταλλαγή ομολόγων και κρατικοποίηση του ελληνικού δημοσίου χρέους από άλλα κράτη-μέλη, αλλαγή εφαρμοστέου δικαίου, καθεστώς της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών,[43] νομισματικό εκβιασμό από ΕΚΤ, εκποίηση δημόσιας περιουσίας μέσω ΤΑΙΠΕΔ, διαρκή οικονομική ύφεση κ.λπ., τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές διαστάσεις της χωροχρονικής συγκυρίας,[44] να οργανωθεί και να κινηθεί αναλόγως.
Η κοινωνική τάξη-μερίδα-στρώμα που θα ηγεμονεύσει στο λαϊκό-αντιμνημονιακό μπλοκ, θα προσδιορίσει – στα πλαίσια της σχετικής αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου[45] – τα ιδεολογικά, πολιτικά, προγραμματικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά του κόμματος της Αριστεράς και τελικά θα κρίνει σε γενικές γραμμές την κοινωνική εξέλιξη και τον πολιτικό αγώνα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πουλαντζάς Ν., Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, εκδ. Θεμέλιο, 2001, σελ. 59-61.
[2] Αμίν Σ., Τάξη και έθνος, εκδ. Ηρόδοτος, 1996.
[3] Πουλαντζάς Ν., Η κρίση των δικτατοριών, εκδ. Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς/Θεμέλιο, 2006, σελ. 22 και Αμίν Σ., όπ.π., σελ. 51.
[4] Φωτόπουλος Τ., Εξαρτημένη ανάπτυξη. Η ελληνική περίπτωση, εκδ. Εξάντας, 1985.
[5] Καραμπελιάς Γ., Κράτος και κοινωνία στη μεταπολίτευση (1974-1988), εκδ. Εξάντας, σελ. 163 επ.
[6] Μωϋσίδης Α.- Σακελλαρόπουλος Σ. (επιμ.), Η Ελλάδα στον 19ο και 20ό αιώνα. Εισαγωγή στην ελληνική κοινωνία, εκδ. Τόπος, 2010.
[7] Burgel G., Αθήνα. Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, εκδ. Εξάντας, 1976.
[8] Για την έννοια των αντιφατικών ταξικών τοποθετήσεων, βλ. Wright E.O., Class, Crisis and the State, New Left Books, London, 1978, του ιδίου Classes, Verso, New York, 1985. Ειδικώς για το ζήτημα της ταξικής δομής κοινωνικών σχηματισμών της Νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου και της κατάληψης πολλαπλών ταξικών θέσεων από τα άτομα, κύρια λόγω της εκτεταμένης μικροϊδιοκτησίας και σχετικών εισοδηματικών προσόδων πέραν της εργασίας, βλ. τις πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του Πέτρας Τζ., Ιμπεριαλισμός, Κοινωνικές Τάξεις και Οικονομική Ανάπτυξη, εκδ. Στοχαστής, 1983, του ιδίου, Ακμή και παρακμή της Σοσιαλδημοκρατίας στη Νότια Ευρώπη. Δοκίμια για τον ελληνικό καπιταλισμό, εκδ. Στοχαστής, 1985, του ιδίου «Οι κοινωνικές τάξεις στην Ελλάδα», περ. Μηνιαία Επιθεώρηση, τχ. 36ο/1983. Επ’ αυτών παραθέτουμε μια γενικότερης, κατά τη γνώμη μας, σημασίας επισήμανση του Ιταλού σοσιαλιστή Λέλιο Μπάσσο, που περιλαμβάνεται στο άρθρο του «Συνεισφορά στη θεωρία του πολιτικού αγώνα – Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και η στρατηγική του εργατικού κινήματος»: «[…] και από άλλες αιτίες και κυρίως από το γεγονός ότι κανένας δεν είναι μόνο εργάτης και από το ότι οι πολιτικές μας αποφάσεις δεν επηρεάζονται αποκλειστικά από τη σχέση εργασίας, παρά από την κοινωνία στο σύνολό της […] Ο ταξικός αγώνας δεν είναι πόλεμος. Είναι κίνηση μιας κοινωνίας στο σύνολό της. Στην κίνηση αυτή, οι κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται σε αγώνα είναι στοιχεία, που μπορεί η αφαίρεση να τα απομονώνει θεωρητικά, μα που συμμετέχουν σ’ όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής […]» περ. Νέοι Στόχοι, τχ. 8ο/1972, σελ. 57 επ.
[9] Λύτρας Α., Προλεγόμενα στη θεωρία της ελληνικής κοινωνικής δομής, εκδ. Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη, 1993, σελ. 210.
[10] Βεργόπουλος Κ., Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας, 1975.
[11] Για την κυρίαρχη διαχειριστική-εκσυγχρονιστική γραμμή του καπιταλιστικού συστήματος στην Αριστερά της περιόδου ’86-’89, αντί πολλών, βλ. αποφάσεις ΚΕ ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1986-1988 (2η ειδική, 20ή, 21η, 22η, 24η, 25η) βλ. επίσης Κοινό Πόρισμα, Δεκέμβριος 1988. Πρόκειται για το πολιτικό κείμενο συμφωνίας μεταξύ ΚΚΕ και ΕΑΡ που οδήγησε στη συγκρότηση του ενιαίου Συνασπισμού.
[12] Για την πάλη ενάντια στην κρατικοποίηση του κόμματος, βλ. Καργόπουλος Ν., Αντιεισήγηση, 10η Σύνοδος Κ.Ε. ΠΑΣΟΚ, 7ος/1983, εκδ. ΑΣΚΕ, 2005, Χαραλαμπίδης Μ., Πώς μπορεί να κυβερνά η αριστερά, εκδ. Στοχαστής, 1986. Αργότερα υπήρξε η σύγκρουση για το ασυμβίβαστο στο 2ο Συνέδριο Νεολαίας ΠΑΣΟΚ (2ος/1996, βλ. Ελευθεροτυπία 16/2/1996), όπου οι «4» κεντρικές ομαδοποιήσεις της κομματικής γραφειοκρατίας στο χώρο της νεολαίας συσπειρώθηκαν προκειμένου να μην περάσει η πρόταση για το ασυμβίβαστο και να παραμείνουν στο κράτος. Με την υποστήριξη του τότε γραμματέα της ΚΕ. Όπως και συνέβη.
[13] Για το κόμμα ως αποτέλεσμα συγχώνευσης των σχέσεων εκπροσώπησης/σχέσεων νομιμοποίησης, Βερναρδάκης Χ., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού. Διδακτορική Διατριβή, 1995, σελ. 5. Βλ. ακόμα Σπουρδαλάκης Μ., Για τη θεωρία και τη μελέτη των πολιτικών κομμάτων, εκδ. Εξάντας, 1990, σελ. 105 επ.
[14] Η συγχώνευση κόμματος-κράτους είναι μοιραία σχέση για την Αριστερά. Αυτή είναι η διεθνής και εγχώρια εμπειρία. Για το γραφειοκρατικοποιημένο κόμμα ως οργανικό τμήμα του κράτους που οργανώνει τη νομιμοποίηση της δοσμένης κρατικής εξουσίας στις λαϊκές τάξεις και στον πυρήνα του έχει τη λογική της ανάθεσης και της παθητικής συγκατάθεσης των πολιτών, επί ποινή ακυρότητας για ένα αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα βλ. Φεραγιόλι Λ., Αυταρχική δημοκρατία και κριτική της πολιτικής, εκδ. Στοχαστής, 1985, σελ. 31 επ.
[15] Για το 1989 και την κίνηση των δυνάμεων της Αριστεράς, αντί πολλών βλ. «Φάκελλος: 20 χρόνια μετά το βρώμικο ’89», περ. Εκτός Γραμμής, τχ. 24/2009.
[16] Τόλιος Γ., Συγκέντρωση κεφαλαίου και τραπεζικοί και ασφαλιστικοί όμιλοι στην ελληνική οικονομία, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλας, 1998, σελ. 23.
[17] Πουλαντζάς Ν., Το Κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο, 2001, σελ. 339. Βλ. επίσης Ελευθερίου Κ.–Παπαβλασόπουλος Ε., «Λανθάνουσες προσεγγίσεις και σύγχρονες τάσεις στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων», περ. Επιστήμη και Κοινωνία, τχ. 25ο/2010, σελ. 234.
[18] Φωτόπουλος Τ., Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση και η κρίση της οικονομίας ανάπτυξης, εκδ. Γόρδιος, 1993.
[19] Αντί πολλών, βλ. Διαμαντούρος Ν., Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2000.
[20] Αντί πολλών βλ. Σακελλαρόπουλος Σ.-Σωτήρης Π., Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, εκδ. Παπαζήση, 2004.
[21] Μητρόπουλος Α., «Απεργία των καθηγητών και αριστερά», εφημ. Δρόμος της Αριστεράς, 18/5/2013.
[22] Για μια θεωρητική προσέγγιση του εκλογικού-επαγγελματικού κόμματος βλ. Panebianco A., Political parties : Organization and power, Cambridge University Press, 1988.
[23] Για μια θεωρητική πραγμάτευση του κόμματος καρτέλ Katz R.-Mair P., 1995, “Changing models of party organization and party democracy. The emergence of the cartel Party”, Party Politics, τ. 1. βλ. επίσης Ελευθερίου Κ., «Κυρίαρχο μαζικό κόμμα και κόμμα καρτέλ. Συναντήσεις του ύστερου Πουλαντζά με τη σύγχρονη θεωρία κομμάτων», στο συλλογικό Ο Πουλαντζάς σήμερα, Γολέμης Χ.-Οικονόμου Η., Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, εκδόσεις Νήσος 2012, σελ. 183 επ. Για την κίνηση των πολιτικών κομμάτων την περίοδο 1990-2010, βλ. Βερναρδάκης Χ., Πολιτικά κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., 2011.
[24] Δεν αναφέρονται το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης (2001-2003) και οι μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις κατά της εισβολής στο Ιράκ (2003) παρ’ όλη τη σημασία τους εκείνη την περίοδο, καθώς η εστία ενιαίου κόμματος δεν αποτέλεσε ευθέως πολιτικό αντίπαλο και στόχο των συγκεκριμένων κινητοποιήσεων.
[25] Για τη σημασία της σύγκρουσης για το άρθρο 16 ειδικότερα στην εξέλιξη της εσωκομματικής πάλης στο ΠΑΣΟΚ βλ. «Προκήρυξη πρώην και νυν μελών ΠΑΣΠ» και «Διακήρυξη μελών ΠΑΣΟΚ ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος», Π-16 στο www.neosagonistis.org, περ. Νέος Αγωνιστής, τχ. 1ο, Ασημακόπουλος Β., «Οι σχέσεις εκπροσώπησης και το ζήτημα της ηγεμονίας. Το ΠΑΣΟΚ και η περίπτωση του άρθρου 16 του Συντάγματος», περ. Μηνιαία Επιθεώρηση (Monthly Review), τχ. 27ο/2007, σελ. 26 επ. και του ιδίου «Στοιχεία γύρω από το ζήτημα της εσωκομματικής πάλης στο ΠΑΣΟΚ, της αριστερής πτέρυγας στο κόμμα και της συγκρότησης του σοσιαλιστικού χώρου», περ. Κόκκινο, τχ. 50ο/2010, αναδημοσιεύθηκε στο συλλογικό Έξοδος. Στο δρόμο για τη Λαϊκή Μεταπολίτευση, εκδ. Τετράδια/Νέος Αγωνιστής, 2012, σελ. 130 επ.
[26] Νέος Αγωνιστής, τχ. 5ο/2008.
[27] Κασιμάτη Ν., «Μνημόνιο και η αγοραία εξαχρείωση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ», περ. Τετράδια, τχ. 60ο/2011, αναδημοσιεύεται στο συλλογικό Έξοδος, όπ.π. σελ. 160 επ.
[28] Φωτόπουλος Τ., Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ. Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την Ε.Ε. και για μια αυτοδύναμη οικονομία, εκδ. Γόρδιος, 2010.
[29] Μπαλάφας Γ., 20 χρόνια χρειάστηκαν. Το χρονικό του εγχειρήματος του Συνασπισμού, εκδ. Νήσος, 2012.
[30] Η ανάλυση του μορφώματος της Χρυσής Αυγής ξεφεύγει από τα όρια της ανάλυσης του παρόντος.
[31] Στα κομβικά ζητήματα της μετεκλογικής συγκυρίας που αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και κατά τη γνώμη μας είναι η αντιμνημονιακή γραμμή, το μεταβατικό πρόγραμμα και το κόμμα, δεν θα επεκταθούμε στο παρόν κείμενο. Για τις θέσεις μας στα ζητήματα αυτά βλ. Ασημακόπουλος Β., «Σχετικά με το ενιαίο κόμμα», εφημ. Αυγή της Κυριακής, 15/7/2012, «Η αναγκαιότητα της συζήτησης για Μεταβατικό Πρόγραμμα», εφημ. Αυγή, 19 και 20/10/2012, Κείμενο Συμβολής Δικτύου Αριστερών Σοσιαλιστών-Νέος Αγωνιστής στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ (29/11-2/12/2012) www.neosagonistis.org.
[32] Βλ. συνεντεύξεις Χατζηαντωνίου Γ., «Ανεπαρκής η δυνατότητα της πάλης μέσα στο ΠΑΣΟΚ. Εμείς τολμάμε να ξεπεράσουμε τα στενά όρια του χώρου μας», εφημ. Εποχή, 3/10/2010 και «Θα θέλαμε στη συμμαχία όλο τον ΣΥΡΙΖΑ και το Κ.Κ.Ε., μια παναριστερά», περ. Κόκκινο, τχ. 50ο/2010. Αναδημοσιεύονται στο συλλογικό Έξοδος, όπ.π. σελ. 79 επ.
[33] Με την έννοια που δίνει ο Κιρχάιμερ στον όρο. Βλ. Kirchheimer O., “The transformation of the Weastern European Party System”, στο J. La Palombara-M. Weiner, Political Parties and Political Development, Princeton University Press, 1966 (ελλ., Kirchheimer O., «Ο μετασχηματισμός των κομμάτων στη δυτική Ευρώπη», περ. Λεβιάθαν, τχ. 11ο/1991).
[34] Για τον μεταπολεμικό αναθεωρητισμό της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, βλ. Σασούν Ντ., Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, εκδ. Καστανιώτη, τ. Α΄, σελ. 378 επ.
[35] Τσουκαλάς Δ., «Περί κεντροαριστεράς», περ. Επίκαιρα, 14/3/2013, Ασημακόπουλος Β., «Το εναπομείναν ψευδώνυμο ΠΑΣΟΚ», εφημ. Το Ποντίκι, 14/3/2013.
[36] Για την ιδεολογική εξέλιξη του εκσυγχρονιστικού ρεύματος και την οργανωτική μορφοποίηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας, βλ. Βούλγαρης Γ., Διαμαντούρος Ν., Λιάκος Α., Παπούλιας Δ., Στουρνάρας Γ., Η προοπτική του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, εκδ. Καστανιώτης, 2002.
[37] Σασούν Ντ., συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 16/5/2013, σελ. 14.
[38] Μπουχάριν Ν., Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2004, Μαυρουδέας Στ., «Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρίας του ιμπεριαλισμού», στο συλλογικό Ιμπεριαλισμός: Αντιθέσεις και αντιστάσεις. Διεθνές συνέδριο των περιοδικών Διάπλους, Στίγμα, Ουτοπία, εκδ. ΚΨΜ, 2007. Για την αντίκρουση των θεωριών περί παγκοσμιοποίησης, ισοτιμίας και σύγκλισης που θα επέλθει μεταξύ των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης και διεθνοποίησης των κεφαλαιακών ροών βλ. Σακελλαρόπουλος Σ., Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού, εκδ. Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2004.
[39] Hirst P.- Thompson G., Globalization in Question: The international economy and the possibilities of governance, Polity Press, 1999.
[40] Καραγρηγορίου Β., «Η εμμονή της ευρωπαϊκής ελίτ στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Από το “σύμφωνο σταθερότητας” στο “σύμφωνο για το ευρώ”», περ. Τετράδια, τχ. 60ο/2011. Αναδημοσιεύεται στο συλλογικό Έξοδος, όπ.π., σελ. 145 επ.
[41] Το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής είναι χαρακτηριστικό. Την τελευταία 15ετία η πάλη των λαϊκών τάξεων, οδηγεί τους λατινοαμερικάνικους κοινωνικούς σχηματισμούς προς την ανεξαρτησία, την οικονομική αυτοδυναμία και τη σοσιαλιστική προοπτική. Κρίσιμο στοιχείο είναι ο εσωστρεφής χαρακτήρας της οικονομικής ανάπτυξης και η απεξάρτηση από τους μηχανισμούς του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, ο κοινωνικός έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ως υλική βάση για τη δημοκρατική αυτοκυβέρνηση των χωρών της Λατινικής Αμερικής και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό τους. Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών στη Λατινική Αμερική, είναι νικηφόρος γιατί στηρίζεται στην αυτόχθονη-αντι(νεο)αποικιακή ιδεολογία ενότητας σοσιαλισμού και λαϊκών παραδόσεων, συνδέει τον εθνικό με τον κοινωνικό αγώνα και βρίσκει προέκταση σ’ έναν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο λαϊκό περιφερειακό διεθνισμό σε επίπεδο ηπείρου Νότιας Αμερικής. Ο αγώνας για δημοκρατική περιφερειακή αυτοδύναμη ολοκλήρωση της Λατινικής Αμερικής σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, θα κρίνει την κοινωνική εξέλιξη των επιμέρους εθνικών σχηματισμών και την κίνησή τους ανάμεσα στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην ιμπεριαλιστική καπιταλιστική παλινόρθωση.
[42] Φωτόπουλος Τ., «‘Τι κάνουμε τώρα; Όχι στον ψευτοδιεθνισμό», εφημ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 19/5/2013.
[43] Βλ. Σημίτη Ν., «Εθνική-Eurobank. Σώστε τον Λάτση», περ. Unfollow, τχ. 17ο/Μάιος 2013, Τοζίδης Γ., «Ο μετασχηματισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος», στο παρόν τεύχος των Τετραδίων.
[44] Ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και υπεριμπεριαλιστικές τάσεις, γερμαν\ορωσικές σχέσεις, ο ρόλος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, η εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά της Αραβικής Άνοιξης, η κίνηση της τουρκικής ελίτ από τον κεμαλικό υποϊμπεριαλισμό σε ισλαμική περιφερειακή δύναμη, η πορεία του κουρδικού έθνους, των βαλκανικών κοινωνικών σχηματισμών, η κινεζική παρουσία κ.λπ.
[45] Με την έννοια που δίνει στον όρο της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού ο Κωνσταντακόπουλος Σ., «Φασισμός και κρίση», Αυγή της Κυριακής, 27/10/2012, στο σχόλιο του στο έργο του Νίκου Πουλαντζά, Φασισμός και δικτατορία.
πίσω στα περιεχόμενα: