Αξίες και πολιτική ευθύνη
Το ζήτημα των αξιών και της σχέσης τους με την πολιτική συνδέεται με το πρόβλημα κατανόησης του πραγματικού κόσμου, μέσα στον οποίο οργανώνουμε την πράξη μας. Σε μια συζήτηση περί αξιών, το πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται είναι το πώς κατανοούμε τον κόσμο: όχι τον οποιοδήποτε κόσμο, αλλά τον κοινωνικό κόσμο, τον «κόσμο» της κοινωνίας, και μάλιστα τον «κόσμο» της σημερινής κοινωνίας. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να είναι η καντιανή: κατανοούμε τον κόσμο μέσα από έννοιες.[1] Αλλά οι έννοιες φέρουν ένα φορτίο συμφερόντων, με τα οποία είναι συνδεδεμένοι όσοι τις κατασκευάζουν και τις χρησιμοποιούν.[2] Από αυτή την άποψη, οι κοινωνικές σχέσεις εκδηλώνονται και κατανοούνται μέσα από έννοιες που ήδη ισχύουν: εισερχόμαστε στον κόσμο και κοινωνικοποιούμαστε σε αυτόν μέσα από ήδη ισχύοντα και συγκροτημένα συστήματα εννοιών. Τούτο σημαίνει ότι ο κόσμος δεν μας παρουσιάζεται ως ένα σύνολο από ασύνδετα μεταξύ τους δεδομένα και ότι αναπτύσσουμε την πράξη μας σε αυτόν έχοντας ήδη μια προκατανόησή του: κατανοούμε τον κόσμο ως ένα σύνολο από σχέσεις και συμφέροντα και, ταυτόχρονα, συνδέουμε αυτή την κατανόηση με τον χαρακτήρα αυτών των σχέσεων ως δίκαιων ή άδικων, ως σχέσεων που πρέπει να αλλάξουν ή να παραμείνουν σταθερές. Έτσι, η κατανόηση του κόσμου μέσα από έννοιες συνδέεται με την κριτική μας και με την πράξη μας, με την έννοια ότι παίρνουμε ταυτόχρονα θέση μέσα σε αυτόν τον κόσμο (αντικειμενικότητα), καθώς αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε πλευρές του ως δίκαιες ή άδικες, εμπλεκόμαστε σε πράξεις αντίστασης ή ανατροπής και σε πράξεις συναίνεσης ή αποδοχής.
Από την άποψη της πρακτικής μας εμπλοκής στον κοινωνικό «κόσμο», η κατανόησή μας είναι συνδεδεμένη με αξιολογήσεις, οι έννοιες διαπλέκονται δεσμευτικά με αξίες. Η έννοια, λοιπόν, της αξίας είναι μια πολιτικο-πρακτική έννοια. Μπορεί να συνδέει την αξιολόγηση με την υποκειμενική προτίμηση, οπότε το αξιακό αποσύρεται στο υποκείμενο και οι αξίες είναι υποκειμενικές και μπορούν να συγκροτούνται ως βίωμα. Ή μπορεί να αναδεικνύει την αξία ως σχέση κοινωνικότητας και πολιτικότητας, που συγκροτεί τις επιμέρους υποκειμενικότητες και προσφέρει σε αυτές ευκαιρίες να εκδηλώσουν τις προτιμήσεις τους, οπότε οι αξίες ορίζονται ως αντικειμενικές.[3]
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με μιαν αξία ως δυνατότητα του πραγματικού. Και το ερώτημα αυτό μας φέρνει στην καρδιά της κριτικής κοινωνικής θεωρίας, η οποία συνδέει την κριτική της διάσταση με την πράξη. Όταν λ.χ. ο Rousseau υποστήριζε στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ότι ο «άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος», εννοούσε ότι άνθρωπος θα έπρεπε να εξεγερθεί κατά της αυθαιρεσίας, της τυραννίας, της ανειλικρίνειας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η πρακτική διάσταση αυτού του επιχειρήματος επιστρέφει, ταυτοχρόνως, και στο πεδίο της ίδιας της επιστημονικής εργασίας, στη σκοπιά του ίδιου του θεωρητικού. Προκειμένου να κατανοηθεί η πραγματικότητα δεν αρκεί να αναλυθεί στις αιτιακές σχέσεις της. Αντίθετα, πρέπει να τεθεί ως «απαρχή» του αιτιακού συλλογισμού μια αξία, προκειμένου η πραγματικότητα να προσανατολιστεί, μέσα από την ανθρώπινη πράξη, προς αυτήν. Έτσι, οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας βρίσκονται στην αφετηρία του συλλογισμού και έχουν ως πρακτική συνέπεια την ανασυγκρότηση («ανόρθωση») της πραγματικότητας στη βάση αυτών των αξιών[4]. Αυτός ο συλλογισμός μπορεί να υπερβεί τον ιστορικό του ορίζοντα και να επικαιροποιηθεί: για να μην παραμείνουν αυτές οι αξίες υποκριτικές θα έπρεπε να συμπληρωθούν με την κοινωνική αλληλεγγύη και την άρση των ταξικών ανισοτήτων. Και παρ’ ότι η ανωτέρω συμπλήρωση φαίνεται να σχετικοποιεί τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας, ωστόσο τις ενισχύει, καθώς προσδίδει σε αυτές κοινωνικό περιεχόμενο.
Ας επιστρέψουμε στον ιστορικό ορίζοντα της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου και ας εξετάσουμε τις αξίες που εισάγει, προκειμένου να ερευνήσουμε τη στοχοθεσία τους. Τι σημαίνει ελευθερία και ισότητα σε αυτόν τον ορίζοντα, και με ποιο τρόπο επιδρούν στο πεδίο της ανθρώπινης πράξης: τόσο στο πεδίο της ατομικής δραστηριότητας όσο και στο πεδίο που συγκροτεί και συνέχει αυτή τη δραστηριότητα.
Ας υποθέσουμε ότι ένα δρων υποκείμενο, ένας παραγωγός, επιθυμεί να πουλήσει τα προϊόντα του στην αγορά. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ξεκινάει να πάει στην αγορά από τον δημόσιο δρόμο. Για να ισχύσει αυτό το παράδειγμα προϋποτίθεται ότι έχει τη δυνατότητα της ελεύθερης μετακίνησης, άρα με αυτή την έννοια διαθέτει ελευθερία, και, εφόσον φτάσει στην αγορά, να έρθει αντιμέτωπος με έναν άλλον παραγωγό που ενδιαφέρεται για τα προϊόντα του, ως ίσος προς ίσον, διαφορετικά δεν θα γίνει η πράξη της ανταλλαγής, άρα διαθέτει ισότητα. Σε αυτό το επίπεδο, η ελευθερία και ισότητα συγκροτούνται ως όροι για τη σχέση της ανταλλαγής, είτε αυτή πάρει χρηματική μορφή είτε μείνει στο επίπεδο του αντιπραγματισμού. Ας υποθέσουμε, τώρα, ότι καθώς πηγαίνει προς την αγορά για να πουλήσει τα προϊόντα του, πέφτει θύμα μιας συμμορίας που λυμαίνεται την περιοχή και, παρ’ ότι δεν χάνει τη ζωή του, χάνει ωστόσο το αποτέλεσμα της εργασίας του. Στο επίπεδο αυτό, η ληστεία συνιστά μια ανωμαλία στην ίδια τη διαδικασία της ανταλλαγής, αλλά και στους νομικούς και πολιτικούς όρους που τη συγκροτούν. Με τη ληστεία εισάγεται το στοιχείο της βίας. Η εισαγωγή του στοιχείου της βίας ενεργοποιεί αντιδράσεις σε δύο επίπεδα. Στο επίπεδο της ατομικής πράξης, αφού θίγεται ουσιωδώς ένα δρων υποκείμενο, το οποίο πρέπει να αποκατασταθεί. Στο επίπεδο της κοινωνίας, αφού η προσβολή του δρώντος υποκειμένου ενεργοποιεί διαδικασίες αποκατάστασης της ζημιάς και καταλογισμού της άδικης πράξης. Η αποκατάσταση και ο καταλογισμός προϋποθέτουν ένα ενιαίο νομικο-πολιτικό σύστημα, εντός του οποίου εμπλέκονται η αστική και η ποινική δικαιοδοσία (κράτος δικαίου). Η ανωτέρω διπλή δικαιοδοσία δεν εξαντλείται σε τυπικό επίπεδο, αλλά στρέφεται και προς μια κατεύθυνση αναγνώρισης και διασφάλισης των όρων της κοινωνικής συνοχής και αναπαραγωγής, οι οποίοι απειλούνται από την άσκηση της βίας, έστω και αν αυτή η αναγνώριση δεν είναι ρητή. Στον ιστορικό ορίζοντα, επομένως, που εισάγονται οι αξίες αυτές τίθεται το ζήτημα της σταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής – του πραγματικού. Το πραγματικό δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί παρά μόνο εφόσον συγκροτηθεί με αναφορά σε αυτές τις αξίες. Εάν επικρατήσει η βία και η αυθαιρεσία, δεν είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί. Σε αυτό το επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι η ελευθερία δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα του δρώντος υποκειμένου να κινείται ελεύθερα, αλλά αναπροσδιορίζεται και γίνεται κανονιστικός όρος διαβούλευσης των δρώντων υποκειμένων μεταξύ τους, ώστε να συναποφασίσουν ποιες είναι οι αναγκαίες ρυθμίσεις και ενέργειες, προκειμένου να εκλείψει η βία και η αυθαιρεσία από την κοινωνία. Αλλά η ελεύθερη διαβούλευσή τους δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί επί ίσοις όροις, δηλαδή βάσει της αξίας της ισότητας-ισονομίας, και επομένως η ισότητα δεν αφορά μόνο το δίκαιο των συμβάσεων, αλλά τη σύσταση μιας πολιτείας δικαίου με γενικές και αφηρημένες ρυθμίσεις, με ρυθμίσεις δηλαδή που δεν έχουν πλέον προνομιακό χαρακτήρα.
Στο επίπεδο της ελεύθερης δημόσιας διαβούλευσης, ας υποθέσουμε ότι τα δρώντα υποκείμενα συμμετέχουν σε μια συνέλευση, προκειμένου να αποφασίσουν ποιες ρυθμίσεις είναι αναγκαίες για να κατασταλεί η χρήση βίας του παραδείγματός μας. Οι συγκεντρωμένοι δρώντες, εφόσον εισέρχονται στην αίθουσα, ας πούμε, της συνέλευσής τους, αντιμετωπίζουν ο καθένας τον καθένα ως εξίσου ελεύθερο και ίσο με τον εαυτό τους, περίπου αυτονοήτως. Ας υποθέσουμε ότι σε κάποια στιγμή της διαβούλευσης, ένας δρων, με μια κίνηση, βγάζει ένα πυροβόλο όπλο από την τσέπη του και το εναποθέτει στο τραπέζι, και λέει: τώρα ας ψηφίσουμε! Είναι προφανές ότι τούτο συνιστά μια ανωμαλία, καθώς έχει παρεισφρύσει στη στιγμή της δημόσιας απόφασης το στοιχείο της βίας, το οποίο βεβαίως αποσταθεροποιεί τους όρους συνοχής του νομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος και το καθιστά ασταθές. Προκειμένου η απόφαση να είναι νόμιμη, να αναφέρεται, με άλλα λόγια, στις κανονιστικές προϋποθέσεις που συγκροτούν το διαβουλευόμενο σώμα, είναι αναγκαίος ο αφοπλισμός της κοινωνίας, με άλλα λόγια των μελών της. Σε περίπτωση που κάποιος επιχειρήσει να επανεισαγάγει το στοιχείο της βίας, τότε όλοι οι άλλοι θα επιχειρήσουν να τον αφοπλίσουν: εδώ μπορεί να συζητηθεί το ζήτημα της αντίστασης στη βία και στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Συνεπώς, σε αυτόν τον ιστορικό ορίζοντα, θεωρείται ότι κάθε παραβίαση των όρων της ελεύθερης ανταλλαγής (ατομική πράξη) αλλά και των όρων της ελεύθερης διαβούλευσης των πολιτών (δημόσια πολιτική απόφαση), συνιστά απειλή εναντίον της σταθερότητας του νομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος.
Στο ανωτέρω παράδειγμα θέσαμε ορισμένους περιορισμούς, κυρίως σε ό,τι αφορούσε τον ιστορικό του ορίζοντα. Θα επιχειρήσουμε τώρα να άρουμε αυτούς τους περιορισμούς και να διευρύνουμε τον ιστορικό ορίζοντα προς το δικό μας επίπεδο κατανόησης της κοινωνίας.
Ήδη, στο παράδειγμα υπονοούνται ορισμένες διαστάσεις που χρειάζεται να τις κάνουμε σαφέστερες. Πρώτα-πρώτα, εφόσον αναφερόμαστε σε έναν παραγωγό που επιχειρεί να πουλήσει το προϊόν της εργασίας του, υπονοήσαμε μια έννοια οικονομικής αξίας, οπότε τίθεται το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην οικονομική και στην πολιτική αξία. Δεύτερον, ο παραγωγός μας θεωρήθηκε ότι είναι ελεύθερος παραγωγός, που ακόμα έχει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής του προϊόντος του αλλά και της ζωής του. Τέλος, υπονοήσαμε, ότι προϋπόθεση για τα πραγματοποιηθεί η οικονομική αξία με την πράξη της πώλησης του προϊόντος, είναι αναγκαίο να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και να μπορούν να ενεργοποιούνται, ανά πάσα στιγμή, οι πολιτικές αξίες της ελευθερίας και της ισονομίας. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι όρος για την πραγματοποίηση της οικονομικής αξίας είναι η πραγματοποίηση των πολιτικών αξιών που αναφέραμε. Τι γίνεται, ωστόσο, όταν όλα όσα περιγράψαμε στο παράδειγμα αναπροσδιορισθούν με την εισαγωγή μιας διαφοροποιημένης έννοιας ατομικής ιδιοκτησίας που μετατρέπει τον παραγωγό σε ελεύθερο εργάτη, με άλλα λόγια σε παραγωγό απογυμνωμένο από τα μέσα παραγωγής του;
Ας τροποποιήσουμε λίγο το παράδειγμά μας. Ας υποθέσουμε ότι ένας ελεύθερος εργάτης με την ανωτέρω έννοια, στην προσπάθειά του να βρει εργασία, επισκέπτεται ένα εργοστάσιο στο οποίο ζητούν εργάτες. Ας υποθέσουμε, χάριν απλουστεύσεως, ότι γίνεται δεκτός από τον ιδιοκτήτη και πρόκειται να υπογράψουν μια σύμβαση εργασίας. Η ίδια η σύμβαση εργασίας προϋποθέτει ότι και οι δυο τους είναι ελεύθεροι και ίσοι μεταξύ τους, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να υπογραφεί καμιά σύμβαση εργασίας. Κατά τη συζήτηση και διαπραγμάτευση των όρων της συμβάσεως, συμφωνούν σε μια σειρά από όρους, που περιλαμβάνουν τις ώρες εργασίας, τον μισθό, τις υποχρεώσεις του καθενός κ.λπ. Εάν κάποιος αθετήσει τους όρους της συμβάσεως είναι υπόλογος και θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αθετήσεως. Σε αυτό το επίπεδο, πράγματι, διαπιστώνουμε ότι υλοποιούνται η ελευθερία και η ισονομία, καθώς αμφότεροι προσέρχονται ως ελεύθεροι και ίσοι και συνάπτουν μια σύμβαση εργασίας.
Από το παράδειγμα αυτό, ωστόσο, απουσιάζουν μια σειρά από ουσιώδεις διαστάσεις, που εάν εισαχθούν, θα το αναπροσδιορίσουν εντελώς. Πρώτα-πρώτα απουσιάζει η διάσταση της ιστορικότητας. Απουσιάζει, δηλαδή, η διερεύνηση των όρων που υποχρεώνουν τον έναν να αναζητεί εργασία και τον άλλον να την προσφέρει. Δεύτερον, απουσιάζει η διάσταση της υλικότητας της σχέσης στην οποία εισέρχονται τα πρόσωπά μας, η οποία μας παραπέμπει στην ερμηνεία της ανωτέρω σχέσης ως εκμεταλλευτικής. Εάν αυτές οι δύο διαστάσεις εισαχθούν στο παράδειγμα, τότε δεν αρκούν απλώς οι δύο ανωτέρω αξίες για να διασφαλίσουν τους όρους της κοινωνικής συνοχής, αλλά πρέπει να συμπληρωθούν από αξίες, όπως η αλληλεγγύη και η άρση της ταξικής ανισότητας. Η αλληλεγγύη θεμελιώνεται στο γεγονός της συνεργασίας, προκειμένου να παραχθούν τα προϊόντα ως οικονομικές αξίες. Αλλά η έννοια της οικονομικής αξίας, εκτός από τη συνεργασία, περιέχει στο εσωτερικό της και την ανισότητα, η οποία θεμελιώνεται στο γεγονός της ατομικής ιδιοκτησίας ως χωριστικού θεσμού, και ως τέτοια προϋποτίθεται για την ίδια την πραγματοποίηση της αξίας. Εδώ τα ζητήματα γίνονται περισσότερο πολύπλοκα. Και τούτο γιατί κατά τη διαδικασία παραγωγής της οικονομικής αξίας παράγονται και νομικοπολιτικές αξίες, οι οποίες προϋποτίθενται για την παραγωγή και τη σύσταση της οικονομικής αξίας.[5] Παράγονται, ταυτοχρόνως και παραπλεύρως, και «κοινωνικές» αξίες, όπως η συνεργασία και η αλληλεγγύη, οι οποίες δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στο πολιτικο-θεσμικό οπλοστάσιο της κοινωνίας και σε σημαντικό βαθμό παρουσιάζονται ασθενώς.
Με άλλα λόγια, εδώ αναπτύσσεται μια προβληματική, στο πλαίσιο της οποίας θεωρείται ότι η ανάλυση της παραγωγής οικονομικών αξιών θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε το πώς παράγονται οι πολιτικές αξίες. Το ερώτημα που τίθεται εν συνεχεία είναι κατά πόσο έχουμε τη δυνατότητα να αναλύσουμε τις ανωτέρω οικονομικές σχέσεις χωρίς να λάβουμε υπόψη μας αξιολογικά/πολιτικά κριτήρια, που εισάγονται ως μεθοδολογικές προϋποθέσεις για τη θεωρία της αξίας. Αυτά τα κριτήρια μπορεί να τα αναζητήσει κανείς στη θεωρητική αξίωση για την επανιδιοποίηση του κοινωνικού προϊόντος από την τάξη που το παράγει, δηλαδή από την τάξη της εργασίας. Ωστόσο, η συγκρότηση αυτής της τάξης ως συνειδητής τάξης, ως τάξης που έχει συνείδηση του εαυτού τους, τίθεται ως αίτημα της πράξης. Αυτό το αίτημα μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στο βαθμό που η παραγωγική διαδικασία, μέσα από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και τις οικονομικές κρίσεις, θα διαμορφώνει τις συνθήκες για κάτι τέτοιο.[6]
Ο ανωτέρω τρόπος με τον οποίο τίθεται το πρόβλημα των αξιών έχει ορισμένες σημαντικές συνέπειες στον τρόπο που αναλύουμε την κοινωνία και στον τρόπο που θεματοποιούμε ζητήματα πολιτικής.
Πρώτον. Η κοινωνία, που φαίνεται να προκύπτει ως αποτέλεσμα ελεύθερων ιδιωτικών αποφάσεων των ατόμων, αναλύεται ως συνολική εργασιακή διαδικασία, ως παραγωγή του συνολικού κοινωνικού προϊόντος από τη συνολική διαθεσιμή κοινωνική εργασία. Μέσα από αυτή την κατανόηση, το συνολικό κοινωνικό προϊόν ανάγεται στον συνολικό εργάσιμο χρόνο και περιγράφεται η σύνθεση αυτού του προϊόντος, οι όροι και οι τρόποι κατανομής του. Όλα αυτά τίθενται ως όροι αναπαραγωγής της κοινωνίας στο σύνολό της. Έτσι, η κοινωνία προκύπτει ως αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ακόμη και αν δεν υπάρχει κάποιο συνειδητό υποκείμενο που να την σχεδιάζει.[7] Αυτός ο τρόπος «συνολικής» κατανόησης της κοινωνίας σημαίνει ότι έχουμε αφαιρέσει από τη σκοπιά των ατομικών ιδιοκτητών, πράγμα που σημαίνει ότι η κοινωνία κατανοείται ως αντικείμενο και υποκείμενο συνειδητής πράξης και συνειδητής ιδιοποίησης από τους ανθρώπους.
Δεύτερον. Αν προσεγγίσουμε την κοινωνία από τη σκοπιά των ανταλλακτικών σχέσεων, διαπιστώνουμε ότι η εργατική δύναμη που προσφέρουν οι εργαζόμενοι στην αγορά εργασίας δεν είναι παρά ένα εμπόρευμα, που η ανταλλακτική του αξία διαμορφώνεται από τους νόμους της αγοράς, με αναφορά στον χρόνο της εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή του. Ποιος είναι ο σκοπός της ανάλυσης; Ότι στην καπιταλιστική κοινωνία, η διαδικασία εκμετάλλευσης καλύπτεται από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών. Οι νομικοί τίτλοι ιδιοκτησίας που φέρουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, τους επιτρέπει να ιδιοποιούνται το κοινωνικό προϊόν. Με αυτή την έννοια, η ιδιοποίηση του προϊόντος φαίνεται να πραγματοποιείται σε συνθήκες ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης.
Τρίτον. Στο επίπεδο της παραγωγικής διαδικασίας διαπιστώνεται η αντινομική σχέση μεταξύ του αναγκαίου χρόνου εργασίας και της υπερεργασίας. Αυτή η σχέση έχει ήδη θεματοποιηθεί στο πλαίσιο της κριτικής και ανακατασκευάζεται, από τη σκοπιά του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, ως στοχασμός για τα δικά του, μερικά και περιορισμένα συμφέροντα, που του υποδεικνύουν να αποδεχθεί μια κανονική εργάσιμη ημέρα. Το σκεπτικό αυτής της υπόδειξης το παρέχει το εγωιστικό του συμφέρον, αφού αναγνωρίζεται ότι η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, που συντομεύει το χρόνο ζωής του φορέα της, ισοδυναμεί με την πιο γοργή αντικατάστασή της, πράγμα που σημαίνει περισσότερα έξοδα για την αντικατάστασή της.[8] Ωστόσο, τις διαδικασίες ρύθμισης της εργάσιμης ημέρας δεν μπορεί να τις ξεκινήσει ο ίδιος ο ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής, δεδομένου ότι έχει να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές του. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ αντίπαλων ιδιοκτητών προσδιορίζει τις συνθήκες του ελεύθερου ανταγωνισμού, υπό τις οποίες οι εσωτερικοί νόμοι αυτού του τρόπου παραγωγής παρουσιάζονται ως εξωτερικοί αναγκαστικοί νόμοι.[9] Ο ιδιοκτήτης αντιλαμβάνεται αυτούς τους νόμους ως ένα σύνολο από ασύνδετα και διάσπαρτα δεδομένα, τα οποία, ωστόσο, πρέπει να λάβει υπόψη του, προκειμένου να επιβιώσει ως επιμέρους ιδιοκτήτης και να μην εκτοπιστεί από τον ανταγωνισμό.
Η σχέση αυτή ανακατασκευάζεται και από τη σκοπιά της εργασίας. Μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αυτή η σκοπιά ανακατασκευάζεται σαν να έχει συνείδηση της αθλιότητας και της ανελευθερίας της, μια και έχει αισθανθεί την παραγωγική διαδικασία ως διαδικασία που υπονομεύει την ύπαρξή της.[10] Προκειμένου να διασφαλιστούν όροι προστασίας της κοινωνικής εργασίας είναι αναγκαίο να εγερθεί ένα κοινωνικό εμπόδιο ως νόμος τους κράτους, που θα εμποδίζει ακόμη και την ίδια να απαλλοτριώνει τον εαυτό της με εξευτελιστικους όρους.[11] Αυτή η σκοπιά κατασκευάζεται κατά τρόπο, ώστε να υπερβαίνει τη μερικότητά της και να αναδύεται ως εγγυητής της κοινωνίας στο σύνολό της. Η υπέρβαση αυτή θεμελιώνεται στην αντίληψη της εργασίας ως κοινωνικής εργασίας, ως της ίδιας της προϋπόθεσης της κοινωνίας, που γίνεται αντιληπτή όχι από τη σκοπιά της εξατομίκευσης, αλλά από τη σκοπιά της συνεργασίας, ως αξίας.
Αυτή η ανάλυση μας δείχνει, νομίζω, ότι η πολιτική αξία συνδέεται με την εισαγωγή πολιτικών κανόνων, οι οποίοι, για να δικαιολογηθούν, χρειάζεται να ανατρέξουν σε αυτήν την αξία. Ταυτοχρόνως, μας δείχνει ότι η πολιτική αξία εσωτερικεύεται από τα δρώντα υποκείμενα ως πολιτική ευθύνη, ως στράτευση σε ένα πρόγραμμα άρσης των σχέσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Bλ. Ενδεικτικά I. Kant, Κριτική της κριτικής δύναμης, (επιμ.) Κ. Ανδρουλιδάκης, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2002, «Εισαγωγή» xi, σελ. 75.
[2] Βλ. Κ. Ψυχοπαίδης, «Πολιτική μέσα στις έννοιες», εις Πολιτική μέσα στις έννοιες, Νήσος, Αθήνα 1997, σελ. 13.
[3] Στο ίδιο, σελ. 15.
[4] Βλ. ως προς αυτό τις αναπτύξεις του I. Kant, Κριτική του Πρακτικού Λόγου, (επιμ.) Κ. Ανδρουλιδάκης, Εστία, Αθήνα 2004, σελ. 68 επ.
[5] Βλ. Κ. Ψυχοπαίδης, Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, Πόλις, Αθήνα 1999, σελ. 352.
[6] Στο ίδιο, σελ. 353.
[7] Στο ίδιο, σελ. 353.
[8] Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. Α΄, Αθήνα 1954, σελ. 267.
[9] Στο ίδιο, σελ. 272.
[10] Στο ίδιο, σελ. 234.
[11] Στο ίδιο, σελ. 311.
πίσω στα περιεχόμενα: