ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ: Πέτρος Παπαπολυβίου (εισαγωγή-επιμέλεια): Αναζητώντας την ελευθερία. Ένας Κύπριος στρατιώτης του βρετανικού στρατού στην κατοχική Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική, 1941-1942
Πέτρος Παπαπολυβίου (εισαγωγή-επιμέλεια), Αναζητώντας την ελευθερία. Ένας Κύπριος στρατιώτης του βρετανικού στρατού στην κατοχική Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική, 1941-1942, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 342*
Ας κάνουμε κάτι σαφές από την αρχή. Αν δεν είχαν προηγηθεί έξι βιβλία έμφορτα μόχθου και προσήλωσης στο αντικείμενό τους, δεν θα ήμουν σε θέση να επικαλεστώ τρία, τουλάχιστον, θεμελιακά στοιχεία-άξονες, πάνω στα οποία στηρίζεται όχι μόνο το παρόν, αλλά το σύνολο – θα τολμούσα να πω – του έργου του Πέτρου Παπαπολυβίου.
Το πρώτο είναι ότι τα γεγονότα είναι «ιερά» και δεν επιδέχονται εκ των υστέρων προσθαφαιρέσεις.
Το δεύτερο είναι ότι τα ιστορικά δρώμενα ποτέ δεν αφορούν μονοσήμαντα μια πλευρά, αλλά σε κάθε περίπτωση και ασφαλώς ανισόμερα αφορούν και κάποιαν άλλη που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και
το τρίτο είναι ότι όσο και αν ο ιστορικός έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και οφείλει να έχει ιδεολογία, άλλο τόσο δεν έχει το δικαίωμα καταχρώμενος του ρόλου του να κάνει ιδεολογική χρήση της ιστορίας.
Σε αυτούς τους άξονες είναι, λοιπόν, κατά την γνώμη μου, στηριγμένη και η τελευταία του αυτή εργασία.
Ξεκινώντας από τον ίδιο της τον τίτλο, που ας σημειωθεί ότι ουσιαστικά ανταποκρίνεται ως τίτλος και υπότιτλος στο περιεχόμενο, στον βαθμό που οι Αναμνήσεις του Γεωργίου Πέτρου δεν δημοσιεύονται ως «ξερές αναμνήσεις» αλλά υπερδιπλασιαζόμενες από το υλικό στήριξης, που κατ’ ουσίαν αποτελεί μιαν αυτοτελή μονογραφία, πλαταίνουν και βαθαίνουν κυριολεκτικά.
Πέραν αυτού, αξίζει ίσως να επισημανθεί και μια άλλη παράμετρος. Ότι όλοι, σχεδόν, οι τίτλοι των έργων που εξέδωσε ο Παπαπολυβίου έχουν μια ταυτότητα, μιαν ιθαγένεια και αυτό γιατί, κατά την γνώμη μου, είναι «ψαγμένοι» και βιωματικοί.
Όπως ήδη σημείωσα, το βιβλίο είναι, κυριολεκτικά, χωρισμένο σε δύο, για την ακρίβεια σε δύο και μισό μέρη. Το πρώτο και το τελευταίο με τα Παραρτήματα καλύπτουν η εκτεταμένη εισαγωγή και τα υποστηρικτικά Παραρτήματα Πηγών, Βιβλιογραφίας, Συντομογραφιών, κ.λπ., του Πέτρου Παπαπολυβίου, ενώ το δεύτερο, που αποτελεί και το κατεξοχήν βιβλίο, καλύπτουν οι Αναμνήσεις και η Αλληλογραφία του Γεωργίου Πέτρου.
Ακολουθώντας την ίδια διάταξη των κειμένων, ξεκινάμε από το εισαγωγικό κείμενο, ένα κείμενο που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας έστω μικρής εισαγωγής, αποκτώντας αυτοδύναμα και αυτάρκη χαρακτηριστικά, που συνθέτουν ή σχεδόν συνθέτουν μιαν αυτοτελή μονογραφία.
Θέλω ιδιαίτερα να σταθώ στο σημείο αυτό, που είναι για μένα το κεντρικό όσον αφορά στην ευσυνειδησία αλλά και την αξιοπιστία του όλου εγχειρήματος.
Άμεση διαρκής και πολύχρονη επαφή με τους επιζώντες ή τους στενούς συγγενείς τους, συνεχή οδοιπορικά στους τόπους που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, δεκάδες συνεντεύξεις εθελοντών που εντάσσονται πλέον στο πολύτιμο πρωτογενές υλικό, εξαντλητική κατάδυση σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, συλλογές και ανέκδοτα κείμενα που έφεραν στο φως αδημοσίευτο υλικό, κυριολεκτικό ξεκοκάλισμα του Τύπου της εποχής και βιβλιογραφική κάλυψη τέτοια που σε κάποιες στιγμές διερωτήθηκα αν αυτό δεν ήταν ολίγον άδικο, όταν το συγκεκριμένο αξιόλογο μεν, αλλά όχι μείζον έργο του Γεωργίου Πέτρου, ευτύχησε να έχει τέτοια μεταχείριση, όταν σημαντικότερα κατά πολύ κείμενα αγωνιστών ή πρωταγωνιστών της νεότερης ιστορίας μας δεν αξιώθηκαν της τιμής ενός έστω μεστού και επιστημονικά επαρκούς προλόγου.
Η περιορισμένη γνώση μου της περιόδου, όσο και των δρώμενων στα οποία εστιάζει το ενδιαφέρον του ο Παπαπολυβίου, δεν μου επιτρέπουν μια σφαιρική αξιολόγηση της όλης του δουλειάς.
Ως εκ τούτου, με επίγνωση της μετριότητας και της αποσπασματικότητας, θα ήθελα να σταθώ σε κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία που συνθέτουν το ψηφιδωτό του κυπριακού εθελοντισμού, αλλά και που αποκαλύπτουν τα παιχνίδια της εξουσίας στα χρόνια της ιταλογερμανικής εισβολής και των όσων επακολούθησαν.
Πατώντας στο στέρεο έδαφος των προηγούμενων εργασιών του, που αποδεικνύουν την αθρόα και διαχρονική συμμετοχή-συμπαράταξη των Κυπρίων στους ελληνικούς εθνικούς αγώνες, ο συγγραφέας μας μεταφέρει στην δεκαετία του 1940, παραθέτοντας ένα σύνολο στοιχείων που συνθέτουν τα ειδικά χαρακτηριστικά της καινούργιας αυτής συμμετοχής.
Ως αφετηριακό και μόνον στοιχείο θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι μαζικοί έρανοι υπέρ της Ελλάδος που έγιναν αμέσως μετά τον τορπιλισμό της Έλλης και συνεχίστηκαν σε όλη την διάρκεια της κατοχής, αλλά και μετά την απελευθέρωση.
Όμως, αυτό που αποτελεί την κύρια πλευρά της συμμετοχής στα κοινά, είναι η αθρόα κατά χιλιάδες πρόθεση συμμετοχής των Κυπρίων ως εθελοντών για τον ελληνικό στρατό στον πόλεμο του 1940-41, γεγονός που δεν μπόρεσε να αποτυπωθεί παρά μερικώς, αφού οι Βρετανοί απαγόρευσαν την μαζική τους στρατολόγηση, σπρώχνοντας επιλεκτικά ένα τμήμα τους στο Κυπριακό Σύνταγμα, που φυσικά ως τμήμα του καθ’ όλου βρετανικού στρατού βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχό τους.
Αν η ενέργεια αυτή των Εγγλέζων μείωσε το εύρος της κυπριακής συμμετοχής, διόλου δεν κατάφερε να ακυρώσει το ειδικό της βάρος. Την έτσι ή αλλιώς ευρύτατη συμμετοχή των Κυπρίων, έστω και ως στρατιωτών του βρετανικού στρατού, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους εκατοντάδες νεκρούς που τα ευρωπαϊκά, ασιατικά και αφρικανικά νεκροταφεία μας θυμίζουν, αλλά και το γεγονός ότι η συμμετοχή στις θυσίες αφορούσε στο σύνολο του πληθυσμού, στον βαθμό που η στατιστική του θανάτου συμπίπτει με την στατιστική της ζωής, αφού σε έναν πληθυσμό 80% περίπου Ελλήνων και 18% περίπου Τούρκων, οι αντίστοιχες απώλειες παρουσιάζονται με ποσοστά 80,1% και 18,6%.
Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι, κατά την γνώμη μου, τα συγκεκριμένα επιμέρους στοιχεία συμμετοχής και απωλειών των ευρύτερων συμμαχικών δυνάμεων σε σχέση με του Κυπρίους εθελοντές.
Ας τα δούμε με βάση την συμμετοχή και τις απώλειες της κάθε πλευράς.
Βρετανοί 19.206 απώλειες 6.606
Αυστραλοί 17.125 « 2.968
Νεοζηλανδοί 16.720 « 2.266
Κύπριοι και Παλαιστίνιοι 5.000 « 3.900
Αυτό που πολύ απλά σημαίνει ότι σε έναν μέσο όρο συμμαχικών απωλειών 27,1%, οι Κύπριοι και οι Παλαιστίνιοι έχουν 78%, νομίζω ότι τα λέει όλα.
Όσον αφορά στο σχετικά περιορισμένο του αριθμού συμμετοχής, αυτό, όπως και προηγουμένως ανέφερα και θέλω εμφαντικά να τονίσω, οφείλεται αποκλειστικά στην αγγλική απαγόρευση, που βλέποντας, ως συνήθως, πολύ μακριά, μπλόκαρε κάθε διαδικασία που θα της δημιουργούσε προβλήματα μεταπελευθερωτικά. Και εδώ είναι ένα σημείο που αξίζει να σταθούμε και ως Ελλαδίτες και ως Έλληνες της Κύπρου για να πιστοποιήσουμε για ακόμη μια φορά την συνεκτική, αμετακίνητα ανθενωτική και σταθερά αποικιοκρατική-ιμπεριαλιστική λογική της Μεγάλης Βρετανίας, που ρυμουλκεί, συντάσσει και υποτάσσει στις στρατηγικές της επιλογές, όχι μόνο τις αγνές προθέσεις χιλιάδων πατριωτών της Κύπρου, αλλά και της ίδιας της ελληνικής ηγεσίας, όπως αυτό ολοκάθαρα αποτυπώνεται στην ευγενική, τύποις, αλλά σταθερή απόρριψη από τον τότε Άγγλο υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, των ελληνικών διαβημάτων για μεταφορά μετά την απώλεια της Κρήτης της έδρας του Έλληνα βασιλέα και της ελληνικής κυβερνήσεως στην Κύπρο.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο, όχι άγνωστο στοιχείο, που με επαρκή όμως τεκμηρίωση αναλύει ο Π. Παπαπολυβίου, είναι αυτό της τουρκοκυπριακής συμμετοχής, στην περιορισμένη, είναι η αλήθεια, δράση των Κυπρίων στο ελληνικό αντάρτικο. Η ηρωική συμμετοχή του Τζεμάλ Νασρή, Οσμάν Σουκρή και Μεχμέτ Αλή στα δρώμενα της περιόδου, αναδεικνύουν και μιαν άλλη, όχι άγνωστη στους γνωρίζοντες, πτυχή της σχέσης της τουρκικής μειονότητας απέναντι στην ελληνική πλειοψηφία. Το ύψος των απωλειών, όσο και η μικρή, έστω, αυτή ενεργός συμμετοχή σε μια κατ’ ουσίαν «ελληνική υπόθεση», αποτελεί αναμφίβολα ένα θετικό σημείο αναφοράς.
Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να ειπωθούν σε σχέση με τα ζητήματα που η εργασία αυτή θέτει.
Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι ολοκληρώνοντάς την, τα καινούργια στοιχεία έρχονται να συνηγορήσουν ότι το βάθος και το πλάτος του κυπριακού εθελοντισμού δεν ήταν τυχαίο ή συμπτωματικό.
Ότι και μέσω της παραμέτρου αυτής επιβεβαιώνεται η διαπίστωση ότι η Κύπρος, ανεξάρτητα από το ότι δεν είχε ενωθεί με τον εθνικό κορμό, αισθανόταν συμμετέχουσα σε ό,τι θετικό ή αρνητικό καθόριζε την πορεία του ελληνικού έθνους, οργανικό κομμάτι του οποίου αυτοδικαίως θεωρούσε τον εαυτό της.
Επανερχόμενοι στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι – άλλωστε – το κυρίως έργο, θα πρέπει να επισημάνουμε εξαρχής ότι οι Αναμνήσεις του Ελληνοκύπριου φαντάρου Γεωργίου Πέτρου, ανεξάρτητα από τις επιμέρους κρίσεις ή παρατηρήσεις, εντάσσονται οργανικά στα έργα-μαρτυρίες που συνθέτουν τα ντοκουμέντα της συγκεκριμένης περιόδου.
Κι αυτό γιατί οι Αναμνήσεις αυτές αποτελούν μιαν ακόμη αυθεντική μαρτυρία που έρχεται να προστεθεί στα όσα μας άφησαν ως παρακαταθήκη οι πατέρες και οι παππούδες μας, που βίωσαν με τον Α ή Β τρόπο τα τραγικά αλλά και ηρωικά χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Από τις πρώτες σελίδες κιόλας γίνεται εμφανές ότι το κείμενο των αναμνήσεων αποτελεί μια «ξερή» καταγραφή των καθημερινών συμβάντων που έζησε ο εξιστορών, ως στρατιώτης του Κυπριακού Συντάγματος που υπαγόταν στον βρετανικό στρατό.
Πρόκειται για ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερες αρετές γραφής, φτωχό έως αδιάφορο λογοτεχνικά, πολύτιμο όμως στην λιτότητά του, γιατί με τηλεγραφικό ύφος αποτυπώνει με σαφήνεια το μακρύ οδοιπορικό μιας ομάδας Ελληνοκυπρίων, Βρετανών και Αυστραλών φυγάδων-δραπετών στην τριπλά κατεχόμενη Ελλάδα.
Ουσιαστικά, αποτελεί μια χωρίς φιλοδοξίες ή εμφανή τουλάχιστον υστεροβουλία κατάθεση ψυχής ενός απλού Κυπρίου πατριώτη, αμυδρά πολιτικοποιημένου, χωρίς εμφανή πολιτική στράτευση ή συμμετοχή, απολίτικου, ίσως, υπό κάποιαν έννοια και εξαιρετικά προσεκτικού – φειδωλού στις κρίσεις του, είτε λόγω χαρακτήρα, είτε λόγω πεποιθήσεως, είτε λόγω φόβου, ενδεχομένως, όπως έμμεσα μπορεί να συναχθεί από την προσεκτική ανάγνωση της όλης του αλληλογραφίας.
Γεγονός, πάντως, παραμένει ότι αν και γραμμένο δεκαετίες μετά τα συμβάντα, το κείμενο παραμένει σταθερά στο έδαφος της καθημερινής, λιτής εξιστόρησης, χωρίς την παρεμβολή ιδιαίτερων σχολίων και χωρίς, όσο μπορούμε να διαγνώσουμε, υστερογενείς προσθήκες και συμπεράσματα.
Αυτό αποτελεί και την μέγιστη αρετή του, διότι, όπως μας παραδίδεται, ταιριάζει περισσότερο με ένα ημερολόγιο πλοίου, παρά με μια διήγηση αφηγηματικού χαρακτήρα, στην οποία, ενδεχομένως, οι αφηγήσεις του γράφοντος παραγκωνίζουν πραγματικά περιστατικά.
Διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην επισημάνει ότι ο Πέτρου κινείται στην σφαίρα του πραγματικού, παρουσιάζοντας τόσο τον εαυτό του, όσο και τους συντρόφους του στις πραγματικές τους διαστάσεις, χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς υπερβολές ή φτιασιδώματα, γεγονός που ενισχύει την αξιοπιστία του.
Ως εκ τούτου, οι όποιες παρατηρήσεις μου θα σταθούν αναγκαστικά σε κάποια σημεία όπου οι ρητές αναφορές μας δίνουν τη δυνατότητα για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων, αλλά και σε ορισμένες από τις πολλές αποσιωπήσεις, γιατί ο Πέτρου, όπως και παραπάνω σημείωσα, πολιτικά παραμένει κατά βάση σιωπηλός.
Όχι όμως απόλυτα. Διότι, ενώ είναι εμφανής η απόσταση που κρατά από τις επιλογές του φίλου του και συντρόφου του, εαμίτη στην συνέχεια, Γιάννη Ιωαννίδη, ο ίδιος, χωρίς να εμφανίζεται πουθενά ενταγμένος, εντούτοις εκδηλώνει μιαν σαφώς φιλοβρετανική στάση. Η συχνά, ιδιαίτερα στην αλληλογραφία του, εμφανιζόμενη φράση του για τους «φίλους μας τους Άγγλους», ακόμα και αν υπόκειτο σε κάποια λογική συνειδητή παραπλάνηση της λογοκρισίας, δεν αναιρείται στα μεταγενέστερα γραφέντα απομνημονεύματά του, όπου πουθενά δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει τους Άγγλους ως δυνάστες της Κύπρου, όπως πραγματικά ήταν και είναι, ή να εγείρει έστω και εμμέσως ζήτημα ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Η ρητά διατυπωμένη άποψή του, δεν υπερβαίνει τα εσκαμμένα των ελλαδικών ή ελληνοκυπριακών ψελλισμάτων για μεγαλόψυχη στάση της Αγγλίας μετά την λήξη του πολέμου.
Σε αυτό συνηγορεί, ιδιαίτερα κατά την γνώμη μου, και το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν, όπως με διαβεβαιώνει ο Π. Παπαπολυβίου, στοιχεία άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής του Πέτρου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, ούτε κάποια απτή πολιτική δραστηριότητα στα χρόνια που έζησε μετά την ανεξαρτησία, μέχρι τον θάνατό του στις 3 Ιουνίου 1973.
Αυτό μας δημιουργεί κάποιας τάξης ερωτηματικά, γιατί ο στρατιώτης Πέτρου που προκύπτει από το ημερολόγιό του, όσο και από αναφορές των συντρόφων του, όπως λ.χ. ο Ε. Χάουελλο, είναι αρκετά διαφορετικός από τον εξαφανισμένο πολιτικά της επόμενης περιόδου, που είναι από τις συγκλονιστικότερες της νεότερης κυπριακής ιστορίας.
Ο στρατιώτης Πέτρου δεν υποκύπτει στις παραινέσεις του Άγγλου διοικητή του για παράδοσή του στους Γερμανούς στην Καλαμάτα και δραπετεύει, ενώ στην συνέχεια, ως δραπέτης κρυπτόμενος επιδεικνύει όχι μόνο πνεύμα ξεχωριστής αλληλεγγύης και συντροφικότητας, αλλά και τόλμης στο να πάρει πρωτοβουλίες που συνέβαλαν στην αποτροπή της σύλληψης του ιδίου και των συντρόφων του, ανοίγοντας τον πολυπόθητο δρόμο προς την ελευθερία.
Το τι, λοιπόν, συνέβη έτσι ώστε να οδηγηθεί σε μια λογική αφάνειας, σταθερής ως φαίνεται ιδιώτευσης και ασύμπτωτης και «περίεργης» σε σχέση – τουλάχιστον – με τον συγγραφέα των Αναμνήσεων, σιωπής, δεν μας είναι μέχρι σήμερα γνωστό. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει ως καίριο ερώτημα.
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, θα ήθελα να επιμείνω στην αξία της μαρτυρίας του Πέτρου, ειδικά όσον αφορά στην πιστότητα και ακρίβεια στα καταγεγραμμένα περιστατικά.
Και πραγματικά, είναι εντυπωσιακό πώς ο Πέτρου στέκεται απέναντι στα γεγονότα. Ως απλός, θα έλεγα, φωτογράφος, που δεν διστάζει όταν αυτό προκύπτει από τα γεγονότα, να καταδικάσει ανοιχτά αυτό που ο καθένας βλέπει στην «φωτογραφία», όπως λ.χ. την άθλια στάση ενός κλέφτη συμπατριώτη του, αλλά και να καταγράψει χωρίς δισταγμό την «θετική εικόνα», όπως κάνει λ.χ. με την περιγραφή της γαλαντομίας και γενναιοδωρίας των απλών χωρικών και ψαράδων, που ενεργά τους συμπαραστάθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις.
Είναι, άλλωστε, θα έλεγα και η μόνη περίπτωση που η πένα του Γεωργίου Πέτρου σηκώνεται λίγο ψηλότερα, όπως στην παπαδιαμάντειας λιτότητας περιγραφή της εικόνας του εορτασμού των Θεοφανίων, όπου ο ιερέας πέφτει στην θάλασσα μαζί με τον Σταυρό. Γράφει, λοιπόν, ο Πέτρου: «Και όταν τον έβγαλαν, στάθηκε και φώναξε: “Παιδιά, σήμερον κάναμε μιαν ωραίαν και πραγματικήν βάπτισιν”. Αμέσως, όλοι ξέσπασαν σε επευφημίες υπέρ του παπά και όλοι έψαλαν το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε”. Ήτο κάτι το αξέχαστο, ήτο εξαίσιο, όταν έβλεπα με τι κατάνυξη όλοι έψαλλαν».
Και είναι με την καταγραφή αυτή που θέλω να τελειώσω τις παρατηρήσεις μου, για την παρούσα έκδοση.
Αυτή την αξέχαστη και εξαίσια εμπειρία ελπίδας που ένωσε πολλούς απλούς ανθρώπους στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, δίνοντάς τους το κουράγιο να συνεχίσουν τον αγώνα για μιαν ελεύθερη ζωή, που ακόμα συνεχίζεται στην Κύπρο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ: Το κείμενο αυτό στηρίζεται στην ομιλία του συγγραφέα, στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Πέτρου Παπαπολυβίου, Αναζητώντας την ελευθερία, που οργάνωσαν το Σπίτι της Κύπρου και οι Εκδόσεις Επίκεντρο, στις 24 Φεβρουαρίου 2010, στο Σπίτι της Κύπρου, στην Αθήνα.
πίσω στα περιεχόμενα: