τετράδια

ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Ετικέτες: ,


Το δημοτικό τραγούδι. Ένα ξεχασμένο αξιακό απόθεμα και η ένταξή του στο σημερινό περιβάλλον


Θα ήθελα, αρχίζοντας, να αναφερθώ σ΄ ένα πραγματικό, ιστορικό περιστατικό.

Ήταν το 1815. Στη Φρανκφούρτη, ο Γκαίτε, αυτή, η κορυφαία προσωπικότητα είχε συγκεντρώσει φίλους των γραμμάτων και των τεχνών. Ήταν εκείνα τα περίφημα φιλολογικά συμπόσια. Τα συμπόσια, τα ‘’σαλόνια’’ που είχαν ξεκινήσει από τη Γαλλία και είχανε μείνει ξακουστά, πραγματικές Ακαδημίες Τεχνών και Επιστημών. Είχε καλέσει, λοιπόν, ο Γκαίτε τους λόγιους της Γερμανίας, αλλά ταυτοχρόνως σ’ αυτή τη συνάντηση είχε καλέσει και ζωγράφους. Και τούτο ήταν  παράξενο. «Τι γυρεύουν οι ζωγράφοι», αναρωτιόνταν οι λόγιοι. Όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει ο Γκαίτε, σιώπησαν όλοι… Κι άρχισε ο Γκαίτε με ενθουσιασμό να τους μιλάει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι!

Πρώτη φορά, 1815 λέμε, άκουγαν από το μέγιστο πνεύμα της Γερμανίας τέτοιους επαίνους … Τους είπε ότι είχε γράψει στις 15 Ιουνίου του 1815 και στο γιο του Αύγουστο πως, μολονότι είναι λαϊκό, είναι τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που δεν υπάρχει αντίστοιχο του στον κόσμο. Είπε, επίσης, αυτό που το 1815 είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, πως οι εικόνες αυτών των τραγουδιών, του δημοτικού ελληνικού τραγουδιού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε, λέει, βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους. Φανταστείτε, λέει, έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη. Ο κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι να μην το πάρουν οι Τούρκοι και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του… Αφήνω, λέει ο Γκαίτε, για τελευταίο ένα  τραγούδι το οποίο θεωρώ  κορυφαίο. Και τους παρουσίασε ένα δημοτικό τραγούδι, ένα μοιρολόι. Τους το απήγγειλε σε γερμανική μετάφραση. Εμείς έχουμε την ευτυχία να το γνωρίζουμε από το πρωτότυπο του.

Τους διαβάζει, λοιπόν, το  παρακάτω  τραγούδι (μοιρολόι):

 

 «Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;

Μην’ άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;

Ουδ’ άνεμος τα πολεμά κι’ ουδέ βροχή τα δέρνει.

Μονέ διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.

Σέρνει τους νιους απ’ ομπροστά, τους γέροντες κατόπι

Τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.

Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν

«Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση

Να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν

Και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια!»

«Όχι, χωριά δε θέλω ’γω, σε βρύσες δεν κονεύω

Έρχοντ’ οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους

Γνωρίζονται τα’ αντρόγυνα, και χωρισμό δεν έχουν».

 

Μετά από μικρή παύση, γυρίζει ο Γκαίτε προς τους καλεσμένους του ζωγράφους και τους προτείνει: «ζωγραφίστε αυτές τις ανεπανάληπτες εικόνες, αυτές τις εκπληκτικές σκηνές, όπου, συνεπήρε μέγας άνεμος το δάσος και το δέρνει, το δέρνει άγρια βροχή, και από κει σαλαγάει ο Χάρος τους νεκρούς, μπροστά τους νέους, πίσω τους γέρους, κι αρμαθιασμένα τα παιδιά  στη σέλλα του και παρακαλάνε αυτά να κονέψει επιτέλους ο Χάρος σε μια βρύση…». Αυτή η εικόνα για τον Γκαίτε είναι τόσο συγκλονιστική – και πράγματι είναι – που προ(σ)καλεί τους ζωγράφους της Γερμανίας να την αποδώσουν εικαστικά…

Το δημοτικό τραγούδι είναι το πιο ζωντανό κομμάτι της παράδοσης μας.

Όλη η ποίηση των λαών είναι τραγούδι, κι όχι απαγγελλόμενο ποίημα, όπως σήμερα το νοούμε.

Το τραγούδι είναι ένας από τους σημαντικότερους τρόπους ψυχαγωγίας, με την έννοια της περιαγωγής, της αγωγής της ψυχής.

Το βαθύ λαϊκό γλωσσικό ένστικτο λειτούργησε, εύστοχα όταν στη θέση της λέξης «άσμα» τοποθέτησε την έννοια «τραγούδι», που όπως έχει επισημανθεί, προέρχεται από τον όρο «τραγωδία».

Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί την κατεξοχήν καλλιτεχνική έκφραση της κοινωνίας της υπαίθρου. Μιας κοινωνίας με κλειστή οικονομία, που επί αιώνες έζησε κάτω από τις ίδιες, παρεμφερείς σκληρές συνθήκες και ανέπτυξε αντιστάσεις και αγώνες μοναδικής αξίας.

Το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει την πιο γνήσια πηγή του νεοελληνικού λυρισμού, απ΄ την οποία γονιμοποιήθηκε και θράφηκε η καλύτερη παράδοση της νεότερης ποίησης μας (Σολωμός, Παλαμάς, Σικελιανός, Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης). Ορισμένα είδη δημοτικών τραγουδιών τοποθετούνται ανάμεσα στα μνημεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Τα δημοτικά τραγούδια είναι δημιουργία ενός συλλογικού υποκειμένου και εκφράζουν κατά βάση την αισθητική, τη βιοθεωρία και την κοσμοαντίληψη της κοινωνίας της υπαίθρου εκείνων των εποχών.

Κεντρικό – και κρίσιμο – είναι στο δημοτικό τραγούδι το στοιχείο της οδύνης, του πόνου, της απώλειας. Είναι, εδώ, που το τραγούδι δείχνει ευθέως τη σχέση του με την τραγωδία. Μέσα από τη διαδρομή στην οδύνη συναντά την αρχέγονη μήτρα του. Εν τέλει, ο άνθρωπος είναι αληθινός μέσα στον πόνο του. Στα ακραία όρια, στις στιγμές του αφανισμού, εκεί όπου η ύπαρξη του ανθρώπου απεκδύεται όλα τα ψευδή και ασήμαντα κι απομένει γυμνή με τον εαυτό της. Εκεί η ανθρώπινη ύπαρξη βιώνει το πραγματικό της νόημα.

Η οδύνη συνιστά σκληρή υπόμνηση μιας απόμακρης χαμένης ευτυχίας. Αλλά, και το σημείο αναχώρησης για την (ανεπίτευκτη) κατάκτηση της.

Επίσης, πέρα απ’ τους καθιερωμένους από την παράδοση και σε μεγάλο βαθμό τυποποιημένους συμβολισμούς (π.χ. ο αετός συμβολίζει την παλικαριά και την περηφάνια, ο ήλιος και τ’ αστέρια την ομορφιά σε υπερθετικό  βαθμό, τα λουλούδια την γυναικεία ομορφιά και τη χάρη της νιότης κλπ.), εξαιρετικής σημασίας είναι η ελληνική μεσογειακή αίσθηση στη σχέση ανθρώπου-φύσης, η οποία προσδιορίζεται ως σχέση ισορροπίας και αρμονίας (κι όχι ως «υποταγή» ή «ανταγωνιστικότητα»). Όχι, δηλαδή, την υποταγή του ανθρώπου κάτω από το βάρος μιας πανίσχυρης, εξώκοσμης φύσης, όπως η ανατολική φιλοσοφική γραμμή πρεσβεύει, ούτε, όμως, και της ανταγωνιστικότητας της επιθετικότητας του ανθρώπου απέναντι στη φύση, όπως η δυτική γραμμή των τεχνικών επιδράσεων και επεκτάσεων εφαρμόζει. Αλλά, μία σχέση αρμονίας και ισορροπίας. Αυτή είναι η ελληνική μεσογειακή αντίληψη που διαπερνά ως αντίληψη και ως βίωμα το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Και θέλω, εδώ, να σκεφθούμε αυτό το βαθύ μήνυμα και στις μέρες μας, όπου μιλάμε για αειφορία, βιώσιμη ανάπτυξη, «πράσινη ανάπτυξη».

Ως τα τέλη του 19ου αιώνα (και σε πολλές περιοχές μέχρι και την πρώτη 20ετία του 20ου αιώνα) τα δημοτικά τραγούδια αποτέλεσαν τον αυθεντικότερο φορέα της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας και σχεδόν το μοναδικό πλατύ μέσο παιδείας με το οποίο ο λαός αντιμετώπισε τους κινδύνους αλλοτρίωσης κατορθώνοντας να διασώσει την εθνική και πολιτισμική του φυσιογνωμία. Κάτω απ’ αυτούς του όρους, το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει την έκφραση μιας κοινωνίας σπρωγμένης στο περιθώριο που αγωνίζεται να επιβιώσει και να δημιουργήσει, γι’ αυτό, η κεντρική ιδεολογική του γραμμή, όπως, κυρίως, αναδεικνύεται στα ηρωικά τραγούδια, είναι μια γραμμή αντιπαράθεσης προς την κατεστημένη ιδεολογία, προς την εκάστοτε κυρίαρχη εξουσία και τάξη.

Η δημοτική παράδοση, γενικότερα – θέλω να πω – η παράδοση, αποτελεί, ταυτόχρονα, ένα πλέγμα συμπεριφορών, αλλά και πεδίο αντιπαράθεσης.

Ως κώδικας συμπεριφορών, υπόκειται στις επιρροές που εισάγουν τα νέα πρότυπα, αλλά και στις αλλαγές που δημιουργεί η κοινωνική εξέλιξη και οι αγώνες των κοινωνικών δυνάμεων για χειραφέτηση και βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.

Ως πεδίο αντιπαράθεσης, εντάσσεται στην ευρύτερη διαπάλη ιδεών και αξιών.

Οι, μεν, δυνάμεις της οπισθοδρόμησης επιδιώκουν την ενσωμάτωση και αξιοποίηση τους μέσω της αποστέωσης, της απογύμνωσης της από κάθε ριζοσπαστικό στοιχείο, με στόχο την υποστήλωση κατεστημένων δομών και την διατήρηση των κυρίαρχων σχέσεων εξουσίας. Οδηγώντας σ’ ένα πλαίσιο σκέψης και πολιτικής κλειστό, κλειστοφοβικό και περίκλειστο, συντηρητικό και αδρανές.

Οι, δε, δυνάμεις της αλλαγής όταν και όσες σκέφτονται ακομπλεξάριστα και δρουν ως πραγματική πρωτοπορία μιας ζωντανής, εν κινήσει κοινωνίας με ρίζα, ταυτότητα,  πρότυπα και προσδοκίες -δηλαδή, όσες σκέφτονται και δρουν σαν πατριωτικές, δημιουργικές, ανατρεπτικές δυνάμεις–, επιδιώκουν μια αυθεντική ανάγνωση της παράδοσης, των αγωνιστικών της προτύπων, των βαθύτερων εξάρσεων, των κινήτρων του ελληνισμού. Οδηγώντας σ’ ένα πλαίσιο σκέψης και πολιτικής ανοιχτό, που ολοκληρώνει με τον νέο διεθνισμό και τοποθετεί έτσι και τη σχέση του με την Ευρώπη και την Ε.Ε..Ένα προοδευτικό πλαίσιο, που επιζητά την δικαίωση των στόχων της κοινωνικής πλειοψηφίας και των Λαών, συνδιασμένα, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η παράδοση στα πλαίσια αυτής της διαχρονικής, ιδεολογικής διαπάλης εντάσσεται, σε τελική ανάλυση, στην μεγάλη αντιπαράθεση που ορίζεται από τους διαμετρικά αντίθετους πόλους : εθνικιστικό – πατριωτικό.

Ο εθνικισμός σαν ιδεολογία και πολιτική αρθρώνεται πάνω σε δύο άξονες: πρώτος: τη διαιώνιση της ολιγαρχικής εξουσίας και της θεοποίησης των σκληρών μηχανισμών του κράτους, δεύτερος (άξονας) τον εθνικό (φυλετικό) ρατσισμό και τον επεκτατισμό.

Ιδιαίτερα, η ελληνική εκδοχή του εθνικισμού ήταν: ο φιλομοναρχισμός, η ταυτόχρονη καπηλεία του έθνους (στα λόγια) και η υπόκυψη στα σχέδια των «μεγάλων δυνάμεων» (στην πράξη), της Τουρκίας  μη εξαιρουμένης.

Ενώ, ο πατριωτισμός βρίσκεται στον αντίποδα, σ’ αντιδιαμετρική θέση όλων αυτών. Ενδεικτικά μεγάλα ρεύματα στην ιστορία μας : ο Βενιζελισμός (ιδιαίτερα στην πρώτη του περίοδο), το ΕΑΜ , το ΠΑΣΟΚ (ως σύζευξη του πατριωτικού και του κοινωνικού).

Ο Ντε Γκωλ, έλεγε: «Πατριωτισμός είναι να αγαπάς την Πατρίδα σου. Εθνικισμός είναι να μισείς την πατρίδα του άλλου».

Και προς όλους, ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός συμβουλεύει: «εθνικό είναι το αληθές» και ο Γκράμσι συμπληρώνει: «η αλήθεια είναι επαναστατική…».

Το δημοτικό τραγούδι αντιπροσωπεύει τη σύνθεση τριών παραδοσιακών στοιχείων: της λαϊκής ποίησης, της μουσικής και, κατά μεγάλο μέρος, του χορού.

Οι δημιουργοί του είναι, κατά κανόνα, άνθρωποι του λαού με καλλιτεχνική ευαισθησία, ασύνειδοι, τις περισσότερες φορές, φορείς της παράδοσης και της κουλτούρας.

Σημαντικά οχήματα μεταφοράς κι αναζωογόνησης της δημοτικής παράδοσης μέσα στο χρόνο, από περιοχή σε περιοχή κι από κοινωνική εκδήλωση σε κοινωνική εκδήλωση, είναι οι μουσικές κομπανίες, οι δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες και τα διάφορα σχήματα. Σχήματα και οργανοπαίχτες που εμφανίζουν μεγάλη διακλάδωση, διατηρώντας σε πολλές περιπτώσεις, μια οικογενειακή παράδοση κι ανανεώνοντας τα ιδιαίτερα τοπικά ηχοχρώματα.

Έχοντας πάντα συνείδηση, ότι η μουσική και ο ήχος αποτελούν οργανικά στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο δεν μπορεί, όμως, να εννοηθεί και να λειτουργήσει χωρίς το λόγο. Δηλαδή, χωρίς το ποιητικό του μέρος.

Θα ήθελα να κλείσω μ΄ένα μήνυμα ουσίας.

Ο πολιτισμός μας, παρά τα αλλεπάλληλα πλήγματα, διασώζεται έστω και με ασυνέχεια και σύγχυση. Η επιβολή των κανόνων του γερμανικού αστικού κώδικα που σάρωσαν το εθνικό μας δίκαιο, η απάλειψη του αρχιτεκτονικού ύφους των πόλεων από τη συσσώρευση κτιρίων που παραπέμπουν στο πουθενά και η ισοπέδωση της κτιριακής λαϊκής αρχιτεκτονικής σε  Πίνδο και αλλού, η καπηλεία της Πατρίδας απ’ όσους τη μείωσαν και την υπέσκαψαν, ο Αθηναϊσμός, ο εξορκισμός της τελευταίας χιλιετίας δημιουργίας του νέου ελληνισμού (βυζάντιο, τουρκοκρατία, μικρασιατική καταστροφή, εθνική παλιγγενεσία), η αφελής – από ορισμένους –, και σκόπιμη – από άλλους – σύγχυση του εθνικού (δηλ. του πατριωτικού) με το εθνικιστικό (δηλ. το σοβινιστικό) είναι ορισμένα από τα βασικά στοιχεία της εκ των ένδον υπονόμευσης της εθνικής μας κουλτούρας. Και οφείλουμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε και μια ισοπεδωτική επίθεση που ήδη εξελίσσεται. Ομάδες ισχυρότερες από κράτη, αξιοποιώντας την τεχνολογία, και ιδιαίτερα την τεχνολογία της ψηφιακής συμπίεσης, θα λεηλατήσουν τους εθνικούς πολιτισμούς με το πρόσχημα της ελευθερίας του πολίτη και του δικαιώματος του στην ενημέρωση, στην ποικιλία και στην κατανάλωση. Αυτή η επίθεση δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους. Οφείλουμε να τροφοδοτήσουμε την κοινωνία και την ελληνική νεολαία με το κοινό πολιτισμικό πεδίο αναφοράς τους. Η πολιτιστική αφύπνιση σε συνθήκες προϊούσας κρίσης, η ανάδειξη ενός πολιτισμού μοναδικού στον κοινωνικό του χαρακτήρα, με ρίζα στις παραδόσεις και στις βαθιές από την αρχαιότητα αξίες της πατρίδας, της δημοκρατικής πολιτείας και της ηθικής στην πολιτική είναι υψηλές προτεραιότητες. Αυτή η προσπάθεια παραπέμπει με τη σειρά της στον διαρκή αγώνα στα ιδεολογικά μέτωπα, απέναντι στις πανίσχυρες αξίες του ατομισμού, του αμοραλισμού και της εξουσιολατρείας.

Να προσδώσουμε στο έθνος αυτά που περισσότερο απ’ όλα χρειάζεται, την αυτογνωσία, την αξιοπρέπεια, το δυναμισμό του, την ηθική του αγώνα,  την ηθική της αλληλεγγύης.



πίσω στα περιεχόμενα: