Η στήριξη στις δικές μας δυνάμεις ως θεμέλιος λίθος της εθνικής στρατηγικής του Ρήγα και όψιμες απόπειρες στρέβλωσής της
Είμαι πεπεισμένος πως πάντα πρέπει
να στηριζόμαστε στον εαυτό μας και
στις δικές μας δυνάμεις· να μην περιμένουμε
τίποτα από κανέναν και έτσι να
μην εισπράττουμε απογοητεύσεις.
Αντόνιο Γκράμσι
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι από τις αρχές ήδη του 18ου αιώνα η δραματική βίωση της οθωμανικής αυθαιρεσίας, συνδυάστηκε με την βαθύτερη απογοήτευση των Ελλήνων, αλλά και των υπόλοιπων λαών της Βαλκανικής, για την στάση των μεγάλων δυνάμεων. Αυτή η οδυνηρή συνειδητοποίηση, έδρασε καταλυτικά, αναπτύσσοντας κριτικές και αυτοκριτικές στάσεις, σε σχέση με τις επιλογές του παρελθόντος, επιλογές που στην ουσία ήταν προσδοκίες πρωτοβουλιών υπέρ των υποδούλων από τις «φωτισμένες απολυταρχίες» της Ευρώπης.
Αρνητικό ήταν το ισοζύγιο της πορείας των πραγμάτων για τους κυρίαρχους οθωμανικούς κύκλους, τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Οι εξουθενωτικοί για την Αυτοκρατορία αυστροτουρκικοί και ρωσοτουρκικοί πόλεμοι (ιδιαίτερα ο πόλεμος των «τριών Ιμπερίων» (1787-1792) που κυριολεκτικά έβαλε σε δοκιμασία τους Τούρκους) με την δωδεκαετή και πλέον διάρκειά τους, σφραγισμένοι από γεγονότα όπως η καταστροφή του τουρκικού στόλου στην ναυμαχία του Τσεσμέ τον Ιούλιο του 1770 και η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, που σήμανε την απώλεια αμέσου ή εμμέσου κυριαρχίας των Οθωμανών σε σημαντικά τμήματα εδαφών και, κυρίως, στον ζωτικό χώρο του Ευξείνου Πόντου, αποτυπώνουν απλώς πιο απτά το αρνητικό αυτό ισοζύγιο.
Γιατί, στην πραγματικότητα, οι αρνητικές επιπτώσεις ήταν πολύ πιο πολύπλοκες και ουσιαστικές, αφού τα μέτωπα δεν ήταν μόνον «εξωτερικά» αλλά και «εσωτερικά» και δεν αφορούσαν μόνο την πολιτική, αλλά έπλητταν εξίσου αποφασιστικά την οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Αυτό το πολλαπλά δυναμιτισμένο έδαφος της Αυτοκρατορίας, συνταρασσόταν από συνεχείς εσωτερικές εκρήξεις, που είτε έπαιρναν τον χαρακτήρα των αποσχιστικών κινημάτων των διάφορων πασάδων που, για ποικίλους λόγους, έμπαιναν σε τροχιά σύγκρουσης με το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας, είτε τον χαρακτήρα της ασταμάτητης πάλης, του διαρκούς αγώνα των υποδούλων, για εθνική και κοινωνική χειραφέτηση.[1]
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι στον ανορθόδοξο αυτόν πόλεμο, πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε το ελληνικό στοιχείο, που η δράση του κορυφώνεται με το ξέσπασμα των Ορλωφικών στα 1769-1774 και την εντυπωσιακή ναυτική δραστηριότητα του Λάμπρου Κατσώνη το 1788-1790, που καταλήγουν και τα δύο, μετά την ρωσική εγκατάλειψη, άδοξα στην ήττα, αφήνοντας όμως ως βαριά υποθήκη και μάθημα εθνικής αυτογνωσίας την λογική του να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις.
Αξίζει να δούμε πώς αποτυπώνεται η κατ’ αρχήν θετική απήχηση των ρωσικών πρωτοβουλιών, για να ανατραπεί στην συνέχεια και γυρίσει στο αντίθετό της, στο ανάθεμα δηλαδή των Ρώσων και να βαθύνει έτι περαιτέρω με την συνολική κριτική της ξένης παρουσίας-προστασίας.
[Στροφή]
Ἀκόμα τούτ’ τὴν ἄνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες
νά ῤθῇ τὸ καλοκαίρι
νὰ φέρῃ ὁ Μόσκοβος σεφέρι
Μωρηᾶ καὶ Ρούμελη.
[Αντιστροφή]
Αὐτὸν τὸν χρόνο τὸν κακὸ αὐτὸ τὸ καλοκαίρι
μᾶς ἦρθε καὶ ὁ Μόσκοβος κ᾽ ἔφερε σεφέρι
καὶ ἔταξε πῶς τάχατες τὴ λευτεριὰ νὰ φέρῃ·
μὰ ποῦ ᾽ναι ἡ μαύρη λεφτεριὰ
ἀλίμονο σὲ μᾶς παιδιὰ
κι᾽αλίμονο στὴν κλεφτουριά,
ποτὲς δὲ θὰ τὸ ᾽δοῦμε,
γιατὶ δὲν πάσκισε πιστὰ γιὰ νὰ λευτερωθοῦμε,
μᾶς ἦρθε καὶ μᾶς ἄναψε φωτιὰ ἀπ᾽ ἄκρια
σ᾽ άκρια, κι᾽ἄφ᾽σε νὰ τὴ σβύσουμε μὲ
(γ)αῖμα καὶ μὲ δάκρυα
……………………………………………………..
πήδ(η)σε στὴν ἔρμη μας φωλιά,
ἀλὶ στὰ μαῦρα μας πουλιὰ
κι᾽ αλίμονο στὴν ὀρφάνια,
σὰν ἀλεποῦ κακούργα,
καὶ σήκωσε τ᾽αδέρφια μας στὸ πόδι
ἡ πανούργα· ὅσο ποὺ χήθ(η)κε ὁ γέρακας
καὶ τ᾽ ἅρπαξε στὸ στόμα
κι᾽ αὐτὴ ἐχώθ(η)κε μὲς τῆ γῆ κ᾽ ἐκρύφ(τη)κε
μέσ᾽ στο χῶμα· καὶ ἀπὸ τότε ἀλύπητα
χειμῶνα καλοκαίρι τὸ τὶ τραβοῦμε ἀπ᾽
τὸν ἐχθρὸ ἕνας θεὸς τὸ ξέρει,
ἀνάθεμα καὶ τρὶς ἀνὰ στὸ ἄπιστο σεφέρι.[2]
Ὁ ξένος ποτὲς τὸ καλὸ τοῦ ἀλλουνοῦ δὲ θέλει
κι᾽ ἀλὶ ποὺ καρτερεῖ νὰ φάῃ ἀπὸ ξένο καρβέλι
κι᾽ ἀλὶ ποὺ καρτερεῖ νὰ πιῇ ἀπὸ ξένο βουτσέλι.[3]
Γεγονός παραμένει ότι η τραγική απόληξη των λαϊκών εξεγέρσεων, η καθολική απογοήτευση από την ιδιοτελή στάση των μεγάλων δυνάμεων μετά την εγκατάλειψη των αγωνιστών των Ορλωφικών και του Λάμπρου Κατσώνη,[4] αλλά και η συνειδητοποίηση της τραγικής κατάληξης που είχαν πολλά ανώτερα στελέχη της οθωμανικής Αρχής, αποτελούν βαθιές τομές που δραστικά επενεργούν στην συγκρότηση της ιδεολογίας των Ελλήνων ριζοσπαστών ως εθνικοαπελευθερωτικής με ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο και στην αναζήτηση εναλλακτικής λύσης στις γαλλικές επαναστατικές ιδέες της πρώτης περιόδου.
Τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης όμως, αν και δόνησαν κάθε δημοκρατική καρδιά, δεν οδήγησαν σε πλήρη υποχώρηση τις επιφυλάξεις μερικών και τον «αντιξενισμό» ορισμένων, που τα τραύματα του παρελθόντος τους είχαν δημιουργήσει.[5]
Μέσα σε αυτό το γενικά απαισιόδοξο και κριτικό απέναντι στις ξένες δυνάμεις κλίμα, διαμορφώνεται και συγκροτείται το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο του Ρήγα.
Πυκνές, πολλαπλές, πολύπλοκες και όχι έξω από την λογική του συμφέροντος ή των συμφερόντων ήταν οι σχέσεις των Γάλλων δημοκρατικών με τους Έλληνες πατριώτες και ο Ρήγας δεν υπήρξε άμοιρος αυτής της λογικής, την οποία όμως, κατά την γνώμη μου, επεδίωκε να εξισορροπήσει και να την εντάξει συνειδητά στα δικά του απελευθερωτικά σχέδια. Και πραγματικά, τόσο τα διασωθέντα κείμενά του, όσο και τα ντοκουμέντα που τον αφορούν μέχρι την δολοφονία του, μας δίνουν την δυνατότητα να ισχυριστούμε τεκμηριωμένα ότι παρ’ όλο που έχει πολλά κοινά και συγκλίνοντα στοιχεία με την γαλλόφιλη λογική, εντούτοις δεν ταυτίζεται μαζί της.
Η συστηματική, διεξοδική ανάγνωση του έργου του συνολικά, αλλά και η καθόλου πρακτική του, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο φιλόδοξος στόχος του μιας ανεξάρτητης Ελληνικής Δημοκρατίας, υποτασσόταν στους σχεδιασμούς της γαλλικής αλλά και καμιάς ξένης εξωτερικής πολιτικής. Πουθενά στο έργο του δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για στήριξη του αγώνα στις μεγάλες δυνάμεις. Κι όταν αυτό ίσχυε ακόμα και για την δημοκρατική Γαλλία, είναι, φρονώ, απόλυτα λογική η σιωπή του για τη Ρωσία και τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις.[6]
Ως εκ τούτου, είναι απολύτως αστήρικτος και αντιεπιστημονικός ο ισχυρισμός ορισμένων συγχρόνων μας ότι ο Ρήγας ταύτιζε ή συνδύαζε τον ελληνικό αγώνα με τα μεγαλορωσικά σχέδια[7] και συμφέροντα ή ότι ήταν φορέας ιδεών όπως αυτές που αποτυπώνονταν στους Χρησμούς και τις Προφητείες του ιερομόναχου Αγαθαγγέλου,[8] που, κατά την γνώμη τους, εξέδωσε στην Βιέννη μαζί με τα υπόλοιπα έργα του.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς παρουσιάζεται η όλη υπόθεση. Πριν όμως από όλα, θα πρέπει κατ’ αρχήν να γνωρίζουμε ότι σε όλη την διάρκεια της ζωής του Ρήγα, αλλά και σαράντα χρόνια από τον θάνατό του, ουδεμία αναφορά υπήρξε, αλλά και ουδείς, έστω και υπό την μορφήν ενδεχομένου ή ανάμνησης, είχε σε οποιοδήποτε επίπεδο συνδέσει τον Ρήγα με την υπόθεση των Χρησμών του Αγαθάγγελου. Ως εκ τούτου, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, ως χρονικό σημείο εκκίνησης του όλου ζητήματος μπορεί να θεωρηθεί το 1838.
Είναι γεγονός ότι η επανέκδοση στην Ερμούπολη το 1838 του Αγαθάγγελου[9] από τον Ζηλοπροφήτη, ο οποίος χωρίς να προσκομίσει αποδείξεις αποδίδει την πρώτη έντυπη έκδοση του έργου στην Βιέννη στον Ρήγα, οδήγησε σε μια προσωρινή αναζωπύρωση του όλου θέματος, η οποία πολύ σύντομα όμως, «κατέπεσεν εις εντελή εγκατάλειψιν», εναρμονιζόμενη με την βαθιά απογοήτευση του ελληνικού λαού για την στάση των ξένων δυνάμεων, όπως σημειώνει στο ενδιαφέρον λήμμα του στο «Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη», ο Γ. Υπερίδης το 1927.[10]
Θα υπέθετε κανείς ότι το ζήτημα ήταν όχι μόνο ουσιαστικά, αλλά και φιλολογικά λήξαν, δεδομένου ότι οι Περραιβός, Λάμπρος, Άμαντος, Κορδάτος, Δασκαλάκης, Λάϊος, Καμαριανός, Ενεπεκίδης, Πανταζόπουλος, κ.ά., αλλά και οι Λεγκράντ, Γιόργκα, Πάντελιτς, Βιρτόσου, Αρς, κ.ά., για να σταθώ στους σημαντικότερους παλαιότερους μελετητές του έργου του Ρήγα, δεν είχαν ούτε απλή αναφορά στο όλον ζήτημα, πλην του Λέανδρου Βρανούση, που στον εξαίρετο Ρήγα του το 1954 αναφέρεται στον Αγαθάγγελο σημειώνοντας ότι: «[…] λένε πως το τύπωσε σε μια νέα έκδοση τώρα στη Βιέννη ο Ρήγας […]»,[11] χωρίς έκτοτε γραπτά ο ίδιος να ξανααναφερθεί στο όλον ζήτημα.
Έτσι είχαν τα πράγματα ως το 1969, όταν ο Αλέξης Πολίτης παρουσίασε το μοναδικό μέχρι σήμερα σωζόμενο αντίτυπο της βιεννέζικης έκδοσης του Αγαθάγγελου στον «Ερανιστή» υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η προσγραφόμενη στον Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθαγγέλου. Το μόνο γνωστό αντίτυπο»,[12] όπου υποστηρίζοντας τους ισχυρισμούς του Ζηλοπροφήτη κατέληγε στην ειλικρινή μεν, αλλά τουλάχιστον περίεργη για επιστήμονα-ερευνητή-ιστορικό δήλωση ότι: «Θα την ονομάζουμε λοιπόν στο έξης έκδοση του Ρήγα δίχως να ερευνήσουμε περισσότερο για την αλήθεια της πληροφορίας».[13]
Η έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων και η ασθενής επιστημονικά τεκμηρίωση ήταν εμφανής και δεν έπεισε όπως φαίνεται την ακαδημαϊκή κοινότητα, γι’ αυτό και κανένας από τους αυστηρούς στον έλεγχο των στοιχείων ιστορικούς δεν την υιοθέτησε και γι’ αυτό δεν υπήρξε ούτε ένα σοβαρό τεκμηριωμένο κείμενο που να συνηγορεί υπέρ των λεγομένων Αλέξη Πολίτη πλην: Α) της διατύπωσης του ιδίου ότι οι Κ.Θ. Δημαράς και Λ. Βρανούσης[14] τον ενθάρρυναν να εμβαθύνει την έρευνα, χωρίς όμως να προσκομίσει κάτι νέο από πλευράς του τα επόμενα χρόνια και χωρίς – τουλάχιστον – ο Λ. Βρανούσης να αναφερθεί κάπου γραπτά για το ότι η έκδοση αυτή ήταν του Ρήγα και Β) τριών ουσιαστικά γραπτών αναφορών που υιοθετούν τα προτεινόμενα από τον Αλέξη Πολίτη, χωρίς όμως την παραμικρή περαιτέρω έρευνα ή επιχειρηματολογία επί του προκειμένου. Από τους τρεις συμφωνούντες, ο μεν Άλκης Αγγέλου αναφέρει σε μιάμιση σειρά τον Ρήγα ως εκδότη των Χρησμών,[15] ο Κρις Γουντχάουζ, σε προφανή αμηχανία ευρισκόμενος, πιθανολογεί ότι ο Ρήγας εξέδωσε το βιβλίο αυτό για να αποκομίσει οικονομικό όφελος από την πώλησή του[16] και ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, ο οποίος όμως αν και στην αρχή αποδέχεται την πρόταση Πολίτη,[17] στην συνέχεια σιωπηρά την αναθεωρεί, γι’ αυτό και δεν περιλαμβάνει τους Χρησμούς στην γνωστή μας έκδοση της Βουλής των Ελλήνων των Απάντων των σωζωμένων έργων του Ρήγα που επιμελήθηκε ο ίδιος.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σύσσωμη, σχεδόν, η ακαδημαϊκή κοινότητα κράτησε αποστάσεις από την άποψη Πολίτη, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις τρεις ξεχωριστές εκδόσεις των Απάντων του Ρήγα που επιμελήθηκαν οι Λέανδρος Βρανούσης, Δημήτρης Καραμπερόπουλος και ο προαναφερθείς Πασχάλης Κιτρομηλίδης και που όχι μόνο δεν περιλαμβάνουν τους Χρησμούς, αλλά ούτε καν τους αναφέρουν ως πιθανολογούμενη έκδοση του Ρήγα στα εισαγωγικά κ.λπ. κείμενά τους.
Και ενώ η υπόθεση είχε κατ’ ουσίαν «νεκρώσει» επί σαράντα έτη, το 2010 εμφανίζεται ως όψιμος μελετητής του Ρήγα ο Γιώργος Καραμπελιάς, όπου σε σειρά άρθρων του στο περιοδικό «Άρδην»[18] και αργότερα το 2011 στο βιβλίο του Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα,[19] όχι μόνον επαναφέρει το ζήτημα, αλλά και ρητά ισχυρίζεται ότι «Τέλος, όπως θεωρείται βέβαιο πλέον από τους περισσότερους ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα – και πλέον αποκρύπτεται συστηματικά –, εκδίδει τους Χρησμούς του Ιερώνυμου Αγαθάγγελου»,[20] για να συμπληρώσει παρακάτω: «Οι αναφορές του “Ζηλοπροφήτη” σχετικά με την έκδοση των Χρησμών του Αγαθαγγέλου “ὑπό ῾Ρήγα τοῦ Θετταλοῦ”, θεωρήθηκαν από όλους τους μελετητές εξαρχής απολύτως αξιόπιστες».[21] Μια άποψη δηλαδή που από τα προηγούμενα παρατεθέντα αποδεικνύεται παντελώς ανακριβής.
Το χειρότερο, όμως, στην όλη υπόθεση είναι ότι με βάση την αυθαίρετη αυτή διάγνωση, ο συγγραφέας επιτίθεται σε όσους δεν την υιοθετούν, κατηγορώντας τους ότι αποκρύπτουν την άποψη του Ρήγα για την στήριξη «στο “ξανθό γένος” της Ρωσίας»,[22] με στόχο να ακυρώσουν λόγω ιδεολογικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων το θετικό στοιχείο του συνδυασμού από πλευράς του Βελεστινλή του διαφωτισμού με τον προφητισμό και τη χρησμολογική παράδοση.[23]
Σε αυτήν την προφανώς αναπόδεικτη, στο κατ’ αρχήν αποφασιστικό ζητούμενο της ταυτότητας της έκδοσης, επιχειρηματολογία, που αναβιώνει θλιβερές στιγμές ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας, έδωσε την πρέπουσα τεκμηριωμένη απάντηση ο Δημήτρης Καραμπερόπουλος με την λιτή μελέτη του Ήταν τελικά ο Ρήγας εκδότης του «Αγαθάγγελου;»,[24] ενώ εξίσου ουσιαστική είναι η θέση που διατυπώνει ένας από τους ελάχιστους συστηματικούς και αξιόπιστους μελετητές χρησμολογικών και εσχατολογικών κειμένων, ο Αστέριος Αργυρίου, τονίζοντας ότι «Εσωκειμενικά κριτήρια μ’ έχουν πείσει προσωπικά ότι η προσγραφόμενη στο Ρήγα έκδοση του Αγαθάγγελου δεν είναι δυνατόν να έγινε πριν από το 1803. Πόση όμως μελάνη ξοδεύτηκε για να αποδειχτεί ότι ο Ρήγας ήταν ή δεν ήταν εκδότης της Οπτασίας· στην ουσία, για να εξαρθεί η ορθόδοξη μυστικοπάθεια ή η διαφωτιστική ελευθεριότητα του Ρήγα. Χαρακτηριστικότατο είναι το γεγονός ότι ορισμένοι από τους ερευνητές που αναφέραμε παραπάνω, και πολλοί άλλοι, παρουσιάζουν τον κώδικα 928 του Βουκουρεστίου ως ένα μεικτό, ένα πολυμιγή κώδικα, ως ένα συνοθύλευμα, παραλείπουν όμως να αναφέρουν ότι πρόκειται πρωτίστως για ένα χρησμολόγιο».[25]
Επανερχόμενος στην μελέτη του Δημήτρη Καραμπερόπουλου, οφείλω να επισημάνω αυτό, που κατά την γνώμη μου, αποτελεί την κύρια πλευρά της.
Στηριγμένος στην έρευνα των πηγών, με συνεχείς διασταυρώσεις, αλλά και βασανιστικό διάλογο και ανταλλαγή επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων με τρίτους, όπως και προσωπικά μπορώ να το βεβαιώσω, ο συγγραφέας επαναφέρει τα αυταπόδεικτα και αυτονόητα στην θέση τους, αποδεικνύοντας πώς για μιαν ακόμη φορά μια ατεκμηρίωτη ιστορικά γνώμη μπορεί να εμφανιστεί με νοητικές ταχυδακτυλουργίες ως ιστορικό τεκμήριο. Με δυο λόγια, θα συμπλήρωνα εγώ, πώς για λόγους επιβεβαίωσης μιας σύγχρονης πολιτικής οπτικής, ιδεολογικοποιείται το παρελθόν με βάση το παρόν και κατασκευάζεται στην συνέχεια μια νέα ανάγνωση της ιστορίας, στηριγμένη σε μια σειρά άρθρων, αλλά και ένα ολόκληρο βιβλίο, που οικοδομούνται όχι μόνον σε κάτι που επιστημονικά δεν έχει επιβεβαιωθεί, όχι μόνον σε κάτι που διαχρονικά στην πλειοψηφία τους οι ειδικοί ερευνητές έχουν απορρίψει, αλλά και σε κάτι που μεθοδολογικά κινείται στα όρια της ιστορικής λαθροχειρίας. Διότι, αλήθεια, σε τι διαφέρει ετούτο από τις όψιμες απόπειρες του ιστορικού αναθεωρητισμού σε κρίσιμα ζητήματα της ελληνικής ιστορίας, παλαιότερης και πρόσφατης;
Γιατί καμιά απάντηση δεν υπάρχει στο γεγονός πώς μπορεί από την μια ο Ρήγας να είναι με τον άλφα ή βήτα τρόπο φιλορώσος και πώς από την άλλη να μην απαντάται όχι μια θετική αναφορά για την Ρωσία στα κείμενά του, αλλά να απουσιάζει παντελώς και αυτή η λέξη Ρωσία από το σύνολο του έργου του;[26]
Και ακόμη πιο εμφαντικά, πώς ο συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης του Σχολείου, του Απανθίσματος Φυσικής, του Ηθικού Τρίποδα, του Νέου Ανάχαρση, της Μεγάλης Χάρτας, της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως, του Στρατιωτικού Εγκολπίου, της Δημοκρατικής Κατηχήσεως αλλά και του Πνεύματος των Νόμων, κειμένων που όλα ανεξαίρετα, παρά τον πλουραλισμό της θεματικής και επιχειρηματολογίας τους, κινούνται σταθερά και απαρέγκλιτα στην κατεύθυνση του κοσμικού δημοκρατικού πατριωτισμού, δηλαδή σε κατεύθυνση ολοκληρωτικά αντίθετη με το πνεύμα του Αγαθάγγελου,[27] να είναι και οπαδός του προφητισμού, της χρησμολογίας και της ελέω Θεού μοναρχίας;
Πώς δηλαδή, με δυο λόγια, θα μπορούσε ο Ρήγας, εκφραστής της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, λάτρης της επιστήμης και του ορθού λόγου, πατέρας του δημοκρατικού πατριωτισμού και κατεξοχήν αντιδογματικός στοχαστής, να στηρίξει την καθ’ όλα κοσμική άποψή του σε προφητικά εσχατολογικά κείμενα; Είναι, άραγε, τυχαίο ότι η λογική του «τέλους», ακόμα και η ίδια η λέξη «τέλος», απουσιάζει από τα γραπτά του; Ο Ρήγας έχει ξεκαθαρισμένη γνωσιολογική θεώρηση για τα χρησμολογικά. Ακόμα και η στην εισαγωγή της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως διατύπωση «τὰ ἱερὰ καὶ ἄμωμα δίκαια, ὁποὺ θεόθεν τῷ ἐχαρίσθησαν διὰ νὰ ζήσῃ ἡσύχως ἐπάνω εἰς τὴν γῆν» είναι αυστηρά ενταγμένη στην παράδοση του Διαφωτισμού.[28] Δεν αποτελεί ως εκ τούτου υπέρβαση, η εξαγωγή συμπεράσματος, ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία δεν συνάγεται από πουθενά ότι ο Ρήγας θα παρέκαμπτε, τον «φυσικό» πολιτικό του σύμμαχο, την επαναστατημένη και προ του 1789 Γαλλία, για να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του τσαρισμού και των ορκισμένων εχθρών της δημοκρατίας, του διαφωτισμού και της εθνικής αυτοδιάθεσης.
Είναι, νομίζω, ιδιαίτερης αξίας γεγονός, και όχι μόνο για την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, να επισημάνουμε και τονίσουμε την διαφορά που διέπει την λογική του Ρήγα από εκείνη πολλών συντρόφων του, αλλά και σημαντικών Ελλήνων πατριωτών, όπως λ.χ. ο μεγάλος Αδαμάντιος Κοραής.
Ποιο είναι, λοιπόν, το σημείο εκείνο που πέραν αυτού αρχίζουν οι ιδεολογικοπολιτικές διαφοροποιήσεις και πρακτικές, ανάμεσα στα διάφορα άτομα ή κινήσεις που ασπάζονταν, ολικά ή εν μέρει, τις γαλλικές επαναστατικές ιδέες; Για κάποιους, όπως ενδεικτικά οι Στεφανόπουλοι, ο Κωνσταντίνος Σταμάτης, αλλά και ο Χριστόφορος Περραιβός και — ακόμα περισσότερο — ο Αδαμάντιος Κοραής, οι Γάλλοι και η Γαλλία φαινόταν να είναι «το παν», για αρκετούς άλλους όμως, όπως ο Ρήγας και οι Ανώνυμοι, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.[29]
Πολλά χρόνια αργότερα, αποτιμώντας πρόσωπα, σχέσεις και γεγονότα, ένας κληρικός, ο Ευλόγιος Κουρίλας θα ασκήσει μιαν έντονη κριτική στον «άνευ όρων φιλογαλλισμό» του Αδαμαντίου Κοραή και του Χριστόφορου Περραιβού. Παρ’ όλη την σφοδρότητα ή και τις υπερβολές, η κριτική του Κουρίλα, σωστή κατά βάση, εμπερικλείει με διαύγεια τα κυριότερα επιχειρήματα αυτών που θεωρούν ότι ορθώς ο «Ρήγας εστηρίζετο εις μόνας τας εθνικάς δυνάμεις».[30]
Καθόλου, λοιπόν, τυχαίο δεν είναι ότι οι δύο συνεπέστεροι εκτελεστές των πνευματικών του υποθηκών, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας και ο Ανώνυμος του Ρωσσαγγλογάλλου γράφουν:
«Διατὶ ἀδελφοὶ μου, νὰ θέλωμεν νὰ ἀλλάξωμεν κύριον, ὅταν μόνοι μας ἠμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν»[31] και
Ἄρχισε καὶ ἡ Γαλλία
νὰ κηρύττῃ ἐλευθερία·
ἔφθασε στὰ σύνορά μου,
κ’ ηὔξησε τὰ βάσανά μου.
Ὕβριζε τὴν τυραννία,
μὰ διψοῦσε γιὰ σολδία.
Ἡ Ρωσσία κ’ ἡ Ἀγγλία,
βλέποντάς τους στὴν Τουρκία,
ἔτρεξαν νὰ τοὺς ἐξώσουν,
γιὰ νὰ μὴ μὲ λευθερώσουν» (Ρωσσαγγλογάλλος).[32]
Ο Ρήγας αναπτύσσει μιαν αυτόνομη ουσιαστικά δραστηριότητα, που σαφώς όμως οριοθετείται στα πλαίσια του δημοκρατικού πατριωτισμού, που αποτελούσε τον κορμό της ιδεολογίας όχι μόνο των Γάλλων, αλλά και των Ιταλών και λοιπών Ευρωπαίων πατριωτών, που εμπνέονταν από το ριζοσπαστικό τρίπτυχο ελευθερία – ισότης – αδελφότης. Ο Ρήγας και οι μαθητές του αποτέλεσαν τους κατεξοχήν κορυφαίους εκφραστές της λογικής του να στηριζόμαστε, πάνω απ’ όλα, στις δικές μας δυνάμεις, λογική που δεν εμπεριείχε ίχνος σωβινισμού ή εθνικής περιχαρακώσεως, αλλά και λογικής που ήθελε να στηρίζεται στα πορίσματα που η ίδια η ιστορία παρουσιάζει. Με άλλα λόγια, η λογική της στήριξης στις δικές μας δυνάμεις δεν εξαντλείται σε έναν αναδρομικό «εθνικισμό», αλλά είναι ευρύτερη ακόμα και του στενού εθνικού πεδίου, με διακρινόμενες τις κοινωνικές της διαστάσεις.
Και είναι αυτά τα πορίσματα που τον οδήγησαν να γράψει τους πυκνούς σε εθνική αυτογνωσία στίχους,
Ὣς πότ’ ὁφφικιάλος σὲ ξένους βασιλεῖς;
Ἔλα νὰ γένῃς στύλος δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα κανένας νὰ χαθῇ,
ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθὶ.[33]
στίχους μηνύματα-οδηγούς, που ενέπνευσαν και καθοδήγησαν την ριζοσπαστική πτέρυγα του Αγώνα.
Σχολιάζοντας τους αθάνατους αυτούς στίχους, ένας άλλος πατέρας της εθνικής μας ανεξαρτησίας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σημείωσε στα Απομνημονεύματά του: «Ἐφύλαξα πίστιν εἰς τὴν παραγγελίαν του, καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσεν καὶ ἐκρέμασα φούντα εἰς τὸ γένος μας ὡς στρατιώτης του».[34]
Πιστός στην μεγάλη αυτή παρακαταθήκη, ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός θα αποφανθεί από την πλευρά του:
Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι
Τουρκιᾶς, τόπ’, Ἄγγλου! Πέλαγο
μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι…[35]
για να συμπληρώσει πλειοδοτώντας με ξεχωριστό πάθος ο έτερος μεγάλος ποιητής μας, ο καρμπονάρος Ανδρέας Κάλβος:
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
’νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες·
Παρὰ προστάτας ’νἄχωμεν.[36]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Από την ούτως ή άλλως εξαιρετικά εκτεταμένη επί του θέματος βιβλιογραφία, σημειώνω ενδεικτικά τις εργασίες των Κώστα Π. Κύρρη, Τουρκία και Βαλκάνια, εκδ. «Βιβλ/ο της “Εστίας”», Αθήνα 1986, Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι βαλκανικοί λαοί. Από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (14-19ος αι.), Β΄ έκδ., εκδ. «Βάνιας», Θεσσαλονίκη 1991, Νεοκλή Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, τόμ. Α΄-Β΄, εκδ. «Ι.Δ. Αρσενίδης και Σια», Αθήνα χ.χ.έκδ., Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924, Γ΄ έκδ. επηυξημένη, εκδ. «Βιβλ/ον της “Εστίας”», Αθήνα χ.χ.έκδ και Peter F. Sugar, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία (1354-1804), τόμ. Α΄-Β΄, εκδ. «Σμίλη», Αθήνα 1994.
[2] Για περ. βλέπε Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Μελετήματα για τον Ρήγα Βελεστινλή, εκδ. «Ε.Ε.Μ. Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα», Αθήνα 1994, σελ. 76 επ.
[3] Ό.π., σελ. 77.
[4] Για περ. βλέπε Λουκάς Αξελός, Ρήγας Βελεστινλής. Σταθμοί και όρια στην διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην Ελλάδα, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2003, σελ. 492 επ.
[5] Ό.π.
[6] Ό.π. σελ. 503.
[7] Αναφορικά με τα μεγαλορωσικά σχέδια σε συνδυασμό και με την έκδοση του Αγαθάγγελου, χαρακτηριστικές, με όλη την υπερβολή τους, είναι οι παρατηρήσεις του Γιάνη Κορδάτου, που σημειώνει: «Η εξαπλωτική πολιτική του Πέτρου και τα σχέδιά του να πάρει την Πόλη και τα Στενά (Δαρδανέλια), γέννησαν την ελπίδα στους ραγιάδες για το ξεσκλάβωμά τους από τον τουρκικό ζυγό. Η φυλλάδα μάλιστα του Αγαθάγγελου (1751) που την εσύναξε κάποιος καλόγερος, όργανο της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, προπαγάνδιζε με τη μάσκα της θρησκείας το ρωσικό ιμπεριαλισμό. Έτσι το «ξανθόν Γένος (=οι Ρώσοι) παρουσιαζόταν στα μάτια των ραγιάδων, πώς από θέλημα θεού θα γίνει σωτήρας των σκλαβωμένων χριστιανών.
Είν’ αλήθεια πως ο Τσάρος για πολύν καιρό έπαιξε ένα τέτοιο ψεύτικο ρόλο και ανάπτυξε μια τεράστια εξεγερτική προπαγάνδα στα Βαλκάνια». Για περ. βλέπε Γιάνης Κ. Κορδάτος, Ρήγας Φεραίος και η Βαλκανική Ομοσπονδία, εκδ. «Ι & Π. Ζαχαρόπουλου», Αθήνα 1945, σελ. 23 επ.
[8] Για το πρωτοκυκλοφορήσαν σε χειρόγραφη μορφή γύρω στα 1750, έργο του αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Πολυειδή με τίτλο Αγαθάγγελος ή Οπτασία του μακαρίου ιερομονάχου Αγαθαγγέλου και τις μεταγενέστερες εκδόσεις του βλέπε ενδεικτικά, Νικόλαος Γ. Πολίτης, «Αγαθάγγελος», περ. «Εστία», Ιαν/ος-Ιούνιος 1889, Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης «Θεόκλητος ο Πολυειδής και το λεύκωμα αυτού εν Γερμανία (εξ ανεκδότου κώδικος). Ο φιλελληνισμός των Γερμανών», περ. «Θρακικά», τόμ. 3, 1932, τόμ. 4, 1933, τόμ. 5, 1934, τόμ. 7, 1936, Αλέξης Πολίτης, «Η προσγραφόμενη στον Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθάγγελου. Το μόνο γνωστό αντίτυπο», περ. «Ο Ερανιστής», έτος Ζ΄, τεύχ. 42, Δεκέμβριος 1969 και Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Ήταν τελικά ο Ρήγας εκδότης του “Αγαθάγγελου”;, εκδ. «Ε.Ε.Μ. Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα», Αθήνα 2009.
[9] [μακαρίου Ιερωνύμου Αγαθαγγέλου], Ευσεβούς τινός συντάκτου, κατά χάριν μεν του Ιησού, του δόντος τοις δυσί μάρτυσιν αυτού το πνεύμα της προφητείας, κατ’ αποστολικόν δε του Παύλου ζήλον, τόνδε τον τρόπον ελάχιστον Ζηλοπροφήτου, Σύνταγμα Πνευματικόν, διχή διηρημένον, εις θεωρητικόν τε και πρακτικόν, εκ της τυπογρ. «Γ. Μελισταγούς», Ερμούπολη 1838.
[10] Ω [Γ. Υπερίδης], «Αγαθάγγελος», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τόμ. Α΄, Αθήνα 1927.
[11] Για περ. βλέπε Λ.Ι. Βρανούσης, Ρήγας, εκδ. «Αετός», Αθήνα 1954, σελ. 80 και 111.
[12] Για περ. βλέπε Αλέξης Πολίτης, «Η προσγραφόμενη στον Ρήγα πρώτη έκδοση του Αγαθάγγελου. Το μόνο γνωστό αντίτυπο», περ. «Ο Ερανιστής», έτος Ζ΄, τεύχ. 42, Δεκέμβριος 1969.
[13] Ό.π., σελ. 174.
[14] Ό.π., σελ. 173.
[15] Βλέπε Άλκης Αγγέλου, Των Φώτων. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τόμ. Β΄ εκδ. «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα 1999, σελ. 247.
[16] Βλέπε C.M. Woodhouse, Ρήγας Βελεστινλής. Ο πρωτομάστορας της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. «Παπαδήμα», Αθήνα 1997, σελ 67 επ.
[17] Βλέπε Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. «Μ.Ι.Ε.Τ.», Γ΄ έκδοση, Αθήνα 2000, σελ. 309 επ.
[18] Για περ. βλέπε: Γιώργος Καραμπελιάς, «Ο Ρήγας και η χρησμολογία» και «Για τον Ρήγα και τον Γρηγόριο Ε΄», περ. «Άρδην», τεύχ. 81, Αθήνα 2010 και «Απάντηση» σε επιστολή του Δημήτρη Καραμπερόπουλου σχετικά με την αποδιδόμενη στον Ρήγα έκδοση των χρησμών του Αγαθάγγελου, περ. «Άρδην», τεύχ. 83, Αθήνα 2010-2011.
[19] Για περ. βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, εκδ. «Εναλλακτικές Εκδόσεις», Αθήνα 2011.
[20] Ό.π., σελ. 20.
[21] Ό.π., σελ. 221.
[22] «Όσο για την “παράνομη” ή έστω απόκρυφη εκδοτική του δραστηριότητα, και αυτή παρουσιάζει την ίδια εκπληκτική συνθετικότητα: Χρησμοί του Αγαθάγγελου και στήριξη στο “ξανθό γένος της Ρωσίας”, στη διάρκεια του ρωσορτουρκικού πολέμου.». Ας σημειωθεί ότι στην εν λόγω παράγραφο ο συγγραφέας προσθέτει στον Θούριο και τον Ύμνο Πατριωτικό ως έργο του Ρήγα το Τι καρτερείτε φίλοι και αδελφοί, έργο που η συντριπτική πλειοψηφία των σοβαρών μελετητών του Ρήγα έχει απορρίψει ως αυθεντικό του έργο. Για περ. βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Η ανολοκλήρωτη…, ό.π., σελ. 12.
[23] Ό.π., σελ. 50.
[24] Για περ. βλέπε Δ. Καραμπερόπουλος, Ήταν τελικά ο Ρήγας κ.λπ., ό.π.
[25] Παρατίθεται από το ανέκδοτο ακόμα κείμενό του με τίτλο «Τα “πατριωτικά έργα” του Ρήγα Βελεστινλή στο Χρησμολόγιον του Νικολάου Παρπαρίγου. Η ιδεολογική διάσταση του γεγονότος», που εκφωνήθηκε στο 6ο Διεθνές Συνέδριο, Φεραί-Βελεστίνο-Ρήγας, 4-7 Οκτωβρίου 2012, Βελεστίνο. Για την ευγενική παραχώρηση χρήσης τον ευχαριστώ. Η υπογράμμιση δική μου.
[26] Αξίζει να επισημανθεί ότι πουθενά στα σχολαστικά και ακριβολόγα έγγραφα των ανακριτικών Αρχών της Βιέννης δεν υπάρχει έστω και υπαινιγμός για φιλορωσικά αισθήματα ή μορφή υποτυπώδους σχέσης του Ρήγα και των συντρόφων του με τον ρωσικό παράγοντα.
[27] Είναι, φρονώ, εμφανές, ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις ουδόλως αμφισβητούν την πίστη του Ρήγα, που ήταν όμως αφανάτιστη (στὴν πίστιν του καθένας ἐλεύθερος νὰ ζῇ / Θούριος) και ενταγμένη στην ευρεία ουμανιστική λογική του.
[28] Βλέπε Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος, Τα Έργα του Ρήγα, επιμ. Λ. Βρανούσης, εκδ. «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων», Αθήνα 1968, τόμ. Β΄, όπου και η Νέα Πολιτική Διοίκησις, σελ 683.
[29] Για περ. βλέπε Λουκάς Αξελός, Ρήγας Βελεστινλής…, ό.π., σελ. 500 επ.
[30] Ό.π., σελ. 506 επ.
[31] Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, επ. Ν.Β. Τωμαδάκης, Β΄ έκδοση, εκδ. «Βαγιονάκης», Αθήνα χ.χ.έκδ., σελ. 166.
[32] Ανωνύμου, Ο Ρωσαγγλογάλλος, επ. Κ.Θ. Δημαράς, εκδ. «Πορεία», Αθήνα 1990, σελ. 25.
[33] Ρήγας Βελεστινλής-Φεραίος, Τα έργα του Ρήγα..., ό.π., σελ. 729.
[34] Γεώργιος Τερτσέτης, Άπαντα, τόμ. Γ΄, επ. Γ. Βαλέτας, εκδ. «Πηγής», Αθήνα 1979, σελ. 238 επ.
[35] Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, τόμ. Α΄ επ. Λ. Πολίτης, Δ΄ έκδοση, Αθήνα 1979, σελ. 238 επ.
[36] Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, εκδ. «Γαλαξίας», Αθήνα 1961, σελ. 118.
πίσω στα περιεχόμενα: