Η πολιτική ασφάλειας των κυβερνήσεων Τρικούπη και το Ελληνικό Ναυτικό, 1881-1895
Όταν στα 1830 η επαναστατημένη Ελλάδα απέκτησε την πολιτική της ανεξαρτησία η οικονομική της αυτοδυναμία δεν ήταν εξασφαλισμένη καθώς το κύριο πλουτοπαραγωγικό της κεφάλαιο, η καλλιεργήσιμη γη της, δεν υπερέβαινε το είκοσι τοις εκατό της επιφάνειας της χώρας τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό για την υπόλοιπη νοτιοανατολική Ευρώπη ξεπερνούσε το σαράντα τοις εκατό.[1] Η κατάσταση αυτή συνετέλεσε στο χαμηλό ποσοστό γεννήσεων αλλά και στο υψηλότερο ποσοστό μετανάστευσης στα Βαλκάνια, παράγοντες που με τη σειρά τους καθήλωσαν την εγχώρια αγορά σε μικρά μεγέθη.[2] Όπως ήταν αναμενόμενο η όλη οικονομική δυσπραγία της χώρας συνέβαλλε ως ένα βαθμό στην υιοθέτηση αλυτρωτικής πολιτικής κατά τα πρώτα εκατό χρόνια του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μια αλυτρωτική πολιτική που ενισχύθηκε επίσης από την προσδοκία ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία θα εγγυούνταν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Η απουσία στην Ελλάδα συστήματος οχυρώσεων μεταξύ του 1830 και του 1913, σε μια περίοδο εκτεταμένων οχυρωματικών έργων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελεί μια έμμεση πλην όμως σαφή ένδειξη της προσδοκίας αυτής.[3]
Τα πρώτα πενήντα χρόνια όμως μετά την Επανάσταση του 1821 η αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας συνάντησε τη σθεναρή αντίθεση της Μεγάλης Βρετανίας που υποστήριζε τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας ως ασφαλιστικής δικλείδας κατά της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο. Μια κάθοδος, που αν πότε συνέβαινε, απειλούσε να διακόψει την πλέον σύντομη γραμμή επικοινωνιών της Αγγλίας με την αυτοκρατορία της στις Ινδίες.[4] Προσαρμόζοντας την πολιτική της στην αντίξοη διεθνή συγκυρία η ελληνική πολιτεία δεν ανέπτυξε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.[5] Αντίθετα υιοθέτησε την ανεπίσημη υποστήριξη χριστιανικών εξεγέρσεων στην Οθωμανική Νότια Βαλκανική με την ελπίδα ότι οι εξεγέρσεις αυτές θα συγκινούσαν τους Ευρωπαίους και θα οδηγούσαν στη βαθμιαία ενσωμάτωση των επαναστατημένων χριστιανών στην Ελλάδα κατά το προηγούμενο της ελληνικής επανάστασης του 1821.[6]
Το δυσμενές διεθνές πλαίσιο ανατράπηκε με την ήττα της Τουρκίας από τη Ρωσία το 1878 που οδήγησε στη σταδιακή εγκατάλειψη από τις Μεγάλες Δυνάμεις του δόγματος της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε στρατηγικώς ασθενή Οθωμανικά σύνορα στα Βαλκάνια και σε ανεξαρτητοποίηση και άλλων πλην της Ελλάδας βαλκανικών κρατών.[7] Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ριζικές αυτές γεωπολιτικές αλλαγές ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας για το μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ του 1881 και του 1895, προσκάλεσε το Βέλγο ειδικό της οχυρωματικής Brialmont να μελετήσει τη στρατηγική κατάσταση της χώρας και να προτείνει ένα νέο αμυντικό σχεδιασμό. Στο υπόμνημα που συνέταξε ο Brialmont επισημαίνονταν ότι σε περίπτωση Ελληνοτουρκικού Πολέμου η γεωγραφική διαμόρφωση της χώρας καθιστούσε πιθανή την ταυτόχρονη εισβολή της από τουρκικά στρατεύματα σε ένα πλήθος σημείων. Δεδομένου ότι οι ελληνικοί στρατιωτικοί πόροι ήταν περιορισμένοι προτείνονταν η παράταξη του ελληνικού στρατού σε δύο οχυρωματικές γραμμές που θα δημιουργούνταν μεταξύ της Λαρίσης και των Τρικάλων και μεταξύ των Θερμοπυλών και της Ναυπάκτου. Οι δύο αυτές γραμμές θα συνέβαλλαν είτε στην επιβράδυνση της προέλασης του τουρκικού στρατού προς την Αθήνα είτε στην υποστήριξη της ελληνικής αντεπίθεσης σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις εξελίσσονταν ευνοϊκά για τον ελληνικό στρατό. Η Αθήνα προτείνονταν να μετατραπεί σε ένα τεράστιο οχυρωμένο στρατόπεδο το οποίο θα αποτελούσε το καταφύγιο του ελληνικού στρατού σε περίπτωση ήττας με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο ανεφοδιασμός των Αθηνών θα ήταν εξασφαλισμένος από την απειλή αποκλεισμού από τον τουρκικό στόλο. Οι περιπτώσεις της Βιέννης (1809, 1866) και του Παρισιού (1870) συνηγορούσαν στην άποψη ότι η ύπαρξη ενός εσχάτου καταφυγίου για έναν ηττημένο στρατό μπορούσε να επιτρέψει τη συνέχιση του αγώνα με συνέπεια να εξαναγκαστεί ο νικητής να παραχωρήσει επιεική ειρήνη στον ηττημένο λόγω του φόβου της χρονικής επιμήκυνσης του πολέμου και των επιπλοκών που πιθανόν να απέρρεαν απ’ αυτήν.[8] Με άλλα λόγια, οι προτάσεις του Brialmont, που εν πολλοίς υιοθετήθηκαν και από το Στρατηγό Vosseur,[9] τον αρχηγό της Γαλλικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα μεταξύ του 1884 και του 1887, συνιστούσαν στην Ελλάδα την ανάπτυξη δυνατότητας επιμήκυνσης του πολέμου με την ελπίδα ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα διακινδύνευε ένα μακρύ πόλεμο εναντίον της από το φόβο πιθανών περιπλοκών στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή.
Την ίδια περίπου εποχή με τις προτάσεις Brialmont ο Τρικούπης έλαβε κι ένα ενδιαφέρον υπόμνημα σχετικά με την άμυνα των Δαρδανελίων συντάκτης του οποίου ήταν ο συνταγματάρχης Πουρνάρας, ο τότε στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Στο υπόμνημά του ο Πουρνάρας αφηγούνταν πως το βρετανικό σχέδιο εκβίασης των Δαρδανελίων κοινοποιήθηκε από τους Βρετανούς στην ελληνική κυβέρνηση το 1880 αλλά και το πως ορισμένοι έλληνες πολιτικοί συνέχιζαν να μελετούν το ενδεχόμενο πραγματοποίησης παρόμοιας επιχείρησης.[10] Ο ίδιος ήταν της άποψης ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο επειδή θα προσέλκυε τη συμμαχία των αντιπάλων της Τουρκίας.[11] Ως είχαν τα πράγματα όμως η χώρα δεν ήταν ακόμα έτοιμη για την ανάληψη παρόμοιας επιχείρησης. Μολοταύτα η ασθενής οχύρωση των Στενών[12] αλλά και το μέτριο μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος που απαιτούνταν για την κατάληψή τους (10-15.000 άνδρες)[13] άφηναν κατά τον Πουρνάρα ελπίδες για το μέλλον υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα αποκτούσε ισχυρό ναυτικό.
Τα συμπεράσματα των υπομνημάτων αυτών μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία δεν μπορούσε να περιμένει κανείς κάτι περισσότερο από τον ελληνικό στρατό από μια σθεναρή άμυνα. Για να είναι αποτελεσματική η άμυνα, η κυριαρχία της θαλάσσης από το ελληνικό ναυτικό ήταν απαραίτητη. Η κυριαρχία της θαλάσσης από το ελληνικό ναυτικό ήταν επίσης απαραίτητη αν η συμμαχική αξία της Ελλάδας επρόκειτο να είναι σημαντική σε περίπτωση ανάφλεξης στην Εγγύς Ανατολή.
Η έκθεση Brialmont σχετικά με την αναγκαιότητα κατασκευής οχυρώσεων δεν ήρθε σε αντίθεση με τις απόψεις του Τρικούπη. Τουναντίον ήδη από το 1881 είχε εκφραστεί ο Τρικούπης υπέρ της κατασκευής οχυρωματικής γραμμής στα ελληνοτουρκικά σύνορα.[14] Εντούτοις, οι προτάσεις Brialmont δεν υλοποιήθηκαν πιθανότατα λόγω του ότι οι επιστήμες της οχυρωματικής και της βλητικής παρουσίασαν ραγδαίες εξελίξεις στη δεκαετία του 1880 αλλά και διότι ο Βέλγος ειδικός ήταν διεθνώς γνωστό ότι ευνοούσε την κατασκευή πολυδάπανων και χρονοβόρων οχυρωματικών έργων.[15] Επιπλέον, η στρατηγική κατάσταση της χώρας δεν ήταν τόσο δυσμενής όσο την είχε σκιαγραφήσει ο Brialmont. Αντιθέτως, οι μικρές αποστάσεις εντός του ελληνικού βασιλείου και η σχετική απόστασή του από την Κωνσταντινούπολη αλλά και η ύπαρξη σεβαστού ελληνικού εμπορικού ναυτικού και πολλών καλών φυσικών λιμένων σε όλη την ελληνική επικράτεια σήμαινε ότι ο ελληνικός στρατός, κάτω από την προστασία ενός σχετικά ισχυρού στόλου, θα μπορούσε να επιστρατευθεί πιο γρήγορα από τον τουρκικό στρατό. Συνάμα η έγκαιρη ολοκλήρωση της τουρκικής επιστράτευσης θα ήταν αδύνατη εάν ο ελληνικός στόλος απέτρεπε την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων από θαλάσσης μιας και το οθωμανικό σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο ενώ το οδικό δίκτυο των νοτίων Βαλκανίων ήταν ημιορεινό και ανεπαρκές.[16] Λαμβάνοντας τέλος υπόψη ότι τα οθωμανικά στρατεύματα ήταν διεσπαρμένα σε τρεις ηπείρους[17] αλλά και ότι ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων αυτών αναγκαστικά θα καθηλώνονταν στα τουρκικά σύνορα με τα άλλα βαλκανικά κράτη και τη Ρωσία ήταν πιθανό ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα διαρκούσε αρκετά ώστε να προκαλέσει Σερβο-βουλγαρική επέμβαση κατά της Τουρκίας.
Η πιθανότητα και η αποτελεσματικότητα αυτού του σεναρίου ενισχύονταν από το προηγούμενο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, της οποίας η επιμήκυνση λόγω της δράσης του ελληνικού ναυτικού, οδήγησε στην επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων κατά της Τουρκίας.[18] Το σενάριο δε αυτό έμελλε να επιβεβαιωθεί και κατά τη διάρκεια του Ιταλο-τουρκικού πολέμου του 1911-1912 όταν η διακοπή των τουρκικών θαλασσίων συγκοινωνιών από τον ιταλικό (και αργότερα τον Ελληνικό) στόλο, η στασιμότητα στο χερσαίο θέατρο των επιχειρήσεων (Λιβύη) αλλά και η δέσμευση ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στην ασιατική Τουρκία ώστε να αποτραπεί ιταλικός αντιπερισπασμός στην περιοχή[19] ενεθάρρυνε τους βαλκάνιους συμμάχους να επιπέσουν κατά της Τουρκίας με τα γνωστά καταστρεπτικά αποτελέσματα για την Τουρκική κυριαρχία στα Βαλκάνια. Από τη δεκαετία του 1880 και μετά η απειλή μιας παρόμοιας εξέλιξης αναμενόταν να ενθαρρύνει την Τουρκία στο να υιοθετήσει διαλακτικότερη στάση έναντι των ελληνικών αιτημάτων στο Αιγαίο, την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Ορμώμενος από τις ανωτέρω παραδοχές ο Τρικούπης έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη του πολεμικού ναυτικού σε σχέση με τη βελτίωση του στρατού ξηράς. Κι αυτό γιατί ο Τρικούπης ήταν επίσης σίγουρος ότι η κατοχή ενός ισχυρού στόλου θα επέτρεπε στην Ελλάδα «μόνο να κουνήσει το χέρι της και τα νησιά και η Κρήτη θα γίνονταν δικά της»[20] και μάλιστα ότι «όταν επιστεί η στιγμή της τελικής εκκαθαρίσεως… κάποιος θα ενθυμηθεί ότι ήμεθα μια εκ των σχετικώς ισχυρών δυνάμεων της Μεσογείου.»[21] Η πλέον εμφαντική δήλωση της πίστης του Τρικούπη στην αναγκαιότητα της θαλάσσιας ισχύος έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συζήτησης που πραγματοποιήθηκε εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης που οδήγησε στην πτώχευση του ελληνικού κράτους το Δεκέμβριο του 1891. Στη συζήτηση αυτή ο Τρικούπης δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να προβεί σε περικοπές των προϋπολογισμών όλων των υπουργείων συμπεριλαμβανομένου κι αυτού του Υπουργείου των Στρατιωτικών. Το μόνο Υπουργείο του οποίου δεν σκόπευε να μειώσει τις δαπάνες ήταν αυτό των Ναυτικών καθώς κατά τον Τρικούπη η Ελλάδα χωρίς ισχυρό ναυτικό μπορούσε να θεωρηθεί ως στερούμενη ύπαρξης. Μια Ελλάδα με ισχυρό ναυτικό, υποστήριξε ο Τρικούπης, ήταν εξ ολοκλήρου διαφορετικό κράτος από μια Ελλάδα χωρίς ναυτικό καθώς η τελευταία δεν λαμβάνονταν υπόψη ούτε από εκείνους με τους οποίους είχε διαφορές ούτε από αυτούς που ήταν θεατές των διαφορών αυτών. Μια ναυτικώς οργανωμένη Ελλάδα κατέληξε ο Τρικούπης, εάν έκανε σώφρονα διαχείριση των υποθέσεών της, θα μπορούσε να εξασφαλίσει την τιμή και τη θέση της στον κόσμο.[22]
Έχοντας διαγράψει τις αρχές της ελληνικής αμυντικής πολιτικής, ο Τρικούπης ανέλαβε να τις πραγματοποιήσει το συντομότερο δυνατό φοβούμενος μήπως η Τουρκία στο μεταξύ «κατασκευάσει στρατηγικούς σιδηροδρόμους στη νότια Μακεδονία ή…..αποκτήσει ναυτική δύναμη που θα εξισορροπούσε την ως τότε ανισορροπία θαλάσσιας ισχύος μεταξύ των δύο χωρών (Ελλάδας, Τουρκίας).»[23] Η πραγματοποίηση της πολιτικής ασφαλείας του Τρικούπη απαιτούσε επίσης τη διατήρηση του status quo στην Εγγύς Ανατολή μέχρι την ολοκλήρωση των ναυτικών και στρατιωτικών παρασκευών της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό, o Τρικούπης εργάστηκε για την επικράτηση ύφεσης στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις κάτι που διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι οι εδαφικοί όροι της Συνθήκης του Βερολίνου είχαν αφήσει την οθωμανική αυτοκρατορία «χωρίς αξιόπιστη γραμμή άμυνας δυτικά της Τσατάλτζας, λιγότερο από 50 μίλια από την Κωνσταντινούπολη»[24] καθιστώντας την δεκτική σε συμβιβασμούς. Πράγματι, μιας και καμία μεγάλη δύναμη ή ευρωπαϊκή συμμαχία δεν μπορούσε να προστατεύσει την Τουρκία από την επιθετικότητα των γειτόνων της,[25] η σύναψη διμερών συμφωνιών με τα βαλκανικά κράτη κρίθηκε σκόπιμη από τους Τούρκους ιθύνοντες.[26]
Όντας ένας από τους αρχιτέκτονες της ελληνικός-σερβικής Συνθήκης του Voeslau (1868),[27] ο Τρικούπης εργάστηκε επίσης για τη σύμπηξη βαλκανικής συμμαχίας κατά της Τουρκίας,[28] καθώς η διακριτική υποστήριξη επαναστάσεων στην τουρκοκρατούμενη Βαλκανική είχε αποδειχθεί ανεπαρκής.[29] Η επιτυχία της πολιτικής ασφαλείας των κυβερνήσεων Τρικούπη απαιτούσε τέλος τη συνεργασία τουλάχιστον μιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης που θα έπαιρνε την Ελλάδα κάτω από την προστασία της και θα της παρείχε την απαραίτητη οικονομική και τεχνική βοήθεια στην αναδιοργάνωση των ενόπλων της δυνάμεων. Έχοντας αποτύχει στην προσέλκυση στρατιωτικών αποστολών από την Αγγλία, την Αυστρία και τη Γερμανία[30] η πρόσκληση γαλλικής ναυτικής αποστολής στην Ελλάδα το 1884 στέφθηκε με επιτυχία.
Η Γαλλική Ναυτική Αποστολή εργάστηκε στην Ελλάδα μεταξύ του 1885 και του 1890 και με τη δράση της δικαίωσε τη σημαντικότατη επένδυση υλικών πόρων που έγινε στο ελληνικό ναυτικό κατά τη δεκαετία του 1880. Με την ίδρυση της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά και του Κεντρικού Προγυμναστηρίου στον Πόρο η ελληνική ναυτική εκπαίδευση μπήκε σε νέες βάσεις στις οποίες ακόμα και σήμερα στηρίζεται. Η ανάπτυξη του νεοσύστατου ναυστάθμου Σαλαμίνας, η προικοδότηση των Ελληνικών ακτών με ένα αξιόλογο δίκτυο φάρων αλλά και η ένταξη στον ελληνικό στόλο πολεμικών μονάδων που μέσα σε λίγα χρόνια δεκαπλασίασαν την ισχύ του αποτέλεσαν μερικά ακόμα επιτεύγματα που οφείλονταν σε σημαντικό βαθμό στην εργασία της Γαλλικής ναυτικής αποστολής. Τέλος, μια σειρά νομοθετημάτων που εισηγήθηκε η αποστολή θεράπευσε αρκετές οργανωτικές αδυναμίες του ελληνικού ναυτικού χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν έγιναν και λάθη. Στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο το όφελος ήταν αμοιβαίο καθώς η παρουσία Γαλλικών αποστολών στην Ελλάδα ενίσχυσε τη θέση της Γαλλίας στη Μεσόγειο που είχε πληγεί από την Αγγλική κατάληψη της Κύπρου (1878) και της Αιγύπτου (1882) αλλά και από την Ιταλική ενοποίηση (1860). Συνάμα, η Γαλλική ναυπηγική βιομηχανία απεκόμισε σημαντικά υλικά και διαφημιστικά οφέλη από τις συναλλαγές της με το ελληνικό κράτος. Η Ελλάδα με τη σειρά της έδρεψε τη συμπάθεια της Γαλλίας κατά την κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885-1886) αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 ενώ επίσης μπόρεσε με Γαλλικά δάνεια να αποκτήσει ισχυρό ναυτικό.[31]
Η αμυντική όμως πολιτική του Τρικούπη καθώς και η πολιτική ασφαλείας του δεν έμελλε να αποδώσουν τα προσδοκώμενα οφέλη. Η σύμπηξη της Γαλλο-ρωσικής συμμαχίας μεταξύ του 1891 και του 1894 υποβάθμισαν στα μάτια των Γάλλων τη σημασία της ναυτικής τους συνεργασίας με την Ελλάδα με αποτέλεσμα αυτή να ατονήσει. Συνάμα η μεγάλη δανειακή επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου για τη ναυτική μεγέθυνση της χώρας υπήρξε ένας από τους λόγους της πτώχευσης του 1893. Το εκρηκτικό μείγμα μιας οικονομίας σε κρίση και ενός ναυτικού που σε ισχύ, τηρουμένων των αναλογιών, υπήρξε το ισχυρότερο που είχε ποτέ στην κατοχή της η σύγχρονη Ελλάδα συνέθεσε το φόντο στον οποίο εκτυλίχθηκε ο ατυχής πόλεμος του 1897.[32] Φέρει επίσης σημαντικές αναλογίες με τις απαρχές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 αλλά και του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου του 1912-1913 καθώς και στις τρεις περιπτώσεις η Ελλάδα διευκολύνθηκε σε πόλεμο με την Τουρκία τόσο από τα οικονομικά της προβλήματα όσο και από την κατοχή σημαντικής ναυτικής ισχύος.[33] Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η αμυντική πολιτική του Τρικούπη ορθά απέδωσε βαρύνουσα σημασία στην ανάπτυξη ναυτικής ισχύος. Οι δανειακές όμως επιβαρύνσεις μέσω των οποίων η ελληνική ναυτική μεγέθυνση πραγματοποιήθηκε, οι κοσμογονικές γεωπολιτικές αλλαγές της δεκαετίας του 1890 αλλά και η αδέξια διαχείριση της κληρονομιάς Τρικούπη από τους απαράσκευους πολιτικούς του αντιπάλους, που κυβερνούσαν τη χώρα κατά το 1897, μάλλον ζημιά προκάλεσαν παρά προώθησαν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Συντομογραφίες
- ADM Βρετανικό Ναυαρχείο
- C.P. Correspondence Politique
- Δ.Ι.Σ. Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
- Ε.Λ.Ι.Α. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
- E.Σ.Β Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής
- F.O. Αρχεία του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών
- H.H. STA. Αυστριακά Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία του Αυστριακού Υπουργείου των Εξωτερικών
- M.A.E. Αρχεία του Γαλλικού Υπουργείου των Εξωτερικών
- PRO Βρετανικά Γενικά Αρχεία του Κράτους
Βιβλιογραφία
Πρωτογενείς Πηγές
Αδημοσίευτες Πηγές
Επίσημη Αλληλογραφία
Αυστρία
Österreichisches Staatsarchiv, Haus-Hof-und Staatsarchiv, Wien, Politisches Archiv 7 Griechenland
Γαλλία
Ministère des Affaires Etrangères, Paris
Série Correspondence Politique, Grèce
Ελλάδα
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Φάκελος 1705
Ηνωμένο Βασίλειο
The National Archives, Public Record Office
ADM 116, Record Office: Cases
F.O. 32, Political and Other Departments: General Correspondence before 1906, Greece
F.O. 881, Confidential Print (Numerical Series)
Ιδιωτική Αλληλογραφία
Ελλάδα
Ε.Λ.Ι.Α.
Αρχείο Τρικούπη
Γεννάδειος
Αρχείο Δραγούμη
Δημοσιευμένες Πηγές
Βουλή των Ελλήνων, Εφημερίδα των Συζητήσεων της Βουλής (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1895)
2. Δευτερογενείς Πηγές
Μονογραφίες
- Αλεξανδρής, Κ., Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ της Ανεξαρτησίας Αγώνος, 1821-1829 (Αθήνα: Ναυτική Επιθεώρησις, 1930)
- Ανδρεάδης, Α., Εθνικά Δάνεια και Ελληνική Δημόσια Οικονομία: Έργα, τομ. 2 (Αθήνα: Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 1938)
- Αργυρόπουλος, Π., Το Ναυτικό της Ελλάδος Πρόγραμμα, (Αθήνα: Εστία, 1907)
- Bordeaux Général, ‘Une mission navale en Grèce 1884-1890. L’amiral Lejeune’, La Méditerranée, 19, (Sept. 1930), pp. 200-2
- Goltz, F.C, Der Thessalische Krieg und die Türkishe Armee (Berlin: E.S. Mittler und Sohn, 1898)
- Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση ανεξάρτητου κράτους (1821-1832) (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1975)
- Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός, 1833-1881 (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977)
- Kofos, E., ‘War and Insurrection as Means to Greek Unification in the Mid-Nineteenth Century’, στο B. Kirally and G.E. Rothenberg (επιμ.), War and Society in East Central Europe, vol. 14 (New York: Brookly Coll., 1979)
- Lampe, J.R. and Jackson, M.B., Balkan Economic History, 1550-1950: from imperial borderlands to developing nations (Bloomington Ind.: Indiana University Press, c. 1982)
- Langer, W.L., The Diplomacy of Imperialism, 1890-1902 (New York: 2nd edition, A.A. Knopf, 1956)
- Λεβίδης, Ν. Ιστορία του Ελληνο-Τουρκικού Πολέμου (Αθήνα: Ιγγλέσης, 1898)
- Lhèritier, M., Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours:Le règne de Georges I avant le Traité de Berlin (1862-1878) – Hellénisme et Slavisme (Paris: Les Presses Universitaires de France, 1925)
- Marder, A. J., The Anatomy of British Sea power: a History of British Naval Policy in the Pre-dreadnought Era, 1880-1905 (London: 3rd edition, Frank Cass, 1972)
- Μαρκεζίνης, Σ., Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας: η Συνταγματική Βασιλεία, 1863-1909, (Αθήνα: Πάπυρος, 1966)
- Medlicott, W.N., The Congress of Berlin and After (London: Cass, 1963)
- Papadopoulos, G., England and the Near East, 1896-1898 (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1969)
- Πουρνάρας, Δ., Χαρίλαος Τρικούπης: η ζωή και το έργο του (Αθήνα: Ελεύθερος, 1976)
- Φλεριανού, Αικ., Χαρίλαος Τρικούπης: η ζωή και το έργο του, τομ. 1, (Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων, 1999)
- Φωκάς, Δ., Χρονικά του Ελληνικού Ναυτικού, 1833-1873 (Αθήνα: Γενικό Επιτελείο
- Ναυτικού, 1923)
- Ropp, T., The development of a modern navy : French naval policy, 1871-1904, (Annapolis: Naval Institute Press, 1987)
- Τσουκαλάς Γ., Εξάρτηση και Αναπαραγωγή: ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922 (Αθήνα, Θεμέλιο, 1977)
- Wilson, H.W., Battleships in action (London: S. Low, Marstone Co, 1926)
Άρθρα
- Demetrakopoulos, A., ‘The Contribution of the Hellenic Navy to the Allied Effort During the First Balkan War, 1912-13’, Acta, International Symposium of Military History ‘Mudros 92’ ‘Paulos Melas 92’ (Athens, 1993)
- Λυκούδης, Σ. “Δεξίωσις του Ακαδημαïκού Στυλιανού Λυκούδη”, Ναυτική Επιθεώρησις, 182, (1940), σελ. 149-92.
- Μεζεβίρης, Γ, Το ‘Ναυτικόν Πρόγραμμα προ Πεντηκονταετίας’, Ναυτική Επιθεώρησις, 134, (1934), pp. 117-37.
- Strachan, H., ‘From Cabinet War to Total War’ στο R. Chickering, S. Förster (επιμ.), Great War, total war: combat and mobilization on the Western Front (Washington, D.C. and Cambridge: German Historical Institute; Cambridge University Press, 2000)
- Yasamee, F.A.K., “Abdülhamid II and the Ottoman Defence Problem”, Diplomacy and Statecraft, τομ. 4, no. 1 (1993)
Διδακτορικές Διατριβές
- Fotakis, Z., Greece, its Navy and the Foreign Factor, November 1910-March 1919 (D.Phil., Oxford, 2003)
- Reed, C. V., The British Naval Missions at Constantinople, 1908-1914 (D.Phil. Oxford, 1995)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] John Lampe και Marvin Jackson, Balkan Economic History, 1550-1950: from imperial borderlands to developing nations, Μπλούμινγτον Ιντιάνα: Indiana University Press, 1982, σ. 167
[2] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή: ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922, Αθήνα, Θεμέλιο, 1977, σ. 101, 149
[3] Hew Strachan, «From Cabinet War to Total War» Roger Chickering, Stig Förster (επιμ.), Great War, total war: combat and mobilization on the Western Front, Ουάσινγκτον Ντ. Σ. και Κέϊμπριτζ: German Historical Institute; Cambridge University Press, 2000, σ. 19-20
[4] Charles Verner Reed, The British Naval Missions at Constantinople, 1908-1914, Διατριβή, Οξφόρδη, 1995, σελ. 4-7. Michel Lhèritier, Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours:Le règne de Georges I avant le Traité de Berlin (1862-1878) – Hellénisme et Slavisme, Παρίσι: Les Presses Universitaires de France, 1925, σ. 309-316, 328-360, 388-417. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός, 1833-1881 Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1977 σ. 137-141, 165, 217. P.R.O., ADM. 116/3098, Admiralty War Staff Memorandum, 28 Οκτωβρίου 1912
[5] Η πληρέστερη χρονογραφία που αναφέρεται στη στασιμότητα του ελληνικού ναυτικού την περίοδο 1833-1875 είναι Δημήτριος Φωκάς, Χρονικά του Ελληνικού Ναυτικού, 1833-1873, Αθήνα, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, 1923
[6] Evangelos Kofos, “War and Insurrection as Means to Greek Unification in the Mid-Nineteenth Century”, Bella Kirally and G.E. Rothenberg (επιμ.), War and Society in East Central Europe, τομ. 14, Νέα Υόρκη, Brookly Coll., 1979, σ. 338-351
[7] Βλ. –μεταξύ άλλων-: Feroz Ahmed Yasamee, , «Abdülhamid II and the Ottoman Defence Problem», Diplomacy and Statecraft, 4, no. 1 (1993), σ. 23. Medlicott, W.N., The Congress of Berlin and After, Λονδίνο, Cass, 1963
[8] Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Τρικούπη, Φακ. 9, Brialmont-Memoire sur la défense de la Grèce, 25 Μαρτίου 1883
[9] Δ.Ι.Σ, Φάκελος 1705, Υπόμνημα Χατζηανέστη, Επιτελείο Στρατιάς Θεσσαλίας, 17 Φεβρουαρίου 1897
[10] Ε.Λ.Ι.Α., Αρχείο Τρικούπη, Φακ. 12, Pournaras, Υπόμνημα περί της Χερσονήσου της Καλλιπόλεως c. 1882, σελ. 6
[11] Στο ίδιο, σ. 1-2
[12] Στο ίδιο, σ. 6-20
[13] Στο ίδιο, σ. 4
[14] Αικατερίνη Φλεριανού, Χαρίλαος Τρικούπης: η ζωή και το έργο του, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 1999, τομ. 1, σ. 267
[15] Strachan, «From Cabinet War to Total War», σ. 19. Arthur James Marder, The Anatomy of British Sea power: a History of British Naval Policy in the Pre-dreadnought Era, 1880-1905, Λονδίνο, 3rd edition, Frank Cass, 1972, σ. 160
[16] Σχετικά με την ταχύτητα της ελληνικής επιστράτευσης και το ρόλο του ελληνικού στόλου στην παρεμπόδιση της ολοκλήρωσης της τουρκικής επιστράτευσης βλ. -μεταξύ των άλλων- Νικόλαος Λεβίδης, Ιστορία του Ελληνο-Τουρκικού Πολέμου, Αθήνα, Ιγγλέσης, 1898, σ. 42, 67, 72. Περικλής Αργυρόπουλος, Το Ναυτικό της Ελλάδος Πρόγραμμα, Αθήνα, Εστία, 1907 σ. 181-190. Γεννάδιος, Αρχείο Δραγούμη, Φάκελος 7/1, Further Correspondence respecting the Affairs of Greece, Λονδίνο, Ιούνιος 1886, Τηλεγράφημα αριθμ. 21, Rumbold προς Salisbury, Αθήνα, 9 Ιανουαρίου 1886. P.R.O, F.O. 32/607, Monson προς Salisbury, Αθήνα, 6 Ιουνίου 1889
[17] F.A.K. Yasamee, «Abdülhamid II and the Ottoman Defence Problem», σελ. 25
[18] Γενικά για την εξέλιξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 βλ. Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση ανεξάρτητου κράτους (1821-1832), Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1975. Ειδικότερα για την πορεία και τη σημασία των ναυτικών επιχειρήσεων της επανάστασης βλ. Κωνσταντίνος Αλεξανδρής, Αι Ναυτικαί Επιχειρήσεις του υπέρ της Ανεξαρτησίας Αγώνος, 1821-1829, Αθήνα, Ναυτική Επιθεώρησις, 1930
[19] Herbert Wrigley Wilson, Battleships in action, Λονδίνο, S. Low, Marstone Co, 1926, σ. 275
[20] P.R.O, F.O. 32/599, Haggard προς Rosebery, 18 Φεβρουαρίου 1888
[21] Δημήτριος Πουρνάρας, Χαρίλαος Τρικούπης: η ζωή και το έργο του, Αθήνα, Ελεύθερος, 1976, σ. 158
[22] P.R.O., F.O. 32/638, Monson προς Salisbury, 19 Φεβρουαρίου 1892
[23] P.R.O, F.O. 32/639, Monson προς Salisbury, Αθήνα, 25 Ιουνίου 1892
[24] F.A.K. Yasamee, «Abdülhamid II and the Ottoman Defence Problem», σ. 23
[25] Στο ίδιο, σ. 26-32
[26] Στο ίδιο, σ. 30
[27] Εκδοτική Αθηνών, Νεώτερος Ελληνισμός, 1833-1881, σελ. 80-81. Αικ. Φλεριανού, Χαρίλαος Τρικούπης, τομ. 1, σ. 274-277
[28] Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας: η Συνταγματική Βασιλεία, 1863-1909, Αθήνα, Πάπυρος, 1966, σ. 216
[29] Αικ. Φλεριανού, Χαρίλαος Τρικούπης, τομ. 1, σ. 287-288
[30] P.R.O., F.O. 881/5206x, Greece, Intelligence Report, Captain Hare, W.A.H., Intelligence Branch War Office, 13 Μαρτίου 1886, σ. 20
[31] M.A.E, C.P. Grèce, Tome 127, L’ Spectator d’ Orient, 16 Aυγούστου 1890. Ό.π., Tome 116, Moüy προς Fery, Aθήνα, 22 Ιουλίου 1884. Ό.π., Tome 123, Montholon προς Goblet, Aθήνα, 3 Ιανουαρίου 1889 Ό.π., Tome 117, Moüy προς Fery, Αθήνα, 14 Φεβρουάριου 1885. Lhéritier, Hellénisme et Slavisme σ. 218-219. Theodore Ropp, The development of a modern navy : French naval policy, 1871-1904, Αννάπολις, Naval Institute Press, 1987, σ. 69-71. Zisis Fotakis, Greece, its Navy and the Foreign Factor, November 1910-March 1919, Διδακτορική Διατριβή, Οξφόρδη, 2003, σ. 12-16. Στυλιανός Λυκούδης, «Δεξίωσις του Ακαδημαïκού Στυλιανού Λυκούδη», Ναυτική Επιθεώρησις, 182, 1940, σ. 149-192. Γρηγόρης Μεζεβίρης, «Το Ναυτικόν Πρόγραμμα προ Πεντηκονταετίας», Ναυτική Επιθεώρησις, 134, (1934), σ. 117-137. Bordeaux, Général «Une mission navale en Grèce 1884-1890. L’amiral Lejeune», La Méditerranée, no. 19, (Sept. 1930), σ. 200-202. Ε.Σ.Β., Δέκατη Τρίτη Περίοδος, Τρίτη Σύνοδος, 72 Συνεδρίαση, 5 Μαρτίου 1894, Ομιλία Κανελλόπουλου, Η., σ. 1243-1252 και 73 Συνεδρίαση, 6 Μαρτίου 1894, Ομιλία Κανελλόπουλου, Η., σελ. 1253-1255
[32] Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Ελληνο-Τουρκικού Πολέμου του 1897 περιγράφονται με ενάργεια στο Wilhelm Colmar Goltz, Der Thessalische Krieg und die Türkishe Armee, Βερολίνο, E.S. Mittler und Sohn, 1898. Οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις του πολέμου αναφέρονται με πληρότητα στα George Papadopoulos, England and the Near East, 1896-1898, Θεσσαλονίκη, Institute for Balkan Studies, 1969, σ. 119-224 και William Leonard Langer, The Diplomacy of Imperialism, 1890-1902 Νέα Υόρκη, 2η έκδοση, A.A. Knopf, 1956, σ. 355-383
[33] Ανδρέας Ανδρεάδης, Εθνικά Δάνεια και Ελληνική Δημόσια Οικονομία: Έργα, τομ. 2 (Αθήνα: Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 1938), σ. 441-452. O.ST., H.H.STA, Politisches Archiv, Griechenland, Φάκελος 63, 38, Fürstenberg προς Berchthold, Αθήνα, 21 Σεπτεμβρίου 1912. Andreas Demetrakopoulos, «The Contribution of the Hellenic Navy to the Allied Effort During the First Balkan War, 1912-13”, Acta, International Symposium of Military History ‘Mudros 92’ ‘Paulos Melas 92 Αθήνα, 1993, σ. 52-53
πίσω στα περιεχόμενα: