ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ: Δημ. Ηρ, Ταλιαδώρος: 286 ΜΤΠ (Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού), Πολεμικό Ημερολόγιο 1974
Δημ. Ηρ. Ταλιαδώρος, 286 ΜΤΠ (Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού), Πολεμικό Ημερολόγιο 1974, Λευκωσία (Έκδοση Συνδέσμου Πολεμιστών 286 ΜΤΠ – 1974), 2010, 559 σελίδες
Η ελληνόγλωσση βιβλιογραφική παραγωγή η σχετική με τις πολεμικές επιχειρήσεις στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ξεκίνησε να δημιουργείται ήδη τα πρώτα χρόνια μετά το 1974[1]. Μετά ένα διάστημα όπου μόνο σποραδικά είχαμε προσθήκες στο χώρο αυτό[2], την τελευταία δεκαετία[3] αυξήθηκε σε όγκο (και κάποτε και σε ποσότητα και ποιότητα) η δημοσίευση μελετών για το θέμα αυτό. Μια ειδική κατηγορία στη βιβλιογραφική παραγωγή για την εισβολή, αποτελούν τα απομνημονεύματα ή οι συλλογές μαρτυριών ανθρώπων που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις[4] αλλά και οι ιστορίες των μονάδων που αντιμετώπισαν τον τουρκικό στρατό[5].
Το βιβλίο του Δ. Ταλιαδώρου ανήκει στην τελευταία αυτή κατηγορία. Εξαρχής πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο το ίδιο το θέμα όσο και η συγγραφή της μελέτης παρουσιάζουν σημαντικές δυσκολίες. Οι συνθήκες του πολέμου δεν προσφέρονται για τακτική συλλογή και καταγραφή πληροφοριών, ενώ πολύ λίγοι από όσους συμμετέχουν, έχουν πραγματικά συνολική εποπτεία των εξελίξεων. Όπως συχνά γίνεται φανερό από τις αφηγήσεις των πληροφορητών, σε πολλές περιπτώσεις οι ανάγκες της μάχης ή και της εξασφάλισης των μέσων για φυσική επιβίωση φυσιολογικά προηγούνται της καταγραφής των άλλων εξελίξεων. Αν σε αυτά προστεθούν οι υποχωρήσεις (όπου η διάσωση του αρχείου της μονάδας δεν είναι πάντα η πρώτη προτεραιότητα), η παράμετρος της ήττας (που κάποτε οδηγεί στην απώθηση της μνήμης) και οι ελλείψεις σε υποδομή για την καταγραφή της ιστορίας, οι δυσκολίες γίνονται ακόμη εμφανέστερες.
Για να ξεπεράσει τις δυσκολίες αυτές, και να συντάξει την ιστορία του 286 ΜΤΠ, ο Δημήτρης Ταλιαδώρος χρησιμοποίησε πρωτογενείς πηγές (κάποιες από τις οποίες δεν είναι προσβάσιμες στο ευρύ κοινό, ακόμη και στους ειδικούς ερευνητές), στοιχεία από προσωπικά αρχεία, αδημοσίευτα προσωπικά ημερολόγια και βεβαίως τη δημοσιευμένη δευτερογενή βιβλιογραφία. Όμως αυτά είναι πράγματα που κανείς τα αναμένει από την επιστημονική έρευνα. Εκεί όπου ο συγγραφέας υπερέβαλε εαυτόν είναι στο χώρο της συλλογής προφορικών μαρτυριών, που λόγω των αναγκών της έρευνας και των ειδικών συνθηκών της εποχής αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της έρευνας και της διαδικασίας ανασύνθεσης και συμπλήρωσης των εξελίξεων (σε πολλές περιπτώσεις, τον ίδιο το σχηματισμό της εικόνας των γεγονότων του παρελθόντος). Άλλωστε, όπως επισημαίνεται και στην εισαγωγή από τον ίδιο το συγγραφέα (σελ. 21), σε κάποιες περιπτώσεις, οι επίσημες γραπτές πηγές για τις πολεμικές συγκρούσεις στην Κύπρο του 1974, συντάχθηκαν μετά τα γεγονότα (ή είναι ασαφείς). Έτσι η συλλογή προφορικών μαρτυριών αποτελεί απαραίτητο και σημαντικό μέρος των πρωτογενών πηγών.
Στο βιβλίο του Δημήτρη Ταλιαδώρου η διαδικασία αυτή έγινε υποδειγματικά: συγκεντρώθηκαν 234 συνεντεύξεις, από περισσότερους από 180 αξιωματικούς και οπλίτες που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις. Ανάμεσά τους, 155 στρατιωτικοί του 286 ΜΤΠ και 33 αξιωματικοί και άνδρες άλλων μονάδων. Σε αυτές προστίθενται και συνεντεύξεις πολιτών και συγγενών πεσόντων ή αγνοουμένων της μονάδας. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το να δαμάσεις και να επεξεργαστείς τέτοιου χαρακτήρα υλικό, είναι έργο εξαιρετικά επίπονο. Περισσότερες από 2.000 υποσημειώσεις συνοδεύουν, ερμηνεύουν και υπομνηματίζουν το κείμενο, παρουσιάζοντας την πηγή της πληροφορίας και σε πάρα πολλές περιπτώσεις τις πολλαπλές πηγές πληροφόρησης και αποτελούν δείγμα του μεγέθους της δουλειάς αυτής.
Ο συγγραφέας ξεκινά με την ίδρυση του Τάγματος (μέχρι το 1974, ήταν το μοναδικό μηχανοκίνητο τάγμα της Εθνικής Φρουράς), τη στέγαση και μεταστέγασή του, τον εξοπλισμό του και τη σκιαγράφηση γεγονότων από την ιστορία και τη δράση του μέχρι το 1974. Στη συνέχεια, ακολουθούν τμήματα που παρουσιάζουν την εικόνα του τάγματος, όσο πλησιάζουμε στον τραγικό Ιούλιο του έτους αυτού. Εδώ συναντάμε την παρουσίαση των βιογραφικών στοιχείων των αξιωματικών (σς. 54-70). Έστω λίγο αντισυμβατικά, τα στοιχεία αυτά τοποθετούνται στην αρχή του βιβλίου, αντί για την συνήθη θέση τους στο τέλος του κειμένου. Η επιλογή αυτή είναι νομίζω επιτυχής, γιατί παρουσιάζονται έτσι τα πρόσωπα που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο δράμα που θα εκτυλιχθεί παρακάτω. Και αν τα πρόσωπα και ο ρόλος του καθενός είναι πασίγνωστα σε αυτούς που συμμετείχαν, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το μέσο αναγνώστη. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι και το τμήμα όπου παρουσιάζεται ο οπλισμός και τα μέσα που είχε στη διάθεση του το Τάγμα για να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Εδώ αναδεικνύονται κάποιες από τις τραγικές ελλείψεις στον εξοπλισμό της Εθνικής Φρουράς το 1974. Ενώ ακόμα και στην ίδια την μικρή Κύπρο κυκλοφορούσαν (σχεδόν στην… «ελεύθερη αγορά») αυτόματα όπλα, η Εθνική Φρουρά είχε φορητό οπλισμό του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι και αυτή για τη μετασκευή σε αυτοσχέδια τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, των ερπυστριοφόρων βάσεων εκτόξευσης των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων (οι ίδιοι οι πύραυλοι, παραγγελία της δεκαετίας του 1960, δεν έφτασαν ποτέ στην Κύπρο).
Σε αυτό το κεφάλαιο περιλαμβάνεται χρονολογικά και θεματικά και η τραγική περίοδος της κορύφωσης της διχόνοιας εντός της ελληνικής κοινότητας της Κύπρου. Εδώ αναδεικνύεται και η αξία του καλού διοικητή, που δεν αφήνει τις πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες να τον αποσπάσουν από την κύρια (στην πραγματικότητα, τη μοναδική) αποστολή του, την υπεράσπιση της πατρίδας. Αυτός ο ρόλος του διοικητή, αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Μπούτου φαίνεται να είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας από τους βασικούς παράγοντες που διασφάλισαν τη μαχητική ικανότητα του τάγματος, απομακρύνοντας -κατά το δυνατόν- τις αιτίες της διχόνοιας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η περίοδος του πραξικοπήματος. Τραγική περίοδος, ειδικά αν εξεταστεί σε σχέση με το αμέσως επόμενο κεφάλαιο, αυτό της εισβολής. Κι αυτό γιατί το πραξικόπημα, πέρα και πάνω από τις άλλες, ευρύτερες συνέπειές του, βάθυνε τα ρήγματα στους κόλπους του κυπριακού ελληνισμού και απομάκρυνε ψυχολογικά μια μερίδα τουλάχιστον του λαού από τον κύριο στόχο, την άμυνα της Κύπρου. Αυτό που γίνεται προφανές και σε αυτό το έργο αλλά και σε άλλα ανάλογα, είναι η σωματική και ψυχολογική καταπόνηση των στρατιωτικών μονάδων που διατάχθηκαν να λάβουν μέρος στις αδελφοκτόνες επιχειρήσεις του πραξικοπήματος. Μια μικρή ένδειξη των αμιγώς στρατιωτικών συνεπειών είναι ότι την παραμονή της εισβολής, στοιχεία του 286 ΜΤΠ βρίσκονταν διεσπαρμένα σε διάφορα μέρη της ευρύτερης περιοχής της Λευκωσίας (ή ακόμα μακρύτερα).
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, όπως είναι αναμενόμενο, εξετάζει το διάστημα από τις 20 Ιουλίου ως το τέλος των εχθροπραξιών. Κατά τη γνώμη μου η αφήγηση της περιόδου αυτής αποτελεί το δυνατότερο κομμάτι του βιβλίου. Άλλωστε νομίζω, ότι η ουσία της δράσης του 286 ΜΤΠ συμπυκνώνεται κυρίως σε πέντε τοποθεσίες στην κατεχόμενη σήμερα Κύπρο: στον Κοντεμένο, στην περιοχή του προγεφυρώματος, στον Καραβά και τη Λάπηθο, στον Αγ. Βασίλειο και στη Σκυλλούρα. Σε αυτούς τους τόπους έμειναν όχι μόνο συμπολεμιστές, αλλά και ένα κομμάτι όλων όσων πολέμησαν με το 286 ΜΤΠ το 1974.
Μέσα από το κείμενο συνολικά, αλλά ειδικότερα στο μέρος αυτό, αναδεικνύονται διάφορες παράμετροι: τα (αναμενόμενα) αισθήματα φόβου, αλλά και ο ηρωισμός των ανθρώπων που δεν εγκατέλειψαν τη θέση τους και προτίμησαν να πεθάνουν παρά να υποχωρήσουν οι ελλείψεις σε τεχνικά μέσα (αλλά και στην εκπαίδευση), που βέβαια κάνει ακόμα μεγαλύτερο το μέγεθος του ηρωισμού και της θυσίας· η αυτοθυσία με την οποία, για παράδειγμα, ανακτήθηκαν ξανά και ξανά τεθωρακισμένα οχήματα BTR που είχαν εγκαταλειφθεί στη φωτιά της μάχης· η περιορισμένη (κάποτε ανεξήγητα…) δράση του Πυροβολικού της Εθνικής Φρουράς· αλλά και η ατολμία του τουρκικού στρατού που ακόμα και αφού εξασφάλισε το προγεφύρωμα του στην Κύπρο, δυσκολευόταν, όπως φαίνεται να κινηθεί επιθετικά όταν δεν διέθετε την ασπίδα προστασίας της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας.
Πέρα όμως από την ανασύνθεση των γεγονότων, το βιβλίο διασώζει και άλλου τύπου πληροφορίες. Ανάμεσά τους διασώζει την ταξινόμηση των οπλιτών με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα (σς. 89-94) και την πληροφορία ότι υπήρχε ειδική σήμανση για δεξιούς γριβικούς αντιχουντικούς στρατιώτες. Σύμφωνα με την πληροφορία που παρατίθεται (σελ. 90), την ομάδα αυτή αποτελούσαν στρατιώτες που στα μαθητικά τους χρόνια είχαν συμμετάσχει σε διαδηλώσεις υπέρ της Ένωσης χωρίς όμως να ταχθούν αναφανδόν και υπέρ της «εθνοσωτηρίου». Αυτό τους κατέτασσε μεν στους «εθνικόφρονες», αλλά και στους αναξιόπιστους[6]… Μια διαφορετική πινελιά στο μουντό τοπίο δίνει η πληροφορία ότι μεταξύ των δύο φάσεων της εισβολής, κάποιοι, κυρίως συγγενείς στρατιωτών, έρχονταν να συναντήσουν τους δικούς τους και μετά συνέχιζαν την επίσκεψή τους με εξόρμηση («πικνίκ»), στην ύπαιθρο κοντά στο χώρο της πρώτης γραμμής (σελ. 267 και υποσημείωση 1127)… Από τα πιο συναισθηματικά φορτισμένα κομμάτια του βιβλίου είναι το Κεφ. Δ΄, όπου παρατίθενται οι αφηγήσεις για την περιπέτεια των 12 στρατιωτών που αποκόπηκαν στη Λάπηθο και του ρόλου της «Κυράς της Λαπήθου», Ευφροσύνης Προεστού, αλλά και το μέρος που ακολουθεί, όπου περιγράφονται η σύλληψη, οι ανακρίσεις, η κακομεταχείριση και η καθημερινή διαβίωση των αιχμαλώτων στα χέρια του τουρκικού στρατού, είτε στην Κύπρο, είτε στην Τουρκία. Λίγο πριν (στο τέλος του Κεφ. Γ΄) βρίσκεται το τραγικότερο κομμάτι του βιβλίου που αφορά στην αναζήτηση των αγνοουμένων από τους συγγενείς τους. Εδώ πρέπει να παρατεθούν τα λόγια της μητέρας ενός από τους νεκρούς του τάγματος (σελ. 419, όπου παρατίθενται και άλλες δύο παραλλαγές):
«εγώ έμαθα στο παιδί μου δυο δρόμους, το δρόμο του Θεού και το δρόμο της Ελλάδας. Αν ακολούθησε ή το δρόμο του Χριστού ή το δρόμο της πατρίδας, χαλάλι της πατρίδας».
Το βιβλίο κλείνει με την πολύ ενδιαφέρουσα στρατιωτική κριτική της πολεμικής δράσης του τάγματος (σς. 478-486), από έναν επαγγελματία στρατιωτικό, τον Φοίβο Κλόκκαρη, αντιστράτηγο ε.α., που λόγω του επαγγέλματός του, της θέσης και του βαθμού του (διετέλεσε υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς, αλλά και υπουργός Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας) είναι σε θέση να εκφέρει γνώμη με βαρύνουσα σημασία στο θέμα αυτό. Στις σελ. 487-522 παρατίθενται στοιχεία για τους 10 πεσόντες και τους 30 αγνοούμενους, και κατάλογος των 54 τραυματιών. Θα πρέπει να σημειωθούν εδώ οι περιπτώσεις τεσσάρων στρατιωτών που τραυματίστηκαν, αλλά επέστρεψαν στη μονάδα τους για να πολεμήσουν και είναι σήμερα αγνοούμενοι. Το κείμενο του τόμου συμπληρώνεται και πλαισιώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, καθώς και χάρτες.
Ειδικές μελέτες όπως αυτή έχουν την δική τους αυτόνομη χρησιμότητα για τον αναγνώστη με ειδικά ενδιαφέροντα. Όμως έχουν και ειδική αξία για όλους μας (για το ευρύ κοινό), καθώς μας δίνουν την ευκαιρία να κάνουμε κάποιες ευρύτερες παρατηρήσεις. Όχι σπάνια οι δηλώσεις που ακούγονται για την τραγωδία που έπληξε τον κυπριακό ελληνισμό το καλοκαίρι του 1974 παρουσιάζουν επιλεκτικά μία μόνο (ή σε καλύτερες περιπτώσεις, μια κύρια) αιτία της συμφοράς. Ένας κατάλογος αυτών των αιτίων συχνά περιλαμβάνει τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς παράγοντες. Ξεκινώντας από την πρώτη κατηγορία, συχνά αποδίδονται ευθύνες στη Βρετανία (ως Εγγυήτρια Δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας) ή τους Βρετανούς πολιτικούς (που καθόριζαν τη στάση της χώρας το 1974). Στον Henry Kissinger ή συλλήβδην τις Η.Π.Α., που ενώ μπορούσαν, δεν σταμάτησαν την τουρκική εισβολή – αλλά γιατί να το κάνουν αν θεωρούσαν πραγματικά ότι τα εθνικά συμφέροντα τους εξυπηρετούνταν από την εξέλιξη αυτή;
Οι ενδοελληνικές συζητήσεις που συχνά τονίζουν ιδιαίτερα τις ενδογενείς αιτίες της κρίσης. Εδώ κάποτε υπογραμμίζεται η αδυναμία της Ελλάδας να επιλέξει δυναμικές λύσεις που -ίσως- θα ήταν προς όφελος της Κύπρου. Και ανάμεσα στους ενδοκυπριακούς παράγοντες (αν μπορεί κανείς να εντοπίσει αμιγώς ενδοκυπριακούς παράγοντες την εποχή αυτή), πολύ συχνά αναδεικνύεται ως πρωτεύουσα αιτία η δράση της (ουσιαστικά ακέφαλης, από τον Ιανουάριο του 1974) ΕΟΚΑ Β΄, που όμως δεν είχε κατορθώσει να αποσταθεροποιήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Άλλοτε πάλι στην ίδια αναζήτηση τονίζονται λάθη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην εσωτερική πολιτική (όπως φαίνεται και στη σελ. 86 του βιβλίου, οι άνδρες του Εφεδρικού Σώματος ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι σε φορητό οπλισμό από την Εθνική Φρουρά) ή οι πραγματικές ή όχι αδυναμίες του Προέδρου της Κύπρου στην πρόβλεψη των αντιδράσεων π.χ. της χούντας των Αθηνών ή παραγόντων στο εξωτερικό. Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε και μια σειρά από άλλες απόψεις σε συνδυασμό με τα παραπάνω ή και παραλλαγές τους.
Όλες αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις αναδύονται και αναδεικνύονται στη σοβαρή ιστορική έρευνα γενικά και στο υπό εξέταση έργο ειδικότερα. Βεβαίως το βασικό υποκείμενο ερώτημα είναι ένα: γιατί τελικά ηττηθήκαμε; Οι σελίδες του βιβλίου δείχνουν σίγουρα τι δεν έλειπε από την Κύπρο το 1974. Δεν έλειπε η γενναιότητα, δεν έλειπε η αυτοθυσία, δεν έλειπε η προσήλωση σε ιδανικά που βρίσκονται πάνω και πέρα από πολιτικές επιλογές. Έλειπαν όμως άλλα πράγματα. Έλειψε (τουλάχιστον από κάποιους) η προσήλωση σε ένα και μόνο ιδανικό, που μπροστά του θα υποχωρούσαν όλες οι δικές μας διαιρέσεις. Για να κάνουμε μια ιστορική αναλογία, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Έλληνες τόσο στην μητροπολιτική Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο αποφάσισαν αυθόρμητα ότι το υπερκείμενο είναι η απόκρουση της ιταλικής εισβολής, άσχετα αν τα ηνία του κράτους βρίσκονταν στα χέρια ενός δικτάτορα. Μπορούσε να υπάρξει τέτοια ομοψυχία στην Κύπρο του 1974, όπου μάλιστα δεν υπήρχε κανένα θέμα πολιτικής νομιμοποίησης της, εκλεγμένης με συντριπτικό ποσοστό, πολιτικής ηγεσίας; Υπήρξε τέτοια ομοψυχία; Νομίζω πρέπει να αφήσουμε το ερώτημα να απαντηθεί από την ιστορική έρευνα. Αυτό που πραγματικά δείχνει η ανά χείρας μελέτη είναι ότι μονοδιάστατες ερμηνείες (που συχνά βρίσκουν την έκφρασή τους στο επίθετο που συνοδεύει πρόσωπα ή γεγονότα) μπορεί να εξυπηρετούν πολιτικές επιλογές, αδυνατούν όμως να δώσουν ακριβή εικόνα της πραγματικότητας. Όπως φαίνεται σε όποιον διαβάσει τις σελίδες του βιβλίου αυτού, η πραγματικότητα ενός πολέμου είναι πολύπλοκη, όπως άλλωστε και η τελική εικόνα της αλήθειας.
Για να γυρίσουμε στο περιεχόμενο του βιβλίου: μέσα από τις σελίδες του αναδεικνύονται ανάγλυφα οι πολλαπλές ζημίες που επέφερε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών στον ελληνισμό συνολικά και στον κυπριακό ελληνισμό ειδικότερα. Το στρατιωτικό καθεστώς ανέλαβε εξουσίες και δραστηριότητες που δεν του ανήκαν και για τις οποίες δεν είχε ούτε την παιδεία ούτε την ψυχική προδιάθεση. Παράλληλα, σταδιακά εγκατέλειψε την κύρια αποστολή του: την προετοιμασία, τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων και τελικά την ίδια την προάσπιση του εθνικού χώρου στο σύνολό του. Γι’ αυτό το 286 ΜΤΠ πήγε στη μάχη με καλούς αξιωματικούς, που όμως δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να πάρουν όσες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν, με περιορισμένων δυνατοτήτων οπλισμό (αν δεν υπήρχαν τα αυτόματα που βρέθηκαν στα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής και στο στρατόπεδο του Εφεδρικού, όλοι οι στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς θα πολεμούσαν με τα «μαρτίνια» του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου), χωρίς αντιαεροπορική ασπίδα (γιατί τα αντιαεροπορικά είχαν διασκορπιστεί σε διάφορες αποστολές) και κάποτε με καταρρακωμένο ηθικό από τις προφανείς αδυναμίες της φυσικής ηγεσίας που τότε κατείχε τα ανώτατα κλιμάκια της Εθνικής Φρουράς. Αντίθετα, η πραγματικά πρωτοφανής αρματομαχία στη Σκυλλούρα, (σελ. 375-388) δείχνει τι μπόρεσε να κάνει μια μικρή ομάδα καλά εκπαιδευμένων ανδρών εξοπλισμένη με τα κατάλληλα σύγχρονα όπλα (που είχε πάρει από τα χέρια του προελαύνοντας τουρκικού στρατού!)
Το ερώτημα «τι θα γινόταν αν…» δεν είναι ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί από τον ιστορικό. Όταν όμως το θέτουμε, μας δίνεται η δυνατότητα να εντοπίσουμε κάποιους σημαντικούς παράγοντες και να εξετάσουμε και να αναδείξουμε την αξία τους. Η Ιστορία είναι δημοκρατική επιστήμη: ο κάθε αναγνώστης της μπορεί να μελετήσει, να αναρωτηθεί και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Και όταν όλοι μας το κάνουμε αυτό (όχι μόνο για το 286 ΜΤΠ, ή την Κύπρο, αλλά γενικότερα για την ιστορία μας) τότε θα μπορούμε να φροντίσουμε συλλογικά, σαν κοινότητα σκεπτόμενων ανθρώπων, ν’ αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. ενδεικτικά Δίον. Καρδιανός [Σπ. Παπαγεωργίου], Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, Αθήνα 1976, Παν. Παπαδημήτρης, Εισβολή, Λευκωσία, τ.Α΄ (1977), τ.Β΄ (1978), τ.Γ΄ (1979) κ.λπ. Την ίδια περίοδο υπάρχουν και πολυάριθμες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο.
[2] Βλ. ενδεικτικά [Ανών], Βουλή των Ελλήνων, Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής για το «Φάκελο της Κύπρου « (Χωρίς Περικοπές-Χωρίς Συντομεύσεις) Με τα ιδιαίτερα πορίσματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΚΕ, Αθήνα 1989, Κ. Σκιαδόπουλος, Πόλεμος στην Κύπρο (Ιούλιος-Αύγουστος 1974), Αθήνα 1989, Δημ. Χάντζος, Κύπρος ’74, Γιατί δεν νικήσαμε, Θεσσαλονίκη 1990, Κων. Νούσκας, Ο Πραγματικός Φάκελος της Κύπρου, Ιούλιος-Αύγουστος 1974, Θεσσαλονίκη 1992 κ.ά. Είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότερες από τις δημοσιεύσεις αυτές (όπως και αυτές στην επόμενη υποσημείωση) έγιναν από μικρούς ή εξειδικευμένους εκδοτικούς οίκους.
[3] Σημαντικό θεωρείται το έργο του Γεωργ. Σέργη, Η μάχη της Κύπρου, Ιούλιος-Αύγουστος 1974, Αθήνα, 1999, που η έκδοσή του, όπως φαίνεται, ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα γεγονότα και προκάλεσε, άμεσα ή έμμεσα την έκδοση και άλλων έργων. Βλ. ενδεικτικά Δημ. Μπίκος, Πώς χάσαμε το 37% της Κύπρου, Τα θύματα της τουρκικής εισβολής και η δίκη των στρατηγών, Αθήνα 2000.
[4] Βλ. μεταξύ άλλων, Π. Νεοκλέους, Αγνοηθέντες 1974, Λευκωσία 2008, Α. Πέτρου, Στον Πόλεμο Τοξότης, Λευκωσία 1997, Ελ. Σταμάτης, Κύριοι πάτε για ύπνο, Η τραγωδία της Κύπρου όπως την έζησε ένας λοχαγός της 31 Μοίρας Καταδρομών, Αθήνα 2007, Γ. Χαριτωνίδης, Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια, Μαρτυρία Κύπριου Αιχμαλώτου, Αθήνα 2003, Αθ. Χρυσαφής, Οι άγνωστοι στρατιώτες της ΕΑΑΥΚ1974, οι τελευταίοι ήρωες και η προδοσία της Κύπρου, Θεσσαλονίκη 2009.
[5] Ενδεικτικά, Φ. Καρατσιόλης, 257 ΤΠ (2ος Λόχος, Μύρτου 1974), Λευκωσία, 2002, Σ. Μαμουνιδάκης, Τα Τεθωρακισμένα στην Κύπρο, Εξέλιξη και δράση, Αθήνα 2008, Δημ. Χάντζος, Το 361 Τάγμα Πεζικού στη Μάχη της Κύπρου, Θεσσαλονίκη 2008, κ.ά.
[6] Σύμφωνα με πληροφορία που παρατίθεται στη σελ. 90, οι φάκελοι αυτοί πυρπολήθηκαν το Σεπτέμβριο του 1974. Αυτό τοποθετεί χρονολογικά την Κύπρο πολύ «μπροστά» από την Ελλάδα στην «εθνική συμφιλίωση». Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα οι ανάλογοι φάκελοι που τηρούσαν οι αστυνομικές Αρχές καταστράφηκαν στη δεκαετία του 1980, προς μεγάλη ζημία της ιστορικής έρευνας…
πίσω στα περιεχόμενα: