τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: , , , ,


Το πανεπιστήμιο της αγοράς: Η βρετανική περίπτωση και η σημασία της για την Ελλάδα


Οι αλλαγές που προωθούνται στην Ελλάδα σταδιακά εδώ και μια εικοσαετία περίπου, και πλέον επιθετικότερα από την παρούσα κυβέρνηση, εγγράφονται σε ένα ευρύτερο διεθνώς πρόγραμμα αλλοίωσης του χαρακτήρα της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο βρίσκεται ήδη σε κατάσταση προχωρημένης υλοποίησης σε άλλους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Παρ’ ότι προωθείται κάτω από τα συνθήματα του «εκσυγχρονισμού», της «αναβάθμισης» κ.λπ., στην πραγματικότητα αποτελεί μια άνευ όρων παράδοση της ανώτατης εκπαίδευσης στις δυνάμεις, τις απαιτήσεις και τη λογική της αγοράς. Οδηγεί σε μία γενική υποβάθμιση της λειτουργίας του πανεπιστημίου και της ίδιας της αξίας των σπουδών σε πανεπιστημιακό επίπεδο.

Η σημασία της περίπτωσης της Βρετανίας, στην οποία αναφέρεται η σύντομη αυτή παρέμβαση, είναι ότι προσφέρει μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα της εφαρμογής μιας ατζέντας που στη χώρα μας έχει προχωρήσει ως τώρα με πιο αργό βηματισμό, εξαιτίας της αντίστασης του φοιτητικού κινήματος και άλλων δυνάμεων στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι δηλαδή μια περίπτωση από την οποία μπορούν τα κινήματα στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης να βγάλουν συμπεράσματα για την αντίσταση ενάντια στην ήδη διαμορφωμένη κατάσταση αλλά και στις κινήσεις αναδιάρθρωσης που έρχονται.

Η διαδρομή προς την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα στην Αγγλία (η Σκωτία λόγω της διοικητικής αυτονομίας από τo 1999 διατηρεί κάποιες ιδιαιτερότητες) διανύθηκε σε γενικές γραμμές σε δύο φάσεις, μία κάτω από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς την περίοδο 1979-97 και μια κάτω από τις κυβερνήσεις της νέας σοσιαλδημοκρατίας (το «νέο» Εργατικό Κόμμα) από το 1997 έως σήμερα. Παρά τις επιμέρους διαφορές, πρόκειται για ενιαία διαδρομή. Η πολιτική των Eργατικών αποτέλεσε τη λογική συνέχεια της πολιτικής της Δεξιάς, όχι μόνο γιατί στηρίχθηκε στα εργαλεία με τα οποία η τελευταία μεθόδευσε την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα γενικότερα, αλλά και γιατί ουδέποτε αμφισβήτησε στο ζήτημα της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως και συνολικότερα άλλωστε, την ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος. Η κοινή γραμμή βρίσκεται στην αποδοχή της ιδέας της πλήρους παράδοσης της ανώτατης εκπαίδευσης στις λογικές της αγοράς.

Tα πανεπιστήμια στην Αγγλία αποτελούν ανεξάρτητα ιδρύματα, των οποίων η θεσμική αυτονομία ανάγεται σε αρχές συγκρίσιμες με εκείνες που ισχύουν στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος. Αρχές παρόμοιες με τις δικές μας ισχύουν για τις ελευθερίες της διδασκαλίας και έρευνας, και την εσωτερική άσκηση της διοίκησης από  σώματα που συγκροτούνται από πανεπιστημιακούς. Το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου εκτείνεται και στην επιλογή και πρόσληψη των μελών του διδακτικού/ερευνητικού προσωπικού, τα οποία δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

Ως τη δεκαετία του 1960, ο αριθμός των πανεπιστημίων ήταν σχετικά μικρός, ενώ υπήρχε παράλληλα ένας αριθμός τοπικών τεχνικών/επαγγελματικών κολεγίων, τα οποία λειτουργούσαν κάτω από την εποπτεία της τοπικής αυτοδιοίκησης.  Ένας αριθμός από αυτά τα τελευταία αναβαθμίστηκαν το 1965 στα λεγόμενα πολυτεχνικά ιδρύματα (polytechnics), ενώ δημιουργήθηκαν και νέα πανεπιστήμια. Η επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από το 1960 και μετά δεν αμφισβήτησε βέβαια τον ελιτίστικο χαρακτήρα των «παλαιών» πανεπιστημίων, αλλά επέτρεψε την πρόσβαση σε ανώτατες σπουδές σε ένα μεγαλύτερο αριθμό νέων. Η χρηματοδότηση της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γινόταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα έξοδα της φοίτησης σε προπτυχιακό επίπεδο, δίδακτρα και, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, υποτροφίες, καλύπτονταν επίσης από δημόσιους πόρους. Επίσης, οι κινητοποιήσεις  των  αρχών της δεκαετίας του 1970 ενίσχυσαν σε κάποιο βαθμό το ρόλο του φοιτητικού παράγοντα στη λειτουργία των πανεπιστημίων.

Η επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τους παραπάνω όρους ανασχέθηκε από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς της δεκαετίας του 1980. Η πολιτική των κυβερνήσεων Θάτσερ δεν αποσκοπούσε μόνο σε περικοπές της δημόσιας δαπάνης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά πολύ περισσότερο στην έκθεση της τελευταίας στις δυνάμεις της αγοράς, και κατ’ επέκταση στην αναδιάρθρωση της εσωτερικής λειτουργίας των πανεπιστημίων με βάση λογικές ιδιωτικής επιχείρησης. Αφενός μεν υπήρξαν δραστικές περικοπές δαπανών με πρόθεση να υποχρεωθούν τα πανεπιστήμια να αναζητήσουν πόρους με όρους αγοράς (όπως και συνέβη), αφετέρου δε αναδιαμορφώθηκε το σύστημα της κρατικής χρηματοδότησης, με τη δημιουργία ενός ξεχωριστού μηχανισμού κατανομής με βάση κριτήρια αξιολόγησης του ερευνητικού έργου (το Research Assessment Exercise-RAE). Με βάση το μηχανισμό αυτό, ο κύριος όγκος της χρηματοδότησης κατευθύνεται προς το μικρό αριθμό των πανεπιστημίων της παραδοσιακής ελίτ. Στη φάση αυτή υπήρξε, επίσης, ανακίνηση του ζητήματος των διδάκτρων, με πρώτη κίνηση τον τριπλασιασμό τους για τους αλλοδαπούς (μη κοινοτικούς) φοιτητές.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, τα πολυτεχνικά αποσπάστηκαν από τη σφαίρα των αρμοδιοτήτων των τοπικών Αρχών και αναδιαρθρώθηκαν τελικά το 1992 σε ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα, διοικούμενα από όργανα στα οποία η συμμετοχή των πανεπιστημιακών περιορίστηκε και η συμμετοχή εκπροσώπων τρίτων φορέων (ιδίως της ιδιωτικής οικονομίας) αυξήθηκε. Γενικότερα, παρά το γεγονός ότι η αυτοτέλεια των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αμφισβητήθηκε ευθέως, οι ευρύτερες αλλαγές στο σύστημα επέτρεψαν μια γενικευμένη κυβερνητική παρεμβατικότητα στη βάση της λεγόμενης «Νέας Δημόσιας Διοίκησης», η οποία αποτελεί το νεοφιλελεύθερο δόγμα για τον «εκσυγχρονισμό» της λειτουργίας του δημόσιου τομέα με βάση την οικονομική (αντ)αποδοτικότητα, την επίτευξη συγκεκριμένων ρητών στόχων/αποτελεσμάτων με «διαφάνεια» και την οργάνωση με λογικές και συστήματα ιδιωτικής επιχείρησης.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι, παρά τη διεύρυνση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη δημιουργία των «νέων» πανεπιστημίων, ο χώρος εμφάνισε νέα χαρακτηριστικά, κυριότερα αφενός μεν τη γενίκευση της αναζήτησης από τα ιδρύματα πόρων από την αγορά και αφετέρου τη δημιουργία εντός του πανεπιστημίου νέων διοικητικών στρωμάτων, τα οποία ασκούν πλέον αυτές τις λειτουργίες σε επαγγελματική βάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ρόλος των πρυτάνεων μοιάζει πλέον περισσότερο (και στο επίπεδο των αποδοχών) με εκείνον διευθύνοντα συμβούλου επιχείρησης παρά εκπροσώπου της πανεπιστημιακής κοινότητας –και φυσικά ανάλογες είναι και οι αλλαγές στην πρακτική της διοίκησης του πανεπιστημίου, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ασκείται χωρίς καμία προσπάθεια αναζήτησης συμφωνίας ή συναίνεσης.

Η κυβέρνηση του «νέου» Εργατικού Κόμματος από το 1997 και μετά, αποδέχτηκε και διεύρυνε τη λογική της πολιτικής της Δεξιάς της προηγούμενης περιόδου. Τα βήματά τους ακολούθησαν καταρχήν τις προτάσεις της έκθεσης Dearing του 1997, με βάση τις οποίες τα πανεπιστήμια θα έπρεπε πλέον να αποτελέσουν σημαντική δύναμη στην περιφερειακή οικονομία, να υποστηρίξουν την έρευνα και να προσελκύσουν πόρους, να προσφέρουν απασχόληση, να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και να ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού.

Με βάση αυτές τις αρχές, γενικεύτηκε η αξιολόγηση του ερευνητικού αλλά και του διδακτικού έργου με τη δημιουργία και νέων σωμάτων «διασφάλισης της ποιότητας», όπως η Quality Assurance Agency (QAA). Η τελευταία, αφενός μεν διενεργεί τακτικούς ελέγχους στα πανεπιστήμια με σκοπό την κατάταξή τους σε πίνακες βαθμολογίας ποιότητας, αφετέρου δε έχει επιφορτιστεί με το έργο της παραγωγής κριτηρίων για την αξιολόγηση της επίτευξης συγκεκριμένων διδακτικών στόχων κατά γνωστικό κλάδο και αντικείμενο (benchmarks). Να σημειωθεί, ότι παρά το γεγονός ότι οι σχετικές επιτροπές συγκροτούνται κατά βάση από πανεπιστημιακούς, αυτές είναι διορισμένες, με βάση φυσικά και την ακαδημαϊκή ιεραρχία.

Τα παραπάνω μας φέρνουν στο κορυφαίο ζήτημα της αναδιάρθρωσης των προγραμμάτων σπουδών, η οποία σηματοδοτεί το θρίαμβο του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Πρόκειται για την αναδιάρθρωση  στην κατεύθυνση της καλλιέργειας «μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων» (transferable skills), δηλαδή μιας σειράς δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων, οι οποίες έχουν εφαρμογή σε διαφορετικούς εργασιακούς χώρους. Όπως πολύ εύστοχα το έθεσε η Mary Evans, το συγκεκριμένο μοντέλο μάθησης που επιβάλλεται από τις πρακτικές της ποιοτικής διασφάλισης, στην ουσία υποβαθμίζει το γνωστικό αντικείμενο σε έναν πόρο, βάσει του οποίου οι φοιτητές προσλαμβάνουν τις «βασικές» ή «μεταβιβάσιμες δεξιότητες» που στη συνέχεια θα τους φανούν «χρήσιμες» στην αγορά εργασίας (Killing thinking: the death of the universities, 2004). Ανατίθεται, συνεπώς, στην ανώτατη εκπαίδευση ο ρόλος της κατάρτισης ενός γνωστικά (και πολιτικά) ευνουχισμένου, ευέλικτου εργατικού δυναμικού προσαρμοσμένου στις τρέχουσες και μελλοντικές «ανάγκες της αγοράς» και της εργοδοσίας.

Σε ιδεολογικό επίπεδο η κρίσιμη αυτή μετάλλαξη γίνεται αντιληπτή με εντελώς αντεστραμμένους όρους, εκτρέφοντας, μεταξύ άλλων, την τρομακτική ιδεολογία του φοιτητή-πελάτη, ο οποίος αντιλαμβάνεται το πρόγραμμα σπουδών ως ένα πακέτο «γνώσεων», οι οποίες θεωρούνται άμεσα εξαργυρώσιμες στην αγορά εργασίας. Στη βάση αυτή άλλωστε μπορούν να δικαιολογηθούν τα συστήματα των πιστωτικών μονάδων και των κύκλων σπουδών. Στο εσωτερικό του πανεπιστημίου έχει αναπτυχθεί μια νέα γραφειοκρατία προσηλωμένη στην προσαρμογή του ιδεολογήματος αυτού σε επιχειρησιακή αρχή. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι είδους τάσεις υπάρχουν. Απογυμνώνεται σταδιακά το πρόγραμμα σπουδών από τα αντικείμενα που δεν μπορούν να σχετιστούν άμεσα με τις ανάγκες τις αγοράς εργασίας και συνεπώς, σε μεγάλο βαθμό, εκείνα που αποτελούν μέρος μιας γενικής παιδείας και βάσης πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί κριτική σκέψη. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη έκθεση Mandelson, σύμφωνα με την οποία γνωστικά αντικείμενα όπως η Φιλοσοφία ή η Ιστορία δεν μπορούν να σχετισθούν άμεσα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και άρα πρέπει να καταργηθούν – και μαζί τους και τα σχετικά Τμήματα… Ακόμη περισσότερο, μπορεί  ανεπιφύλακτα πλέον να γίνει λόγος λόγος για απώλεια όχι απλά της αυτονομίας του Δ.Ε.Π., αλλά και της ίδιας της ελευθερίας της διδασκαλίας, αφού αυτή πλέον αστυνομεύεται από τη γραφειοκρατία της «ποιοτικής διασφάλισης», με βάση το κατά πόσο η διδασκαλία εξυπηρετεί την καλλιέργεια των «δεξιοτήτων». Το καθεστώς αυτό συμπληρώνει την ήδη συντελεσμένη γενίκευση της αστυνόμευσης του ερευνητικού έργου με βάση τη δυνατότητα προσέλκυσης χρηματοδότησης.

Σε ένα διαφορετικό επίπεδο, η παράδοση του πανεπιστημίου στις δυνάμεις της αγοράς επιτελείται και στο επίπεδο των υποδομών, τόσο των κτηριακών αλλά των υποβοηθητικών της διδασκαλίας και της έρευνας (υπολογιστές, ηλεκτρονική αίθουσα διδασκαλίας κ.λπ.). Από την άλλη πλευρά, η επικράτηση της αγοραίας λογικής επιβεβαιώνεται και από την ανοιχτή πλέον από το 2004 μετακύλιση του κόστους στους φοιτητές με την καθιέρωση διδάκτρων έως £3.000 (€3.500) ετησίως για προπτυχιακές σπουδές. Πως ο ορίζοντας είναι η πλήρης απορρύθμιση στο μέλλον προκύπτει από το ότι αυτό ήδη συμβαίνει με τις μεταπτυχιακές σπουδές. Ήδη δε αναδεικνύεται σε μείζον κοινωνικό ζήτημα, ιδίως στην παρούσα φάση οικονομικής ύφεσης, το ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός νέων καλύπτει τα δίδακτρα με τραπεζικά δάνεια.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα αποφασιστικά στάδια υλοποίησης των αλλαγών αυτών πραγματοποιήθηκαν από τις κυβερνήσεις της νέας σοσιαλδημοκρατίας, και μάλιστα όχι μόνο με το σύνθημα του «εκσυγχρονισμού», αλλά και στη βάση μιας κλασικής σοσιαλδημοκρατικής ρητορείας ισότητας και διεύρυνσης των ευκαιριών για ένα μεγαλύτερο αριθμό νέων. Αλλά η αποδοχή της λογικής της αγοράς, και μάλιστα σε οποιοδήποτε βαθμό, καθιστά απολύτως κενό λόγο τέτοιες διακηρύξεις. Στο σύνολό τους, οι αλλαγές αυτές έχουν αποτελέσει στην πράξη ένα συντριπτικό χτύπημα του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς σε βάρος του νοήματος και τις αξίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Είτε ως δημοσιονομικό και διοικητικό «νοικοκύρεμα», όπως το εννοούν οι νεοφιλελεύθερες σειρήνες σήμερα, είτε μέσα από πολιτικές και μέτρα «ανταποδοτικότητας» (δίδακτρα, συμπράξεις με επιχειρήσεις κ.λπ.), οι παραχωρήσεις στην αγορά έχουν δημιουργήσει, αμετάκλητα ίσως, δυναμικές διάβρωσης του χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού. Όχι μόνο γιατί η πρόσβαση των πολλών γίνεται με ολοένα δυσμενέστερους όρους (π.χ. το κόστος σπουδών, σπουδαστικά δάνεια), αλλά και γιατί το ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών τείνει να υποταχθεί τελικά στις προσταγές της αγοράς (δεξιότητες, «απασχολησιμότητα» κ.λπ.).

Από την – κατ’ ανάγκη – σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε, δεν θα πρέπει να είναι φανερό μόνο το πως οι αλλαγές που προωθήθηκαν στη χώρα μας τείνουν προς την ίδια κατεύθυνση που έχει ήδη ακολουθήσει η Βρετανία. Πολύ περισσότερο, το εντελώς πρόσφατο πρόγραμμα των Δελφών αποσκοπεί σε μια απροσχημάτιστη μεταφύτευση του βρετανικού (και γενικότερα αγγλοαμερικανικού) μοντέλου στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το χαρακτηριστικό αυτό δημιουργεί νέες συνθήκες, διότι έως τώρα η προώθηση των αλλαγών είχε εμφανιστεί συνδεδεμένη με την υλοποίηση του προγράμματος της Μπολόνια και την «ανάγκη» του «εξευρωπαϊσμού», και κατ’ επέκταση με το ζήτημα της αναθεώρησης του άρθρου 16. Οι πρόσφατες εξαγγελίες σηματοδοτούν την υιοθέτηση μιας ασύγκριτα επιθετικότερης στρατηγικής, η οποία έχει απευθείας στόχο το δημόσιο πανεπιστήμιο. Με πρόφαση το διοικητικό νοικοκύρεμα και την αναβάθμιση (τάχα) του διδακτικού έργου, επιχειρείται μια παράκαμψη του συνταγματικού ζητήματος, το οποίο κυριάρχησε στην προηγούμενη περίοδο.

Το χαρακτηριστικό αυτό είναι πιθανό να δημιουργήσει δυσκολίες στη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου αγώνα, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ένα προφανές και επείγον ζήτημα, στη βάση του οποίου θα χαραχτούν διαχωριστικές γραμμές στη σπουδάζουσα νεολαία, αλλά και ευρύτερα στην πολιτική σκηνή. Στην προηγούμενη περίοδο, η συνταγματική ρύθμιση αποτέλεσε ένα ζήτημα γύρω από το οποίο μπορούσε να χαραχτεί μια γραμμή αντίστασης, και μάλιστα με όρους ευνοϊκούς για τις δυνάμεις της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αλλά το πρόγραμμα των Δελφών φαίνεται πως μεταφέρει το βάρος σε ζητήματα εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας του πανεπιστημίου με τρόπο που αφενός μεν δεν θίγει άμεσα και κραυγαλέα τη σπουδάζουσα νεολαία αλλά αφετέρου αποσκοπεί στη δημιουργία διχασμών με βάση την επίκληση της ιδεολογίας του «νοικοκυρέματος» – της διόρθωσης δηλαδή προβλημάτων, τα οποία πράγματι απασχολούν τους φοιτητές.

Το κρίσιμο θέμα είναι ότι με το πρόγραμμα των Δελφών θα επιτραπεί στην αγορά να εισβάλει απροκάλυπτα στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Κανείς δεν πρέπει να αυταπατάται ότι αυτές οι αλλαγές θα οδηγήσουν σε νοικοκύρεμα ή σε βελτιώσεις. Το αντίθετο μάλιστα: οι εκπτώσεις του δικαιώματος στη δημόσια δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση που βιώνει η σπουδάζουσα νεολαία στην Ελλάδα εδώ και πάρα πολλά χρόνια (στέγαση, γενικό κόστος ζωής, συγγράμματα κ.λπ.) είναι αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης της κοινωνικής δαπάνης και της ενδυνάμωσης της παρουσίας, όχι της απουσίας, της αγοράς. Οι δυνάμεις της κοινωνικής απελευθέρωσης μέσα στο φοιτητικό κίνημα θα πρέπει να δείχνουν με συγκεκριμένο τρόπο κάθε φορά αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, με βάση το οποίο μπορεί να προκύψει και μια ενωτική γραμμή άμυνας, αλλά και ένα διεκδικητικό πλαίσιο στην επόμενη περίοδο.

Αλλά πρέπει, επίσης, να είναι ξεκάθαρο πως οι σχεδιασμοί για το ρόλο και τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης είναι υποσύνολο της γενικής επίθεσης που συντελείται σήμερα με στόχο τις συνθήκες και το περιεχόμενο της εργασίας. Υπάρχουν έτσι οι όροι για μια δράση του φοιτητικού κινήματος όχι μόνο μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου αλλά και πέρα από αυτόν, μέσα στα ευρύτερα μέτωπα που πρέπει αποφασιστικά πια να συγκροτήσουν οι δυνάμεις της εργασίας. Το φοιτητικό κίνημα πρέπει να διαλέξει προσεκτικά ποιες μάχες θέλει να δώσει και πώς: μέσα στο πανεπιστήμιο, πρέπει να βαρύνει η διαπίστωση ότι στο πανεπιστήμιο της αγοράς οι εκπτώσεις στους όρους, το περιεχόμενο και την οργάνωση των σπουδών συνδέονται αναπόφευκτα με τον εκφυλισμό των όρων της εργασίας της πλειοψηφίας των εργαζόμενων σε αυτό. Έξω από το πανεπιστήμιο, πρέπει οι μορφές αγώνα να είναι τέτοιες που να μπορούν να συσπειρώσουν και τους νέους πτυχιούχους που ήδη υφίστανται είτε τα αδιέξοδα είτε τις περιποιήσεις της κρεατομηχανής της αγοράς εργασίας.



πίσω στα περιεχόμενα: